Δευτέρα 24 Ιουλίου 2017

Μαξ Βέμπερ, Λέο Στράους και το μέλλον των κοινωνιών (Μέρος 3). Στωική στάση που αντέχει το βάρος και τη «μοίρα» της εποχής

της Regina Titunik

Το δοκίμιο έχει ως βάση εισήγηση της συγγραφέως στο 20ό Παγκόσμιο Συνέδριο της International Political Science Association (IPSA), στην Φουκουόκα της Ιαπωνίας, στις 9-13 Ιουλίου 2006, τρία χρόνια πριν τον πρόωρο θάνατό της. Η ελληνική μετάφραση χωρίστηκε σε 3 κομμάτια.
Το Μέρος 2 της ελληνικής μετάφρασης : [Ησίοδος ή Δάντης; «Χρυσούς αιών» ή «Ξεχάστε Κάθε Ελπίδα»;]

3. Η Στωική στάση του Μαξ Βέμπερ: «Να αντέχουμε ανδροπρεπώς» το βάρος που βάζει στους ώμους μας «η μοίρα της εποχής μας»

Οι βασικές εναλλακτικές επιλογές και η μοίρα
[Εργαλειακή ορθολογικότητα, «πολυθεϊσμός» των ηθικών αξιών και «απομάγευση του κόσμου»]
Είναι σαφές το εξής: Ο Στράους ορθά παρατήρησε ότι ο Βέμπερ ανησυχούσε για τις επιπτώσεις της εξέλιξης των κοινωνιών ειδικά στη νεωτερική εποχή ή για τις επιπτώσεις του νεωτερικού εγκόσμιου, α-θρησκευτικού πειράματος. Ο Βέμπερ όχι μόνον διέγνωσε την προοπτική της επιστροφής σε παλιές μορφές «αριστοκρατίας», αλλά, όπως φάνηκε προηγουμένως, διέκρινε την έλευση ενός νέου, πιο ανθεκτικού συστήματος βασισμένου σε κάστες, το οποίο θα στηρίζεται στην κυριαρχία της εργαλειακής ορθολογικότητας μέσω μιας γραφειοκρατικής εξουσίας. Στην πορεία του Δυτικού πολιτισμού, ο Βέμπερ παρατήρησε την όλο και πιο έντονη και πιο συστηματική ρύθμιση της δράσης και της σκέψης του ανθρώπου μέσω ομοιόμορφων κανόνων και διαδικασιών· αυτό το διατύπωσε θεωρητικά με την έννοια «εξορθολογισμός». Μάλιστα, ο εξορθολογισμός και η συνακόλουθη διαφοροποίηση των ποικίλων σφαιρών του βίου, είναι αυτό που γέννησε τον «πολυθεϊσμό» των τελικών ηθικών αξιών, για τον οποίο μιλά ο Βέμπερ.1
Leo & Diane Dillon: Coming to Our Senses: σχέδιο για εξώφυλλο 
του βιβλίου Body and Spirit in the Hidden History of the West, 1990
© Leo & Diane Dillon / MutualArt
Ο εξορθολογισμός της ανθρώπινης σκέψης – δηλαδή η πρόοδος της επιστήμης – αποκλείει όλο και περισσότερο τις αξιώσεις αλήθειας ή τις διαισθητικές γνώσεις οι οποίες δεν στηρίζονται σε προδιαγεγραμμένες μεθόδους και διαδικασίες. Η ορθολογική και εμπειρική επιστήμη έχει τελικά κατορθώσει «να ολοκληρώσει το έργο της απομάγευσης του κόσμου και της μεταμόρφωσης του σε έναν αιτιακό μηχανισμό» [η λειτουργία του γίνεται κατανοητή ως αλληλουχία αιτίων και αποτελεσμάτων]. «Η άποψη για τον κόσμο, η οποία έχει ως οδηγό την επιστήμη που βασίζεται στην εμπειρία ή την μαθηματική λογική», σε τελευταία ανάλυση αποκλείει τη δυνατότητα να γίνει κατανοητή με ορθολογικό τρόπο η πραγματικότητα ως ένα όλον πλήρες ουσιαστικού νοήματος. Η πρόοδος της ορθολογικής επιστήμης αναγκαστικά γκρεμίζει την πίστη σε θεούς και σε μαγικές δυνάμεις, αλλά ως αποτέλεσμα, υπονομεύει και τις ιδέες που εξάπτουν την ψυχή του ανθρώπου. Στον νεωτερικό κόσμο, «οι πιο υψηλές αξίες έχουν αποσυρθεί από τον δημόσιο βίο» και τα ιδεώδη που προσέφεραν συνοχή στις ανθρώπινες κοινωνίες έχουν αποσυντεθεί. Ωστόσο, και παρά το γεγονός ότι η επιστήμη έχει διαβρωτική επίδραση στο «να αφιερώνεται κανείς σε δίκαιους σκοπούς», ο Βέμπερ παρέμεινε ακλόνητα πιστός στην ιδέα της επιστήμης που έχει ως βάση την εμπειρία.2
© Leo & Diane Dillon:Shatterday, 1975
[Ο κανόνας της αξιολογικά ουδέτερης επιστήμης - Τον παραβίασε, πράττοντας ορθά, ο ίδιος ο Βέμπερ;] 
Εν όψει αυτής ακριβώς της πορείας προς τον πλήρη εξορθολογισμό, προς την νοησιαρχική αντίληψη και απομάγευση του κόσμου, ο Βέμπερ συμβούλευσε να αποδεχτούμε με ακεραιότητα και ειλικρίνεια της σκέψης, ότι η επιστήμη δεν είναι σε θέση να επιβεβαιώνει και να προσδίδει κύρος σε επιλογές ηθικών αξιών. Αν είμαστε έντιμοι με τον εαυτό μας, συνειδητοποιούμε ότι η μελέτη των γεγονότων της ανθρώπινης ιστορίας και η αιτιακή συσχέτιση των ποικίλων κοινωνικών φαινομένων, ίσως μας βοηθά να κατανοήσουμε τις ενδεχόμενες συνέπειες των επιλογών μας, όμως δεν μπορεί να μας πει ποια επιλογή είναι τελικά ορθή. Εξ αιτίας των προφανών ορίων της επιστήμης, είμαστε υποχρεωμένοι για λόγους διανοητικής εντιμότητας – κατά τη γνώμη του Βέμπερ – να απέχουμε από διατύπωση κρίσεων που αξιολογούν ηθικά τα υπό έρευνα κοινωνικά φαινόμενα και να πάψουμε να παριστάνουμε τους ικανούς να παράγουν αξιολογικές κρίσεις με αναγωγή από εμπειρικά γεγονότα.
Ο Στράους αντιδρά στην αξίωση του Βέμπερ για ηθική ουδετερότητα, λέγοντας πως η απαγόρευση των αξιολογικών κρίσεων στις κοινωνικές επιστήμες είναι ιδέα μη υποστηρίξιμη. Προβάλλει το πειστικό επιχείρημα, πως η απαγόρευση των αξιολογικών κρίσεων δεν είναι καθόλου συμβατή με την διανοητική εντιμότητα, αλλά αντίθετα εκτρέφει διανοητική ανεντιμότητα: Είναι αδύνατο να περιγράφουμε κοινωνικά φαινόμενα και να μένουμε πιστοί στην αλήθεια, εάν δεν κάνουμε χρήση γλώσσας που αξιολογεί. Μία «αυστηρά πραγματολογική περιγραφή» των πράξεων που λαμβάνουν χώρα σε ένα στρατόπεδο συγκέντρωσης, μια αναφορά από την οποία θα αποκλείονται λέξεις που αξιολογούν, όπως «σκληρότητα» ή «βαρβαρότητα», θα ήταν μια γελοιογραφία, μια μεταμφίεση της τραγωδίας σε φάρσα.
Ο Στράους εκφράζει τον θαυμασμό του για τον Βέμπερ, διότι τελικά αντιφάσκει με την δική του αξίωση για ηθική ουδετερότητα στην επιστημονική πρακτική· την παραβιάζει και διαρκώς χρησιμοποιεί την «κατάλληλη γλώσσα», την «γλώσσα του επαίνου και του ψόγου». Επιπρόσθετα, όποιος θέλει να διακρίνει τα φαινόμενα, τα οποία, αναγκαστικά, μπορούν να περιγραφούν μόνον με τη χρήση γλώσσας ή λέξεων φορτισμένων με αξίες – λόγου χάρη το χάρισμα, η αφοσίωση, η ματαιοδοξία κλπ, είναι αναγκαίο να έχει μια επαρκή αίσθηση και αντίληψη για διαφορές κανονιστικής ποιότητας· τέτοια φαινόμενα μπορούν να φωτιστούν μόνον μέσω αξιολόγησης. Ο Βέμπερ αποδείχτηκε ευαίσθητος στο να διακρίνει τα κοινά αξιολογικά πρότυπα, τα εγγενή στις καταστάσεις της ζωής του ανθρώπου [...] «Είχε να διαλέξει ανάμεσα στο να μην είναι σε θέση να διακρίνει τα φαινόμενα και στο να κάνει αξιολογικές κρίσεις. Η ικανότητά του στην άσκηση της κοινωνικής επιστήμης τον οδήγησε στη σωστή επιλογή», λέει ο Στράους. 
Η άποψη πως ο Βέμπερ ήταν πρώτης τάξης κοινωνικός επιστήμονας επειδή στην άσκηση της επιστήμης του παραβίασε τις δικές του μεθοδολογικές αρχές, φαίνεται υποστηρίξιμη. Ωστόσο, στη συνέχεια του γραπτού του, ο Στράους αναθεωρεί την αρχική του θέση και δείχνει ότι στην πραγματικότητα ο Βέμπερ δεν παραβίασε τις μεθοδολογικές αρχές του. Ο Στράους αναγνωρίζει το εξής: Κατά την άποψη του Βέμπερ, «τα αντικείμενα έρευνας της κοινωνικής επιστήμης συγκροτούνται σε σχέση με αξίες», πράγμα που «επιβάλλει να έχουμε επίγνωση των αξιών» και την ικανότητα του ερευνητή να κάνει αξιολογικές διακρίσεις. Όμως οι αξιολογικές κρίσεις, με τις οποίες η κοινωνική επιστήμη φέρνει τα αντικείμενα της υπό το φακό της έρευνας, είναι αναγκαστικά προσωρινής φύσης [...] Αυτές οι αξιολογικές κρίσεις αλλάζουν, όταν δούμε το αντικείμενο υπό άλλο πρίσμα ή από μια πιο «πανοραμική» οπτική γωνία [...] Ο Βέμπερ δεν παραιτείται από τη γλώσσα του επαίνου και του ψόγου στην πραγμάτευση των κοινωνικών φαινομένων, ωστόσο στοχεύει και πέρα από αυτές τις αξιολογικές κρίσεις της κοινής λογικής, προς τις τελικές αξίες· [σύμφωνα με τον Βέμπερ], το άτομο πρέπει να επιλέγει μεταξύ αυτών χωρίς κριτήρια επιλογής.
Σε τελευταία ανάλυση, ο Στράους δεν διαφοροποιείται τόσο σημαντικά, όσο φαίνεται εκ πρώτης όψεως, από την άποψη του Βέμπερ περί ασυμβατότητας των τελικών ηθικών αξιών μεταξύ τους. Ήδη στην αρχή του κεφαλαίου, ο Στράους ισχυρίζεται το εξής: Για να μπορεί να κάνει κανείς φιλοσοφία, το μόνο που χρειάζεται είναι να έχει επίγνωση του τι δεν γνωρίζει, πράγμα που σημαίνει να κατανοεί ποιά είναι τα θεμελιώδη προβλήματα προς λύση και, μαζί με αυτά, ποιες οι θεμελιώδεις εναλλακτικές επιλογές, οι οποίες, καταρχήν, βρίσκονται σε «συγχρονία» με αυτά που σκέπτονται οι άνθρωποι. Για να μιλήσουμε πιο γενικά, ο Στράους αποδέχεται επίσης ότι διαφορετικές απόψεις που προκύπτουν υπό το πρίσμα της «τελευταίας ανάλυσης» (ultimate viewpoints) ή ό,τι αποκαλεί «εικόνες από πανοραμική οπτική γωνία» («comprehensive views»), βρίσκονται σε ακατάπαυστη σύγκρουση μεταξύ τους.
© Leo & Diane Dillon:Tikvah, 2001
[Ο έλεγχος του κανόνα της αξιολογικής ουδετερότητας. Α´ : Ιδέες περί δικαιοσύνης]
Όμως, αν και συμμερίζεται το πως βλέπει γενικά τα πράγματα ο Βέμπερ, ο Στράους δεν αποδέχεται την επιχειρηματολογία του με την οποία εκείνος κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η σύγκρουση μεταξύ των τελικών αξιών είναι μη επιλύσιμη. Για να ελέγξει κανείς εάν οι συγκρούσεις μεταξύ αξιών είναι αδύνατο να επιλυθούν με ορθολογικό τρόπο, «θα ήταν αναγκαίο να κάνει μια προσπάθεια εξίσου τιτάνια με εκείνη που οδήγησε τον Καντ στην ιδέα και στην πραγμάτευση της Κριτικής του Καθαρού Λόγου».3 Όμως ο έλεγχος του Βέμπερ περιορίζεται σε λίγα ασαφή παραδείγματα· σε «δυο ή τρία» από αυτά, ο Στράους στρέφει την προσοχή του στο ίδιο κεφάλαιο του βιβλίου του. Ο τρίτος έλεγχος είναι στην πραγματικότητα η άποψη του ίδιου του Στράους, την οποία συνάγει από τα δύο παραδείγματα του Βέμπερ.
Ως πρώτο «έλεγχο» ο Στράους εξετάζει την ιδέα του Βέμπερ για δύο αντιτιθέμενες απόψεις περί δικαιοσύνης, μεταξύ των οποίων είναι αδύνατο να γίνει τεκμηριωμένη επιλογή με χρήση της λογικής: Είναι δίκαιο να ανταμείβονται οι έμφυτες ικανότητες ή είναι δίκαιο να αντισταθμίζεται η άνιση κατανομή των έμφυτων ικανοτήτων με το να έχουμε μεγαλύτερες απαιτήσεις από τα προικισμένα άτομα;4 Ο Στράους δεν λέει ότι η σύγκρουση αυτή μπορεί να επιλυθεί (παρά μόνον αναφορικά με την ποιότητα της διαβίωσης και τα πλεονεκτήματα [που παρέχονται από την κοινωνία στα άτομα]). Κάνει χρήση αυτού του παραδείγματος ως ευκαιρία για να θέσει το εξής ερώτημα: «Έχει νόημα να λέμε ότι η φύση πράττει άδικα, με το να μοιράζει τα δώρα της με τρόπο άνισο; Είναι καθήκον της κοινωνίας να επανορθώνει αυτή την αδικία της φύσης; Έχει δικαίωμα να γίνεται ακουστή η δυσαρέσκεια και η ζήλια»; Αυτό το ερώτημα παραπέμπει στο πως βλέπει ο Στράους το φυσικό δίκαιο· σ' αυτό το θέμα θα επανέλθω στη συνέχεια. Προς το παρόν είναι σημαντικό να επισημάνουμε το εξής: Ο Στράους σκιαγραφεί αυτές τις δύο ιδέες περί δικαιοσύνης με στόχο να αντλήσει και άλλα αποδεικτικά στοιχεία για να στηρίξει τον κύριο ισχυρισμό του, δηλαδή την εικασία ότι η βασική υπόθεση του Βέμπερ περί σύγκρουσης των τελικών αξιών στηριζόταν στην ηθική του προτίμηση και στην θετική αξιολόγηση της εσωτερικής σύγκρουσης και διχασμού του ατόμου.
Στην περίπτωση αυτή, ο Στράους παρουσιάζει έναν Βέμπερ διχασμένο ανάμεσα σε «ένα ήθος της αδελφοσύνης που δεν είναι του κόσμου τούτου» και «στην αριστοκρατία του πνεύματος»,5 πράγμα που είναι η βασική μορφή με την οποία εκδηλώνεται η σύγκρουση μεταξύ «ηθικών επιταγών» και «πολιτισμικών αξιών».6 Όμως, σε αντίθεση με το «ήθος του πολεμιστή», το οποίο - όπως και το ήθος της αδελφοσύνης - δίνει ένα νόημα στη ζωή, τα επιτεύγματα της «αριστοκρατίας η οποία βασίζεται στο γεγονός ότι κατέχει τον ορθολογικό πολιτισμό», οδήγησαν σε «ακόμη πιο καταστροφική έλλειψη νοήματος». Η ορθολογική γνώση, με το να ακολουθεί τους δικούς της «εγκόσμιους κανόνες», δημιούργησε «τον κόσμο [cosmos] της φυσικής αιτιότητας», ο οποίος βρίσκεται σε ασυμφιλίωτη αντίθεση με «τον κόσμο της ηθικής αιτιότητας που εξισορροπεί και διορθώνει». Η καλλιέργεια των πολιτισμικών αξιών ή η εξύψωση των ανώτερων επιτευγμάτων της πνευματικής δραστηριότητας είναι βεβαρημένη με βαθιά ενοχή θρησκευτικής φύσης.7 Ο Στράους παρατηρεί το εξής: 
[Ο Βέμπερ] είχε ανάγκη της ενοχής. Έπρεπε να συνδυάσει την αγωνία και τον φόβο που φέρνει ο αθεϊσμός (καμιά λύτρωση και καμιά παρηγοριά) με την αγωνία και τον φόβο που φέρνει η εξ αποκαλύψεως θρησκεία (το καταπιεστικό αίσθημα της ενοχής). Χωρίς τον συνδυασμό αυτό, η ζωή παύει να είναι τραγική και συνακόλουθα χάνει το βάθος της.
[Ο έλεγχος του κανόνα της αξιολογικής ουδετερότητας. Β´ : «Ηθική της πρόθεσης» και «ηθική της ευθύνης» ]
Ο δεύτερος «έλεγχος» του αξιώματος ότι η σύγκρουση μεταξύ των τελικών αξιών είναι μη επιλύσιμη, είναι η σύγκρουση ανάμεσα στην «ηθική της πρόθεσης» [ή «ηθική του φρονήματος» - Gesinnungsethik] και στην «ηθική της ευθύνης» [Verantwortungsethik]. Στην περίπτωση της πρώτης, η ορθότητα ή μη των πράξεων του ατόμου είναι ανεξάρτητη από τις πιθανές συνέπειες τους, ενώ στην περίπτωση της δεύτερης, «η ευθύνη του ανθρώπου επεκτείνεται ώστε να περιλαμβάνει και τις προβλέψιμες συνέπειες των πράξεών του».8 Ο Στράους και πάλι δεν υποδεικνύει τρόπους για να επιλυθεί αυτή η τεταμένη σχέση. Μάλλον χρησιμοποιεί και αυτό το παράδειγμα για να στρέψει την προσοχή στην μη επιλύσιμη σύγκρουση που αποτελεί τη ρίζα και των δύο περιπτώσεων αυτού του «ελέγχου», δηλαδή στη σύγκρουση μεταξύ του ήθους που δεν είναι του κόσμου τούτου και του εγκόσμιου ήθους. Η ιδέα του Βέμπερ για τη σύγκρουση μεταξύ των αξιών καταδεικνύει την θεμελιώδη σύγκρουση μεταξύ του ήθους της αδελφοσύνης και «των κοινά αποδεκτών προτύπων της αριστείας του ανθρώπου ή των προτύπων της εξοχότητας που αναγνωρίζει ο απαίδευτος νους». Όμως, εφόσον η κοινωνική επιστήμη είναι μια εγκόσμια δραστηριότητα, φαίνεται ότι o κοινωνικός επιστήμονας θα έπρεπε να θεωρεί αυτονόητη την υπεροχή της «εγκόσμιας» οπτικής γωνίας. Ωστόσο, σύμφωνα με τον Στράους, ο Βέμπερ δεν θεωρεί αυτονόητη την υπεροχή ή ακόμη και την εγκυρότητα της επιστημονικής οπτικής γωνίας. Η επιστήμη βασίζεται στην προϋπόθεση πως ό,τι παράγεται μέσω της επιστημονικής εργασίας είναι σημαντικό, με την έννοια ότι «αξίζει να το γνωρίζουμε». Όμως αυτή η προϋπόθεση – που είναι η ίδια μια αξιολογική κρίση – «δεν μπορεί να ελεγχθεί και αποδειχθεί με επιστημονικά μέσα».9 Σε τελευταία ανάλυση, η επιλογή υπέρ της επιστήμης βασίζεται στην πίστη [και όχι στην γνώση].
 
© Leo & Diane Dillon:Fantasy (2000) & Northland
«Πανοραμική οπτική γωνία» για επίγνωση των θεμελιωδών εναλλακτικών επιλογών. Λόγος και θρησκευτική πίστη] 
Ο Στράους ανασυνθέτει με εντυπωσιακό τρόπο την σκέψη του Βέμπερ από τα δομικά στοιχεία της και εικάζει ότι εμπλέκεται με τη σύγκρουση μεταξύ λόγου και αποκάλυψης, μεταξύ «της ανθρώπινης και της θείας πνευματικής καθοδήγησης». Δεν υπάρχει άλλο δίλημμα «τόσο θεμελιακό όσο αυτό», λέει ο Στράους, παραπέμποντας στον Σπινόζα.
Το κομμάτι αυτό του κειμένου δίνει την εντύπωση ότι ο Στράους αφήνει την φιλοσοφία να νικηθεί από την θρησκευτική πίστη. Το γεγονός ότι η φιλοσοφία (ή «η επιστήμη με το πλήρες νόημά της») και η πίστη εξ αποκαλύψεως δεν μπορούν να αντικρούσουν η μια την άλλη, φαίνεται σαν να αποτελεί ένα επιχείρημα υπεράσπισης της θρησκευτικής πίστης.10 Όμως, μολονότι ο Στράους μας αφήνει με την εντύπωση ότι αυτό είναι ένα «δυσάρεστο» συμπέρασμα, από το οποίο σπεύδει να απομακρυνθεί, στην πραγματικότητα, με το να επαναφέρει την αξίωση για επίγνωση αυτών των δύο ανταγωνιστικών αρχών, υπερασπίζεται την φιλοσοφία.11 Αφού θέτει το ζήτημα της αντιπαράθεσης μεταξύ της πνευματικής καθοδήγησης από τον νου του ανθρώπου της και πνευματικής καθοδήγησης από τον Θεό, ο Στράους προσεγγίζει την «αιώνια πάλη» μεταξύ φιλοσοφίας και θεολογίας από μια «οπτική γωνία πτηνού»· αυτό σημαίνει, ότι το να έχεις επίγνωση της σύγκρουσης μεταξύ πίστης και λόγου είναι μια πανοραμική οπτική γωνία (comprehensive view), με την οποία αποκτάς πλήρη και πολύπλευρη εικόνα αυτής της σύγκρουσης. Υπενθυμίζει πως το μόνο που χρειάζεται για να μπορεί να κάνει κανείς φιλοσοφία, είναι να γνωρίζει ποιες είναι οι θεμελιώδεις εναλλακτικές επιλογές. Το να κατανοείς αυτές τις εναλλακτικές επιλογές, δημιουργεί ήδη από μόνο του φιλοσοφική συνείδηση. Τις ευεργετικές ιδιότητες αυτής της «πανοραμικής οπτικής γωνίας» για εποπτεία των εναλλακτικών επιλογών, ο Στράους τις υπογραμμίζει και σε ένα άλλο γραπτό, στο οποίο παρατηρεί ότι η ακατάπαυστα τεταμένη σχέση μεταξύ φιλοσοφίας και θρησκευτικής πίστης «είναι το μυστικό της ζωτικότητας της Δύσης».12
[Η ιδιαιτερότητα της πολιτικής φιλοσοφίας και το ερώτημα για το ευ ζην. Διαφορετικές οπτικές γωνίες για την φύση του ανθρώπου, την ισότητα και τον ανώτερο τελικό στόχο]
Ωστόσο, αυτή η υπεράσπιση της φιλοσοφίας ως εφικτής δραστηριότητας δεν λύνει το πρόβλημα του «φυσικού δικαίου». Ενώ το μόνο που χρειάζεται κανείς για να μπορεί να κάνει φιλοσοφία εν γένει είναι να έχει επίγνωση των θεμελιωδών εναλλακτικών επιλογών, η πολιτική φιλοσοφία έχει ως αναγκαίο προσανατολισμό την διατύπωση απαντήσεων στο ερώτημα για το ευ ζην. Συνεπώς, το να μπορείς να κάνεις πολιτική φιλοσοφία – η οποία είναι ένας επιμέρους τομέας της φιλοσοφίας – φαίνεται να εξαρτάται από το αν προσπαθείς να έχεις επίγνωση των τελικών σκοπών, πράγμα που βρίσκεται πέρα από το οπτικό πεδίο της φιλοσοφίας αυτής καθεαυτής. Στο βιβλίο Φυσικό Δίκαιο και Ιστορία, ο Στράους επιχειρεί να δείξει ότι, παρά την φανερή αυτή δυσκολία, η πολιτική φιλοσοφία είναι δραστηριότητα εφικτή και ότι το φυσικό δίκαιο είναι εποπτεύσιμο και προσδιορίσιμο. Όπως παρατήρησαν οι κλασικοί, οι άνθρωποι ξεχωρίζουν από τα κτήνη επειδή έχουν την ικανότητα «να ομιλούν ή να σκέπτονται ή να κατανοούν».13 Συνακόλουθα, το «ευ ζην» συνίσταται στην τελειοποίηση της φύσης του ανθρώπου στον ανώτατο βαθμό. Το ευ ζην - ή «η ζωή σύμφωνα με την ανθρώπινη φύση» - είναι η ζωή του φιλοσόφου.
Πώς όμως μπορούμε να δείξουμε ότι το φιλοσοφικώς ζην της ελεύθερης αναζήτησης είναι ανώτερος τρόπος ζωής από το ευσεβώς ζην της ταπεινής και υπάκουης αφοσίωσης, εφόσον η φιλοσοφία δεν μπορεί να αντικρούσει την θρησκευτική πίστη;
Το κλειδί για να δώσουμε μιαν απάντηση στο ερώτημα αυτό βρίσκεται σε κάτι που γράφει ο Στράους στην αρχή του κεφαλαίου για τον Βέμπερ: «Είναι αλήθεια ότι η επιτυχής αναζήτηση της σοφίας μπορεί να οδηγεί στο συμπέρασμα, ότι η σοφία δεν είναι το ένα και μοναδικό πράγμα που χρειαζόμαστε. Όμως, και αυτό το συμπέρασμα θα αντλεί την εγκυρότητά του από το γεγονός ότι είναι αποτέλεσμα και συμπέρασμα μιας αναζήτησης της σοφίας· ακόμη και μια άρνηση του λόγου θα είναι αναγκαστικά μια λογική άρνηση». Αυτό που παρήγαγε ο Στράους στο τέλος του ίδιου κεφαλαίου – φέρνοντας στο φως τον ανταγωνισμό μεταξύ φιλοσοφίας και πίστης – είναι μια «λογική άρνηση» του λόγου. Αυτό επιβεβαιώνει πως η ζωή η αφιερωμένη στην ανώτερη μορφή άσκησης του λογικώς σκέπτεσθαι είναι η άριστη ζωή, ακόμη και αν η λογική σκέψη δεν οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η σοφία είναι «το ένα και μοναδικό πράγμα που χρειαζόμαστε». Το φυσικό δίκαιο ή το ευ ζην αποσκοπεί σε μια κοινωνική κατάσταση, στην οποία το φιλοσοφικώς ζην είναι εφικτό και ελκυστικό.
Σύμφωνα με τον Στράους, είναι αναγκαίο να παρατηρήσουμε το εξής: Το θεμελιώδες χαρακτηριστικό της «φύσης» είναι η ιεραρχική της οργάνωση. Τα δώρα της φύσης, πιο σημαντικό από τα οποία είναι η ικανότητα του ανθρώπου να στοχάζεται βαθιά τα θεμελιώδη ζητήματα, η φύση δεν τα μοίρασε εξ ίσου. Το καλύτερο καθεστώς είναι μια τάξη πραγμάτων η οποία στόχο έχει να κάνει εφικτό το φιλοσοφικώς ζην – «την ανώτερη δραστηριότητα του ανθρώπου»14 – και αυτό είναι ο σκοπός, μέσω του οποίου δικαιολογείται το καθεστώς τούτο: 
Εάν η επίμονη προσπάθεια για γνώση της αιώνιας αλήθειας είναι ο τελικός και ανώτερος στόχος του ανθρώπου, τότε η δικαιοσύνη και οι ηθικές αρετές γενικά μπορούν να νομιμοποιηθούν πλήρως μόνον από το γεγονός ότι είναι αναγκαίες για χάρη αυτού του τελικού στόχου, ή, για να το πούμε αλλιώς, επειδή είναι προϋποθέσεις του φιλοσοφικώς ζην.
Αυτός είναι ο τρόπος αντίληψης των πραγμάτων εκ μέρους της ορθολογικής γνώσης, ο μη συμβατός με την αδελφοσύνη, τον οποίο δεν μπορεί να αποδεχτεί με ήρεμη συνείδηση ο Βέμπερ. Κατά τη γνώμη μου, η ερμηνεία του Βέμπερ από τον Στράους είναι ξεχωριστή, διότι κανείς άλλος μελετητής δεν διερεύνησε τις πτυχές της ηθικής στάσης του Βέμπερ υπέρ της ισότητας με τόση ευαισθησία και σε τόσο βάθος, παρόλο που ο τρόπος που τον κατανοεί ο Στράους πάσχει, επειδή συνδέει άστοχα τους φόβους του Βέμπερ για το μέλλον με τους φόβους του Νίτσε.
Το να εξετάσουμε πληρέστερα την πολιτική φιλοσοφία του Στράους θα μας πήγαινε πολύ μακριά (και δεν είμαι βέβαιη εάν τελικά ο Στράους καταφέρνει να δείξει ότι το φιλοσοφικώς ζην είναι αποδεδειγμένα ανώτερο από την ζωή του πιστού). Εδώ, το αξιοσημείωτο είναι η αντίθεση μεταξύ της πανοραμικής οπτικής γωνίας υπό την οποία βλέπει τις θεμελιακές εναλλακτικές επιλογές ο Στράους και της πανοραμικής οπτικής γωνίας που ανοίγει η σκέψη του Βέμπερ, όπως βλέπει την τελευταία ο Στράους.
[Ανάμεσα στον Διάβολο της επιστημονικής νοησιαρχίας και στον προστατευτικό Θεό της ψευδαίσθησης. Η ανδροπρεπής αποδοχή της μοίρας και ο ιστορικισμός]
Διαβάζουμε στο βιβλίο του Στράους ότι η άποψη του Βέμπερ ανήκει, ή οδηγεί, σε μια πιο πανοραμική οπτική γωνία, η οποία είναι «ο μεγάλος ανταγωνιστής της πολιτικής φιλοσοφίας»15 – ο ιστορικισμός. Όπως σημειώνει ο Richard Kennington, ο Στράους χρησιμοποιεί την έκφραση «οπτική γωνία πτηνού» μόνον δυο φορές στο Φυσικό Δίκαιο και Ιστορία.16 Την πρώτη φορά αναφέρεται στον «τρόπο βίωσης και κατανόησης της ιστορίας» που αποτελεί το υπόβαθρο του ιστορικισμού. Τη δεύτερη αναφέρεται στην «αιώνια πάλη» μεταξύ φιλοσοφίας και θεολογίας, Σε τελική ανάλυση, οι δυο αλληλοσυγκρουόμενες πανοραμικές οπτικές γωνίες που παρουσιάζονται στο Φυσικό Δίκαιο και Ιστορία, είναι η φιλοσοφία και ο ιστορικισμός – ο Πλάτων και ο Χάιντεγκερ.17 
Η πραγματική επιλογή ή εναλλακτικές λύσεις που είχε ενώπιόν του ο Βέμπερ, δεν ήταν η επιλογή μεταξύ λόγου και πίστης, αλλά η εξής: είτε να αποδεχτεί «ηρωικά» τον επιστημονικό κόσμο που του επέβαλε η μοίρα, είτε να παραδοθεί στην ασφάλεια και προστασία της ψευδαίσθησης. Ενώπιον της επιλογής ανάμεσα «στον Θεό ή τον Διάβολο», ο Βέμπερ επέλεξε τον Διάβολο της επιστημονικής νοησιαρχίας.18 Γράφει ο Στράους: 
Ο Βέμπερ δεν έτρεφε ελπίδες, το νεωτερικό, εγκόσμιο, α-θρησκευτικό πείραμα τον είχε ήταν απογοητεύσει, ωστόσο παρέμεινε προσκολλημένος σ' αυτό, επειδή ήταν καταδικασμένος από την μοίρα να πιστεύει στην επιστήμη όπως αυτός την αντιλαμβανόταν. Το αποτέλεσμα αυτής της σύγκρουσης, την οποία δεν μπορούσε να επιλύσει, ήταν η πίστη του ότι η σύγκρουση μεταξύ αξιών δεν επιδέχεται λύση μέσω της λογικής του ανθρώπου.
Είναι φανερό πως ο Βέμπερ αφιερώθηκε στην επιστήμη, επειδή είχε κάνει την ηθική επιλογή «να αντέξει ανδροπρεπώς το φορτίο που εναποθέτει στους ώμους μας η μοίρα της εποχής μας».19 
Η ιδέα πως ο επιστημονικός ορθολογισμός είναι δεδομένος από τη μοίρα, συγγενεύει με την θέση των ιστορικιστών, σύμφωνα με την οποία «ολόκληρη η ανθρώπινη σκέψη εξαρτάται από την μοίρα, δηλαδή από κάτι, στο οποίο η σκέψη δεν μπορεί να επιβληθεί, που δεν μπορεί να προβλέψει πώς λειτουργεί και τι προϊόντα παράγει».20 Σύμφωνα με τον Στράους, ο Βέμπερ ήταν επηρεασμένος από τον ιστορικισμό και σε τελευταία ανάλυση συμμεριζόταν, αν και χωρίς να το έχει στοχαστεί σε βάθος, την αντίληψη των ιστορικιστών για «το όλον» ως κάτι μυστηριώδες και κατά βάση μη κατανοήσιμο. Αυτή ακριβώς η άποψη των ιστορικιστών εκφράζει την πιο σημαντική αμφισβήτηση της φιλοσοφίας και την πιο μεγάλη πρόκληση που αντιμετωπίζει η φιλοσοφία.
Η επιλογή του Βέμπερ και τί πνεύμα εκφράζει
Για χάρη της διανοητικής εντιμότητας, ο Βέμπερ δεν επέλεξε να θυσιάσει την ικανότητα του νου και να καταφύγει στην ασφάλεια της ψευδαίσθησης. Αφιέρωσε την ζωή του στην μελέτη και στην έρευνα, στην αναζήτηση της αλήθειας χωρίς συμβιβασμούς. Όμως, σύμφωνα με τον Στράους, ο Βέμπερ, με το να σεβαστεί την διανοητική εντιμότητα πρόδωσε τον χαρακτήρα του· και αυτή η επιλογή του δεν στηριζόταν σε τίποτε άλλο, παρά μόνον στην μη ορθολογική του προτίμηση να είναι ...«διανοητικά έντιμος». Ο Στράους βλέπει έναν Βέμπερ που έκανε την ηθική επιλογή μιας ζωής αφιερωμένης στην αναζήτηση της αλήθειας ως επακόλουθο της εικασίας του ότι η επιλογή υπέρ της επιστήμης βασίζεται στην πίστη. Αυτό σημαίνει το εξής: Ο Βέμπερ δεν επέλεξε την ζωή την αφιερωμένη στον στοχασμό εξαιτίας αληθινής και ουσιαστικής προτίμησης γι΄ αυτήν· φαίνεται μάλλον ότι επέλεξε να πράξει έτσι, ως επακόλουθο του ιδιαίτερου πρίσματος υπό το οποίο έβλεπε το τι σημαίνει να είναι κανείς διανοητικά έντιμος. Όπως ο Στράους εξηγεί σε ένα δοκίμιο με θέμα τον Kurt Riezler, τον οποίο παρομοιάζει με τον Βέμπερ, φιλοσοφία, υπό το πρίσμα αυτό, καταλήγει να σημαίνει «να φτάνεις έντιμα και υπερήφανα [στο να αρνείσαι] την αυταπάτη της απολύτρωσης».21
Η διεισδυτική ανάλυση του Στράους φέρνει στο φως σημαντικές πτυχές της σκέψης του Βέμπερ. Όμως το «πορτρέτο» του, όπως το εικονογραφεί, είναι ως όλον υπερβολικά «επιζωγραφισμένο». Ο Στράους δεν λαμβάνει υπόψη – ή υποβαθμίζει – την αυθεντική αφοσίωση του Βέμπερ στην μελέτη και στην έρευνα και το πόσο ελκυστικό πράγμα ήταν γι΄ αυτόν η διερεύνηση της ανθρώπινης κατάστασης. Αν και από την διάλεξη του Βέμπερ Η Επιστήμη ως Επάγγελμα 22 μένει η εντύπωση μιας ζοφερής αντιπαράθεσης με το αναπόφευκτο γεγονός της απομάγευσης, που χρειάζεται πολλή γενναιότητα για να την αντέξεις, η εντύπωση που δημιουργεί το τεράστιο σύνολο των μελετών του για την κοινωνική πραγματικότητα του ανθρώπου, είναι το ενθουσιώδες ενδιαφέρον του Βέμπερ για τη ζωή του ανθρώπου και τη γνώση αυτής της ζωής, με όλη την αινιγματική πολυπλοκότητά της. Ο Heinrich Rickert αποκαλύπτει ότι η διάλεξη του Βέμπερ Η Επιστήμη ως Επάγγελμα «δεν αποδίδει σωστά την απόλυτη προσωπική ευχαρίστηση που προκαλούσε στον Βέμπερ η επιστημονική του εργασία».23 Επίσης, η Μαριάννα Βέμπερ (Marianne Weber) υπογραμμίζει ότι ο Μαξ Βέμπερ λίγο πριν το τέλος της ζωής του ήταν ενθουσιασμένος με αυτά που δίδασκε του στο πανεπιστήμιο, και όταν τον ρώτησε γιατί, εκείνος απάντησε: «Απλά, επειδή η ίδια η πραγματικότητα είναι φανταστικά ενδιαφέρουσα».24
Sean J. McGrath: Why the World has Turned Grey - Disenchantment and Reverence
Ακόμη και με την γεμάτη σοβαρότητα παρατήρησή του για την αποσπασματικότητα του κάθε επιστημονικού επιτεύγματος, ο Βέμπερ εξέφρασε κάτι από την ευχαρίστηση που προκαλεί το να ασκείς την επιστήμη ως επάγγελμα. Είπε ότι «κάθε επιστημονικό συμπέρασμα εγείρει νέα ερωτήματα. Ζητά να “ξεπεραστεί”, να γίνει πεπαλαιωμένο. Όποιος θέλει να υπηρετήσει την επιστήμη, αυτό το γεγονός πρέπει να το αποδεχτεί [...] Είναι αδύνατο να εργαζόμαστε χωρίς να ελπίζουμε πως άλλοι θα προχωρήσουν πιο πέρα από εμάς. Ως προς τα βασικά, αυτή η διαδικασία της επιστημονικής προόδου συνεχίζεται ad infinitum». Όμως, μέρος της ευχαρίστησης που προκαλούσε στον Βέμπερ η επιστημονική εργασία, ήταν αυτή η ιδιότητά της να υποβάλλει διαρκώς «νέα ερωτήματα στην αιώνια, ανεξάντλητη ροή της ζωής».25
Ο Στράους αναφέρεται μόνον ακροθιγώς στον πιο σημαντικό λόγο για τον οποίο ο Βέμπερ επέμενε στη διάκριση μεταξύ γεγονότων και αξιών. Ο Βέμπερ ήθελε να προστατεύσει την κοινωνική επιστήμη από καταχρηστικές εφαρμογές της στην υπηρεσία ιδεολογικών προγραμμάτων. Κατά την άποψη του Βέμπερ, η επιστημονική έρευνα δεν πρέπει να χρησιμοποιείται ως εργαλείο για να υπηρετεί υποθέσεις κομματικές. Η επιμονή του στη διάκριση μεταξύ εμπειρικής και κανονιστικής γνώσης, στόχο είχε να προστατεύσει την ακεραιότητα του επιστημονικού εγχειρήματος ως αυστηρής και πειθαρχημένης αναζήτησης της «αλήθειας για χάρη της ίδιας της αλήθειας». [Ο Βέμπερ συμπεραίνει:] «Αυτό το είδος γνώσης έχει αξία, ανεξάρτητα από το αν παράγει ή όχι οδηγίες και συνταγές για την πρακτική δραστηριότητα».
26
Αυτή την ιδέα, ότι «η αναζήτηση της αλήθειας» είναι κάτι που «έχει αξία από μόνο του», ο Στράους την μειώνει, την αξιολογεί ως κάτι το ευτελές:
Εκείνοι που πιστεύουν ότι η αναζήτηση της αλήθειας έχει αξία από μόνη της, ίσως πιστεύουν ότι και άλλες δραστηριότητες, όπως το να γνωρίζεις πώς να δημιουργήσεις ένα δόγμα, ή η επεξεργασία ενός κειμένου, ή ακόμη και η πρόχειρη διόρθωση ενός κακού χειρογράφου, είναι αυτοσκοποί. Η αναζήτηση της αλήθειας έχει την ίδια βαρύτητα με την συλλογή γραμματοσήμων.
Είναι μια παράδοξη δήλωση, γιατί και ο Στράους φαίνεται να αγαπά βαθιά την αλήθεια για χάρη της ίδιας της αλήθειας. Και κατά παράδοξο τρόπο, αν αυτή ήταν όντως η θέση του, δεν θέλησε να την δικαιολογήσει με τρόπο συγκεκριμένο.
Σύμφωνα με τον Στράους, η φιλοσοφία είναι αναπόσπαστα ενσωματωμένη στο πλαίσιο μιας κοινωνίας και πρέπει διαρκώς να έχει ευαισθησία γι' αυτό το πλαίσιο. Η φιλοσοφία αναδύεται μέσα από τις απόψεις και γνώμες που επικρατούν και είναι αγαπητές σε μια κοινωνία· και βήμα-το βήμα βελτιώνει και εξευγενίζει τις απόψεις αυτές.27 Οι φιλόσοφοι δεν μπορούν να αποσυρθούν στον μαγεμένο κήπο όπου η φιλοσοφία απολαμβάνει την πολυτέλεια να την φροντίζουν και να την λατρεύουν για χάρη της ίδιας της φιλοσοφίας, διότι η δραστηριότητα αυτή ασκεί επίδραση στην κοινωνία. «Διότι, αν και η φιλοσοφία πρέπει να φοβάται κάθε επιθυμία της να καθοδηγεί, ωστόσο καθοδηγεί αναγκαστικά».28
Υποσημειώσεις
1  Weber, Max: From Max Weber – Essays in Sociology, μτφ./επιμ. Hans Gerth, C.Wright Mills, Ν. Υόρκη 1946, σ. 147-148 
2  Weber, ό.π., σ. 350, 139, 155, μετά σ. 351, για τη συνέχεια σ. 155 και τέλος σ. 152
3 Strauss, Leo: «Political Philosophy and History», στο Journal of the History of Ideas τεύχ. 10, Ιανουάριος 1949, σ. 22-23 [ανατυπ. στο Strauss, Leo: What is Political Philosophy? And Other Studies, Westport Conn., 1959]
4  Weber, Max: The Methodology of the Social Science, Ν. Υόρκη 1949, σ. 18, Weber, Max: Roscher and Knies, αγγλ. μτφ. G. Oakes, Ν. Υόρκη 1975, σ. 15-16, Weber, 1946 (βλ. σημ. 1), σ. 355
5  Behnegar, Nasser: Leo Strauß, Max Weber and the Scientific Study of Politics, Σικάγο, 2003 σ. 118 
6  Weber, 1946 (βλ. σημ. 1), σ. 354-355
7  Για τις 3 προηγούμενες προτάσεις βλ. Weber, ό.π., σ. 355-357, σ. 355 και σ. 354-355
8  Weber, ό.π., σ. 119-127 και Weber, 1949 (βλ. σημ. 4), σ. 16 
9  Weber, 1946 (βλ. σημ. 1), σ. 143, 71-72, 39
10 Kennington, Richard, H. : «Strauss Natural Right and History», στο : Leo Strauss's Thought. Toward a Critical Enhagement, Alan Udoff (επιμ.), Boulder CO, Lynn Renner, 1991, (σ. 227-252), εδώ σ. 238 
11 Βλ. Strauß, Leo : Spinoza's Critique of the Religion,, Ν. Υόρκη 1965 
12 Strauß, Leo : The Rebirth of Classical Political Rationalism: An Introduction To The Thought Of Leo Strauss, 1989, σ. 73
13 Βλ. και Strauß, Leo : The Political Philosophy of Hobbes. Its Basis and Its Genesis, Σικάγο 1952, σ. 9 και Nietzsche, Friedrich: The Use and Abuse of History, Ινδιανάπολη, 1957, σ. 61
14 Strauß, 1949 (βλ. σημ. 3), σ. 221, 134-135
15 Strauß, ό.π., σ. 25-26, 8, 36, 38-39
16 Kennington, 1991 (βλ. σημ. 10), σ. 238
17 Βλ. Behnegar 2003, (βλ. σημ. 5), σ. 55
18 Weber, 1946 (βλ. σημ. 1), σ. 155 και 152
19 Weber, ο.π, σ. 155 [Από την διάλεξη του 1919 Η Επιστήμη ως Επάγγελμα (Wissenschaft als Beruf). Αξίζει η υπενθύμιση της μετάφρασης στα ελληνικά (1933, μαζί με εκτενή και πολύ ενδιαφέροντα σχολιασμό) αυτής της σημαντικής διάλεξης από τον υφηγητή της φιλοσοφίας και μελετητή του Πλάτωνα και άλλων κλασικών έργων Ι. Συκουτρή (βλ. pdf στο Ελληνικό Κέντρο Τεκμηρίωσης). Στην μεσοπολεμική Ελλάδα, ο Ι. Συκουτρής ήταν ξεχωριστή περίπτωση στον κλάδο του, με βαθιές γνώσεις και επιστημονική μεθοδικότητα· δυστυχώς και αυτού η ζωή ήταν πολύ σύντομη.
20 Σύμφωνα με τον Behnegar (Behnegar 2003 - βλ. σημ. 5, σ. 109-110), η απόρριψη από τον Στράους της θέσης του Βέμπερ στην Προτεσταντική Ηθική, είναι και απόρριψη ενός «ιστορικού επιχειρήματος που συνηγορεί υπέρ του ιστορικισμού». Ο Στράους λέει ότι τον καπιταλισμό δεν τον γέννησε ακούσια το Προτεσταντικό ήθος, αλλά τον εξέθρεψαν σκόπιμα κοσμικοί στοχαστές. Ως επιχείρημα προβάλλει ο Στράους τον εξής παράδοξο ισχυρισμό: «Κανένας συγγραφέας με σώας τας φρένας δεν δικαιολόγησε τον στόχο της απόκτησης απεριόριστου πλούτου με άλλο λόγο, παρά μόνον με την προσφορά υπηρεσίας στο κοινό καλό». Ανεξάρτητα από όσα γράφηκαν για το θέμα αυτό, είναι απολύτως εύλογο ότι οι συνήθεις άνθρωποι που πίστευαν στο θεολογικό δόγμα του προκαθορισμού (predestination), ανήσυχοι για την μεταθανάτια σωτηρία τους, εργαζόταν σκληρά στην επαγγελματική τους ζωή για να αποδείξουν στον εαυτό τους ότι ανήκαν στους «διασωθέντες»[...] Αυτό που αντιτείνει ο Στράους, με άλλα λόγια λέει το εξής: Ο φιλοσοφικός μετασχηματισμός προηγήθηκε του θρησκευτικού [Μεταρρύθμιση] και αποφασιστικής σημασίας ήταν ο πρώτος. Όμως είναι σαφές, πως το να μην ξέρουν αν σώζονται είναι ανυπόφορο για ανθρώπους με θρησκευτική πίστη τέτοιου είδους, ώστε να μην τους επιτρέπει να επηρεάσουν την κρίση των θεών τους με μαγικά μέσα ή με το να αλλάξουν οι ίδιοι εσωτερικά. Δεν χρειάζεται φιλοσοφικός μετασχηματισμός για να εξηγηθεί αυτή η ανησυχία.
21 Strauß, 1949 (βλ. σημ. 3), σ. 245
22 [Βλ. σημ. 19]
23 Rickert, Heinrich : «Max Weber's View on Science», στο: Max Weber's Science as a Vocation, Peter Lassman και Irving Velody (επιμ.), Herminio Martins, Unwin Hymans, Λονδίνο 1989 
24 Weber, 1975 (βλ. σημ. 4), σ. 605.
25 Weber, 1949 (βλ. σημ. 4), σ. 84. Για το προηγούμενο, βλ Weber, 1946 (βλ. σημ. 1), σ. 138
26 Weber, 1975 (βλ. σημ. 4), σ. 239.
27 Strauß, 1949 (βλ. σημ. 3), σ. 10 
28 Strauß, Leo: Thoughts on Machiavelli, Σικάγο, 1958, σ. 299
Στην ελληνική μετάφραση παραλείφθηκαν μικρά τμήματα του πρωτότυπου. [Οι μικροί μεσότιτλοι χωρίς έντονους χαρακτήρες που βρίσκονται μέσα σε αγκύλες, προστέθηκαν στον ιστοχώρο Μετά την Κρίση. Το ίδιο ισχύει για τις άλλες παρεμβολές μέσα σε αγκύλες, και για τις επικεφαλίδες του πρώτου, του δεύτερου και του τρίτου μέρους της διάλεξης] Σημείωση: Μεγάλο μέρος του έργου του Max Weber έχει εκδοθεί στα Ελληνικά από τις εκδόσεις Σαββάλας
Μέρος 2 :
[Ησίοδος ή Δάντης; 
«Χρυσούς αιών» 
ή «Ξεχάστε Κάθε Ελπίδα»;]
http://aftercrisisblog.blogspot.gr/2017/07/blog-post_8.html
Μέρος 1 : [Φιλελεύθερη δημοκρατία, «πολυθεϊσμός
των αξιών», ασυμφιλίωτη «πάλη των θεών» μεταξύ τους]





H Regina F. Titunik (1957 - 2009) ήταν καθηγήτρια της πολιτικής επιστήμης στο πανεπιστήμιο της Χαβάης (Hilo). Γεννήθηκε στην Αγγλία, μεγάλωσε στο Άνν Άρμπορ του Μίσιγκαν. Σπούδασε κοινωνιολογία στο Πανεπιστήμιο της Ουάσιγκτων. Μεταπτυχιακές σπουδές στην πολιτική επιστήμη στο Πανεπιστήμιο του Σικάγο. Στις κύριες ερευνητικές της δραστηριότητες περιλαμβάνονταν το έργο του Μαξ Βέμπερ, η εξέλιξη του πολιτικού καθεστώτος της Κίνας και οι προοπτικές της δημοκρατίας στη μεγαλύτερη χώρα του κόσμου, καθώς και η κοινωνιολογία της στρατιωτικής ζωής.
Εργάστηκε κατά διαστήματα ως ερευνήτρια μελετώντας τους τοπικούς πολιτικούς και κοινωνικούς θεσμούς στην Ιταλία, στην Ζάμπια, στο Τρινιτάντ και Τομπάγκο, καθώς και στην Ιαπωνία, χώρα καταγωγής του συζύγου της Naoto Yoshikawa, καθηγητή στο τμήμα διεθνών σπουδών του πανεπιστημίου Tokai, Τόκιο. Πέθανε πρόωρα (περίπου στην ίδια ηλικία όπως και ο Μαξ Βέμπερ, με το έργο του οποίου ασχολήθηκε εξαντλητικά ως ερευνήτρια).

Σημαντικά δοκίμιά της Regina  Titunik για τον Μαξ Βέμπερ, μεταξύ άλλων, είναι:
 
«Democracy, Domination, and Legitimacy in Max Weber's Thought», στο βασικό συλλογικό έργο αναφοράς για τον Βέμπερ των Ch. Camic, Phil. Gorski και D. Trubek (επιμ.): Max Weber's Economy and Society: A Critical Companion, Stanford University Press, 2005

«The Continuation of History: Max Weber on the Advent of a New Aristocracy», στο Journal of Politics, τ. 59, No. 3 (Αύγ. 1997)

«Status, vanity and equal dignity in Max Weber's political thought», στο περιοδ. Economy and Society, τ. 24, 1995, τευχ. 1

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Δημοφιλείς αναρτήσεις 2013 - 2022

Το δημοκρατικό αίτημα των καιρών: Το δίκιο των νέων γενεών και των γενεών που έρχονται

Το δημοκρατικό αίτημα των καιρών: Το δίκιο των νέων γενεών και των γενεών που έρχονται
Χρίστος Αλεξόπουλος: Κλιματική κρίση και κοινωνική συνοχή

ΕΠΙΛΟΓΕΣ:
Αντρέϊ Αρσένιεβιτς Ταρκόφσκι

ΕΠΙΛΟΓΕΣ:<br>Αντρέϊ Αρσένιεβιτς Ταρκόφσκι
Πως η αγάπη επουλώνει τη φθορά του κόσμου

Danilo Kiš:

Danilo Kiš:
Συμβουλές σε νεαρούς συγγραφείς, και όχι μόνον

Predrag Matvejević:

Predrag Matvejević:
Ο Ρωσο-Κροάτης ανιχνευτής και λάτρης του Μεσογειακού κόσμου

Azra Nuhefendić

Azra Nuhefendić
Η δημοσιογράφος με τις πολλές διεθνείς διακρίσεις, γράφει για την οριακή, γειτονική Ευρώπη

Μάης του '36, Τάσος Τούσης

Μάης του '36, Τάσος Τούσης
Ο σκληρός Μεσοπόλεμος: η εποχή δοσμένη μέσα από τη ζωή ενός ανθρώπου - συμβόλου

Ετικέτες

«Γενιά του '30» «Μακεδονικό» 1968 1989 αειφορία Ανδρέας Παπανδρέου αντιπροσωπευτική δημοκρατία Αριστοτέλης Αρχιτεκτονική Αυστρομαρξισμός Βαλκανική Βαρουφάκης βιοποικιλότητα Βρετανία Γαλλία Γερμανία Γκράμσι Διακινδύνευση Έθνος και ΕΕ Εκπαίδευση Ελεφάντης Ενέργεια Επισφάλεια ηγεμονία ΗΠΑ Ήπειρος Θ. Αγγελόπουλος Θεοδωράκης Θεσσαλονίκη Θεωρία Συστημάτων Ιβάν Κράστεφ ιστορία Ιταλία Καντ Καρλ Σμιτ Καταναλωτισμός Κεντρική Ευρώπη Κέϋνς Κίνα Κλιματική αλλαγή Κοινοτισμός κοινωνική ανισότητα Κορνήλιος Καστοριάδης Κοσμάς Ψυχοπαίδης Κράτος Πρόνοιας Κώστας Καραμανλής Λιάκος Α. Λογοτεχνία Μάνεσης Μάξ Βέμπερ Μάρξ Μαρωνίτης Μέλισσες Μέσα «κοινωνικής» δικτύωσης Μέσα Ενημέρωσης Μεσόγειος Μεταπολίτευση Μιχ. Παπαγιαννάκης Μουσική Μπερλινγκουέρ Νεοφιλελευθερισμός Νίκος Πουλαντζάς Νίτσε Ο τόπος Οικολογία Ουκρανία Π. Κονδύλης Παγκοσμιοποίηση Παιδεία Πράσινοι Ρήγας Ρίτσος Ρωσία Σεφέρης Σημίτης Σολωμός Σοσιαλδημοκρατία Σχολή Φραγκφούρτης Ταρκόφσκι Τουρκία Τραμπ Τροβαδούροι Τσακαλώτος Τσίπρας Φιλελευθερισμός Φιλοσοφία Χαλκιδική Χέγκελ Χριστιανισμός Acemoglu/Robinson Adorno Albrecht von Lucke André Gorz Axel Honneth Azra Nuhefendić Balibar Brexit Carl Schmitt Chomsky Christopher Lasch Claus Offe Colin Crouch Elmar Altvater Ernst Bloch Ernst-W. Böckenförde Franklin Roosevelt Habermas Hannah Arendt Heidegger Jan-Werner Müller Jeremy Corbyn Laclau Le Corbusier Louis Althusser Marc Mazower Matvejević Michel Foucault Miroslav Krleža Mudde Otto Bauer PRAXIS International Ruskin Sandel Michael Strauss Leo Streeck T. S. Eliot Timothy Snyder Tolkien Ulrich Beck Wallerstein Walter Benjamin Wolfgang Münchau Zygmunt Bauman

Song for the Unification (Zbigniew Preisner -
Elzbieta Towarnicka - Kr. Kieślowski) - youtube

Song for the Unification (Zbigniew Preisner - <br>Elzbieta Towarnicka - Kr. Kieślowski) - youtube
Ἐὰν ταῖς γλώσσαις τῶν ἀνθρώπων λαλῶ καὶ τῶν ἀγγέλων,
ἀγάπην δὲ μὴ ἔχω, γέγονα χαλκὸς ἠχῶν ἢ κύμβαλον ἀλαλάζον...
Ἡ ἀγάπη ...πάντα στέγει, πάντα πιστεύει, πάντα ἐλπίζει, πάντα ὑπομένει...
Νυνὶ δὲ μένει πίστις, ἐλπίς, ἀγάπη, τὰ τρία ταῦτα·
μείζων δὲ τούτων ἡ ἀγάπη (προς Κορινθ. Α΄ 13)

Zygmunt Bauman: «Ρευστές ζωές, ρευστός κόσμος, ρευστή αγάπη»

Zygmunt Bauman: «Ρευστές ζωές, ρευστός κόσμος, ρευστή αγάπη»
«Είμαι βραχυπρόθεσμα απαισιόδοξος αλλά μακροπρόθεσμα αισιόδοξος»

Μουσείο Γουλανδρή Φυσικής Ιστορίας

Μουσείο Γουλανδρή Φυσικής Ιστορίας
«Χριστούγεννα με τον Κοκκινολαίμη – Το Αηδόνι του Χειμώνα»

Ψηλά στην Πίνδο, στο Περτούλι

Ψηλά στην Πίνδο, στο Περτούλι