Στον προχθεσινό Spiegel (Rechtspopulismus: Gabriel wirft Merkel Entkernung der Union vor - 18.06.2016), ο πρόεδρος του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος της Γερμανίας και αντικαγκελάριος Ζίγκμαρ Γκάμπριελ (Sigmar Gabriel) διατύπωσε μια επανεκτίμηση της πολιτικής κατάστασης, επικεντρωμένη στον διχασμό του εκλογικού και κοινωνικού δυναμικού της ευρύτερης πολιτικής Κεντροδεξιάς και Δεξιάς. Η επανεκτίμησή του είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα, διότι δεν περιορίζεται στις ειδικές συνθήκες της χώρας του αλλά αναφέρεται στη γενική τάση διχασμού και απώλειας της κυβερνητικής ικανότητας του κεντροδεξιού και ευρύτερου δεξιού πολιτικού χώρου σε όλη την «παλιά» Δυτική Ευρώπη.
Αναβράζουσα ζύμωση στο πολιτικό σκηνικό της Γερμανίας ή ζιγκ-ζαγκ τακτικής των κομμάτων;
Ο Γκάμπριελ υποστηρίζει ότι οι κεντροδεξιές πολιτικές δυνάμεις στην Ομοσπονδιακή Γερμανία (CDU/CSU), οι οποίες τώρα συγκυβερνούν με τους Σοσιαλδημοκράτες, αρχίζουν «να χάνουν τον πολιτικό πυρήνα τους». Η Χριστιανοδημοκρατία υπό την Μέρκελ δεν είναι πια σε θέση να ενσωματώνει τους ψηφοφόρους με «εθνικοσυντηρητικές» πεποιθήσεις. Το νέο, ακροδεξιών και αντιευρωπαϊκών τάσεων κόμμα Εναλλακτική Πρόταση για τη Γερμανία (AfD), μετά την ορμητική είσοδό του σε μια σειρά κοινοβούλια Ομόσπονδων χωρών, βρίσκεται σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις στο επίπεδο του 10-15%. Το συμπέρασμα που αντλεί ο ηγέτης του SPD είναι ότι τώρα χρειάζεται μια «συμμαχία των προοδευτικών δυνάμεων». Μόνον έτσι μπορεί να αντιμετωπισθεί η άνοδος των κινημάτων του δεξιού λαϊκισμού.
Αναβράζουσα ζύμωση στο πολιτικό σκηνικό της Γερμανίας ή ζιγκ-ζαγκ τακτικής των κομμάτων;
Ο Γκάμπριελ υποστηρίζει ότι οι κεντροδεξιές πολιτικές δυνάμεις στην Ομοσπονδιακή Γερμανία (CDU/CSU), οι οποίες τώρα συγκυβερνούν με τους Σοσιαλδημοκράτες, αρχίζουν «να χάνουν τον πολιτικό πυρήνα τους». Η Χριστιανοδημοκρατία υπό την Μέρκελ δεν είναι πια σε θέση να ενσωματώνει τους ψηφοφόρους με «εθνικοσυντηρητικές» πεποιθήσεις. Το νέο, ακροδεξιών και αντιευρωπαϊκών τάσεων κόμμα Εναλλακτική Πρόταση για τη Γερμανία (AfD), μετά την ορμητική είσοδό του σε μια σειρά κοινοβούλια Ομόσπονδων χωρών, βρίσκεται σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις στο επίπεδο του 10-15%. Το συμπέρασμα που αντλεί ο ηγέτης του SPD είναι ότι τώρα χρειάζεται μια «συμμαχία των προοδευτικών δυνάμεων». Μόνον έτσι μπορεί να αντιμετωπισθεί η άνοδος των κινημάτων του δεξιού λαϊκισμού.
Ο Γκάμπριελ προτείνει μια συμμαχία των κομμάτων της Αριστεράς και του Κέντρου. Στην περίπτωση της Γερμανίας, αυτό αναφέρεται στους Σοσιαλδημοκράτες, τους Πράσινους, στο Κόμμα της Αριστεράς - Die Linke και ενδεχομένως στους αναγεννώμενους από την τέφρα τους, εξωκοινοβουλευτικούς σήμερα Ελεύθερους Δημοκράτες - FDP. Καλεί αυτά τα κόμματα να αναπτύξουν «την ετοιμότητα και προθυμία για αμοιβαία συνεργασία και την ικανότητα να συγκυβερνήσουν».
Το πιο ενδιαφέρον είναι ότι μια τέτοια ετοιμότητα και ικανότητα συγκυβέρνησης την προβάλλει ως καθήκον τέτοιων κομμάτων τόσο στη Γερμανία όσο και στη λοιπή Ευρώπη. Απαιτεί επίσης «να αυξηθεί η ετοιμότητα της δημοκρατικής Αριστεράς» για να αντιμετωπισθεί η «επιθετική πρόκληση που δέχεται η ανοιχτή δημοκρατική Πολιτεία» από τις δυνάμεις της «ριζοσπαστικής αστικής Δεξιάς» σε όλη την Ευρώπη.
Το πιο ενδιαφέρον είναι ότι μια τέτοια ετοιμότητα και ικανότητα συγκυβέρνησης την προβάλλει ως καθήκον τέτοιων κομμάτων τόσο στη Γερμανία όσο και στη λοιπή Ευρώπη. Απαιτεί επίσης «να αυξηθεί η ετοιμότητα της δημοκρατικής Αριστεράς» για να αντιμετωπισθεί η «επιθετική πρόκληση που δέχεται η ανοιχτή δημοκρατική Πολιτεία» από τις δυνάμεις της «ριζοσπαστικής αστικής Δεξιάς» σε όλη την Ευρώπη.
Ο πρόεδρος του SPD αναγνωρίζει ως ιστορικό επίτευγμα της Χριστιανοδημοκρατικής Ένωσης το γεγονός ότι στο παρελθόν κατάφερνε «να δεσμεύει πολιτικά και να ενσωματώνει πολλούς παλαιούς Εθνικοσοσιαλιστές και οπαδούς του γερμανικού εθνικισμού στη μεταπολεμική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία». Όμως τώρα, η κεντροδεξιά «χάνει την ικανότητά της να δεσμεύει και να εξουδετερώνει αυτό το κοινωνικό δυναμικό».
Ο Γκάμπριελ επιτίθεται επίσης εναντίον ορισμένων Γερμανών διανοουμένων (όπως π.χ. ο Peter Sloterdijk) οι οποίοι «έχουν γίνει προμηθευτές ακροδεξιάς ιδεολογίας» και στο τέλος προσθέτει μια πινελιά από τη τη δική του δύσκολη οικογενειακή ιστορία: «Όλα αυτά τα ξέρω πάρα πολύ καλά από τον πατέρα μου - ο οποίος ήταν και έμεινε δια βίου ένας αδιόρθωτος Ναζιστής».
Η ιδέα για τέτοια «ψηφιδωτά» πολιτικών δυνάμεων δεν είναι νέα στη Γερμανία, χώρα με σταθερό εκλογικό σύστημα απλής αναλογικής και με πολύ σπάνιες τις μονοκομματικές κυβερνήσεις. Λόγου χάρη, η πρόταση του κορυφαίου συνδικαλιστή της IGMetal και πολιτικού επιστήμονα Χανς Γιούργκεν Ούρμπαν για ένα «ψηφιδωτό της Αριστεράς» έχει διατυπωθεί εδώ και χρόνια, αλλά και μετά την αποτυχία της ευρωπαϊκής (και κυρίως της γερμανικής) πολιτικής ελίτ να διαχειριστεί αποτελεσματικά την κρίση της Ευρωζώνης και την μακροοικονομική της πορεία. Αν με το νέο άρθρο στον Spiegel ο Σοσιαλδημοκράτης πρόεδρος παρουσιάζει μια νέα πολιτική στρατηγική ή, αντίθετα, πρόκειται για ένα ακόμη από τα πολιτικά ζιγκ-ζαγκ με τα οποία επιχειρεί να αντιμετωπίσει τις προγραμματικές δυσκολίες και την χρόνια χαμηλή πτήση του κόμματός του στη Γερμανία και αλλού, θα φανεί έμπρακτα στις επόμενες πολιτικές εξελίξεις (εκλογή ομοσπονδιακού προέδρου της δημοκρατίας, ψηφοφορίες για την συμφωνία TTIP, εκλογές στο Βερολίνο και σε άλλες Ομόσπονδες χώρες κτλ).
Το νέο είναι, σε σχεδόν όλες τις χώρες της Δυτικής Ευρώπης (πλην Ισπανίας και Πορτογαλίας), η ευρείας έκτασης διάσπαση του εκλογικού δυναμικού που υποστήριζε μέχρι τώρα κεντροδεξιά κόμματα και ταυτόχρονα η μεγάλη μείωση της υποστήριξης προς την άλλοτε κραταιά Σοσιαλδημοκρατία, σε βαθμό ώστε, σε πολλές χώρες, κυρίως της Βόρειας, αλλά και της άλλης Ευρώπης, Σοσιαλδημοκράτες, Πράσινοι και κατά περίπτωση άλλες μη δεξιόστροφες δυνάμεις (π.χ. Die Linke στη Γερμανία, Podemos στην Ισπανία, Φιλελεύθεροι στο Βέλγιο, Σκωτικό Κόμμα Ανεξαρτησίας και Liberal Democrats στο Ηνωμένο Βασίλειο) τείνουν να γίνουν μέχρι και ισότιμες πολιτικές ψηφίδες ενός τέτοιου ευρέος «ψηφιδωτού» δυνάμεων.
Τι σημαίνουν αυτά για την «ιδιόμορφη περίπτωση» της Ελλάδας;
Πρώτον: η διάσπαση της ευρύτερης πολιτικής Κεντροδεξιάς και Δεξιάς είναι και στην Ελλάδα παρούσα και ήρθε για να μείνει. Ωστόσο η κύρια διασπαστική δύναμη της όλης «δεξιάς πολυκατοικίας», η ΧΑ, δεν είναι «απλώς» λαϊκιστική και αντιευρωπαϊκή ακραία Δεξιά όπως η AfD, το Εθνικό Μέτωπο στη Γαλλία, η UKIP στη Βρετανία ή η Λέγκα του Βορρα στην Ιταλία, αλλά ακροδεξιά με σαφώς ναζιστική κατεύθυνση. Έτσι τα περιθώρια ενδυνάμωσης της ΧΑ είναι πιο περιορισμένα από αυτών των δεξιών λαϊκιστικών κομμάτων, ωστόσο η εκλογική και δημοσκοπική σταθερότητα της ΧΑ σε επίπεδα 6-10 % δεν παύει να είναι άκρως ανησυχητική.
Δεύτερον: προς το παρόν, εν μέσω κρίσης και διαχείρισης των «μνημονιακών υποχρεώσεων» από την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, η ΝΔ αδυνατεί να παραγάγει συνεκτική πολιτική ως αξιωματική αντιπολίτευση. Δεν ξέρει άν θέλει να είναι περισσότερο «φιλελεύθερη» ή περισσότερο «λαϊκή» (όπως λέγανε παλιά) κεντροδεξιά και πιθανώς, στο ορατό μέλλον, δεν θα θελήσει να το διευκρινήσει, εικάζοντας ίσως ότι αυτή η ασάφεια τής προσφέρει ψηφοθηρικό πλεονέκτημα. Αυτή η πολιτική ασάφεια θα παραμείνει ένας ακόμη (ανάμεσα σε αρκετούς) μόνιμος παράγοντας αστάθειας για το όλο κομματικό σύστημα, είτε η ΝΔ βρίσκεται στην αξιωματική αντιπολίτευση είτε στην κυβέρνηση.
Τρίτον: ο χώρος που αποκαλείται τώρα στην ελληνική πολιτική αργκό «κεντροαριστερά» - ή ό,τι απόμεινε από αυτόν μετά τη ρευστοποίηση του κραταιού ΠΑΣΟΚ - είναι οργανωτικά διασκορπισμένος και πολιτικά-προγραμματικά εντελώς αποπροσανατολισμένος. Είναι αδύνατο - προς το παρόν - να συγκροτηθεί ως «Σοσιαλδημοκρατία», δεδομένου ότι πραγματική Σοσιαλδημοκρατία, παντού και πάντα, σημαίνει κατά πρώτο λόγο κοινωνικούς (και προγραμματικούς) δεσμούς με τον κόσμο της μισθωτής εργασίας και μάλιστα των μισθωτών του ιδιωτικού τομέα. Οι τέτοιοι δεσμοί (οι οποίοι και ιστορικά ήταν εξαιρετικά αδύναμοι, ακόμη και στην περίοδο του ισχυρού ΠΑΣΟΚ), σήμερα είναι εντελώς ανύπαρκτοι. Ειλικρινέστερο και πιο λειτουργικό θα ήταν να συγκροτηθεί αυτός ο χώρος της ελληνικής «κεντροαριστεράς» υπό τις προδιαγραφές ενός αριστερού πολιτικού φιλελευθερισμού, υπαρκτού στην εγχώρια πολιτική παράδοση και με ικανότητα να εκπροσωπεί ορισμένα κοινωνικά μεσοστρώματα που μένουν σήμερα πολιτικά άστεγα. Και από αυτή τη θέση, άς αξιολογήσουν νηφάλια με ποιούς θα πάνε να συνεργαστούν και ποιούς θα αφήσουν, ξέροντας μάλιστα αύριο με μεγαλύτερη βεβαιότητα προς τα που θα κινείται πλέον στη λοιπή Ευρώπη τόσο ο σοσιαλδημοκρατικός άνεμος, όσο και ο κεντρώος ή του κοινωνικώς μετριοπαθούς πολιτικού φιλελευθερισμού.
Τέλος: Το άν ο σημερινός κυβερνητικός ΣΥΡΙΖΑ μεταλλάσσεται ή τείνει να μεταλλαχθεί ή άν μπορεί να μεταλλαχθεί και να αποκτήσει πιο σαφή φυσιογνωμία αριστερού κόμματος, είτε ως ευρωπαϊκή ριζοσπαστική-ανανεωτική Αριστερά, είτε ως «ειδικού τύπου» Σοσιαλδημοκρατικό κόμμα, είτε ως κάτι άλλο, σήμερα είναι ερώτημα χωρίς νόημα. Ο τωρινός ΣΥΡΙΖΑ είναι, προς το παρόν, κυρίως κυβερνητικός μηχανισμός που διατηρεί σημαντική κοινωνική υποστήριξη ή ανοχή και μόνον σε ελάχιστο βαθμό είναι κόμμα που λειτουργεί. Το τι θέλουν να γίνουν αύριο και πώς θα πολιτευθούν, προς το παρόν μπορεί και πρέπει να το διευκρινίσει μόνον το στελεχικό δυναμικό αυτού του μηχανισμού διακυβέρνησης. Βέβαιο είναι το εξής: άν θελήσουν να δουν το μέλλον τους ως «ψηφίδα» ή και ως κεντρικό δομικό λίθο ενός τέτοιου ψηφιδωτού δυνάμεων της Αριστεράς και του Κέντρου, και μάλιστα στο ευρύ πεδίο της πολιτικής μάχης σε ευρωπαϊκό επίπεδο, αυτό είναι αδύνατο να γίνει με τα εργαλεία ενός λαϊκισμού, έστω και αριστερόστροφου, στο βαθμό που αυτά οικοδομούν ένα ομοιογενές αλλά άμορφο «εμείς» εναντίον ενός φαντασιακού «αυτοί». Θα χρειαστούν άλλα προγραμματικά εργαλεία, για να μπορούν να οικοδομούνται αρθρωμένες συνεργασίες αλλά και αντιπαλότητες διακριτών (ταξικών) κοινωνικών δυνάμεων, οι οποίες θα καταλήγουν αφενός σε σαφείς προγραμματικές συμπράξεις και σε μορφοποιητικές πολιτικές και αφετέρου σε πολιτικές αντιπαραθέσεις με πραγματικά περιεχόμενα. Αντί να ασχολούνται με τα «κενά σημαίνοντα» του εκδημήσαντος εις Κύριον «αντιμνημονιακού» ιδεολογήματος με την εθνικολαϊκίστικη αιχμή ή με «επικοινωνιακούς» διπολισμούς και με δήθεν ταξικές μεροληψίες (που δυσφημούν την επικοινωνία ως κοινωνικο-πολιτική δράση), θα πρέπει να θέσουν τον δάκτυλον επί τον τύπον των ήλων και να επικεντρωθούν, ως αριστερό και φιλοευρωπαϊκό κυβερνών σχήμα, σε έμπρακτες επανορθωτικές πολιτικές υπέρ των αδύναμων και παραγκωνισμένων και κυρίως σε δράσεις βιώσιμης παραγωγικής επανεκκίνησης:
Προς το παρόν, άς παρακολουθήσουμε τα αποτελέσματα του βρετανικού δημοψηφίσματος και των ισπανικών εκλογών και τις αντιδράσεις των Βρυξελλών. Θα διαπιστώσουμε και την επιρροή που θα έχουν αυτά στη διάσπαση του δεξιού - κεντροδεξιού στρατοπέδου (τι θα απογίνουν οι Βρετανοί Συντηρητικοί με Brexit ή με Bremain;) και στην αναδιάταξη του ψηφιδωτού της Αριστεράς με ή χωρίς το Κέντρο (ο διαγκωνισμός των Ισπανών Σοσιαλιστών με το Podemos, τους συμμάχους του και την συμπράττουσα Ενωμένη Αριστερά, συν την παρεμβολή των κεντρώων Ciudadanos και των τοπικών αυτονομιστικών κινημάτων). Θα φανεί επίσης, σε περίπτωση της απευκταίας Brexit, άν η ΕΕ θα περάσει σε ένα σχήμα οιονεί τριπολικό με 3 μεγάλες χώρες Γαλλία - Γερμανία - Ιταλία. Ο κομματικός εταίρος του Γκάμπριελ πρωθυπουργός Ματέο Ρέντσι έχει ήδη λάβει θέση μάχης για τέτοιο ενδεχόμενο, υψώνοντας τους τόνους για μια άλλη πολιτική εντός της ΕΕ, τόσο στο πεδίο της μακροοικονομικής διαχείρισης και της ενδοκοινοτικής διαρθωτικής ανισορροπίας, όσο και στη διαχείριση του προσφυγικού προβλήματος.
Η ιδέα για τέτοια «ψηφιδωτά» πολιτικών δυνάμεων δεν είναι νέα στη Γερμανία, χώρα με σταθερό εκλογικό σύστημα απλής αναλογικής και με πολύ σπάνιες τις μονοκομματικές κυβερνήσεις. Λόγου χάρη, η πρόταση του κορυφαίου συνδικαλιστή της IGMetal και πολιτικού επιστήμονα Χανς Γιούργκεν Ούρμπαν για ένα «ψηφιδωτό της Αριστεράς» έχει διατυπωθεί εδώ και χρόνια, αλλά και μετά την αποτυχία της ευρωπαϊκής (και κυρίως της γερμανικής) πολιτικής ελίτ να διαχειριστεί αποτελεσματικά την κρίση της Ευρωζώνης και την μακροοικονομική της πορεία. Αν με το νέο άρθρο στον Spiegel ο Σοσιαλδημοκράτης πρόεδρος παρουσιάζει μια νέα πολιτική στρατηγική ή, αντίθετα, πρόκειται για ένα ακόμη από τα πολιτικά ζιγκ-ζαγκ με τα οποία επιχειρεί να αντιμετωπίσει τις προγραμματικές δυσκολίες και την χρόνια χαμηλή πτήση του κόμματός του στη Γερμανία και αλλού, θα φανεί έμπρακτα στις επόμενες πολιτικές εξελίξεις (εκλογή ομοσπονδιακού προέδρου της δημοκρατίας, ψηφοφορίες για την συμφωνία TTIP, εκλογές στο Βερολίνο και σε άλλες Ομόσπονδες χώρες κτλ).
Το νέο είναι, σε σχεδόν όλες τις χώρες της Δυτικής Ευρώπης (πλην Ισπανίας και Πορτογαλίας), η ευρείας έκτασης διάσπαση του εκλογικού δυναμικού που υποστήριζε μέχρι τώρα κεντροδεξιά κόμματα και ταυτόχρονα η μεγάλη μείωση της υποστήριξης προς την άλλοτε κραταιά Σοσιαλδημοκρατία, σε βαθμό ώστε, σε πολλές χώρες, κυρίως της Βόρειας, αλλά και της άλλης Ευρώπης, Σοσιαλδημοκράτες, Πράσινοι και κατά περίπτωση άλλες μη δεξιόστροφες δυνάμεις (π.χ. Die Linke στη Γερμανία, Podemos στην Ισπανία, Φιλελεύθεροι στο Βέλγιο, Σκωτικό Κόμμα Ανεξαρτησίας και Liberal Democrats στο Ηνωμένο Βασίλειο) τείνουν να γίνουν μέχρι και ισότιμες πολιτικές ψηφίδες ενός τέτοιου ευρέος «ψηφιδωτού» δυνάμεων.
Οι εντιμότατοι φίλοι: Αμούρ ο τίγρης και Τιμούρ ο τράγος |
Πρώτον: η διάσπαση της ευρύτερης πολιτικής Κεντροδεξιάς και Δεξιάς είναι και στην Ελλάδα παρούσα και ήρθε για να μείνει. Ωστόσο η κύρια διασπαστική δύναμη της όλης «δεξιάς πολυκατοικίας», η ΧΑ, δεν είναι «απλώς» λαϊκιστική και αντιευρωπαϊκή ακραία Δεξιά όπως η AfD, το Εθνικό Μέτωπο στη Γαλλία, η UKIP στη Βρετανία ή η Λέγκα του Βορρα στην Ιταλία, αλλά ακροδεξιά με σαφώς ναζιστική κατεύθυνση. Έτσι τα περιθώρια ενδυνάμωσης της ΧΑ είναι πιο περιορισμένα από αυτών των δεξιών λαϊκιστικών κομμάτων, ωστόσο η εκλογική και δημοσκοπική σταθερότητα της ΧΑ σε επίπεδα 6-10 % δεν παύει να είναι άκρως ανησυχητική.
Δεύτερον: προς το παρόν, εν μέσω κρίσης και διαχείρισης των «μνημονιακών υποχρεώσεων» από την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, η ΝΔ αδυνατεί να παραγάγει συνεκτική πολιτική ως αξιωματική αντιπολίτευση. Δεν ξέρει άν θέλει να είναι περισσότερο «φιλελεύθερη» ή περισσότερο «λαϊκή» (όπως λέγανε παλιά) κεντροδεξιά και πιθανώς, στο ορατό μέλλον, δεν θα θελήσει να το διευκρινήσει, εικάζοντας ίσως ότι αυτή η ασάφεια τής προσφέρει ψηφοθηρικό πλεονέκτημα. Αυτή η πολιτική ασάφεια θα παραμείνει ένας ακόμη (ανάμεσα σε αρκετούς) μόνιμος παράγοντας αστάθειας για το όλο κομματικό σύστημα, είτε η ΝΔ βρίσκεται στην αξιωματική αντιπολίτευση είτε στην κυβέρνηση.
Τρίτον: ο χώρος που αποκαλείται τώρα στην ελληνική πολιτική αργκό «κεντροαριστερά» - ή ό,τι απόμεινε από αυτόν μετά τη ρευστοποίηση του κραταιού ΠΑΣΟΚ - είναι οργανωτικά διασκορπισμένος και πολιτικά-προγραμματικά εντελώς αποπροσανατολισμένος. Είναι αδύνατο - προς το παρόν - να συγκροτηθεί ως «Σοσιαλδημοκρατία», δεδομένου ότι πραγματική Σοσιαλδημοκρατία, παντού και πάντα, σημαίνει κατά πρώτο λόγο κοινωνικούς (και προγραμματικούς) δεσμούς με τον κόσμο της μισθωτής εργασίας και μάλιστα των μισθωτών του ιδιωτικού τομέα. Οι τέτοιοι δεσμοί (οι οποίοι και ιστορικά ήταν εξαιρετικά αδύναμοι, ακόμη και στην περίοδο του ισχυρού ΠΑΣΟΚ), σήμερα είναι εντελώς ανύπαρκτοι. Ειλικρινέστερο και πιο λειτουργικό θα ήταν να συγκροτηθεί αυτός ο χώρος της ελληνικής «κεντροαριστεράς» υπό τις προδιαγραφές ενός αριστερού πολιτικού φιλελευθερισμού, υπαρκτού στην εγχώρια πολιτική παράδοση και με ικανότητα να εκπροσωπεί ορισμένα κοινωνικά μεσοστρώματα που μένουν σήμερα πολιτικά άστεγα. Και από αυτή τη θέση, άς αξιολογήσουν νηφάλια με ποιούς θα πάνε να συνεργαστούν και ποιούς θα αφήσουν, ξέροντας μάλιστα αύριο με μεγαλύτερη βεβαιότητα προς τα που θα κινείται πλέον στη λοιπή Ευρώπη τόσο ο σοσιαλδημοκρατικός άνεμος, όσο και ο κεντρώος ή του κοινωνικώς μετριοπαθούς πολιτικού φιλελευθερισμού.
Τέλος: Το άν ο σημερινός κυβερνητικός ΣΥΡΙΖΑ μεταλλάσσεται ή τείνει να μεταλλαχθεί ή άν μπορεί να μεταλλαχθεί και να αποκτήσει πιο σαφή φυσιογνωμία αριστερού κόμματος, είτε ως ευρωπαϊκή ριζοσπαστική-ανανεωτική Αριστερά, είτε ως «ειδικού τύπου» Σοσιαλδημοκρατικό κόμμα, είτε ως κάτι άλλο, σήμερα είναι ερώτημα χωρίς νόημα. Ο τωρινός ΣΥΡΙΖΑ είναι, προς το παρόν, κυρίως κυβερνητικός μηχανισμός που διατηρεί σημαντική κοινωνική υποστήριξη ή ανοχή και μόνον σε ελάχιστο βαθμό είναι κόμμα που λειτουργεί. Το τι θέλουν να γίνουν αύριο και πώς θα πολιτευθούν, προς το παρόν μπορεί και πρέπει να το διευκρινίσει μόνον το στελεχικό δυναμικό αυτού του μηχανισμού διακυβέρνησης. Βέβαιο είναι το εξής: άν θελήσουν να δουν το μέλλον τους ως «ψηφίδα» ή και ως κεντρικό δομικό λίθο ενός τέτοιου ψηφιδωτού δυνάμεων της Αριστεράς και του Κέντρου, και μάλιστα στο ευρύ πεδίο της πολιτικής μάχης σε ευρωπαϊκό επίπεδο, αυτό είναι αδύνατο να γίνει με τα εργαλεία ενός λαϊκισμού, έστω και αριστερόστροφου, στο βαθμό που αυτά οικοδομούν ένα ομοιογενές αλλά άμορφο «εμείς» εναντίον ενός φαντασιακού «αυτοί». Θα χρειαστούν άλλα προγραμματικά εργαλεία, για να μπορούν να οικοδομούνται αρθρωμένες συνεργασίες αλλά και αντιπαλότητες διακριτών (ταξικών) κοινωνικών δυνάμεων, οι οποίες θα καταλήγουν αφενός σε σαφείς προγραμματικές συμπράξεις και σε μορφοποιητικές πολιτικές και αφετέρου σε πολιτικές αντιπαραθέσεις με πραγματικά περιεχόμενα. Αντί να ασχολούνται με τα «κενά σημαίνοντα» του εκδημήσαντος εις Κύριον «αντιμνημονιακού» ιδεολογήματος με την εθνικολαϊκίστικη αιχμή ή με «επικοινωνιακούς» διπολισμούς και με δήθεν ταξικές μεροληψίες (που δυσφημούν την επικοινωνία ως κοινωνικο-πολιτική δράση), θα πρέπει να θέσουν τον δάκτυλον επί τον τύπον των ήλων και να επικεντρωθούν, ως αριστερό και φιλοευρωπαϊκό κυβερνών σχήμα, σε έμπρακτες επανορθωτικές πολιτικές υπέρ των αδύναμων και παραγκωνισμένων και κυρίως σε δράσεις βιώσιμης παραγωγικής επανεκκίνησης:
«Η καθήλωση μπορεί να ξεπεραστεί μόνον αν τα φιλοευρωπαϊκά κόμματα συνεργαστούν, παραμερίζοντας τα σύνορα των χωρών τους, με καμπάνιες εναντίον της παραποίησης που μετατρέπει τα κοινωνικά ζητήματα σε εθνικά. Αντί να στήνουν λάθος μέτωπα κατά μήκος των εθνικών συνόρων, καθήκον των κομμάτων είναι να διακρίνουν τις κοινωνικές ομάδες που βγήκαν χαμένες ή κερδισμένες από τη διαχείριση της κρίσης, άλλες λίγο, άλλες πολύ περισσότερο, ανεξάρτητα από την εθνικότητά τους». (Γιούργκεν Χάμπερμας, «Δημοκρατία ή καπιταλισμός; Από την δυστυχία του κατακερματισμού σε εθνικά κράτη, σε μια καπιταλιστική ενοποιημένη παγκόσμια κοινωνία», στο Καπιταλισμός ή Δημοκρατία - Η Ευρώπη σε κρίση, τόμ. Α')Ηνωμένο Βασίλειο και Ισπανία: Οι ψηφοφορίες ως εμπειρικές επαληθεύσεις ή διαψεύσεις;
Προς το παρόν, άς παρακολουθήσουμε τα αποτελέσματα του βρετανικού δημοψηφίσματος και των ισπανικών εκλογών και τις αντιδράσεις των Βρυξελλών. Θα διαπιστώσουμε και την επιρροή που θα έχουν αυτά στη διάσπαση του δεξιού - κεντροδεξιού στρατοπέδου (τι θα απογίνουν οι Βρετανοί Συντηρητικοί με Brexit ή με Bremain;) και στην αναδιάταξη του ψηφιδωτού της Αριστεράς με ή χωρίς το Κέντρο (ο διαγκωνισμός των Ισπανών Σοσιαλιστών με το Podemos, τους συμμάχους του και την συμπράττουσα Ενωμένη Αριστερά, συν την παρεμβολή των κεντρώων Ciudadanos και των τοπικών αυτονομιστικών κινημάτων). Θα φανεί επίσης, σε περίπτωση της απευκταίας Brexit, άν η ΕΕ θα περάσει σε ένα σχήμα οιονεί τριπολικό με 3 μεγάλες χώρες Γαλλία - Γερμανία - Ιταλία. Ο κομματικός εταίρος του Γκάμπριελ πρωθυπουργός Ματέο Ρέντσι έχει ήδη λάβει θέση μάχης για τέτοιο ενδεχόμενο, υψώνοντας τους τόνους για μια άλλη πολιτική εντός της ΕΕ, τόσο στο πεδίο της μακροοικονομικής διαχείρισης και της ενδοκοινοτικής διαρθωτικής ανισορροπίας, όσο και στη διαχείριση του προσφυγικού προβλήματος.
Γιώργος Β. Ριτζούλης
Στον ιστότοπο Μετά την Κρίση:
Ράινερ Φορστ, Μπερντ Ούλριχ: Δικαιοσύνη και αλληλεγγύη. Τα καθήκοντα της Αριστεράς, Σοσιαλδημοκρατικής ή άλλης
Γιαν-Βέρνερ Μύλλερ: H νέα Δεξιά στη Γερμανία και οι διανοούμενοί της
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου