© Τα Νέα - Γιάννης Βούλγαρης: Η αβέβαιη αντεπίθεση, 6.5.2017
Μια ρεαλιστική και περιεκτική σύνοψη της νέας πραγματικότητας από τον Γ. Βούλγαρη:
«Ή η Ευρώπη θα λειτουργήσει και πάλι ελκτικά προς τους πολίτες των κρατών-μελών ή οι πολιτικές δυνάμεις που την υπερασπίζονται θα συρρικνώνονται σε έναν απονευρωμένο μεσαίο χώρο, φιλελεύθερο και σοσιαλδημοκρατικό, που θα χάνει και προς τα δύο άκρα. Έχουμε δει το έργο στον Μεσοπόλεμο [...]
Xωρίς κάποια απάντηση στο αίσθημα της οικονομικής ανασφάλειας με πολιτικές στήριξης της απασχόλησης και της κοινωνικής προστασίας, για όσους χάνουν ή αισθάνονται ότι χάνουν το τρένο της παγκοσμιοποίησης, οι εθνικολαϊκισμοί θα φαντάζουν σαν οι μόνες εναλλακτικές λύσεις. Δεν βρισκόμαστε πια στη δεκαετία του 1990 όπου τα κόμματα του «τρίτου δρόμου» των Μπλερ και Κλίντον μπορούσαν να κερδίσουν εκλογικές πλειοψηφίες εντασσόμενα σαν soft σοσιαλφιλελεύθερες παραλλαγές, μέσα στο γενικότερο κλίμα που είχε δημιουργήσει η τότε νεοφιλελεύθερη ηγεμονία. Σήμερα οι προοδευτικές φιλοευρωπαϊκές δυνάμεις σοσιαλδημοκρατικές, φιλελεύθερες, κεντροδεξιές ή αριστερές, είναι υποχρεωμένες να διεκδικούν την εκλογική πλειοψηφία σε κοινωνίες που έχουν έντονα χάσματα μεταξύ μεσαίων και λαϊκών στρωμάτων, αποκλίνουσες προοπτικές ζωής, σε μια ιδεολογική ατμόσφαιρα που βαρύνεται από τον εθνικισμό, τον ευρωσκεπτικισμό και τη μισαλλοδοξία» [...]
Xωρίς κάποια απάντηση στο αίσθημα της οικονομικής ανασφάλειας με πολιτικές στήριξης της απασχόλησης και της κοινωνικής προστασίας, για όσους χάνουν ή αισθάνονται ότι χάνουν το τρένο της παγκοσμιοποίησης, οι εθνικολαϊκισμοί θα φαντάζουν σαν οι μόνες εναλλακτικές λύσεις. Δεν βρισκόμαστε πια στη δεκαετία του 1990 όπου τα κόμματα του «τρίτου δρόμου» των Μπλερ και Κλίντον μπορούσαν να κερδίσουν εκλογικές πλειοψηφίες εντασσόμενα σαν soft σοσιαλφιλελεύθερες παραλλαγές, μέσα στο γενικότερο κλίμα που είχε δημιουργήσει η τότε νεοφιλελεύθερη ηγεμονία. Σήμερα οι προοδευτικές φιλοευρωπαϊκές δυνάμεις σοσιαλδημοκρατικές, φιλελεύθερες, κεντροδεξιές ή αριστερές, είναι υποχρεωμένες να διεκδικούν την εκλογική πλειοψηφία σε κοινωνίες που έχουν έντονα χάσματα μεταξύ μεσαίων και λαϊκών στρωμάτων, αποκλίνουσες προοπτικές ζωής, σε μια ιδεολογική ατμόσφαιρα που βαρύνεται από τον εθνικισμό, τον ευρωσκεπτικισμό και τη μισαλλοδοξία» [...]
Πρώτα τα καλά νέα. Η Γαλλία, από ό,τι φαίνεται, θα προστεθεί αύριο στη σειρά των χωρών που ανακόπτουν την άνοδο των λαϊκιστών στην εξουσία. Η Γερμανία που ακολουθεί έχει διατηρήσει έτσι και αλλιώς την πολιτική της σταθερότητα. Αυτό το σκηνικό θα ευνοήσει στις προβλεπόμενες για τις αρχές του 2018 ιταλικές εκλογές, το Δημοκρατικό Κόμμα το οποίο ανασυγκροτείται υπό τον Ρέντσι. Έτσι, στο άμεσο μέλλον φιλοευρωπαϊκές κυβερνήσεις στη Γερμανία, τη Γαλλία, την Ιταλία και την Ισπανία, θα έχουν την ευκαιρία να δείξουν στους ευρωπαίους πολίτες αν είναι σε θέση να καταφέρουν κάτι καλύτερο. Τώρα τα κακά νέα. Η Μαρίν Λεπέν θα κινηθεί από όσο φαίνεται κοντά στο 40 %. Ο πατέρας της δεκαπέντε χρόνια πριν είχε φτάσει στο 18 %. Τότε η υπόλοιπη Γαλλία είχε φρίξει, τώρα δεν τρέχει τίποτα. Η πολιτική απομόνωση της Ακροδεξιάς τέλειωσε, το «αντιφασιστικό κεκτημένο» αποτελεί παρελθόν, ο «δαίμονας» έγινε σαν όλους τους άλλους, χωρίς να αλλάξει ουσιαστικά.
Τζιόρτζιο Ντε Κίρικο: Το Ιερό Ψάρι (1919) - Η Ανασφάλεια του Ποιητή (1913) |
Η Γαλλία με όλο το ιστορικό βάρος που έχει στους πολιτικούς συμβολισμούς της Νεωτερικότητας, προσφέρει άλλη μια απόδειξη της νέας εποχής που διανύουμε. Οι μεταβολές που έχουν συσσωρευτεί στο οικονομικό, κοινωνικό και ιδεολογικό επίπεδο, αντικατοπτρίζονται ευθέως στα εθνικά κομματικά συστήματα και στις δυναμικές του κομματικού ανταγωνισμού. Κόμματα που πρωταγωνίστηκαν στην μεταπολεμική Ευρώπη υποχωρούν, αλλού πολύ αλλού λιγότερο. Ο εθνικοκολαϊκισμός και ο ευρωσκεπτικισμός διαχέονται απειλώντας το «ευρωπαϊκό σχέδιο». Τα ακροδεξιά κόμματα ενισχύονται μεταβάλλοντας τα εθνικά πολιτικά τοπία και την ευρωπαϊκή ατζέντα. Καρπώνονται τη δυσαρέσκεια χωρίς να προσφέρουν πραγματικές διεξόδους. Διακηρύσσουν την εθνική αναδίπλωση προβάλλοντας μια ιδέα του Έθνους που διχάζει αντί να ενσωματώνει, που εκβαρβαρίζει τα ήθη και τον λόγο.
Από την άλλη, οι ποικίλες Αριστερές δοκιμάζονται σκληρά. Οι γαλλικές προεδρικές εκλογές ήταν και εδώ χαρακτηριστικές. Μετά από μια ανούσια προεδρική θητεία, οι σοσιαλιστές αναζήτησαν την «αριστερή ψυχή» τους και πρότειναν έναν αδύναμο υποψήφιο. Ήταν μια επιφανειακή «αριστερή στροφή» χωρίς στρατηγικό βάθος κι έτσι η εκλογική τους βάση σκόρπισε προς δύο αντίθετες κατευθύνσεις. Η μία ενίσχυσε τον Μελανσόν και τη λεγόμενη ριζοσπαστική Αριστερά. Μια Αριστερά που αναπαράγει τον παραδοσιακό αντικαπιταλιστικό και αντιπαγκοσμιοποιητικό λόγο μέσα όμως σε ένα ιστορικό πλαίσιο που δεν περιλαμβάνει την προοπτική της Επανάστασης και της κοινωνικής ανατροπής. Μια Αριστερά «ούτε-ούτε». Ούτε επανάσταση, ούτε μεταρρύθμιση. Αυτό που μένει λοιπόν είναι η διαμαρτυρία, συμπληρωμένη ίσως με την αναπόληση «των τριάντα ένδοξων χρόνων», την εποχή δηλαδή της ραγδαίας μεταπολεμικής ανάπτυξης και του εθνικού κρατικού παρεμβατισμού. Ο εθνικολαϊκισμός καταλήγει να είναι το βασικό στοιχείο της φυσιογνωμίας αυτής της αριστεράς στην παρούσα φάση. Ένας αριστερός εθνικολαϊκισμός που υποτάσσεται όμως στην ηγεμονία του ακροδεξιού ή συντηρητικού εθνικολαϊκισμού. Κατά τούτο, οι ίσες αποστάσεις που κρατά μεγάλο μέρος των οπαδών του Μελανσόν έναντι της Λεπέν και του Μακρόν δεν είναι ίδιο με την παλαιά γραμμή του «σοσιαλφασισμού» των κομμουνιστικών κομμάτων του Μεσοπολέμου που εξίσωναν τον ναζισμό με τη σοσιαλδημοκρατία. Τότε ήταν ένα λάθος που πήγαζε από την ανάγκη αυτονομίας ενός αναδυόμενου διεθνούς κινήματος. Τώρα δεν πρόκειται για λάθος, αλλά για συνέπεια της όσμωσης των δύο εθνικολαϊκισμών, και της κοινής τους εχθρότητας προς την «Ευρώπη».
Τζιόρτζιο Ντε Κίρικο: Μαθηματικά |
Η δεύτερη κατεύθυνση προς την οποία έφυγε η εκλογική βάση των σοσιαλιστών ήταν ο Μακρόν. Σε αντίθεση με την ενοχική αναζήτηση της χαμένης «αριστερής ψυχής», και αρνούμενος να «φλερτάρει» με την ατζέντα της ακροδεξιάς, διατύπωσε έναν προοδευτικό φιλοευρωπαϊκό πολιτικό λόγο, και τον υπερασπίστηκε ακομπλεξάριστα με το πάθος και την αποφασιστικότητα που ώς τότε είχαν μόνο οι λαϊκιστές. Κατά τούτο η επικράτησή του ξεπερνά τον γαλλικό ορίζοντα, καθόσον θέτει ουσιώδη ερωτήματα για την «προοδευτική πολιτική» ως απάντηση στους λαϊκισμούς.
Το ισχυρό χαρτί του λόγου του Μακρόν και το κριτήριο για τη μελλοντική επιτυχία του, είναι το βάρος που έδωσε στην αναζωογόνηση της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Είναι σαφές πλέον ότι καμμία μεταρρυθμιστική φιλοευρωπαϊκή εθνική κυβέρνηση δεν πρόκειται να αντέξει μέσα σε ένα κλίμα αυξανόμενου ευρωσκεπτικισμού το οποίο τροφοδοτεί τους κήρυκες της εθνικής αναδίπλωσης. Ή η Ευρώπη θα λειτουργήσει και πάλι ελκτικά προς τους πολίτες των κρατών-μελών ή οι πολιτικές δυνάμεις που την υπερασπίζονται θα συρρικνώνονται σε έναν απονευρωμένο μεσαίο χώρο, φιλελεύθερο και σοσιαλδημοκρατικό, που θα χάνει και προς τα δύο άκρα. Έχουμε δει το έργο στον Μεσοπόλεμο. Αν η Λεπέν δεν κέρδισε τώρα, μια άλλη Λεπέν θα κερδίσει αργότερα. Η Γαλλία μετά την Κυριακή θέτει ξανά το ευρωπαϊκό στοίχημα και ταυτόχρονα φέρνει σε πρώτο πλάνο την ευθύνη της Γερμανίας για την πορεία της Ευρώπης.
Τζιόρτζιο Ντε Κίρικο: Πλατεία |
Η ανάγκη επανενεργοποίησης της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης είναι ο ιδιαίτερος τρόπος με τον οποίο τίθεται στην Ευρώπη το ζήτημα του ελέγχου της παγκοσμιοποίησης, το οποίο έχει έρθει με έμφαση στη διεθνή ημερήσια διάταξη. Η επέλαση των λαϊκισμών δεν οφείλεται μόνο στην οικονομική ανασφάλεια που χαρακτηρίζει τις σημερινές μεταβιομηχανικές κοινωνίες. Τροφοδοτείται παράλληλα από αυτόνομες πολιτισμικές μεταβολές που έχουν οδηγήσει ευρέα τμήματα των κοινωνιών να αντιτίθενται στις αξίες του φιλελευθερισμού, της ανεκτικότητας και της δημοκρατίας. Όμως χωρίς κάποια απάντηση στο αίσθημα της οικονομικής ανασφάλειας με πολιτικές στήριξης της απασχόλησης και της κοινωνικής προστασίας, για όσους χάνουν ή αισθάνονται ότι χάνουν το τρένο της παγκοσμιοποίησης, οι εθνικολαϊκισμοί θα φαντάζουν σαν οι μόνες εναλλακτικές λύσεις. Δεν βρισκόμαστε πια στη δεκαετία του 1990 όπου τα κόμματα του «τρίτου δρόμου» των Μπλερ και Κλίντον μπορούσαν να κερδίσουν εκλογικές πλειοψηφίες εντασσόμενα σαν soft σοσιαλφιλελεύθερες παραλλαγές, μέσα στο γενικότερο κλίμα που είχε δημιουργήσει η τότε νεοφιλελεύθερη ηγεμονία. Σήμερα οι προοδευτικές φιλοευρωπαϊκές δυνάμεις σοσιαλδημοκρατικές, φιλελεύθερες, κεντροδεξιές ή αριστερές, είναι υποχρεωμένες να διεκδικούν την εκλογική πλειοψηφία σε κοινωνίες που έχουν έντονα χάσματα μεταξύ μεσαίων και λαϊκών στρωμάτων, αποκλίνουσες προοπτικές ζωής, σε μια ιδεολογική ατμόσφαιρα που βαρύνεται από τον εθνικισμό, τον ευρωσκεπτικισμό και τη μισαλλοδοξία. Μόνο ισχυρές μεταρρυθμιστικές πρωτοβουλίες που θα απαντούν πειστικά στη νέα πραγματικότητα μπορούν να αντιστρέψουν σταθερά το παιχνίδι και να αφαιρέσουν το έδαφος κάτω από τα πόδια των λαϊκιστών. Αλλιώς, οι φιλοευρωπαϊκές δυνάμεις θα θεωρούνται εκφραστές του status quo και οι ποικιλώνυμοι λαϊκισμοί φορείς της αλλαγής.
Συμπέρασμα; Η επέλαση των ποικίλων λαϊκισμών προς την εξουσία που μετά το Brexit και τον Τραμπ φαινόταν μοιραία, τώρα ανακόπτεται. Οι κοινωνίες επιστρατεύουν μια δημοκρατική συνείδηση που αποδεικνύεται ακόμα πλειοψηφική. Σαν ο εθνικολαϊκισμός και η άκρα Δεξιά να ενσαρκώνουν έναν απαραίτητο Εχθρό που ενεργοποιεί τα αμυντικά ανακλαστικά της δημοκρατικής κοινής γνώμης. Όμως η δημοκρατική αντεπίθεση είναι ακόμα αβέβαιη. Χωρίς μια ουσιαστική στροφή πολιτικής και προγράμματος στο εθνικό και στο ευρωπαϊκό επίπεδο, η όποια Λεπέν θα στέκει ante portas.
Να ανοίξουμε το «μαύρο κουτί» του λαϊκισμού. Απόκλιση καπιταλισμού - δημοκρατίας και η επιστροφή των εθνικισμών
Με όλο και πιο σαφείς τις ενδείξεις της «αλλαγής εποχής» που σκιαγραφεί ο Γ. Βούλγαρης, μια κριτική εκ νέου ανάγνωση των έργων του Νίκου Πουλαντζά για την πολιτική εξουσία, για την φύση και την κρίση του κράτους, για τα πολιτικά κόμματα, αλλά και για τις κοινωνικές τάξεις στους ώριμους κεφαλαιοκρατικούς κοινωνικούς σχηματισμούς, θα μπορούσε να δώσει χρήσιμα ερεθίσματα. Εκτός των άλλων, άν επικεντρωθούμε στην ουσία τους, είναι εντυπωσιακά φανερά τα πολλά κοινά σημεία των επιχειρημάτων του Πουλαντζά με κριτικές-«λειτουργιστικές» αναλύσεις για το κράτος, τα κόμματα, την πολιτική εξουσία και τις κρίσεις τους, όπως λόγου χάρη οι εργασίες του Claus Offe, πράγμα που έχει επισημανθεί σπό πολλούς μελετητές.
Η νεότερη, μνημειώδης συγκριτική διερεύνηση των λειτουργικών τρόπων, των θεσμικών προσανατολισμών και των πολιτικών ικανοτήτων του κράτους από τους Daron Acemoglu και James A. Robinson, Why Nations Fail: The Origins of Power, Prosperity, and Poverty (ελληνική έκδοση: Γιατί αποτυγχάνουν τα έθνη - Οι καταβολές της ισχύος, της ευημερίας και της φτώχειας, 2013) ξαναφέρνει στη συζήτηση, με διαφορετικό τρόπο και υπό άλλη οπτική γωνία, πολλά από τα επιχειρήματα του Πουλαντζά και πολλές από τις πιό συγκεκριμένες θέσεις του Κλάους Όφφε, υπό το φως των εμπειρικών στοιχείων και της πραγματικής ιστορικής εμπειρίας.
Ο Γιάννης Βούλγαρης είναι καθηγητής στο Tμήμα Πολιτικής Επιστήμης & Ιστορίας του Παντείου Πανεπιστημίου. Διδάσκει Πολιτική Επιστήμη, Σύγχρονη Ελληνική Πολιτική και Πολιτική Κοινωνιολογία της μεταπολεμικής Δύσης. Είναι Διευθυντής του Κέντρου Πολιτικών Ερευνών του Τμήματος Πολιτικής Επιστήμης & Ιστορίας. Τα επιστημονικά ενδιαφέροντά του αφορούν στην Πολιτική και Ιστορική Κοινωνιολογία, στην Παγκοσμιοποίηση, στην Πολιτική θεωρία και στη Σύγχρονη Ελληνική Πολιτική. Αρθρογραφεί τακτικά στον Τύπο.
Μετά την Κρίση, άρθρα του Γ. Βούλγαρη:
Να ανοίξουμε το «μαύρο κουτί» του λαϊκισμού. Απόκλιση καπιταλισμού - δημοκρατίας και η επιστροφή των εθνικισμών
Μια υπενθύμιση:
Το έργο του Νίκου Πουλαντζά για το κράτος και την πολιτική εξουσία
Με όλο και πιο σαφείς τις ενδείξεις της «αλλαγής εποχής» που σκιαγραφεί ο Γ. Βούλγαρης, μια κριτική εκ νέου ανάγνωση των έργων του Νίκου Πουλαντζά για την πολιτική εξουσία, για την φύση και την κρίση του κράτους, για τα πολιτικά κόμματα, αλλά και για τις κοινωνικές τάξεις στους ώριμους κεφαλαιοκρατικούς κοινωνικούς σχηματισμούς, θα μπορούσε να δώσει χρήσιμα ερεθίσματα. Εκτός των άλλων, άν επικεντρωθούμε στην ουσία τους, είναι εντυπωσιακά φανερά τα πολλά κοινά σημεία των επιχειρημάτων του Πουλαντζά με κριτικές-«λειτουργιστικές» αναλύσεις για το κράτος, τα κόμματα, την πολιτική εξουσία και τις κρίσεις τους, όπως λόγου χάρη οι εργασίες του Claus Offe, πράγμα που έχει επισημανθεί σπό πολλούς μελετητές.
Η νεότερη, μνημειώδης συγκριτική διερεύνηση των λειτουργικών τρόπων, των θεσμικών προσανατολισμών και των πολιτικών ικανοτήτων του κράτους από τους Daron Acemoglu και James A. Robinson, Why Nations Fail: The Origins of Power, Prosperity, and Poverty (ελληνική έκδοση: Γιατί αποτυγχάνουν τα έθνη - Οι καταβολές της ισχύος, της ευημερίας και της φτώχειας, 2013) ξαναφέρνει στη συζήτηση, με διαφορετικό τρόπο και υπό άλλη οπτική γωνία, πολλά από τα επιχειρήματα του Πουλαντζά και πολλές από τις πιό συγκεκριμένες θέσεις του Κλάους Όφφε, υπό το φως των εμπειρικών στοιχείων και της πραγματικής ιστορικής εμπειρίας.
Γ. Ρ.
Claus Offe: Disorganized Capitalism, Modernity and the State, Contrdictions of the Welfare State (έργα του στο MIT Press) |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου