Κυριακή 11 Οκτωβρίου 2020

Πώς στήνεται μια «πιο σοβαρή Χρυσή Αυγή» - Η προϊστο-
ρία του κόμματος «Εναλλακτική για τη Γερμανία» (AfD)

της Βίμπκε Μπέκερ

© Frankfurter Allgemeine Zeitung (FAZ) - Wibke Becker: Die Geschichte der AfD : Frühe Radikale, 9.01.2020
  
Μερικοί ισχυρίζονται ότι η AfD ήταν αρχικά ένα «πολύ αστικό κόμμα», αλλά στη συνέχεια ριζοσπαστικοποιήθηκε και έγινε ένα κόμμα ακροδεξιό, κόμμα που κινείται στις παρυφές του εθνικοσοσιαλισμού. Στην πραγματικότητα η μεταγενέστερη εξέλιξη του κόμματος αυτού, η ωρίμανσή του, ήταν προβλέψιμη από την αρχή. Την αποκάλυπτε ο ριζικά ακραίος τρόπος σκέψης των ιδρυτών του. Το μόνο που συνέβη στην πορεία ήταν η όλο και μεγαλύτερη ενίσχυση των ακροδεξιών χαρακτηριστικών του.
   
Το κόμμα της Εναλλακτικής για τη Γερμανία (AfD) επιμένει να υπερασπίζεται ένα κεφάλαιο της ιστορίας του με μια δόση υπερηφάνειας: Λέει ότι ξεκίνησε ως αστικό και συντηρητικό κόμμα. Μόνον αργότερα ριζοσπαστικοποιήθηκε, με δύο μεγάλες μεταμορφώσεις, όπως η κάμπια πρώτα γίνεται προνύμφη και στο τέλος ενήλικο πτερωτό έντομο.
Αυτές οι δύο μεταμορφώσεις πράγματι συνέβησαν. Η πρώτη συνέβη το 2015, όταν το κόμμα διαχώρισε την θέση του από τον πρόεδρό του και εκ των ιδρυτικών στελεχών του Μπερντ Λούκε (Bernd Lucke). Η δεύτερη το 2017,
όταν διαχώρισε την θέση του από την δεύτερη πρόεδρο Φράουκε Πέτρι (Frauke Petry). Όμως, το γεγονός ότι αυτές οι δύο βαθειές μεταμορφώσεις πράγματι συνέβησαν, επαρκεί  για να κατανοήσει κανείς την αληθινή συνολική ιστορία του κόμματος; 
Όταν ιδρύθηκε η AfD το 2013, οι πρωταγωνιστές της ιδρυτικής πράξης ήταν άνθρωποι γνωστοί. Κατείχαν υψηλές θέσεις στην οικονομική ζωή της Γερμανίας, στον Τύπο ή στα πανεπιστήμια. Δημοσίευαν κείμενα στα μέσα ενημέρωσης ή έδιναν διαλέξεις, το κοινό γνώριζε πολλά γι' αυτούς. Τρεις από τις πιο σημαντικές ιδρυτικές κεφαλές της ήταν ο οικονομικός επιστήμονας Μπερντ Λούκε, ο πολιτικός Αλεξάντερ Γκάουλαντ (Alexander Gauland) και το διευθυντικό στέλεχος επιχειρήσεων Χανς-Όλαφ Χένκελ (Hans-Olaf Henkel). Εάν με το τωρινό μάτι προσέξουμε καλύτερα τι ήταν γνωστό για όλους αυτούς ήδη από τότε, μπορούμε να διακρίνουμε ότι το στοιχείο του ριζοσπαστισμού είχε εμφυτευθεί στην AfD ήδη από την αρχή.
Ποιά περιστατικά της ζωής του δεν αισθάνεται εντροπή να αφηγείται ο Χένκελ;
Το 2000 δημοσιεύθηκε το βιβλίο του Χανς-Όλαφ Χένκελ «Η δύναμη της ελευθερίας - Μνήμες» («Die Macht der Freiheit – Erinnerungen»). Ήταν μια αυτοβιογραφία που εξιστορούσε τη ζωή του Χένκελ από τη γέννηση του μέχρι την άνοδό του στη θέση του προέδρου της Ομοσπονδίας Γερμανικών Βιομηχανιών (Bundesverband der Deutschen Industrie - BDI). Περιέγραφε τον εαυτό του ως έναν άνθρωπο εντελώς αυτοδημιούργητο, ο οποίος είναι πιο πνευματώδης και πιο έξυπνος από τους άλλους, και που μπόρεσε να προβλέψει την πορεία πολλών πραγμάτων πολύ ενωρίτερα από άλλους. Ωστόσο, αυτή η αυτο-ερμηνεία της ζωής και του χαρακτήρα του παρουσιάζει ασυμφωνία με αυτά που πραγματικά λέει για τον εαυτό του.
Ο Χένκελ έζησε
ως έφηβος σε οικοτροφείο. Παραπονείται ότι εκεί, άν και ήταν αφοσιωμένος Ρωμαιοαθολικός, τον ανάγκαζαν να παρίσταται στην Προτεσταντική λειτουργία του Εσπερινού. Επειδή στο οικοτροφείο αυτό «εκτιμούσαν πολύ την ευσέβεια που επιδείκνυα», έδιναν  άδεια στον Χένκελ τα πρωινά της Κυριακής για να πηγαίνει έξω και να μπορεί να παρακολουθεί την καθολική Θεία Λειτουργία. Γράφει: «Αυτές οι Κυριακές ήταν για μένα ωραίες ημέρες. Φυσικά, έκανα έναν μεγάλο κύκλο γύρω από την Καθολική Εκκλησία και αντί να παρακολουθήσω την Θεία Λειτουργία, περπατούσα για ώρες στην προκυμαία της Alster, στο Αμβούργο. Απολάμβανα στο έπακρο τη “θρησκευτική ελευθερία” μου».
[«Άννα, δεν ήμουνα εγώ γι' αεροπλάνα»].
Όταν τέλειωσαν τα χρόνια της μαθητείας του, ο Χένκελ δεν ήθελε να υπηρετήσει στον Ομοσπονδιακό Στρατό. Δεν ήταν ειρηνιστής ή αντιρρησίας συνείδησης, θεωρητικά ήταν υποστηρικτής της Bundeswehr. Όμως δεν ήθελε δα να είναι και αυτός ένας από εκείνους που «υποχρεώνονται να πειθαρχούν σε αυστηρούς κανονισμούς». Γι΄ αυτό κατέφυγε στη μητέρα ενός φίλου του, «η οποία ήταν ψυχίατρος», προκειμένου να εκδώσει ένα πιστοποιητικό που βεβαίωνε ότι πρόκειται για άτομο «απόλυτα ακατάλληλο για να φορέσει αρβύλες». Αργότερα, στην επαγγελματική του σταδιοδρομία, έδωσε ψευδείς απαντήσεις σε αρκετές συνεντεύξεις για πρόσληψη, επειδή υποψιαζόταν ότι τέτοιες απαντήσεις θα άρεζαν στους προϊσταμένους. Αλλά και αργότερα, αισθάνθηκε υποχρεωμένος να καταβάλει εισφορές κοινωνικής ασφάλισης για την κυρία που απασχολούσε ανασφάλιστη ως καθαρίστρια, μόνον αφού πρώτα το περιοδικό Der Spiegel αποκάλυψε ότι είχε έναν εξώγαμο γιο και το κρατούσε μυστικό, και μόνον αφού πρώτα ερευνητές δημοσιογράφοι του ίδιου περιοδικού άρχισαν να τον παρακολουθούσαν επειδή υποψιαζόταν ότι ο Χένκελ τηρεί «μαύρους» λογαριασμούς και απασχολεί «μαύρους» εργαζόμενους. Γιατί όπως ο ίδιος γράφει, μετά από αυτό τον θόρυβο στον Τύπο «δεν μπορούσα πια να πληρώνω τους εργαζόμενούς του με μαύρα». Την εποχή εκείνη ήταν ήδη πρόεδρος της Ομοσπονδίας Βιομηχανιών BDI.
Ο Χένκελ δεν αισθανόταν εντροπή όταν αφηγούνταν στο βιβλίο του αυτά τα επεισόδια από τη ζωή του. Το αντίθετο: Δίνει την εντύπωση ότι ήταν υπερήφανος γι' αυτά. Με αυτόν τον τρόπο, πράττοντας τότε έτσι, κατάφερε να αποκτήσει αυτό που ο ίδιος ονομάζει «ελευθερία»: Έναν τρόπο ζωής που ικανοποιούσε τις δικές του ανάγκες. Θα μπορούσε κανείς να συνοψίσει ότι το κράτος, οι κανόνες και η ειλικρίνεια, όλα αυτά μαζί, του ήταν εμπόδια· και συνεπώς, κατ' εκείνον, έξυπνος είναι εκείνος που καταφέρνει να τα κρατήσει όλα αυτά σε απόσταση. Σε ένα σημείο, ο Χένκελ έγραφε ότι το δικό του είδος ελευθεροφροσύνης είναι το να μήν δεσμεύεται. Μπορούμε να το πούμε και έτσι: Γι' αυτόν, η ελευθερία συνίσταται σε δικαιώματα, όχι σε υποχρεώσεις. 
Ο Χένκελ αποκάλεσε επίσης «ελευθερία» το γεγονός ότι κάποια στιγμή, η μητέρα του μετακόμισε από την κοινή τους κατοικία, αλλά συνέχισε να πληρώνει το ενοίκιο για το διαμέρισμα πέντε δωματίων, στο οποίο πια έμενε μόνος. Τότε ήταν δεκαέξι χρονών και εκείνη τον συμβούλεψε να μή χρησιμοποιεί ο ίδιος μερικά από τα δωμάτια και να τα παραχωρήσει για υπενοικίαση προκειμένου να εξασφαλίζει πόρους προς το ζην. «Έτσι θα στέκεσαι τώρα στα δικά σου πόδια», ήταν τα λόγια της μητέρας του, όπως τα μνημονεύει ο Χένκελ στο βιβλίο. Και συνεχίζοντας την αφήγησή του, ο Χένκελ πιάνεται από αυτό και κάνει τον εξής συλλογισμό: «Αισθάνθηκα τότε, ότι στα δεκαέξι μου, θα ήμουν πια στο εξής ένας απολύτως ελεύθερος άνθρωπος, ένας επιχειρηματίας...» Και έτσι, γι' αυτό που έκανε τότε - δηλαδή, το να υπενοικιάζει τρία από τα δωμάτια ενός διαμερίσματος, σε μια εποχή όπου υπήρχε «τεράστια έλλειψη στέγης» στο Αμβούργο, αλλά με τη μητέρα του να πληρώνει πάντα το συνολικό νοίκι - ο Χένκελ ισχυρίζεται και από πάνω ότι «κέρδιζε χρήματα».
Ο ίδιος, έφηβος ακόμη, κατοικούσε σε δύο δωμάτια. Στο επόμενο βιβλίο του,
ο Χένκελ επανερμήνευσε αυτή τη φάση της ζωής του ως εξής: «Δεν είχα τίποτα. Και αυτό ήταν κίνητρο που με ωθούσε. Εργαζόμουν όσο πιο σκληρά μπορούσα, συγκεντρωμένος μόνον στη δουλειά μου και σε τίποτε άλλο, γιατί φοβόμουν το μέλλον».
Υποτιμητική στάση και καταφρόνια για κάθε τι κρατικό 
Αυτό το νεότερο βιβλίο είχε ως τίτλο  Die Ethik des Erfolges («Η Ηθική της Επιτυχίας»), και δημοσιεύτηκε το 2002. Ήταν πολύ πιο πολιτικό από το πρώτο, το αυτοβιογραφικό. Βέβαια, ήδη σε εκείνη την αυτοβιογραφία, ο Χένκελ είχε εκδηλωθεί ενάντια «στα κόμματα», τα οποία έχουν «αρπάξει στα νύχια τους ολόκληρο το κράτος μας [...], που «ασκούν ασφυκτικό έλεγχο στο κράτος μας» και το χρησιμοποιούν «όπως θέλουν αυτά». Εκεί περιέγραφε και τις καλές προτάσεις που έκανε στον τότε Καγκελάριο Χέλμουτ Κολ (Helmut Kohl) - όμως, όπως γράφει, ο Κολ δεν τις εφάρμοσε όπως θα έπρεπε και γι΄ αυτό τον λόγο υπέστη ήττες.
Σ' αυτό το νεότερο έργο του, εκδηλώνει πιο καθαρά την περιφρόνησή του για κάθε τί κρατικό, εκφράζεται συνολικά ενάντια στις «ελίτ που διαμορφώνουν την κοινή γνώμη», οι οποίες αποτελούνται από τα κόμματα, τους πολιτικούς, τις δημόσιες αρχές και τον Τύπο. Ισχυρίζεται ότι η Γερμανία έχει γίνει μια χώρα στην οποία περισσεύει «η πολιτική ορθότητα σε συνδυασμό με υποκρισία», στην οποία «η αλήθεια δέχεται χτυπήματα», διότι «όποιος ομιλεί ανοιχτά, υπόκειται σε άμεσες κυρώσεις».
Στην ουσία, ο Χένκελ θεωρεί ότι υπάρχει ένα σχίσμα στην κοινωνία: Από τη μια μεριά υπάρχουν «αυτοί», από την άλλη μεριά «εμείς». Σε «αυτούς» συμπεριλαμβάνει το «υδροκέφαλο τέρας των δημοσίων υπαλλήλων (Beamten) [...], οι οποίοι προσπαθούν με ζήλο να ρίξουν στάχτη στα μάτια του λαού για την πραγματική κατάσταση της αγοράς εργασίας». Και τους πολιτικούς, οι οποίοι «το μόνο που έχουν στο νου τους είναι πότε θα έλθει το επόμενο Σαββατοκύριακο» και παίρνουν από τον εαυτό τους άδεια διακοπών «όποτε αυτοί θέλουν»Σ' «αυτούς» ανήκουν οι «καλοπροαίρετοι ηθικολόγοι» [«Gutmenschen»] και οι «Πράσινοι απόστολοι της ηθικής»· το ίδιο και οι συνδικαλιστές, οι λειτουργοί της κοινωνικής πολιτικής και οι ακτιβιστές που κινητοποιούνται εναντίον της κλιματικής κρίσης. Ο Χένκελ έχει κατανόηση για την παιδική εργασία στην Ινδία και απορρίπτει το «γερμανικό δόγμα» μιας εργασίας συμβατής με την αξιοπρέπεια του ανθρώπου. Στο βιβλίο του, τις λέξεις «αξιοπρέπεια του ανθρώπου» τις βάζει μέσα σε εισαγωγικά. Ας θυμόμαστε ότι ο Χένκελ τα έγραψε όλα αυτά το έτος 2002.
Εάν εξετάσουμε τα γραφόμενα από την άποψη του «ήθους», φαίνεται και εδώ, όπως φαινόταν ήδη στην αυτοβιογραφία του, ένας άνθρωπος ο οποίος αισθάνεται περιφρόνηση σε μεγάλο βαθμό για κάθε τί που τον αναγκάζει να ενεργεί αλληλέγγυα με άλλα μέλη της κοινωνίας. Ο Χένκελ «φιλοτεχνεί» στο βιβλίο του την εικόνα ενός εχθρού και μπαμπούλα: Την εικόνα μιας οκνηρής ηλίθιας, ψευδολογούσας και εθελούσια «ομοιόμορφα ισοπεδωμένης» πολιτικής ελίτ. Σε αντίθεση με αυτήν τοποθετεί το «Εμείς», τον «λαό». «Και εμείς οι Γερμανοί», έγραφε στον πρόλογό του βιβλίου «Η Ηθική της επιτυχίας», έχουμε την ανάγκη να είμαστε «και πάλι υπερήφανοι [...] για τη χώρα μας», ό,τι και να λένε τα μέσα ενημέρωσης και οι πολιτικοί και «παρόλα όσα θέλουν αυτοί να μας κάνουν να πιστέψουμε».
[Όταν ο Χανς συνάντησε τον Άλεξ] - «Στην Ομοσπονδιακή Γερμανία υπάρχει έλλειψη εθνικού πάθους»
Και τότε ακριβώς ο Χένκελ συνάντησε τον Αλεξάντερ Γκάουλαντ (Alexander Gauland). Την ίδια χρονιά, ο δεύτερος  έγραψε το βιβλίο Anleitung zum Konservativsein - Zur Geschichte eines Wortes («Οδηγίες για να Είναι Κανείς Συντηρητικός - Για την Ιστορία μιας Λέξης»). Σ' αυτό το βιβλίο και ο Γκάουλαντ, όπως ο Χένκελ, υποστήριζε ότι οι άνθρωποι χρειάζονται τον πατριωτισμό: Σύμβολα, έναν δικό τους τόπο, μια ταυτότητα, μια παράδοση, μια πίστη. Ωστόσο, έφθανε στο συμπέρασμά του ακολουθώντας μιαν άλλη, κομψότερη διαδρομή. Ο Γκάουλαντ πίστευε ότι η εθνική ταυτότητα ήταν μία από τις «ανεξάλειπτες ανθρώπινες ανάγκες».
Ιδιαίτερα εκείνοι που είναι οικονομικά αδύναμοι, έχουν ανάγκη από αυτόν τον «συντηρητικό αντι-κόσμο, το αντίβαρο στην οικονομία», επειδή δεν μπορούν να θρέψουν την αξιοπρέπειά τους, την ταυτότητά τους και την υπερηφάνεια τους με «υλική επιτυχία». Αυτό ο Γκάουλαντ το ονόμασε «αντισταθμιστικό κατευνασμό». Ο Γκάουλαντ παρουσίασε μιαν εικόνα κοινωνίας άδικης, στην οποία κάποιοι άνθρωποι χρειάζονται τον πατριωτισμό όπως άλλοι χρειάζονται το όπιο· και, κατά τη γνώμη του,  οι κυβερνώντες οφείλουν να τους παρέχουν τούτο το όπιο.
Κατά τη γνώμη του Γκάουλαντ, στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας υπήρχε έλλειψη εθνικού πάθους. Γι' αυτό τον λόγο, τα επόμενα χρόνια έγραφε τακτικά ως φιλοξενούμενος στη Βερολινέζικη εφημερίδα Tagesspiegel και πραγματευόταν επίμονα αυτή την έλλειψη γερμανικού πατριωτισμού, καθώς και αυτό που πίστευε ότι ήταν η αιτία τούτης της έλλειψης: Το Τρίτο Ράιχ.
Η συλλογιστική του είχε ως εξής: Η ενασχόληση με το Τρίτο Ράιχ ήταν ένας λόγος για τη δυσφορία και δυστυχία που αισθάνονται  σήμερα οι Γερμανοί· και, κατά τη γνώμη του, αυτή η ενασχόληση με τούτο το συγκεκριμένο παρελθόν γινόταν με όλο και περισσότερη «ένταση και παραλογισμό». Λέει ο Γκάουλαντ: Από τη μία πλευρά, σήμερα είναι πια αδιανόητο να γράφουμε για το «αληθινό ιστορικό μεγαλείο» του Χίτλερ, όπως μπορούσε να γράφει στη δεκαετία του 1970 ο Γιόαχιμ Φεστ [Joachim Fest - ιστορικός, νομικός, δημοσιογράφος, μελετητής της εποχής του Ναζισμού, βιογράφος  του Χίτλερ, συνεκδότης της εφημερίδας Frankfurter Allgemeine Zeitung και από τους βασικούς συντελεστές της συντηρητικής παράταξης στη «Διαμάχη των Ιστορικών» - Historikerstreit, στο τέλος της δεκαετίας του 1980]. Από την άλλη πλευρά, υπάρχει η απειλή να «μυθοποιηθεί υπερβολικά» ο Χίτλερ και να επικαλούνται κάποιοι «διαρκώς, ξανά και ξανά, ως κίνδυνο, αυτή τη φιγούρα, η οποία είναι  εδώ και πολύ καιρό βυθισμένη στο σκοτάδι της ιστορίας».
Στην πραγματικότητα, γι' αυτόν ακριβώς τον λόγο, «τη μεγαλύτερη ζημιά» ο Χίτλερ την προκάλεσε στους ίδιους τους Γερμανούς, έγραψε ο Γκάουλαντ, συμφωνώντας με μια θέση του δημοσιογράφου Σεμπάστιαν Χάφνερ [Sebastian Haffner - συγγραφέας ιστορικής λογοτεχνίας για τον 20ό Αιώνα]. Και συνεχίζει ο Γκάουλαντ: «Όσο τρομερές και να ήταν οι απώλειες, ζωών και υλικές, που υπέστησαν Ρώσοι και Πολωνοί, μόνον των Γερμανών καταστράφηκε, εκτός των άλλων, ένα μέρος της ταυτότητάς τους και της πνευματικής τους κληρονομιάς». Ως εκ τούτου, το Τρίτο Ράιχ δεν θα πρέπει πλέον να χρησιμοποιείται για να «διαιρεί την ιστορία του γερμανικού πνευματικού πολιτισμού σε σωστό και σε λάθος τμήμα». Πιο συγκεκριμένα: Μόνον όταν θα μπορεί κανείς να λέει ξανά τη λέξη «Entartung» [εκφυλισμός, απόκλιση από την κανονικότητα] «χωρίς, κάθε φορά που την προφέρει, να δέχεται αμέσως σαν ρόπαλο στο κεφάλι του τη μομφή ότι αυτή τη λέξη τη χρησιμοποιούσε ο Γκαίμπελς για να κάνει ναζιστική προπαγάνδα», μόνον τότε «θα αποκατασταθεί η ισορροπία ...που είναι απαραίτητη για κάθε κοινωνία».
O λαός εναντίον των αλλοδαπών
Ο Γκάουλαντ δεν είναι κανένας μπον-βιβέρ σαν τον Χένκελ, αλλά διανοούμενος, καλά διαβασμένος, επιδέξιος και εύγλωττος. Η κοσμοθεωρία του δεν είναι νεοφιλελεύθερη. Ο όρος ελευθερία δεν παίζει ουσιαστικό ρόλο στα κείμενα που γράφει. Ακόμα και τότε, στα μέσα της δεκαετίας του 2000, τα θέματα του ήταν οι «ηθικές απαγορεύσεις ελέω πολιτικής ορθότητας», η «αστυνόμευση των λέξεων», οι «καλοπροαίρετοι ηθικολόγοι» [Gutmenschen - do-gooders] και η «διαχειριζόμενη δημοκρατία». Ανήγαγε επίσης σε μεγάλο θέμα «τον λαό», και κυρίως, το ποιοι ανήκουν στο λαό και ποιοι όχι.
Ήδη τότε, ο Γκάουλαντ το είπε ορθά-κοφτά: Ο λαός δεν είναι τίποτε άλλο παρά αυτό που συνδέει τους ανθρώπους μεταξύ τους. Σε ένα άρθρο έγραψε τα εξής:
«Στη Γερμανία, η διάλυση των εθνικών αισθημάτων είναι τόσο πολύ προχωρημένη, ώστε έχουν αποκτήσει προτεραιότητα τα ζητήματα που αφορούν πανανθρώπινα και πολιτικά περιεχόμενα και μόνον ως δευτερεύοντα τίθενται τα ζητήματα που αφορούν το να ανήκει κανείς στον δικό μας λαό». Μιλούσε για [γερμανικό] «λαό», όχι για [γερμανική] «ιθαγένεια» [όχι για Γερμανούς πολίτες]. Διότι, κατά τη γνώμη του, ένας Γερμανός μπορεί και να είναι «μόνο κατ' όνομα» Γερμανός· και αυτό ακριβώς ισχύει εάν τρέφει «αγάπη» για μιαν άλλη χώρα, ή η «ψυχή» του είναι αφιερωμένη σ' έναν άλλο θεό, διαφορετικό από αυτόν που η λατρεία του επικρατεί στη χώρα τούτη». Σύμφωνα με τον Γκάουλαντ, η συμπερίληψη στο λαό δεν αποκτάται [όπως η ιθαγένεια] μέσω της γέννησης του ανθρώπου ή μέσω της εκχώρησης της από το κράτος, αλλά πρέπει να αποδεικνύεται μέσω μιας συγκεκριμένης στάσης.
Σε ένα άρθρο δημοσιευμένο δυο χρόνια αργότερα, ο Γκάουλαντ έθεσε το εξής ρητορικό ερώτημα: «Για ποιο λόγο, θεμελιώδη ζητήματα του έθνους, όπως πόσους αλλοδαπούς μπορεί να αντέξει μια κοινωνία χωρίς να υπερφορτωθεί, δεν τίθενται ενώπιον του λαού για να αποφασίσει με δημοψήφισμα»; Έτσι, φαινόταν να μιλά υπέρ της άμεσης δημοκρατίας. Εάν συνδυάσει κανείς τούτη την πρόταση με τον τρόπο που αντιλαμβάνεται τον λαό ο Γκάουλαντ, όπως περιγράφηκε παραπάνω, αυτό σημαίνει ότι μια ομοιογενής μάζα λαού πρέπει να αποφασίζει ποιος ανήκει σε αυτήν και ποιος όχι. Αυτό ανήκει στο απόθεμα των εθνικολαϊκίστικων [völkische] ιδεωδών και ο Γκάουλαντ το έγραψε το 2008, αρκετά χρόνια πριν από την ίδρυση του κόμματος της «Εναλλακτικής» (AfD).
Ο λαός εναντίον των αλλοδαπών, αυτό ήταν το «δια ταύτα» της οριοθέτησης του Γκάουλαντ. Βέβαια, ο ίδιος το παρουσίαζε έτσι ώστε να ηχεί αντίστροφα: Οι ξένοι εναντίον του λαού. Και αυτοί οι ξένοι ήταν κυρίως άνθρωποι μουσουλμανικής καταγωγής, χωρίς «δυτική πολιτισμική ταυτότητα» ή απλώς «πολιτισμικά ξένοι». Σε μια συνεισφορά στον «Tagesspiegel» το 2005, έγραψε με το βλέμμα στη γειτονική Γαλλία και τις ταραχές στις συνοικίες των γαλλικών μεγάλων πόλεων: «Ασφαλώς είναι σωστό ότι η κρίση στη Γαλλία έχει και κοινωνικά αίτια, εκτός των άλλων· ωστόσο, το γεγονός ότι η κοινωνική υποβάθμιση πλήττει εκείνους κυρίως που είναι μαύροι, μαυριδεροί, με καταγωγή από τις χώρες του Μαγκρέμπ και Μουσουλμάνοι, πρέπει να δώσει κίνητρα για δεύτερες σκέψεις και σε εκείνους που βλέπουν μόνον οικονομικούς παράγοντες πίσω από τα γεγονότα».
Εάν διαβάσουμε και άλλη αρθρογραφία του Γκάουλαντ από εκείνη την εποχή, φαίνεται σαφώς ότι ο Γκάουλαντ θεωρούσε τους ξένους ως μόνιμα και αθεράπευτα διαφορετικούς. Σύμφωνα με τον τρόπο που αντιλαμβάνεται την ιστορία, υπάρχουν «αξεδιάλυτες συγκρούσεις και ιστορικές παραδόσεις ασυμβίβαστες μεταξύ τους». Η Τουρκία δεν αποκλείστηκε από την ένταξή της στην ΕΕ εξαιτίας του Κυπριακού προβλήματος ή των άθλιων συνθηκών στις Τουρκικές φυλακές, αλλά εξαιτίας μιας «ιστορίας που έχει ηλικία πάνω από 1000 χρόνια και είναι διαφορετική από τη δική μας, μιας βαθιάς πολιτισμικής διαφοράς». Σ' αυτό, ακόμη και τα 85 χρόνια Κεμαλιστικού εκσυγχρονισμού δεν μπόρεσαν να αλλάξουν τίποτε· η Ευρώπη είναι τώρα μια «χριστιανική λέσχη, μια ήπειρος με κοινές ρίζες».
Σύμφωνα με τον Γκάουλαντ, και η «κατάκτηση της Κωνσταντινούπολης από τους Οθωμανούς με τις πολιτισμικές της συνέπειες» - όπως τα χρόνια του Χίτλερ - δεν θα μπορούσε κάποτε να βυθιστεί στο «σκοτάδι της ιστορίας». Ωστόσο, απέχουμε από τα χρόνια του Χίτλερ μόλις εβδομήντα χρόνια, ενώ η πτώση της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας συνέβη πριν 550 χρόνια. Οι ξένοι πρέπει να παραμείνουν ξένοι εσαεί. Διότι ο Γκάουλαντ ήδη από τότε χρειαζόταν να επικαλείται ως αντίπαλο δέος τους ξένους για να αναδείξει την εικόνα ενός συνεκτικού, ομοιογενούς λαού, όπως ακριβώς ο Χένκελ χρειαζόταν να επικαλείται ως αντίπαλο δέος την υποκριτική ελίτ.
Εδώ, ενδιαφέρον είναι το εξής: Σύμφωνα με τον Γκάουλαντ, η  Ευρώπη έχει «κοινές ρίζες» και οι Ευρωπαίοι έχουν «δυτική πολιτισμική ταυτότητα» [abendländische Identität - occidental identity] στο βαθμό που το θέμα είναι η οριοθέτηση από τις ισλαμικές χώρες. Όμως, όταν έχει ως θέμα την Ευρωπαϊκή Ένωση και τις «ελίτ των Βρυξελλών», ο Γκάουλαντ γράφει: «Δεν υπάρχει [...] ευρωπαϊκός πολιτισμός».
Αυτό το τελευταίο προσέλκυσε στην ιδρυτική παρέα τον Μπερντ Λούκε (Bernd Lucke), το τρίτο μέλος της. Ο καθηγητής Μακροοικονομικών δεν ήταν πολύ αναγνωρίσιμος στη δημόσια ζωή πριν δραστηριοποιηθεί στο κόμμα της «Εναλλακτικής για τη Γερμανία» (AfD). Το 2012 εγκατέλειψε το κόμμα της Χριστιανοδημοκρατικής Ένωσης (CDU), του οποίοι ήταν μέλος επί 33 χρόνια, και ίδρυσε την «Εκλογική Εναλλακτική Λύση 2013» («Wahlalternative 2013»), έναν πρόδρομο οργανισμό της AfD. Στην οργάνωση αυτή συμμετείχαν επίσης τότε οι Γκάουλαντ και Χένκελ. Με την ίδρυση του κόμματος «Εναλλακτικής για τη Γερμανία» ο  Μπερντ Λούκε έγινε ξαφνικά πασίγνωστος και αποτέλεσε την προσωποποίηση του κόμματος αυτού. Οι δημοσιογράφοι έτρεχαν πίσω του, πίσω από αυτόν τον επίμονο, νευρικό άνθρωπο, πάντα ντυμένο με κοστούμι και γραβάτα ή με πλεκτό μάλλινο πουλόβερ, με τα πέντε παιδιά και παρόντα κάθε Κυριακή στην εκκλησία. Εξωτερικά φαινόταν να αντιπροσωπεύει το αντίθετο ενός ριζοσπάστη.
«H Γερμανία χρειάζεται μια εναλλακτική λύση»
Δεν υπάρχουν σχεδόν καθόλου τεκμήρια για τις εκφρασμένες πολιτικές απόψεις του Μπερντ Λούκε πριν από τη δράση του ως ηγέτης της AfD. Αποκαλυπτικές είναι όμως οι ομιλίες του τους πρώτους μήνες στη ζωή του κόμματος. Οι περισσότερες από αυτές φαίνεται εκ πρώτης όψεως να αφορούν το ευρώ και τη συμμετοχή της Γερμανίας στην ευρωζώνη. Αλλά στην πραγματικότητα αφορούσαν πάντα κάτι άλλο: Την επικείμενη πτώση της Γερμανίας, την παρακμή της που σύντομα επέρχεται. Στο Βάινχάιμ (Weinheim), τον Ιούλιο του 2013, ο Μπερντ Λούκε άρχισε την ομιλία του ως εξής: «Η Γερμανία χρειάζεται μια εναλλακτική λύση. Τα παλιά κόμματα που κυβερνούν τη Γερμανία από το 1949 μέχρι σήμερα είναι επικίνδυνα». Είναι επικίνδυνα, επειδή «έχουν τυφλωθεί και δεν βλέπουν τους κινδύνους που απειλούν τη χώρα μας», επειδή «προτιμούν να ασχολούνται με πολιτικάντικα κόλπα και θεατρινισμούς και όχι με τα πραγματικά προβλήματα της χώρας μας». Και συνέχισε σ' αυτόν τον τόνο. Υποστήριζε ότι η χώρα κινδύνευε να φορτωθεί με δραματικές υποχρεώσεις πληρωμής χρεών άλλων χωρών, ότι η ομοσπονδιακή κυβέρνηση δεν είχε κανένα «σχέδιο Β» για την κρίση στην ευρωζώνη, ότι από οικονομική άποψη η κατάσταση εκεί είναι εκτός ελέγχου. Συνοψίζοντας, έλεγε: «Υπάρχει ακόμη καιρός, μπορούμε να φύγουμε από εκεί [...]; Τώρα είναι αργά, το ομολογώ, αλλά δεν είναι ακόμη πολύ αργά για να αποφευχθούν τα χειρότερα».
Στις ομιλίες του, ο Μπερντ Λούκε χρησιμοποιούσε τις ανησυχίες και φόβους των ακροατών του. Αυτούς τους φόβους τους κατασκεύαζε, τους έτρεφε, τους μεγάλωνε και τους έκανε εργαλεία του. Η Εναλλακτική Λύση για τη Γερμανία έμοιαζε με υπόσχεση λύτρωσης, τα μέλη της και οι συμπαθούντες της μπορούσαν τώρα να αισθάνονται σαν τον στενό κύκλο των εκλεκτών εντός μιας ομάδας που κατανοεί τι συμβαίνει - γιατί, όπως έλεγε ο  Μπερντ Λούκε, «δυστυχώς, μόνον λίγοι άνθρωποι καταλαβαίνουν τι συμβαίνει μπροστά στη μύτη τους». Γι΄αυτό τον λόγο, η όλο και πιο έντονη κριτική εναντίον της AfD από άλλα κόμματα και στα μέσα ενημέρωσης τους επόμενους μήνες, δεν έβλαψε το κόμμα αυτό. Απεναντίας, το βοήθησε.
Ταυτόχρονα, ο Μπερντ Λούκε, με τη ρητορική του περί καταστροφής, κατασκεύασε ένα φόβητρο. Αυτοί που είναι υπεύθυνοι για την «μοιραία εξέλιξη» στη Γερμανία είναι συγκεκριμένοι και διακριτοί: Είναι τα λεγόμενα παλαιά κόμματα, η κυβέρνηση και ιδίως η καγκελάριος Άνγκελα Μέρκελ και ο τότε υπουργός Οικονομικών Βόλφγκανγκ Σόιμπλε. Ξαφνικά ξέσπασε μίσος εναντίον τους, το μίσος που διέσπερνε ο Μπερντ Λούκε. Και ο καθηγητής αυτούς στοχοποιούσε διαρκώς.
Η Χριστιανοδημοκρατική 'Ενωση (CDU), έλεγε ο Μπερντ Λούκε«κακομεταχειρίστηκε ξεδιάντροπα την εμπιστοσύνη των ψηφοφόρων», της λείπει εντελώς «η αλήθεια και η αξιοπιστία», ο τότε κυβερνητικός συνασπισμός [της Χριστιανικής Ένωσης CDU/CSU με τους Ελεύθερους Δημοκράτες του FDP] «εξαπατά τους πολίτες της χώρας μας παρουσιάζοντάς τους έναν ανύπαρκτο ιδανικό κόσμο» και «ενεργώντας συνωμοτικά» παίζει την περιουσία των φορολογουμένων στα ζάρια. Η καγκελάριος «εξαπατά», κανείς «δεν πρέπει να βασίζεται» στα λόγια της, η κυβέρνηση «δεν είναι πια άξια της εμπιστοσύνης μας». Μιλούσε για τις «ψευτιές» της τότε Διευθύντριας του ΔΝΤ Κριστίν Λαγκάρντ και για την «ύπουλη στρατηγική» της κυβέρνησης, η οποία με «εργαλεία τις ύβρεις και τις διαβολές», επιχειρεί να ακυρώσει τη δημοκρατική άμιλλα για να εξοντώσει το κόμμα της AFD.
Νέα φόβητρα
Όμως σύντομα, και ο Μπερντ Λούκεδεν μιλούσε πια για τη «Γερμανία», αλλά για τον «λαό». Η μετάβαση ήταν εύκολη, διότι εξαρχής αρέσκονταν να προειδοποιεί αυτόν τον «λαό», ότι άλλες ευρωπαϊκές χώρες εποφθαλμιούν τα χρήματα των Γερμανών φορολογουμένων, τα κερδισμένα με σκληρή εργασία: «Η Ισπανία ήδη χτυπά την πόρτα μας [...] Έρχεται όπου να 'ναι και η Ιταλία», ήταν το σύνθημά του. Η λογική της καταστροφής λειτουργούσε σαν σφουγγάρι. Ρουφούσε ο,τιδήποτε προκαλούσε ανησυχία και φόβο. Και έτσι, ο Μπερντ Λούκε κατήγγειλε την «εντελώς άτακτη εισροή μεταναστών στη Γερμανία». Με τη διαφορά ότι τότε που την κατήγγειλε, ήταν ακόμη το 2013, δηλαδή πολύ πριν την προσφυγική κρίση και όχι το 2015 που ξέσπασε.
Και έτσι, μετά τους πολιτικούς, τα μέσα ενημέρωσης και τις Βρυξέλλες, τα νέα φόβητρα που επέσειε ήταν οι Σίντι και οι Ρομά, οι τσιγγάνοι της Κεντρικής Ευρώπης. Είναι άτομα με «ελλιπή εκπαίδευση», έλεγε που έρχονται εξαιτίας του «πλουσιοπάροχου επιδόματος που χορηγεί η Γερμανία για τα παιδιά», αλλά «δεν ενσωματώνονται» στη γερμανική κοινωνία ή «δεν θέλουν να ενσωματωθούν». Σύμφωνα με τον Μπερντ Λούκε, οι Γερμανοί, και ειδικά όσοι έχουν πανεπιστημιακή εκπαίδευση, κάνουν πολύ λίγα παιδιά.
Από εδώ, δεν ήταν και πολύ μακριά για να καταλήξει ο Μπερντ Λούκε στο διάσημο ρητό που είπε το βράδυ των εκλογών του 2013 (Σεπτέμβριος), για «διαστροφή, εκφυλισμό του κοινοβουλευτισμού και της δημοκρατίας». Διαβεβαίωσε μάλιστα ότι «από την πλευρά μου, δεν το είπα ούτε κατ' ελάχιστον έχοντας στο μυαλό μου την πολιτική των Εθνικοσοσιαλιστών». Δεν εξέφρασε τη λύπη του, και είπε ότι αυτό το παράδειγμα δείχνει πώς «άλλοι προσπαθούν να ασκήσουν έλεγχο στη γλώσσα μου», ότι είναι μια «πανούργα στρατηγική» των πολιτικών αντιπάλων του.
Αυτή η διαδικασία, δηλαδή η χρήση μιας φορτισμένης λέξης [όπως του «εκφυλισμού» - Entartung - λέξη πολυχρησιμοποιημένη από τους Ναζιστές] και στη συνέχεια ο ισχυρισμός «δεν εννοούσα αυτό που νομίζετε», έγινε η αγαπημένη στρατηγική της AfD. Αφενός, έτσι κατάφερνε να ξανακάνει κάποιους όρους κοινωνικά αποδεκτούς, να τους «αποκαταστήσει», επειδή όλοι τους συζητούσαν. Οι [πολυχρησιμοποιημένοι από τους Ναζί] όροι «Ψεύτης Τύπος» («Lügenpresse»)«μεγάλη αλλαγή της εθνοτικής σύστασης του πληθυσμού» («Umvolkung») ή «Παλαιά Κόμματα» («Altparteien») σήμερα είναι κοινής χρήσης. Αφετέρου, η AfD με τη στρατηγική αυτή κατάφερνε να δείξει στους ψηφοφόρους της πόσο άδικα την μεταχειριζόταν όλα τα άλλα κόμματα. Όλα αυτά πρωτοακούστηκαν πρώιμα, ήδη επί αρχηγίας του Μπερντ Λούκε .
Η AfD ήταν εξαρχής ένα κόμμα αστικό και συντηρητικό και τέτοιο εξακολουθεί να είναι· αυτό ισχυρίζεται συνεχώς ο Αλεξάντερ Γκάουλαντ. Στην πραγματικότητα, σήμερα, μεγάλα μέρη του κόμματος, και συγκεκριμένα η φράξια «Πτέρυγα» («Flügel»και η κομματική οργάνωση νεολαίας «Junge Alternative», παρακολουθούνται από την Υπηρεσία Προστασίας του Συντάγματος. Βαραίνει πάνω τους η υποψία ότι πρόκειται για εξτρεμιστές, δηλαδή ότι είναι εχθροί της συνταγματικής τάξης πραγμάτων.
Είναι αλήθεια ότι το αστικό και το ριζοσπαστικό μοιάζουν εκ πρώτης όψεως με πράγματα εκ φύσεως αντίθετα. Υποτίθεται ότι οι αστοί είναι πολιτικά μετριοπαθείς. Και έτσι παραβλέπουμε το γεγονός ότι μέσα στην αστική τάξη υπήρχε ανέκαθεν ένας ριζοσπαστισμός του σαλονιού. Οι Χανς-Όλαφ Χένκελ, Αλεξάντερ Γκάουλαντ και Μπερντ Λούκε έλεγαν από τότε ριζοσπαστικά πράγματα, αλλά τότε ήταν μοναχικοί «αποστάτες» μέσα σε ένα αξιοπρεπές περιβάλλον. Μόνον όταν συσπειρώθηκαν στο κόμμα Εναλλακτική για τη Γερμανία (AfD), κατέστη σαφές τί γεννιέται από ιδέες σαν τις δικές τους, εάν αυτές διαχυθούν και ενισχυθούν μέσα στη μάζα [Masse - βλ. Χάννα Άρεντ*, Ελίας Κανέτι κτλ].
Μετά την αποχώρησή του από την AfD, ο Χένκελ είπε: «Βοήθησα να δημιουργηθεί ένα αληθινό τέρας». 
 
*  Ο δρόμος προς απολυταρχικούς και ολοκληρωτικούς τρόπους διακυβέρνησης μπορεί να ανοίξει όταν και όπου διαλύονται οι κοινωνικές τάξεις και γίνονται άμορφες «μάζες», μας έμαθε η Χάννα Άρεντ, η οποία δεν έβλεπε τον εαυτό της ως φιλόσοφο, αλλά κυρίως ως πολιτικό επιστήμονα. Και πότε έρχεται η τελική κρίσιμη στιγμή; Έρχεται όταν υπό την επίδραση «καταλυτών» σαν τους Χένκελ, Γκάουλαντ, Λούκε - ή όμοιούς τους, μορφοποιούνται μέσα στις αδρανείς πολιτικά «μάζες» δραστήριες, ισχυρές και σχετικά πολυάνθρωπες μειοψηφίες που δρουν ως ενεργητικός «όχλος». Αυτό ήταν το μάθημα που πήρε ο κόσμος από την εμφάνιση των φασισμών και ναζισμών στην Ευρώπη του Μεσοπολέμου. Όπως και σε άλλες χώρες της Ευρώπης, αυτό το φαινόμενο εμφανίστηκε με μορφή οχλοκρατικών ακροδεξιών κινημάτων τύπου Pegida στη σημερινή Γερμανία, και με την ανάδυση της Εναλλακτικής (AfD). Αλλά αντίθετα από την εποχή του Μεσοπολέμου, τούτη τη φορά το φαινόμενο συνάντησε εκεί ισχυρά πολιτικά αντίβαρα, και κυρίως, σκόνταψε στις αντιστάσεις μιας ανοιχτής, πλουραλιστικής κοινωνίας. Εδώ στην Ελλάδα, η πολύ πιο εξτρεμιστική από την AfD, ακραιφνώς ναζιστική Χρυσή Αυγή, ενισχύθηκε στα χρόνια 2010-2013. Μάλιστα, ταυτόχρονα με την όλο και πιο ακραία ριζοσπαστικοποίηση της και την ανοιχτή εγκληματική της δραστηριότητα, η επιρροή της διαχέονταν σαν επιδημία και σε αξιοσημείωτα (μέχρι και «αξιοσέβαστα») τμήματα της ελληνικής κοινωνίας. Έως ότου ανέλαβαν δράση κομμάτια της κοινωνίας που δεν είχαν «νοσήσει» και οι μηχανισμοί άμυνας της δημοκρατίας. Έτσι, αυτό το ίδιο μάθημα το πήραμε πολύ πικρό και εδώ, στην Ελλάδα.
Γ. Ρ.

Η Wibke Becker γράφει στην FAZ για θέματα πολιτικά, κοινωνικά, διεθνή, επιστήμης και εκπαίδευσης
 



 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Δημοφιλείς αναρτήσεις 2013 - 2022

Το δημοκρατικό αίτημα των καιρών: Το δίκιο των νέων γενεών και των γενεών που έρχονται

Το δημοκρατικό αίτημα των καιρών: Το δίκιο των νέων γενεών και των γενεών που έρχονται
Χρίστος Αλεξόπουλος: Κλιματική κρίση και κοινωνική συνοχή

ΕΠΙΛΟΓΕΣ:
Αντρέϊ Αρσένιεβιτς Ταρκόφσκι

ΕΠΙΛΟΓΕΣ:<br>Αντρέϊ Αρσένιεβιτς Ταρκόφσκι
Πως η αγάπη επουλώνει τη φθορά του κόσμου

Danilo Kiš:

Danilo Kiš:
Συμβουλές σε νεαρούς συγγραφείς, και όχι μόνον

Predrag Matvejević:

Predrag Matvejević:
Ο Ρωσο-Κροάτης ανιχνευτής και λάτρης του Μεσογειακού κόσμου

Azra Nuhefendić

Azra Nuhefendić
Η δημοσιογράφος με τις πολλές διεθνείς διακρίσεις, γράφει για την οριακή, γειτονική Ευρώπη

Μάης του '36, Τάσος Τούσης

Μάης του '36, Τάσος Τούσης
Ο σκληρός Μεσοπόλεμος: η εποχή δοσμένη μέσα από τη ζωή ενός ανθρώπου - συμβόλου

Ετικέτες

«Γενιά του '30» «Μακεδονικό» 1968 1989 αειφορία Ανδρέας Παπανδρέου αντιπροσωπευτική δημοκρατία Αριστοτέλης Αρχιτεκτονική Αυστρομαρξισμός Βαλκανική Βαρουφάκης βιοποικιλότητα Βρετανία Γαλλία Γερμανία Γκράμσι Διακινδύνευση Έθνος και ΕΕ Εκπαίδευση Ελεφάντης Ενέργεια Επισφάλεια ηγεμονία ΗΠΑ Ήπειρος Θ. Αγγελόπουλος Θεοδωράκης Θεσσαλονίκη Θεωρία Συστημάτων Ιβάν Κράστεφ ιστορία Ιταλία Καντ Καρλ Σμιτ Καταναλωτισμός Κεντρική Ευρώπη Κέϋνς Κίνα Κλιματική αλλαγή Κοινοτισμός κοινωνική ανισότητα Κορνήλιος Καστοριάδης Κοσμάς Ψυχοπαίδης Κράτος Πρόνοιας Κώστας Καραμανλής Λιάκος Α. Λογοτεχνία Μάνεσης Μάξ Βέμπερ Μάρξ Μαρωνίτης Μέλισσες Μέσα «κοινωνικής» δικτύωσης Μέσα Ενημέρωσης Μεσόγειος Μεταπολίτευση Μιχ. Παπαγιαννάκης Μουσική Μπερλινγκουέρ Νεοφιλελευθερισμός Νίκος Πουλαντζάς Νίτσε Ο τόπος Οικολογία Ουκρανία Π. Κονδύλης Παγκοσμιοποίηση Παιδεία Πράσινοι Ρήγας Ρίτσος Ρωσία Σεφέρης Σημίτης Σολωμός Σοσιαλδημοκρατία Σχολή Φραγκφούρτης Ταρκόφσκι Τουρκία Τραμπ Τροβαδούροι Τσακαλώτος Τσίπρας Φιλελευθερισμός Φιλοσοφία Χαλκιδική Χέγκελ Χριστιανισμός Acemoglu/Robinson Adorno Albrecht von Lucke André Gorz Axel Honneth Azra Nuhefendić Balibar Brexit Carl Schmitt Chomsky Christopher Lasch Claus Offe Colin Crouch Elmar Altvater Ernst Bloch Ernst-W. Böckenförde Franklin Roosevelt Habermas Hannah Arendt Heidegger Jan-Werner Müller Jeremy Corbyn Laclau Le Corbusier Louis Althusser Marc Mazower Matvejević Michel Foucault Miroslav Krleža Mudde Otto Bauer PRAXIS International Ruskin Sandel Michael Strauss Leo Streeck T. S. Eliot Timothy Snyder Tolkien Ulrich Beck Wallerstein Walter Benjamin Wolfgang Münchau Zygmunt Bauman

Song for the Unification (Zbigniew Preisner -
Elzbieta Towarnicka - Kr. Kieślowski) - youtube

Song for the Unification (Zbigniew Preisner - <br>Elzbieta Towarnicka - Kr. Kieślowski) - youtube
Ἐὰν ταῖς γλώσσαις τῶν ἀνθρώπων λαλῶ καὶ τῶν ἀγγέλων,
ἀγάπην δὲ μὴ ἔχω, γέγονα χαλκὸς ἠχῶν ἢ κύμβαλον ἀλαλάζον...
Ἡ ἀγάπη ...πάντα στέγει, πάντα πιστεύει, πάντα ἐλπίζει, πάντα ὑπομένει...
Νυνὶ δὲ μένει πίστις, ἐλπίς, ἀγάπη, τὰ τρία ταῦτα·
μείζων δὲ τούτων ἡ ἀγάπη (προς Κορινθ. Α΄ 13)

Zygmunt Bauman: «Ρευστές ζωές, ρευστός κόσμος, ρευστή αγάπη»

Zygmunt Bauman: «Ρευστές ζωές, ρευστός κόσμος, ρευστή αγάπη»
«Είμαι βραχυπρόθεσμα απαισιόδοξος αλλά μακροπρόθεσμα αισιόδοξος»

Μουσείο Γουλανδρή Φυσικής Ιστορίας

Μουσείο Γουλανδρή Φυσικής Ιστορίας
«Χριστούγεννα με τον Κοκκινολαίμη – Το Αηδόνι του Χειμώνα»

Ψηλά στην Πίνδο, στο Περτούλι

Ψηλά στην Πίνδο, στο Περτούλι