του Γιάννη Μηλιού
Ανεξάρτητα από συμφωνίες ή διαφωνίες για τα επιμέρους, παραμένουν επίκαιρα πολλά απ' όσα είχε επισημάνει δύο χρόνια πρίν ο Γιάννης Μηλιός στο Διεθνές Συνέδριο «Δημόσιο χρέος και πολιτικές λιτότητας στην Ευρώπη: Η απάντηση της Ευρωπαϊκής Αριστεράς». Ιδιαίτερα όσα αφορούν την λεγόμενη "Ελληνική ιδιομορφία".
Το συνέδριο είχε διοργανωθεί τον Μάρτιο του 2011 από το "Κόμμα της Ευρωπαϊκής Αριστεράς", τον "Συνασπισμό της Αριστεράς" και το "Ινστιτούτο Νίκος Πουλαντζάς". Αναδημοσιεύονται εδώ τα δύο καταληκτικά κεφάλαια που αφορούν την Ελλάδα και τις διεξόδους.
Το συνέδριο είχε διοργανωθεί τον Μάρτιο του 2011 από το "Κόμμα της Ευρωπαϊκής Αριστεράς", τον "Συνασπισμό της Αριστεράς" και το "Ινστιτούτο Νίκος Πουλαντζάς". Αναδημοσιεύονται εδώ τα δύο καταληκτικά κεφάλαια που αφορούν την Ελλάδα και τις διεξόδους.
Γ.Ρ.
Ο ακραίος χαρακτήρας του ελληνικού νεοφιλελευθερισμού
Η κρίση είναι εντονότερη στην Ελλάδα, δηλαδή το Ελληνικό δημόσιο χρέος
βρίσκεται στο ψηλότερο επίπεδο των χωρών της Ευρωζώνης, λόγω του ακραίου
χαρακτήρα που πήραν στη χώρα οι νεοφιλελεύθερες πολιτικές ήδη από τη
δεκαετία του 1990, μέσα από τη διαρκώς διευρυνόμενη νόμιμη φοροαπαλλαγή
του κεφαλαίου και των υψηλών εισοδημάτων. Το χρέος διεύρυνε τη σφαίρα των
χρηματοπιστωτικών συναλλαγών, δημιουργώντας δυνατότητες για επικερδή
τοποθέτηση στους κατόχους χρήματος : Να δανείζουν το κράτος.
Αυτή η μονόπλευρη ταξική πολιτική υπέρ των «εχόντων και κατεχόντων», που απαρέγκλιτα ακολούθησαν ΠΑΣΟΚ και ΝΔ, είναι συν-υπεύθυνη για το βάθος της σημερινής δημοσιονομικής κρίσης:
Αυτή η μονόπλευρη ταξική πολιτική υπέρ των «εχόντων και κατεχόντων», που απαρέγκλιτα ακολούθησαν ΠΑΣΟΚ και ΝΔ, είναι συν-υπεύθυνη για το βάθος της σημερινής δημοσιονομικής κρίσης:
Αν η άμεση φορολογία στην Ελλάδα βρισκόταν απλά στον ευρωπαϊκό μέσο όρο κατά την περίοδο 2000-2008, το Δημόσιο θα είχε εισπράξει στο διάστημα αυτό φορολογικά έσοδα της τάξεως των 95 δις ευρώ. Συνυπολογίζοντας τα έτη 2009 και 2010, προκύπτει ότι το ελληνικό Δημόσιο παραιτήθηκε υπέρ των υψηλών εισοδημάτων από έσοδα που αντιστοιχούν στο (πρώτο) δάνειο που έλαβε η χώρα από την Τρόϊκα.
Από το 1997 μέχρι το 2007 η Ελλάδα είχε, όπως ήδη
είπαμε, από τους μεγαλύτερους ρυθμούς ανάπτυξης στην Ευρωζώνη με
αποτέλεσμα την κατακόρυφη αύξηση του ΑΕΠ κατά 44%. Με σταθερούς τους
υπόλοιπους παράγοντες (κρατικά έσοδα, δαπάνες κλπ), έπρεπε να επέλθει
σημαντική μείωση του χρέους ως % του ΑΕΠ (αφού αυτό ορίζεται πάντα ως
ποσοστό επί του ΑΕΠ). Κάτι τέτοιο όμως δεν συνέβη, λόγω της τεράστιας
μείωσης των φορολογικών συντελεστών στα κέρδη του κεφαλαίου και στη
μεγάλη περιουσία, με τη φορολογία επί των αδιανέμητων κερδών να
μειώνεται από 35% το 2004 (40 - 45% το 1981) σε 24% το 2009 και 20%
σήμερα, και την εισαγωγή μίας πλειάδας φοροαπαλλαγών. Οι Έλληνες
εφοπλιστές, οι οποίοι συγκεντρώνουν το 16% της χωρητικότητας του
παγκόσμιου εμπορικού στόλου και το 22% της παγκόσμιας χωρητικότητας
πετρελαιοφόρων, απολαμβάνουν 58 φοροαπαλλαγές, με τελικό αποτέλεσμα να
πληρώνουν στο κράτος ετησίως μόλις 12 εκατ. ευρώ, έναντι 50 εκ. που
πληρώνουν οι μετανάστες με τα παράβολά τους.
Οι φόροι που πλήρωσαν οι μισθωτοί και τα άλλα φυσικά πρόσωπα αυξήθηκαν από 5,6 δις ευρώ το 2004 στα 11 δις ευρώ το 2008. Αντίθετα οι ανώνυμες εταιρείες και τα άλλα νομικά πρόσωπα πλήρωσαν το 2004 4,8 δις ευρώ (4.775 εκατ. ευρώ) και το 2008 κατά τι λιγότερο, και συγκεκριμένα 4.705 εκατ. ευρώ.
Πάνω στη νόμιμη φοροαπαλλαγή των «εχόντων και κατεχόντων» προστίθεται η φοροαπαλλαγή και εισφοροδιαφυγή, που όπως και η διαφθορά, διευκολύνονται από τη διάλυση των ελεγκτικών μηχανισμών του κράτους. Είναι χαρακτηριστικό ότι για 900.000 περίπου επιχειρήσεις υπάρχουν γύρω στους 1000 ελεγκτές!
Η διέξοδος για τις δυνάμεις της εργασίας είναι η ανατροπή του νεοφιλελευθερισμού και η «κοινωνική ατζέντα»: Αναδιανομή εξουσίας και εισοδήματος υπέρ των εργαζομένων και επαναδιαπραγμάτευση του χρέους με διαγραφή μεγάλου μέρους του, με κριτήρια κοινωνικά, αναπτυξιακά, οικολογικά.
Οι νεοφιλελεύθερες πολιτικές που ακολουθούν οι Ελληνικές (και Ευρωπαϊκές) κυβερνήσεις βασίζονται σε ένα «πατριωτικό» επιχείρημα: Ενισχύοντας τα κέρδη του κεφαλαίου και την «ανταγωνιστικότητα» της εθνικής οικονομίας έναντι των άλλων χωρών, θα βελτιωθεί στο μέλλον και η κατάσταση των εργαζομένων, παρά τη σημερινή λιτότητα, φτώχεια και κατάργηση δικαιωμάτων (που βαφτίζονται κομψά «θυσίες» για να βγει η χώρα από την κρίση). Με την εναλλακτική πρόταση της Αριστεράς, που αποδομεί πλήρως αυτή τη συντηρητική ρητορεία, θα ασχοληθεί αύριο το Συνέδριό μας. Εδώ θα ήθελα να θίξω ένα μόνο ζήτημα:
Από διάφορες δυνάμεις, ακόμη και αριστερές, προβάλλεται ως λύση, μπροστά στην ιστορική αποτυχία του νεοφιλελευθερισμού στην Ευρώπη, η διάλυση του ευρώ ή η έξοδος από αυτό όποιας χώρας έχει προβλήματα.
Η έξοδος από το ευρώ, με τις σημερινές συνθήκες που επικρατούν, τόσο διεθνώς όσο και στην Ευρώπη, δεν είναι μία επιλογή προς το συμφέρον των εργαζόμενων και επομένως δεν μπορεί να είναι επιλογή των δυνάμεων της Αριστεράς. Την έξοδο από το ευρώ προτείνουν άλλωστε υπερσυντηρητικοί κύκλοι, επειδή προσδοκούν είτε ότι θα ευνοηθούν οι χρηματαγορές, είτε ότι μέσω των παλιών εθνικών νομισμάτων και του συναλλαγματικού πολέμου που θα ξεσπάσει, θα εφαρμοστούν ακόμα πιο σκληρές πολιτικές ενάντια στους εργαζόμενους.
Αλλά και η γενικότερη αποτίμηση της παγκόσμιας κατάστασης δείχνει ότι για να ανατραπεί η σημερινή παγκόσμια ηγεμονία του νεοφιλελεύθερου υποδείγματος και να προωθηθούν στρατηγικοί στόχοι όπως ο έλεγχος των διεθνών αγορών και των τραπεζών, η προστασία του περιβάλλοντος και ο κοινωνικός μετασχηματισμός υπέρ των εργαζομένων απαιτούνται λύσεις που αφορούν κυρίως την αλλαγή των ταξικών συσχετισμών δύναμης σε κάθε (Ευρωπαϊκή) χώρα, και όχι λύσεις προώθησης της «εθνικής ανταγωνιστικότητας» έναντι των άλλων χωρών. Θα ήταν αστείο να προτείνουμε από αυτό εδώ το Συνέδριο, π.χ. στους Πορτογάλους συντρόφους μας, να αγωνιστούν για να υιοθετήσει η χώρα τους το «νέο εσκούδο», ώστε μέσα από αλλεπάλληλες ανταγωνιστικές υποτιμήσεις να αυξηθούν, υποτίθεται, τα κέρδη των Πορτογάλων καπιταλιστών εξαγωγέων, και έτσι να βελτιωθεί, υποτίθεται επίσης, και η θέση των Πορτογάλων εργαζομένων.
Η έξοδος από το ευρώ, στις σημερινές διεθνείς συνθήκες παγκόσμιας κυριαρχίας του νεοφιλελευθερισμού, είναι απατηλή λύση, αφού οι πιέσεις των χρηματαγορών σε ένα αδύνατο εθνικό νόμισμα για ευθυγράμμιση με τις νεοφιλελεύθερες πολιτικές και για να αποδεχθεί ο εργαζόμενος κόσμος μεγαλύτερες θυσίες από αυτές που υφίσταται τώρα, θα είναι μεγαλύτερες.
Οι φόροι που πλήρωσαν οι μισθωτοί και τα άλλα φυσικά πρόσωπα αυξήθηκαν από 5,6 δις ευρώ το 2004 στα 11 δις ευρώ το 2008. Αντίθετα οι ανώνυμες εταιρείες και τα άλλα νομικά πρόσωπα πλήρωσαν το 2004 4,8 δις ευρώ (4.775 εκατ. ευρώ) και το 2008 κατά τι λιγότερο, και συγκεκριμένα 4.705 εκατ. ευρώ.
Πάνω στη νόμιμη φοροαπαλλαγή των «εχόντων και κατεχόντων» προστίθεται η φοροαπαλλαγή και εισφοροδιαφυγή, που όπως και η διαφθορά, διευκολύνονται από τη διάλυση των ελεγκτικών μηχανισμών του κράτους. Είναι χαρακτηριστικό ότι για 900.000 περίπου επιχειρήσεις υπάρχουν γύρω στους 1000 ελεγκτές!
Η διέξοδος για τις δυνάμεις της εργασίας είναι η ανατροπή του νεοφιλελευθερισμού και η «κοινωνική ατζέντα»: Αναδιανομή εξουσίας και εισοδήματος υπέρ των εργαζομένων και επαναδιαπραγμάτευση του χρέους με διαγραφή μεγάλου μέρους του, με κριτήρια κοινωνικά, αναπτυξιακά, οικολογικά.
Οι νεοφιλελεύθερες πολιτικές που ακολουθούν οι Ελληνικές (και Ευρωπαϊκές) κυβερνήσεις βασίζονται σε ένα «πατριωτικό» επιχείρημα: Ενισχύοντας τα κέρδη του κεφαλαίου και την «ανταγωνιστικότητα» της εθνικής οικονομίας έναντι των άλλων χωρών, θα βελτιωθεί στο μέλλον και η κατάσταση των εργαζομένων, παρά τη σημερινή λιτότητα, φτώχεια και κατάργηση δικαιωμάτων (που βαφτίζονται κομψά «θυσίες» για να βγει η χώρα από την κρίση). Με την εναλλακτική πρόταση της Αριστεράς, που αποδομεί πλήρως αυτή τη συντηρητική ρητορεία, θα ασχοληθεί αύριο το Συνέδριό μας. Εδώ θα ήθελα να θίξω ένα μόνο ζήτημα:
Από διάφορες δυνάμεις, ακόμη και αριστερές, προβάλλεται ως λύση, μπροστά στην ιστορική αποτυχία του νεοφιλελευθερισμού στην Ευρώπη, η διάλυση του ευρώ ή η έξοδος από αυτό όποιας χώρας έχει προβλήματα.
Η έξοδος από το ευρώ, με τις σημερινές συνθήκες που επικρατούν, τόσο διεθνώς όσο και στην Ευρώπη, δεν είναι μία επιλογή προς το συμφέρον των εργαζόμενων και επομένως δεν μπορεί να είναι επιλογή των δυνάμεων της Αριστεράς. Την έξοδο από το ευρώ προτείνουν άλλωστε υπερσυντηρητικοί κύκλοι, επειδή προσδοκούν είτε ότι θα ευνοηθούν οι χρηματαγορές, είτε ότι μέσω των παλιών εθνικών νομισμάτων και του συναλλαγματικού πολέμου που θα ξεσπάσει, θα εφαρμοστούν ακόμα πιο σκληρές πολιτικές ενάντια στους εργαζόμενους.
Αλλά και η γενικότερη αποτίμηση της παγκόσμιας κατάστασης δείχνει ότι για να ανατραπεί η σημερινή παγκόσμια ηγεμονία του νεοφιλελεύθερου υποδείγματος και να προωθηθούν στρατηγικοί στόχοι όπως ο έλεγχος των διεθνών αγορών και των τραπεζών, η προστασία του περιβάλλοντος και ο κοινωνικός μετασχηματισμός υπέρ των εργαζομένων απαιτούνται λύσεις που αφορούν κυρίως την αλλαγή των ταξικών συσχετισμών δύναμης σε κάθε (Ευρωπαϊκή) χώρα, και όχι λύσεις προώθησης της «εθνικής ανταγωνιστικότητας» έναντι των άλλων χωρών. Θα ήταν αστείο να προτείνουμε από αυτό εδώ το Συνέδριο, π.χ. στους Πορτογάλους συντρόφους μας, να αγωνιστούν για να υιοθετήσει η χώρα τους το «νέο εσκούδο», ώστε μέσα από αλλεπάλληλες ανταγωνιστικές υποτιμήσεις να αυξηθούν, υποτίθεται, τα κέρδη των Πορτογάλων καπιταλιστών εξαγωγέων, και έτσι να βελτιωθεί, υποτίθεται επίσης, και η θέση των Πορτογάλων εργαζομένων.
Η έξοδος από το ευρώ, στις σημερινές διεθνείς συνθήκες παγκόσμιας κυριαρχίας του νεοφιλελευθερισμού, είναι απατηλή λύση, αφού οι πιέσεις των χρηματαγορών σε ένα αδύνατο εθνικό νόμισμα για ευθυγράμμιση με τις νεοφιλελεύθερες πολιτικές και για να αποδεχθεί ο εργαζόμενος κόσμος μεγαλύτερες θυσίες από αυτές που υφίσταται τώρα, θα είναι μεγαλύτερες.
"Η ελληνική κρίση ως εκδοχή της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης και της κρίσης της ΟΝΕ" .
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου