© Libération - Etienne Balibar: Le Brexit, cet anti-Grexit, 27.6. 2016
Μια αγγλική μετάφραση (David Broder) στον ιστότοπο των εκδόσεων Verso: Brexit, the anti-Grexit
Μακριά από μένα κάθε υποβάθμιση των δραματικών συνεπειών που θα έχει η ψήφος του Ηνωμένου Βασιλείου τόσο για τη Βρετανία όσο και για την ηπειρωτική Ευρώπη. Αλλά μου κάνει εντύπωση ο τρόπος με τον οποίο παρουσιάζουν τα πρωτοσέλιδα των γαλλικών και ξένων εφημερίδων το πως έχουν τα πράγματα «μετά την Brexit...» Με πολύ λίγες εξαιρέσεις όλοι φαίνεται να παίρνουν ως δεδομένο ότι το διαζύγιο έχει ήδη συμβεί πράγματι. Στην πραγματικότητα, άν και είναι βέβαιο ότι εισερχόμαστε σε ταραχώδη περίοδο, η τελική κατάληξη δεν είναι καθόλου σαφής. Και αυτό που θέλω να σχολιάσω και να ερμηνεύσω είναι ακριβώς αυτή η αβεβαιότητα.
Όπως γνωρίζουμε, οι συγκρίσεις δεν είναι το παν. Αλλά πώς να μην επισημάνουμε, ότι στην πρόσφατη ιστορία της ευρωπαϊκής πολιτικής, τα αποτελέσματα δημοψηφισμάτων που έγιναν σε εθνικό ή πολυεθνικό επίπεδο, ποτέ δεν τέθηκαν σε ισχύ; Τέτοιες περιπτώσεις ήταν του 2005 και του 2008 με το «Ευρωπαϊκό Σύνταγμα» και τη Συνθήκη της Λισαβόνας, και ακόμη σαφέστερα το 2015, με το νέο μνημόνιο που επιβλήθηκε στην Ελλάδα. Είναι πολύ πιθανό, το ίδιο θα συμβεί και εδώ. Πάνω και πέρα από προσωπικές συγκρούσεις που οδήγησαν σε διαφορές τακτικής, η βρετανική άρχουσα τάξη κάνει ελιγμούς για να απωθήσει χρονικά τις προθεσμίες και για να διαπραγματευθεί τους όρους της «εξόδου» υπό όσο το δυνατόν καλύτερους όρους. Ορισμένες κυβερνήσεις (με επικεφαλής την γαλλική), καθώς και οι εκπρόσωποι της Ευρωπαϊκής Επιτροπής κραδαίνουν απειλητικά τις σπάθες τους («το έξω είναι έξω», «το φεύγω σημαίνει φεύγω»). Όμως στη Γερμανία ακούγονται άλλα πράγματα και δεν θα υπάρξει ομοφωνία. Στην καλύτερη περίπτωση θα επιδείξουν ομοφωνία επίπλαστη.
Το πιο πιθανό αποτέλεσμα (όταν λήξει η περίοδος των εντάσεων, των οποίων η κατάληξη θα καθοριστεί λιγότερο από την κοινή γνώμη και περισσότερο από τις διακυμάνσεις των χρηματοπιστωτικών αγορών), είναι να έχουμε στο τέλος μια νέα γεωμετρία για το «σύστημα» των ευρωπαϊκών κρατών. Η απώλεια της επίσημης ένταξης του ΗΒ ως κράτους-μελους της ΕΕ σε κάθε περίπτωση θα αντισταθμιστεί από άλλες δομές: το ευρώ αλλά και του ΝΑΤΟ, το σύστημα ασφάλειας των συνόρων που θα διαδεχθεί τη ζώνη Σένγκεν και μια «ζώνη ελεύθερου εμπορίου» που θα ορίζεται σε συνάρτηση με τις σχέσεις οικονομικής δύναμης. Και από την άποψη αυτή, η σύγκριση μεταξύ Grexit και Brexit θα μπορούσε να αποδειχθεί διδακτική. Η αδυναμία της Ελλάδας (η οποία εγκαταλείφθηκε από όλους εκείνους που λογικά θα έπρεπε να είχαν υποστηρίξει τα αιτήματά της), έχει οδηγήσει σε ένα καθεστώς εσωτερικού αποκλεισμού. Αντίστροφα, η σχετική ισχύς του Ηνωμένου Βασιλείου (το οποίο μπορεί να υπολογίζει σε μια ισχυρή στήριξη από το εσωτερικό της ΕΕ) θα οδηγήσει αναμφίβολα σε μια τονισμένη μορφή εξωτερικής συμπερίληψης. Μήπως αυτό σημαίνει ότι δεν έχουμε τώρα ένα σημείο καμπής; Προφανώς όχι, έχουμε σημείο καμπής.
Το πιο πιθανό αποτέλεσμα (όταν λήξει η περίοδος των εντάσεων, των οποίων η κατάληξη θα καθοριστεί λιγότερο από την κοινή γνώμη και περισσότερο από τις διακυμάνσεις των χρηματοπιστωτικών αγορών), είναι να έχουμε στο τέλος μια νέα γεωμετρία για το «σύστημα» των ευρωπαϊκών κρατών. Η απώλεια της επίσημης ένταξης του ΗΒ ως κράτους-μελους της ΕΕ σε κάθε περίπτωση θα αντισταθμιστεί από άλλες δομές: το ευρώ αλλά και του ΝΑΤΟ, το σύστημα ασφάλειας των συνόρων που θα διαδεχθεί τη ζώνη Σένγκεν και μια «ζώνη ελεύθερου εμπορίου» που θα ορίζεται σε συνάρτηση με τις σχέσεις οικονομικής δύναμης. Και από την άποψη αυτή, η σύγκριση μεταξύ Grexit και Brexit θα μπορούσε να αποδειχθεί διδακτική. Η αδυναμία της Ελλάδας (η οποία εγκαταλείφθηκε από όλους εκείνους που λογικά θα έπρεπε να είχαν υποστηρίξει τα αιτήματά της), έχει οδηγήσει σε ένα καθεστώς εσωτερικού αποκλεισμού. Αντίστροφα, η σχετική ισχύς του Ηνωμένου Βασιλείου (το οποίο μπορεί να υπολογίζει σε μια ισχυρή στήριξη από το εσωτερικό της ΕΕ) θα οδηγήσει αναμφίβολα σε μια τονισμένη μορφή εξωτερικής συμπερίληψης. Μήπως αυτό σημαίνει ότι δεν έχουμε τώρα ένα σημείο καμπής; Προφανώς όχι, έχουμε σημείο καμπής.
Ας εξετάσουμε εν συντομία τη «βρετανική πλευρά» και την «ευρωπαϊκή πλευρά», προκειμένου να εξηγήσουμε μετά γιατί αυτές οι δύο δεν μπορούν να διαχωριστούν, αλλά, αντίθετα, αποτελούν δύο όψεις ενός και του αυτού νομίσματος.
Απέναντι σε αυτά είμαστε αδύναμοι; Αυτό είναι το όλο ζήτημα. Βραχυπρόθεσμα είμαι πολύ απαισιόδοξος, γιατί η συζήτηση περί «επανίδρυσης» της Ευρώπης βρίσκεται στα χέρια της πολιτικής και τεχνοκρατικής τάξης. Μιας τάξης, δηλαδή, που καθόλου δεν σκοπεύει να αλλάξει την πορεία που επαφίεται στην καλή θέληση των λανθανουσών εξουσιών (δηλαδή των χρηματοπιστωτικών αγορών) και η οποία δεν θέλει να μεταρρυθμίσει σε βάθος το σύστημα διακυβέρνησης, από το οποίο αυτή ή ίδια αντλεί το μονοπώλιο της εκπροσώπησης. Επόμενο είναι, ο ρόλος της αντιπολίτευσης να καταλαμβάνεται από κόμματα και ιδεολόγους που προσπαθούν να καταστρέψουν τους δεσμούς μεταξύ των λαών (ή γενικότερα των κατοίκων) της Ευρώπης. Θα χρειαστεί να βαδίσουμε μια πολύ μακρά πορεία, πριν φτάσουμε στη σύζευξη και στη διευκρίνιση - στα μάτια της πλειοψηφίας των πολιτών, ανεξάρτητα από τα σύνορα των επιμέρους κρατών - της στενής αλληλεξάρτησης που υπάρχει μεταξύ του διαμοιρασμού της κυριαρχίας, της διακρατικής δημοκρατίας, της εναλλακτικής [διαφορετικής από την υπάρχουσα σήμερα] παγκοσμιοποίησης, της από κοινού ανάπτυξης των περιφερειών και των εθνικών κρατών και της ανταλλαγής μεταξύ των πολιτισμών. Δεν είμαστε σ' αυτό το σημείο και ο χρόνος τελειώνει...
Ένας λόγος παραπάνω - για μας, όσους πιστεύουμε στην Ευρώπη - να συνεχίσουμε ανυποχώρητα, να προσπαθούμε να εξηγήσουμε τι συμβαίνει.
*
Είναι σαφές ότι για να εξηγήσουμε την εμφάνιση ενός ηγεμονικού «αντι-ευρωπαϊκού» αισθήματος, πρέπει να εξετάσουμε την ιδιαίτερη ιστορία της Βρετανίας, το αυτοκρατορικό παρελθόν της, και την κοινωνική ιστορία της που συνίσταται από απότομες ανατροπές. Οι αναλύσεις που υπάρχουν μέχρι στιγμής δείχνουν πόσο μεγάλη ποικιλία μεταβαλλόμενων παραγόντων δρουν και επηρεάζουν την κατάσταση και τις διαιρέσεις των πολιτών ως προς τις κοινωνικές τάξεις, τις γενεές, την ιθαγένεια και την εθνική καταγωγή. Οι παράγοντες αυτοί ίσως έρχονται σε αντίθεση μεταξύ τους. Επικαλύφθηκαν όμως από την αντίφαση που χρησιμοποίησε και χειραγώγησε η πλευρά της Brexit, με τα επιχειρήματά της «υπέρ της κυριαρχίας του εθνικού κράτους». Έτσι, πρέπει να αναρωτηθούμε για πόσο καιρό αυτό θα μπορεί να καλύπτει το γεγονός, ότι οι οικονομικές καταστροφές στις οποίες είναι πλέον εκτεθειμένο ένα όλο και μεγαλύτερο μέρος των «νέων φτωχών» στο Ηνωμένο Βασίλειο, οφείλεται στο σωρευτικό αποτέλεσμα των νεοφιλελεύθερων πολιτικών. Αυτές βέβαια, δεν επιβλήθηκαν όλες στη Μεγάλη Βρετανία απο την ΕΕ. Αντιθέτως, από την περίοδο της Θάτσερ και συνεχίζοντας με την εποχή των Νέων Εργατικών του Τόνυ Μπλερ, το Ηνωμένο Βασίλειο ήταν ένας από τους πιο δραστήριους υποστηρικτές του νεοφιλελευθερισμού σε όλη την Ευρώπη. Όποιος και να είναι ο τρόπος που θα γίνει πράξη, η Brexit ασφαλώς δεν θα διορθώσει καθόλου αυτή την κατάσταση. Προφανώς, διόρθωση θα γίνει μόνον αν μια εναλλακτική πολιτική κατακτήσει την πλειοψηφία. Αλλά ένα από τα πολλά παράδοξα αυτής της κατάστασης είναι το εξής: για να συμβεί αυτό, θα πρέπει να συνοδεύεται από αντίστοιχες πολιτικές αλλαγές στην ηπειρωτική Ευρώπη, διότι ο νόμος του οικονομικού ανταγωνισμού μεταξύ των ξεχωριστών «επικρατειών» θα επιβληθεί τώρα, μετά την Brexit, περισσότερο από κάθε άλλη φορά.
*
Ας έλθουμε λοιπόν στην «Ευρωπαϊκή» πλευρά. Ακόμη και άν λάβουμε υπόψη όλες τις πολύπλοκες λεπτομέρειες, κανένα από τα προβλήματα που πλήττουν το Ηνωμένο Βασίλειο δεν είναι απόν από τα άλλα κράτη της Ευρώπης. Υπάρχει κάποια αλήθεια στην «λαϊκίστικη» προπαγάνδα («ούτε Αριστερά, ούτε Δεξιά») που εκρήγνυται τώρα σ' ολόκληρη την ΕΕ, ζητώντας δημοψηφίσματα κατά το βρετανικό πρότυπο. Ακόμη και το 2005, ο παλιός καγκελάριος Σμιτ (Helmut Schmidt) παρατήρησε σωστά το εξής: άν δημοψηφίσματα για την ΕΕ, όπως αυτά που ανέβηκαν τότε στη σκηνή της Γαλλίας και της Ολλανδίας, γινόταν και σε άλλες χώρες, τότε παντού, χωρίς καμμιά εξαίρεση, όλα θα είχαν ως αποτέλεσμα ψήφο στο «Όχι».Σε όλες οι χώρες παρατηρούμε ανάπτυξη κρίσης της δημοκρατικής νομιμοποίησης, επιστροφή του εθνικισμού και την τάση να προβάλλεται η κοινωνική και πολιτισμική δυσφορία πάνω σε έναν «εσωτερικό εχθρό», ο οποίος γίνεται στόχος των ξενοφοβικών και ισλαμοφοβικών τάσεων. Οι κυβερνήσεις, με την πολιτική της λιτότητας που χρησιμοποίησαν στην ελληνική κρίση, έχουν ήδη καταφέρει να μετατρέψουν το δημόσιο χρέος σε ένα φάντασμα που στοιχειώνει τον φορολογούμενο. Η προσφυγική κρίση έχει υποβαθμιστεί σε απλό θέμα ασφάλειας. Είναι σαφές ότι αυτό που εκδηλώνεται στο Ηνωμένο Βασίλειο ως «αποσχιστική τάση», παντού στην Ευρώπη εκφράζεται ως τάση των κοινωνιών προς τον κατακερματισμό. Τα εσωτερικά και εξωτερικά τους ρήγματα διαρκώς επιδεινώνονται.
*
Ας το διατυπώσουμε καλύτερα. Έχουμε περάσει ένα όριο στη διαδικασία αποσυσπείρωσης του ευρωπαϊκού εγχειρήματος. Αυτό δεν συμβαίνει εξαιτίας της βρετανικής ψήφου, ωστόσο το δημοψήφισμα αποκάλυψε τάσεις προς πόλωση στην Ευρωπαϊκή συλλογικότητα και κρίση, τόσο ηθικής όσο και πολιτικής φύσης. Όπως έχω πει, δεν βρισκόμαστε απλά και μόνον σε ένα «μεσοδιάστημα», αλλά μάλλον είμαστε μάρτυρες μιας αποσυντακτικής (destituent) διαδικασίας, η οποία, προς το παρόν δεν εξισορροπείται από μια αντίρροπη συντακτική (constituent) διαδικασία. Απέναντι σε αυτά είμαστε αδύναμοι; Αυτό είναι το όλο ζήτημα. Βραχυπρόθεσμα είμαι πολύ απαισιόδοξος, γιατί η συζήτηση περί «επανίδρυσης» της Ευρώπης βρίσκεται στα χέρια της πολιτικής και τεχνοκρατικής τάξης. Μιας τάξης, δηλαδή, που καθόλου δεν σκοπεύει να αλλάξει την πορεία που επαφίεται στην καλή θέληση των λανθανουσών εξουσιών (δηλαδή των χρηματοπιστωτικών αγορών) και η οποία δεν θέλει να μεταρρυθμίσει σε βάθος το σύστημα διακυβέρνησης, από το οποίο αυτή ή ίδια αντλεί το μονοπώλιο της εκπροσώπησης. Επόμενο είναι, ο ρόλος της αντιπολίτευσης να καταλαμβάνεται από κόμματα και ιδεολόγους που προσπαθούν να καταστρέψουν τους δεσμούς μεταξύ των λαών (ή γενικότερα των κατοίκων) της Ευρώπης. Θα χρειαστεί να βαδίσουμε μια πολύ μακρά πορεία, πριν φτάσουμε στη σύζευξη και στη διευκρίνιση - στα μάτια της πλειοψηφίας των πολιτών, ανεξάρτητα από τα σύνορα των επιμέρους κρατών - της στενής αλληλεξάρτησης που υπάρχει μεταξύ του διαμοιρασμού της κυριαρχίας, της διακρατικής δημοκρατίας, της εναλλακτικής [διαφορετικής από την υπάρχουσα σήμερα] παγκοσμιοποίησης, της από κοινού ανάπτυξης των περιφερειών και των εθνικών κρατών και της ανταλλαγής μεταξύ των πολιτισμών. Δεν είμαστε σ' αυτό το σημείο και ο χρόνος τελειώνει...
Ένας λόγος παραπάνω - για μας, όσους πιστεύουμε στην Ευρώπη - να συνεχίσουμε ανυποχώρητα, να προσπαθούμε να εξηγήσουμε τι συμβαίνει.
O Ετιέν Μπαλιμπάρ (1942), από τους γνωστότερους πολιτικούς στοχαστές του καιρού μας, είναι ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Paris X-Nanterre και καθηγητής του Πανεπιστημίου της Καλιφόρνιας. Τη δεκαετία του 1960 συμμετείχε στην ομάδα του Λουί Αλτουσέρ, στην προσπάθεια για ανανέωση του μαρξισμού και των κοινωνικών επιστημών. Δημοσίευσε πολυάριθμα βιβλία, με επίκεντρο την πολιτική φιλοσοφία και τα προβλήματα της σημερινής Ευρώπης.
Βιβλία του στα Ελληνικά: Κράτος, μάζες, πολιτική, Εκτός Γραμμής (2014), Ο φόβος των μαζών Πλέθρον (2010), Για τη δικτατορία του προλεταριάτου, Οδυσσέας (2009), Πολιτική και αλήθεια, Νήσος (2005), Η Ευρώπη, η Αμερική, ο πόλεμος, Δαρδανός Χρήστος Ε. (2004), Η φιλοσοφία του Μαρξ, Νήσος (1996), Ο Σπινόζα και η πολιτική, Βιβλιοπωλείον της Εστίας (1996), Φυλή, έθνος, τάξη: οι διφορούμενες ταυτότητες (συλλογικό), Ο Πολίτης (1991)
Étienne Balibar: A new impulse – But for which Europe?
Το πλήρες δοκίμιο
Étienne Balibar: A new impulse – But for which Europe?
Το πλήρες δοκίμιο
Στο Belgrade Journal of Media and Communications, 6/2014 - via Eurozine
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου