→ Το 1ο Μέρος ←
Αποδέσμευση από φυσικούς και κανονιστικούς περιορισμούς, «διακεκομμμένες επικοινωνίες»
Η εποχή που άκουσε για πρώτη φορά έντονη τη «βοή των πλησιαζόντων γεγονότων» ήταν το δεύτερο μισό του 19ου Αιώνα. Τότε, πάνω στο υπόστρωμα του θριαμβεύοντος κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής, άλλαζαν άρδην νοοτροπίες, κοινωνικές αξίες και τρόποι ζωής. Μαζί άλλαζε και ο τρόπος άσκησης πολιτικής, τόσο από τις κυρίαρχες δυνάμεις, όσο και από τους αντιπάλους τους. Η ίδια η πολιτική σκέψη και φιλοσοφία άλλαξε και αυτή, αλλά στο τέλος, με καθυστέρηση. Το πουλί της σοφίας, «η γλαύκα της Αθηνάς αρχίζει την πτήση της μόνον το σούρουπο», όταν η ημέρα έχει ήδη τελειώσει τη δουλειά της, λέει ο Χέγκελ.
H αστική πολιτική σκέψη άφησε πίσω της τις επιταγές των απαρχών της, τουλάχιστον εκείνες που είχαν εμφανιστεί στην ηπειρωτική Ευρώπη (στην εποχή του Καντ, του Τοκβίλ αλλά και του Χέγκελ). Οι αρχές της δέσμευσης («να πράττουμε έτσι ώστε οι αρχές που διέπουν τις πράξεις μας να θέλουμε να μπορούν να γίνουν κανόνες καθολικής ισχύος») έμοιαζαν τώρα άβολα εμπόδια για την έφοδο προς τον ουρανό. Οι φιλελεύθερες ιδέες για αυτοπροσδιορισμό του ανθρώπου, για ελευθερίες και για ατομικά δικαιώματα άρχισαν τώρα να αποδεσμεύονται από φυσικούς και κανονιστικούς περιορισμούς και όλα αυτά να γίνονται αντιληπτά, κυρίως και πρώτα-πρώτα, ως εργαλεία για επίτευξη στόχων υποκειμενικών, δηλαδή σε τελευταία ανάλυση απολιτικών. Στο έργο της αποδέσμευσης συνεργάστηκαν ανταγωνιστικά και οι τότε νεοφώτιστοι αντίπαλοι της αστικής τάξης. Ολόκληρη η πολιτική και ηθική σκέψη εισήλθε σε μια τρικυμιώδη φάση. Γύρω στο 1840, οι λεγόμενοι Νεαροί Εγελιανοί προσπάθησαν να βγάλουν από το φιλοσοφικό σύστημα του δασκάλου τους το απόλυτο πνεύμα (δηλαδή τον Θεό)· όμως, μην αντέχοντας τη θέση του κενή από έλλογο ον, εισήγαγαν λάθρα στη θέση αυτή μια φαντασίωση, έναν άνθρωπο με θεϊκές ιδιότητες. Αλλά ήταν οι ιδιότητες ενός Θεού λογικά ακατανόητου, Θεού απομακρυσμένου από τον «κτιστό κόσμο», Θεού του Καλβίνου και όχι των ρεαλιστών του μεσαιωνικού Αριστοτελισμού. Στον άνθρωπο αποδίδονταν ιδιότητες ενός νομιναλιστικού Θεού της γυμνής βούλησης και της αυθαιρεσίας.
H αστική πολιτική σκέψη άφησε πίσω της τις επιταγές των απαρχών της, τουλάχιστον εκείνες που είχαν εμφανιστεί στην ηπειρωτική Ευρώπη (στην εποχή του Καντ, του Τοκβίλ αλλά και του Χέγκελ). Οι αρχές της δέσμευσης («να πράττουμε έτσι ώστε οι αρχές που διέπουν τις πράξεις μας να θέλουμε να μπορούν να γίνουν κανόνες καθολικής ισχύος») έμοιαζαν τώρα άβολα εμπόδια για την έφοδο προς τον ουρανό. Οι φιλελεύθερες ιδέες για αυτοπροσδιορισμό του ανθρώπου, για ελευθερίες και για ατομικά δικαιώματα άρχισαν τώρα να αποδεσμεύονται από φυσικούς και κανονιστικούς περιορισμούς και όλα αυτά να γίνονται αντιληπτά, κυρίως και πρώτα-πρώτα, ως εργαλεία για επίτευξη στόχων υποκειμενικών, δηλαδή σε τελευταία ανάλυση απολιτικών. Στο έργο της αποδέσμευσης συνεργάστηκαν ανταγωνιστικά και οι τότε νεοφώτιστοι αντίπαλοι της αστικής τάξης. Ολόκληρη η πολιτική και ηθική σκέψη εισήλθε σε μια τρικυμιώδη φάση. Γύρω στο 1840, οι λεγόμενοι Νεαροί Εγελιανοί προσπάθησαν να βγάλουν από το φιλοσοφικό σύστημα του δασκάλου τους το απόλυτο πνεύμα (δηλαδή τον Θεό)· όμως, μην αντέχοντας τη θέση του κενή από έλλογο ον, εισήγαγαν λάθρα στη θέση αυτή μια φαντασίωση, έναν άνθρωπο με θεϊκές ιδιότητες. Αλλά ήταν οι ιδιότητες ενός Θεού λογικά ακατανόητου, Θεού απομακρυσμένου από τον «κτιστό κόσμο», Θεού του Καλβίνου και όχι των ρεαλιστών του μεσαιωνικού Αριστοτελισμού. Στον άνθρωπο αποδίδονταν ιδιότητες ενός νομιναλιστικού Θεού της γυμνής βούλησης και της αυθαιρεσίας.
Από αυτούς τους Νεαρούς Εγελιανούς προήλθε και ο Μαρξ. Ονειρεύτηκε την κοινωνική ανατροπή ως αποδέσμευση «από τον κόσμο της αναγκαιότητας» (δηλαδή από τους καταναγκασμούς της φύσης) και πέρασμα προς «τον κόσμο της ελευθερίας», στον οποίο δεν θα υπάρχει πια πολιτική πράξη («πράττειν»), αλλά μόνον «διαχείριση πραγμάτων» («ποιείν»). Ριζοσπαστικοποίησε τη σκέψη των αστών κλασικών οικονομολόγων, σύμφωνα με την οποία η εργασία του ανθρώπου θεωρείται μοναδική πηγή κάθε αξίας, χωρίς να λαμβάνονται υπόψη ως βάση της οι παραγωγικές διαδικασίες που συμβαίνουν ούτως ή άλλως εντός της φύσης, προηγούνται της εργασίας και είναι αναγκαίες προϋποθέσεις της. Αυτό είναι λογικά ισοδύναμο με τον ισχυρισμό ότι η εργαλειακή δράση των ανθρώπων παράγει αξία εκ του μηδενός. Είναι ένα από τα αποτελέσματα της σύγχυσης μεταξύ των αφαιρέσεων εν τη σκέψει (νοητικά μοντέλα και εργαλεία για να διευκολύνεται η κατανόηση της πραγματικότητας) και των αφαιρέσεων που συμβαίνουν εν τοις πράγμασι (Realabstraktionen - real abstractions, όπως π.χ. η αφηρημένη εργασία εντός του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής ή το χρήμα ως γενικό ισοδύναμο).
Ακόμη πιο αποδεσμευτική μετεξέλιξη είδαμε στον ανερχόμενο νέο τρόπο εξουδετέρωσης της μεταφυσικής, τον θετικισμό. Τη βλέπουμε και στις δύο «οικογένειες» των επιστημών: Αφενός με την μη αναστοχαστική αντιμετώπιση της φυσικής πραγματικότητας και των φαινομένων από τη θετικιστική φυσική επιστήμη, η οποία ασχολείται μόνον με την αναγνώριση και καταγραφή των γεγονότων και των φαινομένων, και όχι με προσπάθειες ερμηνείας τους με νοητικά, λογικά μέσα. Αφετέρου με την αποδεσμευτικά ουδέτερη στάση των κοινωνικών επιστημών απέναντι στις αξίες, παρόλο που και αυτές είναι μέρος του επιστημονικού αντικειμένου (βλ. την πρόσμειξη μετριοπαθούς θετικισμού στον κατά βάση αντι-θετικιστή και νεοκαντιανό Μαξ Βέμπερ). Αλλά στην πιο ώριμη και καθαρή της μορφή, η αποδεσμευτική μετεξέλιξη της αστικής σκέψης εμφανίστηκε στους πιο σκοτεινούς, «στους πραγματικά μηδενιστικούς σκοτεινούς στοχαστές της αστικής τάξης, και μεταξύ αυτών προπαντός στον Μαρκήσιο ντε Σαντ και στον Νίτσε» (Χάμπερμας)¹.
Ο καπιταλισμός, αλλά και κάθε τρόπος παραγωγής που τρέφεται από τη διαρκή επέκταση άνευ ορίων και που χρειάζεται την αποδέσμευση από τον «κόσμο της αναγκαιότητας», εκ φύσεως δεν ευδοκιμούν με τη σταθερότητα, με το μέτρο, με τους κανόνες ή περιορισμούς και για τον λόγο αυτό τα παρακάμπτουν, τα πολεμούν ή τα περιθωριοποιούν. Μισούν προπαντός την εγκράτεια. Ευδοκιμούν με την υπερβολή, ιδίως με την σπατάλη, την απληστία και βουλιμία, πράγμα που σημαίνει ότι σε τελευταία ανάλυση οι αρετές είναι για τέτοιους τρόπους παραγωγής δηλητήρια και οι ενάρετοι είναι υπονομευτές τους. Στη σημερινή δημόσια συζήτηση, λέξεις όπως εγκράτεια και αρετές γενικά, είναι πρακτικά απαγορευμένες. Η τροφή και το λίπασμα αυτού του τρόπου παραγωγής είναι η πλεονεξία και οι διαστροφές· οι χωρίς όρια, οι χωρίς φρένα, οι πέραν του καλού και του κακού, δηλαδή οι άφρονες και οι διεστραμμένοι, είναι οι καλύτεροι τροφοδότες και χορηγοί του.
Παράλληλα, είναι εντυπωσιακό πόσο διεισδυτικά είδε ο Χάμπερμας τους «πιο σκοτεινούς αστικούς στοχαστές». Οι πιο σκοτεινοί μύθοι και θρύλοι για το μέλλον, αυτοί που λάμπουν με μαύρο φώς² στη δική μας εποχή, π.χ. για υβριδικές ενώσεις ανθρώπου και μηχανής, για τη λεγόμενη τεχνητή νοημοσύνη (δηλαδή για εφαρμογές της πληροφορικής) η οποία θα αντικαταστήσει, δήθεν, όλες τις λειτουργίες του φυσικού ανθρώπινου νου, ή και για την τελειωτική υπέρβαση ή «τέλος του ανθρώπου» (π.χ. στο έργο του Μισέλ Φουκώ), προεικονίστηκαν στις προδρομικές φαντασιώσεις του Μαρκήσιου ντε Σαντ με τα ανθρώπινα σώματα - μηχανές και προαναγγέλθηκαν πριν από 140 χρόνια με τις Νιτσεϊκές φιλοσοφικές εικασίες περί υπερανθρώπου.