του Φώτη Λυσάνδρου
© openDemocracy Can Europe Make it?
Photis Lysandrou: Three myths behind the case for Grexit: a destructive analysis 11.8.2015
Photis Lysandrou: Three myths behind the case for Grexit: a destructive analysis 11.8.2015
Προκύπτει λοιπόν το ερώτημα τι πρέπει να κάνει τώρα η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ. Δεδομένο είναι ένα: πρέπει να καταστήσει σαφές στον ελληνικό λαό, ότι το να κρατήσει και τα δύο σκέλη της προεκλογικής της υπόσχεσης ήταν αδύνατο. 'Εχει όμως μπροστά της δύο δρόμους για να συνεχίσει:
(α) Να προχωρήσει και σε περαιτέρω συμβιβασμούς με την τρόικα και έτσι να το κρατήσει την Ελλάδα στην ευρωζώνη, ή (β) να απορρίψει οποιουσδήποτε περαιτέρω συμβιβασμούς και να αποσύρει την Ελλάδα από την ευρωζώνη.
Piet Mondrian, Μηλιά |
1. Η αποχώρηση από την ευρωζώνη θα ενισχύσει την ανταγωνιστικότητα της Ελλάδας στις διεθνείς εμπορικές σχέσεις
2. Η αποχώρηση από την ευρωζώνη θα δώσει στην κυβέρνηση της Ελλάδας μεγαλύτερα περιθώρια για αυτονομία στην άσκηση πολιτικής
3. Θα ενισχύσει επίσης τις διεθνείς σχέσεις αλληλεγγύης της Ελλάδας με άλλες ευρωπαϊκές χώρες που επίσης θα αποχωρήσουν από την ευρωζώνη.
Ξέρουμε πολύ καλά ότι τα δύο πρώτα επιχειρήματα δεν διατυπώνονται μόνον από αριστερά. Είναι
ουσιαστικά τα ίδια επιχειρήματα που προβάλλει η ακραία Δεξιά των ευρωπαϊκών χωρών,
από την Χρυσή Αυγή στην Ελλάδα μέχρι το Εθνικό Μέτωπο στη
Γαλλία. Ωστόσο αυτά τα ευρωπαϊκά δεξιά κόμματα που αντιτίθενται σφοδρά στο ευρώ, επικαλούνται μόνο τα εθνικά ιδιαίτερα συμφέροντα της δικής τους χώρας και ποτέ δεν θέτουν ζητήματα διεθνούς αλληλεγγύης. Γι' αυτόν ακριβώς τον λόγο, για να διακρίνει τον εαυτό
της από την ευρωπαϊκή Δεξιά, η ευρωσκεπτικιστική ευρωπαϊκή Αριστερά
τονίζει πάντοτε το επιχείρημα της «αλληλεγγύης» στη δική της εναντίωση στο ευρώ, προσθέτοντάς το στα επιχειρήματα περί «κυριαρχίας» και «ανταγωνιστικότητας».
Στη συνέχεια, αντιπαραβάλλοντάς τα σε διαδοχικά στάδια με την
τρέχουσα παγκόσμια, ευρωπαϊκή και ελληνική οικονομική πραγματικότητα, θα δείξουμε ότι και τα τρία αυτά επιχειρήματα αποδεικνύονται ψευδή:
(i) από
μια παγκόσμια οικονομική προοπτική, είναι σαφές ότι η Grexit θα είχε ως επακόλουθο λιγότερη αυτονομία της ελληνικής κυβέρνησης στην άσκηση πολιτικής
(ii)
από μια περιφερειακή ευρωπαϊκή προοπτική, είναι σαφές ότι η Grexit
θα αποδυναμώσει την κάθε είδους διεθνή αλληλεγγύη μεταξύ των
προοδευτικών δυνάμεων της Ελλάδας και εκείνων των άλλων ευρωπαϊκών
χωρών
(iii) από μια τοπική Ελληνική προοπτική, είναι σαφές ότι η Grexit
θα εκτροχιάσει έντονα τις κάθε είδους προοπτικές για πραγματική αποκατάσταση της οικονομικής ανταγωνιστικότητας στην Ελλάδα.
Πίνακας 1: Χρηματοοικονομικοί τίτλοι στον κόσμο σε τρισεκατομμύρια $ - άνω πραγματική οικονομία (αποθεματικά και παγκόσμιο ΑΕΠ) - κάτω |
Οι
δύο πιο εντυπωσιακές τάσεις που χαρακτηρίζουν το σύγχρονο παγκόσμιο
οικονομικό τοπίο είναι η παγκοσμιοποίηση και η χρηματιστικοποίηση. Η
πρώτη τάση συνίσταται κυρίως στην εξάπλωση της εμπορευματικής αρχής σε όλο τον οριζόντιο άξονα του γεωγραφικού χώρου: σήμερα όλες σχεδόν οι
χώρες του κόσμου (με αξιοσημείωτη εξαίρεση την Βόρεια Κορέα)
είναι πια μέρη ενός παγκόσμιου καταμερισμού της εργασίας που
λειτουργεί με βάση τους κανόνες της ανταλλαγής στις αγορές. Η
δεύτερη τάση συνίσταται κυρίως στην εξάπλωση της ίδιας εμπορευματικής αρχής κατά μήκος του κατακόρυφου άξονα του χρόνου (βλέπε Πίνακα 1): με την
τεράστια, όλο και πιο έντονη συσσώρευση χρεογράφων και μετοχικών τίτλων,
δηλαδή απαιτήσεων διαπραγματεύσιμων στις αγορές έναντι των μελλοντικών ροών εσόδων που
θα δημιουργηθουν από κυβερνήσεις και επιχειρήσεις, στην πραγματικότητα το μέλλον έχει αποικιοποιηθεί και έχει προσαρτηθεί ως επιπλέον χώρος της οικονομικής δραστηριότητας.
Οι
κυβερνήσεις και οι εταιρείες που εκδίδουν τίτλους για να λάβουν δάνεια, ποτέ δεν τους βλέπουν
ως εμπορεύματα, αλλά μόνον ως χρηματοδοτικά μέσα που βοηθούν και
διευκολύνουν την παραγωγή εμπορευμάτων. Όμως ισχύει το αντίθετο για τους μεγάλους θεσμικούς επενδυτές,
που είναι οι κυρίαρχοι στην πλευρά της ζήτησης στις παγκόσμιες αγορές τίτλων: Για
τα συνταξιοδοτικά ταμεία, για τα αμοιβαία κεφάλαια, τις ασφαλιστικές εταιρείες και για τα τμήματα διαχείρισης ενεργητικού των τραπεζών, οι τίτλοι και γενικά οι κινητές
αξίες είναι χρηματοοικονομικά εμπορεύματα, των οποίων η αξία χρήσης είναι να
χρησιμεύουν ως φορητές αποθήκες ανταλλακτικής αξίας. Σ' αυτές τις αποθήκες μπορούν να συσσωρεύονται χρήματα των πελατών τους και από αυτές μπορούν να αντλούνται χρήματα για
αποπληρωμές άλλων πελατών.
Η διαπίστωση ότι οι χρηματοοικονομικοί τίτλοι έχουν γίνει οι ίδιοι εμπορεύματα, θα πρέπει να συνδυαστεί με την παρατήρηση ότι τώρα, τα χρηματοοικονομικά εμπορεύματα επικρατούν απόλυτα επί των υλικών εμπορευμάτων (παγκόσμιο
ΑΕΠ), που είναι η βάση πάνω στην οποία αυτά στηρίζονται σε τελευταία ανάλυση (αρκεί να συγκρίνει κανείς το άνω και το κάτω μισό του Πίνακα 1). Είναι λοιπόν εύκολο να γίνει αντιληπτή η τεράστια ασυμμετρία
κλίμακας που χαρακτηρίζει τις σημερινές παγκόσμιες αγορές
συναλλάγματος.
Ο ημερήσιος κύκλος εργασιών στην
παγκόσμια αγορά συναλλάγματος (forex), από
περίπου 1,5 τρισεκατομμύρια $ το 1998 αυξήθηκε σε 5,5 τρισεκατομμύρια $ το 2013 και τώρα πιθανότατα υπερβαίνει τα 6 τρισεκατομμύρια. Από
αυτό το τεράστιο χρηματικό ποσό, μόνον ένα 1 % έως 1,5 % περίπου έχει κάποια
σχέση με τις διασυνοριακές αγοραπωλησίες αγαθών και υπηρεσιών ή με άμεσες διακρατικές επενδύσεις. Ένα σημαντικό μέρος του υπολοίπου μπορεί να εντοπιστεί σε καθαρά
κερδοσκοπικές συναλλαγές με νομίσματα, ωστόσο το μεγαλύτερο μέρος, με τον
ένα ή τον άλλο τρόπο, συνδέεται με εμπορία χρηματοοικονομικών τίτλων. Αυτό το τελευταίο γεγονός εξηγεί γιατί μόλις τέσσερα εθνικά
νομίσματα, με προεξάρχον το δολάριο των ΗΠΑ, αντιπροσωπεύουν πάνω από το
155% (σε σύνολο 200%) των ημερήσιων συναλλαγών forex.
Όπως φαίνεται στη συνέχεια στο Σχήμα 1, η ουσία του θέματος είναι ότι το
μέγεθος μιας χώρας, όπως μετράται στον παγκόσμιο χώρο κυκλοφορίας
εμπορευμάτων και όπως εκφράζεται με όρους νομίσματος, καθορίζεται
πλέον κυρίως από τη συμβολή της χώρας αυτής στα παγκόσμια αποθέματα τίτλων και όχι με τη συμβολή της στην παγκόσμια υλική παραγωγή. Έτσι,
η συνεχιζόμενη υπεροχή του αμερικανικού δολαρίου ως διεθνούς νομίσματος
έγκειται στο γεγονός ότι οι ΗΠΑ εξακολουθούν να αντιπροσωπεύουν πάνω
από το 50% των παγκόσμιων αποθεμάτων σε ομόλογα και μετοχές, ενώ οι
υποτελείς θέσεις του κινεζικού γιουάν και του ρωσικού ρουβλίου και των άλλων εθνικών νομισμάτων οφείλονται στην αμελητέα συμβολή των χωρών αυτών στα αποθέματα χρηματοοικονομικών τίτλων.
[Για χώρες με μικρές εξαγωγικές δυνατότητες, η αυτόνομη οικονομική πολιτική με «ελευθερία κινήσεων» είναι ανέφικτη]
Σχήμα 1 |
Οι
τεράστιες ασυμμετρίες μεγεθών στον παγκόσμιο χώρο των χρηματοοικονομικών
εμπορευμάτων, έχουν εξίσου τεράστιες ασύμμετρες επιπτώσεις στη δραστηριότητα και στις πολιτικές των χωρών που βρίσκονται μέσα σ' αυτό το χώρο. Να σκεφτούμε, λόγου χάρη,
τις συνέπειες μιας τυχόν απότομης μεταβολής της ισοτιμίας μεταξύ του δολαρίου ΗΠΑ και του νομίσματος μιας χώρας που έχει σχετικά
μικρή εγχώρια κεφαλαιαγορά. Η
τεράστια μάζα των χρηματοοικονομικών τίτλων που βρίσκονται πίσω από το δολάριο ΗΠΑ λειτουργεί ως νομισματικός απορροφητής κραδασμών (αμορτισέρ), σε περίπτωση οποιασδήποτε αλλαγής της
συναλλαγματικής ισοτιμίας που προκαλείται από εξελίξεις στην
υποκείμενη βάση της πραγματικής οικονομίας, δηλαδή της παραγωγής και του εμπορίου υλικών αγαθών. Τι θα συμβεί, αντίθετα,
στην περίπτωση μιας χώρας με μικρή εγχώρια αγορά κεφαλαίων; Εκεί, κάθε μεταβολή σε επενδύσεις χρηματοοικονομικών τίτλων, που θα προκληθεί από μια αλλαγή στις συναλλαγματικές ισοτιμίες και από την επίδρασή της στις επιχειρήσεις εξαγωγών-εισαγωγών, πιθανώς θα πάρει και αυτή τη μορφή της αλλαγής στις συναλλαγματικές ισοτιμίες. Δηλαδή μπορεί να επιδεινώσει ακόμη περισσότερο την αρχική μεταβολή της συναλλαγματικής
ισοτιμίας και τις επιπτώσεις της στην υποκείμενη πραγματική οικονομία. Με άλλα λόγια, η ίδια η μικρότητα των κεφαλαιαγορών στις περισσότερες χώρες που ανήκουν στον παγκόσμιο εμπορευματικό
χώρο, μπορεί να τις εξαναγκάζει να παίζουν ρόλο νομισματικού ενισχυτή κραδασμών.
Οι ασύμμετρες επιπτώσεις των μεταβολών συναλλαγματικών ισοτιμιών σε χώρες με διαφορετικές ποσότητες νομισματικής μάζας, μεταφράζονται σε ασύμμετρες επιπτώσεις στην άσκηση πολιτικής. Από τη μία πλευρά, οι νομισματικές αρχές μιας χώρας που έχει μεγάλη νομισματική μάζα, όπως οι ΗΠΑ μπορούν να ασκούν νομισματικές πολιτικές και πολιτικές επιτοκίων χωρίς να αναγκάζονται να λαμβάνουν υπόψη τις επιπτώσεις αυτών των πολιτικών στην ισοτιμία του δολαρίου ΗΠΑ έναντι οποιουδήποτε άλλου εθνικού νομίσματος ή ομάδας νομισμάτων - επειδή ξέρουν ότι κάθε τέτοια αλλαγή της συναλλαγματικής ισοτιμίας, θα έχει ελάχιστη ή και καμία ουσιαστική σωρευτική επίδραση στην εθνική οικονομία των ΗΠΑ. Με άλλα λόγια, μπορούν να χειρίζονται τη συναλλαγματική ισοτιμία του δολαρίου με «ακίνδυνη αδιαφορία» (“benign neglect”): οποιαδήποτε ανοδική ή καθοδική κίνηση στην ισοτιμία του δολαρίου έναντι του νομίσματος άλλης χώρας, είναι πάντα πρόβλημα για την άλλη χώρα, ποτέ πρόβλημα των ΗΠΑ. Αντίθετα, οι νομισματικές αρχές μιας χώρας που έχει μικρή νομισματική μάζα δεν μπορούν να απολαύουν μιας τέτοιας πολυτέλειας: γνωρίζουν ότι κάθε απότομη ανοδική ή καθοδική κίνηση στην ισοτιμία του νομίσματός τους έναντι ενός ισχυρού νομίσματος, όπως το δολάριο, μπορεί να έχει καταστροφικές επιπτώσεις στην εθνική οικονομία τους. Δεν έχουν λοιπόν άλλη επιλογή, παρά μόνον να ασκούν τη νομισματική πολιτική και την πολιτική επιτοκίων, με τρόπο που να έχει πάντα κατά νου τις επιπτώσεις της πολιτικής αυτής στη διεθνή συναλλαγματική ισοτιμία του νομίσματός τους.
Ο φόβος των καταστροφικών συνεπειών εξαιτίας αλλαγών στις συναλλαγματικές ισοτιμίες εξηγεί γιατί αυτή τη στιγμή περίπου 66 χώρες έχουν συνδέσει, με τη μία ή την άλλη μορφή, τα νομίσματά τους με το δολάριο των ΗΠΑ, ενώ άλλες 27 χώρες έχουν συνδέσει τα νομίσματά τους με το ευρώ. Οι μεγάλες εξαγωγικές χώρες, όπως η Κίνα, μπορούν να χρησιμοποιούν τα εμπορικά πλεονάσματα τους για να δημιουργούν σημαντικά αποθέματα σε δολάρια, προκειμένου να προστατεύουν την ανεπίσημη σύνδεση του νομίσματός τους με το δολάριο και έτσι να είναι σε θέση να διατηρούν έναν ορισμένο βαθμό αυτονομίας της εθνικής οικονομικής πολιτικής τους. Αντίθετα, οι μικρές χώρες που αγωνίζονται να διατηρήσουν υπό έλεγχο το εμπορικό τους ισοζύγιο, πόσο μάλλον να δημιουργήσουν εμπορικά πλεονάσματα, δεν έχουν αυτή τη δυνατότητα. Στην περίπτωσή τους, πρόσδεση του νομίσματός τους σε ξένο νόμισμα, όπως το δολάριο ή το ευρώ, σημαίνει ότι πρέπει να διαμορφώνουν τις εθνικές νομισματικές πολιτικές και πολιτικές επιτοκίων σύμφωνα με τις αντίστοιχες πολιτικές αποφάσεις της Federal Reserve των ΗΠΑ ή της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Άς διατυπώσουμε αυτό το σημείο ως τυπική θέση:
Από τον κατάλογο αυτό είναι σαφές ότι η προσοχή της Επιτροπής, κατά την αρχική φάση του εγχειρήματος της ΟΝΕ, εστιάζονταν κυρίως σε κριτήρια σχετικά με το ΑΕΠ: προφανώς η βασική επιδίωξη πίσω από τις τρεις πρώτους στόχους του προγράμματος, ήταν να απομακρυνθούν τα σχετικά με το νόμισμα εμπόδια στη δημιουργία μιας πραγματικά ολοκληρωμένης ευρωπαϊκής αγοράς υλικών αγαθών και υπηρεσιών. Πράγματι, ακριβώς επειδή η αρχική εστίαση ήταν στις αγορές υλικών προϊόντων, υπήρχε αυστηρή προσήλωση στις βασικές αρχές της θεωρίας της Βέλτιστης Νομισματικής Περιοχής (OCA): δηλαδή, θεωρούσαν πως μόνον χώρες με μεγάλο βαθμό ομοιότητας των οικονομικών δομών και των χαρακτηριστικών της παραγωγής τους έπρεπε να συγχωνεύσουν τα εθνικά τους νομίσματα. Υπήρξε τέτοια προσήλωση σ' αυτό το δόγμα, ώστε ακόμη και μέχρι το 1997 ήταν αναμενόμενο πως μόνον 5 ή 6 από τα 15 τότε κράτη-μέλη της ΕΕ θα συμμετείχαν στο ευρώ, ενώ τα υπόλοιπα μέλη θα ακολουθούσαν έπειτα, σε πολύ μεταγενέστερο στάδιο.
Ωστόσο, το καλοκαίρι του 1997 σηματοδότησε μια διαρθρωτική τομή στη σκέψη που διέπει το εγχείρημα του ευρώ. Η αιτία αυτής της τομής ήταν η ασιατική νομισματική κρίση. Εκείνο το καλοκαίρι, σε όλη την Νοτιοανατολική Ασία, το ένα ασιατικό νόμισμα μετά το άλλο, από το ταϊλανδικό μπατ μέχρι το γουόν της Νότιας Κορέας, δέχθηκαν μεγάλες κερδοσκοπικές επιθέσεις και εξαναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τη σύνδεσή τους με το δολάριο και να υποτιμηθούν με ελεύθερη πτώση, πράγμα που είχε καταστροφικές επιπτώσεις στις αντίστοιχες εθνικές οικονομίες. Όταν η γαλλική κυβέρνηση και ορισμένες άλλες ευρωπαϊκές κυβερνήσεις είδαν τι συνέβη, συνειδητοποίησαν τη σημασία της νομισματικής μάζας στη νέα παγκόσμια οικονομική πραγματικότητα.
Ο τελευταίος από τους τέσσερις προαναφερθέντες στόχους που επιδιώκονται με την ΟΝΕ, δηλαδή η τόνωση μιας πανευρωπαϊκής αγοράς κεφαλαίων, έγινε ξαφνικά ο πρώτος, ο επείγουσας προτεραιότητας στόχος. Εξαιτίας αυτού του γεγονότος, η πρόσκληση για ένταξη στο ευρώ διευρύνθηκε το 1998 και απευθύνθηκε στα 14 από τα 15 τότε κράτη-μέλη της ΕΕ (μόνον η Ελλάδα δεν προσκλήθηκε τότε). Μετά την ασιατική κρίση του 1997, η κεντρική λογική πίσω από το νέο νόμισμα ήταν να σχεδιαστεί έτσι ώστε να έχει επαρκές βάρος και μάζα, για να μπορεί να αντισταθεί στην βαρυτική έλξη του δολαρίου των ΗΠΑ και συνακόλουθα θα δώσει στις κυβερνήσεις της Ευρωζώνης τα ίδια περιθώρια για χάραξη νομισματικής πολιτικής, όπως αυτά που διαθέτει η κυβέρνηση των ΗΠΑ.
Όπως δείχνουν αυτές οι παρατηρήσεις, η εγκατάλειψη του ευρώ και η υποστήριξη της επιστροφής σε ξεχωριστά εθνικά νομίσματα δεν προσφέρει κανένα πλεονέκτημα στις προοδευτικές δυνάμεις των χωρών της ευρωζώνης. Στη νέα παγκόσμια οικονομική πραγματικότητα με την ασυμμετρία των εμπορευματικών μαζών, η έξοδος από τη ζώνη του ευρώ μικρών χωρών, όπως η Ελλάδα ή η Πορτογαλία, δεν θα σημάνει αποκατάσταση της οικονομικής κυριαρχίας τους, αλλά έκθεση και υποταγή τους σε ακόμη πιο σκληρές εξωτερικές οικονομικές πιέσεις και περιορισμούς. Δεδομένου ότι η ίδια η ουσία της ύπαρξης του ευρώ είναι να χρησιμεύει ως προστατευτικός κόμβος που παρέχει καταφύγιο ενάντια σ' αυτές τις εξωτερικές πιέσεις, αυτές οι χώρες πρέπει να διατηρήσουν το ευρώ, αλλά να αγωνιστούν για να το μεταβάλλουν έτσι ώστε να υποστηρίζει ένα πολύ διαφορετικό ευρωπαϊκό σχέδιο οικονομικής πολιτικής.
Εφόσον οι δεξιές κυβερνήσεις και άλλες δυνάμεις της Ευρώπης μπόρεσαν να μοιραστούν και ενοποιήσουν την κυριαρχία τους για να ακολουθήσουν μια νεοφιλελεύθερη οικονομική στρατηγική, πράγμα που έγινε φανερό με τους κανόνες που ισχύουν τώρα και με τις δομές της ευρωζώνης, έτσι και οι αριστερές κυβερνήσεις πρέπει να μοιραστούν και ενοποιήσουν την κυριαρχία τους, προκειμένου να ακολουθήσουν μια πιο προοδευτική οικονομική στρατηγική. Η προσπάθεια για οποιαδήποτε αλλαγή των κανόνων της ευρωζώνης, ώστε να ενσωματώνουν και να προωθούν μια τέτοια εναλλακτική στρατηγική, δεν θα είναι εύκολη. Αντιθέτως θα είναι εξαιρετικά δύσκολη, όπως συνεχώς επισημαίνουν οι αριστεροί ευρωσκεπτικιστές. Ωστόσο, όσο δύσκολο και άν είναι το έργο αυτό θα πρέπει να το επιδιώξουμε, γιατί η εναλλακτική λύση είναι χειρότερη.
Αν χώρες όπως η Ελλάδα, η Πορτογαλία ή η Ισπανία εγκαταλείψουν το ευρώ και επιστρέψουν σε ξεχωριστά εθνικά νομίσματα, τότε κάθε ελπίδα για ριζική αλλαγή στην οικονομική κατεύθυνση της Ευρώπης θα καταστραφεί, γιατί η αλλαγή αυτή απαιτεί διεθνή αλληλεγγύη και η αλληλεγγύη με τη σειρά της απαιτεί το κοινό νόμισμα ευρώ. Στη συνέχεια θα ασχοληθούμε με το θέμα αυτό.
Η ευρωπαϊκή προοπτική
Μία από τις προϋποθέσεις για εναλλακτική ευρωπαϊκή οικονομική στρατηγική είναι η δημόσια χρηματοδότηση για την τόνωση των επενδύσεων στις υποδομές, στις υπηρεσίες πρόνοιας και σε άλλα έργα με στόχο την ανάπτυξη και τη δημιουργία θέσεων εργασίας. Στον απόηχο της βλάβης που υπέστησαν τα δημόσια οικονομικά εξαιτίας των διασώσεων τραπεζών και άλλων έκτακτων μέτρων με δημόσιες δαπάνες σχετικές με την κρίση, μια τέτοια χρηματοδότηση για πολιτικές ανάπτυξης, προϋποθέτει ως κορυφαία προτεραιότητα, μεταξύ άλλων, την πανευρωπαϊκή εναρμόνιση των φορολογικών δομών. Προς το παρόν, αυτό δεν έχει προχωρήσει ουσιαστικά στην ΕΕ και ακόμη λιγότερο στην ευρωζώνη: σ' αυτήν, η τάση μείωσης στους φόρους των επιχειρήσεων και η τάση απομάκρυνσης από την προοδευτική φορολογία εισοδημάτων προς οπισθοδρομικούς φόρους (ΦΠΑ και ειδικοί φόροι κατανάλωσης), υπήρξε τόσο έντονη όσο πουθενά αλλού στον κόσμο. Είναι σαφές το εξής: ενώ τα κράτη-μέλη της ευρωζώνης ήταν μέχρι τώρα πρόθυμα να μοιραστούν την κυριαρχία τους σε θέματα νομισματικά και επιτοκίων, αντιθέτως ήταν πολύ λιγότερο πρόθυμα να το πράξουν σε φορολογικά θέματα, παρόλο που υπόκεινται στα αυστηρά ανώτατα όρια χρέους και ελλείμματος του προϋπολογισμού, όπως ορίζονται στο Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης.
Ο λόγος γι' αυτή την κατάσταση είναι εν μέρει πολιτικός: το να εγκαταλείψουν οι χώρες της ευρωζώνης τον εθνικό έλεγχο επί των εσωτερικών φορολογικών δομών τους, θα ισοδυναμούσε με πλήρη πολιτική ένωση. Ένας άλλος λόγος είναι ιδεολογικής φύσης: για κάθε θεωρητικό επιχείρημα υπέρ της φορολογικής εναρμόνισης (ένα αξιοσημείωτο είναι οι αναδιανεμητικές της συνέπειες), υπάρχει ένα αντεπιχείρημα υπέρ του φορολογικού ανταγωνισμού, [δηλαδή υπέρ του να επιδιώκουν οι χώρες χαμηλότερους φόρους από τις «ανταγωνίστριές» τους]. Για τις ανησυχίες των νεο-φιλελεύθερων οικονομολόγων, το πιο αξιοσημείωτο από αυτά τα αντεπιχειρήματα είναι η δημοσιονομική πειθαρχία.
Ενώ η Επιτροπή της ΕΕ έχει παραμείνει σε γενικές γραμμές ουδέτερη μεταξύ αυτών των δύο αντίθετων θέσεων, σε μερικές περιπτώσεις έχει εκφραστεί έντονα εναντίον του «επιβλαβούς» φορολογικού ανταγωνισμού. Έτσι, το 1996 δημοσίευσε μια έκθεση σχετικά με τη φορολογία στην ΕΕ, στην οποία προειδοποίησε για τις πιο επιζήμιες επιπτώσεις του φορολογικού ανταγωνισμού προς τα κάτω. Στις επιπτώσεις αυτές περιελαμβάνεται η «διάβρωση της φορολογικής βάσης», δηλαδή η «υποβάθμιση των εσόδων που οφείλεται στη χρησιμοποίηση από ορισμένες ομάδες φορολογουμένων της “επιλογής της εξόδου” από την χώρα». Συγκεκριμένα, επισήμανε την «απόκλιση των συντελεστών της παραγωγής ως προς την οικονομική τους δύναμη», δηλαδή ότι το κεφάλαιο μπορεί να χρησιμοποιεί την «ευκινησία» του για να μεταθέτει τη φορολογική επιβάρυνση στα «δυσκίνητα» μέρη της όλης φορολογικής βάσης, όπως είναι η εργασία. Όπως είναι γνωστό, η Επιτροπή έχει πρόσφατα ξεκινήσει έρευνες για τις φορολογικές υποθέσεις της Ιρλανδίας, του Λουξεμβούργου και άλλων χωρών, όπου φαίνεται να έχουν γίνει συμφωνίες με παγκόσμιες εταιρείες για «ευνοϊκή» φορολόγησή τους.
Παρόλο που η Επιτροπή της ΕΕ έχει επιδείξει ορισμένες σημαντικές πρωτοβουλίες για την αντιμετώπιση του επιζήμιου φορολογικού ανταγωνισμού, πρέπει να γίνουν πολύ περισσότερα άν θέλουμε να μην εξαναγκάζονται οι εθνικές κυβερνήσεις να κάνουν και άλλες βαθιές περικοπές στην πρόνοια και στις κοινωνικές δαπάνες και αν θέλουμε να επιστρέψει και πάλι μεγαλύτερο μέρος της φορολογικής επιβάρυνσης στα πλουσιότερα στρώματα των κοινωνιών.
Οι ασύμμετρες επιπτώσεις των μεταβολών συναλλαγματικών ισοτιμιών σε χώρες με διαφορετικές ποσότητες νομισματικής μάζας, μεταφράζονται σε ασύμμετρες επιπτώσεις στην άσκηση πολιτικής. Από τη μία πλευρά, οι νομισματικές αρχές μιας χώρας που έχει μεγάλη νομισματική μάζα, όπως οι ΗΠΑ μπορούν να ασκούν νομισματικές πολιτικές και πολιτικές επιτοκίων χωρίς να αναγκάζονται να λαμβάνουν υπόψη τις επιπτώσεις αυτών των πολιτικών στην ισοτιμία του δολαρίου ΗΠΑ έναντι οποιουδήποτε άλλου εθνικού νομίσματος ή ομάδας νομισμάτων - επειδή ξέρουν ότι κάθε τέτοια αλλαγή της συναλλαγματικής ισοτιμίας, θα έχει ελάχιστη ή και καμία ουσιαστική σωρευτική επίδραση στην εθνική οικονομία των ΗΠΑ. Με άλλα λόγια, μπορούν να χειρίζονται τη συναλλαγματική ισοτιμία του δολαρίου με «ακίνδυνη αδιαφορία» (“benign neglect”): οποιαδήποτε ανοδική ή καθοδική κίνηση στην ισοτιμία του δολαρίου έναντι του νομίσματος άλλης χώρας, είναι πάντα πρόβλημα για την άλλη χώρα, ποτέ πρόβλημα των ΗΠΑ. Αντίθετα, οι νομισματικές αρχές μιας χώρας που έχει μικρή νομισματική μάζα δεν μπορούν να απολαύουν μιας τέτοιας πολυτέλειας: γνωρίζουν ότι κάθε απότομη ανοδική ή καθοδική κίνηση στην ισοτιμία του νομίσματός τους έναντι ενός ισχυρού νομίσματος, όπως το δολάριο, μπορεί να έχει καταστροφικές επιπτώσεις στην εθνική οικονομία τους. Δεν έχουν λοιπόν άλλη επιλογή, παρά μόνον να ασκούν τη νομισματική πολιτική και την πολιτική επιτοκίων, με τρόπο που να έχει πάντα κατά νου τις επιπτώσεις της πολιτικής αυτής στη διεθνή συναλλαγματική ισοτιμία του νομίσματός τους.
Ο φόβος των καταστροφικών συνεπειών εξαιτίας αλλαγών στις συναλλαγματικές ισοτιμίες εξηγεί γιατί αυτή τη στιγμή περίπου 66 χώρες έχουν συνδέσει, με τη μία ή την άλλη μορφή, τα νομίσματά τους με το δολάριο των ΗΠΑ, ενώ άλλες 27 χώρες έχουν συνδέσει τα νομίσματά τους με το ευρώ. Οι μεγάλες εξαγωγικές χώρες, όπως η Κίνα, μπορούν να χρησιμοποιούν τα εμπορικά πλεονάσματα τους για να δημιουργούν σημαντικά αποθέματα σε δολάρια, προκειμένου να προστατεύουν την ανεπίσημη σύνδεση του νομίσματός τους με το δολάριο και έτσι να είναι σε θέση να διατηρούν έναν ορισμένο βαθμό αυτονομίας της εθνικής οικονομικής πολιτικής τους. Αντίθετα, οι μικρές χώρες που αγωνίζονται να διατηρήσουν υπό έλεγχο το εμπορικό τους ισοζύγιο, πόσο μάλλον να δημιουργήσουν εμπορικά πλεονάσματα, δεν έχουν αυτή τη δυνατότητα. Στην περίπτωσή τους, πρόσδεση του νομίσματός τους σε ξένο νόμισμα, όπως το δολάριο ή το ευρώ, σημαίνει ότι πρέπει να διαμορφώνουν τις εθνικές νομισματικές πολιτικές και πολιτικές επιτοκίων σύμφωνα με τις αντίστοιχες πολιτικές αποφάσεις της Federal Reserve των ΗΠΑ ή της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Άς διατυπώσουμε αυτό το σημείο ως τυπική θέση:
Μια χώρα με μικρές εξαγωγικές δυνατότητες που επιλέγει να ανήκει στον παγκόσμιο χώρο των χρηματοοικονομικών εμπορευμάτων, δεν μπορεί να έχει κανενός είδους αυτονομία στην άσκηση οικονομικής πολιτικής και γενικότερα κανενός είδους πραγματική οικονομική κυριαρχία, παρεκτός και άν λειτουργεί ως αποικιακής μορφής χρηματοοικονομικός δορυφόρος, σε τροχιά γύρω από μια μεγάλη νομισματική μάζα, όπως είναι το δολάριο των ΗΠΑ.Αυτή η θέση για την εμπορευματική μάζα και τη βαρυτική έλξη είναι ακριβώς η αντίληψη που εξηγεί την πολιτικο-οικονομική λογική πίσω από το ευρώ, τη στιγμή που αυτό θεσπίσθηκε επίσημα, την 1η Ιανουαρίου 1999. Στην έκθεσή της «Ενιαία αγορά, ενιαίο νόμισμα», που δημοσιεύθηκε το 1990, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή απαρίθμησε τους ακόλουθους τέσσερις κύριους στόχους πίσω από την Ευρωπαϊκή Νομισματική Ένωση (ΟΝΕ): (1) Να μειωθεί το κόστος των συναλλαγών, (2) να μειωθούν οι συναλλαγματικοί κίνδυνοι, (3) να αυξηθεί η διαφάνεια των τιμών και (4) να ενισχυθεί μια μεγάλη, εναία αγορά κεφαλαίων στην ΕΕ.
Από τον κατάλογο αυτό είναι σαφές ότι η προσοχή της Επιτροπής, κατά την αρχική φάση του εγχειρήματος της ΟΝΕ, εστιάζονταν κυρίως σε κριτήρια σχετικά με το ΑΕΠ: προφανώς η βασική επιδίωξη πίσω από τις τρεις πρώτους στόχους του προγράμματος, ήταν να απομακρυνθούν τα σχετικά με το νόμισμα εμπόδια στη δημιουργία μιας πραγματικά ολοκληρωμένης ευρωπαϊκής αγοράς υλικών αγαθών και υπηρεσιών. Πράγματι, ακριβώς επειδή η αρχική εστίαση ήταν στις αγορές υλικών προϊόντων, υπήρχε αυστηρή προσήλωση στις βασικές αρχές της θεωρίας της Βέλτιστης Νομισματικής Περιοχής (OCA): δηλαδή, θεωρούσαν πως μόνον χώρες με μεγάλο βαθμό ομοιότητας των οικονομικών δομών και των χαρακτηριστικών της παραγωγής τους έπρεπε να συγχωνεύσουν τα εθνικά τους νομίσματα. Υπήρξε τέτοια προσήλωση σ' αυτό το δόγμα, ώστε ακόμη και μέχρι το 1997 ήταν αναμενόμενο πως μόνον 5 ή 6 από τα 15 τότε κράτη-μέλη της ΕΕ θα συμμετείχαν στο ευρώ, ενώ τα υπόλοιπα μέλη θα ακολουθούσαν έπειτα, σε πολύ μεταγενέστερο στάδιο.
Ωστόσο, το καλοκαίρι του 1997 σηματοδότησε μια διαρθρωτική τομή στη σκέψη που διέπει το εγχείρημα του ευρώ. Η αιτία αυτής της τομής ήταν η ασιατική νομισματική κρίση. Εκείνο το καλοκαίρι, σε όλη την Νοτιοανατολική Ασία, το ένα ασιατικό νόμισμα μετά το άλλο, από το ταϊλανδικό μπατ μέχρι το γουόν της Νότιας Κορέας, δέχθηκαν μεγάλες κερδοσκοπικές επιθέσεις και εξαναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τη σύνδεσή τους με το δολάριο και να υποτιμηθούν με ελεύθερη πτώση, πράγμα που είχε καταστροφικές επιπτώσεις στις αντίστοιχες εθνικές οικονομίες. Όταν η γαλλική κυβέρνηση και ορισμένες άλλες ευρωπαϊκές κυβερνήσεις είδαν τι συνέβη, συνειδητοποίησαν τη σημασία της νομισματικής μάζας στη νέα παγκόσμια οικονομική πραγματικότητα.
Ο τελευταίος από τους τέσσερις προαναφερθέντες στόχους που επιδιώκονται με την ΟΝΕ, δηλαδή η τόνωση μιας πανευρωπαϊκής αγοράς κεφαλαίων, έγινε ξαφνικά ο πρώτος, ο επείγουσας προτεραιότητας στόχος. Εξαιτίας αυτού του γεγονότος, η πρόσκληση για ένταξη στο ευρώ διευρύνθηκε το 1998 και απευθύνθηκε στα 14 από τα 15 τότε κράτη-μέλη της ΕΕ (μόνον η Ελλάδα δεν προσκλήθηκε τότε). Μετά την ασιατική κρίση του 1997, η κεντρική λογική πίσω από το νέο νόμισμα ήταν να σχεδιαστεί έτσι ώστε να έχει επαρκές βάρος και μάζα, για να μπορεί να αντισταθεί στην βαρυτική έλξη του δολαρίου των ΗΠΑ και συνακόλουθα θα δώσει στις κυβερνήσεις της Ευρωζώνης τα ίδια περιθώρια για χάραξη νομισματικής πολιτικής, όπως αυτά που διαθέτει η κυβέρνηση των ΗΠΑ.
Όπως δείχνουν αυτές οι παρατηρήσεις, η εγκατάλειψη του ευρώ και η υποστήριξη της επιστροφής σε ξεχωριστά εθνικά νομίσματα δεν προσφέρει κανένα πλεονέκτημα στις προοδευτικές δυνάμεις των χωρών της ευρωζώνης. Στη νέα παγκόσμια οικονομική πραγματικότητα με την ασυμμετρία των εμπορευματικών μαζών, η έξοδος από τη ζώνη του ευρώ μικρών χωρών, όπως η Ελλάδα ή η Πορτογαλία, δεν θα σημάνει αποκατάσταση της οικονομικής κυριαρχίας τους, αλλά έκθεση και υποταγή τους σε ακόμη πιο σκληρές εξωτερικές οικονομικές πιέσεις και περιορισμούς. Δεδομένου ότι η ίδια η ουσία της ύπαρξης του ευρώ είναι να χρησιμεύει ως προστατευτικός κόμβος που παρέχει καταφύγιο ενάντια σ' αυτές τις εξωτερικές πιέσεις, αυτές οι χώρες πρέπει να διατηρήσουν το ευρώ, αλλά να αγωνιστούν για να το μεταβάλλουν έτσι ώστε να υποστηρίζει ένα πολύ διαφορετικό ευρωπαϊκό σχέδιο οικονομικής πολιτικής.
Εφόσον οι δεξιές κυβερνήσεις και άλλες δυνάμεις της Ευρώπης μπόρεσαν να μοιραστούν και ενοποιήσουν την κυριαρχία τους για να ακολουθήσουν μια νεοφιλελεύθερη οικονομική στρατηγική, πράγμα που έγινε φανερό με τους κανόνες που ισχύουν τώρα και με τις δομές της ευρωζώνης, έτσι και οι αριστερές κυβερνήσεις πρέπει να μοιραστούν και ενοποιήσουν την κυριαρχία τους, προκειμένου να ακολουθήσουν μια πιο προοδευτική οικονομική στρατηγική. Η προσπάθεια για οποιαδήποτε αλλαγή των κανόνων της ευρωζώνης, ώστε να ενσωματώνουν και να προωθούν μια τέτοια εναλλακτική στρατηγική, δεν θα είναι εύκολη. Αντιθέτως θα είναι εξαιρετικά δύσκολη, όπως συνεχώς επισημαίνουν οι αριστεροί ευρωσκεπτικιστές. Ωστόσο, όσο δύσκολο και άν είναι το έργο αυτό θα πρέπει να το επιδιώξουμε, γιατί η εναλλακτική λύση είναι χειρότερη.
Αν χώρες όπως η Ελλάδα, η Πορτογαλία ή η Ισπανία εγκαταλείψουν το ευρώ και επιστρέψουν σε ξεχωριστά εθνικά νομίσματα, τότε κάθε ελπίδα για ριζική αλλαγή στην οικονομική κατεύθυνση της Ευρώπης θα καταστραφεί, γιατί η αλλαγή αυτή απαιτεί διεθνή αλληλεγγύη και η αλληλεγγύη με τη σειρά της απαιτεί το κοινό νόμισμα ευρώ. Στη συνέχεια θα ασχοληθούμε με το θέμα αυτό.
Piet Mondrian, Το Γκρίζο Δέντρο |
Μία από τις προϋποθέσεις για εναλλακτική ευρωπαϊκή οικονομική στρατηγική είναι η δημόσια χρηματοδότηση για την τόνωση των επενδύσεων στις υποδομές, στις υπηρεσίες πρόνοιας και σε άλλα έργα με στόχο την ανάπτυξη και τη δημιουργία θέσεων εργασίας. Στον απόηχο της βλάβης που υπέστησαν τα δημόσια οικονομικά εξαιτίας των διασώσεων τραπεζών και άλλων έκτακτων μέτρων με δημόσιες δαπάνες σχετικές με την κρίση, μια τέτοια χρηματοδότηση για πολιτικές ανάπτυξης, προϋποθέτει ως κορυφαία προτεραιότητα, μεταξύ άλλων, την πανευρωπαϊκή εναρμόνιση των φορολογικών δομών. Προς το παρόν, αυτό δεν έχει προχωρήσει ουσιαστικά στην ΕΕ και ακόμη λιγότερο στην ευρωζώνη: σ' αυτήν, η τάση μείωσης στους φόρους των επιχειρήσεων και η τάση απομάκρυνσης από την προοδευτική φορολογία εισοδημάτων προς οπισθοδρομικούς φόρους (ΦΠΑ και ειδικοί φόροι κατανάλωσης), υπήρξε τόσο έντονη όσο πουθενά αλλού στον κόσμο. Είναι σαφές το εξής: ενώ τα κράτη-μέλη της ευρωζώνης ήταν μέχρι τώρα πρόθυμα να μοιραστούν την κυριαρχία τους σε θέματα νομισματικά και επιτοκίων, αντιθέτως ήταν πολύ λιγότερο πρόθυμα να το πράξουν σε φορολογικά θέματα, παρόλο που υπόκεινται στα αυστηρά ανώτατα όρια χρέους και ελλείμματος του προϋπολογισμού, όπως ορίζονται στο Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης.
Ο λόγος γι' αυτή την κατάσταση είναι εν μέρει πολιτικός: το να εγκαταλείψουν οι χώρες της ευρωζώνης τον εθνικό έλεγχο επί των εσωτερικών φορολογικών δομών τους, θα ισοδυναμούσε με πλήρη πολιτική ένωση. Ένας άλλος λόγος είναι ιδεολογικής φύσης: για κάθε θεωρητικό επιχείρημα υπέρ της φορολογικής εναρμόνισης (ένα αξιοσημείωτο είναι οι αναδιανεμητικές της συνέπειες), υπάρχει ένα αντεπιχείρημα υπέρ του φορολογικού ανταγωνισμού, [δηλαδή υπέρ του να επιδιώκουν οι χώρες χαμηλότερους φόρους από τις «ανταγωνίστριές» τους]. Για τις ανησυχίες των νεο-φιλελεύθερων οικονομολόγων, το πιο αξιοσημείωτο από αυτά τα αντεπιχειρήματα είναι η δημοσιονομική πειθαρχία.
Ενώ η Επιτροπή της ΕΕ έχει παραμείνει σε γενικές γραμμές ουδέτερη μεταξύ αυτών των δύο αντίθετων θέσεων, σε μερικές περιπτώσεις έχει εκφραστεί έντονα εναντίον του «επιβλαβούς» φορολογικού ανταγωνισμού. Έτσι, το 1996 δημοσίευσε μια έκθεση σχετικά με τη φορολογία στην ΕΕ, στην οποία προειδοποίησε για τις πιο επιζήμιες επιπτώσεις του φορολογικού ανταγωνισμού προς τα κάτω. Στις επιπτώσεις αυτές περιελαμβάνεται η «διάβρωση της φορολογικής βάσης», δηλαδή η «υποβάθμιση των εσόδων που οφείλεται στη χρησιμοποίηση από ορισμένες ομάδες φορολογουμένων της “επιλογής της εξόδου” από την χώρα». Συγκεκριμένα, επισήμανε την «απόκλιση των συντελεστών της παραγωγής ως προς την οικονομική τους δύναμη», δηλαδή ότι το κεφάλαιο μπορεί να χρησιμοποιεί την «ευκινησία» του για να μεταθέτει τη φορολογική επιβάρυνση στα «δυσκίνητα» μέρη της όλης φορολογικής βάσης, όπως είναι η εργασία. Όπως είναι γνωστό, η Επιτροπή έχει πρόσφατα ξεκινήσει έρευνες για τις φορολογικές υποθέσεις της Ιρλανδίας, του Λουξεμβούργου και άλλων χωρών, όπου φαίνεται να έχουν γίνει συμφωνίες με παγκόσμιες εταιρείες για «ευνοϊκή» φορολόγησή τους.
Παρόλο που η Επιτροπή της ΕΕ έχει επιδείξει ορισμένες σημαντικές πρωτοβουλίες για την αντιμετώπιση του επιζήμιου φορολογικού ανταγωνισμού, πρέπει να γίνουν πολύ περισσότερα άν θέλουμε να μην εξαναγκάζονται οι εθνικές κυβερνήσεις να κάνουν και άλλες βαθιές περικοπές στην πρόνοια και στις κοινωνικές δαπάνες και αν θέλουμε να επιστρέψει και πάλι μεγαλύτερο μέρος της φορολογικής επιβάρυνσης στα πλουσιότερα στρώματα των κοινωνιών.
Piet Mondrian, Το Κόκκινο Δέντρο |
[Οι νομισματικά αυτόνομες χώρες με μικρές εξαγωγικές δυνατότητες, αναγκαστικά δίνουν απόλυτη προτεραιότητα στα εθνικά τους συμφέροντα - για διεθνή αλληλεγγύη ούτε λόγος]
Στο σημείο αυτό επανερχόμαστε στο ζήτημα του ευρώ σε σχέση με τη διεθνή
αλληλεγγύη, η οποία,
σε τέτοια ειδικά ζητήματα όπως η φορολογική εναρμόνιση, τίθεται με χειροπιαστούς οικονομικούς όρους. Άραγε,
η ύπαρξη του ευρώ τοποθετεί τις χώρες που είναι μέλη της
νομισματικής ένωσης σε καλύτερη θέση για να συντονίσουν τις φορολογικές
δομές τους, προκειμένου να αποτρέπουν τον φορολογικό ανταγωνισμό προς τα
κάτω; Ή
μήπως η κατάργηση του ευρώ και η επιστροφή σε χωριστά εθνικά νομίσματα, θα τοποθετήσει τις
χώρες αυτές σε καλύτερη θέση για να επιτύχουν αυτόν τον στόχο; Για να απαντήσουμε στο ερώτημα αυτό, ας δούμε εν συντομία 2 μελέτες
περιπτώσεων, αυτές της Δημοκρατίας της Ιρλανδίας και της Κύπρου.Η
ελληνική κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ δεν ήταν η μόνη της ευρωζώνης που είχε χαράξει τις «κόκκινες γραμμές» της, αυτές που [υποτίθεται] δεν μπορούσε να περάσει
κατά τις διαπραγματεύσεις της με την τρόικα. Όταν
η ιρλανδική κυβέρνηση, μετά την κατάρρευση όλων των τραπεζών στην Ιρλανδία και τη διάσωσή τους που επακολούθησε, αναγκάστηκε με παρόμοιο τρόπο να ζητήσει οικονομική βοήθεια
από την τρόικα, χάραξε και αυτή μια «κόκκινη γραμμή» που δεν θα την περνούσε για να πάρει την
οικονομική βοήθεια. Συγκεκριμένα, αρνήθηκε κατηγορηματικά να αυξήσει τους συντελεστές της εταιρικής φορολογίας από το 12,5 % στο μέσο όρο του 25 % της ΕΕ.
Οι δανειστές της Ιρλανδίας ποτέ δεν πίεσαν στις επίσημες διαπραγματεύσεις για μια τέτοια πολιτική, αλλά είναι ενδιαφέρον να σημειωθεί το εξής: όταν η γαλλική κυβέρνηση έθεσε αυτό το ζήτημα, η απάντηση ήταν κραυγές διαμαρτυρίας από το Δουβλίνο. Σήμερα, όλα τα μεγάλα πολιτικά κόμματα στην Ιρλανδία υποστηρίζουν αυτή τη φορολογική πολιτική του 12,5 % για τις εταιρίες, περιλαμβανομένου και του Sinn Fein. Από όλα τα ιρλανδικά κόμματα, το Sinn Fein έχει το πιο ριζοσπαστικό οικονομικό πρόγραμμα, σαφώς εναντίον της λιτότητας, ωστόσο όχι μόνον αρνείται και αυτό να αυξηθεί ο εταιρικός φόρος του 12,5 % που θέσπισε το Δουβλίνο για τη Δημοκρατία της Ιρλανδίας, αλλά και πιέζει για την εισαγωγή του και στη Βόρεια Ιρλανδία. Όταν του επισημαίνεται ότι η δομή του φορολογικού συστήματος της Ιρλανδίας έχει ως αποτέλεσμα αρνητικές εξωτερικότητες, δηλαδή δυσμενείς επιδράσεις στους εργαζόμενους όχι μόνο σε άλλα τμήματα του Ηνωμένου Βασιλείου, αλλά και σε άλλες χώρες της Ευρώπης, η επίσημη αντίδραση του Sinn Fein είναι η συμβατική: είμαστε μια μικρή νησιωτική οικονομία και χρειαζόμαστε ευνοϊκούς εταιρικούς φορολογικούς συντελεστές για να προσελκύουμε ξένες επενδύσεις, στην κλίμακα που απαιτείται για να επιβιώσει μια μικρή οικονομία. «Την πρώτη και κύρια ευθύνη, την έχουμε για τους δικούς μας ανθρώπους».
Παρόμοια κατάσταση χαρακτηρίζει την Κύπρο. Μέχρι τη δεκαετία του 1980, οι κύριες «εξαγωγικές βιομηχανίες» της Κύπρου ήταν ο τουρισμός και η γεωργία. Ωστόσο, από τότε μέχρι σήμερα συνέβη μια δραματική διαρθρωτική μετατόπιση στο προφίλ των εξαγωγών της προς τις χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες, πράγμα που αποδεικνύεται από το γεγονός ότι ήδη το 2010 περίπου το 75% του ενεργού πληθυσμού απασχολείται σε τομείς που έχουν σχέση με χρηματοοικονομικές δραστηριότητες, οι οποίοι εκτείνονται από τη λογιστική και τα νομικά επαγγέλματα έως την απασχόληση στους κλάδους των τραπεζών και των ασφαλειών.
Κλειδί για αυτόν τον πρόσφατο διαρθρωικό μετασχηματισμό της οικονομίας στην Κύπρο υπήρξε η εφαρμογή από διαδοχικές κυπριακές κυβερνήσεις στοχευμένων πολιτικών φορολογίας των επιχειρήσεων, ώστε να καταστεί η Κύπρος ένας από τους πιο φιλικούς προς τους ξένους επενδυτές υπεράκτιους (off-shore) φορολογικούς παραδείσους στην περιοχή της Ευρώπης. Η μείωση του εταιρικού φορολογικού συντελεστή από το 25 % του 1998 στο 10% των αρχών της δεκαετίας του 2000, σε συνδυασμό με άλλα μέτρα φιλικά προς τις ξένες επενδύσεις, όπως η κατάργηση των ελέγχων του κεφαλαίου και η αποφυγή της διπλής φορολογίας με άλλες χώρες, μετέτρεψαν την Κύπρο σε αγαπημένο προορισμό για Ρώσους και άλλους ξένους επενδυτές.
Από τα τέλη της δεκαετίας του 1990 μέχρι το ξέσπασμα της κυπριακής χρηματοπιστωτικής κρίσης του 2011-2013, ρωσικά χρήματα πολλών δισεκατομμυρίων έρευσαν στην Κύπρο. Ένα σημαντικό ποσοστό αυτών των δισεκατομμυρίων παρέμεναν στην Κύπρο για να επωφελούνται από τις σχετικά υψηλές αποδόσεις που προσφέρονταν από τις κυπριακές ιδιωτικές τράπεζες και ένα άλλο σημαντικό μέρος επέστρεφε στη Ρωσία ως «ξένο κεφάλαιο», πράγμα που σημαίνει ότι απαλλάσσονταν από την καταβολή των εγχώριων ρωσικών φόρων. Όταν η κυβέρνηση του ΑΚΕΛ ανέλαβε τα καθήκοντά της το 2008 δεν συνέβη απολύτως καμία αλλαγή σ' αυτές τις πολιτικές τις φιλικές προς τους ξένους επενδυτές (δηλαδή κυρίως Ρώσους, στην προκειμένη περίπτωση). Όταν, ως πολιτικοί αριστερής κυβέρνησης, ρωτήθηκαν αν ενοχλεί τη συνείδησή τους το γεγονός ότι από τα ρωσικά δισεκατομμύρια που ρέουν στην Κύπρο, επωφελούνται οι κυπριακές δικηγορικές, λογιστικές και ασφαλιστικές εταιρείες, εις βάρος των επενδύσεων σε κοινωνικές υπηρεσίες για τον εργαζόμενο ρωσικό λαό, η απάντηση ήταν πάντα η ίδια, όπως των Ιρλανδών αριστερών: είμαστε μια μικρή νησιωτική οικονομία και πρέπει να κάνουμε ό,τι είναι δυνατόν για να επιβιώσουμε. «Αν δεν προσφέρουμε εμείς στους Ρώσους επενδυτές τις υπεράκτιες χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες που χρειάζονται, θα το κάνει κάποια άλλη χώρα. Συνεπώς, γιατί όχι εμείς»;
Το κορυφαίο μάθημα που πήραμε από τις παραπάνω δύο περιπτώσεις είναι το εξής: Εφόσον τώρα που οι χώρες τους ανήκουν στην Ευρωζώνη και συνακόλουθα απολαμβάνουν συγκριτικά ισχυρό βαθμό προστασίας από τις παγκόσμιες χρηματοοικονομικές πιέσεις, προοδευτικά κόμματα στην Ιρλανδία και στην Κύπρο παραιτούνται από κάθε ίχνος διεθνούς ταξικής αλληλεγγύης στο πεδίο της εναρμόνισης των φορολογικών πολιτικών, είναι εντελώς απίθανο να επιδείξουν τέτοια αλληλεγγύη σε περίπτωση που οι χώρες τους αποχωρήσουν από την Ευρωζώνη και συνακόλουθα χάσουν αυτό το προστατευτικό κέλυφος. Μάλλον θα συμβεί το αντίθετο. Άς διατυπώσουμε αυτό το επιχείρημα με τη μορφή μιας δεύτερης τυπικής θέσης:
Η ελληνική προοπτική
Σε τελική ανάλυση, το ζήτημα καταλήγει στο εξής: μπορεί η Ελλάδα να βγει από το ευρώ και να παραμείνει αρκετά ανταγωνιστική, ώστε να είναι ικανή να στέκεται στα δικά της πόδια; Με άλλα λόγια, το ερώτημα είναι: σε περίπτωση που η Ελλάδα επιστρέψει στη δραχμή με μια ανταγωνιστική συναλλαγματική ισοτιμία, ας πούμε 500 δραχμές να ισοδυναμούν με 1 ευρώ, μπορεί να διατηρήσει αυτή την ισοτιμία με την πάροδο του χρόνου και να αποφύγει έτσι να πέσει σε μια διαρκή δίνη υποτιμήσεων και πληθωρισμού; Η πρόσφατη ιστορική εμπειρία της Ελλάδας παρέχει ελάχιστη υποστήριξη για μια αισιόδοξη απάντηση στο ερώτημα αυτό. Μέσα σε μια περίοδο 23 ετών, από το 1978 έως και το 2001, τις παραμονές της εισόδου της Ελλάδας στη ζώνη του ευρώ, η συναλλαγματική ισοτιμία της ελληνικής δραχμής έναντι της Ευρωπαϊκής Νομισματικής Μονάδας (ECU, δηλαδή του εικονικού νομίσματος - προγόνου του ευρώ) έπεσε από το 46,8 στο 340. Με άλλα λόγια, το 2001 η αξία της δραχμής έναντι του ECU ήταν περίπου το ένα όγδοο της αξίας που είχε το 1978. Επιπλέον, συνέπεια της κατακόρυφης πτώσης της δραχμής στις δύο αυτές δεκαετίες πριν αντικατασταθεί από το ευρώ, ήταν μια εξίσου απότομη αύξηση στην απόκλιση του ανοδικού ρυθμού του πληθωρισμού της Ελλάδας σε σύγκριση με το μέσο όρο της ΕΕ. Αξίζει να σημειωθεί ότι ακόμη και μετά την ένταξη στην ευρωζώνη το 2002, η Ελλάδα κατάφερε να έχει έναν εγχώριο ρυθμό αύξησης του πληθωρισμού 2-3 % υψηλότερο από το μέσο όρο της ΕΕ. Προφανώς αυτή η διαφορά δεν προκλήθηκε από υποτίμηση του νομίσματος και είναι επίσης δεδομένο ότι η ποσοστιαία αύξηση των ονομαστικών ωριαίων απολαβών των εργαζομένων στην Ελλάδα ήταν στην πραγματικότητα χαμηλότερη από τις περισσότερες άλλες χώρες της ΕΕ. Είναι σαφές λοιπόν, ότι η αιτία έγκειται σε βαθύτερα διαρθρωτικά προβλήματα της ελληνικής εθνικής οικονομίας.
Τα προβλήματα αυτά αντανακλώνται άμεσα στο εμπορικό ισοζύγιο της Ελλάδας. Οι εισαγωγές στην Ελλάδα συνέχισαν να ξεπερνούν κατά πολύ τις εξαγωγές της μέχρι και το τέλος του 2013 και τις αρχές του 2014, οπότε επιτεύχθηκε μια καταρχήν ισορροπία στο εμπορικό ισοζύγιο. Καθώς η ισορροπία αυτή δεν προκύπτει από καμία αισθητή αύξηση των εξαγωγών, αλλά από την κατάρρευση του όγκου των εισαγωγών που προκαλεί η τεράστια οικονομική ύφεση στην Ελλάδα, το ερώτημα που τίθεται είναι αν η Ελλάδα μπορεί να διατηρήσει αυτό το ισοζύγιο του εξωτερικού εμπορίου όταν η εγχώρια οικονομία της ανακάμψει. Με άλλα λόγια, μπορεί η Ελλάδα να αυξήσει τον όγκο των εξαγωγών της, ή τουλάχιστο να αυξήσει την εγχώρια παραγωγή υποκαθιστώντας εισαγωγές με εγχώρια προιόντα, έτσι ώστε να είναι λιγότερο εξαρτημένη από τις εισαγωγές; Επιπλέον, μπορούν να γίνουν όλα αυτά σε αρκετά σύντομο χρονικό διάστημα, έτσι ώστε να μπορεί να διατηρηθεί η συναλλαγματική ισοτιμία των 500 δραχμών ανά ευρώ; Οι οιωνοί δεν φαίνονται καλοί.
Σ' αυτά τα χρόνια της συμμετοχής στην ευρωζώνη, στην Ελλάδα συνέβη αποβιομηχάνιση αξιοσημείωτου βαθμού: στις εξαγωγές της, το μερίδιο των υπηρεσιών (κυρίως ναυτιλία και τουρισμός) μεγάλωσε ενώ η συμμετοχή της μεταποιητικής δραστηριότητας (βιομηχανία και βιοτεχνία) και της γεωργίας μειώθηκε. Η συρρίκνωση της παραγωγικής βάσης στην Ελλάδα δεν περιορίζεται σε κάποιους επιμέρους βιομηχανικούς τομείς, αλλά στην πραγματικότητα εκτείνεται σ' ολόκληρο το σύστημα παραγωγικών δραστηριοτήτων.
Ανάμεσα σε είκοσι βιομηχανικούς υπο-κλάδους, δεν υπάρχει ούτε ένας όπου η εγχώρια παραγωγή να είναι μεγαλύτερη από την εγχώρια κατανάλωση. Μάλιστα, σε ορισμένους επιμέρους τομείς, συμπεριλαμβανομένων των μηχανών γραφείου και των ηλεκτρονικών υπολογιστών, των μηχανοκίνητων οχημάτων, των φαρμάκων και του ιατρικό-νοσηλευτικό εξοπλισμό, η Ελλάδα είναι σχεδόν ολικά εξαρτημένη από τις εισαγωγές.
Το να αλλάξει η κατάσταση αυτή βραχυπρόθεσμα ή μεσοπρόθεσμα, απλά και μόνο με τη μετάβαση στη δραχμή, δεν είναι πιθανό. Ο λόγος είναι ο εξής: Η ανταγωνιστικότητα στις τιμές δεν είναι επαρκής προϋπόθεση για να συμβεί αυτή η τόσο αναγκαία, ριζική αλλαγή στο προφίλ της παραγωγής στην Ελλάδα. Υπάρχουν άλλες, πιο κρίσιμες προϋποθέσεις, στις οποίες περιλαμβάνονται από τη μία πλευρά παράγοντες τεχνολογικοί, τεχνογνωσίας και δεξιοτήτων και από την άλλη παράγοντες σχετικοί με το θεσμικό και επιχειρηματικό περιβάλλον. Και στις δύο αυτές πλευρές, η Ελλάδα υπολείπεται πολύ άλλων χωρών της ΕΕ και του ΟΟΣΑ.
Οι δανειστές της Ιρλανδίας ποτέ δεν πίεσαν στις επίσημες διαπραγματεύσεις για μια τέτοια πολιτική, αλλά είναι ενδιαφέρον να σημειωθεί το εξής: όταν η γαλλική κυβέρνηση έθεσε αυτό το ζήτημα, η απάντηση ήταν κραυγές διαμαρτυρίας από το Δουβλίνο. Σήμερα, όλα τα μεγάλα πολιτικά κόμματα στην Ιρλανδία υποστηρίζουν αυτή τη φορολογική πολιτική του 12,5 % για τις εταιρίες, περιλαμβανομένου και του Sinn Fein. Από όλα τα ιρλανδικά κόμματα, το Sinn Fein έχει το πιο ριζοσπαστικό οικονομικό πρόγραμμα, σαφώς εναντίον της λιτότητας, ωστόσο όχι μόνον αρνείται και αυτό να αυξηθεί ο εταιρικός φόρος του 12,5 % που θέσπισε το Δουβλίνο για τη Δημοκρατία της Ιρλανδίας, αλλά και πιέζει για την εισαγωγή του και στη Βόρεια Ιρλανδία. Όταν του επισημαίνεται ότι η δομή του φορολογικού συστήματος της Ιρλανδίας έχει ως αποτέλεσμα αρνητικές εξωτερικότητες, δηλαδή δυσμενείς επιδράσεις στους εργαζόμενους όχι μόνο σε άλλα τμήματα του Ηνωμένου Βασιλείου, αλλά και σε άλλες χώρες της Ευρώπης, η επίσημη αντίδραση του Sinn Fein είναι η συμβατική: είμαστε μια μικρή νησιωτική οικονομία και χρειαζόμαστε ευνοϊκούς εταιρικούς φορολογικούς συντελεστές για να προσελκύουμε ξένες επενδύσεις, στην κλίμακα που απαιτείται για να επιβιώσει μια μικρή οικονομία. «Την πρώτη και κύρια ευθύνη, την έχουμε για τους δικούς μας ανθρώπους».
Παρόμοια κατάσταση χαρακτηρίζει την Κύπρο. Μέχρι τη δεκαετία του 1980, οι κύριες «εξαγωγικές βιομηχανίες» της Κύπρου ήταν ο τουρισμός και η γεωργία. Ωστόσο, από τότε μέχρι σήμερα συνέβη μια δραματική διαρθρωτική μετατόπιση στο προφίλ των εξαγωγών της προς τις χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες, πράγμα που αποδεικνύεται από το γεγονός ότι ήδη το 2010 περίπου το 75% του ενεργού πληθυσμού απασχολείται σε τομείς που έχουν σχέση με χρηματοοικονομικές δραστηριότητες, οι οποίοι εκτείνονται από τη λογιστική και τα νομικά επαγγέλματα έως την απασχόληση στους κλάδους των τραπεζών και των ασφαλειών.
Κλειδί για αυτόν τον πρόσφατο διαρθρωικό μετασχηματισμό της οικονομίας στην Κύπρο υπήρξε η εφαρμογή από διαδοχικές κυπριακές κυβερνήσεις στοχευμένων πολιτικών φορολογίας των επιχειρήσεων, ώστε να καταστεί η Κύπρος ένας από τους πιο φιλικούς προς τους ξένους επενδυτές υπεράκτιους (off-shore) φορολογικούς παραδείσους στην περιοχή της Ευρώπης. Η μείωση του εταιρικού φορολογικού συντελεστή από το 25 % του 1998 στο 10% των αρχών της δεκαετίας του 2000, σε συνδυασμό με άλλα μέτρα φιλικά προς τις ξένες επενδύσεις, όπως η κατάργηση των ελέγχων του κεφαλαίου και η αποφυγή της διπλής φορολογίας με άλλες χώρες, μετέτρεψαν την Κύπρο σε αγαπημένο προορισμό για Ρώσους και άλλους ξένους επενδυτές.
Από τα τέλη της δεκαετίας του 1990 μέχρι το ξέσπασμα της κυπριακής χρηματοπιστωτικής κρίσης του 2011-2013, ρωσικά χρήματα πολλών δισεκατομμυρίων έρευσαν στην Κύπρο. Ένα σημαντικό ποσοστό αυτών των δισεκατομμυρίων παρέμεναν στην Κύπρο για να επωφελούνται από τις σχετικά υψηλές αποδόσεις που προσφέρονταν από τις κυπριακές ιδιωτικές τράπεζες και ένα άλλο σημαντικό μέρος επέστρεφε στη Ρωσία ως «ξένο κεφάλαιο», πράγμα που σημαίνει ότι απαλλάσσονταν από την καταβολή των εγχώριων ρωσικών φόρων. Όταν η κυβέρνηση του ΑΚΕΛ ανέλαβε τα καθήκοντά της το 2008 δεν συνέβη απολύτως καμία αλλαγή σ' αυτές τις πολιτικές τις φιλικές προς τους ξένους επενδυτές (δηλαδή κυρίως Ρώσους, στην προκειμένη περίπτωση). Όταν, ως πολιτικοί αριστερής κυβέρνησης, ρωτήθηκαν αν ενοχλεί τη συνείδησή τους το γεγονός ότι από τα ρωσικά δισεκατομμύρια που ρέουν στην Κύπρο, επωφελούνται οι κυπριακές δικηγορικές, λογιστικές και ασφαλιστικές εταιρείες, εις βάρος των επενδύσεων σε κοινωνικές υπηρεσίες για τον εργαζόμενο ρωσικό λαό, η απάντηση ήταν πάντα η ίδια, όπως των Ιρλανδών αριστερών: είμαστε μια μικρή νησιωτική οικονομία και πρέπει να κάνουμε ό,τι είναι δυνατόν για να επιβιώσουμε. «Αν δεν προσφέρουμε εμείς στους Ρώσους επενδυτές τις υπεράκτιες χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες που χρειάζονται, θα το κάνει κάποια άλλη χώρα. Συνεπώς, γιατί όχι εμείς»;
Το κορυφαίο μάθημα που πήραμε από τις παραπάνω δύο περιπτώσεις είναι το εξής: Εφόσον τώρα που οι χώρες τους ανήκουν στην Ευρωζώνη και συνακόλουθα απολαμβάνουν συγκριτικά ισχυρό βαθμό προστασίας από τις παγκόσμιες χρηματοοικονομικές πιέσεις, προοδευτικά κόμματα στην Ιρλανδία και στην Κύπρο παραιτούνται από κάθε ίχνος διεθνούς ταξικής αλληλεγγύης στο πεδίο της εναρμόνισης των φορολογικών πολιτικών, είναι εντελώς απίθανο να επιδείξουν τέτοια αλληλεγγύη σε περίπτωση που οι χώρες τους αποχωρήσουν από την Ευρωζώνη και συνακόλουθα χάσουν αυτό το προστατευτικό κέλυφος. Μάλλον θα συμβεί το αντίθετο. Άς διατυπώσουμε αυτό το επιχείρημα με τη μορφή μιας δεύτερης τυπικής θέσης:
Χώρες με μικρές εξαγωγικές δυνατότητες, που αγωνίζονται για να επιβιώσουν στη σύγχρονη παγκόσμια οικονομία διατηρώντας ταυτόχρονα το δικό τους νόμισμα, θα λάβουν οποιοδήποτε μέτρο οικονομικής πολιτικής απαιτείται για να διασφαλίσουν την επιβίωσή τους, ακόμα και άν έχει ως συνέπεια να ιεραρχούν τα δικά τους εθνικά συμφέροντα πάνω από τα εθνικά συμφέροντα άλλων χωρών και εις βάρος τους.Θα ισχύσει αυτή η θέση άν η Ελλάδα εγκαταλείψει την ευρωζώνη; Στην ελληνική αριστερά, εκείνοι που καλούν με έμφαση να επιστρέψει η χώρα στη δραχμή, θα το αρνηθούν με εξίσου μεγάλη έμφαση. Ωστόσο, οι σκληροί αριθμοί που δείχνουν χωρίς περιστροφές και με ανελέητη σαφήνεια σε πόσο επισφαλή κατάσταση έχει υποβαθμιστεί τις τελευταίες δεκαετίες η ελληνική οικονομία, οδηγούν σε πολύ διαφορετική απάντηση.
Piet Mondrian, Δέντρο |
Σε τελική ανάλυση, το ζήτημα καταλήγει στο εξής: μπορεί η Ελλάδα να βγει από το ευρώ και να παραμείνει αρκετά ανταγωνιστική, ώστε να είναι ικανή να στέκεται στα δικά της πόδια; Με άλλα λόγια, το ερώτημα είναι: σε περίπτωση που η Ελλάδα επιστρέψει στη δραχμή με μια ανταγωνιστική συναλλαγματική ισοτιμία, ας πούμε 500 δραχμές να ισοδυναμούν με 1 ευρώ, μπορεί να διατηρήσει αυτή την ισοτιμία με την πάροδο του χρόνου και να αποφύγει έτσι να πέσει σε μια διαρκή δίνη υποτιμήσεων και πληθωρισμού; Η πρόσφατη ιστορική εμπειρία της Ελλάδας παρέχει ελάχιστη υποστήριξη για μια αισιόδοξη απάντηση στο ερώτημα αυτό. Μέσα σε μια περίοδο 23 ετών, από το 1978 έως και το 2001, τις παραμονές της εισόδου της Ελλάδας στη ζώνη του ευρώ, η συναλλαγματική ισοτιμία της ελληνικής δραχμής έναντι της Ευρωπαϊκής Νομισματικής Μονάδας (ECU, δηλαδή του εικονικού νομίσματος - προγόνου του ευρώ) έπεσε από το 46,8 στο 340. Με άλλα λόγια, το 2001 η αξία της δραχμής έναντι του ECU ήταν περίπου το ένα όγδοο της αξίας που είχε το 1978. Επιπλέον, συνέπεια της κατακόρυφης πτώσης της δραχμής στις δύο αυτές δεκαετίες πριν αντικατασταθεί από το ευρώ, ήταν μια εξίσου απότομη αύξηση στην απόκλιση του ανοδικού ρυθμού του πληθωρισμού της Ελλάδας σε σύγκριση με το μέσο όρο της ΕΕ. Αξίζει να σημειωθεί ότι ακόμη και μετά την ένταξη στην ευρωζώνη το 2002, η Ελλάδα κατάφερε να έχει έναν εγχώριο ρυθμό αύξησης του πληθωρισμού 2-3 % υψηλότερο από το μέσο όρο της ΕΕ. Προφανώς αυτή η διαφορά δεν προκλήθηκε από υποτίμηση του νομίσματος και είναι επίσης δεδομένο ότι η ποσοστιαία αύξηση των ονομαστικών ωριαίων απολαβών των εργαζομένων στην Ελλάδα ήταν στην πραγματικότητα χαμηλότερη από τις περισσότερες άλλες χώρες της ΕΕ. Είναι σαφές λοιπόν, ότι η αιτία έγκειται σε βαθύτερα διαρθρωτικά προβλήματα της ελληνικής εθνικής οικονομίας.
Τα προβλήματα αυτά αντανακλώνται άμεσα στο εμπορικό ισοζύγιο της Ελλάδας. Οι εισαγωγές στην Ελλάδα συνέχισαν να ξεπερνούν κατά πολύ τις εξαγωγές της μέχρι και το τέλος του 2013 και τις αρχές του 2014, οπότε επιτεύχθηκε μια καταρχήν ισορροπία στο εμπορικό ισοζύγιο. Καθώς η ισορροπία αυτή δεν προκύπτει από καμία αισθητή αύξηση των εξαγωγών, αλλά από την κατάρρευση του όγκου των εισαγωγών που προκαλεί η τεράστια οικονομική ύφεση στην Ελλάδα, το ερώτημα που τίθεται είναι αν η Ελλάδα μπορεί να διατηρήσει αυτό το ισοζύγιο του εξωτερικού εμπορίου όταν η εγχώρια οικονομία της ανακάμψει. Με άλλα λόγια, μπορεί η Ελλάδα να αυξήσει τον όγκο των εξαγωγών της, ή τουλάχιστο να αυξήσει την εγχώρια παραγωγή υποκαθιστώντας εισαγωγές με εγχώρια προιόντα, έτσι ώστε να είναι λιγότερο εξαρτημένη από τις εισαγωγές; Επιπλέον, μπορούν να γίνουν όλα αυτά σε αρκετά σύντομο χρονικό διάστημα, έτσι ώστε να μπορεί να διατηρηθεί η συναλλαγματική ισοτιμία των 500 δραχμών ανά ευρώ; Οι οιωνοί δεν φαίνονται καλοί.
Σ' αυτά τα χρόνια της συμμετοχής στην ευρωζώνη, στην Ελλάδα συνέβη αποβιομηχάνιση αξιοσημείωτου βαθμού: στις εξαγωγές της, το μερίδιο των υπηρεσιών (κυρίως ναυτιλία και τουρισμός) μεγάλωσε ενώ η συμμετοχή της μεταποιητικής δραστηριότητας (βιομηχανία και βιοτεχνία) και της γεωργίας μειώθηκε. Η συρρίκνωση της παραγωγικής βάσης στην Ελλάδα δεν περιορίζεται σε κάποιους επιμέρους βιομηχανικούς τομείς, αλλά στην πραγματικότητα εκτείνεται σ' ολόκληρο το σύστημα παραγωγικών δραστηριοτήτων.
Ανάμεσα σε είκοσι βιομηχανικούς υπο-κλάδους, δεν υπάρχει ούτε ένας όπου η εγχώρια παραγωγή να είναι μεγαλύτερη από την εγχώρια κατανάλωση. Μάλιστα, σε ορισμένους επιμέρους τομείς, συμπεριλαμβανομένων των μηχανών γραφείου και των ηλεκτρονικών υπολογιστών, των μηχανοκίνητων οχημάτων, των φαρμάκων και του ιατρικό-νοσηλευτικό εξοπλισμό, η Ελλάδα είναι σχεδόν ολικά εξαρτημένη από τις εισαγωγές.
Το να αλλάξει η κατάσταση αυτή βραχυπρόθεσμα ή μεσοπρόθεσμα, απλά και μόνο με τη μετάβαση στη δραχμή, δεν είναι πιθανό. Ο λόγος είναι ο εξής: Η ανταγωνιστικότητα στις τιμές δεν είναι επαρκής προϋπόθεση για να συμβεί αυτή η τόσο αναγκαία, ριζική αλλαγή στο προφίλ της παραγωγής στην Ελλάδα. Υπάρχουν άλλες, πιο κρίσιμες προϋποθέσεις, στις οποίες περιλαμβάνονται από τη μία πλευρά παράγοντες τεχνολογικοί, τεχνογνωσίας και δεξιοτήτων και από την άλλη παράγοντες σχετικοί με το θεσμικό και επιχειρηματικό περιβάλλον. Και στις δύο αυτές πλευρές, η Ελλάδα υπολείπεται πολύ άλλων χωρών της ΕΕ και του ΟΟΣΑ.
Piet Mondrian, Σκακιέρα |
[Με δεδομένο το παραγωγικό προφίλ της Ελλάδας, οι εισροές από τουρισμό και ναυτιλία δεν επαρκούν για αρχική σταθεροποίηση της συναλλαγματικής ισοτιμίας]
Για τη συμπλήρωση των κενών στον τεχνολογικό και θεσμικό τομέα, εκτός από
χρόνο θα χρειαστεί και ένα σταθερό οικονομικό και κοινωνικό περιβάλλον, προκειμένου
να διευκολυνθούν οι διάφορες πολιτικές πρωτοβουλίες και
επενδυτικές δαπάνες με στόχο την ενίσχυση της μεταποιητικής δραστηριότητας και
της εξαγωγικής βάσης στην Ελλάδα. Σε περίπτωση Grexit, ένα σταθερό οικονομικό περιβάλλον προϋποθέτει σταθερή συναλλαγματική ισοτιμία δραχμής - ευρώ και το ερώτημα που τίθεται
εδώ λογικά, είναι αν η Ελλάδα μπορεί να στηριχτεί στις εισροές από τη ναυτιλία και τον
τουρισμό για να εξασφαλίσει μια τέτοια σταθερή
συναλλαγματική ισοτιμία στο μεσοδιάστημα. Ως κατακλείδα, για να απαντήσουμε στο ερώτημα αυτό, ας ρίξουμε μια ματιά στη ναυτιλία. Ο ελληνικός εμπορικός στόλος είναι από τους μεγαλύτερους στον κόσμο και
αντιπροσωπεύει περίπου το 16 % της παγκόσμιας εμπορικής
ναυτιλίας. Το
πρόβλημα είναι το εξής: ενώ αυτά τα στατιστικά στοιχεία δείχνουν ότι η ελληνική ναυτιλία
μπορεί να συνεχίσει να συμβάλλει σημαντικά στα εξαγωγικά έσοδα της Ελλάδας, υπάρχουν άλλα, αντίρροπης επίδρασης στατιστικά
στοιχεία που εξηγούν γιατί αυτή η σημαντική συμβολή της δεν είναι δεδομένη σε περίπτωση Grexit. Κατ' αρχάς, τα περισσότερα από τα 4.000 πλοία που με τον ένα ή τον άλλο τρόπο βρίσκονται υπό ελληνικό έλεγχο είναι πλοία
μεταφοράς μεταλλευμάτων και πλοία
μεταφοράς χύδην φορτίου, δεξαμενόπλοια μεταφοράς πετρελαίου και φορτηγά πλοία. Αυτό εξηγεί γιατί η ελληνική ναυτιλία ως όλον μπορεί
να παρουσιάσει εξωφρενικά μεγάλες διακυμάνσεις κερδών, δηλαδή αυξάνονται σε περιόδους
παγκόσμιας οικονομικής ανάπτυξης (όπως στην περίοδο 2002-2007) και δοκιμάζονται από έντονη πτώση σε περιόδους
παγκόσμιας οικονομικής ύφεσης (όπως στην εποχή μετά την οικονομική κρίση
του 2008 έως και σήμερα).
Όμως ακόμη πιο προβληματική από την έκθεση της ελληνικής ποντοπόρου ναυτιλίας στις περιπέτειες του παγκόσμιου οικονομικού κλίματος, είναι η έκθεση των Ελλήνων πολιτικών στις ιδιοτροπίες και στις υπαγορεύσεις των Ελλήνων εφοπλιστών. Μόνο το 21 % περίπου από τα πλοία υπό ελληνικό έλεγχο (δηλαδή περίπου 800 σκάφη συνολικά) είναι υπό ελληνική σημαία. Τα υπόλοιπα είναι καταχωρημένα υπό διάφορες άλλες σημαίες ευκαιρίας, που περιλαμβάνουν της Κύπρου, της Μάλτας και του Παναμά. Το γεγονός ότι υπάρχει το ποσοστό αυτό του 21 %, εξαρτάται εντελώς από μια σειρά γενναιόδωρων παραχωρήσεων προς τις ελληνικές ναυτιλιακές εταιρίες, η πιο αξιοσημείωτη από τις οποίες είναι η απαλλαγή από κάθε φορολογία (πράγμα που προβλέπεται από το Άρθρο 89 του Ελληνικού Συντάγματος), εκτός από έναν κατ' αποκοπή συντελεστή 8 % ως φόρο χωρητικότητας (ο οποίος είναι ένας από τους πιο γενναιόδωρους στον κόσμο). Υπάρχει επίσης εγγύηση ότι τα κέρδη της ελληνικής ναυτιλία δεν υπόκεινται σε κανέναν έλεγχο κίνησης κεφαλαίων. Τέλος υπάρχει ένα ελάχιστο όριο στον αριθμό του προσωπικού που πρέπει να απασχολείται στα ναυτιλιακά γραφεία με έδρα στην Ελλάδα (το οποίο είναι μόλις 4 άτομα) και ένα ελάχιστο για το ποσό των καταθέσεων σε ευρώ που πρέπει να διατηρούν αυτές οι εταιρείες στην Ελλάδα (μόλις 100.000 €). Με δεδομένο τον παγκόσμιο χαρακτήρα της ελληνικής ναυτιλίας και την συνακόλουθη ευκολία με την οποία οι Έλληνες πλοιοκτήτες μπορούν να μετεγκαταστήσουν τα γραφεία τους και την έδρα των δραστηριοτήτων τους σε οποιοδήποτε μέρος του κόσμου, προκύπτει ότι κάθε απόπειρα να τροποποιηθούν ή να καταργηθούν οποιεσδήποτε από αυτές τις παραχωρήσεις θα έχει κατά πάσα πιθανότητα ως αποτέλεσμα μια τέτοια ακριβώς μετεγκατάσταση.
Θα πρέπει επίσης να επισημάνουμε ότι πριν από την είσοδο της Ελλάδας στη ζώνη του ευρώ το 2002, οι Έλληνες υπήκοοι που απασχολούνταν στα ελληνικά πλοία, πάντα επέμεναν να πληρώνονται σε σκληρό νόμισμα, όπως το δολάριο ΗΠΑ. Αυτά τα έσοδα σε δολάρια στέλνονταν πίσω στην Ελλάδα τμηματικά ή όταν υπήρχε ανάγκη τους. Είναι λοιπόν απίθανο να συμβεί κάτι διαφορετικό αν και όταν η Ελλάδα επιστρέψει στη δραχμή.
Όμως ακόμη πιο προβληματική από την έκθεση της ελληνικής ποντοπόρου ναυτιλίας στις περιπέτειες του παγκόσμιου οικονομικού κλίματος, είναι η έκθεση των Ελλήνων πολιτικών στις ιδιοτροπίες και στις υπαγορεύσεις των Ελλήνων εφοπλιστών. Μόνο το 21 % περίπου από τα πλοία υπό ελληνικό έλεγχο (δηλαδή περίπου 800 σκάφη συνολικά) είναι υπό ελληνική σημαία. Τα υπόλοιπα είναι καταχωρημένα υπό διάφορες άλλες σημαίες ευκαιρίας, που περιλαμβάνουν της Κύπρου, της Μάλτας και του Παναμά. Το γεγονός ότι υπάρχει το ποσοστό αυτό του 21 %, εξαρτάται εντελώς από μια σειρά γενναιόδωρων παραχωρήσεων προς τις ελληνικές ναυτιλιακές εταιρίες, η πιο αξιοσημείωτη από τις οποίες είναι η απαλλαγή από κάθε φορολογία (πράγμα που προβλέπεται από το Άρθρο 89 του Ελληνικού Συντάγματος), εκτός από έναν κατ' αποκοπή συντελεστή 8 % ως φόρο χωρητικότητας (ο οποίος είναι ένας από τους πιο γενναιόδωρους στον κόσμο). Υπάρχει επίσης εγγύηση ότι τα κέρδη της ελληνικής ναυτιλία δεν υπόκεινται σε κανέναν έλεγχο κίνησης κεφαλαίων. Τέλος υπάρχει ένα ελάχιστο όριο στον αριθμό του προσωπικού που πρέπει να απασχολείται στα ναυτιλιακά γραφεία με έδρα στην Ελλάδα (το οποίο είναι μόλις 4 άτομα) και ένα ελάχιστο για το ποσό των καταθέσεων σε ευρώ που πρέπει να διατηρούν αυτές οι εταιρείες στην Ελλάδα (μόλις 100.000 €). Με δεδομένο τον παγκόσμιο χαρακτήρα της ελληνικής ναυτιλίας και την συνακόλουθη ευκολία με την οποία οι Έλληνες πλοιοκτήτες μπορούν να μετεγκαταστήσουν τα γραφεία τους και την έδρα των δραστηριοτήτων τους σε οποιοδήποτε μέρος του κόσμου, προκύπτει ότι κάθε απόπειρα να τροποποιηθούν ή να καταργηθούν οποιεσδήποτε από αυτές τις παραχωρήσεις θα έχει κατά πάσα πιθανότητα ως αποτέλεσμα μια τέτοια ακριβώς μετεγκατάσταση.
Θα πρέπει επίσης να επισημάνουμε ότι πριν από την είσοδο της Ελλάδας στη ζώνη του ευρώ το 2002, οι Έλληνες υπήκοοι που απασχολούνταν στα ελληνικά πλοία, πάντα επέμεναν να πληρώνονται σε σκληρό νόμισμα, όπως το δολάριο ΗΠΑ. Αυτά τα έσοδα σε δολάρια στέλνονταν πίσω στην Ελλάδα τμηματικά ή όταν υπήρχε ανάγκη τους. Είναι λοιπόν απίθανο να συμβεί κάτι διαφορετικό αν και όταν η Ελλάδα επιστρέψει στη δραχμή.
Piet Mondrian, Μηλιά |
Οι μικροί υπότιτλοι σε αγκύλες προστέθηκαν στον ιστότοπο Μετά την Κρίση.
Το κείμενο της ομιλίας που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Σύγχρονα Θέματα περιλαμβάνει και την ακόλουθη συμπερασματική κατάληξη:
Piet Mondrian, από τις Ανθισμένες Μηλιές |
Ακούγοντας την Αριστερή Πλατφόρμα του ΣΥΡΙΖΑ που υποστηρίζει τη ρήξη με την ευρωζώνη, μπορεί κανείς να σκεφθεί ότι στην προεκλογική περίοδο ο ΣΥΡΙΖΑ έδωσε μόνο μία μείζονα υπόσχεση: να απορρίψει τους όρους του μνημονίου. Δεν έχουν έτσι τα πράγματα. Όπως δηλώσαμε εξαρχής, δόθηκαν δύο υποσχέσεις: να απορρίψει τους όρους και να διατηρήσει την Ελλάδα στην ευρωζώνη. Όπως επίσης είπαμε εξαρχής, αν η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ δεν μπορεί να κρατήσει αμφότερες τις υποσχέσεις της – παρά την προσπάθεια προς την κατεύθυνση αυτή – βρίσκεται αντιμέτωπη με το δύσκολο και δυσάρεστο καθήκον να τιμήσει μία εξ αυτών. Η Αριστερή Πλατφόρμα του ΣΥΡΙΖΑ επιχειρηματολογεί για έξοδο από την ευρωζώνη, προκειμένου να αποφευχθεί οποιοσδήποτε συμβιβασμός με τους δανειστές της χώρας. Η πλειονότητα του ΣΥΡΙΖΑ, μαζί με την πλειονότητα του ελληνικού λαού, όπως προκύπτει από τις πρόσφατες δημοσκοπήσεις, υποστηρίζει τη συνέχιση της συμμετοχής της Ελλάδας στην ευρωζώνη. Το ένστικτό τους, σε συνδυασμό με την πείρα του παρελθόντος, τους λέει ότι μια επιστροφή στη δραχμή θα επιφέρει οικονομική καταστροφή στη χώρα. Ο βασικός σκοπός αυτής της ομιλίας ήταν να προσφέρει θεωρητική και εμπειρική θεμελίωση σ’ αυτήν την ενστικτώδη προσέγγιση.
Το συμπέρασμα αυτό εγείρει ένα τελευταίο ερώτημα: αν η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ πρέπει να εφαρμόσει πολλά από τα ίδια μέτρα λιτότητας που απαιτούσε η Τρόικα από την προηγούμενη κυβέρνηση, τότε ποιο το νόημα της ανάληψης της εξουσίας από τον ΣΥΡΙΖΑ; Η απάντηση βρίσκεται στη διάκριση του τι συμβαίνει σήμερα με το τι θα συμβεί αύριο.
Σήμερα ίσως η διαφορά στην κυβερνητική πολιτική είναι μικρή. Αυτό, όμως, που είναι το πλέον σημαντικό είναι τι θα συμβεί αύριο. Η ανάγκη αναδιάρθρωσης και εκσυγχρονισμού των εγχώριων θεσμών δεν αμφισβητείται. Αυτό που είναι υπό αμφισβήτηση είναι πώς και εις βάρος ποιου θα γίνει αυτή η αναδιάρθρωση. Εάν ο ΣΥΡΙΖΑ χάσει την εξουσία και αντικατασταθεί από μια δεξιά κυβέρνηση, τότε είναι βέβαιο ότι η αναδιάρθρωση αυτή θα γίνει εις βάρος των φτωχότερων στρωμάτων του ελληνικού πληθυσμού. Αντίθετα, αν η αναδιάρθρωση αυτή γίνει με έναν δικαιότερο τρόπο, τότε είναι επιβεβλημένη η διατήρηση του ΣΥΡΙΖΑ στην εξουσία. Δεν θα υπάρξει άλλη ευκαιρία.
Ο Φώτης Λυσάνδρου είναι καθηγητής στο ερευνητικό τμήμα του City University - Λονδίνο και διδάσκει οικονομική επιστήμη στο SOAS.
Φ. Λυσάνδρου: Για την ανισότητα, το χρήμα ως εμπόρευμα (χρηματιστικοποίηση) & η κρίση (αγγλ.):
Photis Lysandrou: Global Inequality, Wealth Concentration and the Subprime Crisis - A Marxian Commodity Theory Analysis
Global Inequality and the Global Financial Crisis - The New Transmission Mechanism (pdf)
Φ. Λυσάνδρου: Για την ανισότητα, το χρήμα ως εμπόρευμα (χρηματιστικοποίηση) & η κρίση (αγγλ.):
Photis Lysandrou: Global Inequality, Wealth Concentration and the Subprime Crisis - A Marxian Commodity Theory Analysis
Global Inequality and the Global Financial Crisis - The New Transmission Mechanism (pdf)
Abstract: According to Marx the root cause of crisis always lies in the inequality of wealth engendered by the commoditisation of labour power. If he was right it follows that the globalization of commodity relations must lead to a crisis on a corresponding global scale unless the growth in inequality is held in check. The fact that it was not checked but allowed to reach epic proportions by the time the global financial crisis broke out is for many people confirmation that Marx was right. This paper seeks to give weight to this view by explaining the new mechanism through which the effects of exploitation are transmitted into crisis: prevented from finding expression in an excess supply of products in GDP space, these effects have instead found expression in an excess demand for securities in capital market space. Most economists put the major blame for the financial crisis on the banks because it was they who created the toxic securities that caused the financial system to seize up. My interpretation is different. The banks certainly overreached themselves in creating these securities but the principal reason why they did so was to augment the wealth storage capacity of existing securities stocks in order to accommodate the build-up of private wealth.
Photis Lysandrou: Globalisation as commodification
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου