Α. Επιστήμη ίσον κυριαρχία;
Ακόμη και οι αγώνες για τη γνώση ή για την κατανόηση της πραγματικότητας, φυσικής και κοινωνικής, υπό τις νεωτερικές συνθήκες συνδέονται, όπως είδαμε, με τον «πόλεμο των αξιών». Ειδικά σ’ αυτό το μέτωπο, η διεκδίκηση λογικής εγκυρότητας είναι, ούτως ή άλλως, το κρίσιμο όπλο της μάχης. Είναι όμως και το κριτήριο που χωρίζει αυτούς που θεωρούν αυτή τη διεκδίκηση ως παράμετρο αναγκαία ώστε αυτοί οι αγώνες να μπορούν (υπό προϋποθέσεις) να αποφέρουν κέρδος νοήματος και κέρδος ελευθερίας, από εκείνους που την απορρίπτουν ως χρήσιμη παράμετρο, δεδομένου ότι κατά τη δική τους γνώμη ο αγώνας για έγκυρη έλλογη γνώση, για επιστημονική κατανόηση, είναι αγώνας άγονος και αποφέρει στο τέλος απώλεια ελευθερίας. Θα λέγαμε ίσως και απώλεια νοήματος, ωστόσο αυτή η αξία δεν περιλαμβάνεται στο εννοιολογικό οπλοστάσιο της δεύτερης κατηγορίας στοχαστών.
Επιστήμη και γνωσιακή-νοητική κατανόηση της πραγματικότητας ίσον κυριαρχία και εξουσία, δεν είναι απλά και μόνον η συνοπτική περιγραφή μιας ορισμένης παράδοσης σκέψης που αρχίζει από τον Νίτσε και τον Χάιντεγκερ και καταλήγει σε αρκετούς μεταδομιστές του τέλους του 20ού Αιώνα (π.χ. Ζιλ Ντελέζ και Μισέλ Φουκώ). Η εξίσωση είναι επίσης παρούσα στο εμβληματικό αλλά σκοτεινό και αδιέξοδο έργο των Τέοντορ Αντόρνο και Μαξ Χορκχάιμερ Η Διαλεκτική του Διαφωτισμού. Ωστόσο η επιχειρηματολογία των τελευταίων έχει αρκετά διαφορετική μορφή από την παράδοση που εγαινίασε ο Νίτσε και πιο βαθειές, πιο σύνθετες παραμέτρους (για τις διαφορές βλ. Jürgen Habermas, «The Entwinement of Myth and Enlightenment: Re-Reading “Dialectic of Enlightenment”», στο περιοδικό New German Critique τ. 26, 1982). Όμως το πιο κρίσιμο είναι τα εντελώς διαφορετικά ιστορικά πλαίσια και οι αποκλίνουσες βιωμένες εμπειρίες και αποκλίνουσες αξιακές στάσεις των στοχαστών απέναντι σ΄ αυτά. Οι Αντόρνο και Χορκχάιμερ, Γερμανοεβραίοι που ξέφυγαν από το Ναζιστικό καθεστώς, έγραψαν το έργο εκείνο, που αποτέλεσε στροφή στον τρόπο σκέψης τους και εγκατάλειψη του μέχρι τότε διεπιστημονικού προγράμματος της Σχολής της Φρανκφούρτης**, στα σκοτεινά χρόνια του Β’ ΠΠ πολέμου, πρόσφυγες στις ΗΠΑ και ενώ κάπνιζαν ακόμη οι φούρνοι του Άουσβιτς. Αντίθετα, το έργο του Νίτσε γράφηκε στο τέλος του 19ου Αιώνα, στην γεμάτη πλασματική αισιοδοξία εποχή της μεγάλης ανόδου του βιομηχανικού πολιτισμού και του ιμπεριαλισμού· ενώ το βασικό έργο του Χάιντεγκερ γράφηκε μια δεκαετία περίπου πριν ο συγγραφέας διακηρύξει την ενθουσιώδη πίστη του στον Χίτλερ. Όσο για το έργο των μεταδομιστών στο τέλος του 20ού Αιώνα, ήταν το έργο σημαντικών στοχαστών που έζησαν σε εποχή διαρκούς ανόδου της σχετικής ευμάρειας και σχετικής ελευθερίας, έργο ανθρώπων που δεν συναντούσαν τα παλιά εμπόδια στην «αυτοπραγμάτωση», στην επιλογή και βίωση τρόπων ζωής σύμφωνων με τις υποκειμενικές επιθυμίες τους, είτε κοινότοπων είτε εκκεντρικών. Όμως υπάρχει πράγματι αυτή η σύνδεση γνώσης και κυριαρχίας; Είναι αλήθεια ότι η πρόοδος της επιστήμης και η εμβάθυνση της γνώσης του φυσικού κόσμου είναι αυτό που δημιουργεί τις απώλειες ελευθερίας και νοήματος, τις οποίες αναμφίβολα παρατηρούμε σήμερα; Καταλήγει αναγκαστικά εκεί, δεν μπορεί να πάρει άλλο δρόμο; Είναι όντως φτιαγμένο σύμφωνα με σχέδια που εκπόνησε η επιστήμη και η γνώση, τούτο το «σιδερένιο κλουβί» της οικονομίας, της τεχνολογίας και της κοινωνικο-πολιτικής συνθήκης, στο οποίο έχουμε εγκλωβιστεί οι «τελευταίες γενιές» των χρόνων του όψιμου καπιταλισμού, επαληθεύοντας την προφητική παραβολή του Μαξ Βέμπερ; Είναι αλήθεια ότι οικονομία, τεχνολογία, πολιτική, κοινωνική συνθήκη και τρόπος ζωής, «αντιγράφουν» πράγματι από τα γνωστικά πρότυπα που παράγει η ορθολογική κατανόηση του φυσικού κόσμου; Αληθεύει ότι χρησιμοποιούν πάντα τα καλούπια και τα πατρόν που κατασκευάζει η επιστημονική γνώση;
Ας κάνουμε έναν στοιχειώδη έλεγχο, χρησιμοποιώντας ως ενδεικτικό παράδειγμα ένα βασικό πεδίο της σημερινής οικονομίας, της τεχνολογίας και του ισχύοντος τρόπου ζωής: Την τροφοδοσία με ενέργεια.
Α1. Εδώ και 2 αιώνες, από την πλήρη κυριαρχία του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής μέχρι σήμερα, βασική πηγή ενέργειας είναι η καύση του άνθρακα και οργανικών του ενώσεων (των υδρογονανθράκων, πετρέλαιο και φυσικό αέριο). Τα υλικά αυτά προέρχονται από το ατμοσφαιρικό διοξείδιο του άνθρακος και έχουν δεσμευτεί μέσα στο φλοιό της γης εξαιτίας της φωτοσυνθετικής δράσης ζωντανών οργανισμών, φυτών και θαλάσσιων μικροοργανισμών, σε μια διαδικασία διάρκειας εκατοντάδων εκατομμυρίων ετών. Τι λέει όμως η φυσική επιστήμη; Το ίδιο το διοξείδιο του άνθρακος είναι χημική ένωση ενεργειακά υποβαθμισμένη, εντελώς άχρηστη ως πηγή ενέργειας. Ενεργειακή αξία προστίθεται ακριβώς κατά την δέσμευση μέσω της φωτοσύνθεσης του άνθρακα που περιέχει το διοξείδιο του άνθρακος και την ενσωμάτωσή του σε «ενεργειακά αναβαθμισμένες» οργανικές ενώσεις που σχηματίζουν το σώμα των οργανισμών, φυτών και μικροβίων.
Ιδού μια περιγραφική εικόνα για την φωτοσύνθεση***, που είναι εξαιρετικά πολύπλοκη διαδικασία μη πλήρως κατανοημένη ακόμη, και για τα επακόλουθα της: Τα φωτοσυνθετικά όργανα των φυτών είναι οι χλωροπλάστες, βρίσκονται μέσα στα κύτταρα των φύλλων και άλλων πράσινων μερών και περιέχουν την ενεργή ουσία χλωροφύλλη. Οι χλωροπλάστες συλλαμβάνουν μονάδες (κβάντα) ηλεκτρομαγνητικής ενέργειας που προέρχεται από τον ήλιο (ορατό φως) και αναβαθμίζουν το ενεργειακό επίπεδο των ατόμων του άνθρακα, ούτως ώστε αυτά να «αποσπασθούν» από το διοξείδιο και να συντεθούν σε νέες πιο πολύπλοκες οργανικές ενώσεις, μαζί με άτομα υδρογόνου, οξυγόνου, αζώτου, αλλά και πολλά άλλα. Στην περίπτωση των μικροοργανισμών, αντίστοιχα ή διαφορετικά όργανα επιτυγχάνουν ανάλογες διεργασίες. Τόσο στην περίπτωση των φυτών, όσο και των μικροοργανισμών, οι νέες ενώσεις που δημιουργούνται γίνονται σώμα των ζωντανών οργανισμών ή χρησιμοποιούνται από αυτούς ως πηγές ενέργειας. Μετά το θάνατό τους, εναποτίθενται στο έδαφος, μεταβάλλονται σε άλλες χημικές ενώσεις. Μετά από εκατοντάδες εκατομμύρια ετών, τα μεν σώματα των φυτών καταλήγουν σε γαιάνθρακες, δηλαδή είτε σε σχεδόν καθαρό άνθρακα (λιθάνθρακα), είτε σε μείγμα άνθρακα με οργανικές και ανόργανες ενώσεις (λιγνίτης, τύρφη), ενώ από τα υπολείμματα των μικροοργανισμών που ζούσαν μέσα σε θάλασσες της Παλαιοζωικής και Μεσοζωικής Εποχής προκύπτουν οι υδρογονάνθρακες, το πετρέλαιο και το φυσικό αέριο.
Οι χημικές αντιδράσεις που συμβαίνουν κατά τη φωτοσύνθεση, και συγκεκριμένα η αποδέσμευση των ατόμων του άνθρακα από το διοξείδιο του άνθρακος, ανήκουν στην κατηγορία των αντιδράσεων αναγωγής. Αναγωγή είναι το αντίθετο της οξείδωσης, δηλαδή της «καύσης», της ένωσης ατόμων ενός στοιχείου με άτομα οξυγόνου. Γενικά, για να συμβούν αναγωγικές αντιδράσεις είναι αναγκαία προσφορά πρόσθετης ενέργειας, π.χ. θερμότητας, όπως συμβαίνει στην υψικάμινο όταν ανάγουμε ένα οξείδιο μετάλλου σε καθαρό μέταλλο, ή σε άλλες περιπτώσεις προσφορά ενέργειας ηλεκτρομαγνητικού πεδίου, όπως συμβαίνει με το ηλιακό φως στη φωτοσύνθεση. Οι αναγωγικές αντιδράσεις παράγουν προϊόντα «ενεργειακά αναβαθμισμένα» και χημικά ενεργά ακριβώς γι αυτόν τον λόγο: Επειδή ενσωματώνουν σ΄ αυτά τα προϊόντα «νέα» ενέργεια, «εξωτερική» ενέργεια. Αντίθετα, οι οξειδωτικές αντιδράσεις εκλύουν ενέργεια, υπό μορφή θερμότητας ή ηλεκτρομαγνητική ορατού φωτός (βλ. φωτιά, που θερμαίνει και λάμπει). Η ενέργεια αυτή «αφαιρείται» από τα τελικά προϊόντα των οξειδώσεων δηλαδή των καύσεων, τα οποία για το λόγο αυτό είναι συνήθως χημικές ενώσεις «ενεργειακά υποβαθμισμένες» και σχετικά αδρανείς από χημική άποψη, όπως το διοξείδιο του άνθρακος, τα οξείδια των μετάλλων (σκουριές). Από την άποψη της χημικής σταθερότητας, όχι όμως της φυσικής δραστικότητας, «αδρανές» είναι με μια ορισμένη έννοια και το ίδιο το νερό, το προϊόν της καύσης του υδρογόνου.
Αυτή η χημικο-ενεργειακή κλεψύδρα της «αναβάθμισης» και «υποβάθμισης» άρχισε να γίνεται επιστημονικά γνωστή και κατανοητή στην εποχή που δημιουργήθηκε στη Φυσική επιστήμη ο κλάδος της Θερμοδυναμικής, ο οποίος αποτέλεσε και την βάση για τη δημιουργία της ατμομηχανής, της μηχανής εσωτερικής καύσης και όλων των άλλων θερμικών ενεργειακών μηχανών. Οι πρωτοπόροι της Θερμοδυναμικής διαπίστωσαν πολύ ενωρίς (ο Γάλλος Nicolas Léonard Sadi Carnot - 1824 και ο Γερμανός συνεχιστής του Rudolf Julius Emanuel Clausius το 1854) ότι από τη θερμική ενέργεια που εκλύεται σε οποιαδήποτε καύση, εκείνο το μέρος που δεν μετατρέπεται μέσα στη θερμική μηχανή σε άλλη μορφή ενέργειας (π.χ. σε μηχανική ενέργεια) χάνεται ανεπίστρεπτα, διαχέεται στο περιβάλλον και δεν θα μπορέσει ποτέ να συλλεχθεί και να χρησιμοποιηθεί από καμιά άλλη μηχανή κανενός εφευρέτη ή τεχνολόγου. Το ποσοστό αυτό της ενέργειας που χάνεται στις θερμικές μηχανές είναι γύρω στο 60 % της πρωταρχικής (δηλαδή της όλης ενέργειας που εκλύεται με την καύση). Σε σύγχρονα συστήματα συμπαραγωγής διαφορετικών μορφών ενέργειας ή πολλαπλών τρόπων ενεργειακού μετασχηματισμού, η χαμένη ενέργεια μπορεί να μειωθεί κάπως και να φθάσει σε επίπεδο λίγο πάνω από το 50 %. |
Η σχηματική χημική αντίδραση της φωτοσύνθεσης (συμπυκνωμένη σε αρχικές «πρώτες ύλες», ενεργειακούς και λειτουργικούς δρώντες παράγοντες της διεργασίας και βασικό προϊόν της αντίδρασης, αρχή για παραγωγή άλλων)
|
Α2 Βλέποντας από τη σκοπιά της Θερμοδυναμικής, η καύση άνθρακα, πετρελαίου και φυσικού αερίου για παραγωγή ενέργειας, ηλεκτρικής (γεννήτριες) ή μηχανικής (π.χ. για κίνηση οχημάτων ή άλλων μηχανών) θεωρείται εξαρχής τεχνολογική ανοησία. Είναι ένα είδος αντιεπιστημονικής εφαρμογής κάποιων αποσπασματικών θραυσμάτων της επιστημονικής γνώσης. Χρησιμοποιήθηκε κατά κόρον στις 2 πρόσφατες εκατονταετίες και εξακολουθεί να χρησιμοποιείται όλο και πιο εντατικά, ένα υλικό «ενεργειακά αναβαθμισμένο», στο οποίο ενσωματώθηκε ενέργεια ηλεκτρομαγνητική η οποία «παρέχεται δωρεάν» από τον ήλιο σε μια πολύ μακροχρόνια διαδικασία μέσω δράσης ζωντανών οργανισμών. Το τελικό και παραμένον αποτέλεσμα αυτής της τεχνο-οικονομικής επιλογής είναι το εξής: Αφενός να πεταχτεί ανεπίστρεπτα το 50 - 60 % αυτής της φυσικά ενσωματωμένης πρόσθετης ενέργειας, μέσα σε χρόνο ασύγκριτα μικρό σε σύγκριση με τον γεωλογικό χρόνο της φυσικής διεργασίας ενσωμάτωσης και της φυσικής παραγωγής του υλικού που φέρει αυτή την ενέργεια. Και αφετέρου να ελευθερώνεται και πάλι στην ατμόσφαιρα - αυτή τη φορά ως προϊόν της τεχνολογικής δράσης ανθρώπων - το «ενεργειακά υποβαθμισμένο» διοξείδιο του άνθρακος, ουσία ανενεργή και σεχεδόν αδρανής από χημική άποψη, η οποία όμως όταν συσσωρεύεται, για λόγους φυσικούς που αφορούν τη λειτουργία της γήινης ατμόσφαιρας καταστρέφει το κλίμα του πλανήτη μας.
Οι γαιάνθρακες, το πετρέλαιο και το φυσικό αέριο είναι «ενεργειακά αναβαθμισμένα» υλικά και για το λόγο αυτό είναι πρώτες ύλες πολύτιμες, από τις οποίες μπορούμε να πάρουμε πληθώρα προϊόντων με άλλες βιομηχανικές διεργασίες. Όχι όμως με καύση. Νεότεροι κλάδοι της Φυσικής, όπως η Κβαντομηχανική, μας εξηγούν πολύ ακριβέστερα πότε και γιατί μια ουσία είναι «ενεργειακά αναβαθμισμένη». Εξηγούν επίσης πλήρως, γιατί είναι επιστημονικά άτοπο, αλλά και παραλογισμός από αυστηρά τεχνική άποψη, το να χρησιμοποιούνται οι «ενεργειακά αναβαθμισμένες» μορφές και οργανικές ενώσεις του άνθρακος με τέτοιο τρόπο, ώστε: [1] Αφενός να χάνεται ανεπίστρεπτα το μισό τουλάχιστον της ενέργειας που πρόσθεσε η «δωρεάν ενεργειακή αναβάθμιση» μέσω ευφυών φυσικών αναγωγικών διεργασιών (φωτοσύνθεση). Και αφετέρου, [2] να παράγεται υπολειμματικό προϊόν «ενεργειακά υποβαθμισμένο», αδρανές, άχρηστο, μη αναβαθμίσιμο με την τεχνολογία που διαθέτει ή θα διαθέτει αύριο ο πολιτισμός μας και το χειρότερο, τόσο πιο βλαβερό για τον πλανήτη, όσο πιο πολύ καταλήγει στην ατμόσφαιρα (αλλά και διαλυμένο στο νερό των ωκεανών).
Αυτές οι δύο πτυχές του ενεργειακού μοντέλου που επικράτησε επί 2 αιώνες είναι οι δύο όψεις ενός και του αυτού νομίσματος: Της μη ευφυούς, «καταστροφικής» χρήσης του ενεργειακού αποθέματος που παράγουν οι φωτοσυνθετικές διαδικασίες στη γήινη βιόσφαιρα. Με τις διαδικασίες αυτές, στη μακρά διάρκεια της ζωής πάνω στον πλανήτη, συλλαμβάνεται ενέργεια της ηλιακής ακτινοβολίας και αξιοποιείται με τέτοιο τρόπο ώστε να παράγεται και αναπαράγεται με αξιοσημείωτη σταθερότητα μια ατμόσφαιρα με χαρακτηριστικά κατάλληλα για την ύπαρξη ζωής, με έμβια όντα των τύπων που ξέρουμε.
Η επιστημονική γνώση που είχε ήδη αναπτύξει ο πολύ πιο παραδοσιακός κλάδος της Θερμοδυναμικής, οδηγεί στην εξής γενική διατύπωση, ισοδύναμη του ανωτέρω, μεταφρασμένη στο λεξιλόγιο της Θεωρίας των Συστημάτων: Το ισχύον ενεργειακό μοντέλο μεγεθύνει τη συστημική εντροπία στο επιμέρους σύστημα της γήινης βιόσφαιρας. Μια περιγραφική εικόνα είναι η εξής: Αυτό το ενεργειακό μοντέλο καταστρέφει δομημένη πολυπλοκότητα και παράγει αμορφία, παραλαμβάνει τάξη και αφήνει στη θέση της αταξία, αποσταθεροποιεί την σύνθετη σχέση αλληλοτροφοδότησης (feedback) μεταξύ ατμόσφαιρας και έμβιων όντων. Α3 Η οικονομία, η εφαρμοσμένη τεχνολογία της, η πολιτική, η κοινωνική συνθήκη και ο τρόπος ζωής έκαψαν και καίνε άνθρακα, πετρέλαιο και φυσικό αέριο και δεν έλαβαν υπόψη τα θεμελιώδη της επιστήμης. Εν προκειμένω, άλλες δυνάμεις έδωσαν ώθηση ως κίνητρα και κατηύθυναν ως οδηγοί. Άλλα πράγματα ήταν αυτά που μετρούσαν μέχρι τώρα για τον δρόμο που πάρθηκε, όχι η επιστημονική γνώση. Το πολύ-πολύ μέτρησαν μόνον περιθωριακά θραύσματα επιστημονικής γνώσης αλλά καθόλου τα θεμελιώδη της.
Δεν χαράχτηκε η διαδρομή των κοινωνιών με βάση την έγκυρη λογική των επιστημονικών κατακτήσεων της Φυσικής και της Χημείας, ούτε διόρθωναν αυτόματα την πορεία τα αρκετά παλιά ή τα πολύ νεότερα επιτεύγματα κλάδων τους όπως η Θερμοδυναμική ή η Κβαντομηχανική, γιατί η οικονομία, η τεχνολογία της, η πολιτική, η κοινωνική συνθήκη και ο τρόπος ζωής δεν ακολουθούν πάντοτε και αποκλειστικά την επιστημονική γνώση. Μερικές φορές την ακολουθούν. Όμως συχνά προτιμούν άλλους οδηγούς και ανοίγουν άλλο δρόμο, κόντρα στα θεμελιώδη της επιστήμης. Πετάνε παράμερα ή σπάνε τα μεγάλα καλούπια και σχίζουν τα πατρόν που κατασκευάζει η επιστημονική γνώση, και έχουν την ελευθερία και την ικανότητα να συλλέγουν και χρησιμοποιούν κάποια σπασμένα κομμάτια τους και με αυτά να κατασκευάζουν άλλα, δικής τους «εφεύρεσης», καλούπια και πατρόν. Συχνά αντιεπιστημονικά και ανορθολογικά. Και πάντοτε με δικά τους μέτρα, «ό,τι και όπως τους βολεύει».
Από την επιστημονική γνώση που συσσωρεύεται, εκλεπτύνεται και επιβεβαιώνεται ή αναθεωρείται διαρκώς, ιδίως από τις φυσικές επιστήμες, τα μαθηματικά και τις ψυχολογικές επιστήμες, δεν προκύπτει ότι κοινωνίες ανθρώπων οποιουδήποτε οργανωτικού προτύπου, μπορούν να κυριαρχήσουν επί της φύσης, είτε της «εξωτερικής» (αυτής που ερευνούν οι φυσικές επιστήμες με την βοήθεια των μαθηματικών), είτε της «εσωτερικής» (αυτής που ερευνούν οι ψυχολογικές επιστήμες). Επίσης οι «βαθμοί ελευθερίας» από τη φύση, τους οποίους διαθέτουν οι κοινωνίες ανθρώπων, δεν είναι η δήθεν ρεαλιστική αφετηρία για να αποχαιρετήσουν κάποτε οι κοινωνίες το «βασίλειο της αναγκαιότητας», αλλά απλά μια άλλη διατύπωση για την επιτελεστική αυτονομία (operational autonomy) ενός συστήματος από το εξωτερικό περιβάλλον του. Αυτό που προκύπτει από την επιστημονική γνώση είναι το εξής: Οι κοινωνίες ανθρώπων συνδέονται με τη γήινη βιόσφαιρα (και γενικά με «εξωτερική» φύση), με μια σχέση που έχει μερικές αναλογίες με τη σχέση μιας κοινωνίας εντόμων με το δένδρο που τη φιλοξενεί. Το δένδρο της παρέχει στέγη, τροφή και προστασία, η εντομοκοινωνία τα χρησιμοποιεί για τις δικές της λειτουργίες και σύμφωνα με τους δικούς της «τρόπους»· το αποτέλεσμα μπορεί να είναι ποικίλο, από σταθερότητα επωφελή για τα έντομα μέχρι και «κατάχρηση», η οποία όμως αποβαίνει απολύτως καταστροφική για την εντομοκοινωνία. Όσο για τις πραγματικές δυνατότητες της κοινωνίας να «επιβληθεί» επί της «εσωτερικής φύσης» του ατόμου, αρκεί μια ματιά στο έργο του Φρόυντ ή των μελετητών της εξελικτικής – αναπτυξιακής ψυχολογίας και της αποκέντρωσης του υποκειμένου (π.χ. του Jean Piaget).
Όμως, όπως δείχνει το ενδεικτικό παράδειγμα (ωστόσο εξαιρετικά καίριο για τη λειτουργία της οικονομίας και κοινωνίας) με το ενεργειακό μοντέλο που κατίσχυσε, η αντιεπιστημονική και ανορθολογική χρήση περιθωριακών θραυσμάτων επιστημονικής γνώσης διεκδίκησε και διεκδικεί γνωστική και επιστημονική εγκυρότητα και την κέρδισε ανεπιφύλακτα. Την κέρδισε επιβάλλοντας και στη νεωτερική εποχή την παρούσα σε όλη την ιστορία σύγχυση μεταξύ γνώσης και πίστης, ανανεώνοντας την Βιβλική ουτοπία για τον άνθρωπο - κορωνίδα της Δημιουργίας και καθ’ εικόνα Θεού κυρίαρχο του φυσικού κόσμου. Ακόμη και τώρα προσπαθεί να την διατηρήσει, δίνοντας σκληρές μάχες οπισθοφυλακών. Στα επιτεύγματά της αναγνωρίστηκε και αναγνωρίζεται ακόμη απεριόριστη οικονομική και κοινωνική αξία. Και οι άνθρωποι που την ενσάρκωσαν ως σύμβολα, νίκησαν κατά κράτος στους αγώνες για την αναγνώριση και θαυμάζονται ακόμη ως ήρωες της επιστήμης και της τεχνικής.
Η αντιεπιστημονικότητα και η ανορθολογικότητα αυτής της χρήσης «θραυσμάτων επιστήμης» προκύπτει από τον έλεγχο με κριτήρια αμιγώς λογικά και επιστημονικά. Παρόλα αυτά, η ενεργειακή τροφοδοσία της οικονομίας και όλου του σύγχρονου τρόπου ζωής με χρήση ορυκτών καυσίμων, δηλαδή άνθρακα, πετρελαίου και φυσικού αερίου, αποδείχθηκε η πιο κρίσιμη και δραστική υλική παράμετρος, τροφοδοσία με ουσία «υψηλής θρεπτικής αξίας» που μεγάλωσε και γιγάντωσε
τον κεφαλαιοκρατικό τρόπο παραγωγής από την κούνια του μέχρι τη σημερινή ώριμη ηλικία του (για την οποία δεν ξέρουμε ακόμη μήπως στην
πραγματικότητα είναι η ηλικία του γήρατος). Η ίδια υλική παράμετρος συνεισφέρει καίρια στη χαρακτηριστική μορφή του επικρατούντος τρόπου ζωής της σημερινής εποχής - του «καπιταλισμού ως τρόπου ζωής», για να θυμηθούμε την επιχειρηματολογία της Rahel Jaeggi. Μπορούμε όμως να αξιολογήσουμε με αυστηρώς λογικά - επιστημονικά κριτήρια τα επικρατούντα «ήθη μιας συγκεκριμένης κοινωνικής ζωής» (την Sittlichkeit του Hegel), και συνακόλουθα να μιλήσουμε ευθέως για αποτυχημένες κοινωνικές πρακτικές και για αποτυχημένους τρόπους ζωής, όπως μιλά η Rahel Jaeggi;
Από την άλλη πλευρά, οι παραδόσεις της σκέψης που επιμένουν ότι επιστήμη και γνωσιακή-νοητική κατανόηση της πραγματικότητας ίσον κυριαρχία και εξουσία, κυριαρχία επί της φύσης, «εξωτερικής» και «εσωτερικής», στηρίζονται ακριβώς σε μια ανεπιφύλακτη αποδοχή της προηγούμενης διεκδικημένης και κερδισμένης, ωστόσο πλασματικής και επιστημονικά άκυρης εγκυρότητας. Σ’ αυτή την πλασματική εγκυρότητα στηρίζουν και τη δική τους διεκδίκηση εγκυρότητας, την αναγνώριση της αξίας τους ως φιλοσοφικών κατευθύνσεων και κοσμοαντιλήψεων και ασφαλώς την διαχρονική ισχύ ή ανθεκτικότητα στους αγώνες για αναγνώριση και κύρος, των υποκειμενικών φορέων και εκφραστών τους, των στοχαστών. Κρίσιμοι συσχετισμοί δυνάμεων στον πολυεπίπεδο «πόλεμο των αξιών» συνδέονται, σε τελευταία ανάλυση, με διαρκείς, διάχυτους, μη σχεδιασμένους «παραπλανητικούς χειρισμούς» (false flag operations) στις διεκδικήσεις γνωστικής, επιστημονικής και τελικά λογικής εγκυρότητας. Σ’ αυτή τη διαδικασία, η οποία κινήθηκε μόνον δευτερευόντως από δρώντες υποκειμενικούς παράγοντες, ωστόσο έπαιξαν ρόλο και στρατηγικές στον κόσμο της διυποκειμενικής αλληλεπίδρασης, οι πραγματικοί «χειριστές» (operators) είναι η οικονομία (τρόπος παραγωγής), η εφαρμοσμένη τεχνολογία της, η πολιτική, η επικρατούσα κοινωνική συνθήκη, οι επικρατούσες κοινωνικές πρακτικές και οι επικρατούντες τρόποι ζωής. Όχι η γνώση και η επιστήμη. |
Ντόναλντ Τραμπ, γύρω στο 1990 |
Β. Πολιτική πράξη ίσον ερμηνεία θεατρικού ρόλου;
Εδώ και λίγα χρόνια, οι (ψευδο)πολιτικές ταμπέλες «αντισυστημικοί» πολιτικοί, «αντισυστημικά» κόμματα, «αντισυστημική» πολιτική συμπεριφορά, «αντισυστημικότητα» και ούτω καθεξής κατακλύζουν τα Μέσα ενημέρωσης και τον πολιτικό σχολιασμό. Αρχικά, τον όρο αντισυστημικός τον εισήγαγαν (κυρίως σε Αγγλοσαξωνικές χώρες), πολιτικοί σχολιαστές και Μέσα ενημέρωσης που υποστηρίζουν σε γενικές γραμμές πολιτικά ρεύματα του φιλελεύθερου και κεντροδεξιού ιδεολογικού φάσματος. Ωστόσο έγινε γρήγορα της μόδας σε ευρύτερους χώρους, τόσο πολιτικούς όσο και γεωγραφικούς. Όχι όμως παντού, ούτε ομοιόμορφα, ούτε με ίδιο πρόσημο. Π.χ., χρησιμοποιείται πάρα πολύ στην ελληνική πολιτική σχολιογραφία όπως και στη βρετανική και αμερικανική, αλλά πολύ λιγότερο στην πολιτική σχολιογραφία χωρών της Κεντρικής και Βόρειας Ευρώπης. Χρησιμοποιείται πολύ με αρνητικό περιεχόμενο από σχολιαστές που βλέπουν την πολιτική υπό μετριοπαθώς συντηρητικό, κεντροδεξιό ή φιλελεύθερο πρίσμα. Ωστόσο χρησιμοποιείται πολύ συχνά, και κόντρα στο πνεύμα των εφευρετών, δηλαδή με θετικό περιεχόμενο, από σχολιαστές που υποστηρίζουν τα λεγόμενα αντισυμβατικά και εναλλακτικά ή και τα ακραία ρεύματα της Δεξιάς, αλλά τώρα πια και από αρκετούς που οραματίζονται μια Αριστερά «πιο αριστερά» από τα καθιερωμένα αριστερά κόμματα.
Είναι όρος συμπεριληπτικός. Ωστόσο ορίζεται - εάν και όσο ορίζεται - αρνητικά. Δηλαδή επιχειρεί να συμπεριλάβει αφενός όλους εκείνους τους δρώντες παράγοντες στην πολιτική, κόμματα, οργανώσεις και πολιτικούς, οι οποίοι υποτίθεται ότι δεν ανήκουν στο «σύστημα» και αφετέρου τις πολιτικές συμπεριφορές (πολιτικών παραγόντων ή πολιτών) που δεν αποδέχονται ή δεν υποστηρίζουν αυτό το «σύστημα». Ας αφήσουμε κατά μέρος το ερώτημα τι εννοούν με τον όρο «σύστημα» οι ποικίλοι χρήστες του όρου «αντισυστημικός», δεδομένου ότι στα συμφραζόμενα όλων αυτών παραμένει εντελώς ασαφής, ομιχλώδης και ακαθόριστος. Το αναμφίβολο είναι ότι στη συμπερίληψη του «αντισυστημισμού» οι εφευρέτες και αρχικοί χρήστες επιχειρούν να κατατάξουν εν πρώτοις τα αντισυμβατικά και ακραία ρεύματα της Δεξιάς που προαναφέρθηκαν, μαζί και τις πολιτικο-κοινωνικές συμπεριφορές που τα στηρίζουν, αλλά στο πλευρό τους κατατάσσουν επίσης τις «πιο αριστερά από τις επίσημες Αριστερές» δρώσες δυνάμεις ή συμπεριφορές, ενώ μέχρι πρόσφατα στο ίδιο κάδρο έβαζαν και κάποια υποτίθεται αντισυμβατικά αριστερά ή «κεντροαριστερά» κόμματα που ασκούν σήμερα κυβερνητική εξουσία (π.χ. το ισπανικό Ποδέμος) καθώς και άλλα τέτοια κόμματα που άσκησαν ή διεκδικούν κυβερνητική εξουσία, όπως ο ΣΥΡΙΖΑ.
Αναμφίβολα η εμβληματική μορφή του λεγόμενου αντισυστημισμού είναι ο πολιτικός της «αντισυμβατικής» ή ακραίας Δεξιάς που κάθισε για 4 χρόνια στην καρέκλα της ισχυρότερης πολιτικής εξουσίας του πλανήτη, ο Ντόναλντ Τραμπ. Αυτό και μόνον δείχνει πόσο ειρωνικό ή πόσο παράλογο περιεχόμενο υπάρχει στην όλη συζήτηση περί «αντισυστημισμού». Πως γίνεται να θεωρείται πρωταθλητής και πάπας του αντισυστημισμού ένας πολιτικός που άσκησε εξουσία από μια θέση, την οποία λίγα χρόνια πριν αποκαλούσαμε καρέκλα του πλανητάρχη; Όμως, μέσα στο πλαίσιο της ισχύουσας πολιτικής συζήτησης, αυτό το παράλογο σηματοδοτεί μια πολύ μεγαλύτερη και πολύ πιο καταστροφική σύγχυση, μια χαρακτηριστική παθολογική πτυχή στις διεκδικήσεις εγκυρότητας και στους αγώνες για αναγνώριση.
Στον πυρήνα του αντισυστημισμού δηλαδή στη λεγόμενη αντισυστημική Δεξιά και Ακροδεξιά, ο εν λόγω πολιτικός σχολιασμός κατατάσσει, όπως είδαμε, πολλά ρεύματα. Ωστόσο τα ρεύματα αυτά έχουν πράγματι αξιοσημείωτα κοινά χαρακτηριστικά, τα οποία θα απαριθμηθούν παρακάτω. Για να έρθει στο φως το πραγματικό μέγεθος της σύγχυσης και το παθολογικό περιεχόμενο του, αξίζει να τίθεται σιωπηρά, στα συμφραζόμενα αυτής της περιγραφής, και το ερώτημα αν και πόσο, το ένα ή το άλλο από αυτά τα χαρακτηριστικά ταιριάζουν ή όχι και σε κάποιους από τους λεγόμενους αριστερούς αντισυστημισμούς.
1. Η αντισυστημική Δεξιά προβάλλει μια εικόνα του σημερινού κόσμου διπολικά λαϊκιστική από κοινωνιολογική άποψη, δηλαδή ισχυρίζεται ότι η δημοκρατία δεν λειτουργεί και η κοινωνική δικαιοσύνη πάσχει, επειδή οι κοινωνίες είναι διχασμένες, χωρισμένες σε δύο μόνον κομμάτια, σε μια ενιαία και συμπαγή ελίτ του 1 % (ή έστω του 10 %) και σε μια πολύ μεγάλη εξίσου ομοιογενή πλειοψηφία όλων των άλλων, «τον λαό». Στην επιχειρηματολογία της, η διαίρεση του πληθυσμού σε κοινωνικές τάξεις και στρώματα καθώς και η πολυμορφία των συμφερόντων, απόψεων, αξιών, κοινωνικο-πολιτικών στάσεων, πολιτισμικών αποσκευών και νοοτροπιών εξαφανίζονται και τη θέση τους παίρνει το «εμείς απέναντι σε αυτούς».
2. Η αντισυστημική Δεξιά προπαγανδίζει (και ασκεί όταν είναι στην εξουσία και μπορεί) αρχηγοκεντρική και συγκεντρωτική πολιτική εντός του εθνικού κράτους, συχνά με απολυταρχικές τάσεις. Προβάλλει πάντοτε τον αναντικατάστατο ρόλο του ισχυρού, υποτίθεται φιλολαϊκού πολιτικού ηγέτη, καταπολεμά τις συλλογικές δομές άσκησης εξουσίας και διακυβέρνησης, καταφρονεί τη διάκριση νομοθετικής, εκτελεστικής και δικαστικής εξουσίας, δεν έχει καλή γνώμη για τις καθολικές συνταγματικές εγγυήσεις ελευθεριών και δικαιωμάτων.
3. Η αντισυστημική Δεξιά παρουσιάζεται πάντα αυστηρά εθνοκεντρική από την άποψη της διεθνούς και παγκόσμιας πολιτικής. Επίσης παρουσιάζεται πάντοτε ως σταθερό ανάχωμα κατά των προσφυγικών και μεταναστευτικών κυμάτων
4. Οι πολιτισμικές – κοινωνικές αξίες που προβάλλονται στις διακηρύξεις της αντισυστημικής Δεξιάς συνοψίζονται στο τρίπτυχο Πατρίς – Θρησκεία – Οικογένεια.
Η εμβληματική περίπτωση του Ντόναλντ Τραμπ είναι αρκετά γνωστή. Απέναντι στα χαρακτηριστικά αυτά, ο «φιλολαϊκός» πολιτικός ηγέτης των ΗΠΑ ανήκει στο πυρήνα του 1 % της πραγματικής οικονομικής ελίτ, είναι τόσο φιλολαϊκός ώστε έχει πάθος να μειώνει τους φόρους των πλουσίων και αντιπάθεια κατά της υγειονομικής ασφάλισης των φτωχότερων πολιτών, είναι ο επιχειρηματίας με έμβλημα America First που έχει χτίσει ουρανοξύστες σε όλο τον κόσμο, από τη Σιγκαπούρη μέχρι την Άγκυρα, όταν έχασε στις εκλογές παρότρυνε τους οπαδούς του να μπουκάρουν στο Καπιτώλιο, άλλαζε γυναίκες ποικίλων εθνικών καταγωγών σαν τα πουκάμισα και κατηγορείται ότι χρηματοδοτούσε πορνοστάρ με δημόσιους πόρους.
Ας δούμε και ένα λιγότερο γνωστό, αλλά πιο κοντινό, ευρωπαϊκό παράδειγμα, το ακροδεξιό «αντισυστημικό» κόμμα Εναλλακτική για τη Γερμανία (AfD). Το κόμμα αυτό, στη σχετικά σύντομη ζωή του, άλλαξε πολλές φορές προέδρους. Ο ιδρυτής (2012), ο αντι-ΕΕ και σκληρά νεοφιλελεύθερος πανεπιστημιακός οικονομολόγος Berndt Luke ανατράπηκε το 2015, αποχώρησε και αντικαταστάθηκε από την επιχειρηματία Frauke Petry, η οποία εμφανίστηκε ως ακόμη πιο «αντισυστημική» από τον ευρωφοβικό οικονομολόγο. Με τη σειρά της, αυτή ανατράπηκε το 2017, αποχώρησε και αντικαταστάθηκε στην ηγεσία από μια άτυπη συμμαχία του οικονομολόγου Jörg Meuthen με τον γηραιό σκληρό συντηρητικό Alexander Gauland (πρώην μέλος του Χριστιανοδημοκρατικού Κόμματος) και με τον Björn Höcke, πολιτικό που ακόμη και σήμερα δεν διστάζει να υψώνει το χέρι σε Ναζιστικό χαιρετισμό. Με τη διάλυση αυτής της συμμαχίας και την αποχώρηση του Meuthen (τώρα ανεξάρτητου ευρωβουλευτή) η ηγεσία πέρασε στον σημερινό πρόεδρο Tino Chrupalla. Σε όλες σχεδόν τις ανατροπές, η νέα ηγεσία του κόμματος εμφανίζονταν ως πιο «αντισυστημική» από εκείνη που ανέτρεψε. Σταθερή έμεινε όμως η σχετικά πιο μετριοπαθής στα εθνικά αλλά εξίσου νεοφιλελεύθερη πρόεδρος της κοινοβουλευτικής ομάδας στην Ομοσπονδιακή Βουλή, και σημερινή συμπρόεδρος του κόμματος Alice Weidel. Η Alice Weidel – κοινοβουλευτική εκπρόσωπος του κόμματος, είναι εμβληματική φιγούρα του αντι-ελίτ, εθνοκεντρικού και σφοδρά αντιμεταναστευτικού αντισυστημικού - ακροδεξιού κόμματος AfD και των πολιτισμικών – κοινωνικών αξιών του τριπτύχου Πατρίς – Θρησκεία – Οικογένεια. Ποιά είναι όμως η πραγματική Alice Weidel, το υπαρκτό πρόσωπο; Ήταν για χρόνια υψηλόβαθμο στέλεχος υποκαταστήματος της επενδυτικής τράπεζας Goldman Sachs στην Ελβετία αλλά και στέλεχος της Τράπεζας της Κίνας (Bank of China - δεν είναι η Κεντρική Εκδοτική Τράπεζα της Κίνας, αλλά εμπορική τράπεζα της οποίας η πλειοψηφία των μετοχών ανήκει στο Κινεζικό κράτος). Έχει σύμφωνο συμβίωσης με άλλη γυναίκα Μαλαισιανής καταγωγής και είχαν προσλάβει σε «μαύρη» απασχόληση οικιακή βοηθό πρόσφυγα Συριακής καταγωγής. Για χρόνια το Ελβετικό Δημόσιο διεκδικούσε μη καταβληθέντες φόρους και ασφαλιστικές εισφορές.
Ο Τραμπ, η Weidel ή ο παραδοσιακός πάπας του Βρετανικού αντιευρωπαïσμού Nigel Farage, ο χρηματιστής που έγινε περιστασιακός πολιτικός και τώρα κάνει νέα καριέρα στα λαïκίστικα ΜΜΕ, δεν είναι εξαιρέσεις. Ολόκληρη η πολιτική πράξη της αντισυστημικής Δεξιάς είναι μια θεατρική ερμηνεία. Όχι πως αυτό το θέατρο λείπει από άλλες πολιτικές παρατάξεις. Όμως αυτή η «αντισυστημικότητα» διεκδικεί αναγνώριση στην πολιτική με ισχυρισμούς όπως οι εξής: Ότι οι λεγόμενες συστημικές πολιτικές δυνάμεις είναι όργανα «της ελίτ» (όχι των ελίτ), ότι εξαπατούν «τον λαό», ότι είναι μακριά από το έθνος και τον γηγενή πληθυσμό του, ότι είναι απάτριδες, ότι είναι όργανα του Σόρος, του Ρότσιλντ ή και γενικά των ...Εβραίων, ότι καταδιώκουν τις παραδοσιακές αξίες και διαλύουν την κλασική οικογένεια. Η λεγόμενη αντισυστημική Δεξιά, η alt Right, διεκδικεί ρόλο έγκυρου τιμητή όλων των «άλλων», των «συστημικών» κομμάτων.
Η πολιτική πράξη της αντισυστημικής Δεξιάς δεν είναι απλά και μόνον ερμηνεία ρόλου, θεατρική ερμηνεία. Αυτό είναι (και ήταν πάντα στην ιστορία) αρκετά διαδεδομένο εντός του πολιτικού προσωπικού. Το συναντάμε σε πολλές πολιτικές παρατάξεις και είναι πάντα μια αιμορραγούσα πληγή της πολιτικής. Το νέο και σημαντικό στην σημερινή πραγματικότητα, υπό το δέλεαρ της τεχνοκρατίας (Habermas) και υπό την απειλή της μετάλλαξης σε μεταδημοκρατία (Colin Crouch), τώρα που «ο ιστορικός δεσμός μεταξύ δημοκρατίας και καπιταλισμού, ούτως ή άλλως και διαρκώς σχέση επικίνδυνη, έχει γίνει τώρα και σχέση δυσαρμονική», είναι άλλο: Η πολιτική πράξη της αντισυστημικής Δεξιάς είναι μεγάλης εμβέλειας παραπλανητικός χειρισμός (False flag operation) στους πολιτικούς αγώνες αναγνώρισης και στις διεκδικήσεις εγκυρότητας πολιτικών αξιών, προγραμμάτων και στόχων. Η συνήθης πολιτική πράξη που είναι θεατρική ερμηνεία, αναζητά πολίτες – θεατές. Όμως, όταν η ερμηνεία ρόλου είναι και σχεδιασμένος παραπλανητικός χειρισμός, τότε εκτός από θεατές αναζητά και χρήσιμους ηλίθιους. Η λεγόμενη αντισυστημική Δεξιά αναζητά πολίτες χωρίς πολιτική παιδεία που είναι έτοιμοι να βλάψουν τον εαυτό τους με το να παρέχουν πολιτική ισχύ στους παραπλανητές τους, αναζητά επίσης άλλες πολιτικές δυνάμεις, είτε αποπροσανατολισμένες είτε τυχοδιωκτικές, για βοήθεια και συνενοχή. Έχει επιτυχία, όταν και όπου έχει, επειδή συναντά νοοτροπίες, κοινωνικό περιβάλλον και κομματικά συστήματα ανασταλτικά για πολιτικούς αγώνες αναγνώρισης, υπερφορτωμένα με παθολογικά φαινόμενα που εμποδίζουν τον έλεγχο της εγκυρότητας των πολιτικών και κοινωνικών αξιών.
█
Στην Ελλάδα ήρθε με τον πιο τραγικό τρόπο η στιγμή που αρχίζει να αναδύεται στην επιφάνεια η λανθάνουσα κρίση πολιτικής αντιπροσώπευσης μιας πολύ αδικημένης κοινωνικής μερίδας: Της μεγάλης πλειοψηφίας των ηλικιών κάτω των 40 ετών. Με αυτή την αφορμή, γίνεται τώρα λόγος και για ώρα της «αντισυστημικής» ψήφου. Εάν αυτοί που χρησιμοποιούν τον όρο τούτο εννοούν στα σοβαρά ό,τι λένε και αν, επειδή οι ίδιοι αντιμετωπίζουν πολιτικό αδιέξοδο, θέλουν να τον χρησιμοποιήσουν είτε ως φόβητρο είτε ως εναλλακτική λύση, τότε είναι η ώρα του παραπλανητικού χειρισμού.
Ας μην υπάρχουν ψευδαισθήσεις: Εν Ελλάδι σήμερα, το ιδιαίτερο στοίχημα του όποιου «αντισυστημικού» χειρισμού, όπως και άλλων, υποτίθεται αντίθετων, «συστημικών» χειρισμών, είναι πάλι αλλά με νέο τρόπο, πώς, με λόγια, λόγια, λόγια, σε ένα αποτυχημένο κράτος «όλα θα αλλάξουν για να μείνουν ίδια όλα». Ωστόσο, τα τελευταία 20 - 30 χρόνια, από την προετοιμασία των Ολυμπιακών Αγώνων της Αθήνας μέχρι το 2023, όλα διαρκώς αλλάζουν για να μένουν όλα ίδια. Για χάρη αυτού τον ουροβόρου δράκου που κυνηγά την ουρά του επί δεκαετίες, πληρώθηκε τίμημα βαρύ, πολλές φορές. Οι επαγγελίες της ΝΔ για
επιτελικό κράτος (2019) ή για επανίδρυση του κράτους (2004), το πραγματικό
αποτέλεσμα της «αντιμνημονιακής» ψευδαίσθησης του ΣΥΡΙΖΑ και των δεξιών
συμμάχων του (2010-2015), ακόμη και οι παλιές, ξεχασμένες πια υποσχέσεις του ΠΑΣΟΚ
για αλλαγή και εκσυγχρονισμό, καθιζάνουν το ίδιο πικρό απόσταγμα: Την «οργανωμένη ανευθυνότητα» (Ούλριχ Μπεκ), τη λειτουργική αποτυχία και την ανακυκλούμενη παθογένεια. Παρεκτείνοντας και παραφράζοντας για την Ελλάδα και την τωρινή στιγμή τα λόγια του Έλιοτ που μιλούσαν για τον κόσμο και τους 1-2 πρόσφατους αιώνες, ό,τι ήταν καταδικασμένο να αποτύχει απέτυχε, επειδή δεν λειτουργεί και δεν είναι βιώσιμο. Ακόμη δεν ξέρουμε καν, αν και πόσοι το συνειδητοποιήσαμε αυτό, έστω και εν μέρει. Και ασφαλώς υπάρχουν «ψυχολογικά» εμπόδια, επειδή είναι δύσκολο, οδυνηρό, παραλυτικό να αποδεχτείς την εθνική αποτυχία. Και επειδή το επαναλαμβανόμενο τίμημα, ένας φόρος στον Μινώταυρο, ήταν και είναι αφόρητο, δυσανάλογο, άδικο, υπερβολικά βαρύ, για να εξαγορασθούν δυο-τρείς δεκαετίες προγνώσιμης αποτυχίας.
Προς το παρόν, σίγουρο είναι το εξής: Αλίμονο σ΄ εκείνη τη χώρα, όπου πολιτικοί λειψοί στην παιδεία, βουλιμικοί για εξουσία και για νομή του κράτους, χωρίς ίχνος ενσυναίσθησης, υψώνουν εκ συστήματος εμπόδια στον αγώνα για αναγνώριση ολόκληρων γενεών, των νεότερων γενεών. Και μερικοί ξεπέφτουν τόσο, ώστε εντελώς αδιάφοροι για το τι είναι έγκυρο ως κοινωνική αξία και τί όχι, να αποκαλούν την αποτυχία των κατεξοχήν ένοχων, «θυσία» των κατεξοχήν αθώων. Θυσία γιατί; Για να πετύχουμε τί; Θυσία για ποιους; Γ. Β. Ριτζούλης
|
Το ευρωπαïκό δίκτυο σιδηροδρόμων και η «λευκή του τρύπα»: Η Ελλάδα έχει σχεδόν μηδενικό δίκτυο σιδηροδρόμων, ωστόσο κατάφερε να το κάνει το πιο επικίνδυνο δίκτυο σιδηροδρόμων στην ήπειρό μας
|
* False flag: Something such as a political cause that is used to hide someone's true beliefs or the true reasons for their actions:(Cambridge Dictionary)
** Η στροφή των Τέοντορ Αντόρνο και Μαξ Χορκχάιμερ με το έργο Η Διαλεκτική του Διαφωτισμού, αποκάλυψε επίσης και την απουσία κανονιστικών βάσεων από το έργο της λεγόμενης Πρώτης Γενιάς της Κριτικής Θεωρίας (Σχολή της Φρανκφούρτης). Για την απουσία αυτή, ευθύνεται κυρίως η ευρεία στήριξή τους στην κοινωνιολογική θεωρία του Μαξ Βέμπερ για τον εξορθολογισμό και «απομάγευση του κόσμου» στη νεωτερική εποχή ή, με άλλα λόγια, για την ορθολογικότητα εντός του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής. Η ανάλυση του Μαξ Βέμπερ είναι εξαιρετικής διεισδυτικότητας, ωστόσο παραμένει ημιτελής επειδή είναι «απαλλαγμένη από αξίες» (Wertfreie), σύμφωνα με τις μεθοδοδολογικές αρχές αυτού του πολύ μεγάλου κοινωνιολόγου· δηλαδή ο Βέμπερ, προκειμένου να κρατήσει ουδετερότητα σε ζητήματα αξιών, αρνείται να αναλύσει ένα εγγενές μέρος του επιστημονικού αντικειμένου του. Όπως γράφει η Rahel Jaeggi, η Κριτική Θεωρία στερεώθηκε για πρώτη φορά σε κανονιστικές βάσεις μόνον χάρις στη λεγόμενη Δεύτερη Γενιά της, τη μεταπολεμική, κυρίως χάρις στο έργο του Habermas (και επίσης των Albrecht Wellmer και Karl-Otto Apel). Και δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι ο Habermas οικοδόμησε τις κανονιστικές βάσεις της Κριτικής Θεωρίας κατά βάση μέσω της ευθείας κριτικής στην πρωταρχική αιτία του κενού, δηλαδή στις θέσεις του Μαξ Βέμπερ, αλλά μόνον έμμεσα και δευτερευόντως ασκώντας κριτική στο έργο των προκατόχων του και δασκάλων του Τέοντορ Αντόρνο και Μαξ Χορκχάιμερ (βλ. Habermas, Theorie des Kommunikativen Handelns, Φρανκφούρτη, Suhrkamp, και άλλα έργα του).
*** Μια συνοπτική αλλά ακριβής επιστημονική περιγραφή των διαδικασιών της φωτοσύνθεσης από τη σκοπιά της Βιοχημείας, υπάρχει στο εισαγωγικό μέρος του έργου του Gunnar Samuelsson, Φαρμακευτικά προϊόντα φυσικής προελεύσεως - Εγχειρίδιον φαρμακογνωσίας, στα ελληνικά από τις Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο 2005, Β' έκδοση 2017 (μετάφρ. Κορδοπάτης Παύλος, Μάνεση-Ζούπα Έβη, Πάϊρας Γιώργος). Το πρωτότυπο: Drugs of natural origins. A textbook of pharmacognosy, Swedish Pharmaceutical Press, 3rd edition, 1992. H κατανόηση της περιγραφής προυποθέτει πάντως βασικές γνώσεις Βιολογίας, Βιοχημείας και Οργανικής Χημείας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου