Τρίτη 26 Νοεμβρίου 2019

1989-2019, Ανατολική Ευρώπη. Οι κομμουνιστικές και οι φιλελεύθερες ελίτ τσαλαπάτησαν την ισότητα και τη δικαιοσύνη, οι λαϊκιστές επωφελούνται και συνεχίζουν

Δημητρίνα Πέτροβα

© Dissent Magazine - Dimitrina Petrova: The 1989 Revolutions and the Roots of Illiberal Populism, 24.10.2019
   
Η βαθιά κοινωνική αδικία στη μεταβατική φάση μετά την πτώση των κομμουνιστικών καθεστώτων της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης, τροφοδότησε με ψήφους αντίδρασης και οργής την έκρηξη της λαϊκιστικής πολιτικής, της εχθρικής προς τις ελευθερίες του πολίτη, που παρατηρούμε σήμερα σε όλη την περιοχή.
Όμως το μεν άδικο μοντέλο «μετάβασης» στην οικονομία της αγοράς ήταν εισαγωγή από τη Δυτική Ευρώπη (όπου το 1989 είχαν ήδη εμπεδωθεί τα νεοφιλελεύθερα δόγματα και αποξηλώνονταν το κράτος πρόνοιας), οι δε νέες κοινωνικές ελίτ δομήθηκαν με βάση την παλιά νομενκλατούρα της κομμουνιστικής εποχής και τους απογόνους της, για τους οποίους η παλιά ελίτ φρόντιζε «να σπουδάζουν στα καλύτερα πανεπιστήμια της Δύσης». Όταν επικρίνουμε την ανελεύθερη, δεξιά λαϊκίστικη πολιτική στροφή στις κοινωνίες της Κεντρικής & Ανατολικής Ευρώπης μετά το 2010, πρέπει να είμαστε δίκαιοι με αυτούς τους ευρωπαϊκούς λαούς. Δηλαδή αυστηροί και σκληροί με τις τότε (και τώρα) επικρατούσες ιδέες στη Δυτική Ευρώπη, που έγιναν οδηγοί της Ανατολικής το 1989. Αυστηροί και σκληροί με τις παλιές ελίτ της κομμουνιστικής εποχής, όσο και με τις νέες φιλελεύθερες ελίτ (τις ευνοούμενες των Δυτικοευρωπαίων ειδημόνων της κοινωνικής μηχανικής), οι οποίες γρήγορα και αμοιβαία επωφελώς έγιναν ένα σώμα - μια ψυχή με τις παλιές.
Γ. Ρ.
  
Η ιδεολογική νίκη της φιλελεύθερης δημοκρατίας επί του κομμουνισμού διαμόρφωσε τον τρόπο με τον οποίο οι ιστορικοί, οι πολιτικοί και οι κοινωνικοί επιστήμονες κατανόησαν τα γεγονότα του 1989. Όμως, σήμερα, υπάρχουν ισχυρά επιχειρήματα για να δούμε με άλλο, αναθεωρημένο τρόπο τις επαναστάσεις του 1989· να ασκήσουμε κριτική στον τρόπο με τον οποίο οι επικρατούσες αφηγήσεις και θεωρίες έχουν παρουσιάσει αυτές τις επαναστάσεις, ουσιαστικά ως μετάβαση από την τυραννία του κόμματος-κράτους σε μια ελεύθερη και δημοκρατική κοινωνία. Μια πιο σύνθετη και πιο επακριβής εικόνα εκείνης της χρονιάς-ιστορικού σταθμού, δεν μας αποκαλύπτει μόνον τις διαφορετικές δυνατότητες που υπήρχαν εκείνη την ιστορική στιγμή, όμως παραγκωνίστηκαν και επισκιάστηκαν, αλλά και πώς οι ματαιωμένες προσδοκίες διαμόρφωσαν στις επόμενες δεκαετίες τις μετακομμουνιστικές κοινωνίες και πώς συνέβαλλαν στην άνοδο του ανελεύθερου λαϊκισμού στην περιοχή αυτή της Ευρώπης κατά την τελευταία δεκαετία.
Η σημερινή κυρίαρχη αφήγηση για τo 1989 κατανοεί και περγράφει σωστά ένα σημαντικό πράγμα: Η ελευθερία ήταν ο Πολικός Αστέρας που καθοδηγούσε τη δράση πολλών από τους επαναστάτες της εποχής εκείνης, ιδίως όσους ανήκαν στις πνευματικές ελίτ. Όμως η πλειοψηφία των ανθρώπων ήταν περισσότερο ενοχλημένη και οργισμένη από την προδοσία εκ μέρους των κομμουνιστικών καθεστώτων της υπόσχεσης για ισότητα, παρά από την έλλειψη πολιτικών ελευθεριών. Εκατοντάδες χιλιάδες διαδηλωτών βγήκαν στους δρόμους και τις πλατείες των πόλεων της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης επειδή οι ελίτ των καθεστώτων εκείνων, οι οποίες είχαν υποσχεθεί ισότητα, αντί να εκπληρώσουν την υπόχεσή τους έχτισαν έναν νέο κόσμο προνομίων για τους εαυτούς τους. Το παράδοξο του 1989 είναι το εξής: Ο κομμουνισμός δέχτηκε επίθεση και κατεδαφίστηκε από τα αριστερά, από ανθρώπους με ανεκπλήρωτους πόθους για ισότητα, αλλά αυτός ο επαναστατικός δρόμος οδήγησε σε μια νέα κοινωνία, την οποία στη συνέχεια οι ίδιοι άνθρωποι βίωσαν ως ακόμη πιο άδικη από της προηγηθείσας κομμουνιστικής εποχής.
1989, Πολωνία, διαπραγματεύσεις στρογγυλής τραπέζης
Η ρίζα αυτού του παραδόξου είναι μια ιστορική αλλαγή κατεύθυνσης που συνέβη κάτω από την επαναστατική επιφάνεια: Η απελευθέρωση των ελίτ από τους οικονομικούς, πολιτικούς και ιδεολογικούς περιορισμούς του κομμουνισμού. Έρευνες στις ευρωπαϊκές μετακομμουνιστικές χώρες που έγιναν στις αρχές της δεκαετίας του 1990 από τον Iván Szelényi, έδειξαν ότι ένα πολύ σημαντικό κομμάτι των ελίτ μετά το 1989, συγκροτήθηκε από μέλη οικογενειών που ανήκαν στις πρώην νομενκλατούρες της κομμουνιστικής εποχής. Οι οικογένειες αυτές, μετασχημάτισαν το πολιτικό κεφάλαιο που κατείχαν υπό το προηγούμενο καθεστώς, σε οικονομικό πλούτο· αυτός ο πλούτος αναπτύχθηκε ακόμη περισσότερο καθώς συνδυάστηκε με τις νεοαποκτηθείσες πολιτισμικές και ιδεολογικές ελευθερίες και με την ένταξη των οικογενειών αυτών στις παγκόσμιες ελίτ υπεράνω συνόρων.
Τον Οκτώβριο του 1989, η πιο δημοφιλής ομάδα αντιφρονούντων στη Βουλγαρία, η Εκογκλασνόστ (Ecoglasnost), οργάνωνε διαδηλώσεις στους δρόμους της Σόφιας. Μεταξύ των πολλών αφισών της, οι οποίες είχαν ως θέματα το περιβάλλον, τις πολιτικές ελευθερίες και τα ανθρώπινα δικαιώματα, υπήρχε και μία με την εξής παράδοξη έκκληση: «Βούλγαροι εκατομμυριούχοι! Βοηθείστε την Εκογκλασνόστ με  δωρεές. Αυτό μας φαίνεται σήμερα μάλλον ακατανόητο, όμως τη στιγμή εκείνη ήταν το πιο τολμηρό και συναρπαστικό σύνθημα: Ήταν αυτό που έπιανε καλύτερα το πνεύμα της λαϊκής δυσαρέσκειας· και δεν ήταν τυχαίο που οι περαστικοί, όταν το έβλεπαν, αντιδρούσαν ζωηρά, με γέλια μέχρι δακρύων. Η ίδια η δημόσια αναφορά σε κομμουνιστές εκατομμυριούχους, αποδομούσε το status quo και σηματοδοτούσε μια νέα εποχή. Ο «λαός» ήθελε στ΄ αλήθεια και την ελευθερία, αλλά για τους περισσότερους, ελευθερία σήμαινε με εντελώς άμεσο τρόπο και μια κοινωνία απελευθερωμένη από την προνομιούχα νομενκλατούρα.
1989, Σόφια, Βουλγαρία, διαδήλωση της Εκογκλασνόστ
Οι κομμουνιστές πρόδωσαν την υπόσχεση της ισότητας
Στις τρεις πρώτες δεκαετίες κομμουνιστικών καθεστώτων στην Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη, οι πλειοψηφίες των μεταπολεμικών κοινωνιών στις χώρες αυτές επωφελήθηκαν από την αύξηση του βιοτικού επιπέδου και από μια μεγαλύτερη κοινωνικοοικονομική κινητικότητα προς τα άνω (με εξαίρεση την Τσεχοσλοβακία, η οποία ήταν από την αρχή πιο προηγμένη οικονομικά). Ένα μεγάλο μέρος του φτωχού, κυρίως αγροτικού, πληθυσμού της προπολεμικής περιόδου, που είχε γίνει ακόμη πιο φτωχό εξ αιτίας του πολέμου, απόλαυσε μια ανοδική κονωνική κινητικότητα. Οι περισσότεροι άνθρωποι βίωσαν τότε την εκβιομηχάνιση, την αστικοποίηση, τη μαζική εκπαίδευση, τη στέγαση και τα άλλα στοιχεία ενός εγχειρήματος εκσυγχρονισμού, ως θετικά επιτεύγματα του κομμουνιστικού συστήματος. Σ΄ αυτές τις πρώτες δεκαετίες, η οικονομική ανάπτυξη συνέβαλε στην άνοδο του βιοτικού επιπέδου όλων σχεδόν των κοινωνικών ομάδων. Στις 15 Σεπτεμβρίου 1964, ο Πρεσβευτής του Ηνωμένου Βασιλείου στη Βουλγαρία, William Harpham, ανέφερε στο Υπουργείο Εξωτερικών του: «Όποια κι αν είναι τα λάθη του καθεστώτος στη χώρα αυτή (και είναι άφθονα), ο μέσος Βούλγαρος, που ποτέ πριν δεν απόλαυσε καλή διακυβέρνηση και ποτέ δεν βίωσε μια ζωή άνετη, ζει πολύ καλύτερα σήμερα σε σύγκριση με οποιαδήποτε στιγμή του παρελθόντος». Παρόμοιες παρατηρήσεις θα μπορούσαν να γίνουν και για τον μέσο Ούγγρο, Πολωνό, ακόμη και για τον μέσο Ρουμάνο της εποχής, πριν οι παράδοξες αποφάσεις οικονομικής πολιτικής του Νικολάε Τσαουσέσκου προκαλέσουν το ναυάγιο της ρουμανικής οικονομίας. Ως αποτέλεσμα, μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1970, η κοινωνικοοικονομική δυσαρέσκεια στην υπό κομμουνιστική διακυβέρνηση Ευρώπη ήταν χαμηλή.
Στο πεδίο της κομμουνιστικής ιδεολογίας, η ισότητα ήταν η υπέρτατη επιταγή. Όμως, κατά τη διάρκεια της κομμουνιστικής περιόδου,
η κοινωνική δομή των κοινωνιών της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης διαμορφώθηκε από δύο δυνάμεις που δρούσαν σε αντίθετες κατευθύνσεις: Αφενός από μια κοινωνική πολιτική ισοτιμίας, αφετέρου από ένα νέο είδος σχηματισμού κοινωνικών τάξεων. 
Η κοινωνική πολιτική των κομμουνιστών επέφερε κέρδη για τους πολίτες στο εισόδημα, στην πρόσβαση σε αγαθά και υπηρεσίες, στη στέγαση, στην υγειονομική περίθαλψη, στην κοινωνική πρόνοια, στις συντάξεις και κυρίως στην εκπαίδευση· μάλιστα, αυτά τα κέρδη στην εκπαίδευση, ως προς την κοινωνική τους σημασία, ήταν τα πιο σημαντικά όλων. Κανένα άλλο γεγονός δεν ήταν τόσο σημαντικό για μια οικογένεια, όσο οι καλοκαιρινοί μήνες, όταν τα παιδιά έδιναν εξετάσεις για να εισαχθούν στις ανώτερες σχολές και στα πανεπιστήμια. Πέρα και πάνω από τα ειδικά προνόμια, τα οποία απολάμβαναν πολύ λίγοι νέοι, τα κομμουνιστικά καθεστώτα καθιέρωσαν μια μάλλον σταθερή αξιοκρατία στην εκπαίδευση, με κριτήριο τα αποτελέσματα των εξετάσεων.
Σε άλλα πεδία, η κοινωνική πολιτική της
ισότητας επέβαλε όρια. Υπήρχαν περιορισμοί στο μέγεθος της ιδιωτικής ιδιοκτησίας, δηλαδή στον αριθμό τετραγωνικών μέτρων που θα μπορούσε να κατέχει νομίμως ένα νοικοκυριό. Οι μισθολογικές κλίμακες ήταν μάλλον επίπεδες και τα οικονομικά κίνητρα στις διάφορες θέσεις απασχόλησης ήταν σχετικά ασθενή. Τα πρότυπα διαβίωσης ήταν χαμηλά σε σύγκριση με εκείνα της Δύσης, αλλά οι συνήθεις πολίτες αισθανόταν μια κάποια ασφάλεια και οι παροχές κοινωνικής πρόνοιας δεν εξαρτώνταν από τις οικονομικές επιδόσεις του καθενός. Δεν υπήρχε ανεργία και, κατά κανόνα, σε μια οικογένεια εργαζόταν και οι δύο σύζυγοι.
Η αντίρροπη δράση σ' αυτές τις πολιτικές της ισότητας ήταν η εδραίωση μιας νέας πολιτικά κυρίαρχης τάξης, η οποία, με το πέρασμα του χρόνου, γινόταν ολοένα και πιο πλούσια. Η ταξική διαφορά δημιουργήθηκε μέσω της κληρονόμησης τυπικών και άτυπων προνομίων από τη μια γενεά στην επόμενη και από ένα σύστημα
«συνδέσεων», «επαφών», «σχέσεων» και «παρεών» - μιας αμοιβαίας ευνοιοκρατίας μεταξύ μελών των ελίτ. Στα τέλη της δεκαετίας του 1970 υπήρχε στις ευρωπαϊκές κομμουνιστικές κοινωνίες μια σταθεροποιημένη κοινωνικοοικονομική ταξική διαίρεση. Τα άτομα που προηγουμένως απόλαυαν προνομίων εξαιτίας της θέσης τους στο κόμμα-κράτος, είχαν τώρα κληροδοτήσει τον πλούτο τους και την αναβαθμισμένη ταξική τους θέση τους στους απογόνους τους. Στη δεκαετία του 1980, ο ολοφάνερος πλούτος και τα εμφανή κοινωνικά προνόμια της νομενκλατούρας ήταν πια εξίσου αναμφισβήτητα όσο και μη αποδεκτά από την κοινωνία. Η λαϊκή δυσαρέσκεια στοχοποιούσε ιδιαίτερα το κληρονομικό χαρακτηριστικό των προνομίων της νομενκλατούρας: «Το Πολιτικό Γραφείο του ΚΚ στέλνει τα παιδιά του στο Πανεπιστήμιο του Κέιμπριτζ»· αυτό ήταν το αποκορύφωμα του παράπονου και της οργής του μέσου πολίτη, o οποίος εκ παραδόσεως εμμένει στις αξίες της ισοτιμίας και της καλής εκπαίδευσης των παιδιών του.
Το αυξανόμενο χάσμα μεταξύ φτωχών και πλουσίων άρχισε να εμφανίζεται στην τέχνη και στη λογοτεχνία, τόσο στον «εναλλακτικό» πολιτιστικό τομέα όσο και, σε κάποιο βαθμό. σε επίσημα αναγνωρισμένα έργα τέχνης. Η ταινία Adj király katonát (Η Πριγκήπισσα, 1983) του Ούγγρου σκηνοθέτη Pál Erdöss δραματοποίησε τη σύγκρουση μεταξύ αυτών των διαφορετικών τάξεων μέσω μιας σπαρακτικής ιστορίας αγάπης ενός νεαρού από τη νέα πλούσια τάξη και ενός φτωχού κοριτσιού. Οι καλύτεροι καλλιτέχνες κατάφεραν να δείξουν ανάγλυφα πώς μερικοί άνθρωποι καταδικάζονταν να ζουν μια ζωή στην οποία καλύπονταν μόνον οι ελάχιστες βασικές ανάγκες τους, μολονότι δούλευαν σκληρά, ενώ άλλοι απολάμβαναν μια πλούσια ζωή και απεριόριστα προνόμια, χάρις στις θέσεις των γονιών τους.
Στη δεκαετία του 1980, αυτές οι τάσεις οδήγησαν σε μια μάλλον ταχεία απώλεια της λαϊκής νομιμοποίησης των κομμουνιστικών καθεστώτων, η οποία κλιμακώθηκε πέρα από κάθε μέτρο σύγκρισης με  προηγούμενες περιόδους
λαϊκής αντίστασης. Τα καθεστώτα δεν έκαναν αρκετά για να ικανοποιήσουν τις προσδοκίες ισότητας ή να τις αποδυναμώσουν. Στην πραγματικότητα, η κοινή αίσθηση το 1989 ήταν ότι οι κομμουνιστές είχαν αθετήσει την υπόσχεση της ισότητας, η οποία ήταν το πιο ισχυρό επιχείρημα του κομμουνισμού που παρουσίαζε ουσιαστικό ενδιαφέρον για τους περισσότερους ανθρώπους.
Εκτός από την κοινωνικοοικονομική ισότητα, ο κομμουνισμός υποσχέθηκε ισότητα ως προς το status των ανθρώπων, ανεξάρτητα από το φύλο τους, την εθνοτική καταγωγή τους, την γεωγραφικό τόπο της κατοικίας τους και την αρτιμέλεια ή αναπηρία τους. Οι ανισότητες ως προς το
status ακολούθησαν τις δικές τους πολύπλοκες τροχιές και κατά τη διάρκεια της κομμουνιστικής περιόδου. Ωστόσο, σε γενικές γραμμές, οι ανισότητες αυτές συντονίζονταν με την αυξανόμενη κοινωνικοοικονομική ανισότητα. Οι πολιτικές για μεγαλύτερη ισότητα των φύλων και για υποστήριξη των δικαιωμάτων των εθνοτικών μειονοτήτων υπονομεύθηκαν από τη σταδιακή άνοδο νέων μορφών ανισότητας στις τελευταίες δεκαετίες των κομμουνιστικών κυβερνήσεων της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης.

Οι αντικαθεστωτικοί διαδηλωτές του 1989 ποθούσαν ισότητα, που ποτέ δεν απόλαυσαν
Οι άνθρωποι που υποστήριξαν τις αντιπολιτευτικές πολιτικές οργανώσεις, οι οποίες εμφανίστηκαν τη δεκαετία του 1980 στις χώρες της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης, προερχόταν από όλα τα κοινωνικά στρώματα. Ένα μεγάλο μέρος τους ήταν ακόμα μέλη κομμουνιστικών κομμάτων. Στην Πολωνία, η σύνθεση της Αλληλεγγύης (Solidarnosc) αντικατόπτριζε την κοινωνική σύνθεση του όλου πληθυσμού. Στη Βουλγαρία, η Ecoglasnost, μολονότι πριν από το Νοέμβριο του 1989 είχε ως μέλη γύρω στα 100 άτομα, ήταν αυτή που κατάφερε το θανατηφόρο πλήγμα στο κόμμα-κράτος, με την πρώτη τεράστια διαδήλωση υπέρ της δημοκρατίας στις 3 Νοεμβρίου. Το 1990 τα μέλη της ήταν πάνω από 200.000 και τότε η σύνθεσή της αντικατόπτριζε την δημογραφία του όλου πληθυσμού της Βουλγαρίας. Η αγανάκτηση για τα προνόμια της νομενκλατούρας κυριαρχούσε ως αίσθηση και ενέπνεε την ανάληψη άμεσης δράσης. Στις ημέρες που ακολούθησαν μετά από τη σειρά των μεγάλων, ανατρεπτικών γεγονότων σε όλες τις χώρες αυτής της περιοχής της Ευρώπης, εκατομμύρια άνθρωποι ενεργοποιήθηκαν με πάθος στην καθημερινή δράση της επαναστατικής πολιτικής. Πολύ λίγοι από αυτούς είχαν σταθερές φιλελεύθερες απόψεις, αλλά όλοι συμμερίζονταν την αίσθηση ότι οι κομμουνιστικές ελίτ είχαν στρεβλώσει και διαφθείρει το ιδανικό της ισότητας. 
Πριν την αλλαγή του καθεστώτος και στην πρώτη περίοδο αμέσως μετά την αλλαγή, το ιδεώδες της ισότητας ελάχιστες φορές έγινε στόχος επιθέσεων. Τις λίγες φορές που αυτό συνέβη, η κριτική στόχευε στον υποτιθέμενο ουτοπισμό του και στην ασυμβατότητα του με την ελευθερία, πάντως όχι στην εγγενή αξία της ισότητας. Τον Νοέμβριο του 1989, δημοσκοπήσεις έδειξαν ότι μόνον το 3 % των ερωτηθέντων στην Τσεχοσλοβακία προτιμούσαν τον καπιταλισμό έναντι του σοσιαλισμού, και το Δεκέμβριο του 1989 μια συντριπτική πλειοψηφία ήταν αντίθετη στις ιδιωτικοποιήσεις. Μεγάλη υποστήριξη απολάμβανε το όραμα της εργατικής αυτοδιαχείρισης, όπως διατυπώθηκε από τον Βάτσλαβ Χάβελ (Václav Havel) στο έργο του «Η δύναμη των αδύναμων» [τίτλος στα τσεχικά Moc bezmocných στα αγγλικά pdf ] - ως μια αληθινή συμμετοχή των εργαζομένων στη λήψη των οικονομικών αποφάσεων που θα μπορούσε να δημιουργήσει αληθινό αίσθημα ευθύνης για τη συλλογική εργασία τους. Στην Πολωνία, η αυτοδιαχείριση (samorząd) ήταν το κύριο αίτημα του συνδικάτου της Αλληλεγγύης από το 1981. Το 1990 είχε ήδη εξαφανιστεί από την ημερήσια διάταξη της νέας ελίτ, αλλά εξακολουθούσε να υποστηρίζεται από την πλειοψηφία του λαού. Σύμφωνα με μια συνολική δημοσκόπηση το 1990, το 61,8 % των ερωτηθέντων υποστήριζε την αυτοδιαχείριση των εργαζομένων, το 66,9 % υποστήριζε μια πολιτική πλήρους απασχόλησης και το 65,9 % ήθελα να διατηρηθεί ο κρατικός έλεγχος των τιμών. Στη Ρουμανία επίησς, η συσσώρευση της λαϊκής οργής εναντίον της κυβερνώσας ελίτ είχε γεννηθεί πριν από πολύ καιρό και ενισχύθηκε μέσω μιας μακροχρόνιας κοινωνικής και οικονομικής διαδικασίας, η οποία είχε ξεκινήσει με την απεργία των ανθρακωρύχων της κοιλάδας Jiu το 1977 ως αρχής μιας ολόκληρης εποχής επαναλαμβανόμενων εργατικών αναταραχών. 
Από όσους συμμετείχαν στις λαϊκές εξεγέρσεις του 1989, αυτοί που έγιναν πιο γνωστοί ήταν ίσως αντιφρονούντες διανοούμενοι, που επί δεκαετίες είχαν εκφράσει δημόσια την ηθική και κοινωνική κριτική εναντίον των κομμουνιστικών κυβερνήσεων. Οι περισσότεροι αντιφρονούντες δεν εξέφρασαν, τουλάχιστον μέχρι τα μέσα του 1989, καμμιά προσδοκία ή πρόβλεψη ότι θα μπορούσε να συμβεί ένας βαθύς συστημικός μετασχηματισμός στο εγγύς μέλλον. Το όραμα που επικρατούσε στους κόλπους αυτών των διανοουμένων ήταν μια λίγο ή πολύ σταδιακή εσωτερική φιλελευθεροποίηση του μονοκομματικού κρατικού σοσιαλισμού, με στόχο ένα πιο δημοκρατικό, αλλά πάντοτε σοσιαλιστικό πολιτικό σύστημα. Η πολυκομματική πλουραλιστική δημοκρατία σε συνδυασμό με μια καπιταλιστική οικονομία της αγοράς δεν ακούστηκε ως διακηρυγμένη επιδίωξη παρά μόνον μετά το δεύτερο εξάμηνο του 1989. Τα προγραμματικά κείμενα σχεδόν όλων των οργανώσεων διαφωνούντων διατύπωσαν το 1988 και το 1989 μια πολιτικά φιλελεύθερη πλατφόρμα  εκδημοκρατισμού, ανθρώπινων δικαιωμάτων και πολιτικών ελευθεριών. Η ελευθερία του λόγου, η θρησκευτική ελευθερία, τα δικαιώματα των μειονοτήτων και το δικαίωμα πρόσβασης στην πληροφόρηση ήταν στο επίκεντρο των αιτημάτων των διαφωνούντων διανοουμένων. Η ισότητα δεν ήταν.
Ωστόσο,
στα τέλη της δεκαετίας του 1980, ανησυχίες για την αυξανόμενη κοινωνική και οικονομική ανισότητα εμφανίστηκαν σε πολλές πολιτικές πλατφόρμες των οργανώσεων διαφωνούντων, παρόλο που αυτές δημιουργήθηκαν από μέλη μιας εναλλακτικής ελίτ, το πάθος της οποίας  ήταν η ελευθερία και όχι η ισότητα. Στη Βουλγαρία, ο Όμιλος Γκλασνόστ και Περεστρόικα, το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα και το Αγροτικό Κόμμα επέκριναν το σύστημα των «νόμιμων» προνομίων και των διαφόρων μορφών παράνομης διαφθοράς που οδήγησαν στον πλουτισμό της κορυφαίας νομενκλατούρας και στην εξαθλίωση μεγάλων τμημάτων της κοινωνίας. Στην Τσεχοσλοβακία, στην πολιτική πλατφόρμα του Φόρουμ των Πολιτών, η οποία δημοσιεύτηκε στις 26 Νοεμβρίου 1989, υπήρχαν σαφείς αναφορές ότι εξακολουθούσε πάντα να είναι ζωντανό το μέλημα για ισότητα. Η πλατφόρμα καταδίκαζε την ανισότητα της πολιτικής ισχύος και του πλούτου και διατύπωνε την προσήλωση της σε ίσες οικονομικές ευκαιρίες, ακόμη και στη φάση της μορφοποίησης των αρχών μιας καπιταλιστικής οικονομίας της αγοράς. Οι Πολωνοί διανοούμενοι εξέφραζαν παρόμοια αισθήματα. Αλλά όταν ανέλαβαν τη μεγάλη πρόκληση, να αντικαταστήσουν το παλιό καθεστώς, αυτό σηματοδότησε την έκλειψη του αρχικού προγράμματος της επανάστασης, το οποίο υποστήριζε την ισότητα (και που είχε ξεκινήσει από ένα εργατικό κίνημα). Το 1989, στις διαπραγματεύσεις στρογγυλής τραπέζης μεταξύ διαφωνούντων και καθεστώτος, οι 195 από τους 232 συμμετέχοντες και των δύο πλευρών ήταν διανοούμενοι.
Μεγάλα μέρη της ελίτ του κομμουνιστικού κόμματος είδαν και αυτά τη φιλελευθεροποίηση
ως διαδικασία που όχι απλώς μπορούσαν να ανεχθούν, αλλά και να επωφεληθούν από αυτήν. Η ελευθερία να κερδίζεις πιο πολλά χρήματα, να ταξιδεύεις όπου θέλεις, αλλά και να σκέφτεσαι ή να μιλάς όπως γουστάρεις, γινόταν όλο και πιο ελκυστική για τους ανθρώπους αυτούς, αλλά με μια σημαντική προϋπόθεση: Ότι θα μπορούσαν να παραμείνουν μέρος των ελίτ. Το 1989, η φιλελευθεροποίηση - και όχι η φιλελεύθερη δημοκρατία - ήταν κοινό έδαφος όλων των ελίτ, των προηγούμενων και των νέων. Υπάρχουν εύλογα επιχειρήματα, ότι η ειρηνική επανάσταση μέσω διαπραγματεύσεων στρογγυλής τραπέζης, τελικά συνετέλεσε στο να γίνει πραγματοποιήσιμο αυτό ακριβώς.
 
Νέα ανισότητα μετά την αλλαγή καθεστώτος - προσδοκία μιας «κανονικότητας» ανέφικτης πια
Μετά τις πρώτες ελεύθερες και πολυκομματικές εκλογές, οι μετακομμουνιστικές ελίτ διαχειρίστηκαν τη μετάβαση προς όφελός τους. Οι νέες κυβερνήσεις εξυπηρέτησαν τα συμφέροντα τόσο των παλαιών όσο και των νέων ελίτ. Η απελευθέρωση της κυρίαρχης τάξης - μια οικονομική, πολιτική και ιδεολογική χειραφέτηση που παραμέρισε ό,τι εμπόδιζε την περαιτέρω πρόοδό της και ενθάρρυνε την ένταξή της στο παγκόσμιο πλαίσιο - δημιούργησε στους απλούς ανθρώπους μια βαθιά αίσθηση αδικίας.
Το πρόγραμμα της ισότητας περιθωριοποιήθηκε με ταχύ ρυθμό και δεν αναδύθηκαν  εναλλακτικές δρώσες πολιτικές δυνάμεις για να υποστηρίξουν την ισότητα.
 
«Το προπατορικό αμάρτημα των μετακομμουνιστικών δημοκρατιών είναι το εξής: Δεν ήρθαν στον κόσμο ως προϊόντα ενός θριάμβου της ισότητας, αλλά ως νίκη μιας συναίνεσης εχθρικής προς την ισότητα, η οποία ένωσε την κομμουνιστική ελίτ και την αντικομμουνιστική αντι-ελίτ», έγραψε το 2007 ο Βούλγαρος μελετητής Ιβάν Κράστεφ. «Οι πρώην κομμουνιστές ήταν εναντίον της ισότητας εξαιτίας των συμφερόντων τους. Οι φιλελεύθεροι ήταν εναντίον της ισότητας εξαιτίας της ιδεολογίας τους».
Όμως, άν και μέσα στη δεκαετία του 1990 οι ελίτ, και στη συνέχεια σχεδόν όλοι, έπαψαν να πιστεύουν ότι η κοινωνική και οικονομική ισότητα είναι πραγματοποιήσιμη δυνατότητα, και ένα σημαντικό μέρος του πληθυσμού απαρνήθηκε συνολικά την ισότητα, ο λαός εξακολουθούσε να πιστεύει στο ιδεώδες της δικαιοσύνης: Πρόσεχαν ποιοί «προοδεύουν στη ζωή» και γίνονται «ευκατάστατοι», ποιοί κερδίζουν μια θέση ανάμεσα στα μέλη των ελίτ. Όλοι προσδοκούσαν μια κάποια μορφή δικαιοσύνης, για να πάρει τη θέση του προδομένου από τους κομμουνιστές ιδεώδους της ισότητας. Το μαχητικό σύνθημα εκείνων των ετών ήταν η «κανονικότητα»· και μια «κανονική» κοινωνία είχε οικονομία της αγοράς με δημοκρατικές εκλογές. Ωστόσο, το σύνθημα αυτό, η διεκδίκηση μιας «κανονικότητας», σήμαινε επίσης εκείνο το είδος της κοινωνίας που καθένας συναντούσε σε κάθε μέση χώρα της Δυτικής Ευρώπης γύρω στο έτος 1975: Όχι απλώς μια καπιταλιστική δημοκρατία, αλλά μια καπιταλιστική δημοκρατία με τις προστασίες που παρείχε στους πολίτες ένα κοινωνικό κράτος, ένα κράτος πρόνοιας.
Όμως, λίγο καιρό μετά την επαναστατική αλλαγή, η ζωή στις πρώην κομμουνιστικές χώρες της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης ήταν αδύνατο να πάρει μορφή πολύ διαφορετική από τη μορφή που έπαιρνε τότε η ζωή στις χώρες της
Δυτικής Ευρώπης, στις οποίες το κοινωνικό κράτος πρόνοιας συρρικνώνονταν και έβαινε προς εξαφάνιση. Οι περιορισμοί που έθετε η νεοφιλελεύθερη οικονομική θεωρία και πρακτική είχαν ήδη επιβληθεί, είχαν καθιερωθεί ως εύλογοι και δικαιολογημένοι· στα πρώτα χρόνια μετά το 1989 καθοδηγούσαν την κτηνώδη, τύπου Άγριας Δύσης συσσώρευση, οδηγώντας εκατομμύρια ανθρώπων στην οικονομική εξαθλίωση. Η θεραπεία-σοκ είχε ως συνέπεια ανεξέλεγκτες τιμές και, για πολλούς πολίτες, απώλεια των οικονομιών που μάζευαν μια ολόκληρη ζωή από το υστέρημά τους. Εν τω μεταξύ, πρώην μέλη της νομενκλατούρας μοίραζαν με ζήλο στους συμμάχους και φίλους τους κρατικά περιουσιακά στοιχεία, καλυπτόμενα από σκιώδεις συμφωνίες ιδιωτικοποίησης. Η ανεργία αυξήθηκε αλματωδώς. Στην Πολωνία από σχεδόν μηδενική το 1989 έφθασε το 16 % το 1993. Το ποσοστό των φτωχών πολιτών από 17,3 % το 1989 αυξήθηκε σε 31,5 % το 1990. Ο συντελεστής κοινωνικής ανισότητας Gini από 26,9 το 1989, αυξήθηκε σε 32,7 το 1996 και σε 35,9 το 2006. Μια εξίσου δραστική παραλλαγή της θεραπείας-σοκ συνέβη στη Βουλγαρία τα έτη 1991-92. Αλλά και στην Ουγγαρία, όπου η θεραπεία-σοκ πήρε αναβολή μέχρι το έτος 1995, το αποτέλεσμα ήταν τελικά καταστροφικό.  
Η ιδιωτικοποίηση υπό όλες τις μορφές της απέτυχε να επιδείξει έστω και στοιχειώδη ή προσχηματική δικαιοσύνη. Τα έτη 1992-1994 στην Τσεχική Δημοκρατία, η «ιδιωτικοποίηση με κουπόνια» (Voucher privatization - με αυτήν, δίνονταν στους πολίτες η δυνατότητα να αγοράζουν μετοχές στις πρώην κρατικές επιχειρήσεις) ήταν χαοτική και έβριθε παράνομων δραστηριοτήτων. Ο Βάτσλαβ Κλάους (Václav Klaus, μετέπειτα Πρόεδρος της Δημοκρατίας), ως υπεύθυνος για τη μεταρρύθμιση, καθυστέρησε τη δημιουργία ενός νομικού πλαισίου για την ιδιωτικοποίηση, επειδή ενδιαφερόταν περισσότερο για τη δημιουργία μιας πιστής οικονομικής ελίτ, παρά για την ικανοποίηση των προσδοκιών του λαού.
Οι ελλείψεις, οι ουρές στα καταστήματα, η χαοτική σύγχυση και η απελπισία έγιναν καθοριστικές πτυχές της καθημερινής ζωής στις αρχές της δεκαετίας του 1990. Όταν κάθισε η σκόνη, φάνηκε ποιοί ήταν οι νικητές και επωφελημένοι της μετάβασης: Ως επί το πλείστον ήταν μέλη της πρώην κομμουνιστικής ελίτ, στους οποίους προστέθηκαν όσοι νεοφερμένοι κατάφεραν να εκμεταλλευτούν την εκτεταμένη κατάχρηση εξουσίας και να επωφεληθούν από την κλοπή, την απάτη, τις εικονικές πτωχεύσεις, τους εκβιασμούς και τους μαφιόζικους οικονομικούς διακανονισμούς που ευδοκίμησαν μέσα στο κενό το δημιουργημένο από την απουσία αναγνωρισμένων κανόνων δικαίου και εγκυρότητας. 

Η εφαρμογή καπιταλιστικών μεταρρυθμίσεων και ο τρόπος με τον οποίο τους προσέδωσαν νομιμοποίηση τα νέα δημοκρατικά θεσμικά όργανα, δημιούργησαν ένα νέο, αντι-αξιοκρατικό τύπο κινητικότητας του κοινωνικού status των πολιτών. Η διαδικασία βιώθηκε από τους περισσότερους ανθρώπους ως βαθύτατα άδικη και αθέμιτη. Με την πάροδο του χρόνου, πολλοί κατέληξαν να επιρρίπτουν την ευθύνη γι' αυτό το νέο ταξικό τοπίο, στις ελίτ που ηγήθηκαν της «μετάβασης στη δημοκρατία». Η διαδικασία προσχώρησης των χωρών αυτών στην Ευρωπαϊκή Ένωση στα πρώτα χρόνια του 21ου αιώνα, ανέβαλε μόνον προσωρινά την κατάρρευση της νομιμοποίησης αυτών των ελίτ. 
Υπ' αυτή την έννοια, τα έντονα ίχνη που χάραξε η εμπειρία αυτής της βαθιάς αδικίας μετά το 1989, δημιούργησαν μια δυναμική, η οποία, μετά την πάροδο μιας γενεάς, μετατράπηκε σε έναν ιδιαίτερο Κεντρο- και Ανατολικο-ευρωπαϊκό τύπο ανελεύθερης λαϊκιστικής εξέγερσης. Χρειάστηκε να παρέλθει μια γενιά για να φτάσουμε στο σημείο όπου ήταν πολύ νωρίς για να ξεχαστεί, αλλά πολύ αργά για να ανατραπεί η αδικία στη θεμελίωση των νέων κοινωνικών ιεραρχιών. Γύρω το 2010, η αναδιανομή της ισχύος είχε ολοκληρωθεί πλήρως. Δεν υπήρχε πια τρόπος να ψαρεύεις σε θολά νερά: Ισχυρότεροι νόμοι και κανονισμοί είχαν πια περιορίσει την ελευθερία κινήσεων, αλλά επίσης είχαν επικυρώσει τον πλούτο και τις περιουσίες που συσσωρεύτηκαν στη διάρκεια της «μετάβασης».
Επομένως, δεν είναι σωστό να λέμε ότι βασική αιτία της ορμητικής στροφής των πολιτών προς ανελεύθερες πολιτικές απόψεις και πολιτικές δυνάμεις, η οποία ξεκίνησε γύρω στο 2006 και συνεχίζεται μέχρι σήμερα, είναι η ίδια η ανισότητα. Είναι μάλλον ο καταφανώς άδικος και αθέμιτος τρόπος, με τον οποίο δημιουργήθηκε η νέα ανισότητα, η μετά το 1989. Σήμερα,
κατά ειρωνικό τρόπο, αντιμετωπίζουμε μια κατάσταση που είναι το αντίστροφο του 1989: Για να επιστρέψει η ισότητα, πρέπει να της ανοίξει το δρόμο μια λαϊκή κινητοποίηση για ελευθερία.
Η Δημητρίνα Πέτροβα είναι Βουλγάρα ακτιβίστρια για τα ανθρώπινα δικαιώματα και διευθύντρια  του προγράμματος των Παιδικών Χωριών SOS και του Βουλγαρικού τμήματος της Επιτροπής Ελσίνκι για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα. Στην περίοδο πριν το 1989 και στη συνέχεια στη διάρκεια της πτώσης του παλαιού καθεστώτος δραστηριοποιήθηκε στην Βουλγαρική πολιτική ως μέλος της εκτελεστικής επιτροπής της οργάνωσης Εκογκλασνόστ. Στη συνέχεια, μεγάλο μέρος της σταδιοδρομίας της ήταν αφιερωμένο στην υπεράσπιση των δικαιωμάτων της μειονότητας των Ρομά στις χώρες της Ανατολικής και Κεντρικής Ευρώπης, ως διευθύντρια του Human Rights Project και αργότερα ως ιδρύτριας και εκτελεστικής διευθύντριας του European Roma Rights Centre στη Βουδαπέστη.  
Από το 2007 έως το 2016 διετέλεσε εκτελεστική διευθύντρια της Equal Rights Trust, μη κυβερνητικής οργάνωσης με έδρα το Λονδίνο, η οποία συστάθηκε για να προωθήσει μια ολιστική προσέγγιση της μη διάκρισης και της ισότητας παγκοσμίως. Η Δρ Πέτροβα  δίδαξε στο Κολλέγιο της Ευρώπης (Βαρσοβία) και στο Πανεπιστήμιο της Κεντρικής Ευρώπης (Βουδαπέστη). Για  θέματα των δικαιωμάτων των μειονοτήτων και των διακρίσεων εργάστηκε ως σύμβουλος πολλών οργανανισμών, όπως π.χ. η Παγκόσμια Τράπεζα, το Human Rights Watch και το Γραφείο του Ύπατου Αρμοστή του ΟΗΕ για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα. Μεταξύ άλλων μελέτησε νέες στρατηγικές για τον πολιτικό ακτιβισμό στην Ανατολική και Κεντρική Ευρώπη, ώστε να ταιριάζουν καλύτερα στις σημερινές γεωπολιτικές πραγματικότητες και να αντιμετωπίζουν τις αντιδημοκρατικές τάσεις στην περιοχή.

https://aftercrisisblog.blogspot.com/search/label/%CE%99%CE%B2%CE%AC%CE%BD%20%CE%9A%CF%81%CE%AC%CF%83%CF%84%CE%B5%CF%86




Ιβάν Κράστεφ, άρθρα στον ιστοχώρο Μετά την Κρίση


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Δημοφιλείς αναρτήσεις 2013 - 2022

Το δημοκρατικό αίτημα των καιρών: Το δίκιο των νέων γενεών και των γενεών που έρχονται

Το δημοκρατικό αίτημα των καιρών: Το δίκιο των νέων γενεών και των γενεών που έρχονται
Χρίστος Αλεξόπουλος: Κλιματική κρίση και κοινωνική συνοχή

ΕΠΙΛΟΓΕΣ:
Αντρέϊ Αρσένιεβιτς Ταρκόφσκι

ΕΠΙΛΟΓΕΣ:<br>Αντρέϊ Αρσένιεβιτς Ταρκόφσκι
Πως η αγάπη επουλώνει τη φθορά του κόσμου

Danilo Kiš:

Danilo Kiš:
Συμβουλές σε νεαρούς συγγραφείς, και όχι μόνον

Predrag Matvejević:

Predrag Matvejević:
Ο Ρωσο-Κροάτης ανιχνευτής και λάτρης του Μεσογειακού κόσμου

Azra Nuhefendić

Azra Nuhefendić
Η δημοσιογράφος με τις πολλές διεθνείς διακρίσεις, γράφει για την οριακή, γειτονική Ευρώπη

Μάης του '36, Τάσος Τούσης

Μάης του '36, Τάσος Τούσης
Ο σκληρός Μεσοπόλεμος: η εποχή δοσμένη μέσα από τη ζωή ενός ανθρώπου - συμβόλου

Ετικέτες

«Γενιά του '30» «Μακεδονικό» 1968 1989 αειφορία Ανδρέας Παπανδρέου αντιπροσωπευτική δημοκρατία Αριστοτέλης Αρχιτεκτονική Αυστρομαρξισμός Βαλκανική Βαρουφάκης βιοποικιλότητα Βρετανία Γαλλία Γερμανία Γκράμσι Διακινδύνευση Έθνος και ΕΕ Εκπαίδευση Ελεφάντης Ενέργεια Επισφάλεια ηγεμονία ΗΠΑ Ήπειρος Θ. Αγγελόπουλος Θεοδωράκης Θεσσαλονίκη Θεωρία Συστημάτων Ιβάν Κράστεφ ιστορία Ιταλία Καντ Καρλ Σμιτ Καταναλωτισμός Κεντρική Ευρώπη Κέϋνς Κίνα Κλιματική αλλαγή Κοινοτισμός κοινωνική ανισότητα Κορνήλιος Καστοριάδης Κοσμάς Ψυχοπαίδης Κράτος Πρόνοιας Κώστας Καραμανλής Λιάκος Α. Λογοτεχνία Μάνεσης Μάξ Βέμπερ Μάρξ Μαρωνίτης Μέλισσες Μέσα «κοινωνικής» δικτύωσης Μέσα Ενημέρωσης Μεσόγειος Μεταπολίτευση Μιχ. Παπαγιαννάκης Μουσική Μπερλινγκουέρ Νεοφιλελευθερισμός Νίκος Πουλαντζάς Νίτσε Ο τόπος Οικολογία Ουκρανία Π. Κονδύλης Παγκοσμιοποίηση Παιδεία Πράσινοι Ρήγας Ρίτσος Ρωσία Σεφέρης Σημίτης Σολωμός Σοσιαλδημοκρατία Σχολή Φραγκφούρτης Ταρκόφσκι Τουρκία Τραμπ Τροβαδούροι Τσακαλώτος Τσίπρας Φιλελευθερισμός Φιλοσοφία Χαλκιδική Χέγκελ Χριστιανισμός Acemoglu/Robinson Adorno Albrecht von Lucke André Gorz Axel Honneth Azra Nuhefendić Balibar Brexit Carl Schmitt Chomsky Christopher Lasch Claus Offe Colin Crouch Elmar Altvater Ernst Bloch Ernst-W. Böckenförde Franklin Roosevelt Habermas Hannah Arendt Heidegger Jan-Werner Müller Jeremy Corbyn Laclau Le Corbusier Louis Althusser Marc Mazower Matvejević Michel Foucault Miroslav Krleža Mudde Otto Bauer PRAXIS International Ruskin Sandel Michael Strauss Leo Streeck T. S. Eliot Timothy Snyder Tolkien Ulrich Beck Wallerstein Walter Benjamin Wolfgang Münchau Zygmunt Bauman

Song for the Unification (Zbigniew Preisner -
Elzbieta Towarnicka - Kr. Kieślowski) - youtube

Song for the Unification (Zbigniew Preisner - <br>Elzbieta Towarnicka - Kr. Kieślowski) - youtube
Ἐὰν ταῖς γλώσσαις τῶν ἀνθρώπων λαλῶ καὶ τῶν ἀγγέλων,
ἀγάπην δὲ μὴ ἔχω, γέγονα χαλκὸς ἠχῶν ἢ κύμβαλον ἀλαλάζον...
Ἡ ἀγάπη ...πάντα στέγει, πάντα πιστεύει, πάντα ἐλπίζει, πάντα ὑπομένει...
Νυνὶ δὲ μένει πίστις, ἐλπίς, ἀγάπη, τὰ τρία ταῦτα·
μείζων δὲ τούτων ἡ ἀγάπη (προς Κορινθ. Α΄ 13)

Zygmunt Bauman: «Ρευστές ζωές, ρευστός κόσμος, ρευστή αγάπη»

Zygmunt Bauman: «Ρευστές ζωές, ρευστός κόσμος, ρευστή αγάπη»
«Είμαι βραχυπρόθεσμα απαισιόδοξος αλλά μακροπρόθεσμα αισιόδοξος»

Μουσείο Γουλανδρή Φυσικής Ιστορίας

Μουσείο Γουλανδρή Φυσικής Ιστορίας
«Χριστούγεννα με τον Κοκκινολαίμη – Το Αηδόνι του Χειμώνα»

Ψηλά στην Πίνδο, στο Περτούλι

Ψηλά στην Πίνδο, στο Περτούλι