«[...] I do not mean that our times are particularly corrupt; all times are corrupt. I mean that Christianity, in spite of certain local appearances, is not, and cannot be within measurable time, ‘official.’ The World is trying the experiment of attempting to form a civilized but non-Christian mentality. The experiment will fail; but we must be very patient in awaiting its collapse; meanwhile redeeming the time: so that the Faith may be preserved alive through the dark ages before us; to renew and rebuild civilization, and save the World from suicide».T.S. Eliot (1931)
Αυτό που λέει ο πιστός Χριστιανός Έλιοτ, εκ πρώτης όψεως φαίνεται να εκπηγάζει από τις μεταφυσικές του πεποιθήσεις, οι οποίες αποκλείουν κάθε δυνατότητα αυτο-λύτρωσης του ανθρώπου ή κατάκτησης του «βασιλείου της ελευθερίας» αποκλειστικά με δικές του δυνάμεις. «Όλες οι εποχές είναι διεφθαρμένες». Τη δική του δεν τη βλέπει ως εξαίρεση. Αλλά για ό,τι αφορά τους τρέχοντες καιρούς και το εγχείρημα πολιτισμού και νοοτροπιών που επιχειρείται, ο Έλιοτ λέει κάτι πολύ συγκεκριμένο και είναι κατηγορηματικός: Μακροπρόθεσμα «αυτό το πείραμα θα αποτύχει».
Όμως αυτός ο ισχυρισμός του υπερβαίνει κατά πολύ το θρησκευτικό του πιστεύω. Μπορεί να διεκδικεί εγκυρότητα και χωρίς αυτό.
Ποιες μπορεί να είναι αιτίες μιας τέτοιας αποτυχίας εντός της ιστορίας; Πολύ συγκεκριμένες: Είτε μια ριζική ασυμβατότητα του «πειράματος» με αντικειμενικά ή οντολογικά δεδομένα όπως «η φύση του ανθρώπου» ή η φύση εν γένει (πράγμα που μπορεί και να δηλώνει ενδεχoμένως κακή διάγνωση ή αξιολόγηση εκ μέρους δρώντων ιστορικών παραγόντων που το προωθούν ενεργά, ή κακή εκτίμηση των ίδιων πόρων και δυνάμεων τους), είτε ασυμβατότητα μέσων και σκοπών· είναι λοιπόν φανερό ότι ο ισχυρισμός του Έλιοτ μπορεί να σταθεί και χωρίς τις θρησκευτικές πεποιθήσεις του, αλλά και δεν είναι μόνον ένα ηθικό-πολιτικό απόσταγμα της βιωμένης εμπειρίας του, όπως θα υπέθετε κανείς σκεπτόμενος ότι αυτά λέγονται στο Μεσοπόλεμο. Αυτό που μπορεί να οδηγεί σε τέτοια ιστορική αποτυχία είναι μη λειτουργικότητα, αποτυχία εντός του υλικού κόσμου. Αυτό που εννοεί πίσω από τις λέξεις και τις γραμμές, δεν είναι εύκολο να παρανοηθεί, παρεκτός κι αν θέλει κανείς να αποφύγει το πρακτικό νόημα της ετυμηγορίας του Έλιοτ: Τούτη η πολιτισμική τάξη πραγμάτων και οι επικρατούσες νοοτροπίες, τούτος ο τρόπος ζωής, όπως διαρκώς μεταλλάσσονται και ανασχηματίζονται μαζί με τις υλικές δυνάμεις του ισχύοντος παραγωγικού μοντέλου, δεν λειτουργούν. Δεν είναι βιώσιμα, επειδή «δεν στέκονται καλά» μέσα στα εγκόσμια.
Τούτοι εδώ είναι «σκοτεινοί χρόνοι», λέει, όπως ήταν άλλοι που προηγήθηκαν και πέρασαν. Θα πάρει καιρό μέχρι να περάσουν και αυτοί, ας είμαστε λοιπόν υπομονετικοί και «ας τους εξαγοράζουμε»· ας τους λυτρώνουμε από τη δουλεία σε «ανοίκειους θεούς», για να θυμηθούμε τον αλληγορικό τίτλο μιας διάλεξης του από το έτος 1933 (After Strange Gods), η οποία «δεν ήταν εγχείρημα λογοτεχνικής κριτικής». Και όπως έγραψε ο ίδιος στον πρόλογο, όταν εκείνη η διάλεξη δημοσιεύτηκε ως δοκίμιο, ο Έλιοτ «σε ρόλο μόνον ηθικού στοχαστή» («moralist»), μέσω
της ενασχόλησης με το έργο σύγχρονων συγγραφέων λογοτεχνίας είχε ως «στόχο του
ενδιαφέροντος συγκεκριμένες ιδέες». Ούτε και το ζητούμενο, το δέον γενέσθαι («να ανανεώσουμε και να ξαναχτίσουμε τον πολιτισμό, να σώσουμε τον κόσμο από την αυτοκτονία»), φαίνεται να το έβλεπε ως νεοφανές. Το έργο τούτο συνηθίζει να το ανεβάζει σε πολλές μορφές η ιστορία· κι όπως συνέβη πολλές φορές πριν, τώρα ξέρουμε ότι συνέβη μια ακόμη φορά μετά τα λόγια αυτά του Έλιοτ. Το 1945 απέχει μόνον 14 χρόνια από το 1931.
Όμως για μας, το σημαντικό είναι ότι ο Έλιοτ που μιλά το 1931 ακούγεται σαν να μιλά το 2022. Δεν ήταν στιγμιαία φωτογράφηση, αλλά ευρεία επισκόπηση καιρών που ήταν οι δικοί του και είναι οι δικοί μας.
Ωστόσο, αμέσως μετά, μπορεί να τεθεί το ερώτημα: Τι είναι αποτυχημένο ιστορικό πείραμα και τί επιτυχημένο; Τί είναι λειτουργική κοινωνία και τί δυσλειτουργική;