© The Philosopical Salon - Slavoj Žižek: The Limits of Liberal Democracy , 26.10.2020
Στο σκηνικό της παγκόσμιας πανδημίας και των προεδρικών εκλογών στις ΗΠΑ μετά 4 χρόνια Τραμπ, ο Σλοβένος φιλόσοφος Σλάβοϊ Ζίζεκ πραγματεύεται μια κρίσιμη πολιτική πτυχή της εποχής μας: Την αδυναμία του «φιλελεύθερου Κέντρου» να στηρίξει επαρκώς τη φιλελεύθερη δημοκρατία όπως εμφανίζονταν μέχρι τώρα, δηλαδή ως αντιπροσωπευτική δημοκρατία με ελευθερίες, με δικαιώματα και με λειτουργική αποτελεσματικότητα.
Η πολυπραγμοσύνη του Ζίζεκ και το γεγονός ότι κοινωνιολογεί και πολιτικολογεί ως φιλόσοφος, αλλά αδυνατεί (ή αποφεύγει) να φιλοσοφεί ως κοινωνιολόγος και ως πολιτικός επιστήμων, άλλοτε τον έχει οδηγήσει σε εύστοχες εκλάμψεις (π.χ. για την προστασία της κληρονομιάς του Διαφωτισμού στην Ευρώπη), άλλοτε σε σκοτεινές γωνίες της πολιτικής σκέψης. Και στο άρθρο τούτο εκδηλώνεται ένα συνηθισμένο λογικό σφάλμα, το σφάλμα της σύγχυσης μεταξύ εννοιών που ανήκουν σε διαφορετικές κατηγορίες (category mistake): Ο Ζίζεκ διολισθαίνει προς την αντιμετώπιση του καπιταλισμού όχι ως τρόπου παραγωγής αλλά ως συστήματος διακυβέρνησης. Όμως αυτός o τρόπος παραγωγής μπορεί να ευδοκιμεί υπό εντελώς διαφορετικά πολιτεύματα - μάλιστα την πιο πρόσφατη θριαμβευτική επιτυχία του καπιταλισμού τη βλέπουμε στη χώρα της οποίας το σημερινό πολίτευμα οικοδομήθηκε από πολιτικό με το όνομα Μάο Τσε Τουγκ. Μια από τις αιτίες αυτής της ανάμειξης μη ομοειδών πραγμάτων είναι και η στήριξη σε απαλλαγμένες από κανονιστικές αρχές εικασίες περί εξουσίας, π.χ. όπως υπάρχουν στο έργο του Μισέλ Φουκώ.
Κυρίως όμως, ο Ζίζεκ εκδηλώνει πάλι την μεθοδολογική κλίση του προς διπολικές ερμηνείες του πολιτικού αγώνα. Αυτές είναι πιο συγγενικές με δόγματα του Καρλ Σμιτ, «στοχαστή επικίνδυνου» κατά τον Γιαν-Βέρνερ Μύλλερ παρά με τις ακραιφνώς πολυπολικές (που αντιστοιχούν, έμμεσα, στην πολυταξική δομή της κοινωνίας) και αξιολογικές πολιτικές επισημάνσεις του Μαρξ στο μόνο, αλλά κλασικό, έργο πολιτικής επιστήμης που έγραψε, την «18η Μπρυμαίρ του Λουδοβίκου Βοναπάρτη». Και στέκονται πολύ μακριά από το έργο της ηγεμονίας που ανέπτυξε ο Γκράμσι. Όταν γράφει, π.χ., ότι στο πολιτικό επίπεδο «βασική ανταγωνιστική σχέση είναι μεταξύ του κατεστημένου και της Αριστεράς» ή όταν αναλύει γεγονότα της πολιτικής στη Γαλλία ή στο Ηνωμένο Βασίλειο, ο Ζίζεκ παραβλέπει (όπως και ο Αλαίν Μπαντιού) ότι πίσω από τη «συναινετική αντιπροσώπευση του καπιταλισμού» δρα η όλο και πιο πολυστρωματική δομή των σημερινών κοινωνιών, ιδίως τα ποικίλα μεσαία στρώματα με τις εσωτερικές τους αντιπαλότητες συμφερόντων ή νοοτροπιών, πράγμα που επικαθορίζει τα μέτωπα σύγκρουσης και τις γραμμές συναίνεσης. Κοινωνιολόγοι όπως ο Κλάους Όφφε και ο Νηλ Ντέιβιντσον έχουν γράψει πολλά γι' αυτό.
Επίσης όσοι, όπως ο Ζίζεκ, υιοθετούν διπολικές και αντι-πολυπολικές πολιτικές ή κοινωνικές τοπολογίες του τύπου «κατεστημένο - Αριστερά», «λαός - ελίτ», «συστημικοί - αντισυστημικοί», «εμείς - αυτοί» κτλ, σιωπηρά αποδέχονται την αρμοδιότητα της λαϊκίστικης εναλλακτικής Δεξιάς να καθορίζει ή να συγκαθορίζει εκείνη τις έννοιες και τα πολιτικά ερμηνευτικά σχήματα και έτσι προσθέτουν στην ισχύ της να το κάνει. Αυτό, ανεξάρτητα από τις αντίθετες προθέσεις δεξιών και αριστερών διπολιστών, δεν μένει χωρίς συνέπειες: Έχουμε σύγχυση στην κοινωνία και ψευδοσωτήρες στην πολιτική. Όποιος αποκτά ισχύ για να καθορίζει τις έννοιες και τις λέξεις, αποκτά και πολιτική ισχύ με τη στενή σημασία.
Ωστόσο, παρά την περιπλάνησή του σ' αυτό το προβληματικό μονοπάτι, ο Ζίζεκ φθάνει εν τέλει, κατά παράδοξο τρόπο, σε έναν βατό δρόμο διαφυγής από αυτό που αποκαλεί ορθά «κατεστραμμένο τοπίο» της εποχής μας. Παραπέμποντας στη Χάννα Άρεντ και στη νεαρή Αμερικανίδα Congresswoman Αλεξάντρια Οκάζιο-Κορτέζ, μιλά για ένα κρίσιμο καθήκον της Αριστεράς, το οποίο είναι και μια από τις αναγκαίες προϋποθέσεις για να σωθεί ό,τι αξίζει να σωθεί και να υπερβεί ο κόσμος τα σημερινά αδιέξοδα: «Καθήκον της Αριστεράς είναι τώρα να σώσει την “αστική” δημοκρατία μας». Κατονομάζει και την άλλη όψη αυτού του νομίσματος: «Ο μόνος τρόπος για να προχωρήσουμε πέρα από τη φιλελεύθερη δημοκρατία είναι να είμαστε πιο πιστοί σ' αυτήν από τους ίδιους τους φιλελεύθερους δημοκράτες». Βέβαια, άν τον σπρώξει ο μεταμοντέρνος δεύτερος εαυτός του («anything goes»), ίσως αύριο ο Ζίζεκ γράψει πράγματα ασύμβατα μ' αυτά που διαβάζουμε στο άρθρο τούτο. «Δεν ξέρεις ποτέ τι θα ακούσεις αύριο από τον Σλοβένο φιλόσοφο» (βλ. και νεότερη συνέντευξή του στην εφημερίδα Τα Νέα). Πάντως, τώρα λέει και αυτός κάτι ουσιώδες, που το διέκριναν έγκαιρα διανοητές μη μαρξιστές, μη φιλελεύθεροι και μη φιλόσοφοι (αλλά όχι αντιφιλελεύθεροι ή αντιμαρξιστές), όπως ο Σοσιαλδημοκράτης συνταγματολόγος Έρνστ Βόλφγκανγκ Μπεκενφέρντε: Ο πολιτικο-φιλοσοφικός φιλελευθερισμός (πόσο μάλλον ο οικονομικός!) δεν έχουν από μόνοι τους επαρκείς ικανότητες για να συντηρούν στη ζωή τη φιλελεύθερη δημοκρατία. Ιδίως αδυνατούν να τη διαχειριστούν με αξιοπιστία σε καιρούς δύσκολους όπως οι τωρινοί. Τώρα μετρούν ως δημοκρατικές αξίες μόνον η αλληλεγγύη και η κοινωνική συνοχή, το λειτουργικό κράτος πρόνοιας, οι αρετές του πολίτη και όχι τα βίτσια του ιδιώτη. Και χωρίς αυτά μπορεί να ανοίγει μόνον ο δρόμος για τη δυστοπία των αντικοινωνικών κυρίαρχων α λα Καρλ Σμιτ και όχι για κοινωνικές επαναστάσεις.
Κατά τρόπο ακόμη πιο παράδοξο, σαν ηχώ μερικών από τα επιχειρήματα του Ζίζεκ, ακούμε και τη φωνή μιας προσωπικότητας από την αντίπερα όχθη, εξίσου αμφιλεγόμενης όπως του Ζίζεκ: Του Ελβετού διοργανωτή του World Economic Forum στο Νταβός Κλάους Σβαμπ «Ο νεοφιλελευθερισμός εξεμέτρησε το ζην», λέει ο Σβαμπ. Ζούμε σε παράδοξη, επικίνδυνη, αλλά ενδιαφέρουσα εποχή, με μη προβλέψιμο αύριο. Το μεγάλο ματς παίζεται ήδη.
Γ. Ρ.
Αυτές τις εβδομάδες πριν από τις προεδρικές εκλογές των ΗΠΑ, διάφορες μορφές λαϊκίστικης αντίστασης δημιουργούν λίγο-λίγο μια ενιαία εικόνα: «Στο τελικό στάδιο αμέσως πριν τις προεδρικές εκλογές στις ΗΠΑ, ένοπλες ομάδες ιδιωτικών πολιτοφυλακών σφυρηλατούν συμμαχίες με κήρυκες των θεωριών συνωμοσίας και με εχθρούς των εμβολιασμών που ισχυρίζονται ότι η πανδημία του κοροναϊού είναι μια φάρσα. Αυτό εντείνει τις ανησυχίες ότι καθώς βαδίζουμε προς την ημέρα των εκλογών, μπορεί να ανακύψουν σοβαρά προβλήματα. Κορυφαίοι υποστηρικτές της προπαγάνδας που στρέφεται ενάντια στους ομοσπονδιακούς κυβερνητικούς θεσμούς και ενάντια στον επιστημονικό λόγο, συναντήθηκαν το προηγούμενο Σαββατοκύριακο και μαζί τους ήταν ο ιδρυτής μιας από τις μεγαλύτερες ομάδες των ιδιωτικών πολιτοφυλακών» [γράφει στον Guardian ο Ed Pilkington].
Σλάβοϊ Ζίζεκ |
Τον Οκτώβριο του 2020, το FBI αποκάλυψε ότι μια δεξιά ομάδα πολιτοφυλάκων σχεδίαζε να απαγάγει από το σπίτι της την κυβερνήτρια του Μίσιγκαν Gretchen Whitmer και μετά την απαγωγή να τη μεταφέρει σε μια ασφαλή τοποθεσία στο Ουισκόνσιν. Εκεί θα την περνούσαν από ένα είδος λαϊκού «δικαστηρίου» για την «προδοσία» της. Για ποιά προδοσία; Ως κυβερνήτης έχει επιβάλει αυστηρά περιοριστικά μέτρα για να περιορισμό των μολύνσεων από Covid-19 και, σύμφωνα με αυτή την ομάδα πολιτοφυλάκων, παραβίασε τις ελευθερίες που κατοχυρώνει το Σύνταγμα των ΗΠΑ. Αυτό το σχέδιο, δεν θυμίζει την πιο διάσημη πολιτική απαγωγή στην Ευρώπη; Το 1978, μια προσωπικότητα του ιταλικού πολιτικού κατεστημένου [ο Άλντο Μόρο], η οποία κατείχε τότε θέση-κλειδί και υποστήριζε τη δυνατότητα ενός μεγάλου κυβερνητικού συνασπισμού του Χριστιανοδημοκρατικού και του Κομμουνιστικού Κόμματος της Ιταλίας, απήχθη από τις Ερυθρές Ταξιαρχίες, δικάστηκε από ένα λαϊκό δικαστήριο και στη συνέχεια φονεύθηκε με πυροβολισμό…
Στο σημείο αυτό, μια σωστή επισήμανση κάνει και η Angela Nagle: Η νέα λαϊκιστική Δεξιά αναλαμβάνει ρόλους που πριν από δεκαετίες ήταν σαφώς αναγνωρίσιμοι ως εργαλεία που ανήκαν στο οπλοστάσιο «τρομοκρατικών» ομάδων της εξτρεμιστικής Αριστεράς. Τούτο, βέβαια, σε καμία περίπτωση δεν συνεπάγεται ότι τα δύο «άκρα» κατά κάποιο τρόπο συμπίπτουν: Δεν υπάρχει ένα σταθερό πολιτικό κέντρο που πλαισιώνεται συμμετρικά από δύο άκρα. Η βασική ανταγωνιστική σχέση είναι μεταξύ του κατεστημένου και της Αριστεράς, ενώ ο δεξιός βίαιος «εξτρεμισμός» είναι μια πανικόβλητη αντίδραση που πυροδοτείται όταν απειλείται το Κέντρο. Στις ΗΠΑ, αυτό έγινε σαφές στην τελευταία τηλεοπτική προεκλογική συζήτηση, όταν ο Τραμπ κατηγόρησε τον Μπάιντεν ότι υποστηρίζει το «Medicare for All» [την πρόταση για κρατικό σύστημα περίθαλψης για όλους], λέγοντας: «Ο Μπάιντεν συμφώνησε με τον Σάντερς» και ο Μπάιντεν του απάντησε: «Νίκησα τον Μπέρνι Σάντερς» [στις προκριματικές εκλογές για προεδρικό υποψήφιο εντός του Δημοκρατικού Κόμματος]. Το μήνυμα αυτής της απάντησης ήταν σαφές: Ο Μπάιντεν είναι ένας Τραμπ με ανθρώπινο πρόσωπο και, παρά την αντίθεσή τους, έχουν τον ίδιο εχθρό. Αυτός είναι ο φιλελεύθερος οπορτουνισμός στη χειρότερη μορφή του: Αποκηρύσσει τους «εξτρεμιστές» της Αριστεράς από φόβο να μην τρομάξει το Κέντρο.
Στο θέμα αυτό, ο ίδιος ο Τραμπ παίζει ένα διφορούμενο παιχνίδι. Κάθε φορά που ερωτάται για τις ριζοσπαστικές δεξιές ομάδες που προπαγανδίζουν υπέρ της βίας ή για τις θεωρίες συνωμοσίας, δείχνει πρόθυμος να αποστασιοποιηθεί τυπικά από αυτές τις προβληματικές πτυχές, ενώ ταυτόχρονα συγχαίρει την πατριωτική, σε γενικές γραμμές, στάση αυτών των ομάδων. Φυσικά, οι αποστάσεις που παίρνει από αυτές τις ομάδες είναι κενός λόγος, καθαρά ρητορικά σχήματα. Ευδιάκριτη είναι η σιωπηρή προσδοκία, αυτές οι ομάδες να ενεργήσουν δεόντως, να ακολουθήσουν τις έμμεσες εκκλήσεις για βία με τις οποίες είναι γεμάτες οι ομιλίες του Τραμπ. Όταν ο Τραμπ επιτίθεται συνεχώς σ' αυτά που αποκαλεί βία εξ αριστερών, το κάνει υπό την έννοια ότι προκαλούν διχασμό και πυροδοτούν τη βία εκ δεξιών.
Από αυτή την άποψη, χαρακτηριστική είναι η απάντηση του Τραμπ, όταν ρωτήθηκε για τη βία που προπαγανδίζουν και ασκούν οι Proud Boys :
«Λίγα λεπτά αφότου ο Πρόεδρος των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ, μιλώντας στην κρατική τηλεόραση την 29η Σεπτεμβρίου 2020, συνέστησε στους Proud Boys, μια ακροδεξιά ομάδα με μέλη που υποστηρίζουν την ανωτερότητα της λευκής φυλής, «to stand back and stand by» [«να διατηρήσουν την ψυχραιμία τους και να είναι έτοιμοι δια παν ενδεχόμενον»], μέλη αυτής της ομάδας, στην οποία συμμετέχουν μόνον άντρες, ξεσάλωσαν στις ιστοσελίδες κοινωνικής δικτύωσης πανηγυρίζοντας γι' αυτό που θεώρησαν ως «ιστορική» στιγμή της ιδεολογικής τους μάχης εναντίον των αριστερών».
Αυτό είναι (αν συγχωρείται η χρήση της παρακάτω έκφρασης, η οποία είναι πολύ προβληματική στην περίπτωσή του) «ο Τραμπ στα καλύτερά του»: Τους λέει να διατηρήσουν την ψυχραιμία τους, δηλαδή να αποφύγουν τη βία, αλλά προσθέτει «και να είναι έτοιμοι». Τους λέει, λοιπόν, να ετοιμάζονται - αλλά για να κάνουν τι; Η έμμεση συνεπαγωγή είναι σαφής και ξεκάθαρη: Να είστε έτοιμοι να ασκήσετε βία εάν ο Τραμπ χάσει τις εκλογές. Μολονότι η επίκληση του κινδύνου να ξεσπάσει στις ΗΠΑ ένας πραγματικός εμφύλιος πόλεμος είναι μάλλον λόγια κενά περιεχομένου, είναι πολύ σημαντικό το ίδιο το γεγονός ότι αυτό το ενδεχόμενο συζητείται ευρέως.
Στο θέμα αυτό, ο ίδιος ο Τραμπ παίζει ένα διφορούμενο παιχνίδι. Κάθε φορά που ερωτάται για τις ριζοσπαστικές δεξιές ομάδες που προπαγανδίζουν υπέρ της βίας ή για τις θεωρίες συνωμοσίας, δείχνει πρόθυμος να αποστασιοποιηθεί τυπικά από αυτές τις προβληματικές πτυχές, ενώ ταυτόχρονα συγχαίρει την πατριωτική, σε γενικές γραμμές, στάση αυτών των ομάδων. Φυσικά, οι αποστάσεις που παίρνει από αυτές τις ομάδες είναι κενός λόγος, καθαρά ρητορικά σχήματα. Ευδιάκριτη είναι η σιωπηρή προσδοκία, αυτές οι ομάδες να ενεργήσουν δεόντως, να ακολουθήσουν τις έμμεσες εκκλήσεις για βία με τις οποίες είναι γεμάτες οι ομιλίες του Τραμπ. Όταν ο Τραμπ επιτίθεται συνεχώς σ' αυτά που αποκαλεί βία εξ αριστερών, το κάνει υπό την έννοια ότι προκαλούν διχασμό και πυροδοτούν τη βία εκ δεξιών.
Από αυτή την άποψη, χαρακτηριστική είναι η απάντηση του Τραμπ, όταν ρωτήθηκε για τη βία που προπαγανδίζουν και ασκούν οι Proud Boys :
«Λίγα λεπτά αφότου ο Πρόεδρος των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ, μιλώντας στην κρατική τηλεόραση την 29η Σεπτεμβρίου 2020, συνέστησε στους Proud Boys, μια ακροδεξιά ομάδα με μέλη που υποστηρίζουν την ανωτερότητα της λευκής φυλής, «to stand back and stand by» [«να διατηρήσουν την ψυχραιμία τους και να είναι έτοιμοι δια παν ενδεχόμενον»], μέλη αυτής της ομάδας, στην οποία συμμετέχουν μόνον άντρες, ξεσάλωσαν στις ιστοσελίδες κοινωνικής δικτύωσης πανηγυρίζοντας γι' αυτό που θεώρησαν ως «ιστορική» στιγμή της ιδεολογικής τους μάχης εναντίον των αριστερών».
Αυτό είναι (αν συγχωρείται η χρήση της παρακάτω έκφρασης, η οποία είναι πολύ προβληματική στην περίπτωσή του) «ο Τραμπ στα καλύτερά του»: Τους λέει να διατηρήσουν την ψυχραιμία τους, δηλαδή να αποφύγουν τη βία, αλλά προσθέτει «και να είναι έτοιμοι». Τους λέει, λοιπόν, να ετοιμάζονται - αλλά για να κάνουν τι; Η έμμεση συνεπαγωγή είναι σαφής και ξεκάθαρη: Να είστε έτοιμοι να ασκήσετε βία εάν ο Τραμπ χάσει τις εκλογές. Μολονότι η επίκληση του κινδύνου να ξεσπάσει στις ΗΠΑ ένας πραγματικός εμφύλιος πόλεμος είναι μάλλον λόγια κενά περιεχομένου, είναι πολύ σημαντικό το ίδιο το γεγονός ότι αυτό το ενδεχόμενο συζητείται ευρέως.
Και δεν είναι μόνο οι ΗΠΑ που κινούνται προς αυτή την κατεύθυνση. Ας ρίξουμε μια ματιά σε πρωτοσέλιδα ευρωπαϊκών μέσων ενημέρωσης. Στην Πολωνία, πολιτικά πρόσωπα που ανήκουν σε
φιλελεύθερες παρατάξεις παραπονούνται ότι έχουν καταντήσει απλοί θεατές της διάλυσης της δημοκρατίας. Το ίδιο συμβαίνει στην Ουγγαρία. Σε ένα ακόμη γενικότερο επίπεδο, μια κατάσταση έντασης που είναι εγγενής αυτής καθεαυτής της έννοιας της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας γίνεται σήμερα πιο ευδιάκριτη. Δημοκρατία σημαίνει δύο πράγματα: Τη «δύναμη του λαού» (η ουσιαστική βούληση της πλειοψηφίας πρέπει να εκφράζεται στο κράτος) και την εμπιστοσύνη στον εκλογικό μηχανισμό (ανεξάρτητα από το πόσες χειραγωγήσεις και ψευτιές λαμβάνουν χώρα, όταν μετρηθούν οι αριθμοί, το αποτέλεσμα της ψηφοφορίας πρέπει να γίνεται αποδεκτό από όλες τις πλευρές). Αυτό συνέβη [το 2000 στις προεδρικές εκλογές των ΗΠΑ], όταν ο Αλ Γκορ παραδέχτηκε την ήττα του από τον Μπους, μολονότι τον ψήφισαν περισσότεροι εκλογείς και η καταμέτρηση των ψήφων στη Φλόριντα ήταν πολύ προβληματική. Η εμπιστοσύνη στην τυπική διαδικασία είναι αυτό που προσδίδει στην κοινοβουλευτική δημοκρατία τη σταθερότητα της.
Προβλήματα προκύπτουν όταν αυτές οι δύο πτυχές χάνουν τον συγχρονισμό τους, και συχνά, τόσο η Αριστερά όσο και η Δεξιά απαιτούν να υπερισχύει των τυπικών εκλογικών διαδικασιών η ουσιαστική λαϊκή βούληση. Και κατά κάποιο τρόπο, έχουν δίκιο: Ο μηχανισμός της δημοκρατικής εκπροσώπησης δεν είναι πραγματικά ουδέτερος.
«Εάν η δημοκρατία είναι μια σχέση αντιπροσώπευσης, αντιπροσωπεύει πρωτίστως το γενικό σύστημα, το οποίο διατηρεί τη μορφή του. Με άλλα λόγια, η εκλογική δημοκρατία είναι αντιπροσωπευτική μόνον στο βαθμό που είναι πρωτίστως η συναινετική αντιπροσώπευση του καπιταλισμού, ο οποίος σήμερα έχει μετονομασθεί σε «οικονομία της αγοράς» [1].
Αυτά τα λόγια πρέπει να τα λάβουμε υπόψη με το πιο αυστηρά τυπικό νόημά τους. Φυσικά, στο εμπειρικό επίπεδο, η πολυκομματική φιλελεύθερη δημοκρατία «αντιπροσωπεύει» - δηλαδή αντανακλά, καταγράφει, καταμετρά - την ποσοτική διασπορά των διαφορετικών απόψεων των ανθρώπων, τη γνώμη τους για τα προγράμματα που προτείνουν τα κόμματα και για τους υποψηφίους τους, κ.λ.π. Ωστόσο, πριν από αυτό το εμπειρικό επίπεδο και με πολύ πιο ριζική έννοια, η ίδια η μορφή της πολυκομματικής φιλελεύθερης δημοκρατίας «αντιπροσωπεύει» - προσδίδει υπόσταση - ένα συγκεκριμένο όραμα για την κοινωνία, την πολιτική και το ρόλο των ατόμων σε αυτήν: Η πολιτική είναι οργανωμένη σε κόμματα που ανταγωνίζονται μεταξύ τους μέσω των εκλογών για να αποκτήσουν και ασκήσουν έλεγχο επί του νομοθετικού και εκτελεστικού μηχανισμού του κράτους κ.λ.π. Πρέπει πάντα να έχουμε στο νου μας ότι αυτό το πλαίσιο δεν είναι ποτέ ουδέτερο, στο βαθμό που πριμοδοτεί ορισμένες αξίες και πρακτικές.
Αυτή η μη ουδετερότητα γίνεται αισθητή στις στιγμές της κρίσης ή της αδιαφορίας, όταν βιώνουμε την αδυναμία του δημοκρατικού συστήματος να καταγράψει αυτό που πραγματικά θέλουν ή σκέφτονται οι άνθρωποι. Η αδυναμία που εκδηλώνεται εδώ σηματοδοτείται από ανώμαλα φαινόμενα, όπως οι εκλογές του Ηνωμένου Βασιλείου του 2005: Παρά την αυξανόμενη αντιδημοφιλία του Τόνι Μπλερ (στις δημοσκοπήσεις καταγράφονταν διαρκώς ως ο πιο αντιδημοφιλής πολιτικός στο Ηνωμένο Βασίλειο), δεν υπήρχε τρόπος αυτή η δυσαρέσκεια για τον Μπλερ να εκφραστεί πολιτικά με τρόπο αποτελεσματικό. Προφανώς κάτι ήταν πολύ προβληματικό σ' αυτή την περίπτωση. Αυτό που συνέβαινε δεν ήταν ότι οι άνθρωποι «δεν ήξεραν τι ήθελαν»· αλλά, μάλλον, μια κυνική παραίτηση τους εμπόδιζε από το να ενεργήσουν δεόντως, οπότε το εκλογικό αποτέλεσμα έδειχνε ένα παράδοξο χάσμα μεταξύ των σκέψεων των ανθρώπων και του τρόπου με τον οποίο ενήργησαν (ψήφισαν).
Πριν από ένα χρόνο περίπου, το ίδιο χάσμα εκδηλώθηκε ακόμη πιο εκρηκτικά με την εμφάνιση των Κίτρινων Γιλέκων στη Γαλλία. Εξέφρασαν ξεκάθαρα εμπειρίες που ήταν αδύνατο να μεταφραστούν ή να μεταφερθούν στο πεδίο της πολιτικής θεσμικής εκπροσώπησης, και γι' αυτό το λόγο, μόλις ο πρόεδρος Μακρόν κάλεσε τους εκπροσώπους τους σε διάλογο και τους ζήτησε να διατυπώσουν τις διαμαρτυρίες τους σε ένα σαφές πολιτικό πρόγραμμα, οι συγκεκριμένες εμπειρίες τους εξατμίστηκαν. Δεν συνέβη ακριβώς το ίδιο με το Podemos στην Ισπανία; Από τη στιγμή που αποδέχτηκαν να παίξουν στο γήπεδο της πολιτικής των κομμάτων και μπήκαν ως εταίροι στην κυβέρνηση, σχεδόν έπαψαν να είναι διακριτοί από τους Σοσιαλιστές κυβερνητικούς εταίρους τους. Ήταν άλλο ένα σημάδι που δείχνει ότι η αντιπροσωπευτική δημοκρατία δεν λειτουργεί επαρκώς.
φιλελεύθερες παρατάξεις παραπονούνται ότι έχουν καταντήσει απλοί θεατές της διάλυσης της δημοκρατίας. Το ίδιο συμβαίνει στην Ουγγαρία. Σε ένα ακόμη γενικότερο επίπεδο, μια κατάσταση έντασης που είναι εγγενής αυτής καθεαυτής της έννοιας της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας γίνεται σήμερα πιο ευδιάκριτη. Δημοκρατία σημαίνει δύο πράγματα: Τη «δύναμη του λαού» (η ουσιαστική βούληση της πλειοψηφίας πρέπει να εκφράζεται στο κράτος) και την εμπιστοσύνη στον εκλογικό μηχανισμό (ανεξάρτητα από το πόσες χειραγωγήσεις και ψευτιές λαμβάνουν χώρα, όταν μετρηθούν οι αριθμοί, το αποτέλεσμα της ψηφοφορίας πρέπει να γίνεται αποδεκτό από όλες τις πλευρές). Αυτό συνέβη [το 2000 στις προεδρικές εκλογές των ΗΠΑ], όταν ο Αλ Γκορ παραδέχτηκε την ήττα του από τον Μπους, μολονότι τον ψήφισαν περισσότεροι εκλογείς και η καταμέτρηση των ψήφων στη Φλόριντα ήταν πολύ προβληματική. Η εμπιστοσύνη στην τυπική διαδικασία είναι αυτό που προσδίδει στην κοινοβουλευτική δημοκρατία τη σταθερότητα της.
Προβλήματα προκύπτουν όταν αυτές οι δύο πτυχές χάνουν τον συγχρονισμό τους, και συχνά, τόσο η Αριστερά όσο και η Δεξιά απαιτούν να υπερισχύει των τυπικών εκλογικών διαδικασιών η ουσιαστική λαϊκή βούληση. Και κατά κάποιο τρόπο, έχουν δίκιο: Ο μηχανισμός της δημοκρατικής εκπροσώπησης δεν είναι πραγματικά ουδέτερος.
«Εάν η δημοκρατία είναι μια σχέση αντιπροσώπευσης, αντιπροσωπεύει πρωτίστως το γενικό σύστημα, το οποίο διατηρεί τη μορφή του. Με άλλα λόγια, η εκλογική δημοκρατία είναι αντιπροσωπευτική μόνον στο βαθμό που είναι πρωτίστως η συναινετική αντιπροσώπευση του καπιταλισμού, ο οποίος σήμερα έχει μετονομασθεί σε «οικονομία της αγοράς» [1].
Αυτά τα λόγια πρέπει να τα λάβουμε υπόψη με το πιο αυστηρά τυπικό νόημά τους. Φυσικά, στο εμπειρικό επίπεδο, η πολυκομματική φιλελεύθερη δημοκρατία «αντιπροσωπεύει» - δηλαδή αντανακλά, καταγράφει, καταμετρά - την ποσοτική διασπορά των διαφορετικών απόψεων των ανθρώπων, τη γνώμη τους για τα προγράμματα που προτείνουν τα κόμματα και για τους υποψηφίους τους, κ.λ.π. Ωστόσο, πριν από αυτό το εμπειρικό επίπεδο και με πολύ πιο ριζική έννοια, η ίδια η μορφή της πολυκομματικής φιλελεύθερης δημοκρατίας «αντιπροσωπεύει» - προσδίδει υπόσταση - ένα συγκεκριμένο όραμα για την κοινωνία, την πολιτική και το ρόλο των ατόμων σε αυτήν: Η πολιτική είναι οργανωμένη σε κόμματα που ανταγωνίζονται μεταξύ τους μέσω των εκλογών για να αποκτήσουν και ασκήσουν έλεγχο επί του νομοθετικού και εκτελεστικού μηχανισμού του κράτους κ.λ.π. Πρέπει πάντα να έχουμε στο νου μας ότι αυτό το πλαίσιο δεν είναι ποτέ ουδέτερο, στο βαθμό που πριμοδοτεί ορισμένες αξίες και πρακτικές.
Αυτή η μη ουδετερότητα γίνεται αισθητή στις στιγμές της κρίσης ή της αδιαφορίας, όταν βιώνουμε την αδυναμία του δημοκρατικού συστήματος να καταγράψει αυτό που πραγματικά θέλουν ή σκέφτονται οι άνθρωποι. Η αδυναμία που εκδηλώνεται εδώ σηματοδοτείται από ανώμαλα φαινόμενα, όπως οι εκλογές του Ηνωμένου Βασιλείου του 2005: Παρά την αυξανόμενη αντιδημοφιλία του Τόνι Μπλερ (στις δημοσκοπήσεις καταγράφονταν διαρκώς ως ο πιο αντιδημοφιλής πολιτικός στο Ηνωμένο Βασίλειο), δεν υπήρχε τρόπος αυτή η δυσαρέσκεια για τον Μπλερ να εκφραστεί πολιτικά με τρόπο αποτελεσματικό. Προφανώς κάτι ήταν πολύ προβληματικό σ' αυτή την περίπτωση. Αυτό που συνέβαινε δεν ήταν ότι οι άνθρωποι «δεν ήξεραν τι ήθελαν»· αλλά, μάλλον, μια κυνική παραίτηση τους εμπόδιζε από το να ενεργήσουν δεόντως, οπότε το εκλογικό αποτέλεσμα έδειχνε ένα παράδοξο χάσμα μεταξύ των σκέψεων των ανθρώπων και του τρόπου με τον οποίο ενήργησαν (ψήφισαν).
Πριν από ένα χρόνο περίπου, το ίδιο χάσμα εκδηλώθηκε ακόμη πιο εκρηκτικά με την εμφάνιση των Κίτρινων Γιλέκων στη Γαλλία. Εξέφρασαν ξεκάθαρα εμπειρίες που ήταν αδύνατο να μεταφραστούν ή να μεταφερθούν στο πεδίο της πολιτικής θεσμικής εκπροσώπησης, και γι' αυτό το λόγο, μόλις ο πρόεδρος Μακρόν κάλεσε τους εκπροσώπους τους σε διάλογο και τους ζήτησε να διατυπώσουν τις διαμαρτυρίες τους σε ένα σαφές πολιτικό πρόγραμμα, οι συγκεκριμένες εμπειρίες τους εξατμίστηκαν. Δεν συνέβη ακριβώς το ίδιο με το Podemos στην Ισπανία; Από τη στιγμή που αποδέχτηκαν να παίξουν στο γήπεδο της πολιτικής των κομμάτων και μπήκαν ως εταίροι στην κυβέρνηση, σχεδόν έπαψαν να είναι διακριτοί από τους Σοσιαλιστές κυβερνητικούς εταίρους τους. Ήταν άλλο ένα σημάδι που δείχνει ότι η αντιπροσωπευτική δημοκρατία δεν λειτουργεί επαρκώς.
Εν ολίγοις, η κρίση της φιλελεύθερης δημοκρατίας διαρκεί εδώ και περισσότερο από δέκα χρόνια και η πανδημία του Covid-19 απλά και μόνον προκαλεί μια έκρηξή της που ξεπερνά ένα ορισμένο επίπεδο. Ασφαλώς, η λύση δεν πρέπει να αναζητηθεί σε κάποιο είδος «πιο αληθινής» δημοκρατίας, η οποία θα είναι πιο συμπεριληπτική ώστε να μην αποκλείει τις κάθε λογής μειονότητες. Αντίθετα, πρέπει να προχωρήσουμε πέρα από το ίδιο το πλαίσιο της φιλελεύθερης δημοκρατίας, πράγμα που είναι αυτό ακριβώς που φοβούνται πιο πολύ οι φιλελεύθεροι. Ο δρόμος προς την αληθινή αλλαγή θα ανοίξει μόνον όταν χάσουμε την ελπίδα για μια αλλαγή εντός του συστήματος. Εάν αυτό μας φαίνεται πολύ «ριζοσπαστικό», άς λάβουμε υπόψη ότι, σήμερα, ο καπιταλισμός μας ήδη αλλάζει, αν και με την αντίθετη έννοια.
Κατά κανόνα, η άμεση βία δεν είναι επαναστατική αλλά συντηρητική, είναι αντίδραση στην απειλή μιας πιο θεμελιακής αλλαγής. Όταν ένα σύστημα είναι σε κρίση, τότε αρχίζει να παραβιάζει τους δικούς του κανόνες. Η Χάννα Άρεντ είπε ότι γενικά, οι βίαιες αναταραχές δεν είναι η αιτία που αλλάζει μια κοινωνία, αλλά μάλλον είναι οι πόνοι της γέννησης μιας νέας κοινωνίας μέσα σε μια κοινωνία που έχει ήδη εκμετρήσει το ζην λόγω των δικών της αντιφάσεων. Ας θυμηθούμε ότι η Άρεντ το λέει αυτό στην πολεμική της εναντίον της Μάο, ο οποίος είπε ότι «η ισχύς εκπηγάζει από την κάννη του όπλου». Η Χάννα Άρεντ χαρακτηρίζει αυτή την άποψη του Μάο ως «απολύτως μη-μαρξιστική» και ισχυρίζεται ότι, κατά τον Μαρξ, οι βίαιες εκρήξεις είναι σαν «τις ωδίνες που προηγούνται του τοκετού, αλλά φυσικά δεν προκαλούν αυτές το γεγονός της γέννησης ως δραστηριότητας του οργανισμού». Βασικά, συμφωνώ μαζί της, αλλά θα ήθελα να προσθέσω ότι δεν θα υπάρξει ποτέ μια πλήρως ειρηνική «δημοκρατική» μεταβίβαση εξουσίας χωρίς βίαιες «ωδίνες του τοκετού». Πάντα θα υπάρχουν στιγμές έντασης όταν αναστέλλονται οι κανόνες του δημοκρατικού διαλόγου και των αλλαγών.
Ωστόσο, σήμερα, ο δρων παράγοντας τέτοιων εντάσεων είναι η Δεξιά, και γι' αυτό, κατά τρόπο παράδοξο, καθήκον της Αριστεράς είναι τώρα, όπως επεσήμανε η Αλεξάντρια Οκάζιο-Κορτέζ (Alexandria Ocasio-Cortez), να σώσει την «αστική» δημοκρατία μας, δεδομένου ότι το φιλελεύθερο Κέντρο είναι πολύ αδύναμο και διστάζει να το κάνει αυτό. Μήπως αυτό αντιφάσκει με το γεγονός ότι η Αριστερά πρέπει να προχωρήσει πέρα από την κοινοβουλευτική δημοκρατία; Όχι. Όπως δείχνει ο Τραμπ, η αντίφαση ενυπάρχει σ' αυτή τη μορφή δημοκρατίας, ώστε ο μόνος τρόπος για να σώσουμε αυτό που αξίζει να σώσουμε στη φιλελεύθερη δημοκρατία, είναι να προχωρήσουμε πέρα από αυτήν. Και, αντιστρόφως, όταν αυξάνεται η βία εκ δεξιών, ο μόνος τρόπος για να προχωρήσουμε πέρα από τη φιλελεύθερη δημοκρατία είναι να είμαστε πιο πιστοί σ' αυτήν από τους ίδιους τους φιλελεύθερους δημοκράτες. Αυτό το σαφές σήμα μας στέλνει και η επιτυχία της δημοκρατικής επιστροφής στην εξουσία του κόμματος του Μοράλες στη Βολιβία, πράγμα που είναι ένα από τα λίγα φωτεινά σημεία στο κατεστραμμένο τοπίο γύρω μας.
Κατά κανόνα, η άμεση βία δεν είναι επαναστατική αλλά συντηρητική, είναι αντίδραση στην απειλή μιας πιο θεμελιακής αλλαγής. Όταν ένα σύστημα είναι σε κρίση, τότε αρχίζει να παραβιάζει τους δικούς του κανόνες. Η Χάννα Άρεντ είπε ότι γενικά, οι βίαιες αναταραχές δεν είναι η αιτία που αλλάζει μια κοινωνία, αλλά μάλλον είναι οι πόνοι της γέννησης μιας νέας κοινωνίας μέσα σε μια κοινωνία που έχει ήδη εκμετρήσει το ζην λόγω των δικών της αντιφάσεων. Ας θυμηθούμε ότι η Άρεντ το λέει αυτό στην πολεμική της εναντίον της Μάο, ο οποίος είπε ότι «η ισχύς εκπηγάζει από την κάννη του όπλου». Η Χάννα Άρεντ χαρακτηρίζει αυτή την άποψη του Μάο ως «απολύτως μη-μαρξιστική» και ισχυρίζεται ότι, κατά τον Μαρξ, οι βίαιες εκρήξεις είναι σαν «τις ωδίνες που προηγούνται του τοκετού, αλλά φυσικά δεν προκαλούν αυτές το γεγονός της γέννησης ως δραστηριότητας του οργανισμού». Βασικά, συμφωνώ μαζί της, αλλά θα ήθελα να προσθέσω ότι δεν θα υπάρξει ποτέ μια πλήρως ειρηνική «δημοκρατική» μεταβίβαση εξουσίας χωρίς βίαιες «ωδίνες του τοκετού». Πάντα θα υπάρχουν στιγμές έντασης όταν αναστέλλονται οι κανόνες του δημοκρατικού διαλόγου και των αλλαγών.
Ωστόσο, σήμερα, ο δρων παράγοντας τέτοιων εντάσεων είναι η Δεξιά, και γι' αυτό, κατά τρόπο παράδοξο, καθήκον της Αριστεράς είναι τώρα, όπως επεσήμανε η Αλεξάντρια Οκάζιο-Κορτέζ (Alexandria Ocasio-Cortez), να σώσει την «αστική» δημοκρατία μας, δεδομένου ότι το φιλελεύθερο Κέντρο είναι πολύ αδύναμο και διστάζει να το κάνει αυτό. Μήπως αυτό αντιφάσκει με το γεγονός ότι η Αριστερά πρέπει να προχωρήσει πέρα από την κοινοβουλευτική δημοκρατία; Όχι. Όπως δείχνει ο Τραμπ, η αντίφαση ενυπάρχει σ' αυτή τη μορφή δημοκρατίας, ώστε ο μόνος τρόπος για να σώσουμε αυτό που αξίζει να σώσουμε στη φιλελεύθερη δημοκρατία, είναι να προχωρήσουμε πέρα από αυτήν. Και, αντιστρόφως, όταν αυξάνεται η βία εκ δεξιών, ο μόνος τρόπος για να προχωρήσουμε πέρα από τη φιλελεύθερη δημοκρατία είναι να είμαστε πιο πιστοί σ' αυτήν από τους ίδιους τους φιλελεύθερους δημοκράτες. Αυτό το σαφές σήμα μας στέλνει και η επιτυχία της δημοκρατικής επιστροφής στην εξουσία του κόμματος του Μοράλες στη Βολιβία, πράγμα που είναι ένα από τα λίγα φωτεινά σημεία στο κατεστραμμένο τοπίο γύρω μας.
Σημειώσεις:
[1] Alain Badiou, De quoi Sarkozy est-il le nom?, Paris: Editions Lignes 2007, p. 42.
Klaus Schwab: «Der Neoliberalismus hat ausgedient» (Die Zeit)«Δεν ξέρεις ποτέ τι θα ακούσεις αύριο από τον Σλοβένο φιλόσοφο» (συνέντευξή του στην εφημερίδα Τα Νέα, 14 Ιουνίου 2021)
Χρίστος Αλεξόπουλος: Υπό κοινωνιολογικό πρίσμα (Μεταρρύθμιση)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου