το κεφάλαιο των συμπερασμάτων από το βιβλίο του © Lorenzo Bini Smaghi Austerity: European democracies against the wall, που εκδόθηκε τον Ιούλιο του 2013 από το © CEPS - The Centre for European Policy Studies (Βρυξέλλες) στη σειρά Economic Policy- CEPS Paperbacks
Ολόκληρο το βιβλίο είναι διαθέσιμο από το CEPS σε pdf εδώ:
Η πρωτότυπη Ιταλική έκδοση του βιβλίου του Bini Smaghi στις εκδόσεις
© Il Mulino: Morire di austerità: Democrazie europee con le spalle al muro
© Il Mulino: Morire di austerità: Democrazie europee con le spalle al muro
Η ευρωπαϊκή κρίση είναι μέρος της ευρύτερης κρίσης που πλήττει τις πιο προηγμένες οικονομικά χώρες όλου του κόσμου. Αν και έχει εκδηλωθεί με τη συσσωρευμένη δημόσια και ιδιωτική υπερχρέωση, το χρέος είναι μόνον σύμπτωμα της κρίσης και η πραγματική αιτία της είναι πολύ βαθύτερη: Η κρίση έχει σχέση με τις αλλαγές που σάρωσαν την παγκόσμια οικονομία τα τελευταία 20 χρόνια και θέτουν υπό αμφισβήτηση το πρότυπο της ανάπτυξης που επικρατεί στον δυτικό κόσμο και τη βιωσιμότητα των κοινωνικών συστημάτων του.
Επίσης, η εξουσία στις δυτικές δημοκρατίες περνά σε μια φάση αυξανόμενου κατακερματισμού, και όπως παρατηρεί ο Moises Naim στο έργο του Το τέλος της εξουσίας, «προκύπτει μια κατάσταση όπου τα αδιέξοδα και η τάση να λαμβάνονται μόνον οι ελάχιστες αποφάσεις και την τελευταία στιγμή, διαβρώνει σοβαρά την ποιότητα των δημόσιων πολιτικών και την ικανότητα των κυβερνήσεων να ανταποκρίνονται στις προσδοκίες των ψηφοφόρων ή στην επίλυση των προβλημάτων που επείγουν».
Εκείνοι που δεν πρόσεξαν έγκαιρα αυτές τις αλλαγές ή δεν έδωσαν σημασία και είτε ως άτομα είτε ως κοινωνία, συνέχιζαν να δρούν σαν να μην έχει αλλάξει τίποτε, βρήκαν ως μόνη διέξοδο τον δανεισμό. Ανέβαλλαν τις προσαρμογές που έπρεπε να κάνουν, έως ότου έγινε πια αδύνατο να τις καθυστερήσουν άλλο, δηλαδή όταν οι χρηματοπιστωτικές αγορές αρνήθηκαν να χρηματοδοτούν το χρέος τους. Σ' εκείνο τη σημείο, οι αρμόδιοι, αντί να αντιμετωπίσουν τα βαθύτερα αίτια της κρίσης με διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, ώστε να προσαρμοστεί το οικονομικό και κοινωνικό σύστημα στο νέο παγκόσμιο πλαίσιο, επέλεξαν να θεραπεύσουν με παραδοσιακές μακροοικονομικές πολιτικές το σύμπτωμα (δηλαδή το υπερβολικό χρέος).Ο πρώτος δρόμος, οι μεταρρυθμίσεις, είναι πολιτικά πιο δαπανηρός, επειδή προυποθέτει κινήσεις που αμφισβητούν κεκτημένα δικαιώματα των ισχυρών ομάδων ή ακόμη και της πλειοψηφίας των πληθυσμών, και τώρα θεωρούνται από τις ομάδες αυτές απαράγραπτα. Λόγω της επισφαλούς κατάστασης των δημόσιων οικονομικών, είναι πια αδύνατο να αποζημιώνονται εκείνοι που πλήττονται άμεσα από τις μεταρρυθμίσεις. Κατά τη διάρκεια μιας κρίσης, όταν η εμπιστοσύνη των επενδυτών χάνεται, οι κυβερνήσεις μπαίνουν στον πειρασμό να θεραπεύουν το σύμπτωμα και όχι την ασθένεια. Σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης είναι πιο εύκολο να αναγκάζουν τον κόσμο και τα πολιτικά κόμματα να στηρίξουν δραστικές αλλαγές στα δημόσια οικονομικά, αντί να θεσπίζουν βαθιές αλλαγές στο οικονομικό σύστημα. Έτσι οι αλλαγές καθυστερούν.
Τα μέτρα λιτότητας που αποφασίζονται σε περίπτωση έκτακτης ανάγκης, είναι το αποτέλεσμα της αδυναμίας των δημοκρατικών συστημάτων να αντιμετωπίσουν έγκαιρα και με επαρκή μέτρα τα προβλήματα που έχουν παγιδεύσει τις οικονομικά προηγμένες χώρες. Ωστόσο, αυτή η θεραπεία των συμπτωμάτων δεν είναι αποτελεσματική, διότι δεν επιλύει τα θεμελιώδη προβλήματα, ενώ οι κίνδυνοι εξ αιτίας της είναι χειρότεροι και από την ασθένεια. Η λιτότητα δημιουργεί δυσαρέσκεια και πυροδοτεί διασπαστικές δυνάμεις μέσα στις κοινωνίες των πολιτών. Συμβάλλει στην ανάδειξη των λαϊκιστικών κινημάτων και θέτει σε κίνδυνο την ίδια τη δημοκρατία.
Αυτό δεν είναι θεωρητικός κίνδυνος. Η εμπειρία της Αργεντινής στο 20ο αιώνα δείχνει ότι μέσα σε λίγες δεκαετίες, μια χώρα μπορεί να γλιστρήσει στον πυθμένα του παγκόσμιου οικονομικού συστήματος, ενώ φαντάζεται ακόμη ότι είναι στην κορυφή.
Ο καλοδεχούμενος εκβιασμός: Αγοράζοντας χρόνο με την πλάτη στον τοίχο
Πώς μπορεί να αναστραφεί η πορεία; Υπάρχουν δύο δρόμοι. Ο πρώτος είναι να αγοράζεις ακόμη περισσότερο χρόνο, έως ότου η οικονομία αρχίσει να αναπτύσσεται και πάλι, φθάνοντας σε κάποιο σημείο όπου τα βασικά προβλήματα θα μπορούν να αντιμετωπιστούν μέσα σε πιο ευνοϊκές συνθήκες. Ο δεύτερος είναι να παρέμβεις άμεσα, χωρίς να αναβάλλεις τις πιο δύσκολες αποφάσεις.
Ο καλοδεχούμενος εκβιασμός: Αγοράζοντας χρόνο με την πλάτη στον τοίχο
Πώς μπορεί να αναστραφεί η πορεία; Υπάρχουν δύο δρόμοι. Ο πρώτος είναι να αγοράζεις ακόμη περισσότερο χρόνο, έως ότου η οικονομία αρχίσει να αναπτύσσεται και πάλι, φθάνοντας σε κάποιο σημείο όπου τα βασικά προβλήματα θα μπορούν να αντιμετωπιστούν μέσα σε πιο ευνοϊκές συνθήκες. Ο δεύτερος είναι να παρέμβεις άμεσα, χωρίς να αναβάλλεις τις πιο δύσκολες αποφάσεις.
Ένας τρόπος αγοράς χρόνου είναι να συνεχίσουμε να ακολουθούμε τη μέχρι τώρα στρατηγική, περιμένοντας έως τη στιγμή που η πίεση από τις χρηματοοικονομικές αγορές θα δείξει καθαρά σε όλους ότι η εναλλακτική λύση στις αλλαγές είναι χειρότερη. Αυτή η στρατηγική είχε μερικά θετικά αποτελέσματα τα τελευταία χρόνια, καθώς πολλές χώρες άρχισαν να διορθώνουν τις συσσωρευμένες ανισορροπίες τους, όταν βρέθηκαν με τις πλάτες τους στον τοίχο. Η στρατηγική αυτή έφερε επίσης σημαντική πρόοδο της ευρωπαϊκής νομισματικής ένωσης, με τη δημιουργία του Ταμείου Διάσωσης, την τραπεζική ένωση, το δημοσιονομικό σύμφωνο και την πιό εντατική μακροοικονομική εποπτεία.
Η λήψη αποφάσεων έχοντας την πλάτη στον τοίχο είναι μια επικίνδυνη στρατηγική, διότι οι αποφάσεις αυτές γενικά δεν είναι πολύ αποτελεσματικές και εστιάζουν στα συμπτώματα, όχι στην αιτία. Επίσης, δεν μπορούμε να ισχυρισθούμε ότι οι δημοκρατικές επιλογές είναι πάντα «ορθολογικές», ιδίως σε κρίσιμες στιγμές. Δεν πρέπει να υποτιμηθεί ο κίνδυνος από λαϊκιστικές υποσχέσεις, που δεν οδηγούν σε τίποτε άλλο παρά μόνον σε ένα άλμα στο κενό. Το 2012 οι Έλληνες βρέθηκαν πολύ κοντά στην έξοδο από το ευρώ. Θα ήταν μια απόφαση με δραματικές συνέπειες για την κοινωνική και δημοκρατική συνοχή της χώρας. Η ιστορία του 20ού αιώνα έχει δείξει ότι οι ευρωπαϊκές δημοκρατίες δεν είναι θωρακισμένες απέναντι σε επιλογές αυτοκτονίας, ιδιαίτερα σε περιόδους οικονομικής ύφεσης.
Τις αποφάσεις που λαμβάνονται υπό την πίεση των αγορών, η κοινή γνώμη τελικά τις βλέπει ως εξωτερική επιβολή που απειλεί την λαική κυριαρχία. Πόσες φορές δεν έχει ακουστεί η κραυγή της οργής ενάντια στη δικτατορία των χρηματοπιστωτικών αγορών; Οι παρεμβάσεις από υπερεθνικά όργανα θεωρούνται επίσης παρέμβαση στις εσωτερικές υποθέσεις του κράτους. Η ευθύνη φορτώνεται στην πλάτη αποδιοπομπαίων τράγων, που βρίσκονται συχνά εκτός της χώρας, όπως η ΕΕ, και θεωρούνται αυταρχικά στοιχεία που έρχονται για να επιβάλουν τη θέλησή τους και όχι για να βοηθήσουν.
Απατηλά όνειρα και νέες φούσκες: Αγοράζοντας χρόνο με την ελπίδα για καλύτερες μέρες
Ένας δεύτερος τρόπος αγοράς χρόνου είναι να προστίθεται διαρκώς νέος δανεισμός στο υπερβολικό χρέος που συσσωρεύτηκε στο παρελθόν στα δημόσια οικονομικά και να αναβάλλονται τα μέτρα προσαρμογής έως ότου η οικονομία βελτιωθεί. Αυτό μπορούν να το κάνουν μόνο οι χώρες που έχουν ακόμη τη δυνατότητα να δανείζονται με λογικά επιτόκια. Άν οι αγορές δεν είναι πια πρόθυμες να αγοράσουν κρατικά ομόλογα, μπορεί να κληθεί για βοήθεια η εθνική κεντρική τράπεζα. Αυτή είναι μια συγκεκαλυμμένη μετατόπιση του κόστους της προσαρμογής στο μέλλον, σε επόμενες γενιές φορολογουμένων που θα έχουν να αντιμετωπίσουν υψηλότερο πληθωρισμό, παρέχοντας και τους δημόσιους πόρους τους αναγκαίους για την αντιστάθμιση των ζημιών της κεντρικής τράπεζας. Είναι βολικό για την κυβέρνηση να ζητήσει από την κεντρική τράπεζα να τυπώσει χρήμα, γιατί έτσι η προσαρμογή γίνεται με ένα τρόπο φορολόγησης που δεν είναι ανάγκη να ψηφιστεί στη Βουλή, δηλαδή μέσω του πληθωρισμού. Οι κεντρικές τράπεζες που αντιτάσσονται σ' αυτή την επέμβαση, επικαλούμενες ότι το τύπωμα νέου χρήματος έρχεται σε αντίθεση με την εντολή τους, υποβάλλονται σε πολιτικές πιέσεις και στην απαίτηση να μειωθεί η ανεξαρτησία τους.
Απατηλά όνειρα και νέες φούσκες: Αγοράζοντας χρόνο με την ελπίδα για καλύτερες μέρες
Ένας δεύτερος τρόπος αγοράς χρόνου είναι να προστίθεται διαρκώς νέος δανεισμός στο υπερβολικό χρέος που συσσωρεύτηκε στο παρελθόν στα δημόσια οικονομικά και να αναβάλλονται τα μέτρα προσαρμογής έως ότου η οικονομία βελτιωθεί. Αυτό μπορούν να το κάνουν μόνο οι χώρες που έχουν ακόμη τη δυνατότητα να δανείζονται με λογικά επιτόκια. Άν οι αγορές δεν είναι πια πρόθυμες να αγοράσουν κρατικά ομόλογα, μπορεί να κληθεί για βοήθεια η εθνική κεντρική τράπεζα. Αυτή είναι μια συγκεκαλυμμένη μετατόπιση του κόστους της προσαρμογής στο μέλλον, σε επόμενες γενιές φορολογουμένων που θα έχουν να αντιμετωπίσουν υψηλότερο πληθωρισμό, παρέχοντας και τους δημόσιους πόρους τους αναγκαίους για την αντιστάθμιση των ζημιών της κεντρικής τράπεζας. Είναι βολικό για την κυβέρνηση να ζητήσει από την κεντρική τράπεζα να τυπώσει χρήμα, γιατί έτσι η προσαρμογή γίνεται με ένα τρόπο φορολόγησης που δεν είναι ανάγκη να ψηφιστεί στη Βουλή, δηλαδή μέσω του πληθωρισμού. Οι κεντρικές τράπεζες που αντιτάσσονται σ' αυτή την επέμβαση, επικαλούμενες ότι το τύπωμα νέου χρήματος έρχεται σε αντίθεση με την εντολή τους, υποβάλλονται σε πολιτικές πιέσεις και στην απαίτηση να μειωθεί η ανεξαρτησία τους.
Η αγορά χρόνου είναι χρήσιμη μόνο αν εν τω μεταξύ ενεργοποιούνται μέτρα για την αντιμετώπιση των διαρθρωτικών προβλημάτων. Άν δεν ληφθούν μέτρα, τα χαμηλά επιτόκια δημιουργούν προϋποθέσεις για νέες δημοσιονομικές υπερβολές και κερδοσκοπικές φούσκες. Οι φούσκες αργά ή γρήγορα σκάνε, κατακρημνίζουν τις αγορές και προκαλούν οικονομική ύφεση. Το πλημμύρισμα της αγοράς με ρευστότητα είναι χρήσιμο μόνον αν βοηθά το σύστημα να μειώσει το χρέος σταδιακά και χωρίς υπερβολικούς κραδασμούς στην οικονομική δραστηριότητα. Άν αντίθετα η ρευστότητα συναπάγεται αναβολή των μέτρων προσρμογής, δημιουργήσει προϋποθέσεις για μια γρήγορη εμφάνιση μιας νέας κρίσης.
Αποτελεσματικές οικονομικές πολιτικές: μόνον οι αυτοκτονικές για κόμματα και πολιτικούς;
Η εναλλακτική λύση είναι να πιάσουμε τον ταύρο από τα κέρατα και να εφαρμόσουμε αμέσως τις μεταρρυθμίσεις που είναι απαραίτητες για την καλύτερη προετοιμασία του οικονομικού συστήματος, ώστε να αντιμετωπίσει τις υπό εξέλιξη παγκόσμιες αλλαγές που φέρνει η ενοποίηση των αγορών, η τεχνολογική καινοτομία και η γήρανση του πληθυσμού. Αυτό το τελευταίο σημείο είναι ιδιαίτερα σημαντικό για την Ευρώπη. Οι χώρες που οι εφάρμοσαν τις μεταρρυθμίσεις τους έγκαιρα, ιδίως στη Βόρεια Ευρώπη, μπόρεσαν να απορροφήσουν την κρίση καλύτερα, αλλά και να μειώσουν την ανεργία.
Αποτελεσματικές οικονομικές πολιτικές: μόνον οι αυτοκτονικές για κόμματα και πολιτικούς;
Η εναλλακτική λύση είναι να πιάσουμε τον ταύρο από τα κέρατα και να εφαρμόσουμε αμέσως τις μεταρρυθμίσεις που είναι απαραίτητες για την καλύτερη προετοιμασία του οικονομικού συστήματος, ώστε να αντιμετωπίσει τις υπό εξέλιξη παγκόσμιες αλλαγές που φέρνει η ενοποίηση των αγορών, η τεχνολογική καινοτομία και η γήρανση του πληθυσμού. Αυτό το τελευταίο σημείο είναι ιδιαίτερα σημαντικό για την Ευρώπη. Οι χώρες που οι εφάρμοσαν τις μεταρρυθμίσεις τους έγκαιρα, ιδίως στη Βόρεια Ευρώπη, μπόρεσαν να απορροφήσουν την κρίση καλύτερα, αλλά και να μειώσουν την ανεργία.
Το πρόβλημα, όπως αναφέρθηκε προηγουμένως, είναι ότι οι μεταρρυθμίσεις έχουν πολιτικό κόστος που τιμωρεί εκείνους που τις προωθούν. Το να ζητάς από αυτούς που κυβερνούν να βλέπουν σε βάθος χρόνου και να μην επηρεάζονται από βραχυπρόθεσμα συμφέροντα, ζωντανεύει τη σκέψη, αλλά δεν είναι ρεαλιστικό. Ο πρώην καγκελάριος Γκέρχαρντ Σρέντερ (Gerhard Schröder) μεταρρύθμισε τη Γερμανία, αλλά έχασε τις εκλογές του 2006. Είναι ένα παράδειγμα που μόνον ένας αυτοκτονικός πολιτικός θα προσπαθούσε να μιμηθεί. Το πρώτο κίνητρο που υποκινεί εκείνους που κυβερνούν είναι η επιθυμία να επανεκλεγούν, θεμιτός στόχος σ' ένα δημοκρατικό σύστημα αλλά κάτι που δεν έχει επιτευχθεί από σχεδόν κανέναν στην Ευρώπη τα τελευταία χρόνια. Είναι ανώφελο να λέμε «δεν υπάρχουν ηγέτες όπως άλλοτε». Εκείνοι οι ηγέτες κυβερνούσαν μέσα σε διαφορετικά πλαίσια, που χαρακτηρίζονταν από την τάση της αύξησης του εισοδήματος και του πληθυσμού. Ο συνδυασμός της ανάπτυξης και της ισότητας ήταν τότε εφικτός, χωρίς να ζημιώνεται ούτε η μία ούτε η άλλη.
Η αλλαγή στο παγκόσμιο πλαίσιο και οι δημογραφικές τάσεις δημιούργησαν μια νέα σύγκρουση μεταξύ των βραχυπρόθεσμων και μακροπρόθεσμων επιλογών. Εκείνοι που κυβερνούν καλούνται να δώσουν ολοένα και μεγαλύτερη σημασία στα άμεσα αποτελέσματα και να λαμβάνουν υπόψη όλο και λιγότερο τον μακροπρόθεσμο ορίζοντα. Αυτό παραλύει το σύστημα της λήψης αποφάσεων και διαδίδει την επικίνδυνη θέση ότι οι δημοκρατίες δεν μπορούν να διαχειριστούν τις κρίσεις και είναι καταδικασμένες να παρακμάσουν.
Για την ενίσχυση των δημοκρατικών συστημάτων, είναι απαραίτητο να δημιουργηθούν κίνητρα για να λαμβάνονται αποφάσεις πιο μακροπρόθεσμης προοπτικής. Αυτό μπορεί να γίνει μέσα σ' ένα ευρωπαϊκό πλαίσιο που είναι σε θέση να παρέχει ένα συνεκτικό σχήμα για τους εθνικούς μηχανισμούς λήψης αποφάσεων, ενώ ταυτόχρονα θα αξιολογεί συγκριτικά τις εμπειρίες και τα πρότυπα. Περίοδοι μέγιστης ανάπτυξης στην Ευρώπη υπήρξαν προπάντων όταν οι διαφορετικότητες της ηπείρου αφέθηκαν ελεύθερες να εκφραστούν σε ένα σύστημα ανταγωνιστικής συνεργασίας, που εκτεινόταν όχι μόνον σε εταιρείες και οικονομικά συστήματα, αλλά επίσης σε μεθόδους διακυβέρνησης. Η διατήρηση αυτής της πολυμορφίας μέσα σε μια όλο και πιο στενή πολιτική ένωση βοηθά να εξασφαλιστεί το μέλλον της ευρωπαϊκής δημοκρατίας.
Αυτά που ακολουθούν είναι μερικά σημεία για προβληματισμό.
Το βάρος του παρελθόντος - καταστροφικός ρόλος των χειραγωγημένων μέσων ενημέρωσης
Το πρώτο σημείο αφορά την ανάγκη να συνειδητοποιήσουν οι Ευρωπαίοι, ότι το ευρωπαϊκό πρότυπο οικονομικής ανάπτυξης και το σύστημα κοινωνικής πρόνοιας, που δημιουργήθηκαν στη διάρκεια του 20ου αιώνα, δεν είναι πια συμβατά με το νέο παγκόσμιο πλαίσιο. Δεν είναι εύκολο να το δεχθούν, γιατί είναι χαρακτηριστικό της ανθρώπινης φύσης να βλέπει τις τάσεις του παρελθόντος ως οδηγό για τη συμπεριφορά στο μέλλον. Οι διαρθρωτικές αλλαγές γίνονται συνήθως με καθυστέρηση, ειδικά όταν είναι αλλαγές επικών διαστάσεων που απαιτούν μεγάλη προσαρμογή. Όμως δεν είναι πάντα προς το συμφέρον εκείνων που κυβερνούν, να επισημαίνουν στην κοινωνία την ανάγκη για αλλαγή πορείας, διότι η εφαρμογή μιας πολιτικής αλλαγών έχει πολιτικό κόστος. Εκείνοι που κυβερνούν μπαίνουν συχνά στον πειρασμό να υποβαθμίζουν τα προβλήματα, προκειμένου να έχουν πάντα τη συναίνεση των ψηφοφόρων. Αν στην κοινή γνώμη δεν παρουσιασθούν εναλλακτικές ιδέες και άν αυτή δεν είναι επαρκώς πληροφορημένη για το νέο παγκόσμιο πλαίσιο, οι άνθρωποι δεν μπορούν να κατανοήσουν τη φύση και την έκταση του προβλήματος. Τα ΜΜΕ παίζουν βασικό ρόλο σ' αυτό το θέμα. Μια δημοκρατία στην οποία τα μέσα μαζικής ενημέρωσης δέχονται ποικίλες επιρροές από όσους είναι στην εξουσία ή από τις ελίτ, τείνει να χάνει από τα μάτια της την μεγάλη εικόνα και δίνει πιο πολλή σημασία στα βραχυπρόθεσμα συμφέροντα. Όταν οι ιδιοκτήτες των μέσων ενημέρωσης έχουν οικονομικά συμφέροντα που συνδέονται με το δημόσιο τομέα, η λεγόμενη τέταρτη εξουσία δεν μπορεί να προειδοποιεί, παίζοντας το ρόλο του «σκύλου - φύλακα», που είναι απαραίτητος για την εύρυθμητη λειτουργία της δημοκρατίας. Χωρίς σαφή διαχωρισμό των μέσων ενημέρωσης από την οικονομική και πολιτική εξουσία, τα μέσα επικοινωνίας έχουν ισχυρό κίνητρο να ελαχιστοποιούν τις δυσκολίες. Έτσι εκτρέπουν την προσοχή του κοινού από τα πραγματικά προβλήματα, γεγονός που είναι πολύ επικίνδυνο.
Το πρόβλημα επηρεάζει όχι μόνο τις μεμονωμένες χώρες, αλλά και την όλη Ευρωπαϊκή Ένωση, δεδομένου ότι δεν υπάρχει διακρατικό σύστημα ενημέρωσης ή μέσα για την ανταλλαγή απόψεων σε διεθνικό επίπεδο. Οι άνθρωποι ενημερώνονται μέσω των εθνικών τους μέσων ενημέρωσης, τα οποία τείνουν να διαστρεβλώνουν την πραγματικότητα, ιδιαίτερα σε σχέση με τα ευρωπαϊκά θέματα. Έτσι, λόγου χάρη, οι σύνοδοι κορυφής μεταξύ των αρχηγών των κυβερνήσεων, γίνονται μια ευκαιρία για τους πολιτικούς ηγέτες να επιδείξουν στις αντίστοιχες κοινές γνώμες τους την ικανότητά τους να επηρεάζουν τις αποφάσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Τα μέσα μαζικής ενημέρωσης αξιολογούν τα αποτελέσματα των συνόδων ως νίκη για τη μία εθνική ηγεσία και ήττα για την άλλη, σαν να ήταν αγώνας ποδοσφαίρου. Η ιδέα ότι πρέπει να λαμβάνονται αποφάσεις για το κοινό καλό χάνεται, όπως και ο τρόπος για να γίνει αυτό. Μερικές φορές, στις καλά ενορχηστρωμένες συνεντεύξεις τύπου των ηγετών, που γίνονται μετά τις συνεδριάσεις της ΕΕ, διαστρεβλώνονται εντελώς αυτά που συνέβησαν στην πραγματικότητα στις συνεδριάσεις των ηγετών. Υπάρχει κίνδυνος να είναι χειραγωγημένη όλη η πληροφορία, εκτός αν αυτοί που κάνουν το ρεπορτάζ και συντάσσουν τις ειδήσεις ελέγξουν προσεκτικά τα πάντα. Οι εφημερίδες προσπαθούν μερικές φορές να εκμεταλλευτούν το εθνικιστικό αίσθημα, όπως π.χ. συνέβη στη Γερμανία και στην Ελλάδα κατά τη διάρκεια της πιο οξείας φάσης της κρίσης. Είναι εύκολο να ρίχνεις την ευθύνη για τις εθνικές αποτυχίες σε ηγέτες άλλων χωρών.
Πολιτικό προσωπικό και παρεμβάσεις του, ανεξάρτητοι οργανισμοί, κεντρικές τράπεζες
Το βάρος του παρελθόντος - καταστροφικός ρόλος των χειραγωγημένων μέσων ενημέρωσης
Το πρώτο σημείο αφορά την ανάγκη να συνειδητοποιήσουν οι Ευρωπαίοι, ότι το ευρωπαϊκό πρότυπο οικονομικής ανάπτυξης και το σύστημα κοινωνικής πρόνοιας, που δημιουργήθηκαν στη διάρκεια του 20ου αιώνα, δεν είναι πια συμβατά με το νέο παγκόσμιο πλαίσιο. Δεν είναι εύκολο να το δεχθούν, γιατί είναι χαρακτηριστικό της ανθρώπινης φύσης να βλέπει τις τάσεις του παρελθόντος ως οδηγό για τη συμπεριφορά στο μέλλον. Οι διαρθρωτικές αλλαγές γίνονται συνήθως με καθυστέρηση, ειδικά όταν είναι αλλαγές επικών διαστάσεων που απαιτούν μεγάλη προσαρμογή. Όμως δεν είναι πάντα προς το συμφέρον εκείνων που κυβερνούν, να επισημαίνουν στην κοινωνία την ανάγκη για αλλαγή πορείας, διότι η εφαρμογή μιας πολιτικής αλλαγών έχει πολιτικό κόστος. Εκείνοι που κυβερνούν μπαίνουν συχνά στον πειρασμό να υποβαθμίζουν τα προβλήματα, προκειμένου να έχουν πάντα τη συναίνεση των ψηφοφόρων. Αν στην κοινή γνώμη δεν παρουσιασθούν εναλλακτικές ιδέες και άν αυτή δεν είναι επαρκώς πληροφορημένη για το νέο παγκόσμιο πλαίσιο, οι άνθρωποι δεν μπορούν να κατανοήσουν τη φύση και την έκταση του προβλήματος. Τα ΜΜΕ παίζουν βασικό ρόλο σ' αυτό το θέμα. Μια δημοκρατία στην οποία τα μέσα μαζικής ενημέρωσης δέχονται ποικίλες επιρροές από όσους είναι στην εξουσία ή από τις ελίτ, τείνει να χάνει από τα μάτια της την μεγάλη εικόνα και δίνει πιο πολλή σημασία στα βραχυπρόθεσμα συμφέροντα. Όταν οι ιδιοκτήτες των μέσων ενημέρωσης έχουν οικονομικά συμφέροντα που συνδέονται με το δημόσιο τομέα, η λεγόμενη τέταρτη εξουσία δεν μπορεί να προειδοποιεί, παίζοντας το ρόλο του «σκύλου - φύλακα», που είναι απαραίτητος για την εύρυθμητη λειτουργία της δημοκρατίας. Χωρίς σαφή διαχωρισμό των μέσων ενημέρωσης από την οικονομική και πολιτική εξουσία, τα μέσα επικοινωνίας έχουν ισχυρό κίνητρο να ελαχιστοποιούν τις δυσκολίες. Έτσι εκτρέπουν την προσοχή του κοινού από τα πραγματικά προβλήματα, γεγονός που είναι πολύ επικίνδυνο.
Το πρόβλημα επηρεάζει όχι μόνο τις μεμονωμένες χώρες, αλλά και την όλη Ευρωπαϊκή Ένωση, δεδομένου ότι δεν υπάρχει διακρατικό σύστημα ενημέρωσης ή μέσα για την ανταλλαγή απόψεων σε διεθνικό επίπεδο. Οι άνθρωποι ενημερώνονται μέσω των εθνικών τους μέσων ενημέρωσης, τα οποία τείνουν να διαστρεβλώνουν την πραγματικότητα, ιδιαίτερα σε σχέση με τα ευρωπαϊκά θέματα. Έτσι, λόγου χάρη, οι σύνοδοι κορυφής μεταξύ των αρχηγών των κυβερνήσεων, γίνονται μια ευκαιρία για τους πολιτικούς ηγέτες να επιδείξουν στις αντίστοιχες κοινές γνώμες τους την ικανότητά τους να επηρεάζουν τις αποφάσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Τα μέσα μαζικής ενημέρωσης αξιολογούν τα αποτελέσματα των συνόδων ως νίκη για τη μία εθνική ηγεσία και ήττα για την άλλη, σαν να ήταν αγώνας ποδοσφαίρου. Η ιδέα ότι πρέπει να λαμβάνονται αποφάσεις για το κοινό καλό χάνεται, όπως και ο τρόπος για να γίνει αυτό. Μερικές φορές, στις καλά ενορχηστρωμένες συνεντεύξεις τύπου των ηγετών, που γίνονται μετά τις συνεδριάσεις της ΕΕ, διαστρεβλώνονται εντελώς αυτά που συνέβησαν στην πραγματικότητα στις συνεδριάσεις των ηγετών. Υπάρχει κίνδυνος να είναι χειραγωγημένη όλη η πληροφορία, εκτός αν αυτοί που κάνουν το ρεπορτάζ και συντάσσουν τις ειδήσεις ελέγξουν προσεκτικά τα πάντα. Οι εφημερίδες προσπαθούν μερικές φορές να εκμεταλλευτούν το εθνικιστικό αίσθημα, όπως π.χ. συνέβη στη Γερμανία και στην Ελλάδα κατά τη διάρκεια της πιο οξείας φάσης της κρίσης. Είναι εύκολο να ρίχνεις την ευθύνη για τις εθνικές αποτυχίες σε ηγέτες άλλων χωρών.
Πολιτικό προσωπικό και παρεμβάσεις του, ανεξάρτητοι οργανισμοί, κεντρικές τράπεζες
Το δεύτερο σημείο αφορά την ανεξαρτησία και την εποπτεία των οργανισμών που έχουν ως αντικείμενο της δραστηριότητάς τους να παρέχουν στις κυβερνήσεις τα βασικά δεδομένα, προκειμένου αυτές να καθορίζουν την οικονομική πολιτική. Για παράδειγμα, κατά την τελευταία 15 χρόνια, οι βιομηχανικές χώρες έχουν συστηματικά υπερεκτιμήσει την οικονομική ανάπτυξη, δημιουργώντας έτσι υπερβολικά αισιόδοξες προσδοκίες για τα φορολογικά έσοδα. Αυτό οδήγησε τις κυβερνήσεις να διορθώνουν τα ελλείμματα παίρνοντας μέτρα στην πλευρά των εσόδων [δηλαδή φορολογικά] και όχι από την πλευρά των δαπανών [δηλαδή περιορίζοντας περιττά έξοδα], προκαλώντας έτσι ακόμη πιο χαμηλούς ρυθμούς ανάπτυξης. Τις προβλέψεις για την ανάπτυξη που χρησιμοποιούνται για τη ρύθμιση της οικονομικής πολιτικής, πρέπει να τις κάνουν ανεξάρτητοι φορείς που υπόκεινται σε διαφανή εποπτεία, όπως π.χ. συμβαίνει στην Ολλανδία και στη Σουηδία.
Οι πολιτικοί όλο και περισσότερο προσπαθούν να επηρεάζουν τις κεντρικές τράπεζες, που έχουν ως καθήκον να εφαρμόζουν αντι - κυκλικά μέτρα ως αντίμετρο στη μεταβλητότητα των χρηματοπιστωτικών αγορών και των οικονομικών συστημάτων. Η τρέχουσα κρίση έδειξε τις δυνατότητες που έχει η νομισματική πολιτική για να σώζει κυβερνήσεις, αλλά και τον κίνδυνο ότι η πολιτική μπορεί να χειραγωγηθεί για βραχυπρόθεσμες σκοπιμότητες. Σε ορισμένες χώρες, όπως στις Ηνωμένες Πολιτείες και την Ιαπωνία, γίνεται σήμερα μια επικίνδυνη στροφή, όπου προσπαθούν να φέρουν την κεντρική τράπεζα κάτω από την επιρροή της κυβέρνησης. Αυτό παρουσιάζεται ως νέο παράδειγμα της νομισματικής πολιτικής, στην οποία πρέπει να ανατεθούν νέα καθήκοντα. Σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες ζητείται από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα «να ενεργεί όπως η αμερικανική αντίστοιχη Federal Reserve», δηλαδή να γίνει ο δανειστής της τελευταίας καταφυγής για τις κυβερνήσεις. Όσοι κάνουν αυτή την έκκληση, ξεχνούν ότι η κεντρική τράπεζα στις Ηνωμένες Πολιτείες δεν παρεμβαίνει στις αγορές ομολόγων για να αγοράσει χρέος των διαφόρων πολιτειών των ΗΠΑ, ούτε αγοράζει ομόλογα οργανισμών της τοπικής αυτοδιοίκησης [δήμων των ΗΠΑ]. Αντί γι' αυτό, η ανεξαρτησία των κεντρικών τραπεζών θα πρέπει να ενισχυθεί, όχι μόνον λόγω της σημασίας της νομισματικής πολιτικής, αλλά και εξαιτίας του ρόλου που παίζουν οι κεντρικές τράπεζες στην εποπτεία των εμπορικών τραπεζών. Είναι βασικοί τομείς που υφίστανται συχνά πολιτικές παρεμβάσεις. Με την ανάθεση σε ευρωπαϊκά ιδρύματα της ευθύνης για τον ανταγωνισμό ή την εποπτεία των τραπεζών, μειώνεται η επίδραση του εγχώριου πολιτικού προσωπικού και των ομάδων συμφερόντων και έτσι περιορίζεται η επιδίωξη μόνο των βραχυπρόθεσμων συμφέροντων.
Η ανεπάρκεια της εθνικής πολιτικής τάξης έχει καθοριστικό ρόλο στις κρίσεις
Ένα τρίτο σημείο αφορά τα συνταγματικά εμπόδια που περιορίζουν τα περιθώρια για υπερβολικά βραχυπρόθεσμες οικονομικές πολιτικές. Αυτός είναι ο στόχος του δημοσιονομικού συμφώνου, το οποίο ωθεί τη φορολογική πολιτική προς μια μεσοπρόθεσμη προοπτική, προς το συμφέρον και των μελλοντικών γενιών. Ο στόχος να μειωθεί το χρέος θα πρέπει να είναι προτεραιότητα για τις υπερβολικά χρεωμένες χώρες που έχουν μια γρήγορη γήρανση του πληθυσμού, όχι μόνον επειδή δημιουργεί προϋποθέσεις πιο βιώσιμης ανάπτυξης, αλλά και επειδή δεν μεταφέρει το βάρος στα πιο αδύναμα τμήματα της κοινωνίας, ιδίως στους νέους, που είναι πια μια μειονότητα στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες. Δεν αποτελεί έκπληξη ότι σε χώρες υπερχρεωμένες, όπως η Ιταλία, πολιτικές δυνάμεις όλων των αποχρώσεων ζητούν τη χαλάρωση των κανόνων του δημοσιονομικού συμφώνου. Χωρίς αμφιβολία, οι κανόνες επιδέχονται διαφορετικές ερμηνείες, αλλά όχι με τρόπο που θέτει σε κίνδυνο τη βιωσιμότητα του δημόσιου χρέους ή διευκολύνει ελιγμούς που δεν συνάδουν με τη διατήρηση ισορροπίας σε μεσοπρόθεσμη βάση. Η σύγκριση μεταξύ των εμπειριών της Ιταλίας και του Βελγίου κατά τη διάρκεια των πρώτων χρόνων κυκλοφορίας του ευρώ [την πραγματεύεται το κεφάλαιο 20 του βιβλίου του Smaghi], δείχνει ότι μια πολιτική συνεχούς μείωσης του δημόσιου χρέους, σε περίπτωση χρηματοπιστωτικής κρίσης μειώνει τον κίνδυνο μετάδοσής της και σε άλλες χώρες και ευνοεί την ταχύτερη οικονομική ανάπτυξη.
Πρέπει να δημιουργηθούν κίνητρα ώστε η οικονομική πολιτική να μην εστιάζεται πια τόσο πολύ σε φορολογικά ζητήματα, αλλά περισσότερο σε ζητήματα διαρθρωτικού χαρακτήρα. Το Ευρωπαϊκό σύστημα για την παρακολούθηση των μακροοικονομικών ανισορροπιών, που εγκρίθηκε το 2011, φαίνεται να είναι εξίσου αδύναμο με τη διαδικασία της Λισαβώνας. Έχει ξεκινήσει μια συζήτηση, ώστε να μπορούν οι ευρωπαϊκές χώρες να συνάπτουν διμερείς συμβάσεις με την Ευρωπαϊκή Ένωση, με σκοπό να λαμβάνουν χρηματοδοτική στήριξη σε αντάλλαγμα για διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις.
Η ευθύνη για την εφαρμογή των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων εναπόκειται τελικά στις επιμέρους κυβερνήσεις και στους λαούς των κρατών. Δεν εξυπηρετεί κανένα σκοπό και μπορεί στην πραγματικότητα να είναι αντιπαραγωγικό να ζητούν από την Ευρώπη να λύσει τα προβλήματα που προκύπτουν εξαιτίας της αδυναμίας των εθνικών πολιτικών συστημάτων να εκσυγχρονίσουν τις οικονομίες τους. Όταν ζητείται οικονομική ενίσχυση, τα ευρωπαϊκά θεσμικά όργανα επιβάλλουν συγκεκριμένους όρους που περιλαμβάνουν αιτήματα για διαρθρωτικές αλλαγές, έτσι ώστε να αποφεύγεται η μετάδοση των προβλημάτων σε άλλες χώρες. Σε κάθε άλλη περίπτωση, η ευθύνη βαρύνει τα εθνικά θεσμικά όργανα και όσο πιο αδύναμα είναι, τόσο μεγαλύτερη η τάση τους να αναβάλλουν τις δύσκολες επιλογές. Η αναμονή μέχρι την τελευταία στιγμή να λάβουν δύσκολες αποφάσεις είναι αναποτελεσματική και ενδεχομένως επικίνδυνη στρατηγική. Όταν τα προβλήματα μένουν άλυτα για μεγάλο χρονικό διάστημα, οι άνθρωποι αγανακτούν όλο και περισσότερο, το πολιτικό κόστος εξαιτίας παράλογων επιλογών μειώνεται και ο κίνδυνος να γίνει ένα άλμα στο κενό γίνεται μεγαλύτερος. Οι χώρες που δεν έχουν ισχυρούς θεσμούς για να προστατεύονται από τους κινδύνους αυτούς, είναι οι πρώτες που παίρνουν τον κατηφορικό δρόμο της οικονομικής ύφεσης.
Η γήρανση του πληθυσμού, τα κεκτημένα των παλιών, η επιβάρυνση των νέων γενεών
Ένα τελευταίο σημείο προβληματισμού, αφορά τον αντίκτυπο της δημογραφικής τάσης στις επιλογές της οικονομικής πολιτικής. Με τη γήρανση του πληθυσμού αυξάνεται η τάση να αναζητούν βραχυπρόθεσμες λύσεις και να αναβάλλουν τις προσαρμογές. Καθώς ο χρόνος περνά, αυξάνεται το ποσοστό των εκλογέων που έχουν συμφέρον να υπερασπίζονται ό,τι θεωρούν κεκτημένο και μόνιμο δικαίωμα. Αυτό φορτώνει το βάρος στις νεότερες γενιές, που αποτελούν πολιτική μειονότητα και αφήνονται απροστάτευτες να πληρώσουν για τα προνόμια που απολαμβάνει η πλειοψηφία. Το αποτέλεσμα είναι η απόρριψη της πολιτικής, όπως αποδεικνύεται από το υψηλό ποσοστό της αποχής και τον μεγάλο αριθμό των ψήφων που έλαβαν λαϊκιστικά κόμματα στις πρόσφατες εκλογές, ιδίως στην Ιταλία. Μέχρι τώρα έχει υποτιμηθεί ο κίνδυνος που συνιστά η εξέλιξη αυτή, για την επιβίωση των ευρωπαϊκών δημοκρατιών.
Όλοι αυτοί οι στόχοι μπορούν να επιδιωχθούν τόσο σε εθνικό, όσο και σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Η κρίση έδειξε ότι για να αποφύγουμε τις υπερβολικές αποκλίσεις μεταξύ των χωρών και να για αντιμετωπίσει η Ευρώπη τους κλυδωνισμούς που την εκθέτουν στον κίνδυνο του κατακερματισμού, πρέπει να ληφθούν περισσότερα μέτρα για την ολοκλήρωση της οικονομικής και νομισματικής ένωσης. Είναι απαραίτητη η προσαρμογή των θεσμικών οργάνων για να δυναμώσουν οι μηχανισμοί που λαμβάνουν τις αποφάσεις στην ΕΕ, με ταυτόχρονη ενίσχυση της δημοκρατικής τους νομιμοποίησης.
Αποτελεσματικότητα, δημοκρατική νομιμοποίηση: Διπλό έλλειμμα της Ευρωπαικής Ένωσης
Όλες οι χώρες, με την εξαίρεση ίσως του Ηνωμένου Βασίλειου, στα λόγια δηλώνουν σύμφωνες, αλλά τα γεγονότα δείχνουν ότι οι πρώτοι που αντιτάσσονται στην στενότερη ολοκλήρωση είναι οι εθνικοί πολιτικοί τους, που δεν θέλουν να χάσουν τις εξουσίες τους. Επιπλήττουν την Ευρώπη ως αναποφάσιστη, ξεχνώντας ότι αυτοί οι ίδιοι είναι οι μόνοι που δεν θέλουν να αποφασίζει η Ευρώπη. Δίνονται περισσότερες εξουσίες στα ευρωπαϊκά θεσμικά όργανα μόνον όταν οι χώρες αντιμετωπίζουν κρίση και είναι προφανές ότι δεν μπορούν να επιλυθούν τα προβλήματα σε εθνικό επίπεδο.
Η ανεπάρκεια της εθνικής πολιτικής τάξης έχει καθοριστικό ρόλο στις κρίσεις
Ένα τρίτο σημείο αφορά τα συνταγματικά εμπόδια που περιορίζουν τα περιθώρια για υπερβολικά βραχυπρόθεσμες οικονομικές πολιτικές. Αυτός είναι ο στόχος του δημοσιονομικού συμφώνου, το οποίο ωθεί τη φορολογική πολιτική προς μια μεσοπρόθεσμη προοπτική, προς το συμφέρον και των μελλοντικών γενιών. Ο στόχος να μειωθεί το χρέος θα πρέπει να είναι προτεραιότητα για τις υπερβολικά χρεωμένες χώρες που έχουν μια γρήγορη γήρανση του πληθυσμού, όχι μόνον επειδή δημιουργεί προϋποθέσεις πιο βιώσιμης ανάπτυξης, αλλά και επειδή δεν μεταφέρει το βάρος στα πιο αδύναμα τμήματα της κοινωνίας, ιδίως στους νέους, που είναι πια μια μειονότητα στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες. Δεν αποτελεί έκπληξη ότι σε χώρες υπερχρεωμένες, όπως η Ιταλία, πολιτικές δυνάμεις όλων των αποχρώσεων ζητούν τη χαλάρωση των κανόνων του δημοσιονομικού συμφώνου. Χωρίς αμφιβολία, οι κανόνες επιδέχονται διαφορετικές ερμηνείες, αλλά όχι με τρόπο που θέτει σε κίνδυνο τη βιωσιμότητα του δημόσιου χρέους ή διευκολύνει ελιγμούς που δεν συνάδουν με τη διατήρηση ισορροπίας σε μεσοπρόθεσμη βάση. Η σύγκριση μεταξύ των εμπειριών της Ιταλίας και του Βελγίου κατά τη διάρκεια των πρώτων χρόνων κυκλοφορίας του ευρώ [την πραγματεύεται το κεφάλαιο 20 του βιβλίου του Smaghi], δείχνει ότι μια πολιτική συνεχούς μείωσης του δημόσιου χρέους, σε περίπτωση χρηματοπιστωτικής κρίσης μειώνει τον κίνδυνο μετάδοσής της και σε άλλες χώρες και ευνοεί την ταχύτερη οικονομική ανάπτυξη.
Πρέπει να δημιουργηθούν κίνητρα ώστε η οικονομική πολιτική να μην εστιάζεται πια τόσο πολύ σε φορολογικά ζητήματα, αλλά περισσότερο σε ζητήματα διαρθρωτικού χαρακτήρα. Το Ευρωπαϊκό σύστημα για την παρακολούθηση των μακροοικονομικών ανισορροπιών, που εγκρίθηκε το 2011, φαίνεται να είναι εξίσου αδύναμο με τη διαδικασία της Λισαβώνας. Έχει ξεκινήσει μια συζήτηση, ώστε να μπορούν οι ευρωπαϊκές χώρες να συνάπτουν διμερείς συμβάσεις με την Ευρωπαϊκή Ένωση, με σκοπό να λαμβάνουν χρηματοδοτική στήριξη σε αντάλλαγμα για διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις.
Η ευθύνη για την εφαρμογή των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων εναπόκειται τελικά στις επιμέρους κυβερνήσεις και στους λαούς των κρατών. Δεν εξυπηρετεί κανένα σκοπό και μπορεί στην πραγματικότητα να είναι αντιπαραγωγικό να ζητούν από την Ευρώπη να λύσει τα προβλήματα που προκύπτουν εξαιτίας της αδυναμίας των εθνικών πολιτικών συστημάτων να εκσυγχρονίσουν τις οικονομίες τους. Όταν ζητείται οικονομική ενίσχυση, τα ευρωπαϊκά θεσμικά όργανα επιβάλλουν συγκεκριμένους όρους που περιλαμβάνουν αιτήματα για διαρθρωτικές αλλαγές, έτσι ώστε να αποφεύγεται η μετάδοση των προβλημάτων σε άλλες χώρες. Σε κάθε άλλη περίπτωση, η ευθύνη βαρύνει τα εθνικά θεσμικά όργανα και όσο πιο αδύναμα είναι, τόσο μεγαλύτερη η τάση τους να αναβάλλουν τις δύσκολες επιλογές. Η αναμονή μέχρι την τελευταία στιγμή να λάβουν δύσκολες αποφάσεις είναι αναποτελεσματική και ενδεχομένως επικίνδυνη στρατηγική. Όταν τα προβλήματα μένουν άλυτα για μεγάλο χρονικό διάστημα, οι άνθρωποι αγανακτούν όλο και περισσότερο, το πολιτικό κόστος εξαιτίας παράλογων επιλογών μειώνεται και ο κίνδυνος να γίνει ένα άλμα στο κενό γίνεται μεγαλύτερος. Οι χώρες που δεν έχουν ισχυρούς θεσμούς για να προστατεύονται από τους κινδύνους αυτούς, είναι οι πρώτες που παίρνουν τον κατηφορικό δρόμο της οικονομικής ύφεσης.
Η γήρανση του πληθυσμού, τα κεκτημένα των παλιών, η επιβάρυνση των νέων γενεών
Ένα τελευταίο σημείο προβληματισμού, αφορά τον αντίκτυπο της δημογραφικής τάσης στις επιλογές της οικονομικής πολιτικής. Με τη γήρανση του πληθυσμού αυξάνεται η τάση να αναζητούν βραχυπρόθεσμες λύσεις και να αναβάλλουν τις προσαρμογές. Καθώς ο χρόνος περνά, αυξάνεται το ποσοστό των εκλογέων που έχουν συμφέρον να υπερασπίζονται ό,τι θεωρούν κεκτημένο και μόνιμο δικαίωμα. Αυτό φορτώνει το βάρος στις νεότερες γενιές, που αποτελούν πολιτική μειονότητα και αφήνονται απροστάτευτες να πληρώσουν για τα προνόμια που απολαμβάνει η πλειοψηφία. Το αποτέλεσμα είναι η απόρριψη της πολιτικής, όπως αποδεικνύεται από το υψηλό ποσοστό της αποχής και τον μεγάλο αριθμό των ψήφων που έλαβαν λαϊκιστικά κόμματα στις πρόσφατες εκλογές, ιδίως στην Ιταλία. Μέχρι τώρα έχει υποτιμηθεί ο κίνδυνος που συνιστά η εξέλιξη αυτή, για την επιβίωση των ευρωπαϊκών δημοκρατιών.
Όλοι αυτοί οι στόχοι μπορούν να επιδιωχθούν τόσο σε εθνικό, όσο και σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Η κρίση έδειξε ότι για να αποφύγουμε τις υπερβολικές αποκλίσεις μεταξύ των χωρών και να για αντιμετωπίσει η Ευρώπη τους κλυδωνισμούς που την εκθέτουν στον κίνδυνο του κατακερματισμού, πρέπει να ληφθούν περισσότερα μέτρα για την ολοκλήρωση της οικονομικής και νομισματικής ένωσης. Είναι απαραίτητη η προσαρμογή των θεσμικών οργάνων για να δυναμώσουν οι μηχανισμοί που λαμβάνουν τις αποφάσεις στην ΕΕ, με ταυτόχρονη ενίσχυση της δημοκρατικής τους νομιμοποίησης.
Αποτελεσματικότητα, δημοκρατική νομιμοποίηση: Διπλό έλλειμμα της Ευρωπαικής Ένωσης
Όλες οι χώρες, με την εξαίρεση ίσως του Ηνωμένου Βασίλειου, στα λόγια δηλώνουν σύμφωνες, αλλά τα γεγονότα δείχνουν ότι οι πρώτοι που αντιτάσσονται στην στενότερη ολοκλήρωση είναι οι εθνικοί πολιτικοί τους, που δεν θέλουν να χάσουν τις εξουσίες τους. Επιπλήττουν την Ευρώπη ως αναποφάσιστη, ξεχνώντας ότι αυτοί οι ίδιοι είναι οι μόνοι που δεν θέλουν να αποφασίζει η Ευρώπη. Δίνονται περισσότερες εξουσίες στα ευρωπαϊκά θεσμικά όργανα μόνον όταν οι χώρες αντιμετωπίζουν κρίση και είναι προφανές ότι δεν μπορούν να επιλυθούν τα προβλήματα σε εθνικό επίπεδο.
Δεν είναι να απορεί κανείς, που οι Ευρωπαίοι πολίτες πιστεύουν ότι η Ευρώπη δεν αφορά την καθημερινή τους ζωή και εκφράζουν αμφιβολίες για τα φιλόδοξα θεσμικά σχέδια. Η απόρριψη του ευρωπαϊκού συντάγματος στη Γαλλία και στην Ολλανδία το 2005 εξακολουθεί να είναι τραυματική εμπειρία. Η ελπίδα ότι νέοι ηγέτες της Ευρώπης θα ξεκινήσουν ένα παρόμοιο πρόγραμμα στο εγγύς μέλλον, κινδυνεύει να αποδειχθεί ανέφικτος στόχος. Από την άλλη πλευρά, υπάρχουν αξεπέραστα όρια άν απλά συνεχισθεί η σταδιακή διαδικασία που λαμβάνει χώρα αναποτελεσματικά σε εθνικό επίπεδο. Το ταμείο διάσωσης για παράδειγμα, συνεπάγεται μια περίπλοκη, σε μεγάλο βαθμό διακυβερνητική διαδικασία λήψης αποφάσεων, που έχει περιορισμένη αποτελεσματικότητα και οξύνει τις εντάσεις μεταξύ των χωρών. Οι αμφιβολίες σχετικά με τη δημοκρατική νομιμοποίηση έχουν γίνει φανερές, καθώς εμφανίζονται όλο και περισσότερα προβλήματα ελλιπούς συνοχής μεταξύ των ευρωπαϊκών θεσμικών οργάνων.
Ίσως λοιπόν, ο καλύτερος τρόπος για να ενισχυθεί η πολιτική ένωση είναι να ξεκινήσουμε από το ζήτημα της δημοκρατικής νομιμοποίησης. Είναι ενδιαφέρον να επισημανθεί, ότι το πρόβλημα αυτό είναι κρίσιμο τόσο για τις ευρωσκεπτικιστές παρατάξεις που θέλουν να εγκαταλείψουν την ΕΕ, όπως είναι οι Συντηρητικοί στη Βρετανία, όσο και για τους φεντεραλιστές, οι οποίοι είναι πρόθυμοι να παραχωρήσουν εθνική κυριαρχία, αλλά μόνο σε απολύτως δημοκρατικούς θεσμούς της Ένωσης. Αυτό συχνά επισημαίνεται και από το Γερμανικό Συνταγματικό Δικαστήριο στις αποφάσεις του. Και οι δύο παρατάξεις πιστεύουν - δικαίως ή αδίκως - ότι το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο δεν αντιπροσωπεύει επαρκώς τη λαϊκή βούληση και δεν έχει αρκετή πολιτική ισχύ ώστε να ελέγχει αποτελεσματικά την εκτελεστική εξουσία που βρίσκεται στα χέρια της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Χωρίς ενίσχυση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου που εκπροσωπεί τα κοινά συμφέροντα των λαών σε όλες τις χώρες, η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση δεν θα επιτευχθεί. Για την ενίσχυση της δύναμης του θα χρειαστούν δύσκολες μάχες, που διαφαίνονται ήδη για το άμεσο μέλλον, γιατί οι κυβερνήσεις των κρατών-μελών είναι οι πιο φανατικοί αντίπαλοί του.
Ίσως λοιπόν, ο καλύτερος τρόπος για να ενισχυθεί η πολιτική ένωση είναι να ξεκινήσουμε από το ζήτημα της δημοκρατικής νομιμοποίησης. Είναι ενδιαφέρον να επισημανθεί, ότι το πρόβλημα αυτό είναι κρίσιμο τόσο για τις ευρωσκεπτικιστές παρατάξεις που θέλουν να εγκαταλείψουν την ΕΕ, όπως είναι οι Συντηρητικοί στη Βρετανία, όσο και για τους φεντεραλιστές, οι οποίοι είναι πρόθυμοι να παραχωρήσουν εθνική κυριαρχία, αλλά μόνο σε απολύτως δημοκρατικούς θεσμούς της Ένωσης. Αυτό συχνά επισημαίνεται και από το Γερμανικό Συνταγματικό Δικαστήριο στις αποφάσεις του. Και οι δύο παρατάξεις πιστεύουν - δικαίως ή αδίκως - ότι το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο δεν αντιπροσωπεύει επαρκώς τη λαϊκή βούληση και δεν έχει αρκετή πολιτική ισχύ ώστε να ελέγχει αποτελεσματικά την εκτελεστική εξουσία που βρίσκεται στα χέρια της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Χωρίς ενίσχυση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου που εκπροσωπεί τα κοινά συμφέροντα των λαών σε όλες τις χώρες, η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση δεν θα επιτευχθεί. Για την ενίσχυση της δύναμης του θα χρειαστούν δύσκολες μάχες, που διαφαίνονται ήδη για το άμεσο μέλλον, γιατί οι κυβερνήσεις των κρατών-μελών είναι οι πιο φανατικοί αντίπαλοί του.
Οι
δυσκολίες της διαδρομής φαίνονται αξεπέραστες, αλλά η
ευρωπαϊκή ιστορία των τελευταίων 60 ετών δείχνει ότι μπορούμε να τις ξεπεράσουμε.
Μόλις
πριν από πέντε χρόνια φαινόταν αδιανόητο ότι θα μπορούσε η ΕΕ να λάβει τα μέτρα
που κατάφερε τελικά να πάρει στη διάρκεια της κρίσης (αν και προχώρησε με άτακτα βήματα, κινδυνεύοντας πολλές φορές να
σκοντάψει). Ο δρόμος είναι ακόμη μακρύς. Αλλά ούτε και οι Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής φτιάχτηκαν μέσα σε μια μέρα, ούτε καν μέσα σε έναν αιώνα.
Ο Lorenzo Bini Smaghi (1956, Φλωρεντία) είναι Ιταλός οικονομολόγος, πρώην μέλος του Εκτελεστικού Συμβουλίου της Ευρωπαικής Κεντρικής Τράπεζας (μέχρι το 2011, επί προεδρίας Τρισέ), υπεύθυνος για τις ευρωπαικές και διεθνείς σχέσεις. Σήμερα είναι επισκέπτης καθηγητής στο Weatherhead Center for International Affairs του Πανεπιστημίου του Harvard, διδάσκει στο Istituto Affari Internazionali και προεδρεύει στον Fondazione Palazzo Strozzi, μεικτό (δημοσίου και ιδιωτικού) πολιτιστικού οργανισμού στη Φλωρεντία.
Η προσωπική του ιστοσελίδα (Ιταλικά - Αγγλικά)
Κώστας Καλλίτσης: Ιρλανδία, Πορτογαλία, Ελλάδα: τρεις χώρες, δύο πολιτικές ("Καθημερινή",
Η προσωπική του ιστοσελίδα (Ιταλικά - Αγγλικά)
Κώστας Καλλίτσης: Ιρλανδία, Πορτογαλία, Ελλάδα: τρεις χώρες, δύο πολιτικές ("Καθημερινή",
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου