Αποδέσμευση από φυσικούς και κανονιστικούς περιορισμούς, «διακεκομμμένες επικοινωνίες»
Η εποχή που άκουσε για πρώτη φορά έντονη τη «βοή των πλησιαζόντων γεγονότων» ήταν το δεύτερο μισό του 19ου Αιώνα. Τότε, πάνω στο υπόστρωμα του θριαμβεύοντος κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής, άλλαζαν άρδην νοοτροπίες, κοινωνικές αξίες και τρόποι ζωής. Μαζί άλλαζε και ο τρόπος άσκησης πολιτικής, τόσο από τις κυρίαρχες δυνάμεις, όσο και από τους αντιπάλους τους. Η ίδια η πολιτική σκέψη και φιλοσοφία άλλαξε και αυτή, αλλά στο τέλος, με καθυστέρηση. Το πουλί της σοφίας, «η γλαύκα της Αθηνάς αρχίζει την πτήση της μόνον το σούρουπο», όταν η ημέρα έχει ήδη τελειώσει τη δουλειά της, λέει ο Χέγκελ.
H αστική πολιτική σκέψη άφησε πίσω της τις επιταγές των απαρχών της, τουλάχιστον εκείνες που είχαν εμφανιστεί στην ηπειρωτική Ευρώπη (στην εποχή του Καντ, του Τοκβίλ αλλά και του Χέγκελ). Οι αρχές της δέσμευσης («να πράττουμε έτσι ώστε οι αρχές που διέπουν τις πράξεις μας να θέλουμε να μπορούν να γίνουν κανόνες καθολικής ισχύος») έμοιαζαν τώρα άβολα εμπόδια για την έφοδο προς τον ουρανό. Οι φιλελεύθερες ιδέες για αυτοπροσδιορισμό του ανθρώπου, για ελευθερίες και για ατομικά δικαιώματα άρχισαν τώρα να αποδεσμεύονται από φυσικούς και κανονιστικούς περιορισμούς και όλα αυτά να γίνονται αντιληπτά, κυρίως και πρώτα-πρώτα, ως εργαλεία για επίτευξη στόχων υποκειμενικών, δηλαδή σε τελευταία ανάλυση απολιτικών. Στο έργο της αποδέσμευσης συνεργάστηκαν ανταγωνιστικά και οι τότε νεοφώτιστοι αντίπαλοι της αστικής τάξης. Ολόκληρη η πολιτική και ηθική σκέψη εισήλθε σε μια τρικυμιώδη φάση. Γύρω στο 1840, οι λεγόμενοι Νεαροί Εγελιανοί προσπάθησαν να βγάλουν από το φιλοσοφικό σύστημα του δασκάλου τους το απόλυτο πνεύμα (δηλαδή τον Θεό)· όμως, μην αντέχοντας τη θέση του κενή από έλλογο ον, εισήγαγαν λάθρα στη θέση αυτή μια φαντασίωση, έναν άνθρωπο με θεϊκές ιδιότητες. Αλλά ήταν οι ιδιότητες ενός Θεού λογικά ακατανόητου, Θεού απομακρυσμένου από τον «κτιστό κόσμο», Θεού του Καλβίνου και όχι των ρεαλιστών του μεσαιωνικού Αριστοτελισμού. Στον άνθρωπο αποδίδονταν ιδιότητες ενός νομιναλιστικού Θεού της γυμνής βούλησης και της αυθαιρεσίας. Από αυτούς τους Νεαρούς Εγελιανούς προήλθε και ο Μαρξ. Ονειρεύτηκε την κοινωνική ανατροπή ως αποδέσμευση «από τον κόσμο της αναγκαιότητας» (δηλαδή από τους καταναγκασμούς της φύσης) και πέρασμα προς «τον κόσμο της ελευθερίας», στον οποίο δεν θα υπάρχει πια πολιτική πράξη («πράττειν»), αλλά μόνον «διαχείριση πραγμάτων» («ποιείν»). Ριζοσπαστικοποίησε τη σκέψη των αστών κλασικών οικονομολόγων, σύμφωνα με την οποία η εργασία του ανθρώπου θεωρείται μοναδική πηγή κάθε αξίας, χωρίς να λαμβάνονται υπόψη ως βάση της οι παραγωγικές διαδικασίες που συμβαίνουν ούτως ή άλλως εντός της φύσης, προηγούνται της εργασίας και είναι αναγκαίες προϋποθέσεις της. Αυτό είναι λογικά ισοδύναμο με τον ισχυρισμό ότι η εργαλειακή δράση των ανθρώπων παράγει αξία εκ του μηδενός. Είναι ένα από τα αποτελέσματα της σύγχυσης μεταξύ των αφαιρέσεων εν τη σκέψει (νοητικά μοντέλα και εργαλεία για να διευκολύνεται η κατανόηση της πραγματικότητας) και των αφαιρέσεων που συμβαίνουν εν τοις πράγμασι (Realabstraktionen - real abstractions, όπως π.χ. η αφηρημένη εργασία εντός του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής ή το χρήμα ως γενικό ισοδύναμο). Ακόμη πιο αποδεσμευτική μετεξέλιξη είδαμε στον ανερχόμενο νέο τρόπο εξουδετέρωσης της μεταφυσικής, τον θετικισμό. Τη βλέπουμε και στις δύο «οικογένειες» των επιστημών: Αφενός με την μη αναστοχαστική αντιμετώπιση της φυσικής πραγματικότητας και των φαινομένων από τη θετικιστική φυσική επιστήμη, η οποία ασχολείται μόνον με την αναγνώριση και καταγραφή των γεγονότων και των φαινομένων, και όχι με προσπάθειες ερμηνείας τους με νοητικά, λογικά μέσα. Αφετέρου με την αποδεσμευτικά ουδέτερη στάση των κοινωνικών επιστημών απέναντι στις αξίες, παρόλο που και αυτές είναι μέρος του επιστημονικού αντικειμένου (βλ. την πρόσμειξη μετριοπαθούς θετικισμού στον κατά βάση αντι-θετικιστή και νεοκαντιανό Μαξ Βέμπερ). Αλλά στην πιο ώριμη και καθαρή της μορφή, η αποδεσμευτική μετεξέλιξη της αστικής σκέψης εμφανίστηκε στους πιο σκοτεινούς, «στους πραγματικά μηδενιστικούς σκοτεινούς στοχαστές της αστικής τάξης, και μεταξύ αυτών προπαντός στον Μαρκήσιο ντε Σαντ και στον Νίτσε» (Χάμπερμας)¹. Ο καπιταλισμός, αλλά και κάθε τρόπος παραγωγής που τρέφεται από τη διαρκή επέκταση άνευ ορίων και που χρειάζεται την αποδέσμευση από τον «κόσμο της αναγκαιότητας», εκ φύσεως δεν ευδοκιμούν με τη σταθερότητα, με το μέτρο, με τους κανόνες ή περιορισμούς και για τον λόγο αυτό τα παρακάμπτουν, τα πολεμούν ή τα περιθωριοποιούν. Μισούν προπαντός την εγκράτεια. Ευδοκιμούν με την υπερβολή, ιδίως με την σπατάλη, την απληστία και βουλιμία, πράγμα που σημαίνει ότι σε τελευταία ανάλυση οι αρετές είναι για τέτοιους τρόπους παραγωγής δηλητήρια και οι ενάρετοι είναι υπονομευτές τους. Στη σημερινή δημόσια συζήτηση, λέξεις όπως εγκράτεια και αρετές γενικά, είναι πρακτικά απαγορευμένες. Η τροφή και το λίπασμα αυτού του τρόπου παραγωγής είναι η πλεονεξία και οι διαστροφές· οι χωρίς όρια, οι χωρίς φρένα, οι πέραν του καλού και του κακού, δηλαδή οι άφρονες και οι διεστραμμένοι, είναι οι καλύτεροι τροφοδότες και χορηγοί του. Παράλληλα, είναι εντυπωσιακό πόσο διεισδυτικά είδε ο Χάμπερμας τους «πιο σκοτεινούς αστικούς στοχαστές». Οι πιο σκοτεινοί μύθοι και θρύλοι για το μέλλον, αυτοί που λάμπουν με μαύρο φώς² στη δική μας εποχή, π.χ. για υβριδικές ενώσεις ανθρώπου και μηχανής, για τη λεγόμενη τεχνητή νοημοσύνη (δηλαδή για εφαρμογές της πληροφορικής) η οποία θα αντικαταστήσει, δήθεν, όλες τις λειτουργίες του φυσικού ανθρώπινου νου, ή και για την τελειωτική υπέρβαση ή «τέλος του ανθρώπου» (π.χ. στο έργο του Μισέλ Φουκώ), προεικονίστηκαν στις προδρομικές φαντασιώσεις του Μαρκήσιου ντε Σαντ με τα ανθρώπινα σώματα - μηχανές και προαναγγέλθηκαν πριν από 140 χρόνια με τις Νιτσεϊκές φιλοσοφικές εικασίες περί υπερανθρώπου. |
Caspar David Friedrich, Οδοιπόρος επάνω από τη θάλασσα της ομίχλης,1818
|
Σε ολόκληρο τον 20ό Αιώνα, μαζί με την επιτάχυνση των αλλαγών στην οικονομία, αυτή η αποδέσμευση³, αλλού μετριασμένη, αλλού πιο ακραία, συνέχισε να προχωρεί όλο και πιο έντονα και πιο βαθιά στις νοοτροπίες, στους τρόπους ζωής, στο «πνεύμα της εποχής». Όμως, παρόλο που έγινε φαινόμενο καθοριστικό για την πολιτική πράξη, απασχόλησε ελάχιστα την πολιτική θεωρία αυτού του αιώνα, με λίγες σημαντικές εξαιρέσεις. Μία είναι η Χάννα Άρεντ στο έργο The Origins of Totalitarianism (ελλ. Οι Aπαρχές του Oλοκληρωτισμού, τόμοι 3) και κυρίως στο Κεφάλαιο για τον Ιμπεριαλισμό. Με διαφορετικό τρόπο, οι στοχαστές της Κριτικής Θεωρίας της Σχολής της Φρανκφούρτης, παρόλες τις διαφορές που υπάρχουν μεταξύ παλαιότερων και νεότερων «γενεών» της, το έθεσαν στο επίκεντρο μιας φιλοσοφικο-πολιτικής έρευνας. Ιδιαίτερα ο Μαξ Χορκχάιμερ στο έργο του The Eclipse of Reason (ελλ. Η Έκλειψη του Λόγου) έδειξε ανάγλυφα πως με τούτη την αποδέσμευση θριαμβεύει ο «υποκειμενικός ορθολογισμός» (όρος συνώνυμος με τον «εργαλειακό ορθολογισμό», τον όρο που χρησιμοποιεί συνήθως ο μεταγενέστερος Χάμπερμας). Έτσι ο Λόγος καταντά απλό εργαλείο για την επιδίωξη σκοπών, αδιάφορο αν οι σκοποί είναι ή δεν είναι λογικοί, δηλαδή δυνητικά ο ίδιος ο Λόγος γίνεται παράλογος, εκλείπει.
Μια αξιόλογη προσπάθεια για να κωδικοποιηθεί και εξορθολογισθεί με μετριοπαθή τρόπο αυτή η φιλελεύθερη αποδέσμευση ήταν το έργο του Τζων Ρωλς (John Rawls). Ο πυρήνας της κωδικοποίησης του Ρωλς έχει ως εξής: Αυτός ο φιλελευθερισμός που εξελίσσεται διαρκώς στη νεωτερική πολιτική είναι μια εύλογη (reasonable) πολιτική δομή, βλέπει τη δικαιοσύνη ως ακριβοδίκαιη, έντιμη και αμερόληπτη αντιμετώπιση (fairness), αλλά δεν εγείρει αξιώσεις ότι κατέχει αλήθειες, δεν αναζητεί το ευ ζην και τηρεί ουδέτερη στάση απέναντι σε αντίπαλες κοσμοαντιλήψεις. Η αρχική κριτική της από τη λεγόμενη δεύτερη γενιά της Κριτικής Θεωρίας, συγκεκριμένα από τον Χάμπερμας, ήταν απλώς κριτική της κανονιστικά ασθενούς μορφής της, όχι εκ βάθρων ανατροπή της: «Το τίμημα που πληρώνει ο Ρωλς για την ουδετερότητα αυτής της αντίληψης για τη δικαιοσύνη, είναι το γεγονός ότι εγκαταλείπει ή παραμελεί τη διεκδίκηση της εγκυρότητας αυτής της αντίληψης με γνωστικά μέσα».4 Το έργο του Γιούργκεν Χάμπερμας είναι από τα πιο χαρακτηριστικά για τους αγώνες στο δεύτερο μισό του 20ού Αιώνα μεταξύ των στοχαστών που είναι υποστηρικτές της αποδέσμευσης, των ακραιφνών αντιπάλων της και των μετριοπαθών διαμεσολαβητών που επιχειρούσαν να θέσουν αξιολογικά και κανονιστικά όρια στις κατευθύνσεις της και στην ορμή της. Ο ίδιος κατά βάση στάθηκε κοντά στους τρίτους, και στήριξε αυτή τη στάση του στην υπεράσπιση και προώθηση του εγχειρήματος της νεωτερικότητας ως «ημιτελούς» ακόμη έργου. Ωστόσο στην εντελώς πρόσφατη φάση του έργου του, ενώπιον μιας «κοινωνίας της διακινδύνευσης» (Ούλριχ Μπεκ) ή «ρευστής κοινωνίας» (Ζύγκμουντ Μπάουμαν), ανεβάζει τόσο ψηλά τον αξιολογικό και κανονιστικό πήχυ, ώστε φαίνεται να μετατοπίζεται προς την πτέρυγα των αντιπάλων. Χαρακτηριστική είναι η πρόσφατη θέση του για την αντιμετώπιση της πανδημίας covid-19, με όλα τα συνταγματικά προβλήματα που προκύπτουν, στο κείμενο «Ελευθερία & Προστασία της Ζωής - Σύνταγμα και Πανδημική Κατάσταση Εξαίρεσης».5 Και είναι διαχρονικά χαρακτηριστική η εξέλιξη του έργου του, γιατί ο Χάμπερμας, επιμένοντας διαρκώς στην Κριτική Θεωρία, κόντρα στην Παραδοσιακή (συνεχίζοντας και εμβαθύνοντας την κρίσιμη διάκριση που πρώτος διατύπωσε ο Μαξ Χορκχάιμερ) είναι σημαντικός διαμεσολαβητής μεταξύ πολύ διαφορετικών, ακόμη και μεταξύ αντίθετων παραδόσεων σκέψης στην φιλοσοφική κοινωνιολογία και πολιτική επιστήμη. Αλλά και αυστηρός αξιολογητής τους. Ωστόσο η πραγματικότητα της ιστορίας πάντα προηγείται και «η κουκουβάγια της Αθηνάς» πάντα καθυστερεί ν' αρχίσει την πτήση της. Με δεδομένα τα ανελαστικά όρια της μέχρι τώρα σύνθεσης και διαλόγου μεταξύ παραδόσεων ή ρευμάτων σκέψης, φαίνεται ότι η νέα κατάσταση, όπως π.χ. η κοινωνική επιτάχυνση (βλ. τη σχετική συμβολή του Hartmut Rosa στις κοινωνικές επιστήμες), αναθέτει δύσκολα «νέα καθήκοντα» προκειμένου να ξεπεραστεί το αδιέξοδο. Πάντως, ο πιο δραστικός αντίλογος στην αποδέσμευση του δικαιολογημένου (ή «νόμιμου») από το έγκυρο (ή «ηθικό»), αφορά τη μη λειτουργικότητα, τον αποσταθεροποιητικό της ρόλο για τη δημοκρατία και την ελευθερία. Είναι
δραστική επειδή μας λέει ότι το κράτος με ελευθερίες και δικαιώματα, αν
και το ίδιο είναι ουδέτερο απέναντι σε αξίες και κοσμοαντιλήψεις, δεν
είναι βιώσιμο παρά μόνον αν υποστηρίζεται διαρκώς από αξίες, πολιτικές
και ηθικές, των οποίων η εγκυρότητα μπορεί και πρέπει να διεκδικηθεί αποτελεσματικά
ακόμη και εκτός του αξιακά ουδέτερου δικαιο-πολιτικού πλαισίου του
φιλελεύθερου κράτους. Αυτός ο αντίλογος στρέφει την προσοχή σε μια ιστορικά διαμορφωμένη και δύσκολα επιλύσιμη αντίφαση, η οποία έχει πολύ σημαντικές πολιτικές συνέπειες. Έρχεται να αμφισβητήσει την ικανότητα του «αποδεσμευμένου» φιλοσοφικού φιλελευθερισμού (πόσο μάλλον όταν αυτός επικεντρώνεται στον οικονομικό φιλελευθερισμό) να είναι αποτελεσματικό στήριγμα της φιλελεύθερης δημοκρατίας. Ερωτά, εάν και πόσο συνεισφέρει αυτή η διπλή «αποδέσμευση», στη βιωσιμότητα του δημοκρατικού πολιτεύματος με συνταγματικά κατοχυρωμένες ελευθερίες και δικαιώματα.
Σ΄ αυτό το πλαίσιο της ιστορικής εξέλιξης των γεγονότων και των ιδεών, η δυσλειτουργία που εκπηγάζει από το «μπορεί να είναι έγκυρα ακόμη και όλα όσα διεκδικούν εγκυρότητα» ή και «όλα επιτρέπονται», πήρε ποικίλες μορφές.
Στο πεδίο της πολιτικής, μια πρώτη μορφή της είναι η πολυσυζητημένη άρνηση των φύσει πολιτών κάθε κατηγορίας και κάθε status, να είναι και θέσει πολίτες· αυτό γενικά συμβαίνει με προσήλωση και οχύρωση στον κόσμο του «προσωπικού» και με αδιαφορία στην πράξη για ό,τι είναι πέραν αυτού. Εδώ το «προσωπικό» μπορεί να νοείται ως προσήλωση στο ατομικό συμφέρον με τη στενή και κυνική σημασία της λέξης. Αρχίζει από τη στάση του ψηφοφόρου που «πουλάει» την ψήφο του. Φθάνει μέχρι τη στάση του λομπίστα στην παρέα του υπουργού ή του ευρωβουλευτή και μέχρι τη στάση του πολιτικού για τον οποίο η πολιτική του δραστηριότητα είναι μόνον μια μάσκα και ένα υποβοηθητικό για την επιχειρηματική του δράση. Μπορεί όμως να νοείται και ως μονόδρομος διεκδίκησης μιας ατομικής «αυτοπραγμάτωσης» ή και ως περιχαράκωση της κοινωνικής ταυτότητας ενός ατόμου σε έναν ιδιαίτερο ρόλο (π.χ. μιας μειοψηφικής ταυτότητας φύλου, πολιτισμικής κλπ) ή σε έναν ρόλο που προβάλλεται συστηματικά ως γενικός, ως απολύτως συμπεριληπτικός και ως πρωταγωνιστικός, κυρίως τον ρόλο του καταναλωτή. Η αποδεσμευμένη φιλελεύθερη πολιτική σκέψη αποκήρυξε το ζήτημα του ευ ζην, το έδιωξε από την πόρτα· αλλά αυτό ξαναμπήκε από το παράθυρο.
Μια δεύτερη μορφή, με φαινομενικά αντίθετο πρόσημο, είναι η συγκρουσιακή επιθετικότητα που μπορεί να εκδηλώνεται και ως πολιτικός ριζοσπαστισμός· αλλά στην πραγματικότητα είναι προσανατολισμός σε σύγκρουση μέχρις εσχάτων χωρίς στόχο και πρόγραμμα λογικά θεμελιωμένο, ή χωρίς στρατηγική. Είναι αυτό που χαρακτηρίζεται ως μετατροπή της σύγκρουσης (ή και της βίας) σε «αισθητική». Η πολιτική και κοινωνική λειτουργία της μπορεί να καταλήγει σε αντιθεσμική δράση και μέσω της υπονόμευσης ή καταστροφής των πολιτικών θεσμών δίνει τα αποτελέσματα που ερεύνησε ο Τίμοθυ Σνάιντερ (Timothy Snyder) με τις μελέτες του για το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και για το Ολοκαύτωμα (Black Earth - The Holocaust as History and Warning και Bloodlands - Europe Between Hitler and Stalin, ελλην. Αιματοβαμμένες χώρες - Η Ευρώπη μεταξύ Χίτλερ και Στάλιν): Σε έναν αποανθρωπισμό του ανθρώπου. Αλλά με πιο σύντομες διαδικασίες σε σύγκριση με τις φιλοσοφικές εικασίες του Φουκώ. «Με το να παραβλέπουμε τα διδάγματα του Ολοκαυτώματος, έχουμε παρερμηνεύσει τη νεωτερικότητα και έχουμε θέσει σε κίνδυνο το μέλλον», γράφει ο Σνάιντερ. Μια τρίτη μορφή, συγγενής με την πρώτη και ενδημική στο επίπεδο εκείνων που ασκούν νομοθετική ή εκτελεστική εξουσία αλλά όχι μόνον, είναι η υποκατάσταση της πολιτικής, και ιδίως της δημοκρατικής διαδικασίας, από την «τεχνική» και τον τεχνοκρατικό τρόπο λήψης αποφάσεων. Στην ουσία πρόκειται για κρύψιμο των δρώντων παραγόντων της πολιτικής (ακόμη και των απλών πολιτών) πίσω από απολιτικούς παράγοντες, υποτίθεται ειδήμονες, πράγμα που εκτός των άλλων ακυρώνει ένα βασικό στοιχείο της δημοκρατικής πολιτικής, τη λογοδοσία. «Μα αφού τους το συνέστησε ο μεγάλος οικονομολόγος! Από ποιόν πολιτικό να ζητήσω ευθύνες και ποιόν άλλο να υποστηρίξω αύριο;» Υπάρχουν φυσικά και πολλές άλλες μορφές πολιτικής δυσλειτουργίας.
Πίσω από όλα αυτά, αρχίζοντας από την προσήλωση στο ατομικό συμφέρον, την «αυτοπραγμάτωση», την ιδιαίτερη σημασία που αποδίδεται σε μια μειοψηφική ταυτότητα (π.χ. ατομική στάση για θέματα φύλου) ή στον παροιμιώδη ρόλο του καταναλωτή, και καταλήγοντας έως την παραχώρηση της πρωτοκαθεδρίας από την πολιτική στην «τεχνική» αλλά και την εξέγερση για χάρη της αυτοεπιβεβαίωσης και ευχαρίστησης που προκαλεί (αυτό είναι η μετατροπή της πολιτικής σε «αισθητική»), προβάλλει λίγο-πολύ εμφανώς η έκφραση και διεκδίκηση συγκεκριμένων αξιών.
Οι αξίες αυτές διεκδικούν να αναγνωρίζονται ως εύλογες, ως «αληθείς», και οι εκάστοτε φορείς τους ως άξιοι αναγνώρισης. Άλλοι μπορούν να θεωρούν ως αρνητική ή «αναληθή» την Α ή Β από τις ως άνω αξίες, δηλαδή ως απαξία, ως ανάξια αναγνώρισης. Η απόρριψη σημαίνει ότι οι απορρίπτοντες διεκδικούν διαφορετικές αξίες, ανταγωνιστικές. Ο ανταγωνισμός των αξιών, ο περιβόητος «πόλεμος μεταξύ των θεών» του Μαξ Βέμπερ καταλήγει συνήθως σε παιχνίδι μηδενικού αθροίσματος και τότε η διέξοδος, η «κάθαρση» ή η νέα «ειρήνη» εντός ενός κοινωνικού συνόλου, ενός κόμματος, ενός ομίλου ή εντός μιας οικογένειας μπορεί να αποκατασταθεί με έναν μόνο τρόπο: Κόντρα στο δόγμα ότι «μπορεί να είναι έγκυρα τα πάντα που διεκδικούν εγκυρότητα». Δηλαδή με την από κοινού σύγκριση και αξιολόγηση καθώς και με τον λογικό έλεγχο της εγκυρότητας καθεμιάς διεκδίκησης, πράγμα που συνεπάγεται και απορρίψεις. Δυσλειτουργία προκύπτει επειδή υπό την κρατούσα τάξη πραγμάτων αυτές οι διαμάχες παραμένουν αδιευθέτητες ή χωρίς νικητή, ακριβώς επειδή παρεμποδίζεται συστηματικά, ή θεωρείται ανεπίτρεπτος, ο έλεγχος της εγκυρότητας των αντίπαλων διεκδικήσεων με μέσα γνωστικά. Εξαιρούνται μόνον οι πολύ ειδικές ή οριακές περιπτώσεις συγκρούσεων που αφορούν θέματα δικαιοσύνης και μπορούν να λυθούν με τα μέσα του θετικού δικαίου που ισχύουν υπό τις παρούσες συνθήκες. Ευτυχώς τα συνήθη δικαστήρια λειτουργούν, αν και όχι εξίσου καλά παντού. Δυστυχώς, δυσλειτουργεί αυτό το άλλο και πολύ διαφορετικό «δικαστήριο», το οποίο ο Καντ αποκαλούσε «δικαστήριο του Λόγου».
Ο Όσκαρ Νεγκτ στο άρθρο του «Ο πολιτικός διανοούμενος»6 (το 2009, για να τιμήσει τα 80 χρόνια του Γιούργκεν Χάμπερμας, του οποίου είχε διατελέσει πανεπιστημιακός βοηθός), έγραψε τα εξής:
σε μια εποχή μετα-μεταφυσική, όπως δηλαδή αντιλαμβάνεται ο Χάμπερμας την πνευματική κατάσταση της εποχής μας, οι εγγυήσεις της αλήθειας δεν εκπηγάζουν ούτε από διαφυλαγμένα αποθέματα της παράδοσης, ούτε από τις επιστήμες. Για τον Χάμπερμας, ο επικοινωνιακός λόγος είναι κάτι πολύ περισσότερο και πολύ διαφορετικό από έναν υγιή και εύρωστο χειρισμό της γλώσσας. Στον λόγο που είναι προσανατολισμένος στην αμοιβαία συνεννόηση στηρίζονται οι θεμελιώδεις κοινωνικές συμφωνίες· εάν εκλείψει η αναγνώριση τους, η διαρκώς επικαιροποιούμενη με διαρκώς μεταβαλλόμενη μορφή, τότε τίθεται υπό απειλή η κατάσταση ειρήνης εντός της κοινωνίας. Στο σημείο αυτό ο Χάμπερμας έχει δάσκαλο τον Καντ, ο οποίος στο βιβλίο του Κριτική του Καθαρού Λόγου (Kritik der reinen Vernunft) εξηγεί ότι αυτός, ο λόγος, είναι [πρέπει να είναι, sei] το αληθινό δικαστήριο που αποφασίζει για όλες τις διαμάχες που ξεσπούν μέσα στη σκέψη και στη συμπεριφορά των ανθρώπων. Όποιος δεν θέλει να αποδεχτεί αυτή τη διαδικασία στο δικαστήριο του λόγου (πρέπει να ειπωθεί, επίσης, ότι ο Καντ τη συνείδηση του ατόμου τη βλέπει ως το “εσωτερικό δικαστήριο„), έχει στο μυαλό του πόλεμο και επενδύει σε πόλεμο. Οι αδιαμφισβήτητες πεποιθήσεις, οι βεβαιότητες που γίνονται αδιερώτητα αντικείμενα πίστης, οι ορθοδοξίες, τα δόγματα, εμπεριέχουν δυνητικά άσκηση βίας, είναι διακεκομμμένες επικοινωνίες, είναι μορφές σκέψης που εκφράζουν απαγορευμένη επιχειρηματολογία.
Δεν είναι λοιπόν καθόλου τυχαίο που ο Χάμπερμας φρόντισε κατ’ επανάληψιν να φέρει στο φως μιας δημόσιας συζήτησης συγκρούσεις επιστημονικές αποσιωπημένες, και κυρίως συγκρούσεις που διεξάγονται με ανεξέλεγκτη επιθετικότητα.
Βέβαια, στην ιστορία της πολιτικής σκέψης, αυτή η μη αποδοχή της διαιτησίας ενώπιον του «δικαστηρίου του Λόγου» παραπέμπει εκτός των άλλων στη θέση του Καρλ Σμιτ, σπουδαίου συντηρητικού πολιτικού στοχαστή πολύ μεταγενέστερου του Καντ. Δηλαδή παραπέμπει στην (σε τελευταία ανάλυση) θεμελίωση του Πολιτικού στην αυθαίρετη απόφαση, όχι στον λόγο, πόσο μάλλον στην διυποκειμενική αλληλεπίδραση εν μέσω αγώνα για τις αξίες και για τον έλεγχο της εγκυρότητάς τους. Στο πνεύμα του Σμιτ, η εξαφάνιση ή άμβλυνση της διαφοράς μεταξύ πολιτικής και πολέμου, άρα και εξομοίωση του πολιτικού αντιπάλου με εχθρό, συνεπάγεται ουσιαστική κατάργηση της αντιπαράθεσης με πολιτική επιχειρηματολογία. Με τον εχθρό δεν πολεμάς με επιχειρήματα. Στον πόλεμο δεν επικυρώνονται αξίες, δεν πάμε να πολεμήσουμε για να αναγνωριστούμε από τον αντίπαλο, αλλά για να μη νικηθούμε και για να τον νικήσουμε. Η διαφορά είναι ότι κατά τον Σμιτ η εξομοίωση αυτή εκδηλώνεται ανοιχτά μόνον στην «κατάσταση εξαίρεσης» (ή έκτακτης ανάγκης), στην οποία κρίνεται ποιος είναι ο κυρίαρχος – σύμφωνα με τον Σμιτ είναι αυτός που έχει την ισχύ να αποφασίζει, και μάλιστα πέραν της λογικής και του παραλόγου. |
Μόναχο, Βαυαρία, διαδήλωση εναντίον της καταστροφής του χωριού Λίτσερατ (Lützerath) στη Β. Ρηνανία προκειμένου να εξορυχθεί λιγνίτης - Foto ©: mufkinnphotos / aal.photo / IMAGO - via Der Spiegel
|
Διαφορετικά από τις καταστάσεις που επιχειρούσαν να μελετήσουν τα αντιμαχόμενα ρεύματα της πολιτικής σκέψης του 20ού Αιώνα, οι νέες μορφές κοινωνικής και πολιτικής δυσλειτουργίας στον 21ο, φαίνεται να οφείλονται όλο και πιο πολύ σε μόνιμα παρεμποδισμένες επικοινωνίες, σε αντιπαραθετικούς διαλόγους που έχουν διακοπεί, σε συστηματικά «αποσιωπούμενες συγκρούσεις ιδεών», σε ποικίλες, εκλεπτυσμένες και δύσκολα αντιληπτές επεμβάσεις για να «απαγορευθούν επιχειρηματολογίες» συχνά και σε πρωτοφανούς έκτασης αυτολογοκρισία. Αυτά τα εμπόδια έχουν πολύ βαθιά θεμέλια. Σήμερα, «χωρίς περίσκεψιν, χωρίς λύπην, χωρίς αιδώ» χτίζονται τριγύρω μας μεγάλα τείχη, που ορθώνονται στα ύψη και βυθίζονται βαθιά στο έδαφος της ζωής. Χρησιμοποιώντας την ορολογία των Τσαρλς Ταίηλορ (Charles Taylor) και Χάρτμουτ Ρόζα (Hartmut Rosa), είναι φράγματα που εμποδίζουν τον βαθύ «συντονισμό» ή «αντήχηση» (Resonanz), την πιο αποτελεσματική δύναμη που μπορεί να συνδέσει το άτομο με άλλα ανθρώπινα πλάσματα, με τη λοιπή φύση και με τα άλλα όντα της, με τρόπους μη εργαλειακούς, μη ωφελιμιστικούς, μή εκμεταλλευτικούς. Έτσι παύει να είναι προσιτό στο άτομο το πιο δραστικό αντίδοτο στην πλήρη αποξένωση από τον φυσικό κόσμο, από τους άλλους ανθρώπους και από τον ίδιο τον εαυτό του. Γίνεται ανοίκειο ακόμη και το πιο οικείο «λιμάνι» της καθημερινής ζωής, αυτό που κατά Κρίστοφερ Λας ήταν άλλοτε «λιμάνι σ' έναν άκαρδο κόσμο».Έτσι, οι άλλοτε «στιγμιαίοι» θρίαμβοι του πολιτικού ανορθολογισμού, οι «εξαιρέσεις», γίνονται όλο και περισσότερο άνευ σημασίας και άνευ νοήματος στη μεγάλη εικόνα του σημερινού κόσμου. Σήμερα σκοτεινιάζει όλο και πιο πολύ την εικόνα η βαριά σκιά που ρίχνει η απάρνηση της πολιτικής σε όλα τα επίπεδα, για χάρη είτε του ατομικού συμφέροντος, είτε της «αυτοπραγμάτωσης», είτε κάποιας ιδιαίτερης ταυτότητας, πάντα υπό το δέλεαρ της τεχνοκρατίας. Ταυτόχρονα, ως άλλη πλευρά του ίδιου νομίσματος, στην εγκατάλειψη της δημόσιας πολιτικής αντιπαράθεσης για τα πιο ουσιώδη θέματα, κυοφορείται διαρκώς η δομική επιθετικότητα. Μέσα στο δημόσιο χώρο, η Σμιττιανή πολιτική ως πόλεμος διαχέεται από ποικίλους υπερασπιστές διαφορετικών εκδοχών του status quo, κυρίως εκ Δεξιών, αλλά και από όσους «αριστερούς» κάνουν ακόμη και τώρα σημαία τους τη διπλή αποδέσμευση από τις φυσικές και κανονιστικές-ηθικές σταθερές. Τούτη η διπλή ακύρωση της πολιτικής δεν είναι πια εξαίρεση ούτε φθείρει μόνον τις άκρες του χαλιού της πολιτικής. Αποκοιμίζει μεγάλα μέρη των κοινωνιών και τα κάνει να δρουν ως υπνοβάτες. Απειλεί να γίνει η νέα πολυσύνθετη κανονικότητα και το αναληθές Όλον.7 Από τη σκοπιά της θεωρίας των συστημάτων: Ίδιο μήνυμα σε άλλη γλώσσα
Από την άλλη οπτική γωνία, της θεωρίας των συστημάτων, τα ίδια συμβαίνοντα μπορούν να περιγραφούν με διαφορετικό λεξιλόγιο.
Αυτό που αγκυρώνει την κοινωνία ως σύστημα στο υλικό περιβάλλον της, δηλαδή στον φυσικό κόσμο, είναι η εργασία. Εργασία είναι οι διαδικασίες με τις οποίες το σύστημα-κοινωνία «επωφελείται» (με άλλα λόγια αντλεί αξίες χρήσης) από τις παραγωγικές διαδικασίες που συμβαίνουν ούτως ή άλλως εντός της φύσης, τους μετασχηματισμούς της ύλης και της ενέργειας.
Η εργασία δεν είναι ιδιαίτερο χαρακτηριστικό των ανθρώπινων κοινωνιών μόνον. Η εργασία, η οποία συνίσταται πάντοτε από λειτουργίες και πρακτικές που διεξάγονται κοινωνικά, ως συν-εργασία, είναι χαρακτηριστικό και άλλων ζωντανών οργανισμών που συγκροτούν κοινωνίες, όπως των μελισσών, των μυρμηγκιών και άλλων εντόμων, ή (με διαφορετική μορφή) ακόμη και ζώων-θηρευτών που κυνηγούν ομαδικά κτλ Ο ρόλος της εργασίας στις τέτοιες κοινωνίες μη έλλογων έμβιων όντων, ως προς τις αυστηρά συστημικές πτυχές του δεν διαφέρει ουσιαστικά από τον ρόλο της εργασίας στις ανθρώπινες κοινωνίες.
Το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό των κοινωνιών έλλογων οργανισμών με ικανότητα ομιλίας είναι η διυποκειμενική αλληλεπίδραση, η επικοινωνία με βασικό (αλλά όχι μοναδικό) μέσο τη γλώσσα. Ο συστημικός της ρόλος είναι πολλαπλός και σημαντικός: Πρώτον για τη μεταφορά της πληροφορίας από το πολύπλοκο και διαρκώς μεταβαλλόμενο περιβάλλον προς το εσωτερικό του συστήματος-κοινωνία, για τη διανομή της στα διάφορα υποσυστήματά του, για την αποτελεσματική επεξεργασία της και στη συνέχεια για την προσαρμογή του συστήματος στις μεταβολές του περιβάλλοντος. Δεύτερον για τη σταθερότητα και εσωτερική συνοχή του συστήματος, με επίλυση ή μείωση των διενέξεων μεταξύ υποσυστημάτων και με μείωση της πολυπλοκότητας του όλου συστήματος όταν αυτή γίνεται παράγοντας «αποσάθρωσης» ή «απολίθωσης» του.
Στη γλώσσα της θεωρίας των συστημάτων, και για ό,τι αφορά ειδικά τις πολύπλοκες κοινωνίες ημών των έλλογων όντων, το αντίστοιχο της «αναγνώρισης των θεμελιωδών κοινωνικών συμφωνιών» που «διαρκώς επικαιροποιούνται με διαρκώς μεταβαλλόμενη μορφή», όπως λέει ο Όσκαρ Νεγκτ, είναι η αναδραστική διατήρηση της ομοιόστασης του συστήματος μέσω προσαρμοστικής εξέλιξης, με διαρκή μεταβολή εσωτερικών δομών και λειτουργιών (συμπεριλαμβανομένης της εργασίας). Πράγμα που σημαίνει, διατήρηση της ομοιόστασης μέσω της μεταβλητότητας του συστήματος. Μια κοινωνία έλλογων όντων είναι σύστημα διαρκώς μεταβαλλόμενο, με τρόπους που ποικίλλουν στο χρόνο· με άλλα λόγια έχει ιστορία. Άλλες κοινωνίες, π.χ. εντόμων, είναι συστήματα που μένουν από δομική άποψη αμετάβλητα στο χρόνο, δηλαδή δεν έχουν ιστορία. Αντίθετα με τις μεταφυσικές και υπερβατολογικές εικασίες, ο λόγος δεν θεμελιώνεται «οντολογικά» εκτός της κοινωνίας των έλλογων όντων, ούτε όμως έχει ως μοναδικό βαθύ θεμέλιο της οικοδόμησης του την εργασία, όπως είκασε ο «ασυνεπής υλισμός» (Carl Amery) του Μαρξ. Γεννάται και υπάρχει (και μπορεί επίσης να αδρανεί) εντός της διυποκειμενικής αλληλεπίδρασης έλλογων οργανισμών με ικανότητα ομιλίας. Με μια έννοια, ο λόγος είναι οργανωτική αρχή εγγενής αυτού του συστήματος (κοινωνία έλλογων οργανισμών), η οποία συνεργεί έχοντας ρόλο κρίσιμο - ακόμη και με το να αδρανεί - στην πραγματοποίηση και αναδραστική διατήρηση της ομοιόστασης του· πράγμα που σημαίνει ότι επηρεάζει τους τρόπους της αναπόφευκτης μεταβολής του. Χαρακτηριστικό γνώρισμα των συστημάτων είναι η επιτελεστική (operational) αυτονομία· πράγμα που σημαίνει, ότι για να διατηρήσουν τη συνοχή τους και την ικανότητα να προσαρμόζονται στις αλλαγές του περιβάλλοντος, όλα τα συστήματα χρησιμοποιούν τα δικά τους μέσα και τους δικούς τους κώδικες ερμηνείας και επεξεργασίας των εξωτερικών ερεθισμάτων. Όμως τα ανοιχτά συστήματα, όπως είναι οι κοινωνίες, δεν είναι αυτάρκη. Εξαρτώνται από τις ανταλλαγές ύλης, ενέργειας και πληροφορίας με το εξωτερικό περιβάλλον τους. Το εξωτερικό περιβάλλον μπορεί να καταστρέψει ένα σύστημα, όταν το σύστημα αδυνατεί να «μεταφράσει σωστά» στη δική του γλώσσα τις πληροφορίες που λαμβάνει αλληλεπιδρώντας με το περιβάλλον.
Βαδίζοντας στον 21ο Αιώνα, συμβαίνουν μεγάλοι μετασχηματισμοί της εργασίας, οι οποίοι για πρώτη φορά αποκρύπτουν τόσο πολύ την άμεση εμπλοκή της εργασίας στη σύνδεση του συστήματος-κοινωνία με το εξωτερικό-φυσικό περιβάλλον του, δηλαδή με το σύνολο όλων των πραγμάτων που δεν είναι μέλη του συστήματος «ανθρώπινη κοινωνία». Ταυτόχρονα αναστατώνονται επίμονα συστημικοί μηχανισμοί και λειτουργίες ανάδρασης. «Θρυμματίζονται επικοινωνίες» και ακυρώνονται κώδικες ερμηνείας που επηρεάζουν κρίσιμα και οδηγητικά τη μεταβολή και προσαρμοστική εξέλιξη του συστήματος. Η μεταβολή είναι ο μοναδικός και αναπόφευκτος τρόπος για να διατηρείται μεσο-μακροπρόθεσμα η ομοιόσταση ενός τέτοιου συστήματος (κοινωνίας έλλογων όντων), όμως οι μορφές και κατευθύνσεις της μεταβολής δεν είναι προκαθορισμένες, ούτε μονόδρομες, ούτε ευθείες ή γραμμικές. Στις φάσεις εξέλιξης και μεταβολής όλων των συστημάτων συναντούμε ακόμη και τη «Χαοτική Κατάσταση»· οι κοινωνίες που γίνονται «ρευστές » (Ζύγκμουντ Μπάουμαν), κάποια στιγμή μπορεί να παύσουν να «ρέουν» ομαλά. Αιτία μπορεί να είναι η «επιτάχυνση» της ροής (Hartmut Rosa) ή η διαταραχή της από μεταβλητές εξωσυστημικές (δηλαδή περιβαλλοντικές) μεν, αλλά με γιγαντιαία επίδραση στο σύστημα (η κλιματική κρίση είναι ένας τέτοιος). Τότε η «ροή» παύει να είναι στρωτή, γίνεται «τυρβώδης». Αυτή μπορεί να κατανοηθεί και ερμηνευθεί γνωστικά μόνον με μοντέλα χαοτικής συμπεριφοράς, όπως αυτά που παρουσίασαν στη γλώσσα των συστημάτων οι μελέτες του Ιμμάνιουελ Βαλλερστάιν για τις κοινωνίες και την ιστορία τους.
Καθώς οι μετασχηματισμοί της εργασίας συμβαίνουν ταυτόχρονα με αναστατώσεις και «θρυμματισμούς» εγγενών οργανωτικών αρχών του συστήματος «κοινωνία έλλογων όντων», όσο πιο άκαμπτο γίνεται το σύστημα, τόσο πιο πολλά αλυσιδωτά φαινόμενα αυτο-αποδιοργάνωσης ή τοπικών θραύσεων μπορούν να προκύψουν. Γ. Β. Ριτζούλης
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:
1 Jürgen Habermas, «The Entwinement of Myth and Enlightenment: Re-Reading “Dialectic of Enlightenment”», στο περιοδικό New German Critique τ. 26, 1982.
2 ΄Έχοντας επίγνωση των αναλογιών (αλλά όχι σύγκρισης) μεταξύ διαφορετικών εποχών και μεταξύ συμφορών διαφορετικού είδους και μεγέθους, ας θυμηθούμε επίσης πως εισάγουν τον αναγνώστη οι Theodor Adorno και Max Horkheimer στο πιο απαισιόδοξο και πιο αδιέξοδο έργο της Κριτικής Θεωρίας, στη Διαλεκτική του Διαφωτισμού. Ήταν βιβλίο γραμμένο όταν ζούσαν ως πρόσφυγες στις ΗΠΑ στη διάρκεια του Β΄Παγκοσμίου Πολέμου, με τους φούρνους του Ολοκαυτώματος να εργάζονται ακατάπαυστα. «Στόχος του διαφωτισµού υπό την πιο ευρεία έννοια, της προοδεύουσας σκέψης, ήταν ανέκαθεν να απαλλάξει τους ανθρώπους από το φόβο και να τους καταστήσει κυρίους του εαυτού τους. Όµως η πλήρως διαφωτισµένη Γη λάμπει στον αστερισµό του θριαµβεύοντος κακού» (στο γερμανικό πρωτότυπο «Seit je hat Aufklärung im umfassendsten Sinn fortschreitenden Denkens das Ziel verfolgt, von den Menschen die Furcht zu nehmen und sie als Herren einzusetzen. Aber die vollends aufgeklärte Erde strahlt im Zeichen triumphalen Unheils»)
3 Πρόκειται για διπλή αποδέσμευση, τόσο από αναγκαίες φυσικές σταθερές του υλικού κόσμου (βλ. «ο έναστρος ουρανός πάνω μου» - Immanuel Kant), όσο και από κανονιστικές ηθικές (moral) αρχές οικουμενικής ισχύος (βλ. «ο ηθικός νόμος μέσα μου»). Π.χ. η παράκαμψη - μέσω επίκλησης κοινωνικών κατασκευών - του βιολογικού φύλου, το οποίο, εξαιτίας της αναπαραγωγής μέσω του DNA είναι binary - πλήν σπάνιων εξαιρέσεων - σε όλους τους πολύπλοκους πολυκυτταρικούς ζωντανούς οργανισμούς, ζωικούς και φυτικούς, είναι τυπική περίπτωση ιδεολογίας, δηλ. ψευδούς συνείδησης, και ιδεαλιστικής κοσμοαντίληψης. Η άλλη αποδέσμευση, δηλαδή η απόρριψη των κανονιστικών αρχών οικουμενικής ισχύος εν ονόματι της «αυτοπραγμάτωσης» του ατόμου, καταλήγει συνήθως σε βουλησιαρχία ή σε ακατέργαστο υποκειμενισμό («anything goes»).
4 J. Habermas, «Reconciliation Through the Public use of Reason: Remarks on John Rawls's Political Liberalism», στο περιοδικό The Journal of Philosophy, τόμ. 92, No. 3, Mάρτιος 1995
5 J. Habermas, «Corona und der Schutz des Lebens - Zur Grundrechtsdebatte in der pandemischen Ausnahmesituation», στο περιοδικό Blätter für deutsche und internationale Politik, τ. 9 (Σεπτέμβριος) / 2021. «Η ασύμμετρη απαίτηση για αλληλεγγύη μεταξύ των πολιτών εις βάρος των εξίσου εγγυημένων ατομικών ελευθεριών μπορεί να δικαιολογηθεί από τις προκλήσεις που θέτει μια κατάσταση εξαίρεσης [...] Είναι συνταγματικό ζήτημα, και κατά βάση αφορά τη φιλοσοφία του δικαίου, το εάν η κυβέρνηση ενός συνταγματικού κράτους έχει το δικαίωμα να ακολουθήσει πολιτικές με τις οποίες θα διακινδύνευε μιαν αύξηση του αριθμού των λοιμώξεων και των θανάτων επιστημονικά προβλέψιμη, δηλαδή τέτοια που μπορεί να αποτραπεί με τα μέσα που διαθέτουν οι άνθρωποι». Ωστόσο, η εκτίμησή του για ασυμμετρία μεταξύ των κλασικών ατομικών ελευθεριών και δικαιωμάτων του πολίτη (άν τα δούμε υπό αξιολογικό-ηθικό πρίσμα), είχε διατυπωθεί ήδη πριν από χρόνια και στις θέσεις του Χάμπερμας για το ζήτημα των παρεμβάσεων στο γενετικό υλικό (Το Μέλλον της Ανθρώπινης Φύσης). Ήταν και εκείνες θέσεις αντίθετες προς τις νέες, όλο και πιο ριζικές «πρωτοβουλίες αποδέσμευσης». Εν όψει των συνεχώς αλληλοδιαδεχόμενων και επιταχυνόμενων καταστάσεων κρίσης και διακινδύνευσης, φαίνεται πως και η επίκληση από τον Χάμπερμας μιας «κατάστασης εξαίρεσης» (η πανδημία) - δηλαδή η επίκληση παροδικότητας - για να παρασχεθεί πιο ισχυρή δικαιολογία στην παρεμβατική και δεσμευτική υπερκάλυψη δικαιωμάτων από υπέρτερα δικαιώματα, είναι ίσως μια ακόμη εκδήλωση της συνήθειάς του να συνδυάζει τον στοχασμό με την «πολιτική τακτική» με την καλή έννοια, δηλαδή της σημασίας που δίνει πάντα στο «να πείθει πολιτικά». Προφανώς, και ο Χάμπερμας, με την τεράστια πολιτική πείρα των 93 ετών ζωής του, βλέπει ότι η «εξαίρεση» αρχίζει να γίνεται κανόνας και κανονικότητα. Ξέρει όμως ότι αυτό αργεί να εμπεδωθεί στις συνειδήσεις και νοοτροπίες των ανθρώπων, άρα στα προγράμματα της πολιτικής. Στις δημοκρατίες, η πολιτική ως τέχνη παραμένει αναντικατάστατη. Αλλά δεν είναι παντοδύναμη. γιατί τρέφεται απο προϋποθέσεις που δεν μπορεί να ελέγξει αυτή η ίδια.
6 Oskar Negt, «Der politische Intellektuelle», στο περιοδικό Blätter für deutsche und internationale Politik, τ. 6/2009, αναδημοσιευμένο μαζί με άλλα σε ελεύθερη ψηφιακή μορφή στον τόμο Jürgen Habermas - Der Aufklärer, 2014, εκδ. Blätter für deutsche und internationale Politik
7 «Η μεγάλη πλειοψηφία των πολιτών είναι σχετικά ικανοποιημένη με τη λειτουργία του οικονομικού μας συστήματος. Όμως ο καπιταλισμός βαδίζει προς το τέλος του και μάλιστα αυτό συμβαίνει εδώ και κάμποσο καιρό. Οι προκλήσεις είναι γιγαντιαίες. Μήπως κοιμόμαστε όλοι»; (Henrik Müller: «Ich träum dass alles anders wird», Der Spiegel, 22.01.2023)
Οι δεκαετίες του 1960 - 1970: «Αποδεσμευτική Νέα Αριστερά» και αποτυχημένοι τρόποι ζωής
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου