του Δημήτρη Α. Ιωάννου
το τελευταίο μέρος του κειμένου "Η «διαρθρωτική κατάρρευση» της ελληνικής οικονομίας, Τι έπρεπε να είχε γίνει, τι πρέπει να γίνει για την ανάκαμψη" (δημοσιεύθηκε στην Ελληνική έκδοση του © Foreign Affairs, 17/5/2013)
Το κομμάτι αυτό αναδημοσιεύθηκε και στο Feltor's Blog
Η οικονομία της Ελλάδας δεν «συρρικνώθηκε» τεχνητά στα 195
δισεκατομμύρια πέρυσι, και στα 185 δισεκατομμύρια φέτος, εξ αιτίας της
λανθασμένης (ή δόλιας;) οικονομικής πολιτικής που επέβαλαν οι ξένοι,
όπως ισχυρίζονται κάποιοι τηλεγενείς καθηγητές.
Το σημερινό επίπεδο του Ελληνικού ΑΕΠ δεν είναι προϊόν «συρρίκνωσης». Τα χθεσινά του επίπεδα,
αντίθετα, όταν η χώρα συμπεριφερόταν καταναλωτικά σαν να ήταν μια χώρα
με ΑΕΠ 310 δισεκατομμυρίων, ήταν τεχνητά και αφύσικα, προϊόντα μιας
διόγκωσης που δεν ανταποκρινόταν στο παραγωγικό της δυναμικό. Εξ αιτίας
της λανθασμένης επιλογής της συμμετοχής στην ΟΝΕ αλλά, κυρίως, εξ αιτίας
της ανεύθυνης επεκτατικής δημοσιονομικής πολιτικής που εφαρμόσθηκε στην
περίοδο 2000-2009, η Ελληνική οικονομία άρχισε να εξελίσσεται
παραμορφωτικά, σε μια κλασσική περίπτωση κλαδικής δυσπλασίας, η οποία
δεν μπορούσε να οδηγήσει πουθενά αλλού εκτός από την κατάρρευσή της σε
προβλεπτό χρονικό διάστημα. Η ήδη ισχνή παραγωγική βάση της χώρας
συνέχισε να υποχωρεί, (αναλογικά προς τους υπόλοιπους κλάδους), δίνοντας
την θέση της στην διευρυμένη εξυπηρέτηση της κατανάλωσης, στην εκτίναξη
του όγκου και των αξιών των ακινήτων, και στον γιγαντισμό του δημόσιου
τομέα ο οποίος ήταν και εκείνος που δημιουργούσε τα απαραίτητα
εισοδήματα μέσω του θηριώδους δανεισμού του που είχε καταστεί επιτρεπτός
από την παραίσθηση που επικρατούσε διεθνώς, στην πρώτη περίοδο της ΟΝΕ,
ότι από τούδε και εις το εξής το Ελληνικό Δημόσιο ήταν εξ ίσου
φερέγγυος δανειζόμενος με το Γερμανικό ή το Φινλανδικό.
Τα αρνητικά πραγματικά επιτόκια που δημιουργούσε για την Ελλάδα η
πολιτική της ΕΚΤ σε συνδυασμό με τα συνεχή ελλείμματα των εγχώριων
δημοσιονομικών χρήσεων είχαν το εξής αποτέλεσμα: Η Ελληνική οικονομία, η
οποία είχε ήδη εισέλθει στην Ευρωζώνη το 2000 με έναν (αναλογικά με το
επίπεδο εισοδήματός της και την παραγωγικότητά της), εξαιρετικά
διογκωμένο τομέα «διεθνώς μη-εμπορευσίμων» προϊόντων, τον οποίο θα
έπρεπε να περιορίσει προς όφελος του παραπληρωματικού της των «διεθνώς
εμπορευσίμων» για να διατηρηθεί σε βιώσιμη αναπτυξιακή πορεία, κινήθηκε
προς την ακριβώς αντίθετη κατεύθυνση, με αποτέλεσμα αυτή η δυσμορφία της
να ενταθεί, αντί να περιορισθεί . Σύμφωνα με υπολογισμούς μας, με
βάση τους Εθνικούς Λογαριασμούς σε διψήφιο επίπεδο κλαδικής ανάλυσης, η
προστιθέμενη ακαθάριστη αξία του τομέα των «διεθνώς εμπορευσίμων», στην
αρχή της Ελληνικής πορείας στην Ευρωζώνη, το έτος 2000, αντιστοιχούσε
στο 25% του ΑΕΠ, δηλαδή σε ένα ποσοστό ιδιαίτερα χαμηλό κρινόμενο με
μέτρο την μέση παραγωγικότητα της οικονομίας. Για τον λόγο αυτό,
προκειμένου η Ελληνική οικονομία να αποκτήσει αναπτυξιακή ευστάθεια, το
συγκεκριμένο ποσοστό θα έπρεπε οπωσδήποτε να αυξηθεί, σταδιακά, στο
35 - 40% του ΑΕΠ. Αντί τούτου, το 2009 είχε περιορισθεί στο 19%! Η εν λόγω
εξέλιξη ήταν καταστροφική δοθέντος ότι το σχετικό ποσοστό του τομέως
των «διεθνώς εμπορευσίμων» στο ΑΕΠ είναι ένα απόλυτα κρίσιμο μέγεθος:
απο τον τομέα αυτόν προέρχεται το σύνολο της κατα κεφαλήν αύξησης του
εισοδήματος αλλά και όλοι οι επενδύσιμοι πόροι της οικονομίας. Με την
συρρίκνωση του, λοιπόν, η Ελληνική οικονομία μετατράπηκε κυριολεκτικά σε
μια αντεστραμένη πυραμίδα με ισχνότατη παραγωγική βάση και γιγαντιαία -πλέον- καταναλωτική υπερδομή, την οποία διατηρούσε τεχνητά, και
προσωρινά βεβαίως, σε όρθια θέση, ο ακατάσχετος εξωτερικός δανεισμός,
του Δημοσίου (κυρίως), αλλά και των ιδιωτικών φορέων (δευτερευόντως).
Ήταν απόλυτα φυσιολογικό, μόλις η δυνατότητα δανεισμού εξαντλήθηκε, το
οικοδόμημα να καταρρεύσει δημιουργώντας μια βαθύτατη κρίση και ενάμιση
εκατομμύριο ανέργους (προς το παρόν).
Η έξοδος από την κρίση, όπως είναι κατανοητό, δεν θα έρθει παρά μόνο
όταν η ανεργία περιορισθεί από το ύψος του 30% που προσεγγίζει σήμερα,
σε ποσοστά κάτω από 10% του εργατικού δυναμικού. Το ότι η Ελληνική
οικονομία βρίσκεται σε «διαρθρωτική κρίση» όμως, σημαίνει πως για να
συμβεί κάτι τέτοιο θα πρέπει να μετασχηματισθεί ριζικά η κλαδική της
σύνθεση: Το Δημόσιο, το λιανικό εμπόριο, οι οικοδομές και οι «παληές»
υπηρεσίες να έχουν πολύ μικρότερη συμμετοχή στο ΑΕΠ απ’ ότι σήμερα, και
οι παραγωγικοί κλάδοι (συμπεριλαμβανομένων και των υπηρεσιών
«τεχνολογικής αιχμής») πολύ μεγαλύτερο. Θα πρέπει δηλαδή, προκειμένου το
οικοδόμημα της Ελληνικής οικονομίας να καταστεί βιώσιμο
μεσο-μακροχρόνια, η σχέση «διεθνώς εμπορευσίμων» προς «διεθνώς μη
εμπορεύσιμα» προϊόντα, που σήμερα είναι τραγικά διαστρεβλωμένη, (σε
σύγκριση με τα διεθνή πρότυπα), εις βάρος των πρώτων, να αλλάξει
δραστικά υπέρ τους (το 19% των «διεθνώς εμπορευσίμων» να γίνει
τουλάχιστον 35% ως ποσοστό του ΑΕΠ). Και αυτό είναι κάτι που απαιτεί
χρόνο. Και πολλή προσπάθεια εκ μέρους όλων.
Προκειμένου η Ελλάδα να επιτύχει ξανά το επίπεδο εισοδήματος και
κατανάλωσης που απολάμβανε το 2008, χωρίς όμως την φορά αυτή να
βρίσκεται σε κατάσταση δομικής ανισορροπίας και να κινδυνεύει με νέα
καταστραφή, θα πρέπει να αναπτυχθεί ομαλά, με μέσο ετήσιο όρο
πραγματικής ανάπτυξης του ΑΕΠ γύρω στο 2,5%, για περισσότερο από 20
χρόνια. Προκειμένου δηλαδή να έχει έναν κατώτατο μισθό 750-800 ευρώ και
μια κατανάλωση 170 δισεκατομμυρίων ευρώ, (όπως είχε το 2008), όπου ο μεν
πρώτος θα επιτρέπει στην Ελληνική οικονομία να είναι ανταγωνιστική και
-ως «μισθός ισορροπίας»- δεν θα δημιουργεί ανεργία, η δε δεύτερη θα
αντιστοιχεί στο 55% του ΑΕΠ, όπως συμβαίνει στις χώρες της Ευρωζώνης,
και όχι στο 75% όπως συνέβαινε εδώ το 2008, η Ελλάδα θα πρέπει να
επιτύχει ένα επίπεδο ΑΕΠ 310 δισεκατομμυρίων ευρώ. Εάν αρχίσει να
αναπτύσσεται από το 2015, όταν το ΑΕΠ της θα βρίσκεται στα 180 περίπου
δισεκατομμύρια ευρώ, και ο μέσος ρυθμός (πραγματικής και υγιούς πλέον)
ανάπτυξής της είναι γύρω στο 2,5% - κάτι όχι ιδιαίτερα εύκολο - τότε θα
φθάσει το επίπεδο εισοδήματος των 310 δισεκατομμυρίων (άρα και το
επίπεδο κατανάλωσης του 2008) κάποια στιγμή ανάμεσα στο 2035 και στο
2040! Και αυτά, φυσικά, υπό την προϋπόθεση ότι θα γίνουν όλες εκείνες οι
ανατροπές που θα μεταλλάξουν την Ελληνική οικονομία από παρασιτική,
μεταπρατική, διεφθαρμένη και αντιπαραγωγική, στο ακριβώς αντίθετό της.
Είναι απολύτως απογοητευτικό να ακούει και να διαβάζει κανείς ακόμη
και σώφρονες κατά τα άλλα, οικονομολογικά εγγράμματους ανθρώπους, να
εξανίστανται για τις επιβαλλόμενες διορθώσεις στο ύψος της μισθολογικής
δαπάνης, διαμαρτυρόμενοι ότι η Ελλάδα δεν μπορεί και δεν πρέπει «να
πέσει στο επίπεδο της Βουλγαρίας». Διότι το θέμα δεν είναι να μειώσει η
Ελλάδα τους μισθούς της στο επίπεδο της Βουλγαρίας, αλλά -δυστυχώς- ν'
ανταγωνισθεί την Βουλγαρία στο επίπεδο των προϊόντων που προσφέρονται
προς την διεθνή αγορά. Διότι -δυστυχώς και πάλι- παράγει ομοειδή
προϊόντα με αυτήν, και όχι με την Γερμανία ή την Φινλανδία. Και -ξανά δυστυχώς- στην διάρκεια της πρώτης δεκαετίας της τρίτης χιλιετίας,
όταν ο μεταπρατικός παρασιτισμός διογκωνόταν στην Ελλάδα, οι
παραγωγικές της μονάδες δεν την εγκατέλειπαν για να μεταφερθούν στην
Γερμανία, στην Φιλανδία και στην Σουηδία αλλά για να μεταφερθούν στην
Βουλγαρία, στα Σκόπια και στην Ρουμανία. Με αυτές τις χώρες, λοιπόν,
είναι που πρέπει να ανταγωνισθεί η Ελλάδα για να μπορέσει να
δημιουργήσει βιώσιμες θέσεις εργασίας για το ενάμιση εκατομμύριο ανέργων
της.
Για τον λόγο αυτό, η συνειδητοποίηση του γεγονότος ότι η Ελλάδα δεν
διέρχεται μια Κεϋνσιανού τύπου «ύφεση», αλλά πλήττεται από μια βαθιά
κρίση «διαρθρωτικής κατάρρευσης», δεν είναι ένα απλό ζήτημα σχολαστικής
οικονομολογικής θεωρητικολογίας. Είναι μια ουσιώδης προϋπόθεση για να
συνειδητοποιηθεί από την Ελληνική κοινωνία τι ακριβώς της έχει συμβεί
και προς τα πού βρίσκεται η διέξοδος. Εάν επρόκειτο για ένα πρόβλημα
συγκυριακής υποχώρησης του εισοδήματος, η οποία θα ήταν δυνατόν να
αποκατασταθεί με τον κατάλληλο συνδυασμό δημοσιονομικής και νομισματικής
πολιτικής, (την οποία, κατά τους εγχώριους δημαγωγούς, προφανώς δεν
εισηγήθηκε το ΔΝΤ, γιατί εκτός από «νεοφιλελεύθερο» που είναι, έκανε
λάθος και στους «πολλαπλασιαστές»), τότε δεν θα χρειαζόταν να αλλάξουμε
πολλά πράγματα ως πολίτες αυτής της χώρας. Το πρόβλημα θα λυνόταν
σύντομα (δηλαδή βραχυχρόνια, αφού, άλλωστε, «μακροχρόνια θα είμαστε
όλοι νεκροί»), και εμείς θα μπορούσαμε να παραμείνουμε σταθεροί στις
συμπεριφορές μας, στις οικονομικές και επαγγελματικές μας επιλογές, στην
φιλοσοφία ζωής που ακολουθήσαμε μέχρι τώρα.
O Δημήτρης Α. Ιωάννου είναι οικονομολόγος. Έχει ασχοληθεί με θέματα της ελληνικής και ευρωπαϊκής αγοράς εργασίας,
καθώς και με θέματα νομισματικής πολιτικής, εξωτερικού εμπορίου και
διεθνών οικονομικών σχέσεων.
Δημήτρης Α. Ιωάννου - Από τους ψευτοεκσυγχρονιστές στους ψευτοπατριώτες
Christos A. Ioannou & Dimitrios A. Ioannou - Greece: Victim of excessive austerity or of credit‑induced, turbo‑charged “Dutch disease”?
Δημήτρης Α. Ιωάννου - Η αναπόφευκτη «εσωτερική υποτίμηση» (Athens Review of Books, Τεύχος 26- Φεβρουάριος 2012)
Δημήτρης Α. Ιωάννου - Από τους ψευτοεκσυγχρονιστές στους ψευτοπατριώτες
Δημήτρης Α. Ιωάννου - Χρονικόν μεγάλης πλαναισθησίας
Βιβλία του Δ. Ιωάννου
Ινστιτούτο Εργασίας ΓΣΕΕ (ΙΝΕ): Ετήσια Έκθεση 2013 : Η ελληνική οικονομία και η απασχόληση - Στο 31,5% η ανεργία το 2014 (από αναδημοσίευση στην ιστοσελίδα "Οικοαριστερά - ecoleft)
Γιώργος Παπανικολάου - Πολιτικό έγκλημα κατά της οικονομίας (new deal - Euro2day)
Ινστιτούτο Εργασίας ΓΣΕΕ (ΙΝΕ): Ετήσια Έκθεση 2013 : Η ελληνική οικονομία και η απασχόληση - Στο 31,5% η ανεργία το 2014 (από αναδημοσίευση στην ιστοσελίδα "Οικοαριστερά - ecoleft)
Γιώργος Παπανικολάου - Πολιτικό έγκλημα κατά της οικονομίας (new deal - Euro2day)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου