Αναζητώντας εργαλεία προκειμένου να εμβαθύνει η δημόσια συζήτηση για την πανδημία - για το παρόν της, για την προϊστορία της και για τα «μετά από αυτήν» - οδηγούμαστε στο πιο ευρύ ερώτημα για την αντιμετώπιση (ή τη διαχείριση) των μεγάλων διακινδυνεύσεων, όπως αυτές συνειδητοποιούνται σήμερα ή πρωτοεμφανίζονται μπροστά μας ή φαίνονται στον ορίζοντα, καθώς προχωρά ο 21ος Αιώνας. Ωστόσο, μια πολύ περιεκτική εξέταση της δέσμης ζητημάτων που αρχίζουν από τις ολοένα πιο πυκνές οικονομικές κρίσεις και την αστάθεια της πολιτικά ακαθοδήγητης παγκοσμιοποίησης και φθάνουν ως την αδιάκοπα εξελισσόμενη κλιματική κρίση, τις (καθόλου απρόβλεπτες, διότι εντελώς προβλέψιμες στατιστικά) πανδημίες και πολλά άλλα, είχε ήδη αρχίσει αρκετά πριν την αλλαγή του αιώνα. Κυρίως υπό το φώς των εννοιολογικών εργαλείων που έφεραν για πρώτη φορά στο προσκήνιο οι εργασίες του κοινωνιολόγου Ούλριχ Μπεκ (Ulrich Beck).
Πολύ σχηματικά, στις εργασίες του Μπεκ θεωρείται ότι η μετεξέλιξη της «μαζικής» δημοκρατικής-καταναλωτικής κοινωνίας του δεύτερου μισού του 20ού Αιώνα σε «κοινωνία της
διακινδύνευσης» (Risikogesellschaft) συνιστά ιστορική τομή. Τώρα πιά, ο διαρκής «εκσυγχρονισμός», το συνεχιζόμενο «έργο της νεωτερικότητας», δεν επενεργεί σε παραδοσιακές κοινωνίες, αλλά επάνω σε κοινωνίες ολικά σύγχρονες. Τώρα η νεωτερικότητα επιδρά πάνω στο δικό της έργο, έγινε «αυτοπαθής» («reflexive»). Βλέπουμε καθαρά τις δευτερογενείς συνέπειες της δράσης της και τις «παράπλευρες» επιπτώσεις της. Οι διακινδυνεύσεις δεν εκπηγάζουν, όπως άλλοτε, από τη φύση ή από τη σύγκρουση εκσυγχρονισμού και παράδοσης, αλλά οφείλονται στην επέλαση της ίδιας της νεωτερικότητας. Είναι ανθρωπογενείς, ιστορικά καθορισμένες, συμβαίνουν εξαιτίας της νεωτερικότητας και εντός της νεωτερικότητας.
Το
αντίστοιχο κανονιστικό αίτημα που τίθεται - όπως συμβαίνει σε κάθε ιστορική τομή -, είναι να συνειδητοποιηθεί το παρόν ως «νέα κατάσταση» και να δώσει σταθερό έδαφος και κίνητρα για «νέα καθήκοντα», νέες μορφές σκέψης και δράσης. Στην προκειμένη περίπτωση, να κατανοηθεί ως αίτημα ενεργού μορφοποίησης και ελέγχου αυτής της μετάβασης από την
«πρώτη νεωτερικότητα» στο ανώτερο επίπεδο μιας «δεύτερης νεωτερικότητας». Μιας «αναστοχαστικής νεωτερικότητας», όπου προβάλλει η δεύτερη σημασία του όρου reflexive που χρησιμοποιεί ο Μπεκ.
Η οργάνωση της κοινωνίας, οι θεσμοί, τα συστήματα της οικονομίας και της πολιτικής, ο όλος πολιτισμός της εποχής μας, πρέπει να κυταχτούν στον καθρέφτη. Να κάνουν αντικείμενο συστηματικής, αυστηρής, επίμονης εξέτασης τον ίδιο τον εαυτό τους. Να βγάλουν καινοτομικά συμπεράσματα. Να ψάξουν για νέες διεξόδους από καταστάσεις, που εκ πρώτης όψεως μας φαίνονται ακόμη αμετακίνητες ή μονόδρομοι χωρίς εναλλακτικές λύσεις, ενώ στην πραγματικότητα αποδεικνύονται ήδη δρόμοι αδιέξοδοι. Αυτή η αλληλουχία πρέπει να μορφοποιηθεί ενεργά και να καθοδηγηθεί από την δημοκρατική πολιτική, εάν θέλουμε να συμβεί όντως έτσι και όχι να οδηγήσουν «αστόχαστα» οι διακινδυνεύσεις σε συνθήκες ανεξέλεγκτου χάους, ακόμη και βαρβαρότητας.
Στην ουσία, έτσι τίθεται αίτημα επαναπροσδιορισμού της λειτουργίας των πολιτικών δυνάμεων, των κοινωνικών κινημάτων με κατεύθυνση τη χειραφέτηση, του δομικού ρόλου της πολιτικής εξουσίας σε κρατικό και (κυρίως) σε δια-κρατικό επίπεδο, αν όχι και του πολιτικού στοιχείου ως όλου.
Ενώ η διαρκής υπόκρουση της κλιματικής κρίσης ακούγεται όλο και πιο έντονα, η πανδημία οξύνει απότομα και έντονα αυτή την προβληματική, η οποία συνδέει τη διακινδύνευση - το ρίσκο - με τον κίνδυνο ιστορικής παλινδρόμησης στη βαρβαρότητα. Το ερμηνευτικό σχήμα του Ούλριχ Μπεκ επικαιροποιεί συμπεράσματα της Κριτικής Θεωρίας της Σχολής της Φρανκφούρτης και φωτίζει με διαπεραστικό φώς το χάσμα μεταξύ της εργαλειακής και της ουσιαστικής ορθολογικότητας. Από την άλλη πλευρά, ως «θετική διέξοδο», δίνει μια πιο απτή μορφή στο αίτημα της «συμφιλίωσης» (των ανθρώπων μεταξύ τους και των ανθρώπων με τη λοιπή φύση), για το οποίο μιλούσε διαρκώς ο Αντόρνο.
Η οργάνωση της κοινωνίας, οι θεσμοί, τα συστήματα της οικονομίας και της πολιτικής, ο όλος πολιτισμός της εποχής μας, πρέπει να κυταχτούν στον καθρέφτη. Να κάνουν αντικείμενο συστηματικής, αυστηρής, επίμονης εξέτασης τον ίδιο τον εαυτό τους. Να βγάλουν καινοτομικά συμπεράσματα. Να ψάξουν για νέες διεξόδους από καταστάσεις, που εκ πρώτης όψεως μας φαίνονται ακόμη αμετακίνητες ή μονόδρομοι χωρίς εναλλακτικές λύσεις, ενώ στην πραγματικότητα αποδεικνύονται ήδη δρόμοι αδιέξοδοι. Αυτή η αλληλουχία πρέπει να μορφοποιηθεί ενεργά και να καθοδηγηθεί από την δημοκρατική πολιτική, εάν θέλουμε να συμβεί όντως έτσι και όχι να οδηγήσουν «αστόχαστα» οι διακινδυνεύσεις σε συνθήκες ανεξέλεγκτου χάους, ακόμη και βαρβαρότητας.
Στην ουσία, έτσι τίθεται αίτημα επαναπροσδιορισμού της λειτουργίας των πολιτικών δυνάμεων, των κοινωνικών κινημάτων με κατεύθυνση τη χειραφέτηση, του δομικού ρόλου της πολιτικής εξουσίας σε κρατικό και (κυρίως) σε δια-κρατικό επίπεδο, αν όχι και του πολιτικού στοιχείου ως όλου.
Ενώ η διαρκής υπόκρουση της κλιματικής κρίσης ακούγεται όλο και πιο έντονα, η πανδημία οξύνει απότομα και έντονα αυτή την προβληματική, η οποία συνδέει τη διακινδύνευση - το ρίσκο - με τον κίνδυνο ιστορικής παλινδρόμησης στη βαρβαρότητα. Το ερμηνευτικό σχήμα του Ούλριχ Μπεκ επικαιροποιεί συμπεράσματα της Κριτικής Θεωρίας της Σχολής της Φρανκφούρτης και φωτίζει με διαπεραστικό φώς το χάσμα μεταξύ της εργαλειακής και της ουσιαστικής ορθολογικότητας. Από την άλλη πλευρά, ως «θετική διέξοδο», δίνει μια πιο απτή μορφή στο αίτημα της «συμφιλίωσης» (των ανθρώπων μεταξύ τους και των ανθρώπων με τη λοιπή φύση), για το οποίο μιλούσε διαρκώς ο Αντόρνο.
Έτσι οδηγείται κανείς και σε πιο
απτές υποθέσεις και προϋποθέσεις για την τέτοια ή την αλλοιώτικη μορφοποίηση του αύριο. Και μάλιστα χωρίς να χρειάζεται να επικαλεσθεί ιδεολογικές και ιδεαλιστικές εικασίες περί προόδου ή παρακμής του πολιτισμού, ούτε εικοτολογικές φιλοσοφίες της ιστορίας που έχουν διαψευσθεί, π.χ. του φιλοσοφικού φιλελευθερισμού ή του μαρξιστικού «ασυνεπούς υλισμού» (βλ. Carl Amery), αλλά κυρίως δομικά-πραγματολογικά επιχειρήματα που παρακινούν σε απτές πολιτικές/προγραμματικές απαντήσεις. Π.χ. ο κοινωνιολόγος Αντρέας Ρέκβιτς (Andreas
Reckwitz), εικάζει, μάλλον αισιόδοξα, ότι «βρισκόμαστε σήμερα σε μια κατάσταση αλλαγής
πολιτικού παραδείγματος ανάλογη με εκείνη που ξεκίνησε στη δεκαετία του
1970» (η οποία είχε ως αποτέλεσμα την επικράτηση του νεοφιλελεύθερης
μορφής καπιταλισμού). Ή, με άλλα λόγια, ότι «η πανδημία θα επιταχύνει τις
διαδικασίες αλλαγής πολιτικού παραδείγματος που ξεκίνησαν το 2010».
Όσοι ενδιαφέρονται για την προϊστορία αυτών των αναστοχαστικών ιδεών μπορούν να ανατρέξουν και στις προειδοποιήσεις του Ενρίκο Μπερλινγκουέρ από το μακρυνό 1977, εκπληκτικά επίκαιρες σήμερα, οι οποίες τότε, στην ηδονιστική και οργιώδη («roaring») δεκαετία των seventies, έμειναν μοναχικές «γραφές στον τοίχο», προαναγγελίες δεινών που δεν βρήκαν παραλήπτες. Προείκασαν ενωρίς το μέλλον που βιώνουμε τώρα, αλλά αντιμετωπίσθηκαν με απώθηση από τους πιο σκεπτόμενους, με εχθρότητα από τους πολλούς αστόχαστους κάθε πολιτικού χρώματος.
Έλεγε τότε ο Μπερλινγκουέρ, ερχόμενος σε μετωπική σύγκρουση με το πνεύμα της εποχής του: Όσο επικρατεί «ένα σύστημα, του οποίου χαρακτηριστικά γνωρίσματα είναι η σπατάλη και η υπερβολή, η έκρηξη της ιδιαιτερότητας και του ατομικισμού, ο πιο άγριος, ο πιο απερίσκεπτος καταναλωτισμός», το κόστος της φθοράς, της αποσύνθεσης, και τελικά της κατάρρευσης, «θα το πληρώσουν εκείνοι που βρίσκονται στη δυσμενέστερη θέση».
Μια συντηρητική στρατηγική άμυνας χωρίς λαϊκισμό και Τραμπισμό - «Ακούει την επιστήμη»;
Στο φώς αυτής της μεγάλης συζήτησης, η οποία αλλού έχει προχωρήσει πιο
πολύ, αλλού λιγότερο,
ερμηνεύονται - μεταξύ άλλων - και μερικές ιδέες που εξέφρασε πρόσφατα για την πανδημία και για τις αξίες της ίδιας της ζωής και της αξιοπρεπούς διαβίωσης ο πρόεδρος της Ομοσπονδιακής Βουλής στη Γερμανία Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, οι οποίες προκάλεσαν πολλές αντιδράσεις. Για μια ενδιαφέρουσα πραγμάτευση αυτών των απόψεων Σόιμπλε, με επίπεδο δυσανάλογα υψηλό σε σύγκριση με την σχετική ενδοελλαδική δημόσια
συζήτηση, βλ. στον ιστοχώρο marginalia το άρθρο του Στ. Χρονόπουλου «Πανδημία, ζωή και πολιτική - Μπορεί ο Β. Σόιμπλε να έχει δίκιο;»
Ως προς αυτές καθεαυτές τις ιδέες Σόιμπλε, ξεχωρίζει ιδίως το εξής: Ο πεπειραμένος συντηρητικός πολιτικός προσπαθεί να σκεφτεί
στρατηγικά. Βλέπει σε ποιά σημεία του σημερινού πολιτικού τοπίου, στη Γερμανία και στην Ευρώπη ως όλον, είναι αδύνατη πια μια απολύτως άκαμπτη στάση των συντηρητικών, όπως της εποχής 1990-2010. Π.χ., σε δημοκρατίες με ελευθερίες και πλήρη δικαιώματα του πολίτη, από πολιτική άποψη έχουν καταστεί πια μη υπερασπίσιμες οι σημερινές ανεξέλεγκτες κοινωνικές ανισότητες. Μη υπερασπίσιμες είναι σήμερα και οι ανορθολογικές εικασίες περί αγορών που δήθεν λειτουργούν αποτελεσματικά («effective markets») ανεξαρτήτως των συνθηκών που υπάρχουν «έξω» από αυτές. Επίσης, μια άρνηση ή υποβάθμιση της κλιματικής αλλαγής είναι αδύνατο να στηριχθεί με λογικά επιχειρήματα.
Η ίδια η «έξωση» (externalization) των όχι στενά οικονομικών παραμέτρων και αποτελεσμάτων της οικονομικής διαδικασίας - περιβαλλοντικών, κοινωνικών, ψυχολογικών ή υγειονομικών -, η εξαίρεση τους από τη σχέση κόστους-ωφέλειας, αποκαλύπτεται πιά ως ψευδαισθητική ή ως παραπλανητική λαθροχειρία. Είναι ανέφικτο να μεταφορτωθούν σε κάποιο «αλλού» ή σε κάποιο «μετά» τα βλαπτικά επακόλουθα της οικονομικής δραστηριότητας. Και ο λόγος είναι προφανής: Για ό,τι αφορά τεράστια - ολοένα μεγαλύτερα - μεγέθη υλικών και ενεργειακών παραμέτρων, όπως αυτά που διατηρούν σε λειτουργία το σημερινό σύστημα της οικονομίας, δεν υπάρχει «αλλού», διότι η Γη είναι μια σφαίρα με μετρήσιμο, περιορισμένο μέγεθος. Και δεν υπάρχει «μετά», διότι το αύριο έρχεται καταπάνω μας με όλο και μεγαλύτερη ταχύτητα και γίνεται «τώρα».
Η ίδια η «έξωση» (externalization) των όχι στενά οικονομικών παραμέτρων και αποτελεσμάτων της οικονομικής διαδικασίας - περιβαλλοντικών, κοινωνικών, ψυχολογικών ή υγειονομικών -, η εξαίρεση τους από τη σχέση κόστους-ωφέλειας, αποκαλύπτεται πιά ως ψευδαισθητική ή ως παραπλανητική λαθροχειρία. Είναι ανέφικτο να μεταφορτωθούν σε κάποιο «αλλού» ή σε κάποιο «μετά» τα βλαπτικά επακόλουθα της οικονομικής δραστηριότητας. Και ο λόγος είναι προφανής: Για ό,τι αφορά τεράστια - ολοένα μεγαλύτερα - μεγέθη υλικών και ενεργειακών παραμέτρων, όπως αυτά που διατηρούν σε λειτουργία το σημερινό σύστημα της οικονομίας, δεν υπάρχει «αλλού», διότι η Γη είναι μια σφαίρα με μετρήσιμο, περιορισμένο μέγεθος. Και δεν υπάρχει «μετά», διότι το αύριο έρχεται καταπάνω μας με όλο και μεγαλύτερη ταχύτητα και γίνεται «τώρα».
Λόγου χάρη: Χρειάστηκαν εκατοντάδες εκατομμύρια έτη για να αφαιρέσει από την ατμόσφαιρα η φωτοσυνθετική δράση ζωντανών οργανισμών, γιγαντιαίες ποσότητες άνθρακα, οι οποίες αποθηκεύτηκαν μέσα στον φλοιό της Γης ως πετρέλαιο, φυσικό αέριο ή κάρβουνο· όμως, από τις απαρχές του νεοτερικού πολιτισμού και υπό τους ισχύοντες σε όλο τον πλανήτη τρόπους παραγωγής και κατανάλωσης, οι ίδιες ποσότητες καίγονται και απελευθερώνονται πίσω στην ατμόσφαιρα μέσα σε ελάχιστες δεκαετίες. Όλο και πιο πολύ, όλο και πιο γρήγορα. Η υλική και ενεργειακή πολυπλοκότητα, οργάνωση και τάξη (η αρχική πηγή αξίας - χρήσης και ανταλλακτικής), την οποία παρήγαγαν παραγωγικές διαδικασίες της φύσης, εξουδετερώνεται. Η οργάνωση εκμηδενίζεται. «Επιστρέφονται» στην πρωταρχική παραγωγική πηγή αξίας μόνον τα υποβαθμισμένα «απόβλητά» της. Έτσι αυξάνεται η αποδιοργάνωση και «αταξία» στο «σύστημα Γη». Επιταχύνεται η (αναπότρεπτη) εντροπία, εξουδετερώνονται οι αντίρροπες διαδικασίες, οι φυσικές αρνητικές αναδράσεις, οι μόνες που έχουν τις ικανότητες για να επιβραδύνουν εντός του «συστήματος Γη» την εντροπία*. Αυτά που η οικονομία αφήνει έξω από τους λογαριασμούς της, αργά ή γρήγορα, αλλά αναπότρεπτα, επιστρέφουν δριμύτερα και επιβαρύνουν ακόμη και την ίδια την οικονομία, όπως τα απωθημένα επιστρέφουν και επιβαρύνουν την ψυχή σύμφωνα με την ψυχαναλυτική θεωρία.
Όμως ως συντηρητικός, βλέπει o Β. Σόιμπλε και ποιά «κάστρα» μπορούν ενδεχομένως να κρατηθούν. Π.χ., θέλει να επιβεβαιωθεί η (κυρίως φαντασιακή, ωστόσο πολύ σημαντική, ειδικά
για τη Γερμανία και για όλη την Ευρώπη) συνέχεια, που ενώνει την «λαμπρή τριακονταετία»
1945-1975 με αυτό που ακολούθησε ως νεοφιλελεύθερη εποχή. Και, κυρίως, θέλει να υποσχεθεί μια κάποιας μορφής εύσχημη και ευημερούσα συνέχεια προς το μέλλον. Προσπαθεί έτσι να «εξορκίσει» την ιστορική τομή
μεταξύ «αστόχαστης» και «αναστοχαστικής» νεωτερικής εποχής, που εισήγαγε
ο Ούλριχ Μπεκ. Αυτό, ο Β. Σόιμπλε το κάνει ευφυώς, ως «πολιτικόν ζώον»: Συγκεκριμένα,
επιμένει στην προτεραιότητα της πολιτικής, επικαλείται το αυτεξούσιο της πολιτικής να αποφασίζει αυτή για το δέον γενέσθαι, και όχι κάποιοι ειδικοί, επιστήμονες ή τεχνοκράτες.
Εδώ, το μεγάλο πρόβλημα είναι το εξής: Η πολιτική, όσο αυτεξούσια κι άν είναι στο πεδίο της (και τέτοια πρέπει να είναι), είναι ωστόσο υποχρεωμένη να αντλεί από τις επιστήμες, τις φυσικές και τις κοινωνικές, τα πραγματολογικά δεδομένα, τους «ωμούς αριθμούς», τις «στατιστικές», δηλαδή όλα αυτά στα οποία αναγκάζεται, τελικά, να ακουμπά - εάν δεν θέλει να γίνει πολιτική τύπου Τραμπ. Αλλά εκεί, στις πραγματολογικές στηρίξεις, η υπόθεση του Ούλριχ Μπεκ περί ιστορικής τομής, βρίσκει πολύ περισσότερα επιχειρήματα υπέρ της ορθολογικότητας της. Την ευνοούν η στατιστική, οι πιθανότητες, η επισκόπηση των μέχρι τώρα συμβάντων και της τροχιάς που μας έφερε εδώ που είμαστε. Ο Μπεκ αποφεύγει τον βολικό αγνωστικισμό, προτείνει ένα δρομολόγιο για το επιρρεπές σε κρίσεις μέλλον. Έγραφε το 2012, με αφορμή την κρίση της ευρωζώνης:**
Φθορά της αξιοπρέπειας του ανθρώπου, συνωμοσιολογία και ανορθολογισμός
Εξάλλου, για την αξιοπρέπεια του ανθρώπου, που σωστά επικαλείται ως ύψιστο αγαθό ο νομικός Β. Σόιμπλε, δεν αρκεί η κατοχύρωσή της σε ένα Σύνταγμα και στους λοιπούς θεσμούς ενός δημοκρατικού κράτους. Διότι η ύπαρξή της ή η ανυπαρξία της, αλλά και η βιωσιμότητα της δημοκρατίας, εξαρτώνται, σε τελευταία ανάλυση, από τις επικρατούσες αξίες, νοοτροπίες, ηθικές συνθήκες και υλικές προϋποθέσεις μιας εποχής και μιας κοινωνίας· επίσης, χρειάζονται διαρκή διεκδίκηση και επιβεβαίωση, δηλαδή πρέπει να στηρίζονται έμπρακτα από ανθρώπους-πολίτες. Το παράδοξο «απόφθεγμα» - αξίωμα του Έρνστ-Βόλφγκανγκ Μπέκενφέρντε (Ernst-Wolfgang Böckenförde), στέκει αμείλικτο εμπόδιο στο δρόμο κάθε πολιτικής αντίληψης που θέλει να ξεγλιστρήσει από τις (αυτο)κριτικές αξιολογήσεις και να εξορίσει έξω από τη δημόσια συζήτηση το ζήτημα του εύ ζην:
Την πρωτογενή απώλεια αξιοπρέπειας δεν την δημιουργούν οι καραντίνες, τα lockdown και άλλα κυβερνητικά μέτρα λόγω πανδημίας, ούτε οι ενδεχόμενοι αυριανοί περιορισμοί λόγω κλιματικής αλλαγής. Σε τελευταία ανάλυση, η απώλεια αξιοπρέπειας δημιουργείται πρώτα-πρώτα από το γεγονός ότι οι επικρατούσες σήμερα αξίες, νοοτροπίες και οι δύο συστημικές βάσεις των κοινωνιών (η αγορά και η πολιτική εξουσία), είναι πολύ τρωτές, λειτουργικά ευάλωτες στις οικονομικές και κοινωνικές επιπτώσεις πανδημιών ή άλλων έκτακτων καταστάσεων που υπήρχαν ανέκαθεν· την ίδια στιγμή, η άλλη τους όψη, η σκληρή, «δυναμική» και άκαμπτη, είναι αυτή που προκαλεί την κλιματική αλλαγή και άλλες νέες διακινδυνεύσεις. Και δεν είναι παράδοξο, αλλά ευεξήγητο και αναμενόμενο, το γεγονός ότι πολλοί άνθρωποι αντιδρούν σ΄ αυτόν τον δομικό, συστημικό ανορθολογισμό, με τον δικό τους υποκειμενικό ανορθολογισμό. Καλύτερη τροφή του ανορθολογισμού και της συνωμοσιολογίας είναι οι ανεξέλεγκτες καταστάσεις, τα στατιστικά προβλέψιμα που δεν τα προβλέπει η πολιτική.
Εδώ, το μεγάλο πρόβλημα είναι το εξής: Η πολιτική, όσο αυτεξούσια κι άν είναι στο πεδίο της (και τέτοια πρέπει να είναι), είναι ωστόσο υποχρεωμένη να αντλεί από τις επιστήμες, τις φυσικές και τις κοινωνικές, τα πραγματολογικά δεδομένα, τους «ωμούς αριθμούς», τις «στατιστικές», δηλαδή όλα αυτά στα οποία αναγκάζεται, τελικά, να ακουμπά - εάν δεν θέλει να γίνει πολιτική τύπου Τραμπ. Αλλά εκεί, στις πραγματολογικές στηρίξεις, η υπόθεση του Ούλριχ Μπεκ περί ιστορικής τομής, βρίσκει πολύ περισσότερα επιχειρήματα υπέρ της ορθολογικότητας της. Την ευνοούν η στατιστική, οι πιθανότητες, η επισκόπηση των μέχρι τώρα συμβάντων και της τροχιάς που μας έφερε εδώ που είμαστε. Ο Μπεκ αποφεύγει τον βολικό αγνωστικισμό, προτείνει ένα δρομολόγιο για το επιρρεπές σε κρίσεις μέλλον. Έγραφε το 2012, με αφορμή την κρίση της ευρωζώνης:**
«Και μετά την κρίση, πάλι θα χρειαζόμαστε πιο πολλή συνεργασία, πιο πολλή Ευρώπη, για να αντέξουμε την επόμενη και την μεθεπόμενη κρίση. Πάντα σύμφωνα με την κοσμοπολιτική εντολή: Συνεργασία ή αποτυχία»!Αντίθετα, η στρατηγική Σόιμπλε δυσκολεύεται να πείσει για τον ρεαλισμό και την βιωσιμότητά της, ιδίως μεσο-μακροπρόθεσμα. Κυρίως επειδή αποφεύγει να αντικρύσει καταπρόσωπο το στατιστικά πιθανό και το ενδεχόμενο να συμβεί και αύριο - όπως συμβαίνει τώρα - η «δυσμενέστερη περίπτωση», η ανεξέλεγκτη κατάσταση που «δεν προβλέφτηκε» έγκαιρα.
Φθορά της αξιοπρέπειας του ανθρώπου, συνωμοσιολογία και ανορθολογισμός
Εξάλλου, για την αξιοπρέπεια του ανθρώπου, που σωστά επικαλείται ως ύψιστο αγαθό ο νομικός Β. Σόιμπλε, δεν αρκεί η κατοχύρωσή της σε ένα Σύνταγμα και στους λοιπούς θεσμούς ενός δημοκρατικού κράτους. Διότι η ύπαρξή της ή η ανυπαρξία της, αλλά και η βιωσιμότητα της δημοκρατίας, εξαρτώνται, σε τελευταία ανάλυση, από τις επικρατούσες αξίες, νοοτροπίες, ηθικές συνθήκες και υλικές προϋποθέσεις μιας εποχής και μιας κοινωνίας· επίσης, χρειάζονται διαρκή διεκδίκηση και επιβεβαίωση, δηλαδή πρέπει να στηρίζονται έμπρακτα από ανθρώπους-πολίτες. Το παράδοξο «απόφθεγμα» - αξίωμα του Έρνστ-Βόλφγκανγκ Μπέκενφέρντε (Ernst-Wolfgang Böckenförde), στέκει αμείλικτο εμπόδιο στο δρόμο κάθε πολιτικής αντίληψης που θέλει να ξεγλιστρήσει από τις (αυτο)κριτικές αξιολογήσεις και να εξορίσει έξω από τη δημόσια συζήτηση το ζήτημα του εύ ζην:
«Το φιλελεύθερο και εκκοσμικευμένο δημοκρατικό κράτος τρέφεται και διατηρείται στη ζωή από προϋποθέσεις τις οποίες δεν μπορεί να εγγυηθεί αυτό το ίδιο»Άλλωστε, όταν χάνεται η αξιοπρέπεια, συνήθως δεν χάνεται μονομιάς και «με βρόντο, μα μ' ένα λυγμό». Λυγμό χαμηλόφωνο, αλλά συνεχή, μακροχρόνιο, βασανιστικό.
Την πρωτογενή απώλεια αξιοπρέπειας δεν την δημιουργούν οι καραντίνες, τα lockdown και άλλα κυβερνητικά μέτρα λόγω πανδημίας, ούτε οι ενδεχόμενοι αυριανοί περιορισμοί λόγω κλιματικής αλλαγής. Σε τελευταία ανάλυση, η απώλεια αξιοπρέπειας δημιουργείται πρώτα-πρώτα από το γεγονός ότι οι επικρατούσες σήμερα αξίες, νοοτροπίες και οι δύο συστημικές βάσεις των κοινωνιών (η αγορά και η πολιτική εξουσία), είναι πολύ τρωτές, λειτουργικά ευάλωτες στις οικονομικές και κοινωνικές επιπτώσεις πανδημιών ή άλλων έκτακτων καταστάσεων που υπήρχαν ανέκαθεν· την ίδια στιγμή, η άλλη τους όψη, η σκληρή, «δυναμική» και άκαμπτη, είναι αυτή που προκαλεί την κλιματική αλλαγή και άλλες νέες διακινδυνεύσεις. Και δεν είναι παράδοξο, αλλά ευεξήγητο και αναμενόμενο, το γεγονός ότι πολλοί άνθρωποι αντιδρούν σ΄ αυτόν τον δομικό, συστημικό ανορθολογισμό, με τον δικό τους υποκειμενικό ανορθολογισμό. Καλύτερη τροφή του ανορθολογισμού και της συνωμοσιολογίας είναι οι ανεξέλεγκτες καταστάσεις, τα στατιστικά προβλέψιμα που δεν τα προβλέπει η πολιτική.
Τέτοιες αμυντικές πολιτικές στρατηγικές περιορισμού των ζημιών - «κουτσά στραβά άς το περάσουμε κι αυτό, για αύριο έχει ο Θεός», ήδη επωάζουν και άλλους επιθετικούς συνωμοσιολόγους και ανορθολογιστές. Ετοιμάζουν παντού τους Τραμπιστές του αύριο. Αυτό κάνουν πολιτικές όπως του Β. Σόιμπλε και πολλών άλλων, των περισσότερων απ' όσους σημερινούς πολιτικούς περνούν τον εαυτό τους για ορθολογιστή. Για να αποφύγουν να αντλήσουν αυτοκριτικά συμπεράσματα από πράξεις και παραλείψεις του παρελθόντος, βασίζονται στο λογικοφανές επιχείρημα «δεν ξέραμε». Αλλά όπως ακριβώς αποφεύγουν τη λογοδοσία για το χθες (λέγοντάς μας «μα, τότε, δεν ξέραμε τις επιπτώσεις»), ομοίως καταφεύγουν και σε έναν βολικό αγνωστικισμό για το αύριο: «Κανένας μας δεν ξέρει τι συνέπειες θα έχουν οι αποφάσεις μας».
«Τις ξέρατε πολύ καλά τις συνέπειες των αποφάσεών σας, γι' αυτό και συνέβησαν αυτά που συνέβησαν· δικά σας έργα είναι, δικά σας και των ευνοουμένων σας». Έτσι θα απαντήσουν αύριο, στην επόμενη «απρόβλεπτη» κρίση, οι συνωμοσιολόγοι, ανορθολογιστές και Τραμπιστές όλου του κόσμου. Καχύποπτοι αλλά εντελώς ανύποπτοι για το τί πραγματικά συμβαίνει.
Γιώργος Β. Ριτζούλης
* Στην πραγματική ζωή παρατηρούμε μείωση της εντροπίας - ή παραγωγή «αρνητικής εντροπίας» - όταν αυξάνει o βαθμός οργάνωσης της ύλης ή η «ποιότητα» της (ισοδύναμης) ενέργειας. Όπως
π.χ. όταν ένα αχλάδι (το αχλάδι «εμπεριέχει», εκτός των άλλων, αξία) σχηματίζεται από υλικά συστατικά ανόργανα, πράγμα που σημαίνει από χαμηλότερου βαθμού οργάνωσης. Ο
δεύτερος θερμοδυναμικός νόμος δεν παραβιάζεται γιατί το «σύστημα Γη» δεν
είναι απομονωμένο (κλειστό) αλλά δέχεται ενέργεια από την Ήλιο. Κρατά ένα μέρος της και επανεκπέμπει το υπόλοιπο. Στην εν λόγω περίπτωση καταναλώνεται ηλιακή ενέργεια (ηλεκτρομαγνητική, με μορφή ορατού φωτός) για το σχηματισμό του
αχλαδιού μέσω της φωτοσύνθεσης, διαδικασία που ελέγχεται από την πληροφορία του DNA του φυτού αχλαδιά. Η μεγάλη για τα μέτρα του φυτού παραγωγή «αρνητικής εντροπίας» από την αχλαδιά (με άλλα λόγια, μια τοπική μείωση της εντροπίας) - και πιο γενικά κάθε παραγωγή «αρνητικής εντροπίας» από το τοπικό «υποσύστημα Γη» - συνεπάγεται κάποια ελάχιστη αύξηση της εντροπίας στο όλο ηλιακό σύστημα.
** Bλ. Ulrich Beck: «Συνεργασία ή αποτυχία;» Περιέχεται στον τόμο: Δημοκρατία ή Καπιταλισμός - Η Ευρώπη σε κρίση, Τόμος Α’ (2014, το γερμανικό πρωτότυπο συλλογικό έργο από τις εκδόσεις Blätter für deutsche und internationale Politik, 2012)
Ulrich Beck: Ευρωπαίοι ορθώστε το ανάστημά σας, ξεσηκωθείτε - Ή μαζί και ωφελημένοι ή χωρισμένοι και χαμένοι
Ernst-Wolfgang Böckenförde: «Η ελευθερία είναι μεταδοτική» - Όμως, «το κράτος πρέπει να θέτει και πραγματοποιεί με αξιοπιστία ηθικούς στόχους, λόγου χάρη την κοινωνική δικαιοσύνη»
Λαϊκιστές και φιλελεύθεροι: «Το φιλελεύθερο κράτος τρέφεται και διστηρείται στη ζωή από προϋποθέσεις τις οποίες δεν μπορεί να εγγυηθεί αυτό το ίδιο» (Έρνστ-Β. Μπέκενφέρντε)
Στο πλούσιο επιστημονικό και συγγραφικό έργο του Ulrich Beck (1944 - 2015) συγκαταλέγονται τα βιβλία: Risikogesellschaft (Η Κοινωνία της διακινδύνευσης), Die Erfindung des politischen (Η Επινόηση του Πολιτικού), Kinder der Freiheit (Παιδιά της Ελευθερίας), καθώς και οι υπό την εποπτεία του συλλογές κειμένων Politik der Globalisierung και Perspektiven der Weltgesellschaft.
ΥΓ, Νοέμβριος 2020: Επιπολαιότητες και αυταπάτες της Σμιττιανής Αριστεράς
Εν μέσω της πανδημίας, πολιτικά συντηρητικοί, όπως π.χ. ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, αλλά συχνότερα προοδευτικοί ή αριστεροί, προβάλλουν, με διάφορες επιχειρηματολογίες, ως αιτία του κινδύνου μιας ιστορικής παλινδρόμησης προς τη βαρβαρότητα
τον τρόπο που αντιμετωπίζουν τις διακινδυνεύσεις οι πολιτικές
εξουσίες. Στην Ελλάδα, στις ΗΠΑ, στην Κίνα ή οπουδήποτε αλλού στον κόσμο. Το έργο του Ούλριχ Μπεκ - και του Ζίγκμουντ Μπάουμαν, ο οποίος για το θέμα αυτό υποστηρίζει τα ίδια κατ' ουσίαν με τον Μπεκ - υποδεικνύουν να δούμε το μέλλον της δημοκρατίας (αλλά και του νεωτερικού πολιτισμού) με τρόπο κάπως διαφορετικό. Σίγουρα πιο ριζικό, δηλαδή όχι επιφανειακό.
Γιατί ο κίνδυνος μιας ιστορικής παλινδρόμησης στη βαρβαρότητα προέρχεται κατά βάση από την ίδια την εκθετική μεγέθυνση πολλαπλών και ταυτόχρονων μορφών διακινδύνευσης (οικονομικών, οικολογικών, επιδημικών κλπ κλπ) και μόνον δευτερογενώς από τον τρόπο που αντιμετωπίζουν αυτή τη μεγέθυνση οι διάφορες πολιτικές εξουσίες εδώ ή εκεί στον κόσμο.
Αυτό που ήδη αναδύθηκε και διαδίδεται με μεγάλα κύματα, η «κοινωνία της διακινδύνευσης» (Risikogesellschaft, Beck) ή η «ρευστή κοινωνία» της μεταλλαγμένης «ρευστής νεωτερικότητας», που δημιουργεί «ρευστές ζωές» και «εύθραυστους δεσμούς μεταξύ των ανθρώπων», μέχρι και «ρευστή αγάπη» (Bauman), οι στοχαστές αυτοί το είδαν ως ιστορική τομή, ως νέα κατάσταση που εντέλλεται νέες μορφές αναστοχαστικής σκέψης και δράσης.
Γιατί ο κίνδυνος μιας ιστορικής παλινδρόμησης στη βαρβαρότητα προέρχεται κατά βάση από την ίδια την εκθετική μεγέθυνση πολλαπλών και ταυτόχρονων μορφών διακινδύνευσης (οικονομικών, οικολογικών, επιδημικών κλπ κλπ) και μόνον δευτερογενώς από τον τρόπο που αντιμετωπίζουν αυτή τη μεγέθυνση οι διάφορες πολιτικές εξουσίες εδώ ή εκεί στον κόσμο.
Αυτό που ήδη αναδύθηκε και διαδίδεται με μεγάλα κύματα, η «κοινωνία της διακινδύνευσης» (Risikogesellschaft, Beck) ή η «ρευστή κοινωνία» της μεταλλαγμένης «ρευστής νεωτερικότητας», που δημιουργεί «ρευστές ζωές» και «εύθραυστους δεσμούς μεταξύ των ανθρώπων», μέχρι και «ρευστή αγάπη» (Bauman), οι στοχαστές αυτοί το είδαν ως ιστορική τομή, ως νέα κατάσταση που εντέλλεται νέες μορφές αναστοχαστικής σκέψης και δράσης.
Λογική συνέπεια: Είναι αδύνατο, ματαιοπονία, να αντιμετωπισθεί αυτή η νέα πραγματικότητα με τα φθαρμένα πολιτικά εργαλεία της εποχής της «πρώτης», της «αστόχαστης» νεωτερικότητας. Οι πολιτικοί επαναπροσδιορισμοί και επανερμηνείες εκκρεμούν επιτακτικά όχι απλώς επειδή απέτυχαν τα παλαιά εργαλεία (και αυτή η αποτυχία τους επέτρεψε να φτάσουμε εδώ που φτάσαμε), αλλά επειδή άλλαξε και η ίδια η πραγματικότητα για την οποία πρέπει να βρεθούν αποτελεσματικά εργαλεία. Η αλλαγή της πραγματικότητας εντέλλεται πιο βαθύ και ριζικό επαναπροσδιορισμό από ό,τι εντέλλεται μια απλή αποτυχία των εργαλείων.
Χωρίς επαναπροσδιορισμούς ικανούς να αντιμετωπίσουν (υλιστικά !) τις νέες πραγματικότητες, οι δυνάμεις της χειραφέτησης μοιραία πέφτουν στην παγίδα να αποδεχτούν και αυτές υπερπολιτικοποιημένες, επιφανειακές αναγνώσεις της νέας κατάστασης. Eίτε καταφεύγουν σε μια απλοϊκή και υποκειμενική πολιτικο-πολιτισμική αποφασιοκρατία (λένε, «η Αριστερά των προηγούμενων δεκαετιών συμβιβάστηκε με το νεοφιλελευθερισμό, γι' αυτό απέτυχε και πήγαν όλα στραβά στον κόσμο»), είτε εμβαθύνουν αυτή την αποφασιοκρατία, την κάνουν δομική, α λα Καρλ Σμιτ. Π.χ. βλέπουν την κατακόρυφη αύξηση του επιπέδου διακινδύνευσης και την όλο και μεγαλύτερη πολλαπλότητα των κινδύνων ως «κατάσταση εξαίρεσης», ως «σταμάτημα του ρολογιού», ενώ πρόκειται πια για κανόνα, για νέα ιστορική περίοδο, για διαδικασία διαρκείας.
Και τότε, παρά τις καλές προθέσεις τους, αντί να βοηθήσουν στη δημοκρατική χειραφέτηση της κοινωνίας από αυτά που παράγουν το εκθετικά αυξημένο ρίσκο, γίνονται και αυτές παράγοντες που υποβοηθούν - τί άλλο - το μόνο που μπορούν να κάνουν τα απαρχαιωμένα εργαλεία τους: Μια «Σμιττιανή έξοδο» από την κρίση. Δηλαδή βοηθούν, έστω και δια της αναποτελεσματικότητάς τους, να ανοίξει ο δρόμος για τη δυστοπία των αντικοινωνικών κυρίαρχων α λα Καρλ Σμιτ, και πάντως όχι για κοινωνικές επαναστάσεις.
Γ. Ρ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου