Στις συζητήσεις για την ανασυγκρότηση του πολιτικού χώρου που ορίζεται άλλες φορές ως της «κεντροαριστεράς», άλλες φορές ως «ενδιάμεσος» ή κεντρώος και πιο σπάνια - αλλά σύμφωνα με την τυπική ορολογία της λοιπής Ευρώπης - ως σοσιαλδημοκρατικός, μια από τις ενδιαφέρουσες παρεμβάσεις ήταν το κριτικό-υποστηρικτικό άρθρο του Μάνου Ματσαγγάνη υπό τον τίτλο Το Τέλος της Αρχής στην εφημερίδα Τα Νέα (16.9.2017)· με αυτό το γραπτό, ο Μ. Μ. δηλώνει το ενδιαφέρον του και αυτοτοποθετείται πολιτικά στον χώρο αυτό. Είναι ενδιαφέρουσα, εκτός των άλλων, διότι ο Ματσαγγάνης είναι αυτά τα χρόνια ένας από τους λίγους που επισημαίνουν διαρκώς και επίμονα στον δημόσιο διάλογο το πρόβλημα της υψηλής κοινωνικής ανισότητας στην Ελλάδα. Μάλιστα, το τεκμηρίωσε με την ερευνητική του δραστηριότητα ως οικονομολόγος και επισήμανε τη διαχρονικότητά του: Τόσο στη μακροχρόνια περίοδο της διαρκούς και έντονης ανόδου του ονομαστικού ΑΕΠ όσο και στην επόμενη φάση της απότομης πτώσης. Αντίθετα με πιο διαδεδομένες απόψεις, το έβλεπε ως μια ελληνική σταθερά «πριν και μετά τα μνημόνια», όπως θα έλεγε κανείς στην τετριμμένη πολιτική καθομιλουμένη. Ωστόσο, στο επίκεντρο αυτής της κριτικής-υποστηρικτικής παρέμβασης του θέτει κυρίως το ζήτημα των ευθυνών:
«Ο ενδιάμεσος χώρος», γράφει, «πλήρωσε τα σπασμένα της βαθιάς και παρατεταμένης οικονομικής κρίσης της τελευταίας δεκαετίας. Εν μέρει δικαίως. Το ΠΑΣΟΚ – ιδίως της προ Σημίτη εποχής – συνέβαλε καθοριστικά στην εδραίωση της πεποίθησης ότι για να γίνει πλουσιότερος ένας λαός αρκεί να εκλέξει μια αρκούντως κιμπάρικη κυβέρνηση».
Δεν το γράφει ρητά, όμως δεν είναι αλήθεια πως αυτό έχει άμεση σχέση και με την καθιέρωση της υψηλής κοινωνικής ανισότητας ως μετρήσιμης σταθεράς του μεταπολιτευτικού μας βίου; Και γενικά είναι αξιοπαρατήρητο, ότι πλήν εξαιρέσεων (π.χ., Μ. Ματσαγγάνης, Τάσος Γιαννίτσης), στις συζητήσεις αυτού του υπό ανασυγκρότηση «ενδιάμεσου χώρου», το πρόβλημα της σταθερά υψηλής κοινωνικής ανισότητας στην Ελλάδα δεν φαίνεται να θεωρείται θέμα υψηλής προτεραιότητας· και σε κάθε περίπτωση δεν συσχετίζεται στενά ούτε με την οικονομική αποτυχία ούτε με τα πολιτικά ζητούμενα μιας Ελλάδας σε επανεκκίνηση.
Ας δούμε λοιπόν πιο γενικά, παίρνοντας ως αφορμή μόνον την παρέμβαση Ματσαγγάνη, πώς συνδέεται αυτό που επισημαίνει - οι πολιτικές που βιώσαμε στο παρελθόν - με την οικονομική αποτυχία, με τις δυσλειτουργίες της δημοκρατίας και με την καταστροφή της κοινωνικής συνοχής.
Ας δούμε λοιπόν πιο γενικά, παίρνοντας ως αφορμή μόνον την παρέμβαση Ματσαγγάνη, πώς συνδέεται αυτό που επισημαίνει - οι πολιτικές που βιώσαμε στο παρελθόν - με την οικονομική αποτυχία, με τις δυσλειτουργίες της δημοκρατίας και με την καταστροφή της κοινωνικής συνοχής.
Βλέποντας υπό ένα άλλο πρίσμα, κρίσιμο και επίκαιρο ζήτημα για μια περίοδο επανεκκίνησης μετά την πτώση ή μάλλον ενός αναπροσανατολισμού με σύνθετα χαρακτηριστικά, οικονομικά, κοινωνικά και πολιτικά, δεν είναι απλά το πόσο δίκαια θα μοιρασθεί το προϊόν, αλλά επίσης, αν ή πώς βλέπει η πολιτική μια εγγενή σχέση μεταξύ κοινωνικής ανισότητας και οικονομικής αποτελεσματικότητας. Γιατί πολλά εμπειρικά δεδομένα και παραδείγματα χωρών αφήνουν αξιόπιστες ενδείξεις ότι εδώ υπάρχει σχέση αντιστρόφως ανάλογη, τουλάχιστον στις δημοκρατίες της ηπειρωτικής Ευρώπης και στην ιστορικά διαμορφωμένη εκδοχή καπιταλισμού αυτής της περιοχής του κόσμου. Όσο πιο περιορισμένη η κοινωνική ανισότητα σε μια χώρα (και περιττεύει να αναλυθεί ότι αυτός ο περιορισμός είναι κυρίως δουλειά της πολιτικής και των θεσμών της δημοκρατίας), τόσο πιο πραγματική η οικονομική αποτελεσματικότητα - και μάλιστα διατηρήσιμη σε μεσομακροπρόθεσμη κλίμακα, ανθεκτική και σε καιρούς κρίσεων. Το παράδειγμα των Σκανδιναβικών χωρών δεν είναι το μόνο, είναι όμως χαρακτηριστικό.
Άς δούμε όμως τον δεσμό της οικονομικής αποτελεσματικότητας με την κοινωνική δικαιοσύνη υπό την ευρύτερη έννοια της δεύτερης, και πέραν της εισοδηματικής ανισότητας, υπό το πρίσμα του γνωστού έργου των Daron Acemoğlu - James A. Robinson Γιατί Αποτυγχάνουν τα Έθνη. Να επισημάνουμε πρώτα-πρώτα, ότι οι δύο συγγραφείς, γράφοντας το 2012 στον απόηχο του κινήματος Occupy Wall Street (έβλεπαν όμως καθαρά ήδη από τότε τον φαύλο κύκλο που συνδέει την ανερχόμενη ανισότητα στις ΗΠΑ και την παρακμή της δημοκρατίας), συνέδεσαν πολύ στενά λειτουργικά την οικονομική ανισότητα με την ανισότητα των ευκαιριών και με την πολιτική ανισότητα:
Όταν η πολιτική γίνεται έτσι όμηρος [μιας ελίτ ή μικρής ομάδας ανθρώπων, γράφουν προηγουμένως οι D.A. και J.R.], ακολουθεί η ανισότητα των ευκαιριών, διότι οι απαγωγείς χρησιμοποούν την ισχύ τους για να απολαμβάνουν ειδική μεταχείριση οι επιχειρήσεις τους [...] Η καλύτερη, και στην πραγματικότητα η μόνη οχύρωση εναντίον αυτής της επιβουλής, είναι η πολιτική ισότητα. Αυτή διασφαλίζει ότι εκείνοι που βλέπουν να θίγονται τα δικαιώματά τους και τα συμφέροντά τους, έχουν φωνή και μπορούν να σταθούν εμπόδιο στην επιβουλή. Ιδού λοιπόν η ανησυχία μας: Η οικονομική ανισότητα οδηγεί σε ολοένα μεγαλύτερη πολιτική ανισότητα και εκείνοι που ενισχύονται πολιτικά, θα το χρησιμοποιήσουν [...] για να αποκτήσουν ακόμη μεγαλύτερα οικονομικά πλεονεκτήματα και να αυξήσουν έτσι ακόμη περισσότερο την οικονομική ανισότητα. Ο τέλειος φαύλος κύκλος. Και βρισκόμαστε στο μέσο του (Daron Acemoğlu - James A. Robinson: The Problem With U.S. Inequality, Huffington Post - US Edition, Μάιος 2012 → ελλην. μτφ. στον ιστοχώρο Μετά την Κρίση ←)
Είναι λοιπόν δουλειά της δημοκρατίας, και προπαντός στις «καλές εποχές» της οικονομίας, να δημιουργεί και ενισχύει πολιτικά και κοινωνικά συμπεριληπτικούς θεσμούς, να οχυρώνει την πολιτική ισότητα. Και επίσης, να προωθεί ενεργά μια «κοινωνική επιλογή» της καλύτερης μεταξύ των διαφορετικών νοοτροπιών που υπάρχουν σε ένα έθνος και ανταγωνίζονται μεταξύ τους. Η δημοκρατία είναι ισχυρή όταν γεμίζει με ουσιαστικό περιεχόμενο και συμβάλλει στις αρετές του πολίτη, όχι όταν περιορίζεται σε ένα αξιολογικά και κανονιστικά ουδέτερο πλαίσιο διαδικασιών.
Υπ' αυτό το πρίσμα, παρά την υπονοούμενη επίκριση του Μ. Μ. για την ανεπαρκή αυτοκριτική του «κεντροαριστερού» χώρου, ο οποίος κυβέρνησε επί πολλά χρόνια την μεταπολιτευτική Ελλάδα, και παρά την ρητή επίκριση για την ευμενή σιωπή των σημερινών κυβερνώντων σχετικά με την καταστροφική περίοδο κορύφωσης και τέλους του παιχνιδιού (κυβερνήσεις της ΝΔ 2004-2009), το γεγονός ότι και αυτός ρητά εξαιρεί και αφήνει εκτός κριτικής την περίοδο Σημίτη και το λεγόμενο εκσυγχρονιστικό πολιτικό ρεύμα, πρέπει να επικριθεί ανάλογα.
Εδώ βλέπουμε πάλι, αναδρομικά, ένα σύνθετο πλέγμα οικονομικών επιλογών, κοινωνικών νοοτροπιών και πολιτικών απόψεων περί των προτεραιοτήτων και περί του «εφικτού», που δίνει αρκετές ενδείξεις ότι η «ισχυρή Ελλάδα» εκείνων των χρόνων ίσως ήταν περισσότερο ένα σκηνικό, ένα «χωριό Ποτέμκιν», και λιγότερο μια περίοδος ανάτασης ή διαφυγής από το τέλμα.
(1) Γιατί, π.χ., εν μέσω μεγάλων εισροών Κοινοτικών πόρων και αρκετά ευνοϊκών συνθηκών στις χρηματαγορές, εδώ κάναμε τότε (και συνεχίζουμε) εκσυγχρονισμό κυρίως σκάβοντας χωματουργικά και στρώνοντας οδοστρώματα σε πανάκριβους αυτοκινητοδρόμους τους οποίους σήμερα χαιρόμαστε με πανάκριβα διόδια, την ώρα που άλλες χώρες επένδυαν στην έρευνα και στην υψηλού επιπέδου εκπαίδευση (όχι μόνον στην Πανεπιστημιακή αλλά αρχίζοντας από τα θεμέλια, την Δημοτική και την Μέση) ή έστηναν δίκτυα οπτικών ινών και υψηλής ταχύτητας σιδηροδρομικών μεταφορών, τόσο για την κυκλοφορία επιβατών εντός της χώρας τους όσο, και κυρίως, για γρήγορες χαμηλού κόστους μεταφορές εμπορευμάτων. Ο πιθανός αντίλογος είναι «μπετατζήδες είχαμε, μπετά ρίχναμε», αλλά αυτό σε τελευταία ανάλυση υποκύπτει στο όραμα μιας Ελλάδα καταδικασμένης να έχει στον αιώνα τον άπαντα μόνον καλούς μπετατζήδες, πλοιοκτήτες και ξενοδόχους και τίποτε άλλο.
(2) Γιατί, πλην εξαιρέσεων, ο πολιτικός – και κοινωνικός – κύκλος ανθρώπων, στον οποίο στηρίχτηκε εκείνη η πολιτική της «ισχυρής Ελλάδας» είναι αυτός που ήταν, ή αποδείχτηκε εκ των υστέρων τί ήταν. Και όποιος ελπίζει καλοπροαίρετα να κάνει συμπεριληπτικές ή κοινωνικά δίκαιες πολιτικές και να καταστήσει τη χώρα του πιο ισχυρή, χρησιμοποιώντας ως δρώντες παράγοντες κύκλους ανθρώπων στους οποίους επικρατούν ακραία αμοραλιστικές νοοτροπίες σε συμπυκνωμένη μορφή, χτίζει μόνον πύργους στην άμμο.
(3) Τέλος, γιατί η ρητή αναγνώριση από τον τότε πρωθυπουργό σε στιγμές αποτυχίας ότι «αυτή είναι η Ελλάδα», ήταν πιο πολύ υπεκφυγή παρά ελαφρυντικό ή προσπάθεια διόρθωσης. Δυστυχώς ήταν ο ίδιος ο Κ. Σημίτης αυτός που αποδέχτηκε ή επέλεξε και διατήρησε ως δρώντες παράγοντες, ως agents του εκσυγχρονισμού, ειδικά εκφραστές «αυτής της Ελλάδας», ενώ θα μπορούσε, παρά το γεγονός ότι η διαφορετική Ελλάδα ήταν – και είναι – αδύναμη, να επιχειρήσει μια παραδειγματική πολιτική, μια πολιτική μεμονωμένων, έστω, παραδειγμάτων εναλλακτικών στην παρακμή, που θα χρησίμευαν ως οδοδείκτες.
Για παράδειγμα, θα μπορούσε να αντιταχθεί στο υπερφίαλο, καταστροφικό οικονομικά και ψευδαισθητικό κοινωνικά «όραμα» των Ολυμπιακών αγώνων 2004. Και ας έπεφτε στη Βουλή, από ψήφο δυσπιστίας των βουλευτών του ΠΑΣΟΚ ενωμένων με τους νεο-Καραμανλικούς, που αποκαλούσαν τον Σημίτη «αρχιερέα της διαπλοκής». Ο οδοδείκτης θα έμενε· θα τον είχαμε δίπλα στον οδοδείκτη του Μιχάλη Παπαγιαννάκη, όμως σε σύγκριση με αυτόν θα ήταν πολύ πιο εμφανής και θα ήταν αδύνατο να παραβλεφθεί ή να πέσει στη λήθη.
Δεύτερο δείγμα παραδειγματικής πολιτικής εφικτό τότε: Στη σύγκρουση για τη βιωσιμότητα των θεσμών κοινωνικής ασφάλισης λίγο πριν το έτος 2000, δινόταν, εκτός των άλλων, μια πρώτης τάξεως ευκαιρία να τεθεί ως πολιτικό πρόβλημα, ως πρόβλημα όχι μόνον οικονομικής αλλά και πολιτικής ανισότητας, ως ανισότητα στα δικαιώματα των πολιτών ως πολιτών, η διάσπαση της ελληνικής αγοράς εργασίας σε δύο ξένους μεταξύ τους κόσμους και η στρεβλή αντιπροσώπευση του κόσμου των εργαζομένων στους θεσμούς συνδικαλιστικής οργάνωσης.
Όταν η Γενική Συνομοσπονδία Εργατών Ελλάδος είναι συγκροτημένη κυρίως με βάση τους εργαζόμενους στο (κρατικό ή οιονεί κρατικό) τραπεζικό σύστημα, στην πράξη χωρίς βιομηχανικούς εργάτες και χωρίς υπαλλήλους του ιδιωτικού τομέα, είναι παράλογο και να εικάζουμε ότι στη χώρα και στην κοινωνία αυτή υπάρχουν πραγματικοί θεσμοί συμπεριληπτικής δημοκρατίας. Κανείς δεν έθεσε τότε το πρόβλημα, ούτε οι λεγόμενοι εκσυγχρονιστές, ούτε βέβαια οι αντίπαλοί τους (και πώς να έκαναν κάτι αντίθετο στο πελατειακό σύστημα την εποχή που έβρεχε ο Θεός λεφτά;) Όμως, μια παραδειγματική πολιτική που «εκπαιδεύει», που καλλιεργεί τις αρετές του πολίτη, θα το έθετε στο τραπέζι, χωρίς βέβαια την ψευδαίσθηση ότι θα μπορούσε και να το αντιμετωπίσει αποτελεσματικά τότε. Αλλά μόνον έτσι μπορούν να προωθηθούν ενεργά με πολιτικά μέσα επιλογές κοινωνικών νοοτροπιών σε μεσο-μακροπρόθεσμο ορίζοντα και σε δυσμενές κοινωνικό και πολιτικό περιβάλλον.
Όταν η Γενική Συνομοσπονδία Εργατών Ελλάδος είναι συγκροτημένη κυρίως με βάση τους εργαζόμενους στο (κρατικό ή οιονεί κρατικό) τραπεζικό σύστημα, στην πράξη χωρίς βιομηχανικούς εργάτες και χωρίς υπαλλήλους του ιδιωτικού τομέα, είναι παράλογο και να εικάζουμε ότι στη χώρα και στην κοινωνία αυτή υπάρχουν πραγματικοί θεσμοί συμπεριληπτικής δημοκρατίας. Κανείς δεν έθεσε τότε το πρόβλημα, ούτε οι λεγόμενοι εκσυγχρονιστές, ούτε βέβαια οι αντίπαλοί τους (και πώς να έκαναν κάτι αντίθετο στο πελατειακό σύστημα την εποχή που έβρεχε ο Θεός λεφτά;) Όμως, μια παραδειγματική πολιτική που «εκπαιδεύει», που καλλιεργεί τις αρετές του πολίτη, θα το έθετε στο τραπέζι, χωρίς βέβαια την ψευδαίσθηση ότι θα μπορούσε και να το αντιμετωπίσει αποτελεσματικά τότε. Αλλά μόνον έτσι μπορούν να προωθηθούν ενεργά με πολιτικά μέσα επιλογές κοινωνικών νοοτροπιών σε μεσο-μακροπρόθεσμο ορίζοντα και σε δυσμενές κοινωνικό και πολιτικό περιβάλλον.
Η πολιτική ως προγραμματική δραστηριότητα. Αλλαγή παραδείγματος
Αν θέλουμε να εξηγηθεί πώς φτάσαμε εδώ που είμαστε ως χώρα, ποιοί και γιατί άφησαν το κάρο να κυλήσει στη χαράδρα, και, κυρίως, αν και πώς μπορεί το κάρο να βγεί από τη χαράδρα, η αντιμετώπιση του παρελθόντος και του παρόντος με όρους πολιτικής τοπογραφίας (η «Κεντροαριστερά», η «Κεντροδεξιά», τα «άκρα», ο «ενδιάμεσος χώρος»), τίποτε δεν αποσαφηνίζει και ελάχιστα μπορεί να αποσαφηνίσει. Εξ ού και η αδυναμία ή απροθυμία αυτού του λεγόμενου ενδιάμεσου χώρου να λειτουργήσει αυτοκριτικά και να αυτοκαθαρθεί. Ακριβώς το ίδιο ισχύει και για την απροθυμία των σημερινών κυβερνώντων - μολονότι αυτοπροσδιορίζονται ως ριζοσπαστικοί αριστεροί στην τοπογραφία - να μιλήσουν (ή, μερικοί από αυτούς, να πουν δημόσια αυτά που σκέπτονται) για την δεξιά περίοδο 2004-2009, για τον τότε πρωθυπουργό, για τον σημερινό Πρόεδρο της Δημοκρατίας και για τη συνιστώσα της ιδιαίτερα δικής τους Δεξιάς, με την οποία συγκυβερνά σήμερα ο ΣΥΡΙΖΑ.
Αν θέλουμε να εξηγηθεί πώς φτάσαμε εδώ που είμαστε ως χώρα, ποιοί και γιατί άφησαν το κάρο να κυλήσει στη χαράδρα, και, κυρίως, αν και πώς μπορεί το κάρο να βγεί από τη χαράδρα, η αντιμετώπιση του παρελθόντος και του παρόντος με όρους πολιτικής τοπογραφίας (η «Κεντροαριστερά», η «Κεντροδεξιά», τα «άκρα», ο «ενδιάμεσος χώρος»), τίποτε δεν αποσαφηνίζει και ελάχιστα μπορεί να αποσαφηνίσει. Εξ ού και η αδυναμία ή απροθυμία αυτού του λεγόμενου ενδιάμεσου χώρου να λειτουργήσει αυτοκριτικά και να αυτοκαθαρθεί. Ακριβώς το ίδιο ισχύει και για την απροθυμία των σημερινών κυβερνώντων - μολονότι αυτοπροσδιορίζονται ως ριζοσπαστικοί αριστεροί στην τοπογραφία - να μιλήσουν (ή, μερικοί από αυτούς, να πουν δημόσια αυτά που σκέπτονται) για την δεξιά περίοδο 2004-2009, για τον τότε πρωθυπουργό, για τον σημερινό Πρόεδρο της Δημοκρατίας και για τη συνιστώσα της ιδιαίτερα δικής τους Δεξιάς, με την οποία συγκυβερνά σήμερα ο ΣΥΡΙΖΑ.
Ο Ματσαγγάνης φαίνεται πως θα ήθελε περισσότερη αυτοκριτική του χώρου της «κεντροαριστεράς», όμως αυτό το απαγορεύει ακριβώς τούτη η λογική – η λογική της κομματικής τοπογραφίας, που προσπαθεί, μάταια, να προστατεύσει την αξία στην πολιτική αγορά, των «δικών μας» πολιτικών αμπελοχώραφων ή και των αμπελοχώραφων των εκάσττοτε περιστασιακών συμμάχων. Αλλά για τον ίδιο ακριβώς λόγο, ο Μ. Μ. αφήνει εκτός κριτικής την εποχή Σημίτη και τους λεγόμενους εκσυγχρονιστές.
Πώς ξεφεύγει κανείς από την παγίδα της πολιτικής τοπογραφίας με τα αμπελοχώραφα της, τα ταμπού της και τις μισές αλήθειες της; Κυρίως, με το να θεωρεί την πολιτική ως κατά πρώτο λόγο δραστηριότητα προγραμματική και όχι ως πράξεις επιλεκτικής αλληλοϋποστήριξης μιας μεγάλης ή μεγαλύτερης παρέας, η οποία για να οχυρωθεί, χρησιμοποιεί τα τείχη που χωρίζουν τις διαφορετικές ιδεολογίες. Τα τείχη είναι πραγματικά, το τέλος της ιστορίας και των ιδεολογιών ευτυχώς δεν ήρθε ακόμη. Όμως στην Ελλάδα της κρίσης δεν προέχουν τα σεμινάρια της ιστορίας των πολιτικών ιδεών αλλά τίθεται ζήτημα σκληρής, αντιπαραθετικής και ορθολογικής συζήτησης για την δύσκολη πραγματικότητα· και αυτό δεν γίνεται, γιατί καθένας συζητά μόνον με τους «δικούς του», ενώ «οι άλλοι» είναι απλά και μόνον ο εχθρός. Η άποψη για την πολιτική του Καρλ Σμιτ, ενός «επικίνδυνου στοχαστή» σύμφωνα με τον Γιαν-Βέρνερ Μύλλερ (Jan-Werner Müller, βλ. και το άρθρο του H νέα Δεξιά στη Γερμανία και οι διανοούμενοί της), συνεχίζει να θριαμβεύει και στην Ελλάδα της κρίσης - όπως τότε, στην εποχή «του φωτός και του σκότους».
Επιτέλους, ακόμη και στην άκρως παρεοκρατική Ελλάδα, πρέπει να φτάσουμε σε παραδείγματα στα οποία θα έχει λιγότερη σημασία ποιος λέει κάτι και περισσότερη σημασία αυτό το ίδιο το κάτι (και οι αλήθειες ή αναλήθειες που περιέχει), ανεξάρτητα αν το λέει κάποιος της παρέας ή κάποιος εκτός παρέας. Ή, αντί να επικεντρωνόμαστε στο ποιος είναι - «δικός μας» ή «των άλλων»; - αυτός που πράττει με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, να στρέφουμε την προσοχή στις ίδιες τις πράξεις και να τις αξιολογούμε έγκαιρα και λογικά εκ των προτέρων, αλλά κυρίως εκ των υστέρων, με κριτήριο τις πραγματικές τους συνέπειες.
Επιτέλους, ακόμη και στην άκρως παρεοκρατική Ελλάδα, πρέπει να φτάσουμε σε παραδείγματα στα οποία θα έχει λιγότερη σημασία ποιος λέει κάτι και περισσότερη σημασία αυτό το ίδιο το κάτι (και οι αλήθειες ή αναλήθειες που περιέχει), ανεξάρτητα αν το λέει κάποιος της παρέας ή κάποιος εκτός παρέας. Ή, αντί να επικεντρωνόμαστε στο ποιος είναι - «δικός μας» ή «των άλλων»; - αυτός που πράττει με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, να στρέφουμε την προσοχή στις ίδιες τις πράξεις και να τις αξιολογούμε έγκαιρα και λογικά εκ των προτέρων, αλλά κυρίως εκ των υστέρων, με κριτήριο τις πραγματικές τους συνέπειες.
Παλιά ιστορία, μια δύσκολη συζήτηση για παλιό διαρκές πρόβλημα. Το ξαναβρίσκουν και θα το ξαναβρούν μπροστά τους νέοι και παλιοί παίκτες στο παιχνίδι της ελληνικής πολιτικής, ανεξάρτητα από το πού τοποθετούν τον εαυτό τους στην κομματική τοπογραφία.
Γιώργος Β. Ριτζούλης
Michael Sandel: Ευρωπαίοι, ξυπνήστε από το «Αμερικανικό Όνειρο»
Γεράσιμος Μοσχονάς: Η προδοσία των ιδεών. Το ΠΑΣΟΚ οδηγησε τη χώρα σε κοινωνική παγίδα
Γεράσιμος Μοσχονάς: Η προδοσία των ιδεών. Το ΠΑΣΟΚ οδηγησε τη χώρα σε κοινωνική παγίδα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου