Η πρόσκαιρη επανενεργοποίηση του ιστοχώρου Μετά την Κρίση, είναι μια μικρή αντίδραση σε φαινόμενα «επιστροφής του αδιανόητου», το οποίο στην πραγματικότητα ήταν πάντα εδώ. Η επαναδραστηριοποίηση ακροδεξιού όχλου, το επεισόδιο και η διαγραφή από την κοινοβουλευτική ομάδα της ΝΔ του βουλευτή κ. Μπογδάνου, αλλά και η ενεργός επανεμφάνιση πολύ πιο εξέχοντος πολιτικού της που δίνει συχνά αφορμές επαφών με την περίμετρο της Ακροδεξιάς, είναι η μία δυσάρεστη πλευρά. Η άλλη, είναι ο τρόπος που αντιμετωπίζουν τέτοιες «επιστροφές του αδιανόητου» κάποιοι που δεν ανήκουν στην αντικοινοβουλευτική Δεξιά, όπως π.χ. με το παλαιολιθικής πολιτικής ευφυίας ιδεολόγημα «των δύο άκρων». Στο γκρίζο πίνακα συμμετέχουν και δηλωμένοι αντίπαλοι της Ακροδεξιάς, οι οποίοι, αντί να ερευνήσουν και να κατανοήσουν, βρίσκουν μιαν ακόμη αφορμή για να ιδεολογήσουν προκειμένου να τονίσουν τις αιώνιες και τοξικές αντιπαλότητες με δυνητικούς φίλους και όχι με βέβαιους αντιπάλους. Τίποτε από όλα αυτά δεν εκπλήττει, ούτε είναι επιστροφές αδιανόητων. Είναι όμως αιώνια επιστροφή και επιστροφή του αιώνια χθεσινού και τίποτε καλό δεν προοιωνίζει για το πολιτικό αύριο στην Ελλάδα.
H υπόθεση ότι για την ενδυνάμωση της Ακροδεξιάς ευθύνονται (εν όλω ή εν μέρει) οι πολιτικές της Αριστεράς (της σοσιαλδημοκρατικής, της κομμουνιστικής ή άλλης), επειδή γίνονται «κοντόφθαλμες» και χρεωκοπούν, ή επειδή και άλλες Αριστερές θέλουν «να μιμηθούν τη χρεωκοπημένη σοσιαλδημοκρατία», ή αντίθετα, επειδή «ερεθίζουν και εκφοβίζουν» τους αντιπάλους τους (βλ. τη λεγόμενη Διαμάχη των Ιστορικών - Historikerstreit, στη Γερμανία και αλλού), δεν επαληθεύεται από τα ιστορικά δεδομένα.
Στις ευρωπαϊκές χώρες, ο φασισμός και ο εθνικοσοσιαλισμός του Μεσοπολέμου δεν ενδυναμώθηκαν επειδή η τότε Αριστερά ήταν χρεωκοπημένη, ούτε επειδή η τότε Κομμουνιστική Αριστερά μιμήθηκε την τότε Σοσιαλδημοκρατία (στην πραγματικότητα έπραξε το αντίθετο), αλλά ούτε επειδή απειλούσε να πορευθεί προς την εξουσία. Με εξαίρεση τη Ρωσία, είχε ήδη υποστεί αποφασιστική ήττα στην έναρξη του Α' Παγκοσμίου Πολέμου (1914). Στον ταραχώδη ελληνικό Μεσοπόλεμο, ο φασιστικός όχλος που έκαψε την εβραϊκή συνοικία Κάμπελ στη Θεσσαλονίκη το 1931, δεν συγκροτήθηκε ως φασιστικός όχλος επειδή απογοητεύτηκε ή ερεθίστηκε από την τότε Αριστερά. Ούτε, βέβαια, η «Χρυσή Αυγή» κατέκτησε το 10 % σχεδόν των ψήφων την περίοδο 2010-2015, επειδή η ελληνική κοινωνία ήταν τότε απογοητευμένη από την Αριστερά ή επειδή τη φοβόταν. Από άλλους - άλλων πολιτικών πλευρών - ήταν απογοητευμένη, και άλλους φοβόταν.
Τα παραδείγματα είναι άπειρα και το δίδαγμα της ιστορίας σαφές: Πάντα η Ακροδεξιά ενισχύεται όταν είναι σε κρίση ένα πολιτικό σύστημα, ιδίως όταν «τρεκλίζει» και «σκοντάφτει» ο αστισμός και τα αστικά κόμματα, όχι τα κόμματα της Αριστεράς, σοσιαλιστικά, κομμουνιστικά ή άλλα.
Θεσσαλονίκη, Οκτώβριος 2021 |
Σε τέτοια
κοινωνικά στρώματα, σε μερικές περιπτώσεις πρώην εργατικά ή αγροτικά, συχνά βιώνεται η
ματαίωση των προσδοκιών κοινωνικής ανόδου ταυτόχρονα με το φόβο της
πτώσης στο επίπεδο της βαθιάς φτώχειας ή της σκληρής επισφάλειας. Τότε αναπτύσσουν έναν ιδιόμορφο ταξικό ρεαλισμό, που εκφράζεται σε επιθετικότητα προς τους ακόμη πιο αδύναμους: «Άν θέλουμε να κερδίσουμε κάτι, μόνον από “τους πιο κάτω” μπορούμε να το πάρουμε· το να πάρουμε από τους ισχυρούς είναι ανέφικτο».
H κοινωνιολογική, η ιστορική και η πολιτική επιστήμη προσφέρουν πολλά κλασικά τεκμήρια και επιχειρήματα που στηρίζουν αυτή τη θέση. Υπάρχουν, π.χ., οι εμπειρικές έρευνες του Ινστιτούτου Κοινωνικής Θεωρίας (της Κριτικής Σχολής της Φρανκφούρτης) στις ΗΠΑ ή στη Γερμανία με αντικείμενο την «αυταρχική προσωπικότητα», υπάρχουν οι πολυποίκιλες έρευνες του ιστορικού Χανς Μόμμσεν (Hans Mommsen) για το Ναζισμό στη Γερμανία, καθώς και πιο γενικευτικές επιστημονικές θεωρήσεις, όπως οι μεταπολεμικές της Χάννα Άρεντ ή πιο σύγχρονες, από του ιστορικού Έρικ Χόμπσμπάουμ μέχρι του Τίμοθυ Σνάιντερ (Timothy Snyder) για την Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη στο Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Ας μην αγνοήσουμε τον Νίκο Πουλαντζά, εν μέρει ξεπερασμένο βέβαια, αλλά όχι χωρίς αξία στο πεδίο της καθαρής πολιτικής επιστήμης.
Υπάρχουν όμως και οι πιο εύγλωττες από τα καλύτερα κοινωνιολογικά δοκίμια κινηματογραφικές ταινίες του Βαυαρο-Αυστριακού σκηνοθέτη Μίχαελ Χάνεκε (Michael Haneke), ιδίως η φοβερή ασπρόμαυρη «Λευκή Κορδέλλα» του («Das weiße Band»)· αυτή η «ιστορία για τα παιδιά της Γερμανίας», μας λέει ο ίδιος, πραγματεύεται τη «γέννηση κάθε τύπου τρομοκρατίας, είτε αυτή είναι πολιτικής είτε θρησκευτικής μορφής».
Ο Χάνεκε μας δίνει την ευκαιρία να παρακολουθήσουμε ανάγλυφη αυτή την κατά Γκράμσι τερατογένεση, μέσα στις περιπέτειες της οικογένειας και της κοινωνίας σε ένα μικρό χωριό της Βόρειας Γερμανίας.
Το πιο μεγάλο μέρος αυτού του κοινωνικού ρεύματος είναι μη προσπελάσιμο από όλες τις αριστερές πολιτικές δυνάμεις, ερμητικά «μονωμένο» προς τα αριστερά. Καμιά Αριστερά δεν μπορεί να το επηρεάσει και να το κερδίσει· αυτός είναι ο λόγος που η πολιτική πρόταση του αριστερού λαϊκισμού, οπουδήποτε δοκιμάστηκε, δεν είχε επιτυχία.
Σε καιρούς «κανονικότητας», το ρεύμα που μπορεί να στραφεί προς τον κοινωνικό φασισμό παραμένει σχετικά «ήρεμο», σε χειμέρεια νάρκη. Συμπεριφέρεται «ρεαλιστικά» και ψηφίζει στρατηγικά. Ψηφίζει ό,τι θεωρεί ως λιγότερο κακό, δηλαδή δεξιές δυνάμεις εντός του συνταγματικού τόξου. Όταν όμως αυτό το ρεύμα μιας κοινωνίας βλέπει στη χώρα του το πολιτικό σύστημα να «παραπατάει», ή ακόμη πιο έντονα, όταν αισθανθεί να τρίζουν τα θεμέλια της ηγεμονίας των αστικών κομμάτων, τότε «ενεργοποιείται», αυτονομείται και γίνεται πιο «άγριο», ανατρεπτικό και αντισυνταγματικό. Είναι η ώρα που οι κοινωνικές τάξεις αποσαθρώνονται, γίνονται μάζα, σαν αδιαφοροποίητος και αδρανής χυλός· και μετά, γρήγορα, μέρος αυτής της μάζας μπορεί να γίνει ενεργητικός όχλος (σύμφωνα με το μοντέλο της Χάννα Άρεντ). Όταν κάτι «παλιό πεθαίνει και κάτι καινούριο παλεύει να γεννηθεί αλλά δεν μπορεί ακόμη, τότε είναι η εποχή των τεράτων», σύμφωνα με το πασίγνωστο απόφθεγμα του Αντόνιο Γκράμσι. Φυσικά, ποτέ και πουθενά δεν υπάρχει έλλειψη από συνειδητούς, στρατηγικούς σπόνσορες, που υποστηρίζουν το περαιτέρω «αγρίεμα» αυτής της ούτως ή άλλως άγριας κοινωνικής μειοψηφίας.
Ευτυχώς, μερικές φορές τα πράγματα συμβαίνουν αλλιώς. Μπορεί να εμφανισθούν στη σκηνή ισχυροί και δραστήριοι πολιτικοί παράγοντες με τόλμη, αυτοπεποίθηση και ρεαλισμό, που εγγυώνται αξιόπιστα και στιβαρά ελπίδες για μια σχετικά ομαλή, επώδυνη μεν αλλά όχι καταστροφική μετάβαση από «το γκρίζο που έχει παλιώσει» και θα πεθάνει σε κάτι άλλο, ώριμο γέννημα της ανάγκης. Η δημοκρατική, χειραφετητική πολιτική δεν είναι καταδικασμένη αιώνια είτε «να ζωγραφίζει με γκρίζο πάνω στο γκρίζο» (Χέγκελ), είτε να εκτονώνεται με αυτοκαταστροφικές εξεγέρσεις ή να επαγγέλλεται αδύνατες επαναστάσεις. Σε καιρούς κρίσης, μόνον όταν εμφανίζονται ανανεωτικές δημιουργικές πολιτικές με αποφασιστικότητα και με ευφυία, μόνον τότε η Ακροδεξιά περιθωριοποιείται, σπάνε οι δεσμοί της ευρύτερης επιρροής της, περιορίζεται στην πιο σκληρή και τοξική γωνία του κοινωνικο-ιδεολογικού βάλτου της.
Ένα τέτοιο παράδειγμα βλέπουμε, π.χ., στη διαφαινόμενη αδυναμία της ακροδεξιάς Εναλλακτικής για τη Γερμανία (AfD) να διευρύνει το ακροατήριο της, παρόλη την καταβαράθρωση των παραδοσιακών, δημοκρατικών αστικών κομμάτων της «Ένωσης» (CDU-CSU). H AfD περιθωριοποιείται και περιορίζεται στο γκρίζο κοινωνικο-βιότοπο που διαμορφώθηκε στην πρώην Ανατολική Γερμανία και στη λοιπή Ανατολικο-Κεντρική Ευρώπη στα 45 χρόνια οικοδόμησης του «νέου κομμουνιστικού ανθρώπου» (1945-1989). Οι ριζοσπάστες των αγορών ήρθαν μετά και ολοκλήρωσαν το καταστροφικό έργο των προκατόχων τους (βλ. Δημητρίνα Πέτροβα: «1989-2019, Ανατολική Ευρώπη. Οι κομμουνιστικές και οι φιλελεύθερες ελίτ τσαλαπάτησαν την ισότητα και τη δικαιοσύνη, οι λαϊκιστές επωφελούνται και συνεχίζουν»)
*
Οι πολιτικές της υπαρκτής Αριστεράς όλων των ειδών συχνότατα γινόταν και γίνονται κοντόφθαλμες, ιδίως σε εποχές κρίσης. Καταφέρνει να αποτυγχάνει με πολλούς και εντελώς διαφορετικούς τρόπους. Συνέβη και τώρα, συνέβη σε ολόκληρη την περίοδο από τις αρχές τις δεκαετίας του 1980 μέχρι και σήμερα. Όμως η ενίσχυση της Ακροδεξιάς δεν συνδέεται με σχέσεις αιτίου και αιτιατού με την παρακμή της Αριστεράς. Ισχύει το ένα, ισχύει και το άλλο. Αλλά έτερον εκάτερον.
Το φρικτό τέλος της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης στη Γερμανία το 1933, ήταν το επιστέγασμα μιας φρίκης δίχως τέλος, της μακροχρόνιας, όλο και βαθύτερης παρακμής των συνταγματικών αστικών κομμάτων. Το μητρικό κόμμα όλης της Ευρωπαϊκής Αριστεράς, η οποία γεννήθηκε μετά το «έτος των θαυμάτων 1848», το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα της Γερμανίας, ήταν το μοναδικό κόμμα που κράτησε αξιοπρεπή και πιστά δημοκρατική στάση τη στιγμή της παράδοσης της εξουσίας από τα αστικά συνταγματικά κόμματα στους Ναζιστές. Στις σύγχρονες ΗΠΑ, ο Τραμπισμός με τα αρκούντως φασιστοειδή του χαρακτηριστικά, είναι το αποκορύφωμα της μακροχρόνιας παρακμής του αμερικανικού δικομματικού συστήματος, η οποία άρχισε με τη δολοφονία του τελευταίου Ρουσβελτιανού Ρόμπερτ Κέννεντυ το 1968 και με το κόλλημα του Λύντον Τζόνσον στο βάλτο του Βιετνάμ, και ολοκληρώθηκε με τους Προέδρους-γελοιογραφίες Τζώρτζ Μπους τον Νεώτερο και Μπιλ Κλίντον. Αυτή τη βαθιά, κοσμοϊστορικών επιπτώσεων παρακμή, την ανέλυσε εύγλωττα, ήδη στην αρχή της, ο Κρίστοφερ Λας. Ο πλήρης εκφυλισμός του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος είναι η μια μόνον πλευρά της βύθισης όλο και πιο βαθιά. Και ήδη φαίνεται ότι ο Τζο Μπάιντεν δεν θα είναι αποτελεσματικό φάρμακο για την εκφυλιστική ασθένεια όλου του αμερικανικού κομματικού συστήματος, όπως δεν ήταν ούτε ο Μπάρακ Ομπάμα.
Η ενδυνάμωση του φασισμού είναι σύμπτωμα και αποτέλεσμα αδυναμίας των δημοκρατικών αστικών κομμάτων, όχι των σοσιαλιστικών, κομμουνιστικών ή άλλων αριστερών πολιτικών δυνάμεων.
Γ. Ρ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου