Ο πρώην υπουργός Οικονομικών Ευκλείδης Τσακαλώτος δημοσίευσε ένα ενδιαφέρον άρθρο με τίτλο «Οι αντιφάσεις στην ανασυγκρότηση του ελληνικού αστισμού» (Εφημερίδα των Συντακτών, 11.12.20121). Eίναι κατά κάποιο τρόπο συνέχεια προηγούμενης αρθρογραφίας του στον Οικονομικό Ταχυδρόμο τον Νοέμβριο του 2021, γραμμένης με πιο «τεχνικό» ύφος του οικονομικού επιστήμονα, στην οποία εξέθετε τις αντιφάσεις του νεοφιλελεύθερου εγχειρήματος και πειστικά έδειχνε πώς «οι τάσεις των βασικών μακροοικονομικών μεγεθών υπονομεύουν τις κυβερνήσεις που ακολουθούν αυτή την πεπατημένη». Αφετηρία του τωρινού άρθρου στην Εφημερίδα των Συντακτών, είναι η εξής:
«Βασικοί πυλώνες του οικονομικού αφηγήματος της κυβέρνησης της Ν.Δ. δεν ισχύουν. Οι μειώσεις φόρων, είτε στις ανώτατες κλίμακες στον φόρο εισοδήματος είτε επί των κερδών, δεν αυξάνουν τις επενδύσεις, η άνοδος των μισθών δεν ακολουθεί πια την, έστω και ανιαρή, αύξηση της παραγωγικότητας, τα μεσαία στρώματα συμπιέζονται παντού».Η παραπάνω εκτίμηση ισχύει, άν και χρειάζεται κάποιο χρόνο για να την επιβεβαιώσει η πραγματικότητα. Στο βραχυπρόθεσμο χρόνο δεν φαίνεται η αξιοπιστία της. Τέτοιες πολιτικές, όπως της ΝΔ τώρα αλλά και στην περίοδο 2004-2009, συνήθως ωθούν πρώτα μια εθνική οικονομία σε ένα ιδιαίτερα βίαιο boom and bust: Αρχικά υπερδιογκωμένη φούσκα, μετά απότομο σκάσιμό της. Μόνον μετά το σκάσιμο της φούσκας αποκαλύπτεται πόσο μακριά από σχετικά διατηρήσιμη μεγέθυνση ή από κάποιου είδους σταθερότητα και «ομαλότητα» της οικονομικής πορείας οδηγούν πολιτικές σαν της ΝΔ.
Ωστόσο, η ανάλυση του Ε. Τσακαλώτου, αφορμή της οποίας στάθηκε και ένα εξίσου ενδιαφέρον (και με παρόμοιες αδυναμίες) άρθρο του Αντώνη Λιάκου και της Μυρσίνης Ζορμπά στην ίδια εφημερίδα, είναι ευφυής και πολύ περιεκτική για ό,τι αφορά τους δρώντες
παράγοντες (agents) της ημεδαπής Δεξιάς και Κεντροδεξιάς, καθώς και για την ταξινόμησή τους σε
επιμέρους ποικιλίες.
Όμως, μιλώντας στη γλώσσα της πολιτικής επιστήμης και της
κοινωνιολογίας, αυτή η ανάλυση αυτοπεριορίζεται στο πεδίο της θεωρίας
της δράσης (action theory). Λέει μόνον τί (και πώς) κάνουν ή επιχειρούν
να κάνουν αυτοί οι παράγοντες στα δεξιά του ελληνικού πολιτικού φάσματος. Δεν μας
λέει πάνω σε τί «πρώτη ύλη», σε ποιά υφιστάμενη κατάσταση δρούν. ΄Ή λέει ελάχιστα, αόριστα και όχι επαρκώς επικαιροποιημένα για «το πράγμα καθεαυτό».
Τέτοιες αναλύσεις - άν θέλουμε να βγαίνει νόημα χρήσιμο για την πρακτική πολιτική - πρέπει να συμπληρώνονται με μια δομική ανάλυση. Πρέπει να καταφεύγουν σε εργαλεία της θεωρίας του συστήματος (system theory). Όσο δεν το κάνουν, μιλούν μόνον για προθέσεις, για επιδιώξεις, για εγχειρήματα και δράσεις άγνωστης έκβασης και για τακτικούς ή στρατηγικούς σχεδιασμούς κάποιων αντιπάλων. Όχι για την πραγματική πραγματικότητα.
Με απλά λόγια: Χρειάζονται επειγόντως καινοτόμες ιδέες για να μάθουμε σε ποιά κατάσταση βρίσκονται σήμερα η ελληνική κοινωνία και οικονομία ως συστήματα.* Εξίσου, πρέπει να γίνει σαφές πώς διαμορφώνονται τα συστήματα νοοτροπιών και ιδεολογιών στον ελληνικό κοινωνικο σχηματισμό αλλά και στο πολιτικό-κομματικό του σύστημα, ποιές αντιφάσεις και αντιθέσεις αναπτύσσονται εντός τους. Διότι, άν
Τέτοιες αναλύσεις - άν θέλουμε να βγαίνει νόημα χρήσιμο για την πρακτική πολιτική - πρέπει να συμπληρώνονται με μια δομική ανάλυση. Πρέπει να καταφεύγουν σε εργαλεία της θεωρίας του συστήματος (system theory). Όσο δεν το κάνουν, μιλούν μόνον για προθέσεις, για επιδιώξεις, για εγχειρήματα και δράσεις άγνωστης έκβασης και για τακτικούς ή στρατηγικούς σχεδιασμούς κάποιων αντιπάλων. Όχι για την πραγματική πραγματικότητα.
Με απλά λόγια: Χρειάζονται επειγόντως καινοτόμες ιδέες για να μάθουμε σε ποιά κατάσταση βρίσκονται σήμερα η ελληνική κοινωνία και οικονομία ως συστήματα.* Εξίσου, πρέπει να γίνει σαφές πώς διαμορφώνονται τα συστήματα νοοτροπιών και ιδεολογιών στον ελληνικό κοινωνικο σχηματισμό αλλά και στο πολιτικό-κομματικό του σύστημα, ποιές αντιφάσεις και αντιθέσεις αναπτύσσονται εντός τους. Διότι, άν
(1) τα
συστημικά χαρακτηριστικά τους είναι μιας ακραία δυσαρμονικής κοινωνίας
(βλ., π.χ., δείκτες κοινωνικής ανισότητας στην Ελλάδα σε σύγκριση με τον
μέσο όρο της ΕΕ),
(2) άν αυτά τα χαρακτηριστικά εμμένουν, εκτός των άλλων και επειδή - δυστυχώς - γίνονται προς το παρόν πολιτικά
και κοινωνικά αποδεκτά,
και (3), άν αυτή η πολιτικά συγκαλυμμένη κοινωνική δυσαρμονία συνυπάρχει με εξαιρετικά δυσλειτουργικό κράτος (βλ., π.χ., φοροδιαφυγή, διαρκής αποτυχία στη ρύθμιση της αγοράς εργασίας και του ασφαλιστικού συστήματος, αποφυγή ΦΠΑ, και συνακόλουθα, βλ. πώς στενεύουν και γι' αυτό τον λόγο τα περιθώρια για να ασκηθούν δημιουργικές και κοινωνικές πολιτικές),
→ τότε η σημερινή πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ είναι εντελώς ακατάλληλη για την άσκηση δομικής αντιπολίτευσης σήμερα, δομικής μεταρρυθμιστικής διακυβέρνησης αύριο. Ακατάλληλη όπως ήταν και η και χθεσινή, κυβερνητική και προκυβερνητική.
και (3), άν αυτή η πολιτικά συγκαλυμμένη κοινωνική δυσαρμονία συνυπάρχει με εξαιρετικά δυσλειτουργικό κράτος (βλ., π.χ., φοροδιαφυγή, διαρκής αποτυχία στη ρύθμιση της αγοράς εργασίας και του ασφαλιστικού συστήματος, αποφυγή ΦΠΑ, και συνακόλουθα, βλ. πώς στενεύουν και γι' αυτό τον λόγο τα περιθώρια για να ασκηθούν δημιουργικές και κοινωνικές πολιτικές),
→ τότε η σημερινή πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ είναι εντελώς ακατάλληλη για την άσκηση δομικής αντιπολίτευσης σήμερα, δομικής μεταρρυθμιστικής διακυβέρνησης αύριο. Ακατάλληλη όπως ήταν και η και χθεσινή, κυβερνητική και προκυβερνητική.
Ο πολιτικός ετεροκαθορισμός - το να τρέχεις, απλά και μόνον, πίσω από τον αντίπαλο επικρίνοντας τις κινήσεις του -, δεν είναι δρόμος που μπορεί να παραγάγει δημιουργική πολιτική, χειροπιαστές φιλολαϊκές αλλαγές και, εν τέλει, ηθικοπολιτική ηγεμονία.
Εάν δεν κατανοηθεί επαρκώς το στέρεο και σκληρό έδαφος της πραγματικής πραγματικότητας, όσο και άν (δίκαια!) επικρίνονται οι προθέσεις, οι φιλοδοξίες και οι πολιτικές δράσεις της ΝΔ, ποτέ δεν θα μπορέσει να αρθρώσει ο ΣΥΡΙΖΑ μια δραστική, πειστική, ηγεμονική και βιώσιμη πολιτική εναλλακτική πρόταση.
Εάν δεν κατανοηθεί επαρκώς το στέρεο και σκληρό έδαφος της πραγματικής πραγματικότητας, όσο και άν (δίκαια!) επικρίνονται οι προθέσεις, οι φιλοδοξίες και οι πολιτικές δράσεις της ΝΔ, ποτέ δεν θα μπορέσει να αρθρώσει ο ΣΥΡΙΖΑ μια δραστική, πειστική, ηγεμονική και βιώσιμη πολιτική εναλλακτική πρόταση.
Γ. Ρ.
* Μια μικρή και πρόχειρη μελέτη περίπτωσης (case study), που εξετάζει, εκτός των άλλων, την εμμονική αποφυγή του δομικού τρόπου σκέψης και ανάλυσης στα εγχώρια πλαίσια πολιτικής συζήτησης και γενικά στην ελληνική δημόσια σφαίρα: «Φωτιές, πλημμύρες, ολική συστημική αποτυχία, θεσμοί - Η περίπτωση του Τεχνικού Επιμελητηρίου της Ελλάδας»
Paul Mason: «To move beyond boom and bust, we need a new theory of capitalism» (Guardian, Μάρτιος 2015)
Σημειωτέον ότι ο Ε. Τσακαλώτος είναι από τους καλύτερους γνώστες των δομικών δυσλειτουργιών στην ημεδαπή οικονομία, κοινωνία και πολιτικό σύστημα, ιδίως αυτών που αφορούν τη μεσομακροπρόθεσμη πορεία.
Π.χ. μερικές πτυχές αυτής της εμμένουσας δομικής αποτυχίας καταγράφονταν ήδη στο εκτενές κείμενο του 2012 «Κρίση της Ελλάδας και της ευρωζώνης, διλήμματα των κομμουνιστών», συντελεστές του οποίου ήταν ο Ε. Τσακαλώτος, ο Χ. Λάσκος και ο Γ. Μηλιός, επίσης γνώστες του αντικειμένου και μέχρι το 2015 εξέχοντα μέλη του ΣΥΡΙΖΑ. Δυστυχώς το γραπτό εκείνο είχε δημοσιευτεί τότε μόνον σε εξωελλαδικά έντυπα (σε αγγλική και γερμανική γλώσσα). Πιθανώς, οι συντελεστές του έκριναν τότε ότι δεν έπρεπε να διχάσει το ημεδαπό ενδιαφερόμενο κοινό.
Μόνον εκ των υστέρων, κατόπιν εορτής, το μεγαλύτερο μέρος του μεταφράστηκε στην ελληνική, κατά κάποιο τρόπο «πειρατικά και αυθαίρετα», χωρίς να ζητηθεί η άδεια των συντελεστών του, και με προσθήκη στον τίτλο του «Έξοδος από τη ζώνη του ευρώ - Να βγεί κανείς ή να μη βγεί;». Ήταν κρίμα να μην υπάρχει κάπου στα ελληνικά.
Λογικές που πέφτουν στον πειρασμό να αναρωτηθούν τί είναι «κατάλληλο» και τί όχι για το εγχώριο κοινό (αριστερό ή άλλο), και λογικές που αυτολογοκρίνονται και θυσιάζονται για τις πλατφόρμες, συχνά θεωρούν «ακατάλληλη» την έκθεση των εγγενών δομικών δυσλειτουργιών. Έτσι, με τον τρόπο τους - και συνεργώντας με πολλά άλλα - συντηρούν και αυτές την υποπληροφορημένη, αναιμική δημόσια σφαίρα μας και την αυτοεκπληρούμενη απειλή του «πολιτικού κόστους»· στο τέλος, συντελούν σε βαρειές ανεπάρκειες και καταστροφικές ψευδαισθήσεις στο πολιτικό σύστημα, όπως ακριβώς συνέβη τότε.
Γ. Ρ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου