του Λόρεν Γκόλντνερ
© The Charnel-House - Loren Goldner: From James Joyce to Howdy Doody: Deconstruction and deindustrialization after 1968, 4.3.2016
Αρχική μορφή © Loren Goldner: Deconstruction and deindustrialization. Οntological “difference” and the neoliberal war on the social, 21.1.2001
© The Charnel-House - Loren Goldner: From James Joyce to Howdy Doody: Deconstruction and deindustrialization after 1968, 4.3.2016
Αρχική μορφή © Loren Goldner: Deconstruction and deindustrialization. Οntological “difference” and the neoliberal war on the social, 21.1.2001
Τα πολιτισμικά ριζοσπαστικά ρεύματα και οι μετανεωτερικές ιδέες της αποδόμησης στη μετά το 1968 Δύση σε συσχετισμό με την αποβιομηχάνιση και τη στροφή στον χρηματοοικονομικό καπιταλισμό, όπως το είδε ένας Αμερικανός. Πώς από τους Χέγκελ και Μαρξ, μέσω υπαρξισμού, Νίτσε, Χάιντεγκερ, μετα-στρουκτουραλιστών, του αρνητισμού και της διαφοράς, φθάσαμε στην απόρριψη του ανθρωπισμού, στον ηθικοπολιτικό σχετικισμό των «πολιτισμικών σπουδών» και της ριζοσπαστικής «αντιδυτικής Αριστεράς» των μεσαίων τάξεων. Πρόβλημα επίκαιρο και οξύ.
Υπάρχουν αντιφατικά και αμφιλεγόμενα στο σχεδίασμα: Ο Γκόλντνερ αδικεί τη Σχολή της Φρανκφούρτης. Αποδοκιμάζει τον Μαξ Βέμπερ, άν και παράλληλα με το μαρξικό, εφαρμόζει (ορθά) και το βεμπεριανό σχήμα για τη σχέση ιδεών και οικονομίας. Σε εποχή ανάδευσης, με ρευστό όλο το κοινωνικό φάσμα των αδύναμων, αυτός επιμένει στον εργατισμό «αριστερών» παραδόσεων του μαρξισμού από το πρώτο μισό του 20ου αιώνα. Και όπως ομολογεί, ο συσχετισμός των ιδεών με την οικονομία είναι «τραβηγμένος» σε βάθος και σε πλάτος. Ωστόσο αυτός ο χάρτης ιδεών μετά το 1968 έχει τις αρετές της ευρύτητας και της ευφυίας που ερευνά κρυφές συνδέσεις. Παραπέμποντας στους «κολυμβητές αντίθετα στο ρεύμα» του 20ο αιώνα Λέζεκ Κολακόφσκι και Έρνστ Μπλοχ, επιχειρεί να αγγίξει ρίζες και πηγές ενός παραγκωνισμένου Διαφωτισμού: στον Σπινόζα, στον Λάιμπνιτς, στον Μπαίμε, ή και πιο παλιά, στον προαναγεννησιακό Νικόλαο Κουζανό.
Υπάρχουν αντιφατικά και αμφιλεγόμενα στο σχεδίασμα: Ο Γκόλντνερ αδικεί τη Σχολή της Φρανκφούρτης. Αποδοκιμάζει τον Μαξ Βέμπερ, άν και παράλληλα με το μαρξικό, εφαρμόζει (ορθά) και το βεμπεριανό σχήμα για τη σχέση ιδεών και οικονομίας. Σε εποχή ανάδευσης, με ρευστό όλο το κοινωνικό φάσμα των αδύναμων, αυτός επιμένει στον εργατισμό «αριστερών» παραδόσεων του μαρξισμού από το πρώτο μισό του 20ου αιώνα. Και όπως ομολογεί, ο συσχετισμός των ιδεών με την οικονομία είναι «τραβηγμένος» σε βάθος και σε πλάτος. Ωστόσο αυτός ο χάρτης ιδεών μετά το 1968 έχει τις αρετές της ευρύτητας και της ευφυίας που ερευνά κρυφές συνδέσεις. Παραπέμποντας στους «κολυμβητές αντίθετα στο ρεύμα» του 20ο αιώνα Λέζεκ Κολακόφσκι και Έρνστ Μπλοχ, επιχειρεί να αγγίξει ρίζες και πηγές ενός παραγκωνισμένου Διαφωτισμού: στον Σπινόζα, στον Λάιμπνιτς, στον Μπαίμε, ή και πιο παλιά, στον προαναγεννησιακό Νικόλαο Κουζανό.
Γ. Ρ.
Ars sine scientia nihil. — Jean Mignot
[Τέχνη χωρίς επιστήμη είναι μηδέν]
Ήταν το έτος 1971. Ήμασταν εικοσάχρονοι και τρελαμένοι. Λίγο πριν, νομίζαμε πως ζούσαμε το προοίμιο μιας Αποκάλυψης. Ποιός να το πίστευε τότε, ότι άρχιζαν τρεις δεκαετίες (και βάλε), στις οποίες τα κοινωνικά κινήματα θα εξαφανίζονταν, τουλάχιστον στις ΗΠΑ; Ακόμη και σήμερα, το πώς πέρασε και χάθηκε η διάθεση που υπήρχε το 1968 σ' όλο τον κόσμο, μας φαίνεται κάτι αδιανόητο. H απαισιόδοξη διάθεση του 1971 αντέστρεψε μέσα στο μυαλό μας τους στίχους του Ουέρντσγουερθ (Wordsworth) :
Terrible in that sunset to be alive, but to be young was hell itself - Να ζεις αυτό το δειλινό ήτανε τρομερό, όμως ήταν η κόλαση άν ήσουν νέος
[ο Άγγλος ποιητής Ουίλιαμ Ουέρντσγουερθ, παρών και ενθουσιασμένος συμμέτοχος στη Γαλλική Επανάσταση, έγραψε χρόνια αργότερα (1804 ή 1805) τις αναμνήσεις του στο μεγάλο αυτοβιογραφικό ποίημα The Prelude (Book 11, France, 105-144):
“Bliss was it in that dawn to be alive / Βut to be young was very heaven!” - «Να ζεις εκείνη την αυγή ήτανε ευλογία / Όμως ήταν παράδεισος άν ήσουν νέος»]
Η θετική ώθηση των «sixties» είχε τελειώσει. Στις ΗΠΑ, το κίνημα στους δρόμους των ετών 1965-1969 έπεσε γρήγορα σε κωματώδη κατάσταση. Η οργάνωση SDS (Φοιτητές για μια Δημοκρατική Κοινωνία) συρρικνώθηκε και απόμεινε μόνον ένα πτώμα στα χέρια των υπερ-σταλινικών του Progressive Labor
Party. Το χρηματιστήριο κατέρρευσε, συνέβη η πιο μεγάλη χρεοκοπία της αμερικανικής ιστορίας (της εταιρίας σιδηροδρόμων Penn Central) και οι χρηματοπιστωτικές αγορές εγκλωβίστηκαν σε γενική κρίση ρευστότητας (που δεν θα ήταν η τελευταία). Ελάχιστοι από τη Νέα Αριστερά της δεκαετίας του 1960 έδιναν προσοχή στις οικονομικές εξελίξεις της εποχής και ακόμη λιγότεροι κατάλαβαν ότι αυτές σηματοδοτούσαν το τέλος της μεταπολεμικής άνθησης. Όμως η αίσθηση ότι κάτι έφτασε στο τέλος του πλανιόταν στον αέρα.
Το Δεκέμβριο του 1969 η συναυλία των Rolling Stones στο Altamont κατέληξε πολύ άσχημα, σε αγριότητες [...]. Λίγο νωρίτερα, ο Charles Manson και τα μέλη του κοινοβίου του δολοφόνησαν την έγκυο ηθοποιό Sharon Tate και άλλους στο Hollywood, καρφώνοντας ένα πιρούνι στο στομάχι της Tate. Η ανατρεπτική οργάνωση Weathermen έκανε το πιρούνι σύμβολό της· στη συνέχεια μερικά μέλη της ανατινάχτηκαν ενώ κατασκεύαζαν εκρηκτικά σε ένα ρετιρέ του Greenwich Village στη Νέα Υόρκη, όμως η Bernadine Dohrn και άλλοι συνέχισαν να φυτεύουν εδώ κι εκεί βόμβες και να εξαπολύουν τα παρανοϊκά μανιφέστα τους [...] Ο Νίξον έστειλε τον στρατό των ΗΠΑ να εισβάλει στην Καμπότζη [...] μια μονάδα της Εθνοφρουράς, αφού αντιμετώπισε τους Teamsters στο Κλήβελαντ του Οχάιο, πήγε με λίγο ύπνο στο Κρατικό Πανεπιστήμιο του Κεντ και σκότωσε τέσσερις αντιπολεμικούς φοιτητές [...]
Η Μόνικα Βίττι στην Κόκκινη Έρημο του Μικελάντζελο Αντονιόνι (1964) |
Ν. Υόρκη, έκρηξη βόμβας των Weathermen |
1973, κρίση του πετρελαίου |
O ξεπεσμός και η αποσύνθεση στα τέλη της δεκαετίας του 1960 δεν ήταν καθόλου όμορφο θέαμα: Ο Timothy Leary, ο πρώην Ρ. Τ. Barnum με το παραισθησιογόνο LSD, κρατούνταν ως όμηρος στο Αλγέρι από την αποσχισθείσα φατρία των Μαύρων Πανθήρων του Έλντριτζ Κλίβερ (Eldridge Cleaver). Οι freaks με τα μυαλά καμένα από τα ναρκωτικά το είχαν ρίξει στη ζητιανιά και στις μικροκλοπές. Στους πιό σκοτεινούς κύκλους της Νέας Αριστεράς ξεχείλιζε μια ζοφερή αποφασιστικότητα να «συντρίψουν» κάθε τι αστικό.
Αντίθετα, τα «νέα κοινωνικά κινήματα», παρόλο που ήταν διεσπαρμένα, είχαν πολύ μέλλον και συγκέντρωναν δυνάμεις, τουλάχιστον στις μεσαίες τάξεις: οι γυναίκες δεν αποδέχονταν πια να περιορίζονται σε ρόλους δεύτερης κατηγορίας [...] μια σημαντική μειονότητα μαύρων και Latinos αναβαθμίζονταν κοινωνικά [...] Η έκθεση της Λέσχης της Ρώμης για τα Όρια της Ανάπτυξης (Limits to Growth) και το πρόγραμμα για Μηδενική Αύξηση του Πληθυσμού (Zero Population Growth), που υποστηρίζονταν από το Ίδρυμα Ρόκφέλλερ, προσέδωσαν στα οικολογικά και περιβαλλοντικά κινήματα (και πιο διάχυτα, σε ένα μεγάλο μέρος της κοινωνίας) το Μαλθουσιανό πρόγραμμα, το οποίο, στην πραγματικότητα, ακόμη δεν έχουν αποτινάξει.
[Αρνητικός ριζοσπαστισμός και δημιουργικός μετασχηματισμός]
Αντίθετα, τα «νέα κοινωνικά κινήματα», παρόλο που ήταν διεσπαρμένα, είχαν πολύ μέλλον και συγκέντρωναν δυνάμεις, τουλάχιστον στις μεσαίες τάξεις: οι γυναίκες δεν αποδέχονταν πια να περιορίζονται σε ρόλους δεύτερης κατηγορίας [...] μια σημαντική μειονότητα μαύρων και Latinos αναβαθμίζονταν κοινωνικά [...] Η έκθεση της Λέσχης της Ρώμης για τα Όρια της Ανάπτυξης (Limits to Growth) και το πρόγραμμα για Μηδενική Αύξηση του Πληθυσμού (Zero Population Growth), που υποστηρίζονταν από το Ίδρυμα Ρόκφέλλερ, προσέδωσαν στα οικολογικά και περιβαλλοντικά κινήματα (και πιο διάχυτα, σε ένα μεγάλο μέρος της κοινωνίας) το Μαλθουσιανό πρόγραμμα, το οποίο, στην πραγματικότητα, ακόμη δεν έχουν αποτινάξει.
[Αρνητικός ριζοσπαστισμός και δημιουργικός μετασχηματισμός]
Όσα ακολουθούν γράφτηκαν σταδιακά, σε διάστημα μεγαλύτερο από δύο δεκαετίες [...] Περιέχουν σκέψεις που βάδιζαν «αντίθετα στο ρεύμα» της ιδεολογίας των τελευταίων πενήντα χρόνων, μεγάλα μέρη της οποίας, και ιδίως οι αριστερές και ακραίες αριστερές εκδοχές της, μπορούν να συνοψιστούν με τον όρο «ριζοσπαστισμός της μεσαίας κοινωνικής τάξης».
Ενώ μεγάλο μέρος του ριζοσπαστισμού της μεσαίας τάξης, κατά τη διάρκεια του 20ου αιώνα, φαινόταν να συμπίπτει με το μαρξικό εγχείρημα του κομμουνισμού, τελικά υπάρχει τόση αντίθεση μεταξύ τους, όση υπήρχε μεταξύ των Μαξ Στίρνερ (Max Stirner) και Μιχαήλ Μπακούνιν αφενός και των Καρλ Μαρξ και της Ρόζας Λούξεμπουργκ αφετέρου. Θα μπορούσε κανείς να χρησιμοποιήσει τον Εγελιανό όρο «άρνηση της άρνησης» για να περιγράψει την πρώτη πλευρά και τον όρο του Φόυερμπαχ (Feuerbach) «θετικότητα η οποία θεμελιώνεται στον εαυτό της» [“selbst begründete Positive”] για να περιγράψει τη δεύτερη. Το «ρήγμα» μεταξύ της μιας και της άλλης πλευράς οφείλεται ακριβώς στην εκ μέρους του Μαρξ μετατόπιση της «δημιουργικής πράξης του μετασχηματισμού» προς τη σχέση του ανθρώπου με τη φύση, προς αυτό που αποκαλεί στις «Θέσεις για τον Φόυερμπαχ» “sinnliche umwälzende Tätigkeit” δηλαδή «απτή δραστηριότητα μετασχηματισμού». Ρήγμα υπάρχει επιπλέον, μεταξύ της άποψης του Χέγκελ για τη φύση ως το βασίλειο της «επανάληψης», ως κάτι το «ανιαρό» αφενός, και αφετέρου της άποψης του Μαρξ για την ανθρώπινη ιστορία, αλλά και για την ιστορία του ανθρώπου μέσα στο πλαίσιο του μετασχηματισμού της φύσης, ως μετασχηματισμού των ίδιων των νόμων της φύσης, πράγμα που φαίνεται στην κριτική του εναντίον της θεωρίας του Μάλθους περί υπερπληθυσμού. Στην τελευταία αυτή άποψη, η φύση και οι οι ίδιοι οι φυσικοί νόμοι αποκτούν ιστορικότητα. «Ένα ζώο παράγει μόνον αυτό που είναι η δική του φύση», έγραψε ο Μαρξ το 1844, «όμως η ανθρωπότητα αναπαράγει ολόκληρη τη φύση». Ένα ζώο είναι ένα εργαλείο, ενώ ένα ανθρώπινο ον χρησιμοποιεί εργαλεία.
Ο Χέγκελ συνόψισε την άποψη της ιστορίας από τη σκοπιά του «δημόσιου λειτουργού», του «κρατικού υπαλλήλου», έχοντας την ιδέα ότι ο Πρώσος μονάρχης και οι γραφειοκράτες του εκτελούν καθολική εργασία [universelle Arbeit], ενώ ο Μαρξ μετέθεσε με ακρίβεια την ιδέα της καθολικής εργασίας, δηλαδή τη δημιουργικότητα, στην απτή δραστηριότητα του ανθρώπου μέσα στη φύση, ως επέκταση της φυσικής ιστορίας. Φυσικά αυτή η «καθολική εργασία» υπάρχει στον καπιταλισμό μόνον αποσπασματικά και σε αφηρημένη μορφή, διάσπαρτη στα διάφορα μέρη της (παραγωγικής) εργατικής τάξης και σε ορισμένα τμήματα των επιστημονικών και τεχνικών κοινωνικών στρωμάτων. Όμως αυτά τα θραύσματα, μαζί και με άλλα από την πνευματική και πολιτισμική ζωή, είναι τα απαραίτητα αυριανά τμήματα μιας μελλοντικής δραστηριότητας που θα είναι «εξίσου πολύπλευρη τόσο στην παραγωγή όσο και στην κατανάλωσή της» [“die ebenso allseitig in ihrer Produktion als (in ihrer) Konsumtion ist”] και την οποία ο Μαρξ, στις Grundrisse, βλέπει ως υπέρβαση της αντίθεσης μεταξύ καπιταλιστικής εργασίας και σχόλης στον κομμουνισμό.
[Η ελευθερία ως αρνητικό και ως θετικό εγχείρημα]
Άν ακολουθήσουμε την ίδια λογική, μπορούμε εξίσου λακωνικά να αντιπαραβάλουμε τον ριζοσπαστισμό της μεσαίας τάξης και τον μαρξικό σοσιαλισμό ως εξής: ο ριζοσπαστισμός της μεσαίας τάξης αντιλαμβάνεται την ελευθερία ως «παράβαση», ως παραβίαση των νόμων, ως «άρνηση όλων των περιορισμών», όπως το έθεσε η Καταστασιακή Διεθνής πριν από τριάντα χρόνια και κάτι, ενώ το μαρξικό εγχείρημα του κομμουνισμού αντιλαμβάνεται την ελευθερία ως πρακτική λύση ενός προβλήματος που αναλύθηκε θεωρητικά από τον Σπινόζα και τον Λάιμπνιτς και στη συνέχεια από τους Καντ, Χέγκελ και Φόιερμπαχ, ως μετασχηματισμός των νόμων, μέχρι και των φυσικών νόμων του σύμπαντος συμπεριλαμβανομένων, ως η «Προμηθεϊκή» ικανότητα του ανθρώπου και μόνον αυτού. Πριν από 150 χρόνια, ασκώντας κριτική στον ριζοσπαστισμό της μεσαίας τάξης που εξέφραζαν οι Νεοεγελιανοί, ο Μαρξ είπε το εξής, διατυπώνοντάς το στην ιδιόλεκτη ορολογία της εποχής εκείνης: οι Μπάουερ (Bauer), Ες (Hess) και Στίρνερ θεωρούν την επιστήμη, την τεχνολογία και όλη την ανθρώπινη ιστορία της πρακτικής δραστηριότητας μέσα στη φύση μόνον ως [αδρανή] «μάζα, ως απλή μάζα». Για το μεγαλύτερο μέρος της Δυτικής Αριστεράς, της ακροαριστεράς και της υπεραριστεράς, που αναδύθηκαν στη δεκαετία του 1960 και μετά, τα φαινόμενα αυτά βρήκαν πόρτα εισόδου με τον επικαιροποιημένο, επαναλαμβανόμενο ψαλμό της (ουσιαστικά Βεμπεριανής) Σχολής της Φρανκφούρτης: «κυριαρχία, και μόνον κυριαρχία». Από την σκοπιά της «άρνησης της άρνησης», εκ μέρους της ριζοσπαστικής μεσαίας τάξης, τα προβλήματα είναι «η ιεραρχία», «η αυθεντία και εξουσία», «η κυριαρχία» και «η ισχύς». Από την μαρξική κομμουνιστική σκοπιά, τα προβλήματα είναι το εγχείρημα της κατάργησης της αξίας, της εμπορευματικής παραγωγής, της μισθωτής εργασίας και του προλεταριάτου (το τελευταίο είναι η εμπορευματική μορφή της εργατικής δύναμης μέσα στον καπιταλισμό). Από αυτή τη δεύτερη σκοπιά, η προβληματική της «άρνησης της άρνησης» έχει εξ ολοκλήρου αναδιατυπωθεί, αναμορφωθεί και υποκατασταθεί. Έχει απαλλαγεί από το βαρύ επικάλυμμά της της αστικής ιδεολογίας, δηλαδή από το να αντιλαμβάνεται την ελευθερία χωρίς μεταμόρφωση της αναγκαιότητας.
[Η αποστροφή των μεταμοντέρνων πολιτισμικών σπουδών για την παράδοση της Δυτικής σκέψης]
Αυτό που κάνει σήμερα εντελώς απωθητικά μεγάλα τμήματα της αριστεράς και της άκρας αριστεράς στη Δύση, είναι ο ηθελημένος αναλφαβητισμός τους σε θέματα κριτικής της πολιτικής οικονομίας. Ίσως ακόμα πιο απωθητικός, αλλά στενά συσχετισμένος, είναι ο ηθελημένος αναλφαβητισμός τους, η αδιαφορία και η εχθρότητα για θέματα που αφορούν την επιστήμη και τη φύση. Είναι βεβαίως αλήθεια, ότι η «κριτική της πολιτικής οικονομίας» μερικές φορές είναι σχεδόν τόσο ανιαρή όσο και η ίδια η πολιτική οικονομία, η περισσότερο γνωστή σήμερα υπό την ακόμη πιο ιδεολογικά σύγχρονη ονομασία των «οικονομικών» (economics). Υπενθυμίζουμε τι έγραψε ο Μαρξ στον Ένγκελς (το 1857!): του έλεγε, ότι ελπίζει να έχει τελειώσει με όλα αυτά τα «οικονομικά σκατά» [“mit der ganzen ökonomischen Scheiße”] μέσα σε ένα ή δύο χρόνια. Εγώ ο ίδιος έχω σπουδάσει «οικονομικά θέματα» επί χρόνια και χρειάστηκα πολύ καιρό για να συνέλθω από την αίσθηση της στάχτης μέσα στο στόμα και από την αναισθησία που προκαλεί η υπερβολική έκθεση στην «μελαγχολική επιστήμη», ή ακόμη και στην κριτική της.
Ενώ μεγάλο μέρος του ριζοσπαστισμού της μεσαίας τάξης, κατά τη διάρκεια του 20ου αιώνα, φαινόταν να συμπίπτει με το μαρξικό εγχείρημα του κομμουνισμού, τελικά υπάρχει τόση αντίθεση μεταξύ τους, όση υπήρχε μεταξύ των Μαξ Στίρνερ (Max Stirner) και Μιχαήλ Μπακούνιν αφενός και των Καρλ Μαρξ και της Ρόζας Λούξεμπουργκ αφετέρου. Θα μπορούσε κανείς να χρησιμοποιήσει τον Εγελιανό όρο «άρνηση της άρνησης» για να περιγράψει την πρώτη πλευρά και τον όρο του Φόυερμπαχ (Feuerbach) «θετικότητα η οποία θεμελιώνεται στον εαυτό της» [“selbst begründete Positive”] για να περιγράψει τη δεύτερη. Το «ρήγμα» μεταξύ της μιας και της άλλης πλευράς οφείλεται ακριβώς στην εκ μέρους του Μαρξ μετατόπιση της «δημιουργικής πράξης του μετασχηματισμού» προς τη σχέση του ανθρώπου με τη φύση, προς αυτό που αποκαλεί στις «Θέσεις για τον Φόυερμπαχ» “sinnliche umwälzende Tätigkeit” δηλαδή «απτή δραστηριότητα μετασχηματισμού». Ρήγμα υπάρχει επιπλέον, μεταξύ της άποψης του Χέγκελ για τη φύση ως το βασίλειο της «επανάληψης», ως κάτι το «ανιαρό» αφενός, και αφετέρου της άποψης του Μαρξ για την ανθρώπινη ιστορία, αλλά και για την ιστορία του ανθρώπου μέσα στο πλαίσιο του μετασχηματισμού της φύσης, ως μετασχηματισμού των ίδιων των νόμων της φύσης, πράγμα που φαίνεται στην κριτική του εναντίον της θεωρίας του Μάλθους περί υπερπληθυσμού. Στην τελευταία αυτή άποψη, η φύση και οι οι ίδιοι οι φυσικοί νόμοι αποκτούν ιστορικότητα. «Ένα ζώο παράγει μόνον αυτό που είναι η δική του φύση», έγραψε ο Μαρξ το 1844, «όμως η ανθρωπότητα αναπαράγει ολόκληρη τη φύση». Ένα ζώο είναι ένα εργαλείο, ενώ ένα ανθρώπινο ον χρησιμοποιεί εργαλεία.
Ο Χέγκελ συνόψισε την άποψη της ιστορίας από τη σκοπιά του «δημόσιου λειτουργού», του «κρατικού υπαλλήλου», έχοντας την ιδέα ότι ο Πρώσος μονάρχης και οι γραφειοκράτες του εκτελούν καθολική εργασία [universelle Arbeit], ενώ ο Μαρξ μετέθεσε με ακρίβεια την ιδέα της καθολικής εργασίας, δηλαδή τη δημιουργικότητα, στην απτή δραστηριότητα του ανθρώπου μέσα στη φύση, ως επέκταση της φυσικής ιστορίας. Φυσικά αυτή η «καθολική εργασία» υπάρχει στον καπιταλισμό μόνον αποσπασματικά και σε αφηρημένη μορφή, διάσπαρτη στα διάφορα μέρη της (παραγωγικής) εργατικής τάξης και σε ορισμένα τμήματα των επιστημονικών και τεχνικών κοινωνικών στρωμάτων. Όμως αυτά τα θραύσματα, μαζί και με άλλα από την πνευματική και πολιτισμική ζωή, είναι τα απαραίτητα αυριανά τμήματα μιας μελλοντικής δραστηριότητας που θα είναι «εξίσου πολύπλευρη τόσο στην παραγωγή όσο και στην κατανάλωσή της» [“die ebenso allseitig in ihrer Produktion als (in ihrer) Konsumtion ist”] και την οποία ο Μαρξ, στις Grundrisse, βλέπει ως υπέρβαση της αντίθεσης μεταξύ καπιταλιστικής εργασίας και σχόλης στον κομμουνισμό.
[Η ελευθερία ως αρνητικό και ως θετικό εγχείρημα]
Άν ακολουθήσουμε την ίδια λογική, μπορούμε εξίσου λακωνικά να αντιπαραβάλουμε τον ριζοσπαστισμό της μεσαίας τάξης και τον μαρξικό σοσιαλισμό ως εξής: ο ριζοσπαστισμός της μεσαίας τάξης αντιλαμβάνεται την ελευθερία ως «παράβαση», ως παραβίαση των νόμων, ως «άρνηση όλων των περιορισμών», όπως το έθεσε η Καταστασιακή Διεθνής πριν από τριάντα χρόνια και κάτι, ενώ το μαρξικό εγχείρημα του κομμουνισμού αντιλαμβάνεται την ελευθερία ως πρακτική λύση ενός προβλήματος που αναλύθηκε θεωρητικά από τον Σπινόζα και τον Λάιμπνιτς και στη συνέχεια από τους Καντ, Χέγκελ και Φόιερμπαχ, ως μετασχηματισμός των νόμων, μέχρι και των φυσικών νόμων του σύμπαντος συμπεριλαμβανομένων, ως η «Προμηθεϊκή» ικανότητα του ανθρώπου και μόνον αυτού. Πριν από 150 χρόνια, ασκώντας κριτική στον ριζοσπαστισμό της μεσαίας τάξης που εξέφραζαν οι Νεοεγελιανοί, ο Μαρξ είπε το εξής, διατυπώνοντάς το στην ιδιόλεκτη ορολογία της εποχής εκείνης: οι Μπάουερ (Bauer), Ες (Hess) και Στίρνερ θεωρούν την επιστήμη, την τεχνολογία και όλη την ανθρώπινη ιστορία της πρακτικής δραστηριότητας μέσα στη φύση μόνον ως [αδρανή] «μάζα, ως απλή μάζα». Για το μεγαλύτερο μέρος της Δυτικής Αριστεράς, της ακροαριστεράς και της υπεραριστεράς, που αναδύθηκαν στη δεκαετία του 1960 και μετά, τα φαινόμενα αυτά βρήκαν πόρτα εισόδου με τον επικαιροποιημένο, επαναλαμβανόμενο ψαλμό της (ουσιαστικά Βεμπεριανής) Σχολής της Φρανκφούρτης: «κυριαρχία, και μόνον κυριαρχία». Από την σκοπιά της «άρνησης της άρνησης», εκ μέρους της ριζοσπαστικής μεσαίας τάξης, τα προβλήματα είναι «η ιεραρχία», «η αυθεντία και εξουσία», «η κυριαρχία» και «η ισχύς». Από την μαρξική κομμουνιστική σκοπιά, τα προβλήματα είναι το εγχείρημα της κατάργησης της αξίας, της εμπορευματικής παραγωγής, της μισθωτής εργασίας και του προλεταριάτου (το τελευταίο είναι η εμπορευματική μορφή της εργατικής δύναμης μέσα στον καπιταλισμό). Από αυτή τη δεύτερη σκοπιά, η προβληματική της «άρνησης της άρνησης» έχει εξ ολοκλήρου αναδιατυπωθεί, αναμορφωθεί και υποκατασταθεί. Έχει απαλλαγεί από το βαρύ επικάλυμμά της της αστικής ιδεολογίας, δηλαδή από το να αντιλαμβάνεται την ελευθερία χωρίς μεταμόρφωση της αναγκαιότητας.
Αυτό που κάνει σήμερα εντελώς απωθητικά μεγάλα τμήματα της αριστεράς και της άκρας αριστεράς στη Δύση, είναι ο ηθελημένος αναλφαβητισμός τους σε θέματα κριτικής της πολιτικής οικονομίας. Ίσως ακόμα πιο απωθητικός, αλλά στενά συσχετισμένος, είναι ο ηθελημένος αναλφαβητισμός τους, η αδιαφορία και η εχθρότητα για θέματα που αφορούν την επιστήμη και τη φύση. Είναι βεβαίως αλήθεια, ότι η «κριτική της πολιτικής οικονομίας» μερικές φορές είναι σχεδόν τόσο ανιαρή όσο και η ίδια η πολιτική οικονομία, η περισσότερο γνωστή σήμερα υπό την ακόμη πιο ιδεολογικά σύγχρονη ονομασία των «οικονομικών» (economics). Υπενθυμίζουμε τι έγραψε ο Μαρξ στον Ένγκελς (το 1857!): του έλεγε, ότι ελπίζει να έχει τελειώσει με όλα αυτά τα «οικονομικά σκατά» [“mit der ganzen ökonomischen Scheiße”] μέσα σε ένα ή δύο χρόνια. Εγώ ο ίδιος έχω σπουδάσει «οικονομικά θέματα» επί χρόνια και χρειάστηκα πολύ καιρό για να συνέλθω από την αίσθηση της στάχτης μέσα στο στόμα και από την αναισθησία που προκαλεί η υπερβολική έκθεση στην «μελαγχολική επιστήμη», ή ακόμη και στην κριτική της.
Αλλά αυτό είναι διαφορετικό από μια ορισμένη διάθεση των τελευταίων τριανταπέντε χρόνων, το αποκορύφωμα της οποίας είναι προς το παρόν το μεταμοντέρνο ρεύμα των «πολιτισμικών σπουδών». Είναι αυτό που έχει γεμίσει τα βιβλιοπωλεία με τα μηδενιστικά του λογοπαίγνια, με τη δική του θεωρία περί ιστορίας, σύμφωνα με την οποία «τα λευκά αρσενικά ποτέ δεν έκαναν τίποτε άλλο παρά μόνον βιασμούς, λεηλασίες και πλιάτσικα», και προβάλλει πάνω σε οτιδήποτε και σε οποιονδήποτε ανήκει υπό κάποια έννοια στη Δυτική «παράδοση», αλαζονικές ημιμάθειες του τύπου «τα πάντα και οι πάντες είναι μιασμένοι». Έτσι βλέπουν τον κόσμο άνθρωποι της μεσαίας τάξης που έχουν χάσει το ηθικό και την ηθική τους, βολεμένοι σε μοδάτα πανεπιστήμια, οι οποίοι σε μεγάλο βαθμό αγνοούν την πραγματική ιστορία της μέχρι σήμερα αποτυχίας του κομμουνιστικού σχεδίου για μια υψηλότερου επιπέδου οργάνωση της κοινωνίας, πιστεύοντας ότι το ιστορικό και πνευματικό τέλμα που τους περιβάλλει είναι το τελικό προϊόν της ανθρώπινης ιστορίας.
[«Στον καπιταλισμό δεν υπήρξε τίποτε ιστορικά προοδευτικό». Η απόρριψη του ανθρωπισμού από τον Χάιντεγκερ και τους επιγόνους του]
Σ' όλα αυτά μπορεί να γίνει κριτική, να απορριφθούν ακόμη και με τα δικά τους κριτήρια. ¨Ομως συμβαδίζουν με μια «διάθεση» που πλανάται στον αέρα, η οποία ισχυρίζεται ότι στον καπιταλισμό δεν υπήρξε ποτέ τίποτε ιστορικά προοδευτικό. Είναι μια διάθεση τόσο διάχυτη, ώστε δεν μπήκε καν στον κόπο να υποστηρίξει σοβαρά και το θεμέλιο αυτής της υπόθεσης, η οποία απορρίπτει εκ των προτέρων κάθε ιδέα προόδου - γραμμικής, μη γραμμικής, ή οποιασδήποτε άλλης - και συνεπώς το ερώτημα [«υπάρχει πρόοδος»;] έχει αποκλειστεί πριν καν τεθεί. Από τη στιγμή που απορρίπτεται η ιδέα μιας οργάνωσης της κοινωνίας ανώτερου επιπέδου από τον καπιταλισμό, ο ίδιος ο καπιταλισμός φαίνεται για τους μεταμοντερνιστές ως κάτι το μή προβληματικό, όπως ακριβώς ισχύει και για τις υπόλοιπες μορφές αστικής ιδεολογίας. Ενώ ορισμένοι μεταμοντερνιστές μπορεί να βάζουν όρια και να απορρίπτουν (αν και μόνον ένας Θεός ξέρει γιατί) την πρόταση ενός Γάλλου οπαδού του Χάϊντεγκερ «να συμπεριληφθεί και το απάνθρωπο στα κοινώς αποδεκτά» [Donner droit de cit(c) a l' inhumain], η υποκείμενη κοσμοαντίληψη τους εύκολα μπορεί να μετακινηθεί και να αποκηρύξει την ταλαιπωρημένη λέξη «ανθρωπισμός», πράγμα που δεν έχει μεγάλη διαφορά. Αυτή η αντιδιαστολή εμφανίστηκε στις διαμάχες μεταξύ του Χάϊντεγκερ και του Ντε Μαν (Paul De Man) τα έτη 1987-1988 με διατυπώσεις του τύπου «Είναι ο ναζισμός ένας ανθρωπισμός;» [Le Nazisme est-il un Humanisme?] Η επιχειρηματολογία έχει ως εξής: Ο ανθρωπισμός ήταν η δυτική μεταφυσική του «υποκειμένου» [“subject”]· κορυφώθηκε στο έργο του Χέγκελ και αναδιαμορφώθηκε από τον Μαρξ. Παγιδευμένος μέσα στη μεταφυσική της «παρουσίας» [στον Χάϊντεγκερ: Vorhandenheit], από την οποία και συγκροτείται, δηλαδή στην αναγωγή των πάντων σε μια «παράσταση» (εικόνα), ο ανθρωπισμός ήταν η ιδεολογία της υποταγής [subjection] - ασφαλώς οι μεταμοντερνιστές θα έγραφαν (υπο)ταγής [(subject)ion] - ολόκληρης της γης στην «αναπαράσταση» [“representation” - στον Χάϊντεγκερ: Vorstellung], σ' αυτό που αποκάλεσε ο Χάϊντεγκερ παγκόσμια κυριαρχία του «τεχνολογικού μηδενισμού». Ο Νίτσε είχε ήδη φτάσει σε σημαντικούς προϊδεασμούς αυτής της ανάλυσης. Για έναν ορισμένο Χάϊντεγκερ, τον «μετα-1945» (!), ο Ναζισμός ήταν το αποκορύφωμα αυτής της κίνησης προς τον «τεχνολογικό μηδενισμό» (κατά το διάστημα που ο ίδιος ήταν Ναζί, δηλαδή μέχρι το 1945, ο Χάϊντεγκερ είχε υποστηρίξει ευφάνταστα και με άνεση ότι ο φιλελεύθερος καπιταλισμός ήταν το αποκορύφωμα του «τεχνολογικού μηδενισμού»). Συνακόλουθα, οι Γάλλοι Χαϊντεγκεριανοί υποστήριξαν ότι ο ναζισμός ήταν και αυτός ένας ανθρωπισμός μέσα στην όλη κίνησή του για να ολοκληρώσει τον Δυτικό «τεχνολογικό μηδενισμό», και ότι ο Χάϊντεγκερ, ο εκ πρώτης όψεως Ναζιστής, στην προσπάθειά του να «αποδομήσει» τον ανθρωπισμό, «υπονόμευε» έτσι και τον Ναζισμό. Εν τω μεταξύ βέβαια, [άν ακολουθήσει κανείς αυτή την επιχειρηματολογία], οι αντίπαλοι του ναζισμού, ανεξαρτήτως πολιτικής παράταξης, ήταν εγκλωβισμένοι στον «ανθρωπισμό» και συνεπώς παγιδευμένοι στο γήπεδο του Ναζισμού, με αποτέλεσμα να διευκολύνουν και αυτοί, όπως εκείνος, την παγκόσμια νίκη του «τεχνολογικού μηδενισμού». Θα μπορούσαμε ίσως να συνυπολογίσουμε και παλιότερους ανθρωπιστές, λόγου χάρη την Ρόζα Λούξεμπουργκ (εάν δεν είχε δολοφονηθεί το 1919 από πρωτο-Ναζιστές, με την έγκριση και υποστήριξη από Σοσιαλδημοκράτες), ως παγιδευμένη εξαιτίας σύγχυσης στον «τεχνολογικό μηδενισμό». Όμως αυτή πέθανε υπερβολικά νωρίς κι έτσι δεν πρόλαβε να εκτιμήσει τον Χάϊντεγκερ ως τον πραγματικό αντίπαλο του Ναζισμού.
[Υπαρξισμός, μουσική και κινηματογράφος 1945-1965, ο Θαυμαστός Καινούργιος Κόσμος]
Είναι σημαντικό, εν παρόδω, να επιχειρήσουμε να ξαναθυμηθούμε το κλίμα της βαθιάς εκτόνωσης σε όλο τον προηγμένο καπιταλιστικό κόσμο, γύρω στο έτος 1972, για να καταλάβουμε πώς τα πράγματα έφθασαν στη σημερινή κατάστασή τους.
[«Στον καπιταλισμό δεν υπήρξε τίποτε ιστορικά προοδευτικό». Η απόρριψη του ανθρωπισμού από τον Χάιντεγκερ και τους επιγόνους του]
Σ' όλα αυτά μπορεί να γίνει κριτική, να απορριφθούν ακόμη και με τα δικά τους κριτήρια. ¨Ομως συμβαδίζουν με μια «διάθεση» που πλανάται στον αέρα, η οποία ισχυρίζεται ότι στον καπιταλισμό δεν υπήρξε ποτέ τίποτε ιστορικά προοδευτικό. Είναι μια διάθεση τόσο διάχυτη, ώστε δεν μπήκε καν στον κόπο να υποστηρίξει σοβαρά και το θεμέλιο αυτής της υπόθεσης, η οποία απορρίπτει εκ των προτέρων κάθε ιδέα προόδου - γραμμικής, μη γραμμικής, ή οποιασδήποτε άλλης - και συνεπώς το ερώτημα [«υπάρχει πρόοδος»;] έχει αποκλειστεί πριν καν τεθεί. Από τη στιγμή που απορρίπτεται η ιδέα μιας οργάνωσης της κοινωνίας ανώτερου επιπέδου από τον καπιταλισμό, ο ίδιος ο καπιταλισμός φαίνεται για τους μεταμοντερνιστές ως κάτι το μή προβληματικό, όπως ακριβώς ισχύει και για τις υπόλοιπες μορφές αστικής ιδεολογίας. Ενώ ορισμένοι μεταμοντερνιστές μπορεί να βάζουν όρια και να απορρίπτουν (αν και μόνον ένας Θεός ξέρει γιατί) την πρόταση ενός Γάλλου οπαδού του Χάϊντεγκερ «να συμπεριληφθεί και το απάνθρωπο στα κοινώς αποδεκτά» [Donner droit de cit(c) a l' inhumain], η υποκείμενη κοσμοαντίληψη τους εύκολα μπορεί να μετακινηθεί και να αποκηρύξει την ταλαιπωρημένη λέξη «ανθρωπισμός», πράγμα που δεν έχει μεγάλη διαφορά. Αυτή η αντιδιαστολή εμφανίστηκε στις διαμάχες μεταξύ του Χάϊντεγκερ και του Ντε Μαν (Paul De Man) τα έτη 1987-1988 με διατυπώσεις του τύπου «Είναι ο ναζισμός ένας ανθρωπισμός;» [Le Nazisme est-il un Humanisme?] Η επιχειρηματολογία έχει ως εξής: Ο ανθρωπισμός ήταν η δυτική μεταφυσική του «υποκειμένου» [“subject”]· κορυφώθηκε στο έργο του Χέγκελ και αναδιαμορφώθηκε από τον Μαρξ. Παγιδευμένος μέσα στη μεταφυσική της «παρουσίας» [στον Χάϊντεγκερ: Vorhandenheit], από την οποία και συγκροτείται, δηλαδή στην αναγωγή των πάντων σε μια «παράσταση» (εικόνα), ο ανθρωπισμός ήταν η ιδεολογία της υποταγής [subjection] - ασφαλώς οι μεταμοντερνιστές θα έγραφαν (υπο)ταγής [(subject)ion] - ολόκληρης της γης στην «αναπαράσταση» [“representation” - στον Χάϊντεγκερ: Vorstellung], σ' αυτό που αποκάλεσε ο Χάϊντεγκερ παγκόσμια κυριαρχία του «τεχνολογικού μηδενισμού». Ο Νίτσε είχε ήδη φτάσει σε σημαντικούς προϊδεασμούς αυτής της ανάλυσης. Για έναν ορισμένο Χάϊντεγκερ, τον «μετα-1945» (!), ο Ναζισμός ήταν το αποκορύφωμα αυτής της κίνησης προς τον «τεχνολογικό μηδενισμό» (κατά το διάστημα που ο ίδιος ήταν Ναζί, δηλαδή μέχρι το 1945, ο Χάϊντεγκερ είχε υποστηρίξει ευφάνταστα και με άνεση ότι ο φιλελεύθερος καπιταλισμός ήταν το αποκορύφωμα του «τεχνολογικού μηδενισμού»). Συνακόλουθα, οι Γάλλοι Χαϊντεγκεριανοί υποστήριξαν ότι ο ναζισμός ήταν και αυτός ένας ανθρωπισμός μέσα στην όλη κίνησή του για να ολοκληρώσει τον Δυτικό «τεχνολογικό μηδενισμό», και ότι ο Χάϊντεγκερ, ο εκ πρώτης όψεως Ναζιστής, στην προσπάθειά του να «αποδομήσει» τον ανθρωπισμό, «υπονόμευε» έτσι και τον Ναζισμό. Εν τω μεταξύ βέβαια, [άν ακολουθήσει κανείς αυτή την επιχειρηματολογία], οι αντίπαλοι του ναζισμού, ανεξαρτήτως πολιτικής παράταξης, ήταν εγκλωβισμένοι στον «ανθρωπισμό» και συνεπώς παγιδευμένοι στο γήπεδο του Ναζισμού, με αποτέλεσμα να διευκολύνουν και αυτοί, όπως εκείνος, την παγκόσμια νίκη του «τεχνολογικού μηδενισμού». Θα μπορούσαμε ίσως να συνυπολογίσουμε και παλιότερους ανθρωπιστές, λόγου χάρη την Ρόζα Λούξεμπουργκ (εάν δεν είχε δολοφονηθεί το 1919 από πρωτο-Ναζιστές, με την έγκριση και υποστήριξη από Σοσιαλδημοκράτες), ως παγιδευμένη εξαιτίας σύγχυσης στον «τεχνολογικό μηδενισμό». Όμως αυτή πέθανε υπερβολικά νωρίς κι έτσι δεν πρόλαβε να εκτιμήσει τον Χάϊντεγκερ ως τον πραγματικό αντίπαλο του Ναζισμού.
[Υπαρξισμός, μουσική και κινηματογράφος 1945-1965, ο Θαυμαστός Καινούργιος Κόσμος]
Είναι σημαντικό, εν παρόδω, να επιχειρήσουμε να ξαναθυμηθούμε το κλίμα της βαθιάς εκτόνωσης σε όλο τον προηγμένο καπιταλιστικό κόσμο, γύρω στο έτος 1972, για να καταλάβουμε πώς τα πράγματα έφθασαν στη σημερινή κατάστασή τους.
Μια βασική αλλαγή που έχει ξεχαστεί σχεδόν εντελώς σήμερα, είναι η εξαφάνιση εκείνου του κλίματος που σχετίζονταν, για το καλύτερο ή για το χειρότερο, με τη λέξη «υπαρξισμός», η οποία ήταν στο προσκήνιο από τις αρχές της δεκαετίας του 1940 μέχρι περίπου το 1965. Εκείνη η διάθεση είχε εκφραστεί σε έργα συγγραφέων τα οποία έχουν σε μεγάλο βαθμό ξεθωριάσει: Σαιρεν Κίρκεγκωρ (Søren Kierkegaard), Φρίντριχ Νίτσε (Friedrich Nietzsche), Ζαν-Πολ Σαρτρ (Jean-Paul Sartre), Αλμπέρ Καμύ (Albert Camus), Μωρίς Μερλώ Ποντύ (Maurice Merleau-Ponty), Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι, Μάρτιν Χάϊντεγκερ, Καρλ Γιάσπερς (Karl Jaspers), Μιγκέλ δε Ουναμούνο (Miguel de Unamuno), Ζακ Μαριταίν (Jacques Maritain). Από τους φιλοσόφους εκ των παραπάνω, μόνον ο Νίτσε και ο Χάϊντεγκερ εξακολουθούν να διαβάζονται ευρέως σήμερα, όπως θα γίνει σαφές στη συνέχεια. Αυτά τα χρόνια, ο «υπαρξισμός» φαινόταν να αλληλοεπικαλύπτεται ή να σχηματίζει ένα συνεχές μαζί με διάφορες σύγχρονες «καλλιτεχνικές πρωτοπορίες» της περιόδου 1945-1965, συμπεριλαμβανομένων των Αμερικανών beats, των Βρετανών «Οργισμένων Νέων», της Παρισινής νυχτερινής ζωής στο Καρτιέ Λατέν, της bebop και της free jazz, της σειριακής μουσικής, ταινιών φτιαγμένων από σκηνοθέτες όπως ο Ίνγκμαρ Μπέργκμαν, ο Μικελάντζελο Αντονιόνι, ο Ζαν-Λυκ Γκοντάρ, του θεάτρου του Χάρολντ Πίντερ, του Σάμιουελ Μπέκετ και του Ευγένιου Ιονέσκο. Οι εκλαϊκευμένες και διαδεδομένες συνθηματικές λέξεις του «υπαρξισμού» ήταν απελπισία, Angst [αγωνία], θάνατος, ναυτία, το παράλογο, η απουσία νοήματος, η αποξένωση. Το μέλλον του πλανήτη, παντού, φαινόταν να είναι η υψηλή μοντερνιστική τεχνοκρατία, όπως υλοποιούνταν στη λιτή και αυστηρή αρχιτεκτονική του Διεθνούς Στυλ που είχε θριαμβεύσει στη δεκαετία του 1930 και στα γιγαντιαία έργα, βιομηχανικά και υποδομών, που ρύπαιναν το «σοσιαλιστικό» μπλοκ ή τον Τρίτο Κόσμο (χαλυβουργεία, φράγματα, ολόκληρες νεοδημιουργούμενες πόλεις όπως η Μπραζίλια του αρχιτέκτονα Oscar Niemeyer ή το εξίσου απειλητικό κτίριο της έδρας του Γαλλικού Κομμουνιστικού Κόμματος στο Παρίσι). Όλα αυτά υποστηρίζονταν από την οικονομική μυθολογία περί «κοινωνίας της αφθονίας», περί «ενσωματωμένων σταθεροποιητών της οικονομίας» (“built-in stabilizers”) και για καθοδηγούμενες από τα κράτη οικονομικές πολιτικές, απρόσβλητες από την ύφεση. Ο υπαρξισμός έπιασε το κλίμα υπερβολικής ανοχής και επιτρεπτικότητας προς τον εαυτό τους που επικρατούσε στις μεσαίες κοινωνικές τάξεις της Δύσης - οι οποίες εξέλαβαν την τάση της εποχής ως θεμελιωδώς μόνιμη, και εξέφρασε τη στάση του πληττόμενου, μοναχικού ατόμου, για το οποίο η συλλογική δράση είτε δεν υπήρχε, είτε είχε πάρα πολύ έντονη τη μυρωδιά των σταλινικών Λαϊκών Μετώπων της δεκαετίας του 1930.
Χαρακτηριστική για την εκτός των καθιερωμένων πολιτική σκέψη εκείνης της εποχής (όταν άνθρωποι με «υπαρξιστικές» πεποιθήσεις εξέφραζαν περιστασιακά και φευγαλέα τις σκέψεις τους με πολιτικό τρόπο), ήταν η συζήτηση για το αν συλλάμβανε και κατανοούσε καλύτερα το επερχόμενο μέλλον η δυστοπία του Τζορτζ Όργουελ 1984 ή ο Θαυμαστός Καινούριος Κόσμος (Brave New World) του Άλντους Χάξλεϋ (Aldous Huxley).
[Από τους Μπήτνικς στους Χίππις και τέλος στους Γιάπις]
Στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του 1960, αυτή η διάθεση ουσιαστικά σαρώθηκε και παραμερίστηκε, αλλά με τρόπους που προκαλούσαν σύγχυση και αντιφάσεις. Η παγκόσμια Νέα Αριστερά της μεσαίας κοινωνικής τάξης είχε σίγουρα μια «υπαρξιστική» διάσταση μέσα της. Υπήρχε παντού η αίσθηση ότι η πολιτισμική επανάσταση των προηγούμενων 20 - 25 ετών - η οποία είχε αρχίσει, τουλάχιστον στις ΗΠΑ, στις αρχές της δεκαετίας του 1940 με προσωπικότητες όπως ο Τζακ Κέρουακ (Jack Kerouac), ο Άλλεν Γκίνσμπεργκ (Allan Ginsberg), ο Neal Cassady και ο Γουίλιαμ Μπάροουζ (William S. Burroughs) - με κάποιο τρόπο αναμειγνύονταν, χωρίς αυτό να δηλώνεται ρητά, μέσα στα μαζικά κινήματα του δρόμου μετά το 1965: «Σκάψαμε την πρώτη τρύπα για το σημερινό underground», είχε δηλώσει ένας γερασμένος μπήτνικ το 1971. «Η νεωτερικότητα διαδηλώνει στους δρόμους», ήταν η φράση του Ντάνιελ Μπελ (Daniel Bell). Είκοσι χιλιάδες άτομα περιπλανιόντουσαν από το ένα υπαίθριο φεστιβάλ-κονικλοτροφείο αέναης εφηβείας στο άλλο, ενώ στο Μπέρκλεϊ, στην Καλιφόρνια, ο καθένας και η καθεμιά φαντασιώνονταν ότι είναι ο Λύκος της Στέπας (Steppenwolf) του Χέρμαν Έσσε (Hermann Hesse). Όλο αυτό συνεχίστηκε μέχρι τον παροξυσμό του, γύρω στο 1969, οπότε συγκροτήθηκε ο στρατός των «100.000 Φρανσουά Βιγιόν» (Villons), όπως τον αποκάλεσε ο ιδιότροπος Σωλ Μπέλοου (Saul Bellow).
Από το 1971 ήταν σαφές ότι όλο αυτό το πολιτισμικό ρεύμα των προηγούμενων τριάντα χρόνιων είχε ξεθωριάσει εντελώς. Στους προμαχώνες της Νέας Αριστεράς, όπως στο Μπέρκλεϊ, άνθρωποι που μόνον ένα ή δύο χρόνια πριν ήθελαν να είναι «επαγγελματίες επαναστάτες», τώρα προσπαθούσαν να είναι απλά «επαγγελματίες»: δικηγόροι, γιατροί, πανεπιστημιακοί, αλλά φυσικά με «έναν εντελώς νέο τρόπο».
Από το 1971 ήταν σαφές ότι όλο αυτό το πολιτισμικό ρεύμα των προηγούμενων τριάντα χρόνιων είχε ξεθωριάσει εντελώς. Στους προμαχώνες της Νέας Αριστεράς, όπως στο Μπέρκλεϊ, άνθρωποι που μόνον ένα ή δύο χρόνια πριν ήθελαν να είναι «επαγγελματίες επαναστάτες», τώρα προσπαθούσαν να είναι απλά «επαγγελματίες»: δικηγόροι, γιατροί, πανεπιστημιακοί, αλλά φυσικά με «έναν εντελώς νέο τρόπο».
[Φουκώ, Ντεριντά και οι άλλοι: «Νέος Νίτσε» και «όψιμος Χάιντεγκερ», η ανάδυση των μεταμοντέρνων]
Μέσα σ' αυτό το κοινωνικό και πολιτισμικό κλίμα εκτόνωσης του ριζοσπαστισμού της μεσαίας τάξης, ο «νέος Νίτσε» και ο «όψιμος Χάϊντεγκερ», τους οποίους ακολουθούσαν ανεπιφύλακτα ο Μισέλ Φουκώ (Michel Foucault) και ο Ζακ Ντεριντά (Jacques Derrida), ξεκίνησαν μιαν εντελώς νέα στροφή, μιαν αλλαγή εποχής όπως καμμιά άλλη στις προηγούμενες τρεις δεκαετίες: έθεσαν τα θεμέλια γι' αυτό που θα γινόταν στη συνέχεια η «μετανεωτερικότητα» [ή το «μεταμοντέρνο»] (επίσης, τότε δεν είχαμε ακόμη ακούσει λέξεις όπως “yuppie” ή “gentrification” [«εξευγενισμός»]). Αυτός ο «νέος Νίτσε» και αυτός ο «όψιμος Χάϊντεγκερ» αναδύονταν από σχεδόν όλες τις άλλες «υπαρξιστικές» σκουριές της περιόδου 1945-1970 και ένα απέραντο μέλλον ανοίγονταν μπροστά τους. Είχαν ξεχαστεί οι υπαρξιστικές συνθηματικές λέξεις και οι ατομικοί προβληματισμοί περί απελπισίας, Angst και τρόμου, αφού προφανώς είχαν ήδη επικαλυφθεί από την ευφορία της επιστροφής της επανάστασης το 1968. Όμως, η πετρελαϊκή κρίση του 1973 και η παγκόσμια ύφεση του 1973-1975 δεν είχε ακόμη συμβεί για να βάλει τέλος σε όλους τους οικονομικούς μύθους των προηγούμενων τριών δεκαετιών, από την «κοινωνία της αφθονίας» των φιλελευθέρων μέχρι το «κυβερνητικό κράτος πρόνοιας» των Καταστασιακών (Situationists). Συνακόλουθα, η ανάδυση αυτή έγινε ενώ φαινόταν ακόμη σε πολλούς, ότι η μάχη εξακολουθούσε πάντα να γίνεται εναντίον της «τεχνοκρατίας», εναντίον της «τρομοκρατίας των καταναλωτών» και εναντίον «του διοικούμενου και διαχειριζόμενου κόσμου». To χάος, ή η απειλή του χάους, δεν είχε ακόμη γίνει η επικρατούσα ιδεολογία. Ακόμη, τη φαντασία της μεσαίας τάξης τη στοίχειωνε μάλλον το φάντασμα των τσιμεντένιων οριζόντων, το béton brut του Le Corbusier, η άδενδρη θέα από τα διαμερίσματα των πολυώροφων και από τα κτίρια γραφείων, οι πολυσύχναστοι αυτοκινητόδρομοι με τους προφυλακτήρες να τους διαδέχεται ο επόμενος προφυλακτήρας, ο πανταχού παρών υπόκωφος βόμβος των ηλεκτρονικών συσκευών, η βαθιά μονοτονία και η πλήξη. Δεν «ενθυμούμασταν» το μέλλον του Λιβάνου, της Σομαλίας, της Αιθιοπίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Ρουάντας, της Σιέρα Λεόνε, της Λιβερίας, της Τσετσενίας, του Αφγανιστάν, τους πολέμους Ιράν-Ιράκ και της πρώην Γιουγκοσλαβίας, το Νότιο Μπρονξ ή το νότιο-κεντρικό Λος Άντζελες· μάλλον ενθυμούμασταν τον ατέλειωτο, τον ωχρό, τον ξασπρισμένο σαν ασβέστη ήλιο και τα αραιά, λεπτά σύννεφα στον ουρανό του Μαλλαρμέ (Mallarmé) που ανοίγονταν προς ένα μέλλον αιώνια άδειο· ενθυμούμασταν την «εντροπιολογία» που επικαλείται ο Κλοντ Λεβί-Στρος στο τέλος του βιβλίου του Θλιβεροί Τροπικοί (Tristes Tropiques).
Αυτός ο ουρανός του Μαλλαρμέ έβαλε σε πειρασμό μερικούς ανθρώπους να κοιτάξουν προς τα πίσω, μέσα από τα μάτια του Νίτσε και του Χάϊντεγκερ και μέσω του τρόπου που αυτοί ερμήνευσαν τους Προσωκρατικούς. Κοίταξαν προς την αρχαϊκή Ελλάδα· εκεί όπου, κατά τα φαινόμενα, η ἀλήθεια [Αγγλ: disclosedness - στον Χάϊντεγκερ: Erschlossenheit] είχε αρχίσει να «εκχωρεί τις αρμοδιότητές της» στην Veritas [Verity, αλήθεια με τη σημερινή έννοια], εκεί όπου το Sein [Είναι] είχε αρχίσει να εκχωρείται στο das Seiende [Όν], όταν η «Δυτική μεταφυσική», με τον Παρμενίδη και τον Ζήνωνα, «ερμήνευσε» το Είναι ως «παρουσία», ως αναπαράσταση, και άρχισε την σταδιοδρομία του της παγκόσμιας κατάκτησης ως το Geschick [ως «πεπρωμένο» ή ως «λογική της πραγματικότητας»] της Δύσης. Τότε, κανείς από εμάς δεν είχε ποτέ σκεφτεί την αρχαία Αίγυπτο ή το αρχαίο Ισραήλ ή το Ιράν ή την Ισλαμική Ισπανία ως σημαντικές απαρχές του κόσμου μας. Ζούσαμε στην εποχή της «βασιλείας της τεχνικής» και ελάχιστα από όσα είχαν συμβεί πριν από την εμφυτευμένη θετικιστική ερμηνεία της επιστημονικής επανάστασης και πριν την Βολτέρεια οπτική του 18ου αιώνα, φαίνονταν να έχουν κάποια πραγματική σημασία για μας. Αν κάποια φορά σκεφτόμασταν την Αναγέννηση ή την θρησκευτική Μεταρρύθμιση του 16ου και 17ου αιώνα, ακόμη και αυτές τις βλέπαμε μόνον ως πρωτο-ορθολογιστικές στιγμές, αντίστοιχες αφενός της κοσμικής «ειδωλολατρικής αναβίωσης» και αφετέρου της Προτεσταντικής Ηθικής του Max Weber. Κυττάζαμε προς την αρχαία Ελλάδα και τη φιλοσοφία της· την πτώση στην ερμηνεία του Είναι ως «παρουσίας» και τις απαρχές της μεταφυσικής τα βλέπαμε κυρίως ως μακρινούς προδρόμους του τεχνοκρατικού, διεθυνόμενου κόσμου. Πολιτισμοί όπως ο ιρανικός, ο ινδικός, ο κινεζικός, για να μην αναφέρουμε τους κόσμους της Αφρικής, της Πολυνησίας ή των Ινδιάνων της Αμερικής, για μας μόλις και μετά βίας υπήρχαν. Μας φαίνονταν εντελώς προφανές, ότι όλα είχαν γονατίσει, όπως εμείς, μπροστά στον ατελείωτο ωχρό μεσημβρινό ήλιο της νεωτερικότητας, στον κόσμο, όπου «η εγγύηση ότι δεν θα πεθαίνουμε από την πείνα ανταλλάχθηκε με την εγγύηση ότι θα πεθαίνουμε από πλήξη» - όπως το έθεσε ο Ραούλ Βανεγκέμ (Raoul Vaneigem.
Εκείνα τα χρόνια, 1971-1972-1973, ήταν τρομερά και παράξενα. Φαινόταν πως όλες οι εξεγέρσεις των τριών προηγούμενων δεκαετιών είχαν ξεθωριάσει με απίστευτη ταχύτητα, αφήνοντας πίσω μόνον τα «νέα κοινωνικά κινήματα», των γυναικών, των μαύρων, των Λατίνων στις ΗΠΑ, των ομοφυλόφιλων και των οικολόγων, που αγωνίζονταν κυρίως για να βρούν τρόπο να εισβάλλουν στο προσκήνιο. Εκτόνωση: όλη η σκοτεινή κάτω πλευρά, όλα τα «απωθημένα», όλα τα «μή νόμιμα» των κοινωνικών ομάδων πολιτισμικής αντιπολίτευσης της προηγούμενης περιόδου, των αποκλεισμένων εκτός προσκηνίου, είχαν βγεί βίαια στην επιφάνεια για να γίνουν νόμιμα, ρητά και δεδηλωμένα. Το «Underground» ήταν η επαναλαμβανόμενη με επιθετικό τρόπο και πολυ-υπερχρησιμοποιούμενη λέξη της εποχής, όμως όλα αυτά ήδη έβρισκαν τη θέση τους στην κυρίαρχη τάξη πραγμάτων. Πολύ πριν ο Φράνσις Φουκουγιάμα (Francis Fukuyama) τον κάνει μόδα, μελετούσαμε εμβριθώς την Εισαγωγή στην Ανάγνωση της Φιλοσοφίας του Χέγκελ (Introduction to the Reading of the Philosophy of Hegel) του Κοζέβ (Alexandre Kojève), που έμοιαζε να επαναλαμβάνει σαν ηχώ την αίσθηση που είχαμε: του να είσαι στο τέλος κάποιου πράγματος, αν όχι ακριβώς στο «τέλος της ιστορίας».
[«Απόρριψη της μεταφυσικής» (Νίτσε - Χάιντεγκερ) ή «πραγματοποίηση της μεταφυσικής» (Χέγκελ);]
[Ο Μισέλ Φουκώ, η πραγματικότητα, οι σημασίες της σε κάθε πολιτισμό και η επιστήμη]
Μέσα σ' αυτή την ατμόσφαιρα, κάποιοι στράφηκαν προς τον Φουκώ. Η δική του ιδέα της épistème, στο βιβλίο Οι Λέξεις και τα Πράγματα [Το γαλλικό πρωτότυπο δημοσιεύτηκε υπό τον τίτλο Les mots et les choses: Une archéologie des sciences humaines, άν και ο ίδιος ο Φουκώ προτιμούσε ως τίτλο το L' Ordre des Choses, επειδή ήδη υπήρχε βιβλίο άλλου συγγραφέα με τον τίτλο αυτό - ωστόσο η μετάφραση στα Αγγλικά είχε ως τίτλο The Order of Things - An Archaeology of the Human Sciences] φαίνονταν να προέρχεται από την έννοια του Heidegger Geschick - το «πεπρωμένο» ή «η λογική της πραγματικότητας» που υπάρχει κρυμμένη κάτω από κάθε τί συνειδητό ή κάτω από κάθε ενέργεια ενός πολιτισμού, και η οποία κατά καιρούς εξαφανίζεται μυστηριωδώς όπως ήρθε (αυτό το Geschick για τη Δύση ήταν η μεταφυσική της «παρουσίας», ή το Είναι υποβαθμισμένο σε «αναπαράσταση»). Ήταν ευρέως διαδεδομένη αίσθηση εκείνη την εποχή, ότι πράγματι, οι ιστορικές εποχές υποστηρίζονται από βαθιές, σιωπηρές, κοινά αποδεκτές παραδοχές [και κάθε εποχή έχει τα δικά της]. Αυτό διαδόθηκε προπαντός μέσω της θεωρίας του Κουν (Kuhn) περί επιστημονικών επαναστάσεων. Τις παραδοχές αυτές, ο Kuhn τις αποκάλεσε παραδείγματα [paradigm]. Ωστόσο, η διαδοχή από το ένα στο άλλο δεν μπορεί να ονομαστεί «πρόοδος» προς οποιουδήποτε είδους «αλήθεια» που ορίζεται έξω από τέτοια παραδείγματα, και ασφαλώς δεν μπορεί να συνδεθεί με πράγματα όπως, λόγου χάρη, η καπιταλιστική συσσώρευση. Θέλοντας και μη, η μετά το 1960 απαισιοδοξία άνοιγε το δρόμο στη «μεταμοντέρνα» πεποίθηση ότι μπορούμε να γνωρίσουμε μόνον τα «σημαίνοντα» [και όχι τα σημαινόμενα], ίσως και στην πεποίθηση ότι μόνον σημαίνοντα υπάρχουν. Λίγοι κατάλαβαν τότε (εξίσου λίγοι και σήμερα), ότι την εποχή εκείνη, τέτοιες ιδέες ήταν οι νυχτερινές σκέψεις του κεφαλαίου, καθώς επιταχυνόταν ολοένα και περισσότερο η μετάλλαξή του στην πλασματική του μορφή, την φαινομενικά αποκομμένη από κάθε σχέση με την παραγωγή ή την αναπαραγωγή.
Η πολεμική κραυγή ήταν η «απόρριψη της μεταφυσικής», με την παραδοχή ότι η μεταφυσική είχε αρχίσει να εμφανίζεται μετά τον Ηράκλειτο. Αιφνιδιαστήκαμε και εντυπωσιαστήκαμε από το γεγονός, ότι οι δύο αντίθετες απόψεις, του Χέγκελ και του Χάϊντεγκερ, εκκινούσαν από το ίδιο Ηρακλείτιο απόσπασμα. Η «πραγματοποίηση της μεταφυσικής» και η «απόρριψη της μεταφυσικής» έχουν στοιχεία που μοιάζουν πάρα πολύ μεταξύ τους, ωστόσο μοιάζουν όπως μοιάζουν δύο πλοία που περνούν μπροστά μας μέσα στη νύχτα.
Για τον Νίτσε, «μεταφυσική» ήταν ο Πλατωνικός κόσμος των ιδεών, ο οποίος συγχωνεύτηκε με την ιουδαιο-χριστιανική οικουμενικότητα κατά την ύστερη αρχαιότητα· το «ζωτικό ψεύδος» εξυψώθηκε τότε «πάνω» από την «πραγματικότητα» και με αυτό ως γνώμονα έπρεπε να κρίνεται και να αξιολογείται η ζωή· και έβγαινε λειψή. «Η λογική είναι καλύτερη από τη ζωή», ήταν η άποψη που μας κληροδοτήθηκε από τον Παρμενίδη και του Ζήνωνα, στην οποία επιτέθηκε ο Νίτσε στο πρώιμο έργο του Η Φιλοσοφία στην Τραγική Εποχή των Ελλήνων. Αυτή η άποψη που βλέπει μια υπερ-χρονική, υπερ-χωρική «έννοια» να πλανάται πάνω από «ζωή», παρέμεινε μέχρι τέλους ως σταθερά στο κατηγορητήριο του Νίτσε εναντίον του «Δυτικού μηδενισμού». Η Δυτική παράδοση ήταν κατά τη γνώμη του «μηδενιστική», διότι αυτή η «έννοια», αυτό το υπεράνω τόπου και χρόνου πλεονεκτικό σημείο, ήταν κυριολεκτικά «τίποτε», ήταν κάτι άδειο, ήταν μια διαβολικά ευφυής εκδήλωση της δυσαρέσκειας όσων έχουν αδύναμη θέληση, σκηνοθετημένη για να σύρει τους «ισχυρούς» προς τα κάτω, προς το επίπεδο των «αδύναμων». Ήταν αυτή που αργότερα έγινε η φιλοσοφία του χριστιανικού μονοθεϊσμού.
Ο Χάϊντεγκερ υιοθέτησε αυτή την προβληματική και την προχώρησε πολύ περισσότερο. Στην πρώιμη περίοδό του (Sein und Zeit - Eίvαι και Χρόνος, 1927) ξεκίνησε από το σημείο όπου είχε σταματήσει ο Νίτσε, με την προβληματική περί του Νιτσεϊκού Υπερανθρώπου, σύμφωνα με την οποία το άτομο διαμορφώνει τη δική του πραγματικότητα μέσω μιας αισθητικοποιημένης θέλησης για δύναμη, η οποία έχει ως μοναδικό περιορισμό τα όρια που οριζουν οι τέτοιες θελήσεις των άλλων ατόμων. Ωστόσο ο Heidegger ανέπτυξε μιαν εντελώς διαφορετική γλώσσα για την ανάλυση αυτή, η οποία έφερε βαθιά σημάδια του έργου του Κίρκεγκωρ, της Χουσερλιανής φαινομενολογίας και της προ-1914 Φιλοσοφίας της Ζωής (Lebensphilosophie). Αλλά στην μεταγενέστερη περίοδο του, κατέληξε στο συμπέρασμα ό,τι τόσο από το έργο του Νίτσε, όσο και από το δικό του πρώιμο έργο προέκυπτε το εξής: το αποκορύφωμα της Δυτικής μεταφυσικής ήταν μια πλανητική θέληση-για-δύναμη που μετατρέπει όλη την πραγματικότητα σε «παρουσία», σε μια εικόνα, σε μια αναπαράσταση, όπως ενσαρκώνεται στην επιστήμη και στην τεχνολογία.
Ο Heidegger, όπως μετά από αυτόν ο Φουκώ, στόχευσε με την κριτική του απευθείας εναντίον της διαλεκτικής σκέψης, εναντίον του λόγου που τείνει να απορροφήσει το άλλο στο ίδιο, που κατανοεί την «ετερότητα» ως αποξένωση. Ή όπως είπε ο Μαρξ, παραπέμποντας στον αρχαίο συγγραφέα θεατρικών έργων Τερέντιο, «τίποτε το ανθρώπινο δεν μου είναι ξένο». Στη μάχη εναντίον αυτού του είδους ορθολογισμού, ο Heidegger προσπάθησε να ορθώσει το τείχος της Differenz, της διαφοράς που δεν επιδέχεται διαλεκτική διαμεσολάβηση ούτε αντικαθίσταται από οποιαδήποτε ιστορική διαδικασία, αλλά απλά ... είναι διαφορά.
Εκείνα τα χρόνια 1971-1972-1973, αυτό το όραμα έγινε ελκυστικό. Καθώς προσπαθούσαμε να κατανοήσουμε την αφηρημένη, «άυλη» σελοφάν, μέσα στην οποία ο καπιταλισμός περιτυλίγει όλη την αισθητή πραγματικότητα, το να βλέπουμε αυτή την τρομακτική αφαίρεση που κατάγονταν από τους Προσωκρατικούς ήταν κάτι πάρα πολύ ενδιαφέρον. Φυσικά, γνωρίζαμε επίσης, ότι αυτό βλάστησε και αναπτύχθηκε από την αφαίρεση του εμπορεύματος, αν και δίναμε λιγότερη προσοχή στις μαρξιστικές αναλύσεις των Μόρις Κόρνφορθ (Maurice Cornforth) και Άλφρεντ Ζον-Ρέτελ (Alfred Sohn-Rethel), οι οποίοι ανέλυαν τους Προσωκρατικούς ακριβώς μέσα σ' αυτό το πλαίσιο.
Για τον Νίτσε, «μεταφυσική» ήταν ο Πλατωνικός κόσμος των ιδεών, ο οποίος συγχωνεύτηκε με την ιουδαιο-χριστιανική οικουμενικότητα κατά την ύστερη αρχαιότητα· το «ζωτικό ψεύδος» εξυψώθηκε τότε «πάνω» από την «πραγματικότητα» και με αυτό ως γνώμονα έπρεπε να κρίνεται και να αξιολογείται η ζωή· και έβγαινε λειψή. «Η λογική είναι καλύτερη από τη ζωή», ήταν η άποψη που μας κληροδοτήθηκε από τον Παρμενίδη και του Ζήνωνα, στην οποία επιτέθηκε ο Νίτσε στο πρώιμο έργο του Η Φιλοσοφία στην Τραγική Εποχή των Ελλήνων. Αυτή η άποψη που βλέπει μια υπερ-χρονική, υπερ-χωρική «έννοια» να πλανάται πάνω από «ζωή», παρέμεινε μέχρι τέλους ως σταθερά στο κατηγορητήριο του Νίτσε εναντίον του «Δυτικού μηδενισμού». Η Δυτική παράδοση ήταν κατά τη γνώμη του «μηδενιστική», διότι αυτή η «έννοια», αυτό το υπεράνω τόπου και χρόνου πλεονεκτικό σημείο, ήταν κυριολεκτικά «τίποτε», ήταν κάτι άδειο, ήταν μια διαβολικά ευφυής εκδήλωση της δυσαρέσκειας όσων έχουν αδύναμη θέληση, σκηνοθετημένη για να σύρει τους «ισχυρούς» προς τα κάτω, προς το επίπεδο των «αδύναμων». Ήταν αυτή που αργότερα έγινε η φιλοσοφία του χριστιανικού μονοθεϊσμού.
Ο Χάϊντεγκερ υιοθέτησε αυτή την προβληματική και την προχώρησε πολύ περισσότερο. Στην πρώιμη περίοδό του (Sein und Zeit - Eίvαι και Χρόνος, 1927) ξεκίνησε από το σημείο όπου είχε σταματήσει ο Νίτσε, με την προβληματική περί του Νιτσεϊκού Υπερανθρώπου, σύμφωνα με την οποία το άτομο διαμορφώνει τη δική του πραγματικότητα μέσω μιας αισθητικοποιημένης θέλησης για δύναμη, η οποία έχει ως μοναδικό περιορισμό τα όρια που οριζουν οι τέτοιες θελήσεις των άλλων ατόμων. Ωστόσο ο Heidegger ανέπτυξε μιαν εντελώς διαφορετική γλώσσα για την ανάλυση αυτή, η οποία έφερε βαθιά σημάδια του έργου του Κίρκεγκωρ, της Χουσερλιανής φαινομενολογίας και της προ-1914 Φιλοσοφίας της Ζωής (Lebensphilosophie). Αλλά στην μεταγενέστερη περίοδο του, κατέληξε στο συμπέρασμα ό,τι τόσο από το έργο του Νίτσε, όσο και από το δικό του πρώιμο έργο προέκυπτε το εξής: το αποκορύφωμα της Δυτικής μεταφυσικής ήταν μια πλανητική θέληση-για-δύναμη που μετατρέπει όλη την πραγματικότητα σε «παρουσία», σε μια εικόνα, σε μια αναπαράσταση, όπως ενσαρκώνεται στην επιστήμη και στην τεχνολογία.
Ο Heidegger, όπως μετά από αυτόν ο Φουκώ, στόχευσε με την κριτική του απευθείας εναντίον της διαλεκτικής σκέψης, εναντίον του λόγου που τείνει να απορροφήσει το άλλο στο ίδιο, που κατανοεί την «ετερότητα» ως αποξένωση. Ή όπως είπε ο Μαρξ, παραπέμποντας στον αρχαίο συγγραφέα θεατρικών έργων Τερέντιο, «τίποτε το ανθρώπινο δεν μου είναι ξένο». Στη μάχη εναντίον αυτού του είδους ορθολογισμού, ο Heidegger προσπάθησε να ορθώσει το τείχος της Differenz, της διαφοράς που δεν επιδέχεται διαλεκτική διαμεσολάβηση ούτε αντικαθίσταται από οποιαδήποτε ιστορική διαδικασία, αλλά απλά ... είναι διαφορά.
Εκείνα τα χρόνια 1971-1972-1973, αυτό το όραμα έγινε ελκυστικό. Καθώς προσπαθούσαμε να κατανοήσουμε την αφηρημένη, «άυλη» σελοφάν, μέσα στην οποία ο καπιταλισμός περιτυλίγει όλη την αισθητή πραγματικότητα, το να βλέπουμε αυτή την τρομακτική αφαίρεση που κατάγονταν από τους Προσωκρατικούς ήταν κάτι πάρα πολύ ενδιαφέρον. Φυσικά, γνωρίζαμε επίσης, ότι αυτό βλάστησε και αναπτύχθηκε από την αφαίρεση του εμπορεύματος, αν και δίναμε λιγότερη προσοχή στις μαρξιστικές αναλύσεις των Μόρις Κόρνφορθ (Maurice Cornforth) και Άλφρεντ Ζον-Ρέτελ (Alfred Sohn-Rethel), οι οποίοι ανέλυαν τους Προσωκρατικούς ακριβώς μέσα σ' αυτό το πλαίσιο.
[Νίτσε και νεοκλασικά οικονομικά. Μια απλή χρονική σύμπτωση;]
Παρατήρησε όμως ποτέ κανείς, ότι ο Φρίντριχ Νίτσε εμφανίστηκε στη δεκαετία του 1870 ταυτόχρονα με τα νεοκλασικά οικονομικά; Συσχέτισε ποτέ κανείς την εμφάνισή του με την εντατική φάση της καπιταλιστικής συσσώρευσης, η οποία, στις ΗΠΑ και στη Γερμανία, για πρώτη φορά άρχισε να παίρνει συγκεριμένη μορφή στην εν λόγω δεκαετία;
Η εμφάνιση των νεοκλασικών οικονομικών (William Stanley Jevons, Carl Menger, Léon Walras) έβαλε στη θέση της παραγωγής την κατανάλωση και τις ατομικές «προτιμήσεις», ως μια αστική οπτική γωνία για τα «οικονομικά» (όπως άρχισαν να ονομάζονται, σε αντικατάσταση του όρου πολιτική οικονομία). Κάποιοι σύγχρονοι της Αυστριακής οικονομικής Σχολής, μια-δυο δεκαετίες αργότερα, αυτή την αλλαγή οπτικής γωνίας την αποκάλεσαν ρητά «υποκειμενοποίηση» των οικονομικών. Όλοι γνωρίζουμε ότι αυτή η αλλαγή είχε ως αποτέλεσμα τον ενταφιασμό της προ-μαρξικής εργασιακής θεωρίας της αξίας, το αποκορύφωμα της οποίας ήταν οι εργασίες του Ρικάρντο (Ricardo) και ο Ρικαρδιανός σοσιαλισμός της δεκαετίας του 1840. Το μεγαλύτερο μέρος του σχολιασμού έχει επικεντρωθεί στη σχέση των μετά το 1870 «οικονομικών» με την απάντηση στην εμφάνιση του σοσιαλιστικού εργατικού κινήματος που αναδύθηκε από τις επαναστάσεις του 1848 και από την Παρισινή Κομμούνα. Στο νέο κλίμα, ήταν πια απαραίτητο [για τις κυρίαρχες κοινωνικές δυνάμεις] να καταργηθούν σχεδόν δύο αιώνες έντονων διαδοχικών προσπαθειών που είχαν ως στόχο να δειχθεί ότι η εργασία ήταν η πηγή όλου του πλούτου. Όμως, πολύ λιγότερη προσοχή δόθηκε στην μετατόπιση της παγκόσμιας συσσώρευσης από τον τομέα των παραγωγικών αγαθών στον τομέα των καταναλωτικών αγαθών, στενά συνδεδεμένη με την παγκόσμια αγορά αγροτικών προιόντων και με την παγκόσμια ύφεση στην αγροτική παραγωγή μετά το 1873.
Μέσα σ' αυτή την [οικονομική] πραγματικότητα εμφανίστηκε ο Νίτσε και αργότερα ο Χάιντεγκερ. Το κλείσιμο της αλήθειας σε εισαγωγικά από τον Νίτσε, η ιδέα ότι η «αλήθεια» είναι μια αισθητική δημιουργία που επιβάλλεται επί του χάους από την θέληση-για-εξουσία του Υπερανθρώπου, ήταν η ακραία αφηρημένη «υψηλή» θεωρητικοποίηση της έναρξης εκείνης της εποχής, στην οποία άρχισε η παγκόσμια συσσώρευση, προπαντός στην Αγγλία (η οποία, τότε, ήταν ακόμη το κέντρο του συστήματος και θα έμενε για πολλές επόμενες δεκαετίες), για να συμπεριλάβει τη σημαντική διάσταση των εισοδηματιών του πλασματικού κεφαλαίου. Έτσι έδειχνε να κλείνει ομοίως σε εισαγωγικά [και άρα να θέτει υπό αίρεση, να σχετικοποιεί] κάθε συγκεκριμένη σχέση με τον κόσμο της παραγωγής και της αναπαραγωγής.
Υπάρχει όμως και κάτι άλλο: Η βαθιά αντι-διαλεκτική στάση του Νίτσε και του Χάιντεγκερ, η οποία στόχευε εναντίον του Χέγκελ αλλά εξ ανακλάσεως και εναντίον του Μαρξ, ήταν ευθεία επίθεση εναντίον της θεωρίας του Μαρξ περί εργατικής δύναμης.
Μέσα σ' αυτή την [οικονομική] πραγματικότητα εμφανίστηκε ο Νίτσε και αργότερα ο Χάιντεγκερ. Το κλείσιμο της αλήθειας σε εισαγωγικά από τον Νίτσε, η ιδέα ότι η «αλήθεια» είναι μια αισθητική δημιουργία που επιβάλλεται επί του χάους από την θέληση-για-εξουσία του Υπερανθρώπου, ήταν η ακραία αφηρημένη «υψηλή» θεωρητικοποίηση της έναρξης εκείνης της εποχής, στην οποία άρχισε η παγκόσμια συσσώρευση, προπαντός στην Αγγλία (η οποία, τότε, ήταν ακόμη το κέντρο του συστήματος και θα έμενε για πολλές επόμενες δεκαετίες), για να συμπεριλάβει τη σημαντική διάσταση των εισοδηματιών του πλασματικού κεφαλαίου. Έτσι έδειχνε να κλείνει ομοίως σε εισαγωγικά [και άρα να θέτει υπό αίρεση, να σχετικοποιεί] κάθε συγκεκριμένη σχέση με τον κόσμο της παραγωγής και της αναπαραγωγής.
Υπάρχει όμως και κάτι άλλο: Η βαθιά αντι-διαλεκτική στάση του Νίτσε και του Χάιντεγκερ, η οποία στόχευε εναντίον του Χέγκελ αλλά εξ ανακλάσεως και εναντίον του Μαρξ, ήταν ευθεία επίθεση εναντίον της θεωρίας του Μαρξ περί εργατικής δύναμης.
Η εμφάνιση του κινήματος των Κομμουνιστών το 1848 - οι ημέρες του Ιουνίου στο Παρίσι, το Μανιφέστο - «έκοψε την ιστορία στα δυό», όπως ακριβώς ο ίδιος ο Νίτσε υποστήριξε ότι έκανε μερικές δεκαετίες αργότερα. Σύμφωνα με τη θεωρία του Μαρξ, η εμφάνιση του κομμουνισμού έθεσε ως διακύβευμα στην πράξη την πραγματοποίηση και την υπέρβαση όλης της μέχρι τότε φιλοσοφίας, πολιτικής οικονομίας και πολιτισμικής εξέλιξης. Ο κομμουνισμός δήλωνε κατηγορηματικά: όλες οι προηγούμενες πολιτισμικές μορφές ήταν εκφράσεις αυτού που η κοινωνία (δηλαδή οι δυνάμεις του ανθρώπου) δεν μπορούσαν να κάνουν. Ήταν αποζημιώσεις και παρηγοριές για το γεγονός ότι η κοινωνική πρόοδος προχωρούσε εις βάρος του ατόμου. Η απόσταση μεταξύ του Ναπολέοντα Ι και του Ναπολέοντα ΙΙΙ, όπως την εξεικόνισε ο Μαρξ στο έργο του Η 18η Μπρυμαίρ, είναι ακριβώς αυτή η απόσταση μεταξύ των δύο περιόδων. Ολόκληρος ο αστικός πολιτισμός μετά το 1850, συνειδητά ή όχι, ήταν μια απάντηση στην πρόκληση του κομμουνισμού. Ήταν μια προσπάθεια να διατηρηθεί η απομονωμένη ατομική οπτική γωνία ως τρόπος παρατήρησης, ενώ γινόταν ολοένα πιο σαφές αυτό που θα μπορούσε να κάνει η κοινωνία, ότι η κοινωνική πρόοδος δεν χρειάζεται πλέον να προχωρεί εις βάρος του ατόμου, αλλά, αντίθετα, το άτομο θα μπορούσε επιτέλους να οικειοποιείται τις κοινωνικές δυνάμεις σαν να είναι δικές του.
Paul Klee - Equals Infinity, 1932 |
[Το παραπάνω ισχύει], επειδή η Μαρξική θεωρία της εργατικής δύναμης ήταν ακριβώς η μετεγκατάσταση του παγκόσμιου πνεύματος του Χέγκελ στην «ατομικότητα ως εξίσου πολύπλευρη τόσο στην παραγωγή όσο και στην κατανάλωσή της» (Grundrisse, [βλ. παραπάνω]). Είναι μια θεωρία της αναστοχαστικής και απτής παγκόσμιας πράξης [sinnliche umwälzende Tätigkeit], μια θεωρία της δράσης, το αντικείμενο της οποίας είναι ταυτόχρονα και ο δρων παράγοντας. Ο άνθρωπος στον κομμουνισμό «το πρωί θα κάνει τον ψαρά, το απόγευμα τον κυνηγό και το βράδυ θα γράφει κριτικά άρθρα για να ασκεί κριτική», πράγμα που σημαίνει ότι δεν θα του αποδίδεται ένα και μοναδικό συγκεκριμένο κατηγόρημα [ή ιδιότητα], αλλά θα σχετίζεται με διάφορες συγκεκριμένες ιδιότητες και συνακόλουθα μια σχέση με τον εαυτό του. «Ο πολλαπλασιασμός των δυνάμεων του ανθρώπου είναι ο τελικός σκοπός του». Αυτή είναι η κοινωνική πραγματοποίηση του πραγματικού απείρου του Νικολάου Κουζανού [του Νεοπλατωνιστή καρδινάλιου Nikolaus von Kues ή Nicolaus Cusanus ή Nikolaus Krebs ή Nikolaus Cryfts, 1401-1464 - De docta ignorantia (Λατ.: Bibliotheca Augustana)]. Εναντίον αυτής της σχέσης, η οποία σχετίζεται με τον εαυτό της [sich-selbst-verhaltendes-Verhältnis], στράφηκε μισο-συνειδητά ή συνειδητά το σύνολο της αστικής σκέψης, οδηγούμενο από τον Νίτσε και τον Χάιντεγκερ. Οι φοβεροί και τρομεροί ριζοσπαστικοί μεταμοντέρνοι εξαπέλυσαν γενική επίθεση εναντίον της δημιουργικής δύναμης της εργασίας.
Ίσως είναι παρατραβηγμένο να βλέπουμε τις απόπειρες του Νίτσε και προπαντός του Χάιντεγκερ, να θεμελιώσουν μια διαφορά αντι-διαλεκτικού τύπου, διαφορά που δεν επιδέχεται αναγωγή (ο Derrida αργότερα την ονόμασε différance), ως το θεωρητικό προείκασμα της ευέλικτης μικρής επιχείρησης, του στοχευμένου μάρκετινγκ, των καταναλωτικών ειδών για ιδιαίτερα γούστα ή κοινωνικές ομάδες (niche consumption) και των «μετα-φορντικών» μεθόδων παραγωγής (αν και είναι ακριβέστατο να τις συνδέσουμε χρονικά με τα νεοκλασικά οικονομικά που εμφανίστηκαν μετά το 1870). Το υπόγειο αίσθημα εχθρότητας εναντίον «του μεγάλου» και της «μεγαλοπρέπειας», δηλαδή κατά της «γραφειοκρατίας», των «κυρίαρχων μεγάλων αφηγήσεων» της ιστορίας, της παραγωγής σε μεγάλη κλίμακα και των υπηρεσιών κοινωνικής πρόνοιας, δηλαδή ενάντια σε ό,τι ήταν το σήμα κατατεθέν των γραφειοκρατικής μορφής κρατικιστικών καθεστώτων των τριών πρώτων δεκαετιών μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο (σοσιαλδημοκρατικών, σταλινικών και τριτοκοσμικών), δεν είχε την ανάγκη τέτοιων συμμάχων που απευθύνονται σε πολύ ειδικό κοινό. Όμως, δεν είναι υπερβολή να πούμε, ότι αυτές οι θεωρίες σάρωσαν τον κόσμο, ιδιαίτερα τις ΗΠΑ, ξεκινώντας στις αρχές της δεκαετίας του 1970 ως μέρος ενός γενικού πολέμου ενάντια σε κάθε τι το κοινωνικό σε κάθε επίπεδο. Ο πόλεμος αυτός ήταν η καπιταλιστική απάντηση στην έξαρση του 1968 και στα επακόλουθά της. [Άρνηση των «μεγάλων αφηγήσεων», στροφή του κεφαλαίου προς την πλασματική μορφή του]
Καλυμμένοι πίσω από όλες αυτές τις πολύ βολικές επιθέσεις εναντίον των «μεγάλων αφηγήσεων» και κατά της «γραφειοκρατίας», οι καπιταλιστές και οι ιδεολόγοι τους - οι θεωρητικοί της «διαφοράς» - έστρεψαν την προσοχή τους στο πραγματικό τους «πρόβλημα», στην εργατική τάξη ως όλον, η οποία τους είχε ενσπείρει πραγματικό φόβο από το 1968 έως το 1973. Η κονιορτοποίηση κάθε πράγματος που θα μπορούσε να εκληφθεί ως «γενικό συμφέρον», η καταστροφή των μεγάλων «οχυρών των εργαζομένων» στο Ντιτρόιτ, στο Μάντσεστερ, στο Μπιλανκούρ και στο Τορίνο, η συγκλονιστική αναστροφή σε όλη τη Δύση μετά το 1968 των προηγούμενων μεταπολεμικών τάσεων προς μεγαλύτερη εισοδηματική ισότητα, οι «πολιτικές της ταυτότητας» διαφόρων κοινωνικών ομάδων που υποστήριζαν ότι δεν έχουν τίποτε κοινό με κάποιον άλλο, η φαινομενικά απεριόριστη ικανότητα του κεφαλαίου να επιτίθεται, να αναθέτει επωφελή γι' αυτό καθήκοντα σε άλλους [outsourcing] και να συρρικνώνει χωρίς να λογαριάζει καμμιά «αντίφαση» που το υπονομεύει, όλα αυτά δημιούργησαν κατάλληλο κλίμα για να χλευάζουν οι μεταμοντέρνοι τον «θεμελιωτισμό» [βλ. The Oxford Dictionary of Philosophy] ως μια «αιωνιότητα αποτελούμενη από κακά αστεία», Αυτό συνέβαινε την ώρα που η ελπίδα για μιαν υψηλότερου επιπέδου οργάνωση της κοινωνίας πέρα από τον καπιταλισμό φαίνονταν να μαραζώνει μέρα με τη μέρα.
Αυτός ήταν ο κοινωνικός και ιδεολογικός κόσμος της ριζοσπαστικοποιημένης μεσαίας τάξης στις αρχές της δεκαετίας του 1970. Αυτό που κατέληγε και ολοκληρώθηκε εκεί και τότε, ήταν η κοσμοϊστορική διαδρομή της άρνησης, η θεωρία για τη σύγχρονη ιστορία που παρουσιάστηκε με τη «φιλοσοφία - δημόσιο λειτουργό» του Χέγκελ, χωρίς καμμιά σχέση με το μετασχηματισμό της φύσης.
Ασφαλώς, η άρνηση είχε ξεκινήσει από τους αρχαίους Έλληνες, με την κοσμολογία του σημείου - γραμμής - επιπέδου - κύβου την καταγόμενη από τη «διαίρεση της φύσης»· ολοκληρώθηκε από τον Zήνωνα Ελεάτη και τον Παρμενίδη με την μεταφυσική του απειροστού, δηλαδή με την ιδέα του [δυνητικού - κατά τον Αριστοτέλη] απείρου, ως ασυμπτωτικής κίνησης στο χώρο ή στο χρόνο προς έναν στόχο που δεν φτάνουμε ποτέ, όπως την βλέπουμε στα παράδοξα του Ζήνωνα. Στο εξής, για τη Δυτική αντίληψη της φύσης, το «άπειρο» γίνεται κατανοητό ως ένα «απειροστό» [ή «απειροελάχιστο»] είτε στο χώρο (το σημείο) είτε στο χρόνο (η στιγμή), το οποίο, στις αρχές της σύγχρονης περιόδου, απέκτησε το ίδιο μιαν υλική υπόσταση στη φυσική του Νεύτωνα. Έχοντας ως αφετηρία τον Νεύτωνα, η σύλληψη αυτή γενικεύτηκε σε μια ολόκληρη «οντολογία», σε όλους σχεδόν τους τομείς της επιστήμης και του πολιτισμού. Εκείνη η στιγμή ήταν η κοινωνική και η επιστημολογική αφετηρία για την ιδέα της «νεκρής φύσης», η οποία φαινόταν να κυριαρχεί παντού στις δεκαετίες του 1950 και του 1960. Η φύση ήταν γραμμική, όπως οι γραμμές της υψηλής μοντερνιστικής τεχνοκρατίας και της αρχιτεκτονικής της ήταν ευθείες.
[Ο «άλλος Διαφωτισμός»: Από τον νεο-Πλατωνισμό του Νικολάου Κουζανού στους Σπινόζα και Λάιμπνιτς]
Όμως, από την εποχή των αστικών επαναστάσεων και μετά, στην Αγγλία, στην Αμερική και προπαντός στη Γαλλία, εισέβαλλε για πρώτη φορά στον Δυτικό πολιτισμό η συνείδηση της ιστορίας ως μια διάσταση του πραγματικού, όπως θεωρητικοποιήθηκε στο υψηλότερο επίπεδο μέσα στο έργο του G.F.W. Hegel. Στη Δυτική σκέψη, συμπεριλαμβανομένης της Δυτικής σκέψης για τη φύση, «εισέβαλλε» ο χρόνος. Για πρώτη φορά έγινε αντιληπτό ότι η πραγματικότητα των συγκεκριμένων ανθρώπων στην κοινωνία δεν ορίζονταν από κάποιο στατικό, διαχρονικό ιδανικό του Ανθρώπου, αλλά από ό,τι αυτοί είχαν δυνάμει την ικανότητα να γίνουν ως κοινωνικές τάξεις. Ορίζονταν από την ιστορική τους τροχιά. Αυτό, και μόνον αυτο, είναι το νόημα του ισχυρισμού του Χέγκελ ότι το «πραγματικό είναι λογικό», παρόλο που η διατύπωση αυτή, σε μια εντελώς απλουστευτικά αναγωγική ερμηνεία, έχει χρησιμοποιηθεί ή κατανοηθεί συχνότατα ως μια υπεράσπιση του ενός ή του άλλου status quo.Είναι πιο δύσκολο σήμερα, μετά από από τρεις και περισσότερες δεκαετίες οικολογισμού και περιβαλλοντισμού, να θυμόμαστε σε ποιο βαθμό ο σύγχρονος πολιτισμός, από τον 17ο και τον 18ο αιώνα των αστικών επαναστάσεων μέχρι τη δεκαετία του 1960, εξελίχτηκε μέσα σε έναν όλο και πιο στενό εγκλωβισμό στην ιδέα περί «νεκρής φύσης». Ίσως, το αποκορύφωμα αυτής της τάσης ήταν η Εγελιανή αναγέννηση των δεκαετιών του 1950 και 1960, η οποία έπαιξε τόσο αποφασιστικό ρόλο στον μαρξισμό της Νέας Αριστεράς, σε συνδυασμό με την μετάγγιση πολλών έργων του Μαρξ προηγουμένως άγνωστων, γραμμένων είτε στη δεκαετία του 1840, είτε στην όψιμη περίοδο, όπως τα γραπτά του για τη ρωσική αγροτική κοινότητα και τα Εθνολογικά Τετράδια. Ωστόσο, το σταθερό και εύφορο έδαφος πίσω από την Εγελιανή αναγέννηση του μαρξισμού ήταν η επανάκτηση των ευρύτερων, νεο-Πλατωνικών πηγών της μαρξικής διαλεκτικής, του Πλωτίνου, του Εριγένους (Erigena), του Μάιστερ Έκχαρτ (Eckhart), του Κουζανού, του Μπρούνο (Jordano Bruno) και του Μπαίμε (Jakob Böhme). Την επανάκτηση αυτή την οφείλουμε στις εργασίες του Έρνστ Μπλοχ (Ernst Bloch), του Λέζεκ Κολακόφσκι (Leszek Kołakowski) και άλλων. Η παράδοση αυτών των νεο-Πλατωνικών πηγών έβλεπε τη φύση ως natura naturans [«φύση που δρα ως φύση», δηλαδή ως ενεργός δύναμη που δημιουργεί και αναδημιουργεί τον εαυτό της ως αυτοσκοπό, ιδέα αντίθετη της αδρανούς ή «νεκρής φύσης»· την natura naturans μπορούμε να την θεωρήσουμε και ως ένα άλλο όνομα που έδινε στον Δημιουργό ο πανθεϊστής Σπινόζα], και με αυτή την αντίληψη συμβάδιζε η ιδέα του πραγματικού [και όχι πια μόνον δυνητικού] απείρου (actual infinity), η οποία για πρώτη φορά διατυπώθηκε από τον Νικόλαο Κουζανό και τον Τζορντάνο Μπρούνο και πέρασε μέσω του Σπινόζα (Spinoza) και του Λάιμπνιτς (Leibnitz) στον Χέγκελ και στον Μαρξ. Οι δύο τελευταίοι [Σπινόζα και Λάιμπνιτς] αποτελούν συστατικά στοιχεία μιας εντελώς διαφορετικής αντίληψης για τη φύση και την επιστήμη. Και γι' αυτούς ακριβώς τους δύο τελευταίους, μαζί και γι' αυτήν την εναλλακτική αντίληψη για τη φύση και την επιστήμη, η Νέα Αριστερά (όπως και η υπόλοιπη κοινωνία) έτρεφε παντελή άγνοια στη δεκαετία του 1960.
Η άγνοια αυτή επικράτησε και διατηρήθηκε εξ αιτίας της πραγμοποιημένης άποψης περί ιστορίας που μας κληροδότησε ο Διαφωτισμός του 18ου αιώνα. Τότε δημιουργήθηκε μια οπτική γωνία που αναδρομικά απομόνωσε και απέκρυψε στο μεγαλύτερο μέρος του όλο αυτό το ρεύμα των ιδεών, το βαθιά συνυφασμένο με τη θρησκεία και με το μυστικισμό. Στην καλύτερη περίπτωση, απέμειναν ενεργοί μερικοί δευτερεύοντες παραπόταμοί του. Έτσι μπόρεσε να επικρατήσει μια άποψη περί μεταφυσικής που άφηνε ελεύθερο πεδίο στον Νίτσε και στον Χάιντεγκερ να ανοίξουν πόλεμο εναντίον της.
[Χάιντεγκερ, μεταμοντέρνοι και «πολιτισμικές σπουδές» εναντίον Χέγκελ: μια σύγκρουση στο έδαφος του θετικισμού. Η εργασία ανάκτησης των Μπλοχ και Κολακόφσκι]
Η αντιδιαστολή Χάιντεγκερ εναντίον Χέγκελ μπορούσε να προκύψει μόνον μέσα σε έναν κόσμο που κύτταζε μέσα από τους φακούς του θετικισμού ολόκληρη την περίοδο 1450-1650, δηλαδή την περίοδο της επιστημονικής επανάστασης, αποκορύφωμά της οποίας ήταν ο Νεύτωνας, και της «αναγέννησης της ειδωλολατρικής αρχαιότητας» που οδήγησε στον Διαφωτισμό. Ο κόσμος αυτός δεν επιδείκνυε κανένα ενδιαφέρον για τον Πλωτίνο, για τον Erigena, για τον Νικόλαο Κουζανό, για τον Μπρούνο, για τον Κέπλερ, για τον Μπαίμε, για τον Λάιμπνιτς, για τον Σπινόζα, για τα ζητήματα του «πραγματικού απείρου» και της natura naturans. Ο Χάιντεγκερ μπορούσε να υπάρξει μόνον μέσα σε μια παράδοση όπου είχε επικρατήσει η λήθη γι' αυτές τις πραγματικότητες. Σχεδόν κανείς, εκτός από τους Μπλοχ, Κολακόφσκι και μερικούς άλλους, δεν διέκρινε ότι ο Μαρξ είχε μεταθέσει και μετασχηματίσει αυτή την παράδοση σε μια υλιστική άποψη της κοινωνίας και της φύσης. Μόνον λίγοι το αναγνωρίζουν, ακόμα και σήμερα. Το πολιτισμικό πλαίσιο της δεκαετίας του 1960, αλλά και ο «μεταμοντερνισμός» και οι «πολιτισμικές σπουδές», πράγματα που ακόμη και σήμερα εξακολουθούν να επιβιώνουν επειδή τρέφονται από τη δεκαετία του 1960 ή πιο συγκεκριμένα από την ήττα της δεκαετίας του 1960, δεν μπορούν να κατανοηθούν άν δεν αναγνωρίσουμε πόσο ακρωτηριασμένη ήταν η ιστορική αίσθηση εκείνη την εποχή. Δεν ήταν απλώς «ευρωκεντρική». Παρ' όλο τον ανεστραμμένο πατριωτισμό που επικρατούσε, άν και οι Βιετκόνγκ, οι Γκεβαριστές αντάρτες και η Κίνα του Μάο δοξάστηκαν από πολλές «μαζορέτες» τους στη Δύση, όλα αυτά ήταν «ευρωκεντρικά» με πολύ ιδιαίτερο τρόπο. Επίσης, ο πολιτισμός του 1960 ήταν εντελώς τυφλός για κάθε τι στην ιστορία της ίδιας της Δύσης, που δεν οδηγούσε στον τεχνοκρατικό, επιστημονικίστικο «διαχειριζόμενο» κόσμο, σ' αυτόν που θεωρούσε ως οίκο και πατρίδα του ο πολιτισμός αυτός. Όπως και στο βασίλειο του Urizen, για το οποίο μας προειδοποίησε ο Ουίλιαμ Μπλέικ (Blake), ο νεωτερικός πολιτισμός θεώρησε την infâme τριάδα Τζων Λοκ (Locke), Νεύτωνα και Βολταίρου ως αδιαφιλονίκητους (αν και συχνά μη αναγνωρισμένους) κατασκευαστές των θεμελίων του κόσμου του. Αποδέχτηκε τον διαχωρισμό του πνεύματος και της φύσης, εκείνον που επικράτησε στον 16ο και 17ο αιώνα, ο οποίος ήταν ανυπόστατος για τον Μπρούνο ή τον Κέπλερ. Τρέφεται από αυτόν τον διαχωρισμό. Δεν «βλέπει» την αστρολογία, την αλχημεία, την Καμπάλα και τον Νεοπλατωνισμό της Αναγέννησης, παρά μόνον ως αντικείμενα για αρχαιοδίφες ή παλαιοπώλες. Δεν «βλέπει» τις πολλαπλές εκδόσεις των έργων του Γερμανού μυστικιστή Jacob Boehme, τις δημοσιευμένες κατά το αποκορύφωμα της Αγγλικής Επανάστασης της δεκαετίας του 1640. Θεωρεί ότι οι τότε επαναστάσεις, επιστημονικές ή πολιτικές, ήταν κοσμικά, αντι-θρησκευτικά γεγονότα· συνακόλουθα, θεωρεί και όλο το «με νόημα παρελθόν», δηλαδή το σημαντικό παρελθόν, ως αποκλειστικά κοσμικό και αντι-θρησκευτικό.
Η ρητή ή έμμεση κριτική του Διαφωτισμού, η οποία έγινε μέσα στα πλαίσια της ανάκτησης των νεο-Πλατωνικών πηγών της μαρξικής διαλεκτικής από τους Μπλόχ, Κολακόφσκι και άλλους, δεν έχει καμία σχέση με τις ανόητες επικρίσεις εναντίον του Διαφωτισμού, όπως αυτές που διασπείρουν σήμερα αδαείς ακαδημαϊκοί, οι οποίοι νομίζουν ότι η ιστορία άρχισε με τις μεταφράσεις στα Αγγλικά έργων της Σχολής της Φρανκφούρτης και του Φουκώ μετά το 1968. Ήταν μια κριτική στον θρίαμβο της κοσμοθεωρίας των Νεύτωνα-Λοκ-Βολταίρου, ασκούμενη από την οπτική γωνία εκείνων που «είχαν πάρει άλλο δρόμο», αυτόν που δεν ακολούθησε ο Διαφωτισμός. Αυτόν τον δρόμο τον επροσωπούσε το ρεύμα των Κουζανού-Μπρούνο-Κέπλερ-Μπαίμε-Σπινόζα-Λάιμπνιτς, με το «πραγματικό άπειρο» και την «natura naturans», το οποίο είχε ως στόχο μιαν ενοποιημένη, ολιστική επιστήμη.
[Ο αντι-οικουμενισμός των μεταμοντέρνων. Ηθικός και πολιτικός σχετικισμός με πρόσχημα τον «αντι-ιμπεριαλισμό»]
Αντί να αναπτυχθεί αυτό το «ρεύμα», το οποίο προϋποθέτει μιαν ολιστική θεωρία που περιλαμβάνει τόσο την κοινωνία όσο και τη φύση («γνωρίζουμε μόνον μία επιστήμη, την επιστήμη της ιστορίας», έγραφαν ο Μαρξ και ο Ένγκελς στην Γερμανική Ιδεολογία), σήμερα έχουμε λεγεώνες ανθρώπων με πασαλείμματα γνώσεων, οι οποίες δημοσιεύουν έναν τεράστιο όγκο βιβλίων γεμάτων με λέξεις χωρίς σαφές νόημα που θα μπορούσαν να έχουν γραφτεί από ένα πρόγραμμα υπολογιστή (πράγμα που συμβαίνει). Ή θα μπορούσαν να είναι λέξεις τυχαία διαλεγμένες από συζητήσεις μεταξύ συναδέλφων σε προγράμματα διδασκαλίας ανθρωπιστικών επιστημών ή σε ακαδημαϊκά συνέδρια (πράγμα που επίσης συμβαίνει). Όποιος δεν αρέσει σ΄ αυτούς τους ανθρώπους, είναι παγιδευμένος σε ένα «βλέμμα» (“gaze”) του. Όλοι «συγκροτούν» (“constitute”) την «ταυτότητά» (“identity”) τους μέσω του «λόγου» (“discourse”). Στις παλιομοδίτικες «δεσπόζουσες αφηγήσεις» (“master narratives”) που μιλούν για τόσο απρεπή θέματα όπως παγκόσμια συσσώρευση, αυτοί οι άνθρωποι αντιτάσσουν το pastiche [μιμητικό συμπίλημα αταίριαστων πραγμάτων] και το bricolage [αυτοσχεδιασμό με πρόχειρα υλικά], ή, απλά, το να καταγγέλλει κανείς τον «ολοκληρωτισμό» διαρκώς και με οποιοδήποτε τρόπο. Γι αυτούς, είναι φανερά αυταπόδεικτο ότι με εξαίρεση τους ετεροφυλόφιλους λευκούς αρσενικούς, όλες και όλοι οι άλλοι ήταν και είναι «ανατρεπτικοί» (“subversives”), τώρα και πάντα. Αναρωτιέται κανείς γιατί όλοι αυτοί εξακολουθούν να ζουν κάτω από τον καπιταλισμό; Οι μελετητές του Τζόυς (Joyce) παραχωρούν τη θέση τους στους μελετητές του Howdy Doody [πρόγραμμα για παιδιά με κουκλοθέατρο, το πρώτο του είδους στην αμερικανική τηλεόραση, 1947], οι οποίοι βέβαια καταδικάζουν ως «προνομιακή μεταχείριση» (“privileging”) οποιοδήποτε συγκεκριμένο ύφος «γραφής» (“writing”). Οι Αμερικανοί πολίτες, που ξοδεύουν κατά μέσο όρο έξι ώρες την ημέρα παρακολουθώντας τηλεόραση και τρεις ώρες την ημέρα ψωνίζοντας σε εμπορικά κέντρα, μ' αυτό τον τρόπο «αντιστέκονται» και «υπονομεύουν» τον καταναλωτικό πολιτισμό. Το να επικρίνεις του δημόσιους αποκεφαλισμούς στη Σαουδική Αραβία ή την κλειτοριδεκτομή σε πέντε χρονών κορίτσια στο Σουδάν, ο υπερχειλίζων σχετικισμός το κάνει να φαίνεται κάπως «ιμπεριαλιστικό». Μέσα στο κλίμα αυτό, φτάνεις να αναρωτιέσαι: δεν είναι ακόμη και αυτή η κριτική μια αυταρχική επιβολή προτύπων από το εξωτερικό; Η Γαλλική Επανάσταση ήταν μια προσπάθεια να επιβληθεί και πάλι ο έλεγχος επί των γυναικών ή ήταν ένα θεατρικό «τελετουργικό» που επινοήθηκε [εκ των υστέρων] στον 19ο αιώνα, συνεπώς δεν συνέβη στην πραγματικότητα. Κατά τον Μπωντριγιάρ (Baudrillard), ούτε ο Πόλεμος του Κόλπου συνέβη. Δεν γνωρίζουμε αν η γενοκτονία των Εβραίων πραγματικά συνέβη, επειδή υπάρχουν μόνον οι διαφορετικές «αφηγήσεις» (“narratives”) για αυτό. Και βέβαια, όλα είναι μόνον αφηγήσεις, τίποτε δεν είναι οριστικό. Σε διεθνή συνέδρια μουσουλμάνες και ινδουίστριες φονταμενταλίστριες γυναίκες αποκρούουν τις επικρίσεις εναντίον των κινημάτων τους, τα οποία προωθούν την κοινωνική οπισθοδρόμηση, χρησιμοποιώντας αποσπάσματα από έργα του Φουκώ και του Ντεριντά. Επιστημονικά προγράμματα για τη βελτίωση της ζωής του λαού σε χώρες του Τρίτου Κόσμου αποκρούονται ως «ιμπεριαλιστικά» με επιχειρήματα από παρόμοιες πηγές. Οι μεταμοντέρνοι ρελατιβιστές [: υποστηρικτές του σχετικισμού] εκφράζουν τις απόψεις τους έχοντας κατά νου μόνον τον δυτικό ιμπεριαλισμό. Όμως δεν έχουν πολλά να πούν όταν έρχονται αντιμέτωποι με βάρβαρους αταβισμούς που προέρχονται από «υποδεέστερα» πολιτισμικά πλαίσια. Οι παγιδευμένοι μέσα στη μία ή στην άλλη στενοκέφαλη εγχώρια ομάδα, γίνονται τα πρώτα θύματα αυτού του αντι-οικουμενισμού που υποστηρίζουν οι μεταμοντέρνοι.
[Οι μεσότιτλοι προστέθηκαν στον ιστότοπο Μετά την Κρίση. Παραλείφθηκαν στη μετάφραση μερικά από τα χωρία που αναφέρονται σε συμβάντα στις ΗΠΑ της εποχής 1968-1971]
Αντί να αναπτυχθεί αυτό το «ρεύμα», το οποίο προϋποθέτει μιαν ολιστική θεωρία που περιλαμβάνει τόσο την κοινωνία όσο και τη φύση («γνωρίζουμε μόνον μία επιστήμη, την επιστήμη της ιστορίας», έγραφαν ο Μαρξ και ο Ένγκελς στην Γερμανική Ιδεολογία), σήμερα έχουμε λεγεώνες ανθρώπων με πασαλείμματα γνώσεων, οι οποίες δημοσιεύουν έναν τεράστιο όγκο βιβλίων γεμάτων με λέξεις χωρίς σαφές νόημα που θα μπορούσαν να έχουν γραφτεί από ένα πρόγραμμα υπολογιστή (πράγμα που συμβαίνει). Ή θα μπορούσαν να είναι λέξεις τυχαία διαλεγμένες από συζητήσεις μεταξύ συναδέλφων σε προγράμματα διδασκαλίας ανθρωπιστικών επιστημών ή σε ακαδημαϊκά συνέδρια (πράγμα που επίσης συμβαίνει). Όποιος δεν αρέσει σ΄ αυτούς τους ανθρώπους, είναι παγιδευμένος σε ένα «βλέμμα» (“gaze”) του. Όλοι «συγκροτούν» (“constitute”) την «ταυτότητά» (“identity”) τους μέσω του «λόγου» (“discourse”). Στις παλιομοδίτικες «δεσπόζουσες αφηγήσεις» (“master narratives”) που μιλούν για τόσο απρεπή θέματα όπως παγκόσμια συσσώρευση, αυτοί οι άνθρωποι αντιτάσσουν το pastiche [μιμητικό συμπίλημα αταίριαστων πραγμάτων] και το bricolage [αυτοσχεδιασμό με πρόχειρα υλικά], ή, απλά, το να καταγγέλλει κανείς τον «ολοκληρωτισμό» διαρκώς και με οποιοδήποτε τρόπο. Γι αυτούς, είναι φανερά αυταπόδεικτο ότι με εξαίρεση τους ετεροφυλόφιλους λευκούς αρσενικούς, όλες και όλοι οι άλλοι ήταν και είναι «ανατρεπτικοί» (“subversives”), τώρα και πάντα. Αναρωτιέται κανείς γιατί όλοι αυτοί εξακολουθούν να ζουν κάτω από τον καπιταλισμό; Οι μελετητές του Τζόυς (Joyce) παραχωρούν τη θέση τους στους μελετητές του Howdy Doody [πρόγραμμα για παιδιά με κουκλοθέατρο, το πρώτο του είδους στην αμερικανική τηλεόραση, 1947], οι οποίοι βέβαια καταδικάζουν ως «προνομιακή μεταχείριση» (“privileging”) οποιοδήποτε συγκεκριμένο ύφος «γραφής» (“writing”). Οι Αμερικανοί πολίτες, που ξοδεύουν κατά μέσο όρο έξι ώρες την ημέρα παρακολουθώντας τηλεόραση και τρεις ώρες την ημέρα ψωνίζοντας σε εμπορικά κέντρα, μ' αυτό τον τρόπο «αντιστέκονται» και «υπονομεύουν» τον καταναλωτικό πολιτισμό. Το να επικρίνεις του δημόσιους αποκεφαλισμούς στη Σαουδική Αραβία ή την κλειτοριδεκτομή σε πέντε χρονών κορίτσια στο Σουδάν, ο υπερχειλίζων σχετικισμός το κάνει να φαίνεται κάπως «ιμπεριαλιστικό». Μέσα στο κλίμα αυτό, φτάνεις να αναρωτιέσαι: δεν είναι ακόμη και αυτή η κριτική μια αυταρχική επιβολή προτύπων από το εξωτερικό; Η Γαλλική Επανάσταση ήταν μια προσπάθεια να επιβληθεί και πάλι ο έλεγχος επί των γυναικών ή ήταν ένα θεατρικό «τελετουργικό» που επινοήθηκε [εκ των υστέρων] στον 19ο αιώνα, συνεπώς δεν συνέβη στην πραγματικότητα. Κατά τον Μπωντριγιάρ (Baudrillard), ούτε ο Πόλεμος του Κόλπου συνέβη. Δεν γνωρίζουμε αν η γενοκτονία των Εβραίων πραγματικά συνέβη, επειδή υπάρχουν μόνον οι διαφορετικές «αφηγήσεις» (“narratives”) για αυτό. Και βέβαια, όλα είναι μόνον αφηγήσεις, τίποτε δεν είναι οριστικό. Σε διεθνή συνέδρια μουσουλμάνες και ινδουίστριες φονταμενταλίστριες γυναίκες αποκρούουν τις επικρίσεις εναντίον των κινημάτων τους, τα οποία προωθούν την κοινωνική οπισθοδρόμηση, χρησιμοποιώντας αποσπάσματα από έργα του Φουκώ και του Ντεριντά. Επιστημονικά προγράμματα για τη βελτίωση της ζωής του λαού σε χώρες του Τρίτου Κόσμου αποκρούονται ως «ιμπεριαλιστικά» με επιχειρήματα από παρόμοιες πηγές. Οι μεταμοντέρνοι ρελατιβιστές [: υποστηρικτές του σχετικισμού] εκφράζουν τις απόψεις τους έχοντας κατά νου μόνον τον δυτικό ιμπεριαλισμό. Όμως δεν έχουν πολλά να πούν όταν έρχονται αντιμέτωποι με βάρβαρους αταβισμούς που προέρχονται από «υποδεέστερα» πολιτισμικά πλαίσια. Οι παγιδευμένοι μέσα στη μία ή στην άλλη στενοκέφαλη εγχώρια ομάδα, γίνονται τα πρώτα θύματα αυτού του αντι-οικουμενισμού που υποστηρίζουν οι μεταμοντέρνοι.
[Οι μεσότιτλοι προστέθηκαν στον ιστότοπο Μετά την Κρίση. Παραλείφθηκαν στη μετάφραση μερικά από τα χωρία που αναφέρονται σε συμβάντα στις ΗΠΑ της εποχής 1968-1971]
The Universality of Marx. Κριτική στους Edward Said και Samir Amin (New Politics)
Χάμπερμας, ο τελευταίος φιλόσοφος: Κριτική και επικοινωνιακή πράξη· από τον Ψυχρό Πόλεμο στα αδιέξοδα του χρηματοπιστωτικού καπιταλισμού (συνεντευξη - Esprit)
Αλεξάντερ Γκράου: Ο Χάιντεγκερ ήταν ο πιο μαύρος Ναζιστής
Άντριου Φίνμπεργκ: Χειρόγραφα 1844 - Ιστορία και Ταξική Συνείδηση. Πρώιμα έργα των Μαρξ, Λούκατς. Αλλοτρίωση, πραγμοποίηση, Σχολή της Φρανκφούρτης
Φράνσις Φουκουγιάμα: Το μέλλον της ιστορίας μετά την πτώση της μεσαίας τάξης. Θα επιβιώσει η φιλελεύθερη δημοκρατία;
Ραλφ Φυκς: Οικο-οπισθοδρομισμός και οικολογική ανανέωση - Η πράσινη επανάσταση
Έρνστ Μπλοχ:
Γιούργκεν Μόλτμαν: Ο Ιησούς ως υπερασπιστής της ουτοπίας και ο Έρνστ Μπλοχ
Γιάκομπ Άουγκστάιν: Η θρησκεία ως κοινωνική ουτοπία, εναλλακτική λύση του Ιησού
Αριστείδης Μπαλτάς: Το ουτοπικό πλεόνασμα Έρνστ Μπλόχ, Μίκης Θεοδωράκης
Γ. Β. Ριτζούλης: Ευρωπαϊκή κρίση, πολυ-πολικός κόσμος, αβέβαιη ηγεμονία
Άρης Μαραγκόπουλος: Ντάνιελ Μπελ: Πολιτισμικές αντιφάσεις του καπιταλισμού
Σλάβοϊ Ζίζεκ: Η πολιτισμική ταυτότητα των ευρωπαϊκών κοινωνιών στην εποχή των μεταναστεύσεων (συνέντευξη - Der Spiegel)
Τζωρτζ Λίχτχάιμ: Λουί Αλτουσέρ, Ροζέ Γκαρωντύ, Νίκος Πουλαντζάς και οι άλλοι. Οι «περιπέτειες της διαλεκτικής» στο Παρίσι του 1969
Ντανιέλ Μπενσαΐντ: Πρόσωπα και αντικατοπτρισμοί του γαλλικού μαρξισμού
Νίκος Κ. Αλιβιζάτος: Η γενιά του ’68 και οι κληρονόμοι της
Γ. Β. Ριτζούλης: Κληρονόμοι πρoγόνων που «δεν είχαν ούτε ιερό ούτε όσιο»
Η επιστολογραφία μεταξύ Μαρκούζε, Αντόρνο και Χάμπερμας το καλοκαίρι του 1969: Το φοιτητικό κίνημα της δεκαετίας του '60 αντιμέτωπο με τη Σχολή της Φρανκφούρτης: Ριζοσπαστικές πολιτικές μορφές και κοινωνική οπισθοδρόμηση
Πιστεύω ότι σ' ένα άλλο κείμενο σου θα ήταν πολύ πιο χρήσιμη για τον μέσο αναγνώστη μια πιο "χρησιμοθηρικη" προσέγγιση όπως αυτή που γίνεται στο κάτωθι απόσπασμα του κειμένου, χωρίς πολλές (για να μην πω πάμπολλες) φιλοσοφικού περιεχομένου περιγραφές και αναζητήσεις.
ΑπάντησηΔιαγραφή"[Άρνηση των «μεγάλων αφηγήσεων», στροφή του κεφαλαίου προς την πλασματική μορφή του]
Καλυμμένοι πίσω από όλες αυτές τις πολύ βολικές επιθέσεις εναντίον των «μεγάλων αφηγήσεων» και κατά της «γραφειοκρατίας», οι καπιταλιστές και οι ιδεολόγοι τους - οι θεωρητικοί της «διαφοράς» - έστρεψαν την προσοχή τους στο πραγματικό τους «πρόβλημα», στην εργατική τάξη ως όλον, η οποία τους είχε ενσπείρει πραγματικό φόβο από το 1968 έως το 1973. Η κονιορτοποίηση κάθε πράγματος που θα μπορούσε να εκληφθεί ως «γενικό συμφέρον», η καταστροφή των μεγάλων «οχυρών των εργαζομένων» στο Ντιτρόιτ, στο Μάντσεστερ, στο Μπιλανκούρ και στο Τορίνο, η συγκλονιστική αναστροφή σε όλη τη Δύση μετά το 1968 των προηγούμενων μεταπολεμικών τάσεων προς μεγαλύτερη εισοδηματική ισότητα, οι «πολιτικές της ταυτότητας» διαφόρων κοινωνικών ομάδων που υποστήριζαν ότι δεν έχουν τίποτε κοινό με κάποιον άλλο, η φαινομενικά απεριόριστη ικανότητα του κεφαλαίου να επιτίθεται, να αναθέτει επωφελή γι' αυτό καθήκοντα σε άλλους [outsourcing] και να συρρικνώνει χωρίς να λογαριάζει καμμιά «αντίφαση» που το υπονομεύει, όλα αυτά δημιούργησαν κατάλληλο κλίμα για να χλευάζουν οι μεταμοντέρνοι τον «θεμελιωτισμό» [βλ. The Oxford Dictionary of Philosophy] ως μια «αιωνιότητα αποτελούμενη από κακά αστεία», Αυτό συνέβαινε την ώρα που η ελπίδα για μιαν υψηλότερου επιπέδου οργάνωση της κοινωνίας πέρα από τον καπιταλισμό φαίνονταν να μαραζώνει μέρα με τη μέρα.
Αυτός ήταν ο κοινωνικός και ιδεολογικός κόσμος της ριζοσπαστικοποιημένης μεσαίας τάξης στις αρχές της δεκαετίας του 1970. Αυτό που κατέληγε και ολοκληρώθηκε εκεί και τότε, ήταν η κοσμοϊστορική διαδρομή της άρνησης, η θεωρία για τη σύγχρονη ιστορία που παρουσιάστηκε με τη «φιλοσοφία - δημόσιο λειτουργό» του Χέγκελ, χωρίς καμμιά σχέση με το μετασχηματισμό της φύσης. ,,,"