© New Left Review - Wolfgang Streeck: The return of the repressed, NLR 104, Mar.-Apr. 2017, pdf ←
Συμμετέχοντας στην πολιτισμική απαισιοδοξία που γινόταν όλο και πιό έντονη στις αρχές του 20ού αιώνα, στο τέλος του περίφημου βιβλίου του «Η Προτεσταντική Ηθική και το Πνεύμα του Καπιταλισμού» (1904), o Μαξ Βέμπερ έβγαζε το μελαγχολικό συμπέρασμα ότι η αιώνια μοίρα του ανθρώπου θα είναι να ζει φυλακισμένος μέσα στο «ατσάλινο κλουβί» του όψιμου, απολιθωμένου κεφαλαιοκρατικού συστήματος· και μάλιστα, αυτοί οι κατά τον Βέμπερ «τελευταίοι άνθρωποι», ίσως θα οπισθοδρομήσουν σε μια πολιτισμική κατάσταση «χωρίς καρδιά και πνεύμα», έγκλειστες «ασημαντότητες, που θα φαντάζονται κιόλας πως υψώθηκαν σ’ ένα επίπεδο του ανθρώπινου πολιτισμού στο οποίο κανείς δεν έφτασε προηγουμένως».
Όπως ο Μαξ Βέμπερ το 1904, ο Βόλφγκανγκ Στρέεκ συμμετέχει τώρα στον νέο πολιτισμικό πεσιμισμό των αρχών του 21ου αιώνα. Βλέπει (και ελλείψει καλύτερης εναλλακτικής λύσης, αποδέχεται και εγκρίνει) ως ορατό μέλλον των δυτικών κοινωνιών την οπισθοδρόμηση σ' αυτό που «επιλέγουν ρεαλιστικά» οι «παραδοσιακοί» των κοινωνιών αυτών: «Στη δημοκρατία του εθνικού κράτους, όσο ατελής κι αν είναι, έναντι της φαντασίωσης μιας δημοκρατικής παγκόσμιας κοινωνίας». Μολονότι το συμπέρασμά του είναι σκοτεινό και η πρόταση του Στρέεκ για διαχείριση της νόσου, όταν γίνεται συγκεκριμένη, είναι λόγια παρηγοριάς που αρέσουν στον άρρωστο και γιατροσόφια με επικίνδυνες παρενέργειες, ωστόσο μερικές από τις διαγνώσεις του για την σημερινή νοσηρή κατάσταση των κοινωνιών της Δύσης είναι ακριβέστατες και πολύτιμες, αντάξιες της ευκρίνειας και της οξείας όρασης των κοινωνιολογικών αναλύσεων του Μαξ Βέμπερ.
Σε τελευταία ανάλυση, όπως συνέβη τότε (με ατυχή έκβαση, τον καταστροφικό Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο και όσα ακολούθησαν), έτσι και τώρα, η διάψευση ή επαλήθευση αυτής της πολιτισμικής απαισιοδοξίας επαφίεται στο πώς θα δράσουν οι πολίτες στις χώρες της Ευρώπης, ιδίως στις πιο μεγάλες· ίσως και σε λίγη βοήθεια από την «πανουργία του Λόγου» και της ιστορίας, που έλεγε ο Χέγκελ.
Γ. Ρ.
Ο νεοφιλελευθερισμός μάς ήρθε μαζί με την παγκοσμιοποίηση ή, αλλιώς, η παγκοσμιοποίηση μάς ήρθε μαζί με τον νεοφιλελευθερισμό. Έτσι άρχισε η Μεγάλη Οπισθοδρόμηση [1]. Στη δεκαετία του 1970, στα βιομηχανικά
εθνικά κράτη, τα ξαναχτισμένα μετά τον πόλεμο, το κεφάλαιο άρχισε να χαράζει τον δρόμο του για να ξεφύγει από την υποταγή στο εθνικό κράτος, στην οποία είχε εξαναγκαστεί να περάσει τις δεκαετίες μετά το 1945 [2]. Είχε έρθει η
ώρα να αποχαιρετήσει τις σφιχτές, αυστηρά ρυθμισμένες αγορές εργασίας, την στάσιμη παραγωγικότητα, την πτωτική τάση στα κέρδη του και τις
ολοένα πιο επιθετικές απαιτήσεις των συνδικάτων σε συνθήκες ώριμου καπιταλισμού υπό την διαχείριση του κράτους. Αυτό που πάντα είναι στην καρδιά του κεφαλαίου,
ο δρόμος προς το μέλλον, προς μια νέα επέκταση, το οδηγούσε προς τα έξω, προς τον κόσμο μιας παγκόσμιας οικονομίας
χωρίς σύνορα, που ήταν ακόμη ευχάριστα ανεξέλεγκτος. Στον κόσμο αυτό, δεν θα ήταν πια οι αγορές «κλειδωμένες» μέσα στα εθνικά
κράτη, αλλά αντίθετα, τα κράτη θα «κλειδώνονταν» μέσα στις αγορές.
Την νεοφιλελεύθερη στροφή την καθοδήγησε μια νέα θεά, γνωστή με τα αρχικά tina: There Is No Alternative. Ο μακρύς κατάλογος των αρχιερέων και αρχι-ιερειών της εκτείνεται από την Μάργκαρετ Θάτσερ μέχρι και την Άνγκελα Μέρκελ, περνώντας από τον Τόνι Μπλερ. Όποιος
επιθυμούσε να υπηρετήσει την θεά, με την συνοδεία της επίσημης χορωδίας
των ενωμένων οικονομολόγων του κόσμου, ήταν υποχρεωμένος να αναγνωρίσει την διαφυγή
του κεφαλαίου από τους εθνικούς του κλωβούς ως κάτι αναπόφευκτο και ωφέλιμο και έπρεπε να δεσμευθεί ότι θα βοηθήσει να ξεκαθαριστούν όλα τα εμπόδια σ΄ αυτόν τον δρόμο του. Παγανιστικές ή αιρετικές πρακτικές, όπως οι έλεγχοι των κινήσεων κεφαλαίων, οι κρατικές ενισχύσεις και άλλες, ήταν υποχρεωτικό να εντοπιστούν και να εξαλειφθούν. Κανείς δεν θα είχε πιά την ελευθερία να ξεφύγει από τον «παγκόσμιο ανταγωνισμό»
και να ξαναβουλιάξει στα άνετα μαξιλάρια των εθνικών προστατευτισμών της όποιας
μορφής. Ήταν υποχρεωτικό να ανοίξουν οι αγορές και να προστατεθυούν από κρατικές παρεμβάσεις με τη βοήθεια συμφωνιών ελευθέρων συναλλαγών· ήταν υποχρεωτικό οι εθνικές κυβερνήσεις να αντικατασταθούν από μια παγκόσμια διακυβέρνηση, η προστασία από την
εμπορευματοποίηση να αντικατασταθεί από τη διευκόλυνση της
εμπορευματοποίησης και το κράτος πρόνοιας να παραχωρήσει τη θέση του στο ανταγωνιστικό κράτος μιας νέας εποχής καπιταλιστικού εξορθολογισμού [3]
© Krell Laboratories, The Return of the Repressed |
Το αργότερο στα τέλη της δεκαετίας του 1980, ο νεοφιλελευθερισμός είχε
γίνει η pensée unique τόσο της Κεντροαριστεράς όσο και της Κεντροδεξιάς. Οι παλαιές πολιτικές αντιπαραθέσεις θεωρήθηκαν ξεπερασμένες. Η
προσοχή επικεντρώθηκε τώρα στις «μεταρρυθμίσεις» τις αναγκαίες για
να αυξηθεί η εθνική «ανταγωνιστικότητα»· οι μεταρρυθμίσεις αυτές
ήταν παντού οι ίδιες. Σ' αυτές περιλαμβάνονταν
πιο ευέλικτες αγορές εργασίας, βελτιωμένα «κίνητρα» (κίνητρα θετικά για τα ανώτατα επίπεδα της κλίμακας των εισοδημάτων και αρνητικά για τα κατώτατα),
ιδιωτικοποιήσεις και έκθεση κάθε επιχείρησης ή υπηρεσίας στις δυνάμεις των αγορών ως όπλα στον ανταγωνισμό για προσέλκυση επενδύσεων και για μείωση του κόστους, αλλά και ως «δοκιμασία του σθένους και της αντοχής». Η [κοινωνική και πολιτική] σύγκρουση για την διανομή του οικονομικού προιόντος αντικαταστάθηκε από μια τεχνοκρατική αναζήτηση του οικονομικά αναγκαίου και μοναδικού εφικτού. Έγινε υποχρεωτικό, τα θεσμικά όργανα, οι πολιτικές και οι τρόποι ζωής να προσαρμοστούν στο σκοπό αυτό. Ως επακόλουθο όλων αυτών, τα
πολιτικά κόμματα συρρικνώθηκαν, αποσύρθηκαν στον μηχανισμό του κράτους ως
«κόμματα καρτέλ» [4], ο αριθμός των μελών τους περιορίζονταν διαρκώς, όπως και η συμμετοχή των πολιτών στις εκλογές, και μάλιστα δυσανάλογα πολύ στο κατώτερο άκρο της
κοινωνικής κλίμακας. Με αρχή τη δεκαετία του 1980, αυτά συνοδεύτηκαν από την κατάρρευση των συνδικαλιστικών οργανώσεων, σε συνδυασμό με δραματική πτώση της
απεργιακής δραστηριότητας παγκοσμίως· με άλλα λόγια, όλα αυτά δηλώνουν ότι στο
ευρύτερο δυνατό μέτωπο ολόκληρου του μεταπολεμικού μηχανισμού
δημοκρατικής συμμετοχής και αναδιανομής συνέβη απόσυρση των πολιτών. Όλα αυτά συνέβησαν με αργό αλλά αυξανόμενο ρυθμό και με ποιοτική εξέλιξη, καθώς αυξάνονταν η εμπιστοσύνη στην νέα «κανονικότητα» των πραγμάτων.
Ως
διαδικασία θεσμικής και πολιτικής οπισθοδρόμησης, η νεοφιλελεύθερη
επανάσταση εγκαινίασε μια νέα εποχή πολιτικής της μετα-πραγματικότητας [5]
Αυτό έγινε αναγκαίο, διότι η νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση απείχε
πολύ από την επίτευξη της ευημερίας για όλους που είχε υποσχεθεί [6]. Μετά τον πληθωρισμό της δεκαετίας του 1970 και την ανεργία που ήρθε μαζί με την
σκληρή καταπολέμησή του, ακολούθησε η αύξηση του δημόσιου χρέους στη
δεκαετία του 1980 και η αποκατάσταση των δημοσιονομικών με
«μεταρρυθμίσεις» του κράτους πρόνοιας στη δεκαετία του 1990. Στη συνέχεια, ως αποζημίωση γι' αυτά,
ανοίχτηκαν γενναιόδωρες δυνατότητες και ευκαιρίες στα ιδιωτικά νοικοκυριά να αποκτήσουν πρόσβαση σε πιστώσεις και να χρεωθούν. Ταυτόχρονα, μειώθηκαν οι ρυθμοί ανάπτυξης των οικονομιών, μολονότι (ή επειδή) η ανισότητα και το συνολικό χρέος συνέχισαν να αυξάνονται. Αντί
για το φαινόμενο της σταγόνας που γεμίζει με υπερχείλιση και τα «χαμηλότερα ποτήρια» (trickle-down), συνέβη το πιο χυδαίο trickle-up: Όλο και μεγαλύτερη
εισοδηματική ανισότητα μεταξύ ατόμων, οικογενειών, περιφερειών και, στη ζώνη του ευρώ, μεταξύ εθνικών κρατών.
Στην πραγματικότητα, η οικονομία των υπηρεσιών και η κοινωνία της γνώσης που μας είχαν υποσχεθεί, αποδείχθηκε μικρότερη από τη βιομηχανική κοινωνία, η οποία εξαφανιζόταν με μεγάλη ταχύτητα. Το επακόλουθο ήταν η συνεχής αύξηση του αριθμού των ανθρώπων που δεν είναι πιά «χρήσιμοι». Αυτός ο πλεονασματικός πληθυσμός ενός αναζωογονημένου καπιταλισμού εν εξελίξει, παρακολουθούσε αβοήθητος και ανενημέρωτως τη μετατροπή του κράτους που χρηματοδοτείται από φορολογικά έσοδα (tax state) σε κράτος που χρηματοδοτείται από δανεισμό (debt state) και τελικά σε κράτος της δημοσιονομικής εξυγίανσης (consolidation state)· παρακολουθούσε επίσης τις χρηματοπιστωτικές κρίσεις και τα επακόλουθα προγράμματα διάσωσης, ως αποτέλεσμα των οποίων βρισκόταν σε όλο και πιό χειρότερη κατάσταση [7]. Η «παγκόσμια διακυβέρνηση» δεν βοηθούσε· ούτε το εθνικό δημοκρατικό κράτος, που είχε αποσυνδεθεί από την καπιταλιστική οικονομία για χάρη της παγκοσμιοποίησης. Για να διασφαλιστεί ότι αυτά δεν θα γινόταν απειλητικά για τον Γενναίο Νέο Κόσμο του νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού, χρειάστηκαν περίπλοκες μέθοδοι για να εξασφαλιστεί η λαϊκή συγκατάθεση και να αποδιοργανωθούν όσοι θα ήθελαν να αντισταθούν. Και οι τεχνικές που αναπτύχθηκαν για το σκοπό αυτό, αποδείχθηκαν πράγματι εντυπωσιακά αποτελεσματικές σε πρώτη φάση.
Στην πραγματικότητα, η οικονομία των υπηρεσιών και η κοινωνία της γνώσης που μας είχαν υποσχεθεί, αποδείχθηκε μικρότερη από τη βιομηχανική κοινωνία, η οποία εξαφανιζόταν με μεγάλη ταχύτητα. Το επακόλουθο ήταν η συνεχής αύξηση του αριθμού των ανθρώπων που δεν είναι πιά «χρήσιμοι». Αυτός ο πλεονασματικός πληθυσμός ενός αναζωογονημένου καπιταλισμού εν εξελίξει, παρακολουθούσε αβοήθητος και ανενημέρωτως τη μετατροπή του κράτους που χρηματοδοτείται από φορολογικά έσοδα (tax state) σε κράτος που χρηματοδοτείται από δανεισμό (debt state) και τελικά σε κράτος της δημοσιονομικής εξυγίανσης (consolidation state)· παρακολουθούσε επίσης τις χρηματοπιστωτικές κρίσεις και τα επακόλουθα προγράμματα διάσωσης, ως αποτέλεσμα των οποίων βρισκόταν σε όλο και πιό χειρότερη κατάσταση [7]. Η «παγκόσμια διακυβέρνηση» δεν βοηθούσε· ούτε το εθνικό δημοκρατικό κράτος, που είχε αποσυνδεθεί από την καπιταλιστική οικονομία για χάρη της παγκοσμιοποίησης. Για να διασφαλιστεί ότι αυτά δεν θα γινόταν απειλητικά για τον Γενναίο Νέο Κόσμο του νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού, χρειάστηκαν περίπλοκες μέθοδοι για να εξασφαλιστεί η λαϊκή συγκατάθεση και να αποδιοργανωθούν όσοι θα ήθελαν να αντισταθούν. Και οι τεχνικές που αναπτύχθηκαν για το σκοπό αυτό, αποδείχθηκαν πράγματι εντυπωσιακά αποτελεσματικές σε πρώτη φάση.
Η εποχή της «μετα-πραγματικότητας»
Τα ψέματα, ακόμη και τα κραυγαλέα ψέματα, πάντα υπήρχαν στην πολιτική. Ας σκεφτούμε μόνον την παρουσίαση σε PowerPoint του Κόλιν Πάουελ (Colin Powell), Υπουργού Εξωτερικών των ΗΠΑ επί Τζωρτζ Μπους του Νεώτερου στο
Συμβούλιο Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών, με τις αεροφωτογραφίες του που
αποδείκνυαν την ύπαρξη όπλων μαζικής καταστροφής στο Ιράκ. Όσον
αφορά τη Γερμανία, θυμόμαστε πάντα έναν [αποθανόντα] υπουργό Άμυνας, το όνομα του οποίου είναι πολύ σεβαστό μέχρι σήμερα ως Σοσιαλδημοκράτη της
παλαιάς σχολής [Peter Struck], ο οποίος είχε ισχυριστεί ότι τα γερμανικά στρατεύματα που
στάλθηκαν στο Αφγανιστάν με την προτροπή των ΗΠΑ υπερασπίζονταν «στα βουνά του Χίντου Κους» την ασφάλεια της Γερμανίας. Ωστόσο,
με την νεοφιλελεύθερη επανάσταση και την μετάβαση στην συνακόλουθή της «μεταδημοκρατία»
[8], γεννιέται ένα νέο είδος πολιτικής απάτης, τα
ψεύδη των ειδημόνων. Αυτό ξεκίνησε
με την Καμπύλη Laffer, η οποία χρησιμοποιήθηκε για να αποδειχθεί
επιστημονικά ότι οι μειώσεις στους ανώτερους φορολογικούς συντελεστές συνεπάγονται υψηλότερες
φορολογικές εισπράξεις [9].
Καμπύλη Laffer με 70 % σημείο μεγιστοποίησης φορολογικών εσόδων και φορολογικοί συντελεστές για τα ανώτατα επίπεδα εισοδημάτων στις ΗΠΑ τα τελευταία 70 χρόνια |
Ακολούθησε, μεταξύ άλλων, η έκθεση Cecchini (1988) της
Ευρωπαϊκής Επιτροπής, η οποία ως ανταμοιβή για την «ολοκλήρωση της
εσωτερικής αγοράς» που είχε προγραμματιστεί για το 1992, υποσχέθηκε
στους πολίτες της Ευρώπης αύξηση της ευημερίας της
τάξης του 5 % του ΑΕΠ της Ευρωπαϊκής Ένωσης, μείωση κατά 6 % κατά μέσο όρο της
τιμής των καταναλωτικών αγαθών, καθώς επίσης εκατομμύρια νέες θέσεις
εργασίας και βελτίωση των δημόσιων οικονομικών κατά 2,2 % του ΑΕΠ της ΕΕ. Στις ΗΠΑ, οικονομικοί εμπειρογνώμονες όπως οι Μπερνάνκι (Bernanke), Γκρίνσπαν (Greenspan) και
Σάμμερς (Summers) συμφωνούσαν τότε ότι οι προφυλάξεις που λάμβαναν από μόνοι τους οι ορθολογικοί
επενδυτές, για δικό τους συμφέρον και για δικό τους λογαριασμό ήταν επαρκείς για να
σταθεροποιηθούν οι ολοένα πιο «ελεύθερες» και ολοένα πιο
παγκόσμιες χρηματοπιστωτικές αγορές. Δεν χρειαζόταν λοιπόν να αναλάβουν δράση οι κυβερνητικές υπηρεσίες για να εμποδίσουν τις φούσκες να παραφουσκώσουν, εκτός των άλλων και επειδή τώρα πιά έχουν μάθει πώς να
εξαλείψουν ανώδυνα τις συνέπειες, ακόμη και αν οι φούσκες επρόκειτο να σκάσουν.
Την ίδια εποχή,
οι «αφηγήσεις» [10] που διέδιδαν τα καθιερωμένα κόμματα, οι
κυβερνήσεις και οι ειδήμονες της διαφήμισης, καθώς και οι συνακόλουθες αποφάσεις και μη
αποφάσεις, γινόταν ολοένα και πιο παράλογες. Η
διείσδυση πρώην και επόμενων διαχειριστών της Goldman Sachs στους μηχανισμούς διακυβέρνησης συνεχίστηκε με ταχείς ρυθμούς ως
αναγνώριση της απαραίτητης τεχνογνωσίας τους, λες και δεν είχε αλλάξει
τίποτε. Αρκετά χρόνια αργότερα, στη διάρκεια των οποίων κανείς από τους
διαχειριστές τραπεζών που είχαν την ευθύνη για την καταστροφή του 2008 δεν κλήθηκε ενώπιον της δικαιοσύνης, ο Eric
Holder, γενικός εισαγγελέας του Ομπάμα, επέστρεψε στη δικηγορική εταιρεία της Νέας Υόρκης από την οποία
είχε έρθει, και η οποία ειδικεύεται στην νομική αντιπροσώπευση και υπεράσπιση χρηματοπιστωτικών εταιρειών όταν υπόκεινται σε ελέγχους από τις κυβερνητικές υπηρεσίες - και σε έναν πριγκιπικό μισθό εκατομμυρίων δολαρίων. Η δε Χίλαρι Κλίντον, η οποία, μαζί με τον σύζυγό της και την κόρη της, είχε
συσσωρεύσει περιουσία εκατοντάδων εκατομμυρίων μέσα στα δεκαέξι
χρόνια που πέρασαν από την αποχώρηση του Μπιλ Κλίντον από τον Λευκό Οίκο - μεταξύ άλλων και από αμοιβές για ομιλίες
χρηματοδοτούμενες από την Goldman Sachs, με ποσά πολύ μεγαλύτερα ακόμη και από τις αμοιβές ενός Λάρυ Σάμμερς - ξεκίνησε την προεκλογική εκστρατεία της ως αυτοδιορισμένη εκπρόσωπος της
«σκληρής εργασίας της μεσαίας τάξης»· μιας τάξης, που στην πραγματικότητα η καπιταλιστική πρόοδος την έχει εδώ και καιρό υποβαθμίσει στο καθεστώς ενός
πλεονάζοντος πληθυσμού.
Βεβαίως, βλέποντας από
τη σκοπιά του νεοφιλελεύθερου διεθνισμού, ο οποίος έχει εξελίξει τη
διάδοση των ψευδαισθήσεων στο ύψος μιας εκλεπτυσμένης τέχνης της δημοκρατικής
κυβέρνησης, η εποχή της μετα-πραγματικότητας άρχισε από το 2016, έτος του
δημοψηφίσματος της Brexit και της διάλυσης του Κλιντονισμού από τον Ντόναλντ Τραμπ [11]
Μόνον μετά την κατάρρευση της μεταδημοκρατίας και με το τέλος της ομαδικής ανοχής στις «αφηγήσεις» μιας παγκοσμιοποίησης, από την οποία επωφελήθηκε στα τελευταία χρόνια της κορύφωσής της μόνον το ανώτατο οικονομικά 1 % του πληθυσμού των ΗΠΑ, μόνον μετά από αυτά τα γεγονότα, οι φρουροί του
κυρίαρχου
«λόγου» ζήτησαν έναν υποχρεωτικό έλεγχο των πραγματικών περιστατικών. Μόνον μετά από αυτά τα γεγονότα λυπήθηκαν για τα ελλείμματα που βιώνουν όσοι είναι παγιδευμένοι ανάμεσα στην προσοχή και επιτήρηση της στραμμένης πάνω τους παγκόσμιας οικονομίας αφενός και στην περικοπή
των δαπανών στους τομείς της εκπαίδευσης και της κατάρτισης αφετέρου. Σ' αυτό το σημείο άρχισαν να ζητούν «δοκιμασίες καταλληλότητας» διαφόρων
ειδών, ως προϋπόθεση για την άσκηση του δικαιώματος ψήφου από τους
πολίτες [12]
Το γεγονός ότι η «πλέμπα» [The Great Unwashed], η οποία για τόσο πολύ καιρό βοηθούσε την πρόοδο του καπιταλισμού με το να περνά το χρόνο της διαβάζοντας στο Twitter τα μηνύματα της Kim Kardashian, της Selena Gomez, του
Justin Bieber e tutti quanti, επέστρεψε τώρα στις κάλπες των ψηφοφοριών, καταχωρήθηκε ως ένδειξη μιας δυσοίωνης οπισθοδρόμησης. Επιπλέον,
οι αποσπάσεις της προσοχής με τη μορφή «ανθρωπιστικών παρεμβάσεων» ή ως
αναζωπύρωση της σύγκρουσης Ανατολής-Δύσης, αυτή τη φορά με αντίπαλο τη Ρωσία αντί της Σοβιετικής Ένωσης και με αντικείμενο τα δικαιώματα των ομοφυλόφιλων αντί για τον
κομμουνισμό, φαίνεται να έχουν εξαντληθεί. Η
αλήθεια και η ηθική έπαψαν να μετράνε, και στην Αγγλία ένας πολιτικός
των Τόρις [ο Μάικλ Γκόουβ], όταν ρωτήθηκε γιατί υποστηρίζει την αποχώρηση από την ΕΕ παρά την αντίθετη συμβουλή των «εμπειρογνωμόνων», απάντησε ξερά: «Στη χώρα αυτή, οι άνθρωποι βαρέθηκαν να ακούν τους εμπειρογνώμονες!» [13]
Louise Bourgeois κ.ά: The Return of the Repressed, 2012 |
Χαρακτηριστικό του σημερινού Zeitgeist είναι ένα νέο πολιτισμικό χάσμα που έπληξε χωρίς προειδοποίηση τις καπιταλιστικές δημοκρατίες. Από διαρθρωτική άποψη, έχει τις ρίζες του στη δυσαρέσκεια κατά της «παγκοσμιοποίησης», μια δυσαρέσκεια που κρυφοκαίει και έχει κακοφορμίσει εδώ και πολύ καιρό, ενώ ταυτόχρονα αυξάνεται σταθερά ο αριθμός των «χαμένων της παγκοσμιοποίησης». Η διαδικασία έφτασε σε σημείο ανατροπής στα χρόνια μετά τη χρηματοπιστωτική κρίση του 2008, όταν η ποσοτική συσσώρευση δυσαρέσκειας μετατράπηκε σε ποιοτικό φαινόμενο ανοιχτής διαμαρτυρίας. Ένας από τους λόγους για τους οποίους αυτό έκανε τόσο πολύ καιρό για να εκδηλωθεί ανοιχτά ήταν ο εξής: όσοι είχαν πάρει ενωρίτερα θέση υπέρ των ηττημένων της κοινωνίας, κατέληξαν να ενταχθούν στο fan club της παγκοσμιοποίησης το αργότερο στα τέλη της δεκαετίας του 1990. Για ένα διάστημα λοιπόν, εκείνοι που αντιμετώπιζαν την παγκοσμιοποίηση ως πρόβλημα και όχι ως λύση, δεν είχαν κανέναν συμπαραστάτη.
Η κορυφαία φάση της παγκοσμιοποίησης «χρηματοδότησε» την κατασκευή μιας κοσμοπολίτικης
βιομηχανίας συνειδήσεων, η οποία είδε ως ευκαιρία και δυνατότητα για οικονομική ανάπτυξη το να υπερτροφοδοτηθεί η επεκτατική ορμή των καπιταλιστικών
αγορών με τη βοήθεια των ελευθεριακών αξιών της κοινωνικής επανάστασης των
δεκαετιών του 1960 και του 1970 και της ουτοπικής υπόσχεσής τους για χειραφέτηση του ανθρώπου [14]
Στη διαδικασία αυτή, η τεχνοκρατική pensée unique του νεοφιλελευθερισμού συγχωνεύτηκε σαν ένα κράμα με το ηθικής φύσης juste milieu μιας
κοινότητας που σκέφτεται διεθνιστικά. Ο
έλεγχος του «εναέριου χώρου» πάνω από τα ακαδημαϊκά σεμινάρια, ο οποίος επιβλήθηκε τότε, σήμερα χρησιμεύει ως επιχειρησιακή βάση σε έναν πολιτισμικό
αγώνα ειδικού τύπου, στον οποίο η ενθάρρυνση ενός καπιταλισμού που επεκτείνεται σε όλο τον πλανήτη συμβαδίζει με την αποθάρρυνση εκείνων που
βλέπουν τα συμφέροντά τους να ζημιώνονται από αυτόν.
Μετά
από δεκαετίες πτωτικής κίνησης, η συμμετοχή των ψηφοφόρων στις εκλογές των δυτικών
δημοκρατιών άρχισε πρόσφατα να ανακάμπτει, ιδίως μεταξύ των φτωχώτερων κοινωνικών τάξεων. Ωστόσο, η
επανανακάλυψη της δημοκρατικής διαδικασίας ως πολιτικού διορθωτικού παράγοντα ωφελεί
αποκλειστικά και μόνον νέα είδη κομμάτων και κινημάτων, η εμφάνιση των οποίων βυθίζει τα πολιτικά συστήματα των εθνικών κρατών σε κατάσταση αταξίας. Τα καθιερωμένα κόμματα και οι εμπειρογνώμονες των δημοσίων σχέσεών τους, που
εδώ και πολύ καιρό συνδέονται στενά, τόσο μεταξύ τους, όσο και με τους μηχανισμούς του
κράτους, θεωρούν τα νέα κόμματα ως θανατηφόρα απειλή για τη
«δημοκρατία» και τα καταπολεμούν ως τέτοια. Η
έννοια που χρησιμοποιείται σε αυτόν τον αγώνα και γρήγορα έγινε μέρος του λεξιλογίου της μετα-πραγματικότητας, είναι η έννοια του «λαϊκισμού»· με αυτήν
υποδηλώνονται τάσεις και οργανώσεις της Αριστεράς και της Δεξιάς που
απορρίπτουν την λογική «There Is No Alternative» της «υπεύθυνης» πολιτικής σε έναν κόσμο νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης.
Ως έννοια, ο «λαϊκισμός» έχει μια μακρά ιστορία, η οποία ξεκινά από την
Προοδευτική Εποχή (Progressive Era) των Ηνωμένων Πολιτειών και μορφές πολιτών όπως ο Robert M.
La Follette (1855-1925, υποψήφιος για την προεδρία των ΗΠΑ του Προοδευτικού Κόμματος το 1924). Αργότερα,
ο λαϊκισμός ήταν το ουδέτερο όνομα που δίνονταν σε μια ιδεολογία, ιδιαίτερα Λατινοαμερικανικών πολιτικών κινημάτων, τα οποία έβλεπαν τον εαυτό τους ως
αντιπρόσωπο του «λαού» σε αντίθεση με μια αυτοαναγορευμένη και οικονομικά αυτοεξυπηρετούμενη «ελίτ». [15]
Τα τελευταία χρόνια, ο λαϊκισμός χρησιμοποιείται σε όλο τον κόσμο από τα κόμματα και
τα μέσα ενημέρωσης του φιλελεύθερου διεθνισμού, ως
γενικός πολεμικός όρος εναντίον της νέας αντιπολίτευσης που πιέζει για λύσεις με βάση το εθνικό κράτος, ως εναλλακτικές σ' αυτή τη διεθνοποίηση για την οποία διακηρύσσεται ότι δεν υπάρχουν
εναλλακτικές λύσεις. Η
κλασική ιδέα του λαϊκισμού είναι η ιδέα ενός έθνους, που μέσα σε
πολιτικές συγκρούσεις συγκροτεί τον εαυτό του ως μια ενωμένη δύναμη, για να καταπολεμήσει μιας
ελιτίστικη μειοψηφία που καταπιέζει τους «απλούς ανθρώπους». Συνακόλουθα, μπορεί να συνδεθεί με πράγματα που υποδηλώνουν τόσο δεξιές όσο και αριστερές πολιτικές κατευθύνσεις. Αυτό
διευκολύνει την χρήση του όρου αυτού ως όπλου από το κοινό που πιστεύει στην παγκοσμιοποίηση και την προωθεί, διότι επιτρέπει να παραλείπουν τις διακρίσεις: έτσι ο Τραμπ και ο Σάντερς στις ΗΠΑ, ο Φάρατζ και ο Κόρμπιν στο Ηνωμένο Βασίλειο, η Φράουκε Πέτρι και η Ζάρα Βάγκενκνεχτ στη Γερμανία,
μπορούν να τσουβαλιαστούν μαζί κάτω από τον ίδιο τίτλο [16]
Το σχίσμα ανάμεσα σ' εκείνους που περιγράφουν τους άλλους ως «λαϊκιστές» και στα
αντικείμενα της περιγραφής τους, συμπίπτει με τη γραμμή του κυρίαρχου πολιτικού ρήγματος που διαπερνά τις χτυπημένες από την κρίση κοινωνίες του χρηματοπιστωτικού καπιταλισμού. Το ζήτημα που διακυβεύεται δεν είναι τίποτε άλλο από τη σχέση μεταξύ του παγκόσμιου καπιταλισμού και του συστήματος των κρατών. Τίποτε άλλο
δεν πολώνει τόσο τις σημερινές καπιταλιστικές κοινωνίες, όσο οι
συζητήσεις για την αναγκαιότητα και για τη νομιμοποίηση της πολιτικής εντός των εθνικών κρατών.
Εδώ,
συμφέροντα και ταυτότητες συγχωνεύονται σε κράμα και δημιουργούν αμοιβαία
εχθρότητα τέτοιας έντασης, που δεν έχουμε δει μετά το τέλος του Ψυχρού
Πολέμου. Οι
«πόλεμοι θρησκευτικού τύπου» που προκύπτουν ως επακόλουθο, και οι οποίοι μπορούν να κλιμακωθούν τόσο ώστε να γίνουν εκστρατείες ηθικής εκμηδένισης, επιδρούν αρνητικά στα βαθύτερα και πιο
ευαίσθητα στρώματα της κοινωνικής και ατομικής ταυτότητας, εκεί όπου άνθρωποι και κοινωνίες
λαμβάνουν αποφάσεις για σεβασμό και περιφρόνηση, για συμπερίληψη και
αποκλεισμό, για αναγνώριση και αποκήρυξη [17]
Αυτό
που είναι σημαντικό για ό,τι αφορά την πολιτική της διεθνοποίησης, είναι ο ομοιόμορφος τρόπος με τον οποίο αντιδρούν σ' αυτά νέα κόμματα εκείνοι που
χαρακτηρίζονται ως «ελίτ»: περιφρονητικά για τους «λαϊκιστές», επιδοκιμαστικά για τον εαυτό τους. Στον συνήθη τρόπο που τον χρησιμοποιούν οι διεθνιστές, ο «λαϊκισμός» διαγιγνώσκεται ως γνωστικό πρόβλημα. Οι
υποστηρικτές του εκλαμβάνονται ως άνθρωποι που απαιτούν «απλές
λύσεις» διότι δεν καταλαβαίνουν τις αναγκαστικά πολύπλοκες λύσεις, τις οποίες
τόσο ακούραστα και με τόση επιτυχία πρόσφεραν οι δοκιμασμένες δυνάμεις του
διεθνισμού. Οι
εκπρόσωποι του λαϊκισμού είναι κυνικοί που υπόσχονται «στον λαό» τις
«απλές λύσεις» που εκείνος θέλει, μολονότι οι ίδιοι γνωρίζουν ότι δεν υπάρχουν
λύσεις εναλλακτικές στις πολύπλοκες λύσεις των τεχνοκρατών. Με
τον τρόπο αυτό, η εμφάνιση των νέων κομμάτων μπορεί να ερμηνευθεί ως μια Μεγάλη Οπισθοδρόμηση εκ μέρους του Μικρού Λαού, η οποία εκδηλώνεται ως
έλλειψη παιδείας αλλά και ως έλλειψη σεβασμού προς τους έχοντες παιδεία. Αυτό συνοδεύεται μερικές φορές από «επιχειρήματα» υπέρ της
κατάργησης των δημοψηφισμάτων ή υπέρ του να ανατίθεται η λήψη των πολιτικών αποφάσεων σε απολιτικούς εμπειρογνώμονες και μη πολιτικές αρχές ή θεσμικά όργανα.
Στο
επίπεδο της καθημερινής ζωής, αυτό οδηγεί στον ηθικό και πολιτισμικό
αποκλεισμό των κομμάτων που αντιτίθεται στην παγκοσμιοποίηση και των υποστηρικτών
τους. Μετά την ανακήρυξή τους ως γνωστικά ανώριμων, ακολουθεί η ηθική
καταγγελία των αξιώσεών τους για εθνικές πολιτικές που θα προσφέρουν ένα οχυρό ενάντια στους κινδύνους και τις παράπλευρες επιπτώσεις της
διεθνοποίησης. Η σχετική πολεμική κραυγή, με σκοπό να ενεργοποιηθούν οδυνηρές αναμνήσεις του ρατσισμού και του πολέμου, είναι ο «εθνοτικός εθνικισμός» («ethno-nationalism»). Δεν είναι δουλειά των
«εθνοτικών εθνικιστών» να αντιμετωπίσουν τις προκλήσεις της
παγκοσμιοποίησης, ούτε τις οικονομικές προκλήσεις - «τον ανταγωνισμό σε πλανητικό επίπεδο» - ούτε τις
ηθικές προκλήσεις. Οι
«φόβοι και οι ανησυχίες τους», όπως το θέτει η επίσημη φράση, «πρέπει
να ληφθούν σοβαρά υπόψη», αλλά μόνον με τον τρόπο της παροχής κοινωνικών υπηρεσιών. Οι
διαμαρτυρίες εναντίον της υλικής και ηθικής υποβάθμισης εγείρουν την υποψία ότι είναι
ουσιαστικά φασιστικές· ειδικά τώρα που οι πρώην συνήγοροι των πληβειακών τάξεων έχουν μετακινηθεί στο κόμμα της παγκοσμιοποίησης, όταν οι πρώην
πελάτες τους θέλουν να διαμαρτυρηθούν εναντίον των πιέσεων του
καπιταλιστικού εκσυγχρονισμού, η μόνη γλώσσα που τους απομένει είναι η προ-πολιτική, ανεπεξέργαστη γλωσσική πρώτη ύλη των καθημερινών εμπειριών οικονομικής ή πολιτισμικής στέρησης. Αυτό
τους οδηγεί να παραβιάζουν συνεχώς τους κανόνες του πολιτισμένου δημόσιου
λόγου, πράγμα που με τη σειρά του μπορεί να προκαλέσει αγανάκτηση στην κορυφή
και κινητοποίηση στη βάση. Ως
αντίδραση, οι ηττημένοι και οι αρνητές της διεθνοποίησης προσπαθούν να
αποφύγουν την ηθική μομφή εναντίον τους με το να αποφεύγουν τα δημόσια μέσα ενημέρωσης και να καταφεύγουν στα «μέσα κοινωνικής δικτύωσης». Με αυτόν τον τρόπο μπορούν και αξιοποιούν την πιο παγκοσμιοποιημένη από όλες τις υποδομές, για να δημιουργήσουν τους δικούς τους απομονωτικούς κύκλους επικοινωνίας, μέσα στους οποίους δεν να έχουν φόβο ότι θα δεχθούν τη μομφή ότι είναι οπισθοδρομικοί από πολιτισμική και ηθική άποψη [18]
© Louise Bourgeois, γλυπτό: Maman, 1999 |
Αποκοπή από τα καθημερινά προβλήματα κοινωνικών ομάδων και περιφερειών σε παρακμή
Ανάμεσα στα γεγονότα του 2016 που εξέπληξαν, πρέπει να παρατηρήσει κανείς πώς η Brexit και ο Τραμπ, πέρα από τη φιλελεύθερη κοινή γνώμη, εξέπληξαν και τις κοινωνικές επιστήμες της. Τίποτε δεν τεκμηριώνει καλύτερα τις διαιρέσεις μέσα στις παγκοσμιοποιημένες κοινωνίες του νεοφιλελευθερισμού, από την απογοήτευση και σύγχυση που έσπειρε στις ελίτ της εξουσίας και της δημοσιότητας η επιστροφή των απωθημένων· η πολιτική απάθεια που επέδειξαν αυτές οι ελίτ, δικαιολογημένα ερμηνεύτηκε ως διορατική συνθηκολόγηση. Ούτε καν τα «εξαιρετικά» πανεπιστήμια της Ανατολικής και Δυτικής ακτής της Αμερικής, με το αντίστοιχα καλό ερευνητικό προσωπικό τους στις κοινωνικές και πολιτικές επιστήμες, δεν κατάφεραν να λειτουργήσουν ως συστήματα έγκαιρης προειδοποίησης. Προφανώς, για την κατάσταση των
αποσταθεροποιημένων κοινωνιών υπό την παρούσα κρίση, λίγα πράγματα μπορούν να συλλεγούν και καταγραφούν με έρευνες κοινής
γνώμης που γίνονται μέσω τηλεφωνικών συνεντεύξεων των είκοσι λεπτών. Φαίνεται
να υπάρχει μια σταθερή αύξηση του αριθμού των πολιτών, οι οποίοι αντιμετωπίζουν τους
κοινωνικούς επιστήμονες ερευνητές ως κατασκόπους μιας ξένης δύναμης και προτιμούν να τους αποφεύγουν· ή, εάν αυτό είναι αδύνατο, αποφεύγουν να δυσαρεστήσουν τους ερευνητές της κοινής γνώμης, δίνοντάς τους εκείνες [τις ψευδείς] απαντήσεις που οι πολίτες αυτοί πιστεύουν ότι «προσδοκούν» οι ερευνητές.
Με αυτόν τον τρόπο, οι ψευδαισθήσεις των «ελίτ» για την κατάσταση των κοινωνιών τους επιβεβαιώνονταν με παθολογικό τρόπο. Σήμερα, πολύ λίγοι κοινωνικοί επιστήμονες φαίνονται ικανοί να καταλάβουν τι είναι κρυμμένο κάτω από αυτά. Όμως η νίκη του Τραμπ μπορεί να μην εξέπληξε εκείνους που έχουν διαβάσει βιβλία όπως το Our Kids, The American Dream in Crisis του Ρόμπερτ Πάτναμ (Robert Putnam) [19].
Θα περάσει πολύς καιρός μέχρι να κατανοήσει τα γεγονότα του 2016 η αστικοποιημένη Αριστερά όλου του κόσμου. Στη Μεγάλη Βρετανία, όσοι υποστηρικτές του Τόνι Μπλερ έχουν απομείνει στο Εργατικό Κόμμα, πίστευαν ότι θα μπορούσαν να πείσουν τους παραδοσιακούς ψηφοφόρους τους να ψηφίσουν υπέρ της παραμονής της χώρας στην ΕΕ με το να τους παρουσιάσουν έναν μακρύ κατάλογο των οικονομικών ωφελημάτων από τη συμμετοχή στην Ένωση, χωρίς όμως να λαμβάνεται υπόψη η άνιση κατανομή αυτών των ωφελημάτων. Ένα φιλελεύθερο κοινό, αποκομμένο από τα καθημερινά προβλήματα κοινωνικών ομάδων και περιφερειών σε παρακμή, δεν κατάλαβε ότι το εκλογικό σώμα ίσως ήθελε, η κυβέρνηση που αυτό είχε εκλέξει, να δείχνει πιό πολύ ενδιαφέρον για τις ανησυχίες των εκλογέων της παρά για τις διεθνείς συμφωνίες και για τις παγκόσμιες κεφαλαιαγορές. Και υπήρχαν πολλοί ψηφοφόροι που απλά δεν καταλάβαιναν ότι διεθνής αλληλεγγύη μεταξύ των εργαζομένων στον 21ο αιώνα σημαίνει ότι είναι καθήκον τους να ανοίξουν την δική τους αγορά εργασίας τους σε έναν παγκόσμιο ανταγωνισμό χωρίς περιορισμούς.
Μεσοβασιλεία
Τι να αναμένουμε τώρα; Η συντριβή του μηχανισμού της Κλίντον από τον Τραμπ, η Brexit και η
αποτυχία του Ολάντ στη Γαλλία και του Ρέντσι στην Ιταλία - όλα συνέβησαν την ίδια χρονιά - σηματοδοτούν
μια νέα φάση στην κρίση του συστήματος των καπιταλιστικών κρατών, όπως
μετασχηματίστηκε από τον νεοφιλελευθερισμό. Για
να περιγράψω αυτή τη φάση, πρότεινα να χρησιμοποιείται ο όρος του Αντόνιο Γκράμσι (Antonio Gramsci) «interregnum» («μεσοβασιλεία») [20], μια περίοδος απρόβλεπτης διάρκειας στην οποία μια παλαιά τάξη πραγμάτων
πεθαίνει, αλλά μια νέα δεν μπορεί ακόμα να γεννηθεί. Η
παλαιά τάξη πραγμάτων που καταστράφηκε από την επίθεση των λαϊκιστών βαρβάρων το
2016, ήταν το σύστημα κρατών του παγκόσμιου καπιταλισμού. Οι
κυβερνήσεις του είχαν εξουδετερώσει τις εθνικές τους δημοκρατίες μετατρέποντας τις σε
μεταδημοκρατίες, προκειμένου να μην χάσουν την επαφή με την παγκόσμια
επέκταση του κεφαλαίου· παρέπεμψαν στο μέλλον τις απαιτήσεις των πολιτών για παρεμβάσεις στις καπιταλιστικές αγορές με χαρακτήρα δημοκρατικό
και υπέρ της ισότητας, με το να υπόσχονται μια
παγκόσμια δημοκρατία του μέλλοντος που θα δημιουργηθεί κάποτε με μαγικό τρόπο. Τί λογής θα είναι η νέα τάξη πραγμάτων, η οποία ακόμη μέλλει να δημιουργηθεί, είναι αβέβαιο και μη προβλέψιμο, όπως συμβαίνει πάντα στις μεσοβασιλείες. Μέχρι να δημιουργηθεί, πρέπει, σύμφωνα με τον Γκράμσι, να συνηθίσουμε στην ιδέα ότι «θα εμφανιστούν πολλών ειδών νοσηρά συμπτώματα».
Όπως την εννοεί ο Γκράμσι, μια μεσοβασιλεία είναι περίοδος τεράστιας
ανασφάλειας. Στην περίοδο αυτή, οι συνηθισμένες, καθιερωμένες σχέσεις αιτίων και αποτελεσμάτων δεν ισχύουν πλέον και μπορεί ανά πάσα στιγμή να προκύπτουν απροσδόκητα, επικίνδυνα και
αλλόκοτα γεγονότα μή φυσιολογικού τύπου. Αυτό
οφείλεται, εκτός των άλλων, στο γεγονός ότι διαφορετικές γραμμές εξέλιξης
προχωρούν παράλληλα, χωρίς να συνδυάζονται και να συγκλίνουν, και καταλήγουν σε ασταθείς
συνθέσεις διαφόρων ειδών· σειρές από συμβάντα που προκαλούν έκπληξη παίρνουν τη θέση των προβλέψιμων δομών. Μεταξύ
των αιτίων της νέας μη προβλεψιμότητας, είναι και το γεγονός ότι μετά τη
λαϊκιστική επανάσταση, οι πολιτικές τάξεις του νεοφιλελεύθερου
καπιταλισμού αναγκάζονται να λαμβάνουν κάπως περισσότερο υπόψη τον πληθυσμό των εθνικών κρατών
τους [η καθεμιά του δικού της κράτους]. Αφού επί δεκαετίες οι δημοκρατίες των εθνικών κρατών πιέστηκαν για να αφυδατωθούν, προς όφελος των θεσμών που προώθησαν την παγκοσμιοποίηση, τώρα
επανέρχονται στο προσκήνιο ως κανάλια που διοχετεύουν και μορφοποιούν τη δυσαρέσκεια. Έχουν
πιά περάσει οι καιροί της προγραμματισμένης κατεδάφισης των
γραμμών άμυνας των εθνικών κρατών, ενόψει της εξορθολογιστικής πίεσης των διεθνών
αγορών. Η
νίκη του Τραμπ σημαίνει ότι είναι εξαιρετικά απίθανο να υπάρξει δεύτερο
δημοψήφισμα στη Μεγάλη Βρετανία, σύμφωνα με
το μοντέλο της ΕΕ, στο οποίο τα δημοψηφίσματα επαναλαμβάνονται έως ότου οι πολίτες δώσουν τη σωστή απάντηση. Τώρα πιά, ένα ανασυστημένο εκλογικό σώμα δεν θα ακολουθήσει τις υποτιθέμενες
οικονομικές ανάγκες, ούτε θα συμφωνήσει με τον ισχυρισμό ότι οι
συνοριακοί έλεγχοι είναι τεχνικά αδύνατοι. Οι πλευρές που πρεσβεύουν την υπευθυνότητα θα πρέπει να ξαναμάθουν τί σημαίνει αποδοχή [21]· σε διαφορετική περίπτωση, θα υποχρεωθούν να παραχωρήσουν τη θέση
τους σε άλλες πολιτικές δυνάμεις.
Η
αξιοπρόσεκτη ρητορική περί «ενός Έθνους» της νέας Βρετανίδας πρωθυπουργού,
δείχνει ότι το παραπάνω δεν διέφυγε της προσοχής μέρους τουλάχιστον της
πολιτικής τάξης. Ήδη
από την ομιλία της στις 11 Ιουλίου 2016, με την έναρξη της πρωθυπουργίας της, η Μέι εξήγγειλε αλλαγές σε πράγματα που είναι εκτός
αμφισβήτησης από τη δεκαετία του 1980, που δεν αμφισβητήθηκαν ούτε καν από την ηγεσία του
Εργατικού Κόμματος: Κήρυξε τον πόλεμο στην ανισότητα και εξήγγειλε δικαιότερη φορολόγηση των
υψηλότερων εισοδημάτων, καλύτερο εκπαιδευτικό σύστημα, συμμετοχή των εργαζομένων
στα διοικητικά συμβούλια των επιχειρήσεων, προστασία των θέσεων εργασίας στη Βρετανία από μεταφορά σε εξωχώριες επιχειρήσεις και όλα αυτά μαζί με όρια στη μετανάστευση. Στην ομιλία της Μέι στη Συνομοσπονδία Βρετανικής Βιομηχανίας, τον
Νοέμβριο του 2016, είναι επίσης εμφανές το γεγονός, ότι η ψήφος για έξοδο της Βρετανίας από την ΕΕ υπενθύμισε στους βρετανούς πολιτικούς ότι κατά πρώτο λόγο έχουν ευθύνη απέναντι
στους εκλογείς τους. Στην ομιλία αυτή,
ερμήνευσε το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος παραπέμποντας στην επιθυμία του λαού «για μια ισχυρότερη, δικαιότερη χώρα».
Το πρόγραμμα της Μέι για έναν νέο οικονομικό προστατευτισμό θέτει δύσκολα και δυσάρεστα ερωτήματα στη σοσιαλδημοκρατική Αριστερά. Επίσης ο Τραμπ, αν επιχειρήσει να κάνει πράξη τις υποσχέσεις του για τη βιομηχανική
και τη δημοσιονομική πολιτική, θα μπορούσε να γίνει πρόβλημα για
την Αριστερά· και στην πραγματικότητα ο προσεκτικός Μπέρνι Σάντερς (Bernie Sanders) του έχει
ήδη προσφέρει τη στήριξή του, τόσο για την αποκατάσταση των παλαιών βιομηχανικών
περιοχών, οι οποίες συνέχισαν να αποσυντίθενται οικονομικά στη διάρκεια της οκταετίας Ομπάμα, όσο και για ένα
«Κεϋνσιανό» πρόγραμμα ανασυγκρότησης των υποδομών της χώρας. Η
αύξηση του δημόσιου χρέους που θα απαιτούσε κάτι τέτοιο, ειδικά εάν εφαρμοστούν και οι
υπεσχημένες φορολογικές περικοπές, θα ταιριάζει με τις νεο-Kεϋνσιακές
συνταγές που υποστηρίζουν εδώ και πολύ καιρό πολιτικοί και οικονομολόγοι
της μετριοπαθούς Αριστεράς («τέλος της λιτότητας» - Krugman). H αντίσταση που θα προβάλλουν τα υπολλείμματα του Tea Party είναι δεδομένη, επομένως τέτοια μέτρα θα μπορούσαν να ψηφιστούν στο Κογκρέσο μόνον με τη υποστήριξη των
Δημοκρατικών. Το ίδιο ισχύει και για την «ρίψη χρήματος από ελικόπτερο» [έκφραση του νεοφιλελεύθερου οικονομολόγου Μίλτον Φρίντμαν για μια πρότασή του: σε εποχές σοβαρών κρίσεων, να «κατακλύζεται» η πραγματική οικονομία με μή στοχευμένη παροχή ρευστότητας], ένα άλλο μέτρο
που σκέφτηκε κάποια στιγμή ο Τραμπ· για να εφαρμόσει το μέτρο αυτό, εκτός από την υποστήριξη αντιπροσώπων και γερουσιαστών του Δημοκρατικού Κόμματος, θα χρειαζόταν επιπρόσθετα και τη
συνεργασία της Ομοσπονδιακής Τράπεζας.
Βεβαίως,
ακόμη και μια οικονομική πολιτική μετα-την-παγκοσμιοποίηση, μια νεο-προστατευτική οικονομική πολιτική, όπως
αυτή που πρότειναν ο Τραμπ και η Μέι, θα είναι αδύνατον να εξασφαλίσει
σταθερή ανάπτυξη, περισσότερη και καλύτερη ποιότητα απασχόλησης,
απομόχλευση του δημόσιου και του ιδιωτικού χρέους ή εμπιστοσύνη των αγορών στο δολάριο και στο ευρώ. Ο
σημερινός χρηματοοικονομικός καπιταλισμός της κρίσης είναι πιά μή
κυβερνήσιμος σε εθνικό επίπεδο εκ των κάτω αλλά και διεθνώς εκ των άνω. Κρέμεται
από το μεταξωτό νήμα μιας «αντισυμβατικής» νομισματικής πολιτικής, η
οποία επιχειρεί να δημιουργήσει κάτι σαν ανάπτυξη με τη βοήθεια αρνητικών επιτοκίων
και με μια ριψοκίνδυνη επέκταση της προσφοράς χρήματος· αυτό έγινε πράξη με το εργαλείο της «ποσοτικής χαλάρωσης», δηλαδή της αγοράς ομολόγων από τις κεντρικές
τράπεζες. Οι
νεοφιλελεύθερες διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, τις οποίες οι «εμπειρογνώμονες» θεωρούσαν ως το απαραίτητο συμπλήρωμα αυτής της νομισματικής πολιτικής, στις χώρες όπου θα μπορούσαν να έχουν πράγματι κάποια χρησιμότητα, έχουν παρεμποδιστεί ή επιβραδυνθεί από τη λαϊκή αντίσταση
στην «παγκοσμιοποίηση» των τρόπων ζωής αυτών των χωρών. Ταυτόχρονα,
η οικονομική ανισότητα μεγαλώνει, εκτός των άλλω και επειδή οι συνδικαλιστικές
οργανώσεις και τα κράτη έχουν χάσει τις εξουσίες τους ή τις έχουν
παραχωρήσει στις παγκόσμιες αγορές. Η
απόλυτη καταστροφή εθνικών θεσμικών οργάνων που μπορούν να κάνουν οικονομική αναδιανομή και
η συνακόλουθη εξάρτηση από τη νομισματική πολιτική και την πολιτική των
κεντρικών τραπεζών για οικονομικές πολιτικές έσχατης καταφυγής, έχουν
καταστήσει τον καπιταλισμό μή κυβερνήσιμο, είτε με «λαϊκιστικές» είτε με
τεχνοκρατικές μεθόδους.
Αναμενόμενες είναι και συγκρούσεις εντός της κάθε χώρας σε πεδία που σχετίζονται με πολιτισμικούς συμβολισμούς. Η «λαϊκιστική» αναβάθμιση του status των γηγενών πολιτών, θα απαιτήσει την υποβάθμιση των μεταναστών με την ευρύτερη έννοια; Και θα καταφέρει η Αριστερά να έχει πολιτική επιτυχία, με το να αποτίσει πολιτισμικό φόρο τιμής σε εκείνους [από τους «γηγενείς»] που μόνον πρόσφατα αφυπνίστηκαν από την απάθεια τους; Έχουν ήδη ανταλλαγεί πάρα πολλά θυμωμένα λόγια· και πέρα από αυτό, κάθε μορφής επανασυμφιλίωση μπορεί να αποξενώσει τους αστικοποιημένους σημερινούς υποστηρικτές της Αριστεράς, οι οποίοι ανήκουν στην κοσμοπολίτικη νέα μεσαία τάξη. Επίσης, σε περίπτωση οικονομικών δυσχερειών, ο Τραμπ, η Μέι και άλλοι ίσως μπουν στον πειρασμό να εκτρέψουν την κριτική που θα δεχτούν, με το να ξεκινήσουν λίγο ή πολύ επιτηδευμένες και στοχευμένες εκστρατείες εναντίον εθνοτικών και άλλων μειονοτήτων. Σε τέτοια περίπτωση, θα ακολουθήσουν εξεγέρσεις, τόσο των αξιοπρεπών όσο και των αναξιοπρεπών.
Σε διεθνές επίπεδο, τα πράγματα θα είναι ίσως λιγότερο δραματικά, τουλάχιστον αρχικά. Σε
αντίθεση με τον Ομπάμα, τον Μπλερ και την Κλίντον, καθώς και τους
Σαρκοζί, Ολάντ, Κάμερον, ίσως ακόμη και σε αντίθεση με την Μέρκελ, την
«τελευταία υπερασπισπίστρια της φιλελεύθερης Δύσης» [22], οι νέοι οπαδοί του εθνικού
προστατευτισμού δεν έχουν μεγάλες φιλοδοξίες για να προωθήσουν τα ανθρώπινα
δικαιώματα, είτε στην Κίνα είτε στη Ρωσία, ούτε, όσο μπορεί κανείς να προβλέψει, στην Αφρική ή στη Μέση Ανατολή. Όποιος υποστηρίζει τις ανθρωπιστικές παρεμβάσεις υπό την ευρύτερη έννοια, μάλλον θα λυπηθεί πολύ γι' αυτό. Η
μηδενική ανοχή που επιδεικνύει η ρωσική εξουσία απέναντι σε καλλιτεχνικές performances όπως των Pussy
Riot είναι απίθανο να προκαλέσει ιεραποστολικές αντιδράσεις εκείνων των
κυβερνήσεων που στρέφουν την προσοχή τους προς το εσωτερικό των χωρών τους, στην περίοδο μετά την εκλογική
νίκη του Τραμπ. Στις
Ηνωμένες Πολιτείες, ο Τραμπ δεν έκανε Secretary of State [Υπουργό Εξωτερικών] την Βικτώρια Νούλαντ (Victoria Nuland - είχε γίνει γνωστή με την περιβόητη φράση της «Fuck the EU»), και η φατρία των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του Στέιτ
Ντιπάρτμεντ έχει επιστρέψει τώρα στις θέσεις πανεπιστημιακής διδασκαλίας. Τα
σχέδια για είσοδο της Ουκρανίας στην ΕΕ και στο ΝΑΤΟ, με συνέπεια
να στερηθούν οι Ρώσοι από τα λιμάνια της Μαύρης Θάλασσας, είναι τώρα
εκτός συζήτησης· το ίδιο και τα οποιαδήποτε σχέδια «αλλαγής καθεστώτος» σε
χώρες όπως η Συρία. Οι απόπειρες των ΗΠΑ να εμπλέξουν τη Ρωσία σε έναν νέο Ψυχρό Πόλεμο ίσως έχουν και αυτές αποσυρθεί. Φυσικά,
είναι ενδεχόμενο να πάρει τη θέση της Ρωσίας η Κίνα, εφόσον ο πρόεδρος Tραμπ θελήσει να την πείσει να παραιτηθεί από ένα μερίδιο
αγοράς εντός των ΗΠΑ, και ταυτόχρονα να παραμείνει δανειστής τους, δηλαδή να συνεχίσει να αγοράζει και να διακρατεί ομόλογα του αμερικανικού Δημοσίου.
Στο χαλαρά δομημένο πλαίσιο της μεσοβασιλείας που έρχεται, με τους δυσλειτουργικούς θεσμούς του και με τις χαοτικές συνάφειες αιτίων και αποτελεσμάτων, οι «λαϊκιστές», με τις επιδρομές τους μέσα στον μηχανισμό του κράτους, θα είναι μια ακόμη πηγή αβεβαιότητας. Η έναρξη αυτής της μεσοβασιλείας παίρνει τη μορφή μιας βοναπαρτιστικής στιγμής: Όλα είναι δυνατά, αλλά τίποτε δεν έχει συνέπειες, τουλάχιστον συνέπειες προβλέψιμες, διότι στη νεοφιλελεύθερη επανάσταση η κοινωνία έχει οπισθοδρομήσει σε μια κατάσταση που θυμίζει «σακί με πατάτες» [23]. Οι νέοι οπαδοί του οικονομικού προστατευτισμού δεν θα βάλουν τέλος στην κρίση του καπιταλισμού· όμως θα ξαναβάλουν την πολιτική μέσα στο παιχνίδι, και θα την ξαναθυμίσουν στα μεσαία και στα κατώτερα στρώματα του πληθυσμού, τα οποία είναι οι χαμένοι της παγκοσμιοποίησης. Επίσης, η Αριστερά, ή αυτό που η Αριστερά απέγινε, δεν έχει ιδέα για το πώς από τον ακυβέρνητο καπιταλισμό του παρόντος μπορεί να προκύψει η μετάβαση σε ένα καλύτερα τακτοποιημένο, λιγότερο επισφαλές και λιγότερο επικίνδυνο μέλλον (βλέπε Ολάντ, Ρέντσι, Κλίντον, Γκάμπριελ). Όμως, αν θέλει να παίξει και πάλι έναν ρόλο σ' αυτό το γίγνεσθαι, θα πρέπει πάρει το μάθημά της από την αποτυχία της «παγκόσμιας διακυβέρνησης» και της πολιτικής των ταυτοτήτων, που ήταν ένα υποκατάστατο πολιτικής. Αυτό το μάθημα περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, και τα εξής: Ότι οι απόβλητοι της αυτοαποκαλούμενης «κοινωνίας της γνώσης» δεν πρέπει να εγκαταλείπονται για αισθητικούς λόγους στην τύχη τους και, συνακόλουθα, στη Δεξιά. Ότι ο κοσμοπολιτισμός δεν μπορεί να επιβληθεί μακροπρόθεσμα εις βάρος των «μικρών ανθρώπων», ακόμη και με νεοφιλελεύθερα μέσα εξαναγκασμού. Και τέλος, ότι το εθνικό κράτος μπορεί να γίνει πιό ανοικτό μόνον με τους πολίτες του και όχι εναντίον τους. Η εφαρμογή αυτών στην Ευρώπη, σημαίνει το εξής: Όποιος θέλει υπερβολικά πολλή ολοκλήρωση θα αποκομίσει μόνον συγκρούσεις και στο τέλος θα πάρει λιγότερη ολοκλήρωση. Ο κοσμοπολίτικος ταυτοτισμός των ηγετών της νεοφιλελεύθερης εποχής, ο οποίος κατάγεται εν μέρει από τον οικουμενισμό της Αριστεράς, προκαλεί ως αντίδραση έναν εθνικό ταυτοτισμό, ενώ η αντι-εθνική επανεκπαίδευση εκ των άνω παράγει αντι-ελιτίστικο εθνικισμό εκ των κάτω. Όποιος θέτει υπό οικονομική ή ηθική πίεση μια κοινωνία, μέχρι το σημείο να την απειλεί με διάλυση, εισπράττει αντίσταση από τους παραδοσιακούς της κοινωνίας αυτής. Σήμερα αυτό συμβαίνει, επειδή όλοι εκείνοι που βλέπουν τους εαυτούς τους να εκτίθενται στις αβεβαιότητες των διεθνών αγορών, ο έλεγχος των οποίων δόθηκε ως υπόσχεση αλλά ποτέ δεν έγινε πράξη, προτιμούν το λίγο και σίγουρο και όχι το περισσότερο και αβέβαιο: επιλέγουν ρεαλιστικά τη δημοκρατία του εθνικού κράτους, όσο ατελής κι αν είναι, έναντι της φαντασίωσης μιας δημοκρατικής παγκόσμιας κοινωνίας.
Αναμενόμενες είναι και συγκρούσεις εντός της κάθε χώρας σε πεδία που σχετίζονται με πολιτισμικούς συμβολισμούς. Η «λαϊκιστική» αναβάθμιση του status των γηγενών πολιτών, θα απαιτήσει την υποβάθμιση των μεταναστών με την ευρύτερη έννοια; Και θα καταφέρει η Αριστερά να έχει πολιτική επιτυχία, με το να αποτίσει πολιτισμικό φόρο τιμής σε εκείνους [από τους «γηγενείς»] που μόνον πρόσφατα αφυπνίστηκαν από την απάθεια τους; Έχουν ήδη ανταλλαγεί πάρα πολλά θυμωμένα λόγια· και πέρα από αυτό, κάθε μορφής επανασυμφιλίωση μπορεί να αποξενώσει τους αστικοποιημένους σημερινούς υποστηρικτές της Αριστεράς, οι οποίοι ανήκουν στην κοσμοπολίτικη νέα μεσαία τάξη. Επίσης, σε περίπτωση οικονομικών δυσχερειών, ο Τραμπ, η Μέι και άλλοι ίσως μπουν στον πειρασμό να εκτρέψουν την κριτική που θα δεχτούν, με το να ξεκινήσουν λίγο ή πολύ επιτηδευμένες και στοχευμένες εκστρατείες εναντίον εθνοτικών και άλλων μειονοτήτων. Σε τέτοια περίπτωση, θα ακολουθήσουν εξεγέρσεις, τόσο των αξιοπρεπών όσο και των αναξιοπρεπών.
Wolfgang Streeck, Claus Offe. Στην Hertie School of Governance, Βερολίνο |
Στο χαλαρά δομημένο πλαίσιο της μεσοβασιλείας που έρχεται, με τους δυσλειτουργικούς θεσμούς του και με τις χαοτικές συνάφειες αιτίων και αποτελεσμάτων, οι «λαϊκιστές», με τις επιδρομές τους μέσα στον μηχανισμό του κράτους, θα είναι μια ακόμη πηγή αβεβαιότητας. Η έναρξη αυτής της μεσοβασιλείας παίρνει τη μορφή μιας βοναπαρτιστικής στιγμής: Όλα είναι δυνατά, αλλά τίποτε δεν έχει συνέπειες, τουλάχιστον συνέπειες προβλέψιμες, διότι στη νεοφιλελεύθερη επανάσταση η κοινωνία έχει οπισθοδρομήσει σε μια κατάσταση που θυμίζει «σακί με πατάτες» [23]. Οι νέοι οπαδοί του οικονομικού προστατευτισμού δεν θα βάλουν τέλος στην κρίση του καπιταλισμού· όμως θα ξαναβάλουν την πολιτική μέσα στο παιχνίδι, και θα την ξαναθυμίσουν στα μεσαία και στα κατώτερα στρώματα του πληθυσμού, τα οποία είναι οι χαμένοι της παγκοσμιοποίησης. Επίσης, η Αριστερά, ή αυτό που η Αριστερά απέγινε, δεν έχει ιδέα για το πώς από τον ακυβέρνητο καπιταλισμό του παρόντος μπορεί να προκύψει η μετάβαση σε ένα καλύτερα τακτοποιημένο, λιγότερο επισφαλές και λιγότερο επικίνδυνο μέλλον (βλέπε Ολάντ, Ρέντσι, Κλίντον, Γκάμπριελ). Όμως, αν θέλει να παίξει και πάλι έναν ρόλο σ' αυτό το γίγνεσθαι, θα πρέπει πάρει το μάθημά της από την αποτυχία της «παγκόσμιας διακυβέρνησης» και της πολιτικής των ταυτοτήτων, που ήταν ένα υποκατάστατο πολιτικής. Αυτό το μάθημα περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, και τα εξής: Ότι οι απόβλητοι της αυτοαποκαλούμενης «κοινωνίας της γνώσης» δεν πρέπει να εγκαταλείπονται για αισθητικούς λόγους στην τύχη τους και, συνακόλουθα, στη Δεξιά. Ότι ο κοσμοπολιτισμός δεν μπορεί να επιβληθεί μακροπρόθεσμα εις βάρος των «μικρών ανθρώπων», ακόμη και με νεοφιλελεύθερα μέσα εξαναγκασμού. Και τέλος, ότι το εθνικό κράτος μπορεί να γίνει πιό ανοικτό μόνον με τους πολίτες του και όχι εναντίον τους. Η εφαρμογή αυτών στην Ευρώπη, σημαίνει το εξής: Όποιος θέλει υπερβολικά πολλή ολοκλήρωση θα αποκομίσει μόνον συγκρούσεις και στο τέλος θα πάρει λιγότερη ολοκλήρωση. Ο κοσμοπολίτικος ταυτοτισμός των ηγετών της νεοφιλελεύθερης εποχής, ο οποίος κατάγεται εν μέρει από τον οικουμενισμό της Αριστεράς, προκαλεί ως αντίδραση έναν εθνικό ταυτοτισμό, ενώ η αντι-εθνική επανεκπαίδευση εκ των άνω παράγει αντι-ελιτίστικο εθνικισμό εκ των κάτω. Όποιος θέτει υπό οικονομική ή ηθική πίεση μια κοινωνία, μέχρι το σημείο να την απειλεί με διάλυση, εισπράττει αντίσταση από τους παραδοσιακούς της κοινωνίας αυτής. Σήμερα αυτό συμβαίνει, επειδή όλοι εκείνοι που βλέπουν τους εαυτούς τους να εκτίθενται στις αβεβαιότητες των διεθνών αγορών, ο έλεγχος των οποίων δόθηκε ως υπόσχεση αλλά ποτέ δεν έγινε πράξη, προτιμούν το λίγο και σίγουρο και όχι το περισσότερο και αβέβαιο: επιλέγουν ρεαλιστικά τη δημοκρατία του εθνικού κράτους, όσο ατελής κι αν είναι, έναντι της φαντασίωσης μιας δημοκρατικής παγκόσμιας κοινωνίας.
Σημειώσεις:
[1] Όπως στη συνέχεια θα γίνει ακόμη πιο σαφές, έννοιες όπως αυτή, που έχουν γίνει έμμονες στην πολιτική ρητορική, τώρα εφαρμόζονται αντίστροφα και εναντίον των εμπνευστών τους. Αυτό το δοκίμιο δημοσιεύεται με την άδεια του εκδοτικού οίκου Polity Press και θα περιληφθεί στο βιβλίο The Great Regression (επιμ. Heinrick Geiselberger), Καίημπριτζ 2017.
[2] Wolfgang Streeck, Buying Time: The Delayed Crisis of Democratic Capitalism, Λονδίνο και N. Υόρκη 2014 [ελλ. έκδοση: Κερδίζοντας Χρόνο, εκδ, Τόπος, 2016 ]
[3] Wolfgang Streeck, «Industrielle Beziehungen in einer internationalisierten Wirtschaft», στο Politik der Globalisierung (επιμ. Ulrich Beck), Φρανκφούρτη/Μ 1998, σσ. 169–202.
[4] Peter Mair και Richard Katz, «Changing Models of Party Organization and Party Democracy: The Emergence of the Cartel Party», στο Party Politics, τόμ. 1, no. 1, 1995.
[5] Βλ. σημ 1.
[6] Βλ. Streeck, Buying Time.
[7] Oliver Nachtwey, Die Abstiegsgesellschaft. Über das Aufbegehren in der regressiven Moderne, Βερολίνο 2016.
[9] Για τη συμβολή του οικονομολόγου Arthur
B. Laffer στις πολιτικές του Προέδρου Ρέηγκαν για τη φορολογία και το δημόσιο χρέος βλ. David
Stockman, The Triumph of Politics: Why the Reagan Revolution Failed, N. Υόρκη 1986.
[10] Ο όρος «αφήγηση» μετανάστευσε πρόσφατα από την θεωρία της λογοτεχνίας και την ψυχολογία στην πολιτική, όπου η σταδιοδρομία του είναι εντυπωσιακή. Δεν είναι παράδοξο. Σύμφωνα με την Wikipedia, αφήγηση είναι «μια εξιστόρηση με νόημα, η οποία μεταφέρει συναισθήματα, παρέχει προσανατολισμούς και δημιουργεί εμπιστοσύνη». Αυτή η έννοια είναι ιδιαίτερα δημοφιλής τώρα, αναφορικά με την «Ευρώπη». Κάθε φορά που μια εκλογική αναμέτρηση αποβαίνει απογοητευτική, κάποιοι αυτοαποκαλούμενοι «Ευρωπαίοι» ζητούν μια «καλύτερη αφήγηση».
[11] Στις 15 Nοεμβρίου 2016, ο εκδότης του Oxford
Dictionaries ανακοίνωσε ότι η «μετα-αλήθεια» («post-truth») ανακηρύχτηκε Λέξη του Έτους 2016. Αμέσως η Εταιρεία για τη Γερμανική Γλώσσα, ανακήρυξε τη λέξη «μετα-πραγματικό» («postfaktisch») ως γερμανική Λέξη του Έτους. «Όλο
και πιο μεγάλα τμήματα του πληθυσμού», κατά την Εταιρεία, είναι πρόθυμα, «μέσα στα
αισθήματα της δυσαρέσκειας τους εναντίον “εκείνων εκεί επάνω”, να αγνοούν τα γεγονότα· ακόμη και να αποδέχονται προφανή
ψέματα. Στην “εποχή της μετα-πραγματικότητας”, αυτό που εγγυάται επιτυχία δεν είναι το να επικαλείσαι την αλήθεια, αλλά το να εκφράζεις μια “αλήθεια που γίνεται αισθητή”». Μετά από δεκαετίες ηγεμονίας του κονστρουκτιβισμού στις σχολές της λογοτεχνικής θεωρίας (βλέπε «αφήγηση»!), επανανακάλυψαν ξαφνικά την αντικειμενική αλήθεια, με στόχο να προσβάλουν τους μη ακαδημαϊκούς συμπολίτες τους.
[12] Η
ομοιότητα με τις δοκιμασίες γνώσης της γλώσσας, στις οποίες υποβάλλονταν άτομα
με σκουρόχρωμο δέρμα στις Νότιες Πολιτείες των ΗΠΑ είναι εντυπωσιακή. Στις
29 Νοεμβρίου 2016, σε ένα άρθρο της Frankfurter Allgemeine Zeitung, ο
Sandro Gaycken, «Διευθυντής του Ινστιτούτου Ψηφιακής Κοινωνίας» - το
οποίο, σύμφωνα με την ιστοσελίδα του, είναι «ένα στρατηγικό ερευνητικό
ινστιτούτο για ψηφιακά θέματα των γερμανικών εταιρειών» - έγραψε: «Χρειαζόμαστε μια “γνωσιοκρατία” [“gnosocracy” - κατά το αριστοκρατία]. Όποιος θέλει να ψηφίζει, πρέπει να αποδείξει την πολιτική του επάρκεια... Για
το σκοπό αυτό, σε κάθε εκλογικό κέντρο πρέπει να γίνεται στους ψηφοφόρους ένα τεστ πολλαπλών επιλογών, με απλές ερωτήσεις από κάθε τομέα:
εξωτερικό, εσωτερικό, περιβάλλον, οικονομία κλπ. Όποιος περνάει τη
δοκιμασία, θα μπορεί να ψηφίζει».
[13] Michael Gove, παραπομπή του Henry Mance, «Britain Has Had Enough of Experts, Says Gove», στους Financial Times, 3 Ιουνίου 2016.
[14] Αυτή
είναι μια πτυχή του τρόπου με τον οποίο το «1968» προσλήφθηκε από
έναν καπιταλισμό πρόθυμο να προσαρμοστεί σε μια μεταβαλλόμενη
κοινωνία, όπως περιγράφεται από τους Luc Boltanski και Eve Chiapello
στο The New Spirit of Capitalism, Λονδίνο και Ν. Υόρκη, 2006.
[15] Ernesto Laclau, On Populist Reason, Λονδίνο και Ν. Υόρκη, 2005; Chantal Mouffe, Agonistics: Thinking the World Politically, Λονδίνο και Ν. Υόρκη, 2013.
[16] Οι «λαϊκιστές» ανταποδίδουν με το να περιγράφουν όλους όσοι αποδέχονται το δόγμα της παγκοσμιοποίησης, ανεξαρτήτως της προέλευσης και των προθέσεών τους, ως αδιαχώριστη και ομοιόμορφη «ελίτ» της παγκοσμιοποίησης.
[17] Η διεθνής διάσταση της σύγκρουσης αυτής είναι ενδιαφέρουσα. Η «Διεθνιστική Διεθνής» προειδοποιεί εναντίον της «Εθνικιστικής Διεθνούς» και θέλει να δει να την πολεμούν όλοι στο όνομα της δημοκρατίας -
το ίδιο ισχύει και αντίστροφα. Πότε-πότε, ακούμε να συζητούν για μια «απολυταρχική» Διεθνή, η οποία πρέπει να καταπολεμηθεί από τη
«(νεο-)φιλελεύθερη Διεθνή» τόσο στην εσωτερική όσο και στην εξωτερική
πολιτική. Οι ηγέτες των ευρωπαϊκών κομμάτων που
θεωρούνται λαϊκιστές, μαζί με τον Τραμπ και τον αναδυόμενο δικτάτορα
στην Τουρκία, συχνά μιλούν θετικά για τη Ρωσία, πιθανότατα για να αποφύγουν να εμπλακούν σε διεθνιστικές συμμαχίες υπέρ της
παγκοσμιοποίησης.
[18] Στη Γερμανία, η [ακροδεξιά λαϊκίστικη] Alternative für Deutschland έχει πιο πολλούς ακόλουθους στο Facebook από κάθε άλλο κόμμα
[19] Robert Putnam, Our Kids: The American Dream in Crisis, Ν. Υόρκη, 2015.
[20] Wolfgang Streeck, How Will Capitalism End?, Λονδίνο και Ν. Υόρκη, 2016, σσ. 35–46.
[21] Peter Mair, «Representative versus Responsible Governments», mpifg Working Paper, No. 09/8, Σεπτ. 2009 (pdf)
[22] Alison Smale and Steven Erlanger, «As Obama Exits World Stage, Angela Merkel May Be the Liberal West’s Last Defender», New York Times, 12 Nοεμβρίου 2016.
[23] «Έτσι, το μεγαλύτερο μέρος του γαλλικού έθνους παίρνει τη μορφή απλής πρόσθεσης ισόμορφων μεγεθών, όπως οι πατάτες μέσα σε ένα σακί παίρνουν τη μορφή ενός σακιού με πατάτες» Karl Marx, «Η 18η Μπρυμαίρ του Λουδοβίκου Βοναπάρτη», στο Surveys from Exile, Λονδίνο 1973, σ. 239.
[Η απόδοση στα ελληνικά έγινε από το κείμενο το δημοσιευμένο στην New
Left Review, μεταφρασμένο στην αγγλική γλώσσα από τον Rodney Livingstone]
Ο Wolfgang Streeck (1946) είναι κοινωνιολόγος, ομότιμος Διευθυντής του Ινστιτούτου Max Planck για τη Μελέτη των Κοινωνιών (Κολωνία). Συνοπτικά, οι θέσεις του Βόλφγκανγκ Στρέεκ για την Ευρώπη παρουσιάστηκαν σε 3 δοκίμιά του στο περιοδικό Blätter für deutsche und internationale Politik ← (όλα τα γραπτά του)
Συμπεριλήφθηκαν μετά στο συλλογικό έργο Demokratie oder Kapitalismus - Europa in Krise, στις εκδόσεις των «Blätter», ως μέρος της ευρείας συζήτησης για την κρίση.
Τα 3 δοκίμια του Στρέεκ («Τι
μπορεί να γίνει τώρα, Ευρώπη; Καπιταλισμός χωρίς δημοκρατία ή
δημοκρατία χωρίς καπιταλισμό;», «Στα ερείπια του παλαιού κόσμου. Από τη
δημοκρατία στην κοινωνία της αγοράς» και «Από εθνικισμό του γερμανικού
μάρκου στον πατριωτισμό του ευρώ; Μια απάντηση στον Jürgen Habermas») περιλαμβάνονται στον Β' τόμο της ελληνικής έκδοσης του βιβλίου με επιμέλεια και → εισαγωγή της Ρούλας Γκόλιου. Το βιβλίο περιέχει και αντικρούσεις της άποψης Streeck από τους Elmar Altvater, Jürgen Habermas, Claus Offe, μαζί με άλλα κείμενα για την κρίση στην ευρωζώνη των Peter Bofinger, Rudolf Hickel, Stephan Schulmeister, Paul Krugman, Isabell Lorey, Hubert Zimmermann και Karl Georg Zinn. Τα περιεχόμενα ←
Άρθρα του Wolfgang Streeck στην Νew Left Review:
The Life and Time of the European Consolidation State. Συζήτηση του Wolfgang Streeck με τον Michael Feher στον ιστοχώρο Europe at a Crossroads - Near Futures
Δοκίμια του Wolfgang Streeck (Max Plank Institute for the Study of Societies discussion papers, pdf, αγγλ.) :
O ιστοχώρος του Wolfgang Streeck στο Max Plank Institute for the Study of Societies (με τα βιβλία του, όλες τις δημοσιεύσεις κτλ)
Η Δύση «πέφτει από μέσα» ως νέα Ρώμη; Έρχονται «σκοτεινοί αιώνες»; - Ο Wolfgang Streeck συζητά με τον Aditya Chakrabortty (Guardian)
Άλλα άρθρα του Wolfgang Streeck στον ιστοχώρο Μετά την Κρίση
Μια διαφορετική περίπτωση πολιτισμικού πεσιμισμού:
Χανς-Βέρνερ Ζιν: Η μαρξική θεωρία των κρίσεων και πώς η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα καταστρέφει τον καπιταλισμό
Από την πλουτο-φιλελεύθερη στην πλουτο-λαϊκιστική εκδοχή κοινωνικού συμβολαίου. Υποβαθμισμένοι της παγκοσμιοποίησης και η γενιά του επιφανειακού κοσμοπολιτισμού:
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου