Δεν ξαφνιάστηκα όταν διάβασα τη δήλωση του Νίκου Βούτση ότι πριν ο ΣΥΡΙΖΑ κερδίσει τις εκλογές «είχαμε αυταπάτες». Ανάλογες, αλλά όχι τόσο σαφείς ομολογίες έχουν γίνει κι από άλλους.
Επιπλέον, ένας ευφυής και έμπειρος πολιτικός σαν τον πρόεδρο της Βουλής ξέρει ότι από ένα σημείο και μετά η αναγνώριση μιας εξόφθαλμα δυσάρεστης πραγματικότητας συχνά κοστίζει λιγότερο από την άρνησή της.
Δεν αποκλείεται επίσης, όπως έχει επισημανθεί, η δήλωση Βούτση να εντάσσεται σε μια γενικότερη επικοινωνιακή τακτική, με απώτερο στόχο την εκλογίκευση των υποχωρήσεων που ήδη έκανε και θα αναγκαστεί να ξανακάνει η κυβέρνηση.
Ολα αυτά όμως, ακόμα κι αν ισχύουν για τους πολιτικούς, δεν μας βοηθούν να καταλάβουμε κάτι άλλο, κατά τη γνώμη μου πιο σημαντικό: πώς οι ψηφοφόροι διάβασαν τις προεκλογικές υποσχέσεις που αποδείχθηκαν κατά Βούτση αυταπάτες και γιατί τις αποδέχθηκαν δικαιώνοντας τον ΣΥΡΙΖΑ σε δύο εκλογικές αναμετρήσεις και ένα δημοψήφισμα;
Για να απαντήσω στο ερώτημα, θα επικαλεστώ όχι δημοσκοπικά ευρήματα – δεν ξέρω καν αν υπάρχουν – αλλά τις αντιδράσεις πολλών φίλων και γνωστών μου, οι οποίοι ανήκουν στον αρχικό αριστερό πυρήνα του ΣΥΡΙΖΑ, δεν έχουν καμία άμεση σχέση με την εξουσία, δεν ανακάλυψαν την «αντίσταση» όταν στέρεψε το γάλα της κρατικής αγελάδας που μια ζωή άρμεγαν (αυτό για τους Συριζοποιηθέντες Πασόκους) ούτε συνάρτησαν τη στάση τους με κάποιο συγκεκριμένο προσωπικό όφελος.
Νομίζω ότι οι δικές τους αυταπάτες ανάγονται σε τρεις διακριτούς αλλά αλληλοσυνδεόμενους λόγους. Ο πρώτος είναι ο πιο προφανής, ο πιο ανθρώπινος: όποιος πονάει θέλει να πιστεύει ότι υπάρχει τρόπος ο πόνος να σταματήσει και ως εκ τούτου πείθεται εύκολα από τους πολιτικούς που του υπόσχονται ακριβώς αυτό. Για να το πω αλλιώς, ο ΣΥΡΙΖΑ έγινε στα μάτια πολλών το «νερό του Καματερού», το οποίο υποτίθεται ότι θεράπευε πάσα νόσο.
Ο δεύτερος λόγος έχει να κάνει με το γενικότερο «αφήγημα» – συγγνώμη για την έκφραση – ή, αν θέλετε, την αυτοπροσωπογραφία του ΣΥΡΙΖΑ, την οποία ειλικρινά αποδέχθηκαν όσοι τον ψήφισαν. Και για να μιλήσουμε πιο συγκεκριμένα, νομίζω ότι οι αυταπάτες δεν ήταν ένα απλό και αποφεύξιμο λάθος, αλλά η άμεση και αναγκαία απόρροια του βασικού επιχειρήματος που του χάρισε τη νίκη.
Οτι δηλαδή οι προηγούμενοι απέτυχαν επειδή δεν ήθελαν (ως νεοφιλελεύθεροι) και κυρίως δεν μπορούσαν (ως προσκυνημένοι) να πουν το μεγάλο Οχι στα δεινά που μας επέβαλαν οι ανάλγητοι δανειστές, ενώ ο αντιστεκόμενος ΣΥΡΙΖΑ θα όρθωνε το ηθικό και ιδεολογικό του ανάστημα.
Και τότε οι κακοί θα έκαναν πίσω. Σύμφωνα με δημόσια δήλωση του Π. Καμμένου, ο σχεδιασμός της νέας κυβέρνησης θεωρούσε δεδομένο ότι υπήρχαν 50% πιθανότητες να υποχωρήσουν οι δανειστές αμέσως και 50% να το κάνουν την τελευταία στιγμή. Ομολογώ πως δεν θεωρώ τα λόγια του αρχηγού των ΑΝ.ΕΛΛ. ευαγγέλιο.
Το γεγονός όμως ότι ο Γ. Βαρουφάκης – ποιος άλλος επέλεξε την εν λόγω γραμμή πλεύσης; – απέφυγε να σχολιάσει τη δήλωση Καμμένου, παρά τη συνήθη πρακτική του να μην αφήνει τίποτε να πέσει κάτω, μάλλον αποδεικνύει του λόγου το αληθές.
Πώς θα μπορούσε λοιπόν ο ΣΥΡΙΖΑ να αποφύγει ή να αναγνωρίσει εγκαίρως τις αυταπάτες του χωρίς να αποδομήσει ταυτόχρονα το ισχυρό χαρτί του; Οταν μάλιστα οι γερμανοτσολιάδες τού υπενθύμιζαν καθημερινά αυτό που ο ίδιος ο πρωθυπουργός τελικά αντιλήφθηκε, ότι δηλαδή ο ισχύων συσχετισμός δυνάμεων δεν επιτρέπει τέτοιου είδους λεονταρισμούς;
Ο τρίτος λόγος λειτούργησε πιο έμμεσα και είναι απότοκος μιας περιρρέουσας ιδεολογικής και συναισθηματικής ατμόσφαιρας. Με τις δημοσκοπήσεις να δείχνουν ότι ο ΣΥΡΙΖΑ θα κέρδιζε τις εκλογές, η προοπτική της νίκης απέκτησε διαστάσεις τεράστιες, επισκιάζοντας τις όποιες άλλες πτυχές του προβλήματος, ενώ ταυτόχρονα απέτρεψε ως άκαιρες ή ακόμα και υπονομευτικές τις ενδεχόμενες ενστάσεις, όσο εύλογες κι αν ήταν.
Το συγκινησιακά φορτισμένο «για πρώτη φορά Αριστερά» – μόνο όποιος έζησε ως αριστερός τα πέτρινα χρόνια μπορεί να νιώσει αυτή την ένταση – έγινε για τους Συριζαίους το πλήρωμα του χρόνου (με όλες τις μεταφυσικές συνδηλώσεις του). Η πραγματοποίηση του άπιαστου μέχρι πρότινος ονείρου και συνάμα η αποκατάσταση μιας ιστορικής αδικίας. (Ή και η ανάδειξη της ιστορικής αναγκαιότητας για τους παραδοσιακούς.)
Θυμάμαι πολύ καλά πώς αντιδρούσαν τότε οι φίλοι και γνωστοί μου: εφόσον οι δημοσκοπήσεις μάς λένε ότι οι υποσχέσεις περί κατάργησης του ΕΝΦΙΑ π.χ. και ο τσαμπουκάς ότι εμείς θα σκίσουμε το μνημόνιο και θα ’ναι μέρα μεσημέρι οδηγούν στου Μαξίμου, τι νόημα έχει να τα σκαλίζουμε;
Δεν είναι ανεύθυνο (για να μην πω τίποτα χειρότερο) να θέτουμε άβολα ερωτήματα, ενώ ηχεί η σάλπιγγα για την τελική έφοδο; Καλός ο κριτικός αναστοχασμός, ουδείς αντιλέγει. Αλλά όχι τώρα που οι ταγματασφαλίτες στου Μακρυγιάννη είναι έτοιμοι να καταθέσουν τα όπλα.
Ολα αυτά θα μπορούσαν να διαβαστούν με όρους αρχαίας τραγωδίας, όπου ο ήρωας δεν μπορεί να μην κάνει κάτι που τελικά θα τον καταστρέψει. Θα έλεγε κανείς ότι οι θεοί, είρωνες ή απλώς σαδιστές, με το ένα χέρι έδωσαν στον ΣΥΡΙΖΑ τη δυνατότητα να κερδίσει τις εκλογές και με το άλλο του αφαίρεσαν τη δυνατότητα να κυβερνήσει.
© Εφημερίδα των Συντακτών - Γιώργος Γιαννουλόπουλος: Δεν μπορούν να κάνουν αλλιώς, 11.03.2016
Με μεγάλο ενδιαφέρον, όπως πάντα, διάβασα το άρθρο του Τάσου Παππά το περασμένο Σάββατο στην «Εφημερίδα των Συντακτών» με τίτλο «Αστόχαστη τακτική».
Συνοπτικά και με την ελπίδα ότι αποδίδω σωστά τα λόγια του, ο φίλτατος
Τάσος υποστηρίζει ότι οι περιστάσεις δεν ευνοούν τους λεονταρισμούς, τις
μεγαλοστομίες και τους βολονταρισμούς περί κόκκινων γραμμών για τις
συντάξεις.
Στο
πρόσφατο παρελθόν η κυβέρνηση θα μπορούσε όντως να είχε πετύχει μια
καλύτερη ρύθμιση αξιοποιώντας τα εξής δύο πλεονεκτήματα: η κοινωνία ήταν
έτοιμη να δεχτεί θυσίες υπό τον όρο ότι τα βάρη θα μοιράζονταν πιο
δίκαια.
Ταυτόχρονα η αντιπολίτευση, με βεβαρημένο το πολιτικό της μητρώο, δεν είχε τα μούτρα να την επικρίνει.
Αντ’
αυτού όμως, επέλεξε τη γραμμή της σύγκρουσης με το σύνθημα «καμία
μείωση στις συντάξεις, κύριες και επικουρικές», ενώ όλοι ξέρουμε ότι στο
τέλος θα κάνει πίσω.
Τις
επικουρικές τις έφαγε ήδη το σκοτάδι. Οσο για τις κύριες, όπως
σημειώνει ο Τάσος Παππάς, ο ίδιος ο πρωθυπουργός άφησε ανοιχτό το
ενδεχόμενο να προστατευτούν μόνο οι χαμηλές και μεσαίες συντάξεις που
φτάνουν μέχρι τα 1.200 ευρώ.
Νομίζω
ότι αυτή η κριτική ανάγνωση της κυβερνητικής στάσης είναι εύστοχη
επειδή εδράζεται στην κοινή λογική η οποία, ως γνωστόν, ξεκινάει από
κοινές παραδοχές για να καταλήξει σε ασφαλή συμπεράσματα: π.χ. όταν
ξέρεις (ή οφείλεις να ξέρεις) ότι στο τέλος θα βάλεις την ουρά στα
σκέλια, μην το παίζεις τσαμπουκάς.
Ή,
για να χρησιμοποιήσω μια άλλη διατύπωση του Τ. Παππά: «Στην πολιτική,
όταν προσπαθείς να ευχαριστήσεις τους πάντες, το πιθανότερο είναι να
δυσαρεστήσεις τους περισσότερους».
Θα
ήθελα όμως να προσθέσω κάτι, όχι για να επιτείνω ή να αμβλύνω την
κριτική του, αλλά για να δούμε το πρόβλημα μέσα από μια διαφορετική
οπτική γωνία: προτείνω να διαβάσουμε τα γεγονότα με τους όρους μιας
αφηγηματικής αλληλουχίας.
Τι
συνέβη στην πραγματικότητα; Μέσα στο κλίμα γενικευμένης ευφορίας που
προκάλεσε η νίκη του Ιανουαρίου, τα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ και πολλοί κατά
τα άλλα σοβαροί άνθρωποι πίστεψαν ότι, πρώτον, οι δανειστές θα
υποχρεωθούν να αλλάξουν στάση μετά την ετυμηγορία του ελληνικού λαού –
λάθος κολοσσιαίων διαστάσεων, επειδή στηρίζεται στην εξωφρενική
προϋπόθεση ότι οι κυβερνήσεις άλλων χωρών δεσμεύονται από τις αποφάσεις
των Ελλήνων ψηφοφόρων – και, δεύτερον, ότι θα κάνουν πίσω επειδή η
αποχώρηση της χώρας από την ευρωζώνη είναι βαρύ πλήγμα που δεν
αντέχεται.
Γι’
αυτό ευθύνεται κυρίως ο ανεκδιήγητος Βαρουφάκης, ο οποίος δεν σκέφτηκε
ότι για τους ανάλγητους νεοφιλελεύθερους η άνευ όρων παράδοση στον
Τσίπρα με το νταούλι θα ήταν ακόμα μεγαλύτερο πλήγμα.
Όπως
και να ’χει, ο σχεδιασμός ανετράπη όταν οι έμφοβοι δανειστές όχι μόνο
δεν υποχώρησαν, αλλά υποσχέθηκαν χείρα βοηθείας για να τους αδειάσουμε
τη γωνιά. Και τότε ο Αλέξης Τσίπρας κατάλαβε ότι η μόνη επιλογή του ήταν
να υπογράψει το τρίτο (και φαρμακερό) μνημόνιο.
Αυτό που βλέπουμε σήμερα είναι μια αγωνιώδης και άτσαλη προσπάθεια του ΣΥΡΙΖΑ να διαχειριστεί επικοινωνιακά την κωλοτούμπα.
Πιο
συγκεκριμένα, η κυβέρνηση, αναγκασμένη να εφαρμόσει επώδυνα μέτρα,
αντιμετωπίζει το προφανές ερώτημα σε τι διαφέρει από τους προηγούμενους,
που τους πέρασε και ακόμα τους περνάει γενεές δεκατέσσερις;
Και
οι άσφαιροι λεονταρισμοί των κόκκινων γραμμών είναι η μόνη δυνατή
απάντηση που μπορεί να δώσει. Δηλαδή, ενώ οι άλλοι έπαιρναν μετά χαράς
τα μέτρα που τους επέβαλλαν, εμείς, μολονότι σε τελική ανάλυση κάνουμε
το ίδιο, το κάνουμε με πόνο καρδιάς και αφού πρώτα αντισταθούμε.
Ας μη βιαστούμε να καταδικάσουμε κατ’ αρχήν τη στάση αυτή.
Το
γεγονός ότι με δεδομένο τον ισχύοντα συσχετισμό δυνάμεων οι Μήδοι
επιτέλους θα διαβούνε δεν σημαίνει ότι η έστω μάταιη αντίσταση δεν έχει
τον δικό της συμβολικό χαρακτήρα, όπως λέει και ο ποιητής.
Οταν
βλέπουμε σε ολόκληρο τον κόσμο την παντοδυναμία της απορρυθμισμένης
αγοράς να εμφανίζεται όχι ως ιδεολογική επιλογή αλλά ως ενσάρκωση του
ορθολογισμού, τέτοιες μάχες πρέπει ίσως να δίνονται ακόμα κι ξέρουμε ότι
θα χαθούν.
Μόνο
που στη δική μας περίπτωση το κόστος της κάθε ήττας ανεβαίνει, όπως
συνέβαινε με το Κυπριακό, όπου κάθε φορά οι Ελληνοκύπριοι πάσχιζαν να
εξασφαλίσουν κάτι το οποίο είχαν ήδη απορρίψει όταν τους το έδιναν. Ας
αναλογιστούμε πόσο στοίχισαν σε όλους μας οι ταρζανιές του Βαρουφάκη.
Επιπλέον, είμαστε και έθνος ανάδελφον.
Σε
αντίθεση με όσα συμβαίνουν στα καθ’ ημάς, οι εκτός Ελλάδας αντίπαλοι
του νεοφιλελευθερισμού δεν εκπροσωπούν συντεχνίες του Δημοσίου και άλλες
οργανωμένες ομάδες συμφερόντων, ούτε, και πάλι σε αντίθεση με ό,τι
συμβαίνει εντός Ελλάδας, υπόσχονται τον ουρανό με τ’ άστρα, όπως έκανε
προεκλογικά ο ΣΥΡΙΖΑ. Ο οποίος – και εδώ αναφέρομαι στην ηγετική του
ομάδα –, παρά τη στομφώδη ρητορική του, δεν φυλάει Θερμοπύλες.
Απλώς
προσπαθεί να διαχειριστεί επικοινωνιακά την αθέτηση των υποσχέσεων που
αφειδώς έδωσε, είτε γιατί δεν είχε καταλάβει τι σημαίνει συσχετισμός
δυνάμεων, άρα του καταλογίζεται απύθμενη αφέλεια, είτε γιατί είπε ψέματα
για να κερδίσει τις εκλογές.
Και
κάτι τελευταίο, μια και το ’φερε η κουβέντα. Ακούω πολλούς να λένε ότι
μετάνιωσαν που ψήφισαν ΣΥΡΙΖΑ επειδή τους είπε ψέματα.
Και ερωτώ: Θα τον ψήφιζαν αν τους έλεγε την αλήθεια;
Ο Γιώργος Γιαννουλόπουλος, πρώην διευθυντής της Ελληνικής υπηρεσίας του BBC, δημοσιογραφεί στην Εφημερίδα των Συντακτών. Από την συγγραφική του δραστηριότητα ξεχωρίζουν οι εργασίες του για τον Μακρυγιάννη, τον Σεφέρη και για τα Μέσα Ενημέρωσης.
Βιβλία του Γ. Γιαννουλόπουλου
Ο γρίφος της Κεντροαριστεράς
Το τέλος της μεταπολίτευσης και η επικοινωνιακή διαχείριση μιας άλυτης αντίφασης
Η ελληνική ιδιαιτερότητα
Η μονόφθαλμη όραση του ΣΥΡΙΖΑ - Προεκλογικές υποσχέσεις
Η σκοτεινή πλευρά του καλού
Ο Γιώργος Γιαννουλόπουλος, πρώην διευθυντής της Ελληνικής υπηρεσίας του BBC, δημοσιογραφεί στην Εφημερίδα των Συντακτών. Από την συγγραφική του δραστηριότητα ξεχωρίζουν οι εργασίες του για τον Μακρυγιάννη, τον Σεφέρη και για τα Μέσα Ενημέρωσης.
Βιβλία του Γ. Γιαννουλόπουλου
Ο γρίφος της Κεντροαριστεράς
Το τέλος της μεταπολίτευσης και η επικοινωνιακή διαχείριση μιας άλυτης αντίφασης
Η ελληνική ιδιαιτερότητα
Η μονόφθαλμη όραση του ΣΥΡΙΖΑ - Προεκλογικές υποσχέσεις
Η σκοτεινή πλευρά του καλού
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου