© Boston Review - Dani Rodrik : Rescuing Economics From Neoliberalism, 6.11. 2017
Αναδημοσίευση: Social Europe, 17.11.2017
Ο οικονομολόγος Ντάνι Ρόντρικ δεν βλέπει με σκεπτικισμό αυτές καθεαυτές τις αγορές και την παγκοσμιοποίηση. Και δεν προβληματίζεται - όπως μερικοί άλλοι συνάδελφοί του - μήπως τυχόν το κεφαλαιοκρατικό σύστημα έχει εξαντλήσει τα καύσιμά του και βαδίζει προς την παρακμή. Όμως είναι κατηγορηματικός για το τί συμβαίνει τώρα: Ο νεοφιλελευθερισμός όπως τον βλέπουμε σήμερα, είναι ένα «σκληροπυρηνικό» σύστημα σκέψης, λέει· οικονομίες που προόδευσαν ουσιαστικά είναι μόνον εκείνες που παραβιάζουν τους άκαμπτους κανόνες του. Η νεοφιλελεύθερη σκέψη αυτή καθεαυτή «είναι κακή οικονομική επιστήμη». Όμως, λέει ο Ρόντρικ, «το σφάλμα δεν έγκειται στις γενικές αρχές καθολικής ισχύος που διέπουν την οικονομική επιστήμη», αλλά στους θεσμούς. «Εκεί μέσα, στο θεσμικό πεδίο, εδρεύει η αλαζονεία και το καταστροφικό σφάλμα του νεοφιλελευθερισμού: Στην πεποίθηση ότι γενικές οικονομικές αρχές μπορούν να αποτυπωθούν σε ένα και μοναδικό σχέδιο δράσης, αποτελούμενο από οικονομικές πολιτικές παρόμοιες με πρόγραμμα τύπου Θάτσερ - Ρέιγκαν».
Το πρακτέον, κατά τον Ρόντρικ, είναι τώρα «να αναπτύξουμε την θεσμική φαντασία (institutional imagination) μας για να επανασχεδιάσουμε έναν καπιταλισμό για τον 21ο αιώνα». Μ' αυτό τον στόχο, εξετάζει πώς εμφανίστηκε ο όρος «νεοφιλελευθερισμός», πώς εξελίχτηκε, πώς άλλαξε στην πράξη με το πέρασμα του χρόνου η σημασία του, ποιά τα αποτελέσματά του στον πραγματικό κόσμο. «Πρέπει να διασώσουμε την οικονομική επιστήμη από τον νεοφιλελευθερισμό και την παγκοσμιοποίηση από την υπερ-παγκοσμιοποίηση», είναι το συμπέρασμά του. Ο Ντάνι Ρόντρικ δίνει καλή τροφή για συζητήσεις και για σκληρές - αλλά γι΄ αυτό δημιουργικές - αντιπαραθέσεις.
Γ. Ρ.
Όπως
παραδέχονται ακόμη και οι πιο σκληροί
επικριτές του, είναι δύσκολο να οριστεί
τι ακριβώς είναι ο νεοφιλελευθερισμός.
Σε γενικές γραμμές δηλώνει προτίμηση για τις αγορές έναντι των κρατών,
για τα οικονομικά κίνητρα έναντι των
κοινωνικών ή πολιτισμικών κανόνων και
για την ιδιωτική επιχειρηματικότητα
έναντι της συλλογικής ή κοινοτικής
δραστηριότητας. Έχει χρησιμοποιηθεί
για να περιγράψει ένα ευρύ φάσμα
φαινομένων - από τον δικτάτορα της Χιλής
Αουγκούστο Πινοσέτ (Augusto Pinochet) έως την
Μάργκαρετ Θάτσερ και τον Ρόναλντ Ρέιγκαν
(Ronald Reagan), από το Δημοκρατικό Κόμμα των
ΗΠΑ της εποχής Κλίντον και τους Νέους
Εργατικούς της εποχής Μπλερ στη Βρετανία
έως το άνοιγμα της οικονομίας στην Κίνα
και τη μεταρρύθμιση του κράτους πρόνοιας
στη Σουηδία.
Ο όρος χρησιμοποιείται ως συλλογική ονομασία, ως λέξη «πασπαρτού», για ο,τιδήποτε «μυρίζει» απορρύθμιση, φιλελευθεροποίηση, ιδιωτικοποίηση ή δημοσιονομική λιτότητα. Σήμερα χρησιμοποιείται συστηματικά ως απορριπτική συντομογραφία για τις ιδέες και τις πρακτικές που έχουν προκαλέσει αυξανόμενη οικονομική ανασφάλεια και ανισότητα, έχουν οδηγήσει σε φθορά των πολιτικών μας αξιών μας και ιδανικών και μάλιστα προκάλεσαν εκ του μη όντος την τρέχουσα αντεπίθεση των λαϊκιστών.
Είναι φανερό πως ζούμε στην εποχή του νεοφιλελευθερισμού. Ποιοι είναι όμως οι υποστηρικτές και προπαγανδιστές του νεοφιλελευθερισμού; Ποιοι είναι οι νεοφιλελεύθεροι; Το παράδοξο είναι, ότι πρέπει να επιστρέψουμε στις αρχές σχεδόν της δεκαετίας του 1980, για να βρούμε κάποιον που να υιοθετεί ρητά τον νεοφιλελευθερισμό. Το 1982, ο Τσαρλς Πίτερς (Charles Peters), επί πολλά χρόνια συντάκτης του περιοδικού The Washington Monthly, δημοσίευσε ένα δοκίμιο με τίτλο «Μανιφέστο του νεοφιλελεύθερου» (“A Neo-Liberal’s Manifesto”). Τριάντα πέντε χρόνια αργότερα, η ανάγνωσή του έχει ενδιαφέρον, δεδομένου ότι ο νεοφιλελευθερισμός που περιέγραψε τότε, μικρή μόνον ομοιότητα έχει με αυτόν ο οποίος έγινε σήμερα αντικείμενο χλευασμού. Οι [Αμερικανοί] πολιτικοί που κατονόμαζε τότε ο Πίτερς ως «καλά παραδείγματα» του κινήματος δεν είναι οι Θάτσερ και Ρέιγκαν, αλλά οι Bill Bradley, Gary Hart και Πωλ Tσόγκας. Οι δημοσιογράφοι και ακαδημαϊκοί που απαριθμούνται περιλαμβάνουν τον James Fallows, τον Michael Kinsley και τον Lester Thurow. Οι νεοφιλελεύθεροι του Πίτερς είναι φιλελεύθεροι (με την αμερικανική [αριστερίζουσα] έννοια της λέξης), οι οποίοι έχουν αποβάλει τις προκαταλήψεις υπέρ των συνδικάτων, υπέρ του «μεγάλου κράτους» και εναντίον των αγορών και του στρατού, τις οποίες είχαν προηγουμένως.
Ο όρος χρησιμοποιείται ως συλλογική ονομασία, ως λέξη «πασπαρτού», για ο,τιδήποτε «μυρίζει» απορρύθμιση, φιλελευθεροποίηση, ιδιωτικοποίηση ή δημοσιονομική λιτότητα. Σήμερα χρησιμοποιείται συστηματικά ως απορριπτική συντομογραφία για τις ιδέες και τις πρακτικές που έχουν προκαλέσει αυξανόμενη οικονομική ανασφάλεια και ανισότητα, έχουν οδηγήσει σε φθορά των πολιτικών μας αξιών μας και ιδανικών και μάλιστα προκάλεσαν εκ του μη όντος την τρέχουσα αντεπίθεση των λαϊκιστών.
Είναι φανερό πως ζούμε στην εποχή του νεοφιλελευθερισμού. Ποιοι είναι όμως οι υποστηρικτές και προπαγανδιστές του νεοφιλελευθερισμού; Ποιοι είναι οι νεοφιλελεύθεροι; Το παράδοξο είναι, ότι πρέπει να επιστρέψουμε στις αρχές σχεδόν της δεκαετίας του 1980, για να βρούμε κάποιον που να υιοθετεί ρητά τον νεοφιλελευθερισμό. Το 1982, ο Τσαρλς Πίτερς (Charles Peters), επί πολλά χρόνια συντάκτης του περιοδικού The Washington Monthly, δημοσίευσε ένα δοκίμιο με τίτλο «Μανιφέστο του νεοφιλελεύθερου» (“A Neo-Liberal’s Manifesto”). Τριάντα πέντε χρόνια αργότερα, η ανάγνωσή του έχει ενδιαφέρον, δεδομένου ότι ο νεοφιλελευθερισμός που περιέγραψε τότε, μικρή μόνον ομοιότητα έχει με αυτόν ο οποίος έγινε σήμερα αντικείμενο χλευασμού. Οι [Αμερικανοί] πολιτικοί που κατονόμαζε τότε ο Πίτερς ως «καλά παραδείγματα» του κινήματος δεν είναι οι Θάτσερ και Ρέιγκαν, αλλά οι Bill Bradley, Gary Hart και Πωλ Tσόγκας. Οι δημοσιογράφοι και ακαδημαϊκοί που απαριθμούνται περιλαμβάνουν τον James Fallows, τον Michael Kinsley και τον Lester Thurow. Οι νεοφιλελεύθεροι του Πίτερς είναι φιλελεύθεροι (με την αμερικανική [αριστερίζουσα] έννοια της λέξης), οι οποίοι έχουν αποβάλει τις προκαταλήψεις υπέρ των συνδικάτων, υπέρ του «μεγάλου κράτους» και εναντίον των αγορών και του στρατού, τις οποίες είχαν προηγουμένως.
Η
χρήση του όρου «νεοφιλελεύθερος»
εξαπλώθηκε με τρόπο εκρηκτικό στη
δεκαετία του 1990, όταν συσχετίστηκε στενά
με δύο εξελίξεις, καμία από τις οποίες
δεν αναφέρει ο Πίτερς. Η μία ήταν η
απορρύθμιση του χρηματοπιστωτικού
συστήματος, κορωνίδα της οποίας ήταν η χρηματοπιστωτική κατάρρευση
του 2008 (το πρώτο «κραχ που» συνέβη στις Ηνωμένες
Πολιτείες μετά την περίοδο του Μεσοπολέμου) και η συνεχιζόμενη, αργόσυρτη παρακμή στη ζώνη
του ευρώ.
Η δεύτερη εξέλιξη ήταν η παγκοσμιοποίηση της
οικονομίας, η οποία επιταχύνθηκε χάρις
στην ελεύθερη ροή των χρηματοοικονομικών
πόρων αφενός και σε μια νέα, πιο φιλόδοξη μορφή
εμπορικών συμφωνιών αφετέρου. Η «χρηματιστικοποίηση» και η παγκοσμιοποίηση έχουν γίνει οι πιο εμφανείς εκδηλώσεις του νεοφιλελευθερισμού στον σημερινό κόσμο.
Το γεγονός ότι ο νεοφιλελευθερισμός είναι μια έννοια ρευστή και μεταβαλλόμενη, που ξεγλιστρά και ξεφεύγει από κάθε ακριβή ορισμό και δεν έχει αποκλειστικό και σταθερό λόμπι ρητής υποστήριξης, δεν σημαίνει ότι είναι κάτι χωρίς επιρροή σε όσα συμβαίνουν ή άσχετο με την πραγματικότητα. Ποιος μπορεί να αρνηθεί το γεγονός, ότι ο κόσμος, από τη δεκαετία του 1980 μέχρι σήμερα, έχει βιώσει μιαν αποφασιστική στροφή προς τις αγορές; Ή, ότι Κεντροαριστεροί πολιτικοί - Δημοκρατικοί στις Ηνωμένες Πολιτείες, Σοσιαλιστές και Σοσιαλδημοκράτες στην Ευρώπη - υιοθέτησαν με ενθουσιασμό μερικά από τα κεντρικά πιστεύω του Θατσερισμού και του Ρεϊγκανισμού, όπως είναι η απορρύθμιση, οι ιδιωτικοποιήσεις, η χρηματοοικονομική φιλελευθεροποίηση και η ιδιωτική επιχειρηματικότητα; Μεγάλο μέρος της σημερινής μας πολιτικής συζήτησης εξακολουθεί να εμπνέεται από ένα σύνολο κανόνων και αρχών που υποτίθεται ότι στηρίζονται στην ιδέα του homo economicus.
Το γεγονός ότι ο νεοφιλελευθερισμός είναι μια έννοια ρευστή και μεταβαλλόμενη, που ξεγλιστρά και ξεφεύγει από κάθε ακριβή ορισμό και δεν έχει αποκλειστικό και σταθερό λόμπι ρητής υποστήριξης, δεν σημαίνει ότι είναι κάτι χωρίς επιρροή σε όσα συμβαίνουν ή άσχετο με την πραγματικότητα. Ποιος μπορεί να αρνηθεί το γεγονός, ότι ο κόσμος, από τη δεκαετία του 1980 μέχρι σήμερα, έχει βιώσει μιαν αποφασιστική στροφή προς τις αγορές; Ή, ότι Κεντροαριστεροί πολιτικοί - Δημοκρατικοί στις Ηνωμένες Πολιτείες, Σοσιαλιστές και Σοσιαλδημοκράτες στην Ευρώπη - υιοθέτησαν με ενθουσιασμό μερικά από τα κεντρικά πιστεύω του Θατσερισμού και του Ρεϊγκανισμού, όπως είναι η απορρύθμιση, οι ιδιωτικοποιήσεις, η χρηματοοικονομική φιλελευθεροποίηση και η ιδιωτική επιχειρηματικότητα; Μεγάλο μέρος της σημερινής μας πολιτικής συζήτησης εξακολουθεί να εμπνέεται από ένα σύνολο κανόνων και αρχών που υποτίθεται ότι στηρίζονται στην ιδέα του homo economicus.
Όμως
η χαλαρή χρήση του όρου «νεοφιλελευθερισμός»
σημαίνει και κάτι άλλο: Ότι οι επικριτές του
συχνά χάνουν τον στόχο. Δεν υπάρχει
τίποτε κακό στις αγορές, στην ιδιωτική
επιχειρηματικότητα ή στα οικονομικά
κίνητρα - όταν όμως εφαρμόζονται με κατάλληλο
τρόπο. Πίσω από τα σημαντικότερα
οικονομικά επιτεύγματα της εποχής μας
βρίσκεται η δημιουργική τους χρήση.
Την ώρα που γελοιοποιούμε με περιφρόνηση
τον νεοφιλελευθερισμό, διακινδυνεύουμε
να πετάξουμε στα άχρηστα και μερικές
χρήσιμες ιδέες του νεοφιλελευθερισμού.
Το
πραγματικό πρόβλημα είναι ότι η
επικρατούσα οικονομική επιστήμη πάρα
πολύ εύκολα καταφεύγει στην ιδεολογία και καταντά σκιά του εαυτού της·
έτσι στενεύει
το φάσμα των επιλογών που έχουμε στη
διάθεσή μας και δίνει
ετοιματζίδικες
λύσεις του τύπου «πονάει
κεφάλι, κόψεις κεφάλι». Το να κατανοήσουμε σωστά την οικονομική σκέψη που βρίσκεται πίσω από τον νεοφιλελευθερισμό, θα μας δώσει τη δυνατότητα να αναγνωρίζουμε
και να απορρίπτουμε την ιδεολογία, όταν
αυτή μας παρουσιάζεται με τη μάσκα της
οικονομικής επιστήμης. Το πιο σημαντικό
είναι, ότι θα μας βοηθήσει να αναπτύξουμε
την θεσμική φαντασία (institutional imagination) που
είναι απόλυτα αναγκαία για να
επανασχεδιάσουμε τον καπιταλισμό για
τον 21ο αιώνα.
Συνήθως
θεωρείται δεδομένο ότι ο νεοφιλελευθερισμός στηρίζεται σε βασικές αρχές της
επικρατούσας οικονομικής επιστήμης.
Για να εξετάσουμε αυτές τις αρχές, απαλλαγμένες
όμως από την ιδεολογία, ας κάνουμε ένα
νοητικό πείραμα.
Ένας
γνωστός οικονομολόγος, ο οποίος χαίρει μεγάλης
εκτίμησης, προσγειώνεται σε μια χώρα
για την οποία δεν ξέρει τίποτε και είναι
η πρώτη φορά που την επισκέπτεται. Τον
οδηγούν σε μια συνάντηση με τους
κορυφαίους υπεύθυνους για τη χάραξη
της οικονομικής πολιτικής αυτής της χώρας. «Η χώρα
μας αντιμετωπίζει πρόβλημα», του λένε.
«Η οικονομία βρίσκεται σε στασιμότητα,
οι επενδύσεις είναι λιγοστές και η
ανάπτυξη δεν φαίνεται στον ορίζοντα».
Στρέφονται προς αυτόν με πολλές
προσδοκίες: «Πείτε μας, σας παρακαλούμε,
τι πρέπει να κάνουμε για να αναπτυχθεί
η οικονομία μας;»
Ο οικονομολόγος επικαλείται την άγνοια του· τους εξηγεί
ότι γνωρίζει πολύ λίγο τη χώρα να προβεί
σε συστάσεις. Πρέπει πρώτα να μελετήσει
την ιστορία της οικονομίας της, να
αναλύσει τα στατιστικά στοιχεία και να
ταξιδέψει σε διάφορες περιοχές της
χώρας, προτού να μπορέσει να πει κάτι
συγκεκριμένο. Αλλά οι οικοδεσπότες του
επιμένουν: «Κατανοούμε την επιφυλακτικότητά σας
και σας ευχόμαστε να έχετε τον χρόνο για
όλα αυτά», του λένε. «Όμως,
δεν είναι επιστήμη η οικονομία; Δεν είστε ένας από
τους πιο διακεκριμένους θεράποντες
της; Αν και δεν γνωρίζετε πολλά για την
οικονομία μας, ασφαλώς θα υπάρχουν
μερικές γενικές θεωρίες και συνταγές
γενικής χρήσεως που μπορείτε να
μοιραστείτε μαζί μας, για να καθοδηγήσετε
τις οικονομικές μας πολιτικές και
μεταρρυθμίσεις».
Ο οικονομολόγος είναι τώρα παγιδευμένος. Αφενός, δεν θέλει να μιμηθεί εκείνους τους γκουρού της οικονομίας που επικρίνει διαρκώς εδώ και πολύ καιρό, επειδή προσπαθούν να πουλήσουν δεξιά και αριστερά συμβουλές οικονομικής πολιτικής της αρεσκείας τους. Όμως, αφετέρου, αισθάνεται την πρόκληση από το ερώτημα που του τέθηκε. Υπάρχουν αλήθειες καθολικής ισχύος στην οικονομική επιστήμη; Μπορεί να πει κάτι έγκυρο (και ενδεχομένως χρήσιμο);
Αρχίζει
λοιπόν να μιλά. Το πόσο αποτελεσματικά
κατανέμονται οι πόροι μιας οικονομίας,
είναι πολύ καθοριστικός παράγοντας για
την απόδοση αυτής της οικονομίας, λέει. Με
τη σειρά της, η αποτελεσματικότητα στη
χρήση των πόρων απαιτεί το εξής: Τα οικονομικά κίνητρα που παρέχονται στα νοικοκυριά και στις
επιχειρήσεις, πρέπει να είναι συμβατά
και να εναρμονίζονται με τα κοινωνικά κόστη και
οφέλη.
Τα κίνητρα που παρέχονται στους
επιχειρηματίες, στους επενδυτές και στους
παραγωγούς είναι ιδιαίτερα σημαντικά
για ό,τι αφορά την οικονομική ανάπτυξη.
Η ανάπτυξη απαιτεί ένα σύστημα δικαιωμάτων
ιδιοκτησίας και
κατοχύρωσης των συμβάσεων που
θα εξασφαλίζει πως όσοι επενδύουν, θα
μπορέσουν στη συνέχεια να επωφεληθούν
από την απόδοση των επενδύσεών τους. Και η
οικονομία πρέπει να είναι ανοικτή σε
ιδέες και καινοτομίες που έρχονται από
τον υπόλοιπο κόσμο.
Και συνεχίζει: Όμως
οι οικονομίες μπορούν να εκτροχιαστούν
από μακροοικονομικές αστάθειες. Γι΄ αυτό τον λόγο, οι κυβερνήσεις
πρέπει να ακολουθούν υγιή νομισματική
πολιτική, πράγμα που σημαίνει να
περιορίζουν την αύξηση της ρευστότητας μέχρι το ύψος που είναι αναγκαίο για να
αυξάνεται η ονομαστική ζήτηση χρήματος
έως ότου επιτευχθεί λογικός πληθωρισμός.
Πρέπει να διασφαλίζουν διατηρήσιμα
δημοσιονομικά, ώστε η αύξηση του δημόσιου
χρέους να μην υπερβαίνει το εθνικό
εισόδημα. Και πρέπει να προβαίνουν σε
προληπτική ρυθμιστική παρέμβαση στο σύστημα των τραπεζών και
των άλλων χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων, για
να αποτρέπουν το χρηματοπιστωτικό
σύστημα από το να εκτίθεται σε υπερβολικούς
κινδύνους.
Και τώρα
αρχίζει να μπαίνει στο δύσκολο θέμα. Προσθέτει: Η οικονομική επιστήμη
δεν ασχολείται μόνον με την απόδοση της
οικονομίας και με την ανάπτυξη. Οι αρχές
της οικονομίας πρέπει επίσης να λειτουργούν για την ισότητα και για την κοινωνική πολιτική. Η
οικονομική επιστήμη δεν μπορεί να πει
πολλά για το πόση ανακατανομή του εθνικού εισοδήματος
πρέπει να θέτει ως στόχο μια
κοινωνία. Μας λέει όμως, ότι η βάση της
φορολόγησης πρέπει να είναι όσο το
δυνατόν ευρύτερη· και ότι τα κοινωνικά
προγράμματα πρέπει να σχεδιάζονται
κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να μη δίνουν
κίνητρα στους εργαζόμενους για να
εγκαταλείπουν την αγορά εργασίας.
Στο
τέλος, φαίνεται σαν
ο οικονομολόγος να έχει παρουσιάσει ένα πλήρες νεοφιλελεύθερο
πρόγραμμα δράσης. Κάποιος επικριτικά
διατεθειμένος στο ακροατήριο, έχει ήδη
ακούσει όλες τις λέξεις του νεοφιλελεύθερου κώδικα:
Αποτελεσματικότητα, κίνητρα, δικαιώματα
ιδιοκτησίας, υγιής νομισματική πολιτική,
δημοσιονομική σύνεση. Ωστόσο, οι καθολικές
αρχές που περιγράφει ο οικονομολόγος
είναι στην πραγματικότητα αρκετά
ανοιχτές σε ποικίλες τελικές ερμηνείες
και χρήσεις. Προϋποθέτουν
μια καπιταλιστική οικονομία - στην οποία
οι επενδυτικές αποφάσεις λαμβάνονται
από
ιδιώτες και επιχειρήσεις - αλλά όχι
πολλά πράγματα πέρα από αυτό. Αποδέχονται
– στην πραγματικότητα απαιτούν - μια εκπληκτικά μεγάλη ποικιλία θεσμικών ρυθμίσεων
της οικονομίας.
Το καταστροφικό σφάλμα των νεοφιλελεύθερων
Παρέδωσε
λοιπόν πράγματι αυτός ο οικονομολόγος ένα μάθημα νεοφιλελευθερισμού;
Θα ήταν λάθος να σκεφτούμε έτσι·
και το λάθος συνίσταται στην ταύτιση
όλων αυτών των αφηρημένων, γενικών όρων
- κίνητρα, δικαιώματα ιδιοκτησίας, υγιής
νομισματική πολιτική - με ένα συγκεκριμένο, ιδιαίτερο θεσμικό ομόλογό τους [δηλ. με αυτούς που δρουν μέσα στους πολιτικούς θεσμούς ως «αντισυμβαλλόμενοι» των οικονομικώς δρώντων και χαράζουν οικονομική πολιτική]. Εκεί μέσα, στο θεσμικό πεδίο, εδρεύει η θεμελιώδης αλαζονεία και
το καταστροφικό σφάλμα του νεοφιλελευθερισμού: Στην πεποίθηση ότι γενικές οικονομικές
αρχές μπορούν
να αποτυπωθούν σε ένα και μοναδικό
σχέδιο δράσης, αποτελούμενο από οικονομικές
πολιτικές παρόμοιες με πρόγραμμα τύπου Θάτσερ - Ρέιγκαν.
Ας εξετάσουμε, λόγου
χάρη, το ζήτημα των δικαιωμάτων ιδιοκτησίας: Αυτά έχουν
σημασία στο βαθμό που κατανέμουν την
απόδοση των επενδύσεων. Ένα βέλτιστο
σύστημα θα χορηγήσει δικαιώματα
ιδιοκτησίας σε όσους θα κάνουν καλύτερη
χρήση ενός περιουσιακού στοιχείου και
θα τους προστατεύσει έναντι εκείνων
που είναι πιθανό να θελήσουν να τους τα απαλλοτριώσουν ή να τους στερήσουν
από τις
αποδόσεις. Τα δικαιώματα ιδιοκτησίας
είναι καλά όταν προστατεύουν τους
καινοτόμους από τους τζαμπατζήδες και
λαθρεπιβάτες, αλλά είναι κακά όταν τους προστατεύουν
από τους ανταγωνιστές τους. Ανάλογα με το
τοπικό και χρονικό πλαίσιο της εφαρμογής
του, το νομικό καθεστώς που παρέχει κατάλληλα κίνητρα μπορεί να είναι
εντελώς διαφορετικά σχεδιασμένο από
το καθιερωμένο, Αμερικανικού τύπου
καθεστώς δικαιωμάτων ιδιωτικής
ιδιοκτησίας.
Μπορεί το παραπάνω να φαίνεται απλό θέμα τυπικής ερμηνείας, ζήτημα με λίγη πρακτική
σημασία. Όμως, την πρωτοφανή οικονομική
της επιτυχία, η Κίνα την
οφείλει σε μεγάλο βαθμό στο πώς «μαστόρεψε»
τους
οικονομικούς της θεσμούς, και μάλιστα
με τρόπο που αψηφά τις οικονομικές
ορθοδοξίες. Η Κίνα στράφηκε στις αγορές, όμως για ό,τι αφορά τα δικαιώματα ιδιοκτησίας
δεν αντέγραψε τις πρακτικές της Δύσης.
Με τις μεταρρυθμίσεις της δημιούργησε
κίνητρα βασισμένα στην αγορά μέσω μιας
σειράς ασυνήθιστων θεσμικών ρυθμίσεων,
οι οποίες όμως ήταν καλύτερα προσαρμοσμένες
στο τοπικό πλαίσιο.
Για παράδειγμα, αντί για να κινηθεί κατευθείαν από την κρατική στην ιδιωτική ιδιοκτησία [όπως έκανε η Ρωσία και οι άλλες χώρες της πρώην Σοβιετικής Ένωσης ή της πρώην Ανατολικής Ευρώπης], δηλαδή σε μια διαδικασία που θα είχε στρεβλωθεί εξαιτίας των αδύναμων βασικών νομοθετικών δομών της, η χώρα στηρίχθηκε σε μικτές μορφές ιδιοκτησίας, οι οποίες παρείχαν στην πράξη αποτελεσματικότερα δικαιώματα ιδιοκτησίας για τους επιχειρηματίες. Οι Δημοτικές και Κοινοτικές επιχειρήσεις (Township and Village Enterprises, TVE), οι οποίες ήταν η αιχμή του δόρατος της οικονομικής ανάπτυξης στην Κίνα στη δεκαετία του 1980, ήταν συνεργατικές επιχειρήσεις υπό την ιδιοκτησία και τον έλεγχο των τοπικών κυβερνήσεων. Μολονότι οι επιχειρήσεις αυτές ήταν δημόσιες, οι συμμετέχοντες ιδιώτες επιχειρηματίες απολάμβαναν της αναγκαίας προστασίας από την απαλλοτρίωση και στέρηση του μεριδίου τους. Ενώ, ταυτόχρονα, οι τοπικές κυβερνήσεις είχαν άμεση συμμετοχή σε μερίδιο από τα κέρδη των επιχειρήσεων και, συνακόλουθα, δεν ήθελαν και δεν είχαν συμφέρον να σκοτώσουν τη χήνα που γεννά τα χρυσά αυγά.
Η Κίνα στηρίχτηκε σε μια σειρά καινοτομιών· κάθε μία από αυτές, από τις βασικές αρχές που πρεσβεύει η οικονομική επιστήμη παρήγαγε ασυνήθεις θεσμικές ρυθμίσεις. Το σύστημα διττής τιμολόγησης των αγαθών (Dual-track pricing) [βλ. και εδώ], με το οποίο διατηρήθηκε η υποχρεωτική παράδοση σιτηρών και ρυζιού από τους γεωργούς στο κράτος, δινόταν όμως και η δυνατότητα στους γεωργούς να πωλούν τα προϊόντα που πλεονάζουν στην ελεύθερη αγορά, έδωσε κίνητρα στην πλευρά της προσφοράς, ενώ παράλληλα προστάτευσε τον δημόσιο τομέα της οικονομίας από τις δυσμενείς επιπτώσεις της πλήρους οικονομικής φιλελευθεροποίησης. Το λεγόμενο Σύστημα Ευθύνης των Νοικοκυριών (Household Responsibility System) παρέσχε στους αγρότες κίνητρα για να επενδύουν στη γη στην οποία δούλευαν προκειμένου να βελτιώσουν την παραγωγή τους, ενώ ταυτόχρονα απέφευγε την ανάγκη για ρητή, τυπική ιδιωτικοποίηση.
Οι ειδικές οικονομικές ζώνες παρείχαν κίνητρα για εξαγωγές και προσέλκυσαν ξένους επενδυτές, χωρίς όμως να καταργηθεί η προστασία των κρατικών επιχειρήσεων (συνεπώς, διασφαλιζόταν η απασχόληση των εργαζομένων της Κίνας). Ενόψει αυτών των αποκλίσεων από τα ορθόδοξα οικονομικά πρότυπα, το να αποκαλούμε τις οικονομικές μεταρρυθμίσεις της Κίνας στροφή προς τον νεοφιλελευθερισμό, όπως έχουν την τάση να κάνουν οι επικριτές, περισσότερο διαστρεβλώνει παρά αποκαλύπτει τι συμβαίνει στην πραγματικότητα. Αν επιμένουμε να αποκαλούμε αυτό το πράγμα νεοφιλελευθερισμό, ασφαλώς πρέπει να αντιμετωπίζουμε με πιο πολλή ευγένεια και καλές προθέσεις τις ιδέες που βρίσκονται πίσω από την πιο δραματική μείωση της φτώχειας σ' όλη την ιστορία του ανθρώπου.
Μπορεί βέβαια κανείς να αντιτάξει, ότι οι θεσμικές καινοτομίες της Κίνας ήταν καθαρά μεταβατικές. Και να συνεχίσει: Ίσως, για να διατηρήσει την οικονομική της πρόοδο, θα πρέπει και η Κίνα να συγκλίνει σε θεσμούς δυτικού τύπου. Όμως αυτός ο συνήθης και καθιερωμένος τρόπος σκέψης παραβλέπει την μορφική ποικιλομορφία του καπιταλισμού, η οποία εξακολουθεί να επικρατεί στις προηγμένες οικονομίες, παρά την μεγάλη ομογενοποίηση των ιδεών στις συζητήσεις για τις οικονομικές πολιτικές.
Για παράδειγμα, αντί για να κινηθεί κατευθείαν από την κρατική στην ιδιωτική ιδιοκτησία [όπως έκανε η Ρωσία και οι άλλες χώρες της πρώην Σοβιετικής Ένωσης ή της πρώην Ανατολικής Ευρώπης], δηλαδή σε μια διαδικασία που θα είχε στρεβλωθεί εξαιτίας των αδύναμων βασικών νομοθετικών δομών της, η χώρα στηρίχθηκε σε μικτές μορφές ιδιοκτησίας, οι οποίες παρείχαν στην πράξη αποτελεσματικότερα δικαιώματα ιδιοκτησίας για τους επιχειρηματίες. Οι Δημοτικές και Κοινοτικές επιχειρήσεις (Township and Village Enterprises, TVE), οι οποίες ήταν η αιχμή του δόρατος της οικονομικής ανάπτυξης στην Κίνα στη δεκαετία του 1980, ήταν συνεργατικές επιχειρήσεις υπό την ιδιοκτησία και τον έλεγχο των τοπικών κυβερνήσεων. Μολονότι οι επιχειρήσεις αυτές ήταν δημόσιες, οι συμμετέχοντες ιδιώτες επιχειρηματίες απολάμβαναν της αναγκαίας προστασίας από την απαλλοτρίωση και στέρηση του μεριδίου τους. Ενώ, ταυτόχρονα, οι τοπικές κυβερνήσεις είχαν άμεση συμμετοχή σε μερίδιο από τα κέρδη των επιχειρήσεων και, συνακόλουθα, δεν ήθελαν και δεν είχαν συμφέρον να σκοτώσουν τη χήνα που γεννά τα χρυσά αυγά.
Η Κίνα στηρίχτηκε σε μια σειρά καινοτομιών· κάθε μία από αυτές, από τις βασικές αρχές που πρεσβεύει η οικονομική επιστήμη παρήγαγε ασυνήθεις θεσμικές ρυθμίσεις. Το σύστημα διττής τιμολόγησης των αγαθών (Dual-track pricing) [βλ. και εδώ], με το οποίο διατηρήθηκε η υποχρεωτική παράδοση σιτηρών και ρυζιού από τους γεωργούς στο κράτος, δινόταν όμως και η δυνατότητα στους γεωργούς να πωλούν τα προϊόντα που πλεονάζουν στην ελεύθερη αγορά, έδωσε κίνητρα στην πλευρά της προσφοράς, ενώ παράλληλα προστάτευσε τον δημόσιο τομέα της οικονομίας από τις δυσμενείς επιπτώσεις της πλήρους οικονομικής φιλελευθεροποίησης. Το λεγόμενο Σύστημα Ευθύνης των Νοικοκυριών (Household Responsibility System) παρέσχε στους αγρότες κίνητρα για να επενδύουν στη γη στην οποία δούλευαν προκειμένου να βελτιώσουν την παραγωγή τους, ενώ ταυτόχρονα απέφευγε την ανάγκη για ρητή, τυπική ιδιωτικοποίηση.
Οι ειδικές οικονομικές ζώνες παρείχαν κίνητρα για εξαγωγές και προσέλκυσαν ξένους επενδυτές, χωρίς όμως να καταργηθεί η προστασία των κρατικών επιχειρήσεων (συνεπώς, διασφαλιζόταν η απασχόληση των εργαζομένων της Κίνας). Ενόψει αυτών των αποκλίσεων από τα ορθόδοξα οικονομικά πρότυπα, το να αποκαλούμε τις οικονομικές μεταρρυθμίσεις της Κίνας στροφή προς τον νεοφιλελευθερισμό, όπως έχουν την τάση να κάνουν οι επικριτές, περισσότερο διαστρεβλώνει παρά αποκαλύπτει τι συμβαίνει στην πραγματικότητα. Αν επιμένουμε να αποκαλούμε αυτό το πράγμα νεοφιλελευθερισμό, ασφαλώς πρέπει να αντιμετωπίζουμε με πιο πολλή ευγένεια και καλές προθέσεις τις ιδέες που βρίσκονται πίσω από την πιο δραματική μείωση της φτώχειας σ' όλη την ιστορία του ανθρώπου.
Μπορεί βέβαια κανείς να αντιτάξει, ότι οι θεσμικές καινοτομίες της Κίνας ήταν καθαρά μεταβατικές. Και να συνεχίσει: Ίσως, για να διατηρήσει την οικονομική της πρόοδο, θα πρέπει και η Κίνα να συγκλίνει σε θεσμούς δυτικού τύπου. Όμως αυτός ο συνήθης και καθιερωμένος τρόπος σκέψης παραβλέπει την μορφική ποικιλομορφία του καπιταλισμού, η οποία εξακολουθεί να επικρατεί στις προηγμένες οικονομίες, παρά την μεγάλη ομογενοποίηση των ιδεών στις συζητήσεις για τις οικονομικές πολιτικές.
«Καρυκεύματα» και διαφορετικές γεύσεις του καπιταλισμού
Και ποιοί είναι, εν τέλει, οι θεσμοί της Δύσης; Για παράδειγμα, στη λέσχη των πλουσίων χωρών του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ), η σημασία του δημόσιου τομέα της οικονομίας, ποικίλλει από το ένα τρίτο της οικονομίας της Κορέας σε σχεδόν 60 % της Φινλανδίας. Στην Ισλανδία, το 86 % των εργαζομένων είναι μέλη συνδικαλιστικών οργανώσεων, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό στην Ελβετία είναι μόλις 16 %. Στις Ηνωμένες Πολιτείες οι επιχειρήσεις μπορούν να απολύουν τους εργαζόμενους σχεδόν όποτε θέλουν. Η εργασιακή νομοθεσία της Γαλλίας απαιτεί από τους εργοδότες να περάσουν πρώτα από πολλά εμπόδια. Στις Ηνωμένες Πολιτείες, οι χρηματιστηριακές αγορές έχουν αυξηθεί τόσο, ώστε ξεπερνούν σχεδόν μιάμισυ φορά το εθνικό εισόδημα. Στη Γερμανία η αναλογία αυτή φτάνει το πολύ μόνον στο ένα τρίτο της αμερικανικής, αντιπροσωπεύοντας το μισό του γερμανικού εθνικού εισοδήματος.
Η
ιδέα ότι κάποιο από αυτά τα μοντέλα φορολογίας, εργασιακών σχέσεων ή οργάνωσης του
χρηματοοικονομικού τομέα είναι εγγενώς ανώτερο από τα άλλα,
διαψεύδεται από τα διαφορετικά και μεταβαλλόμενα επίπεδα οικονομικής ευημερίας που έχει βιώσει τις τελευταίες δεκαετίες κάθε μία
από αυτές τις οικονομίες. Οι
Ηνωμένες Πολιτείες έχουν περάσει από διαδοχικές περιόδους «αγωνίας», στις
οποίες οι οικονομικοί θεσμοί τους αξιολογούνταν ως κατώτεροι από τους αντίστοιχους της
Γερμανίας, της Ιαπωνίας, της Κίνας και, τώρα, ίσως και πάλι από της Γερμανίας. Είναι βέβαιο ότι συγκρίσιμα επίπεδα πλούτου και παραγωγικότητας μπορούν να παραχθούν υπό πολύ διαφορετικά μοντέλα καπιταλισμού. Μπορούμε ακόμη και να προχωρήσουμε ένα βήμα παραπέρα: Πιθανότατα, το εύρος των επιλογών γι' αυτό που μπορεί να είναι εφικτό (και επιθυμητό) στο μέλλον, δεν εξαντλείται καθόλου στα επικρατούντα μοντέλα
καπιταλισμού του σήμερα.
Ο
επισκέπτης οικονομολόγος του νοητικού μας πειράματος όλα αυτά τα ξέρει και
αναγνωρίζει ότι οι αρχές που έχει διατυπώσει πρέπει να αποκτήσουν ως πραγματικό περιεχόμενο θεσμικές λεπτομέρειες, πριν τεθούν σε λειτουργία. Δικαιώματα ιδιοκτησίας? Ναι αλλά πώς? Υγιής νομισματική πολιτική; Φυσικά, αλλά πώς; Θα ήταν ίσως πιο εύκολο να επικρίνουμε τον κατάλογο των αρχών του για
το γεγονός ότι είναι κενός περιεχομένου παρά να το καταγγείλουμε ως νεοφιλελεύθερη δημηγορία.
Ωστόσο, αυτές οι αρχές δεν είναι εντελώς κενές περιεχομένου. Η Κίνα, αλλά και όλες οι χώρες που κατάφεραν να αναπτυχθούν γρήγορα, αποδεικνύουν τη χρησιμότητα αυτών των αρχών, αρκεί βέβαια να προσαρμόζονται κατάλληλα στο τοπικό πλαίσιο. Συνέβη όμως και το αντίθετο: Πάρα πολλές οικονομίες έχουν οδηγήσει τους πολιτικούς ηγέτες που επέλεξαν να παραβιάσουν τις αρχές αυτές στην καταστροφή της αξιοπιστίας τους. Δεν χρειάζεται να ψάξουμε πάρα πολύ, αρκεί να ρίξουμε μια ματιά στους Λατινοαμερικανικούς λαϊκισμούς ή στα κομμουνιστικά καθεστώτα της Ανατολικής Ευρώπης, για να εκτιμήσουμε πόσο σημαντική είναι πράγματι η υγιής νομισματική πολιτική, η δημοσιονομική βιωσιμότητα και τα κίνητρα στην ιδιωτική οικονομία.
[Τα οικονομικά μοντέλα και η μεγάλη σημασία της λέξης «εξαρτάται» στην οικονομική επιστήμη]
Φυσικά, η οικονομική επιστήμη δεν είναι ένας απλός κατάλογος αφηρημένων αρχών, οι οποίες, σε μεγάλο βαθμό, είναι αρχές της κοινής λογικής. Προχωρά πιο πέρα. Μεγάλο μέρος της δουλειάς των οικονομολόγων συνίσταται στην ανάπτυξη σχηματοποιημένων μοντέλων για το πώς λειτουργούν οι πραγματικές οικονομίες· στη συνέχεια, ακολουθεί η δοκιμασία αυτών των μοντέλων στην πράξη, για επαλήθευση ή μη. Οι οικονομολόγοι έχουν την τάση να θεωρούν αυτό που κάνουν ως μια προοδευτική εξέλιξη και εκλέπτυνση τού πώς κατανοούν τον πραγματικό κόσμο. Υποτίθεται ότι τα μοντέλα τους βελτιώνονται διαρκώς, καθώς δοκιμάζονται και αναθεωρούνται με την πάροδο του χρόνου. Όμως η πρόοδος της οικονομικής επιστήμης γίνεται με διαφορετικό τρόπο.
Οι οικονομολόγοι μελετούν μια κοινωνική πραγματικότητα, η οποία δεν έχει ομοιότητα με το φυσικό σύμπαν των φυσικών επιστημών. Είναι μια πραγματικότητα απόλυτα ανθρωπογενής, πολύ εύπλαστη και λειτουργεί σύμφωνα με διαφορετικούς κανόνες μέσα στον χρόνο και στον χώρο. Η οικονομική επιστήμη προοδεύει όχι με το να στηρίζεται στο σωστό μοντέλο ή στη σωστή θεωρία για να δώσει απάντηση σε τέτοιες ερωτήσεις, αλλά βελτιώνοντας την κατανόηση της για την ποικιλομορφία των αιτιακών σχέσεων. Ο νεοφιλελευθερισμός και οι συνήθεις συνταγές του - πάντοτε περισσότερη αγορά, πάντοτε λιγότερο κράτος - είναι στην πραγματικότητα μια διαστροφή της mainstream οικονομικής επιστήμης. Οι καλοί οικονομολόγοι γνωρίζουν ότι η σωστή απάντηση σε κάθε ερώτημα που αφορά την οικονομική επιστήμη είναι η λέξη εξαρτάται.
Μειώνει πράγματι το επίπεδο της απασχόλησης μια αύξηση του βασικού μισθού; Ναι, εάν στην αγορά εργασίας λειτουργεί όντως ο ανταγωνισμός στην πλευρά της ζήτησης και οι εργοδότες δεν μπορούν να ασκήσουν κανέναν έλεγχο ή επιρροή επί του ύψους των μισθών που πρέπει να πληρώσουν για να προσελκύσουν εργαζόμενους. Όμως, όχι απαραίτητα, άν η πραγματικότητα είναι διαφορετική. Αυξάνει την οικονομική ανάπτυξη η φιλελευθεροποίηση του εμπορίου; Ναι, εάν αυξάνει την κερδοφορία εκείνων των βιομηχανιών στις οποίες κατευθύνεται ο μεγαλύτερος όγκος επενδύσεων και πραγματοποιούνται οι πιο πολλές καινοτομίες. Αλλά όχι, άν δεν ισχύει αυτό. Μήπως περισσότερες δημόσιες δαπάνες αυξάνουν την απασχόληση; Ναι, εάν η οικονομία «έχει κάνει κοιλιά» και οι μισθοί δεν αυξάνονται. Όχι άν η πραγματικότητα είναι διαφορετική. Μήπως τα μονοπώλια βλάπτουν την καινοτομία; Ναι και όχι, και αυτό εξαρτάται από μια μεγάλη σειρά παραγόντων που επηρεάζουν την αγορά.
Στην οικονομική επιστήμη, σπάνια συμβαίνει νέα μοντέλα να αντικαθιστούν τα παλαιότερα. Το βασικό μοντέλο των ανταγωνιστικών αγορών που χρονολογείται από τον Άνταμ Σμιθ (Adam Smith), τροποποιείται με την πάροδο του χρόνου, καθώς συμπεριέλαβε, με χονδρική χρονολογική σειρά, τα μονοπώλια, τις εξωτερικότητες, τις οικονομίες κλίμακας, την ατελή και ασύμμετρη πληροφόρηση των παραγόντων της αγοράς, την ανορθολογική συμπεριφορά τους και πολλά άλλα χαρακτηριστικά του πραγματικού κόσμου. Ωστόσο, τα παλαιότερα μοντέλα παραμένουν πάντοτε χρήσιμα. Για να διακρίνουμε και να κατανοήσουμε πώς λειτουργούν οι πραγματικές αγορές, είναι απαραίτητο να χρησιμοποιούμε διαφορετικούς «φακούς» σε διαφορετικές χρονικές στιγμές.
Η χαρτογράφηση της οικονομίας
Ωστόσο, αυτές οι αρχές δεν είναι εντελώς κενές περιεχομένου. Η Κίνα, αλλά και όλες οι χώρες που κατάφεραν να αναπτυχθούν γρήγορα, αποδεικνύουν τη χρησιμότητα αυτών των αρχών, αρκεί βέβαια να προσαρμόζονται κατάλληλα στο τοπικό πλαίσιο. Συνέβη όμως και το αντίθετο: Πάρα πολλές οικονομίες έχουν οδηγήσει τους πολιτικούς ηγέτες που επέλεξαν να παραβιάσουν τις αρχές αυτές στην καταστροφή της αξιοπιστίας τους. Δεν χρειάζεται να ψάξουμε πάρα πολύ, αρκεί να ρίξουμε μια ματιά στους Λατινοαμερικανικούς λαϊκισμούς ή στα κομμουνιστικά καθεστώτα της Ανατολικής Ευρώπης, για να εκτιμήσουμε πόσο σημαντική είναι πράγματι η υγιής νομισματική πολιτική, η δημοσιονομική βιωσιμότητα και τα κίνητρα στην ιδιωτική οικονομία.
[Τα οικονομικά μοντέλα και η μεγάλη σημασία της λέξης «εξαρτάται» στην οικονομική επιστήμη]
Φυσικά, η οικονομική επιστήμη δεν είναι ένας απλός κατάλογος αφηρημένων αρχών, οι οποίες, σε μεγάλο βαθμό, είναι αρχές της κοινής λογικής. Προχωρά πιο πέρα. Μεγάλο μέρος της δουλειάς των οικονομολόγων συνίσταται στην ανάπτυξη σχηματοποιημένων μοντέλων για το πώς λειτουργούν οι πραγματικές οικονομίες· στη συνέχεια, ακολουθεί η δοκιμασία αυτών των μοντέλων στην πράξη, για επαλήθευση ή μη. Οι οικονομολόγοι έχουν την τάση να θεωρούν αυτό που κάνουν ως μια προοδευτική εξέλιξη και εκλέπτυνση τού πώς κατανοούν τον πραγματικό κόσμο. Υποτίθεται ότι τα μοντέλα τους βελτιώνονται διαρκώς, καθώς δοκιμάζονται και αναθεωρούνται με την πάροδο του χρόνου. Όμως η πρόοδος της οικονομικής επιστήμης γίνεται με διαφορετικό τρόπο.
Οι οικονομολόγοι μελετούν μια κοινωνική πραγματικότητα, η οποία δεν έχει ομοιότητα με το φυσικό σύμπαν των φυσικών επιστημών. Είναι μια πραγματικότητα απόλυτα ανθρωπογενής, πολύ εύπλαστη και λειτουργεί σύμφωνα με διαφορετικούς κανόνες μέσα στον χρόνο και στον χώρο. Η οικονομική επιστήμη προοδεύει όχι με το να στηρίζεται στο σωστό μοντέλο ή στη σωστή θεωρία για να δώσει απάντηση σε τέτοιες ερωτήσεις, αλλά βελτιώνοντας την κατανόηση της για την ποικιλομορφία των αιτιακών σχέσεων. Ο νεοφιλελευθερισμός και οι συνήθεις συνταγές του - πάντοτε περισσότερη αγορά, πάντοτε λιγότερο κράτος - είναι στην πραγματικότητα μια διαστροφή της mainstream οικονομικής επιστήμης. Οι καλοί οικονομολόγοι γνωρίζουν ότι η σωστή απάντηση σε κάθε ερώτημα που αφορά την οικονομική επιστήμη είναι η λέξη εξαρτάται.
Μειώνει πράγματι το επίπεδο της απασχόλησης μια αύξηση του βασικού μισθού; Ναι, εάν στην αγορά εργασίας λειτουργεί όντως ο ανταγωνισμός στην πλευρά της ζήτησης και οι εργοδότες δεν μπορούν να ασκήσουν κανέναν έλεγχο ή επιρροή επί του ύψους των μισθών που πρέπει να πληρώσουν για να προσελκύσουν εργαζόμενους. Όμως, όχι απαραίτητα, άν η πραγματικότητα είναι διαφορετική. Αυξάνει την οικονομική ανάπτυξη η φιλελευθεροποίηση του εμπορίου; Ναι, εάν αυξάνει την κερδοφορία εκείνων των βιομηχανιών στις οποίες κατευθύνεται ο μεγαλύτερος όγκος επενδύσεων και πραγματοποιούνται οι πιο πολλές καινοτομίες. Αλλά όχι, άν δεν ισχύει αυτό. Μήπως περισσότερες δημόσιες δαπάνες αυξάνουν την απασχόληση; Ναι, εάν η οικονομία «έχει κάνει κοιλιά» και οι μισθοί δεν αυξάνονται. Όχι άν η πραγματικότητα είναι διαφορετική. Μήπως τα μονοπώλια βλάπτουν την καινοτομία; Ναι και όχι, και αυτό εξαρτάται από μια μεγάλη σειρά παραγόντων που επηρεάζουν την αγορά.
Στην οικονομική επιστήμη, σπάνια συμβαίνει νέα μοντέλα να αντικαθιστούν τα παλαιότερα. Το βασικό μοντέλο των ανταγωνιστικών αγορών που χρονολογείται από τον Άνταμ Σμιθ (Adam Smith), τροποποιείται με την πάροδο του χρόνου, καθώς συμπεριέλαβε, με χονδρική χρονολογική σειρά, τα μονοπώλια, τις εξωτερικότητες, τις οικονομίες κλίμακας, την ατελή και ασύμμετρη πληροφόρηση των παραγόντων της αγοράς, την ανορθολογική συμπεριφορά τους και πολλά άλλα χαρακτηριστικά του πραγματικού κόσμου. Ωστόσο, τα παλαιότερα μοντέλα παραμένουν πάντοτε χρήσιμα. Για να διακρίνουμε και να κατανοήσουμε πώς λειτουργούν οι πραγματικές αγορές, είναι απαραίτητο να χρησιμοποιούμε διαφορετικούς «φακούς» σε διαφορετικές χρονικές στιγμές.
Η χαρτογράφηση της οικονομίας
Ίσως οι χάρτες προσφέρουν το καλύτερο ανάλογο. Ακριβώς όπως τα οικονομικά μοντέλα, οι χάρτες είναι εξαιρετικά τυποποιημένες παραστάσεις της πραγματικότητας. Είναι χρήσιμοι ακριβώς επειδή είναι αφαιρετικοί και δεν λαμβάνουν υπόψη πολλές λεπτομέρειες του πραγματικού κόσμου, οι οποίες θα ήταν εμπόδια για την κατανόηση του τοπίου. Ρεαλιστικοί χάρτες σε πλήρη κλίμακα 1:1 θα ήταν απελπιστικά μη πρακτικά τεχνουργήματα, όπως περιέγραψε ο Χόρχε Λουίς Μπόρχες (Jorge Luis Borges) σε ένα σύντομο διήγημα
που εξακολουθεί να είναι η καλύτερη και πιο σύντομη εξήγηση της επιστημονικής
μεθόδου. Όμως η αφαίρεση σημαίνει επίσης, ότι χρειαζόμαστε διαφορετικό χάρτη ανάλογα με το πώς ταξιδεύουμε. Αν ταξιδεύουμε με ποδήλατο, χρειαζόμαστε ένα χάρτη με ποδηλατοδρόμους. Αν θέλουμε να πάμε με τα πόδια, χρειαζόμαστε έναν χάρτη με μονοπάτια πεζοπορίας. Εάν κατασκευαστεί ένα νέο μετρό, θα χρειαστούμε έναν χάρτη του μετρό - αλλά δεν θα πετάξουμε στα σκουπίδια τους παλαιότερους χάρτες.
Οι οικονομολόγοι είναι συχνά πολύ καλοί στο να φτιάχνουν χάρτες, αλλά δεν είναι αρκετά καλοί στο να επιλέγουν τον πιο κατάλληλο χάρτη για τη δουλειά που πρέπει να κάνουν. Όταν αντιμετωπίζουν ερωτήματα για ζητήματα οικονομικής πολιτικής, του τύπου που αντιμετωπίζει ο επισκέπτης οικονομολόγος μας, πολλοί από αυτούς καταφεύγουν σε μοντέλα «αναφοράς» ή «υποδειγματικά», τα οποία υποστηρίζουν το laissez-faire. Σπασμωδικές λύσεις «γραμμένες στο γόνατο» και υπεροψία αντικαθιστούν τον πλούτο και την μετριοφροσύνη της συζήτησης στην αίθουσα σεμιναρίων. Ο Κέυνς (John Maynard Keynes) χαρακτήρισε κάποτε την οικονομική επιστήμη ως την «επιστήμη που σκέπτεται με μοντέλα συνδυασμένη με την τέχνη να επιλέγεις το κατάλληλο μοντέλο». Συνήθως οι οικονομολόγοι είναι προβληματικοί σε ό,τι αφορά τη μεριά της «τέχνης».
Aυτό το έχω παρουσιάσει και με μια παραβολή. Ένας δημοσιογράφος καλεί έναν καθηγητή των οικονομικών για να πει την άποψή του πάνω στο ζήτημα αν το ελεύθερο εμπόριο είναι καλή ιδέα. Ο καθηγητής απαντά καταφατικά με ενθουσιασμό. Στη συνέχεια, ο δημοσιογράφος πηγαίνει κρυφά, παριστάνοντας τον φοιτητή, στο προηγμένο μεταπτυχιακό σεμινάριο του καθηγητή με θέμα το διεθνές εμπόριο. Του θέτει το ίδιο ερώτημα: Είναι καλό πράγμα το ελεύθερο εμπόριο; Αυτή τη φορά ο καθηγητής τα λέει μπερδεμένα. «Τι εννοείτε με τη λέξη “καλό”;», του απαντά. «Και καλό για ποιον;» Μετά, ο καθηγητής αρχίζει να κάνει μια μακροσκελή ανάλυση· ως κατακλείδα, τελειώνει με μια δήλωση πολύ ισορροπημένη: «Έτσι λοιπόν, αν ο μακρύς κατάλογος των προϋποθέσεων που μόλις περιέγραψα ικανοποιείται, και αν υποθέσουμε ότι μπορούμε να φορολογήσουμε αυτούς που θα επωφεληθούν για να αποζημιώσουμε αυτούς που θα βγούν χαμένοι, τότε το ελεύθερο εμπόριο προσφέρει δυνατότητες για να αυξηθεί η ευημερία όλων». Εάν τύχει να έχει τη διάθεση να πει πιο πολλά, ο καθηγητής μπορεί να προσθέσει το εξής: Ούτε για την επίδραση του ελεύθερου εμπορίου στον μακροπρόθεσμο ρυθμό ανάπτυξης μιας οικονομίας μπορεί να ειπωθεί κάτι σαφές και μονοσήμαντο· το ποιόν της θα εξαρτηθεί από ένα εντελώς διαφορετικό σύνολο απαιτήσεων.
Αυτός ο καθηγητής είναι μάλλον ένας διαφορετικός άνθρωπος από τον «άλλο», εκείνον που έδωσε προηγουμένως τη συνέντευξη στον δημοσιογράφο. Η μαγνητοφωνημένη συνέντευξη εκείνου του «άλλου» απέπνεε αυτοπεποίθηση, όχι δισταγμούς, σχετικά με την κατάλληλη οικονομική πολιτική. Για εκείνον τον «άλλο», υπάρχει ένα και μόνον ένα μοντέλο, τουλάχιστον όταν γίνεται δημόσια συζήτηση και όχι πανεπιστημιακό σεμινάριο· και υπάρχει μια και μόνον σωστή απάντηση, ανεξάρτητα από το πλαίσιο στο οποίο τίθεται το πρόβλημα. Είναι παράδοξο, όμως ο καθηγητής θεωρεί ότι οι γνώσεις που μεταδίδει στους προχωρημένους φοιτητές του είναι ακατάλληλες (ή επικίνδυνες) για το ευρύ κοινό. Γιατί;
Οι οικονομολόγοι είναι συχνά πολύ καλοί στο να φτιάχνουν χάρτες, αλλά δεν είναι αρκετά καλοί στο να επιλέγουν τον πιο κατάλληλο χάρτη για τη δουλειά που πρέπει να κάνουν. Όταν αντιμετωπίζουν ερωτήματα για ζητήματα οικονομικής πολιτικής, του τύπου που αντιμετωπίζει ο επισκέπτης οικονομολόγος μας, πολλοί από αυτούς καταφεύγουν σε μοντέλα «αναφοράς» ή «υποδειγματικά», τα οποία υποστηρίζουν το laissez-faire. Σπασμωδικές λύσεις «γραμμένες στο γόνατο» και υπεροψία αντικαθιστούν τον πλούτο και την μετριοφροσύνη της συζήτησης στην αίθουσα σεμιναρίων. Ο Κέυνς (John Maynard Keynes) χαρακτήρισε κάποτε την οικονομική επιστήμη ως την «επιστήμη που σκέπτεται με μοντέλα συνδυασμένη με την τέχνη να επιλέγεις το κατάλληλο μοντέλο». Συνήθως οι οικονομολόγοι είναι προβληματικοί σε ό,τι αφορά τη μεριά της «τέχνης».
Aυτό το έχω παρουσιάσει και με μια παραβολή. Ένας δημοσιογράφος καλεί έναν καθηγητή των οικονομικών για να πει την άποψή του πάνω στο ζήτημα αν το ελεύθερο εμπόριο είναι καλή ιδέα. Ο καθηγητής απαντά καταφατικά με ενθουσιασμό. Στη συνέχεια, ο δημοσιογράφος πηγαίνει κρυφά, παριστάνοντας τον φοιτητή, στο προηγμένο μεταπτυχιακό σεμινάριο του καθηγητή με θέμα το διεθνές εμπόριο. Του θέτει το ίδιο ερώτημα: Είναι καλό πράγμα το ελεύθερο εμπόριο; Αυτή τη φορά ο καθηγητής τα λέει μπερδεμένα. «Τι εννοείτε με τη λέξη “καλό”;», του απαντά. «Και καλό για ποιον;» Μετά, ο καθηγητής αρχίζει να κάνει μια μακροσκελή ανάλυση· ως κατακλείδα, τελειώνει με μια δήλωση πολύ ισορροπημένη: «Έτσι λοιπόν, αν ο μακρύς κατάλογος των προϋποθέσεων που μόλις περιέγραψα ικανοποιείται, και αν υποθέσουμε ότι μπορούμε να φορολογήσουμε αυτούς που θα επωφεληθούν για να αποζημιώσουμε αυτούς που θα βγούν χαμένοι, τότε το ελεύθερο εμπόριο προσφέρει δυνατότητες για να αυξηθεί η ευημερία όλων». Εάν τύχει να έχει τη διάθεση να πει πιο πολλά, ο καθηγητής μπορεί να προσθέσει το εξής: Ούτε για την επίδραση του ελεύθερου εμπορίου στον μακροπρόθεσμο ρυθμό ανάπτυξης μιας οικονομίας μπορεί να ειπωθεί κάτι σαφές και μονοσήμαντο· το ποιόν της θα εξαρτηθεί από ένα εντελώς διαφορετικό σύνολο απαιτήσεων.
Αυτός ο καθηγητής είναι μάλλον ένας διαφορετικός άνθρωπος από τον «άλλο», εκείνον που έδωσε προηγουμένως τη συνέντευξη στον δημοσιογράφο. Η μαγνητοφωνημένη συνέντευξη εκείνου του «άλλου» απέπνεε αυτοπεποίθηση, όχι δισταγμούς, σχετικά με την κατάλληλη οικονομική πολιτική. Για εκείνον τον «άλλο», υπάρχει ένα και μόνον ένα μοντέλο, τουλάχιστον όταν γίνεται δημόσια συζήτηση και όχι πανεπιστημιακό σεμινάριο· και υπάρχει μια και μόνον σωστή απάντηση, ανεξάρτητα από το πλαίσιο στο οποίο τίθεται το πρόβλημα. Είναι παράδοξο, όμως ο καθηγητής θεωρεί ότι οι γνώσεις που μεταδίδει στους προχωρημένους φοιτητές του είναι ακατάλληλες (ή επικίνδυνες) για το ευρύ κοινό. Γιατί;
[Τα λαμπερά «πετράδια του στέμματος» της οικονομικής επιστήμης και η προδοσία της]
Η
συμπεριφορά αυτού
του είδους έχει τις ρίζες
της
βαθιά μέσα
στην
κοινωνιολογία και στην
παιδεία
του επαγγέλματος του οικονομολόγου.
Όμως
ένα σημαντικό κίνητρο είναι ο ζήλος
τους
να παρουσιάζουν
στη δημόσια θέα τα λαμπερά πετράδια του στέμματος
αυτού
του
επαγγέλματος
- την αποτελεσματικότητα
των
αγορών
(market
efficiency),
την
αόρατο χείρα,
το συγκριτικό πλεονέκτημα - και να τα
προστατεύουν
από
την επίθεση των βαρβάρων, δηλαδή των οπαδών
του προστατευτισμού, οι οποίοι, βέβαια, ενεργούν
αποκλειστικά και μόνον για δικό τους συμφέρον.
Δυστυχώς, αυτοί οι οικονομολόγοι συνήθως
κάνουν
πως δεν βλέπουν
τους βαρβάρους της
άλλης
πλευράς
– του
χρηματοπιστωτικού
συστήματος και
των πολυεθνικών εταιρειών –,
οι οποίοι δεν κινούνται από αγνότερα κίνητρα και είναι όλοι
τους πολύ
πρόθυμοι
και πολύ καλά προετοιμασμένοι για
να ιδιοποιηθούν
και να χρησιμοποιήσουν
αυτές τις ιδέες προς
δικό
τους όφελος.
Το αποτέλεσμα: Οι συμβολές των οικονομολόγων στον δημόσιο διάλογο είναι συχνά μονόπλευρα προκατειλημμένες. Είναι υπέρ του περισσότερου εμπορίου, υπέρ του πιο διογκωμένου χρηματοοικονομικού τομέα και υπέρ του μικρότερου κράτους. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο οι οικονομολόγοι έχουν αποκτήσει τη φήμη πως είναι οι μαζορέτες του νεοφιλελευθερισμού, μολονότι η mainstream οικονομική επιστήμη απέχει πολύ από το να απαγγέλει δοξαστικούς παιάνες στo laissez-faire. Οι οικονομολόγοι που επιδεικνύουν χωρίς φραγμούς τον τρελό ενθουσιασμό τους υπέρ των ελεύθερων αγορών, στην πραγματικότητα προδίδουν την ίδια την επιστήμη τους.
Το αποτέλεσμα: Οι συμβολές των οικονομολόγων στον δημόσιο διάλογο είναι συχνά μονόπλευρα προκατειλημμένες. Είναι υπέρ του περισσότερου εμπορίου, υπέρ του πιο διογκωμένου χρηματοοικονομικού τομέα και υπέρ του μικρότερου κράτους. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο οι οικονομολόγοι έχουν αποκτήσει τη φήμη πως είναι οι μαζορέτες του νεοφιλελευθερισμού, μολονότι η mainstream οικονομική επιστήμη απέχει πολύ από το να απαγγέλει δοξαστικούς παιάνες στo laissez-faire. Οι οικονομολόγοι που επιδεικνύουν χωρίς φραγμούς τον τρελό ενθουσιασμό τους υπέρ των ελεύθερων αγορών, στην πραγματικότητα προδίδουν την ίδια την επιστήμη τους.
[Οι παγκόσμιες αγορές γίνονται επωφελείς για χώρες που παραβιάζουν τα νεοφιλελεύθερα δόγματα. Η περίπτωση της Κίνας και πάλι]
Πώς
λοιπόν πρέπει να σκεφτόμαστε για την παγκοσμιοποίηση, για να την
απελευθερώσουμε από την ομηρεία της για χάρη των νεοφιλελεύθερων πρακτικών; Πρώτα-πρώτα, πρέπει να αρχίσουμε να κατανοούμε τις θετικές δυνατότητες που προσφέρουν οι παγκόσμιες αγορές. Η
πρόσβαση στις παγκόσμιες αγορές αγαθών, τεχνολογιών και κεφαλαίων έπαιξε σημαντικό ρόλο σχεδόν σε όλα τα οικονομικά «θαύματα» της
εποχής μας. Η Κίνα είναι η πιο πρόσφατη και πιο δυνατή υπενθύμιση αυτής της ιστορικής αλήθειας, αλλά δεν είναι η μόνη περίπτωση. Πριν
από την Κίνα, παρόμοια «θαύματα» έγιναν στη Νότια Κορέα, στην Ταϊβάν, στην Ιαπωνία, αλλά και σε μερικές μη ασιατικές χώρες, όπως είναι η Χιλή και ο
Μαυρίκιος. Όλες αυτές οι χώρες αγκάλιασαν την παγκοσμιοποίηση αντί να της γυρίσουν την πλάτη· και ωφελήθηκαν γενναιόδωρα.
Κάθε
φορά που τίθεται υπό αμφισβήτηση η
παγκοσμιοποίηση, οι υποστηρικτές της
ισχύουσας οικονομικής τάξης πραγμάτων
σπεύδουν να μνημονεύσουν αυτά ακριβώς
τα παραδείγματα χωρών. Αυτό που δεν λένε
είναι το εξής: Σχεδόν όλες αυτές οι χώρες
εντάχθηκαν στην παγκόσμια οικονομία
παραβιάζοντας τα νεοφιλελεύθερα δόγματα.
Η Κίνα προστάτευσε τον μεγάλο κρατικό
τομέα της από τον παγκόσμιο ανταγωνισμό,
με το να δημιουργήσει ειδικές οικονομικές
ζώνες, στις οποίες οι ξένες εταιρείες
είχαν τη δυνατότητα να λειτουργούν με
διαφορετικούς κανόνες από αυτούς που
ισχύουν στην υπόλοιπη κινεζική οικονομία.
Η Νότια Κορέα και η Ταϊβάν επιδοτούσαν
σε μεγάλο βαθμό τις δικές τους εξαγωγικές
επιχειρήσεις, η μεν πρώτη μέσω του
χρηματοπιστωτικού συστήματος η δε
δεύτερη μέσω φορολογικών κινήτρων. Όλες
αυτές οι χώρες, κάποια στιγμή κατάργησαν
τους περιορισμούς των εισαγωγών που
είχαν επιβάλει, αλλά τους περισσότερους
από αυτούς τους κατάργησαν μόνον πολύ
καιρό μετά την απογείωση της οικονομικής
τους
ανάπτυξης.
Όμως καμία χώρα δεν ακολούθησε τη
νεοφιλελεύθερη σύσταση για γρήγορο και
ολοκληρωτικό άνοιγμα της αγοράς της
στα εισαγόμενα προϊόντα, με μοναδική
εξαίρεση τη Χιλή στη δεκαετία του 1980
υπό το καθεστώς Πινοσέτ. Τελικά, το
νεοφιλελεύθερο πείραμα της Χιλής
προκάλεσε τη χειρότερη οικονομική κρίση
σε ολόκληρη τη Λατινική Αμερική.
Παρόλο που οι χώρες αυτές παρουσιάζουν μεταξύ τους διαφορές ως προς τις λεπτομέρειες, σε όλες τις περιπτώσεις οι κυβερνήσεις τους και οι κρατικοί θεσμοί έπαιξαν ενεργό ρόλο στην αναδιάρθρωση των οικονομιών τους και τις προστάτευαν από το ευμετάβλητο εξωτερικό περιβάλλον. Βιομηχανικές πολιτικές, περιορισμοί στις ροές κεφαλαίων και έλεγχοι των συναλλαγματικών ισοτιμιών – δηλαδή όλα όσα απαγορεύει το νεοφιλελεύθερο εγχειρίδιο οδηγιών – εφαρμόστηκαν χωρίς καμμια αναστολή.
Παρόλο που οι χώρες αυτές παρουσιάζουν μεταξύ τους διαφορές ως προς τις λεπτομέρειες, σε όλες τις περιπτώσεις οι κυβερνήσεις τους και οι κρατικοί θεσμοί έπαιξαν ενεργό ρόλο στην αναδιάρθρωση των οικονομιών τους και τις προστάτευαν από το ευμετάβλητο εξωτερικό περιβάλλον. Βιομηχανικές πολιτικές, περιορισμοί στις ροές κεφαλαίων και έλεγχοι των συναλλαγματικών ισοτιμιών – δηλαδή όλα όσα απαγορεύει το νεοφιλελεύθερο εγχειρίδιο οδηγιών – εφαρμόστηκαν χωρίς καμμια αναστολή.
Αντίθετα,
οι χώρες που προσκολλήθηκαν ψυχή τε και σώματι στο νεοφιλελεύθερο μοντέλο της
παγκοσμιοποίησης βίωσαν πικρές
απογοητεύσεις.
Το Μεξικό είναι ένα ιδιαίτερα θλιβερό
παράδειγμα. Μετά από μια σειρά
μακροοικονομικών κρίσεων στα μέσα της
δεκαετίας του 1990, το Μεξικό αποδέχτηκε
τη μακροοικονομική ορθοδοξία,
φιλελευθεροποίησε σε μεγάλο βαθμό την
οικονομία του, απελευθέρωσε από ρυθμίσεις
το χρηματοπιστωτικό σύστημα, μείωσε
έντονα τους περιορισμούς των εισαγωγών
και υπέγραψε
τη
Βορειοαμερικανική Συμφωνία Ελεύθερων
Συναλλαγών
(NAFTA). Αυτές
οι πολιτικές πράγματι απέδωσαν
μακροοικονομική σταθερότητα, καθώς
επίσης σημαντική αύξηση του εξωτερικού
εμπορίου και των επενδύσεων μέσα στη
χώρα αυτή. Όμως, ως προς αυτά που
«μετράνε»
πραγματικά, δηλαδή ως προς τη συνολική
παραγωγικότητα και τον ρυθμό της
οικονομικής ανάπτυξης, το πείραμα
απέτυχε. Από τότε που πραγματοποιήθηκαν
οι μεταρρυθμίσεις αυτές, η συνολική
παραγωγικότητα στο Μεξικό παραμένει
στάσιμη και η οικονομία υπο-αποδίδει,
ακόμη και αν μετρήσουμε τους ρυθμούς
ανόδου της με γνώμονα τα καθόλου
απαιτητικά μέτρα σύγκρισης της Λατινικής
Αμερικής.
[Σοφία κάποτε - Κέυνς και άλλοι -, μονόπλευρος τρόπος οικονομολογικής σκέψης μετά]
Αν
την αντικρύσουμε υπό ένα πρίσμα υγιούς οικονομικής
επιστήμης που πατάει σταθερά στα πόδια της, αυτή η έκβαση των πραγμάτων δεν αποτελεί έκπληξη. Πρόκειται για
μια ακόμη απόδειξη ότι υπάρχει ανάγκη οι οικονομικές πολιτικές να έχουν
στραμμένη την προσοχή, με τα μάτια τους δεκατέσσερα, στις
αποτυχίες και σφάλματα στα οποίες είναι
επιρρεπείς οι αγορές· και πρέπει επίσης να προσαρμόζονται
στις ιδιαίτερες συνθήκες κάθε χώρας.
Δεν υπάρχει ένα και μοναδικό πρότυπο
που ταιριάζει παντού και πάντα.
Προτού
η παγκοσμιοποίηση πάρει τη στροφή προς
αυτό που θα μπορούσαμε να ονομάσουμε
υπερ-παγκοσμιοποίηση, οι κανόνες ήταν
ευέλικτοι και αποδέχονταν την παραπάνω
ανάγκη ως αναπόδραστη πραγματικότητα.
Ο Κέινς και οι συνάδελφοί του, όταν
σχεδίαζαν
την παγκόσμια οικονομική αρχιτεκτονική
στο Bretton
Woods
το 1944, θεωρούσαν το διεθνές εμπόριο και
τις επενδύσεις ως μέσα για να επιτυγχάνονται
οι οικονομικοί και κοινωνικοί στόχοι
εντός των χωρών: Η πλήρης απασχόληση
και ευημερία του πληθυσμού σε ευρεία
βάση.
Ωστόσο,
από τη δεκαετία του 1990 και μετά, η
παγκοσμιοποίηση έγινε αυτοσκοπός. Τώρα
πια, οι παγκόσμιες οικονομικές ρυθμίσεις
καθοδηγούνται από έναν μονόπλευρο τρόπο
σκέψης, εστιασμένο στο να μειωθούν τα
εμπόδια για να διευκολύνονται οι ροές
υπεράνω εθνικών συνόρων των αγαθών, των
κεφαλαίων και του χρήματος· δεν φροντίζουν
όμως να μειωθούν και τα εμπόδια που τίθενται στις
ροές εργαζομένων, οπότε τα οικονομικά
οφέλη θα ήταν πραγματικά πολύ μεγαλύτερα.
[Διαστροφή των προτεραιοτήτων και αλαζονεία]
Αυτή
η διαστροφή των προτεραιοτήτων αυτο-αποκαλύφθηκε μέσω του τρόπου με τον οποίο οι
εμπορικές συμφωνίες άρχισαν να διαπερνούν τα σύνορα και να αλλάζουν τους εσωτερικούς θεσμούς κάθε χώρας. Οι κανονισμοί που ρυθμίζουν την
επενδυτική δραστηριότητα, οι κανόνες για την υγεία και την ασφάλεια, οι
περιβαλλοντικές πολιτικές και τα τομεακά προγράμματα προαγωγής της βιομηχανίας, όλα αυτά έγιναν δυνητικοί στόχοι και απειλούνται με κατάργηση, όταν θεωρηθεί πως εμποδίζουν το εξωτερικό εμπόριο και τις επενδύσεις. Μεγάλες διεθνείς επιχειρήσεις, οι οποίες σύμφωνα με τους νέους κανόνες αντιμετωπίζονται ως οντότητες απαλλαγμένες από εντοπιότητα και υποχρεώσεις, απέκτησαν ειδικά προνόμια. Για να προσελκύονται επενδυτές (ή για να αποτρέπεται η αποχώρησή τους), οι χώρες δέχθηκαν πίεση να μειώσουν τους εταιρικούς φόρους. Οι
ξένες επιχειρήσεις και οι επενδυτές απέκτησαν το δικαίωμα να μηνύουν τις
εθνικές κυβερνήσεις σε ειδικά υπεράκτια δικαστήρια, στις περιπτώσεις που αλλαγές στις
ρυθμίσεις εντός μιας χώρας απειλούν να μειώσουν τα κέρδη τους. Τις μεγαλύτερες ζημίες τις προκάλεσε η νέα συναίνεση μέσω της παγκοσμιοποίησης του χρηματοπιστωτικού συστήματος, η οποία δεν δημιούργησε περισσότερες επενδύσεις στην πραγματική οικονομία ούτε έφερε
ισχυρότερη ανάπτυξη, όπως υποσχόταν, αλλά είχε ως αποτέλεσμα τη μια επώδυνη κατάρρευση μετά την άλλη.
Ακριβώς όπως η οικονομική επιστήμη πρέπει να διασωθεί από τον νεοφιλελευθερισμό, έτσι και η παγκοσμιοποίηση πρέπει να διασωθεί από την υπερ-παγκοσμιοποίηση. Δεν είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς πώς θα είναι μια εναλλακτική παγκοσμιοποίηση, η οποία θα διατηρεί περισσότερα πράγματα από το πνεύμα του Bretton Woods: Θα είναι μια παγκοσμιοποίηση που αναγνωρίζει την πολλαπλότητα των διαφορετικών μοντέλων καπιταλισμού και την αποδέχεται· συνακόλουθα, θα δίνει τη δυνατότητα σε κάθε χώρα να διαμορφώνει την οικονομική της μοίρα με το δικό της τρόπο. Αντί να μεγιστοποιεί τον όγκο του διεθνούς εμπορίου και των ξένων επενδύσεων και να εναρμονίζει τις ρυθμίσεις με το να ισοπεδώνει τις διαφορές μεταξύ διαφορετικών μοντέλων οικονομίας, θα εστιάσει στους κανόνες «κυκλοφορίας» που διαχειρίζονται τη διασύνδεση των διαφορετικών οικονομικών συστημάτων. Θα ανοίξει νέους χώρους για να χαράζονται οι οικονομικές πολιτικές τόσο στις αναπτυγμένες χώρες όσο και για στις υπό ανάπτυξη· ώστε οι μεν πρώτες να μπορέσουν να ανασυγκροτήσουν τις κοινωνικές τους δυνατότητες, με καλύτερες κοινωνικές πολιτικές και με καλύτερες πολιτικές για τη φορολογία και για την αγορά εργασίας, οι δε δεύτερες να μπορέσουν να συνεχίσουν την αναδιάρθρωση που χρειάζονται για να έχουν οικονομική ανάπτυξη. Για ό,τι αφορά τις κατάλληλες συνταγές, χρειάζεται να επιδεικνύουν περισσότερη μετριοφροσύνη οι οικονομολόγοι και οι τεχνοκράτες που χαράζουν οικονομικές πολιτικές· και συνεπώς, χρειάζεται πολύ μεγαλύτερη προθυμία να θεωρούν τις συνταγές τους ως πειραματικές υποθέσεις και να τις θέτουν υπό τη δοκιμασία της πραγματικότητας.
[Οι νεοφιλελεύθερες θεωρίες είναι κακής ποιότητας οικονομική επιστήμη. Η πολιτική πρέπει να παίζει κεντρικό ρόλο]
Όπως επιμαρτυρεί και το πρώιμο μανιφέστο του Πίτερς, το νόημα του νεοφιλελευθερισμού άλλαξε σημαντικά με την πάροδο του χρόνου· αυτή η «ετικέτα» έχει αποκτήσει πρόσθετες, πιο σκληροπυρηνικές σημασίες για ό,τι αφορά την απορρύθμιση, την πρωτοκαθεδρία του χρηματοπιστωτικού τομέα και την παγκοσμιοποίηση. Υπάρχει όμως ένα νήμα που συνδέει όλες τις εκδοχές του νεοφιλελευθερισμού και αυτό είναι η έμφαση που δίνουν στην οικονομική μεγέθυνση. Ο Πίτερς έγραψε το 1982 ότι η έμφαση αυτή δικαιολογείται, επειδή η οικονομική μεγέθυνση είναι απαραίτητη προϋπόθεση για όλους τους κοινωνικούς και πολιτικούς στόχους μας: κοινότητα, δημοκρατία, ευημερία. Το επιχειρηματικό πνεύμα, τις ιδιωτικές επενδύσεις και την άρση των εμποδίων (όπως είναι η υπερβολική ρύθμιση των οικονομικών δραστηριοτήτων) που παρεμπόδιζαν την οικονομική μεγέθυνση, όλα αυτά ο Πίτερς τα έβλεπε ως εργαλεία για την επίτευξη της οικονομικής μεγέθυνσης. Εάν γραφόταν σήμερα ένα παρόμοιο νεοφιλελεύθερο μανιφέστο, αναμφίβολα θα τόνιζε το ίδιο επιχείρημα.
Συχνά οι επικριτές επισημαίνουν ότι αυτή η έμφαση στα οικονομικά υπονομεύει και θυσιάζει άλλες σημαντικές αξίες, όπως είναι η ισότητα, η κοινωνική ένταξη, η δημοκρατική διαβούλευση και η δικαιοσύνη. Αυτοί οι πολιτικοί και κοινωνικοί στόχοι έχουν προφανώς τεράστια σημασία και μέσα σε ορισμένα πλαίσια και συνθήκες έχουν την μέγιστη σημασία. Δεν μπορούν να επιτυγχάνονται πάντα, ούτε καν συχνά, με οικονομικές πολιτικές που χαράζονται με τρόπο τεχνοκρατικό. Η πολιτική πρέπει να παίζει κεντρικό ρόλο.
Ακριβώς όπως η οικονομική επιστήμη πρέπει να διασωθεί από τον νεοφιλελευθερισμό, έτσι και η παγκοσμιοποίηση πρέπει να διασωθεί από την υπερ-παγκοσμιοποίηση. Δεν είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς πώς θα είναι μια εναλλακτική παγκοσμιοποίηση, η οποία θα διατηρεί περισσότερα πράγματα από το πνεύμα του Bretton Woods: Θα είναι μια παγκοσμιοποίηση που αναγνωρίζει την πολλαπλότητα των διαφορετικών μοντέλων καπιταλισμού και την αποδέχεται· συνακόλουθα, θα δίνει τη δυνατότητα σε κάθε χώρα να διαμορφώνει την οικονομική της μοίρα με το δικό της τρόπο. Αντί να μεγιστοποιεί τον όγκο του διεθνούς εμπορίου και των ξένων επενδύσεων και να εναρμονίζει τις ρυθμίσεις με το να ισοπεδώνει τις διαφορές μεταξύ διαφορετικών μοντέλων οικονομίας, θα εστιάσει στους κανόνες «κυκλοφορίας» που διαχειρίζονται τη διασύνδεση των διαφορετικών οικονομικών συστημάτων. Θα ανοίξει νέους χώρους για να χαράζονται οι οικονομικές πολιτικές τόσο στις αναπτυγμένες χώρες όσο και για στις υπό ανάπτυξη· ώστε οι μεν πρώτες να μπορέσουν να ανασυγκροτήσουν τις κοινωνικές τους δυνατότητες, με καλύτερες κοινωνικές πολιτικές και με καλύτερες πολιτικές για τη φορολογία και για την αγορά εργασίας, οι δε δεύτερες να μπορέσουν να συνεχίσουν την αναδιάρθρωση που χρειάζονται για να έχουν οικονομική ανάπτυξη. Για ό,τι αφορά τις κατάλληλες συνταγές, χρειάζεται να επιδεικνύουν περισσότερη μετριοφροσύνη οι οικονομολόγοι και οι τεχνοκράτες που χαράζουν οικονομικές πολιτικές· και συνεπώς, χρειάζεται πολύ μεγαλύτερη προθυμία να θεωρούν τις συνταγές τους ως πειραματικές υποθέσεις και να τις θέτουν υπό τη δοκιμασία της πραγματικότητας.
[Οι νεοφιλελεύθερες θεωρίες είναι κακής ποιότητας οικονομική επιστήμη. Η πολιτική πρέπει να παίζει κεντρικό ρόλο]
Όπως επιμαρτυρεί και το πρώιμο μανιφέστο του Πίτερς, το νόημα του νεοφιλελευθερισμού άλλαξε σημαντικά με την πάροδο του χρόνου· αυτή η «ετικέτα» έχει αποκτήσει πρόσθετες, πιο σκληροπυρηνικές σημασίες για ό,τι αφορά την απορρύθμιση, την πρωτοκαθεδρία του χρηματοπιστωτικού τομέα και την παγκοσμιοποίηση. Υπάρχει όμως ένα νήμα που συνδέει όλες τις εκδοχές του νεοφιλελευθερισμού και αυτό είναι η έμφαση που δίνουν στην οικονομική μεγέθυνση. Ο Πίτερς έγραψε το 1982 ότι η έμφαση αυτή δικαιολογείται, επειδή η οικονομική μεγέθυνση είναι απαραίτητη προϋπόθεση για όλους τους κοινωνικούς και πολιτικούς στόχους μας: κοινότητα, δημοκρατία, ευημερία. Το επιχειρηματικό πνεύμα, τις ιδιωτικές επενδύσεις και την άρση των εμποδίων (όπως είναι η υπερβολική ρύθμιση των οικονομικών δραστηριοτήτων) που παρεμπόδιζαν την οικονομική μεγέθυνση, όλα αυτά ο Πίτερς τα έβλεπε ως εργαλεία για την επίτευξη της οικονομικής μεγέθυνσης. Εάν γραφόταν σήμερα ένα παρόμοιο νεοφιλελεύθερο μανιφέστο, αναμφίβολα θα τόνιζε το ίδιο επιχείρημα.
Συχνά οι επικριτές επισημαίνουν ότι αυτή η έμφαση στα οικονομικά υπονομεύει και θυσιάζει άλλες σημαντικές αξίες, όπως είναι η ισότητα, η κοινωνική ένταξη, η δημοκρατική διαβούλευση και η δικαιοσύνη. Αυτοί οι πολιτικοί και κοινωνικοί στόχοι έχουν προφανώς τεράστια σημασία και μέσα σε ορισμένα πλαίσια και συνθήκες έχουν την μέγιστη σημασία. Δεν μπορούν να επιτυγχάνονται πάντα, ούτε καν συχνά, με οικονομικές πολιτικές που χαράζονται με τρόπο τεχνοκρατικό. Η πολιτική πρέπει να παίζει κεντρικό ρόλο.
Αλλά
οι νεοφιλελεύθεροι δεν κάνουν λάθος όταν υποστηρίζουν ότι τα πιο πολύτιμα ιδανικά μας είναι πιο πιθανό να γίνουν πραγματικότητα όταν η οικονομία
μας είναι ζωντανή, ισχυρή και αναπτυσσόμενη. Εκεί που σφάλλουν, είναι η πίστη τους ότι υπάρχει μία, μοναδική και καθολικής ισχύος συνταγή για
τη βελτίωση των οικονομικών επιδόσεων, η οποία τους έχει γίνει πάθος και εμμονή.
Το καταστροφικό σφάλμα του νεοφιλελευθερισμού είναι ότι δεν κάνει ούτε καν σωστή οικονομική επιστήμη. Πρέπει να τον απορρίπτουμε με τους δικούς του όρους, για τον απλό λόγο ότι είναι κακή οικονομική επιστήμη.
Το καταστροφικό σφάλμα του νεοφιλελευθερισμού είναι ότι δεν κάνει ούτε καν σωστή οικονομική επιστήμη. Πρέπει να τον απορρίπτουμε με τους δικούς του όρους, για τον απλό λόγο ότι είναι κακή οικονομική επιστήμη.
Το πρωτότυπο άρθρο δημοσιεύθηκε στην Boston Review.
[Οι μη τονισμένοι μεσότιτλοι προστέθηκαν στον ιστοχώρο Μετά την Κρίση]
Ο Ντάνι Ρόντρικ (1957, Κωνσταντινούπολη) είναι Τούρκος οικονομολόγος, σήμερα καθηγητής Διεθνούς Πολιτικής Οικονομίας στην έδρα Ford του Πανεπιστημίου Harvard - John F. Kennedy School of Government. Διετέλεσε καθηγητής στην έδρα Albert O. Hirschman Professor στη School of Social Science, Πανεπιστήμιο Princeton. Είναι επισκέπτης καθηγητής στην London School of Economics ως Centennial Professor (2013-2016). Eρευνητικό έργο: Θέματα παγκοσμιοποίησης, οικονομικής ανάπτυξης και πολιτικής οικονομίας. Συνεργάτης του National Bureau of Economic Research, Centre for Economic Policy Research (London) και του Center for Global Development. Βραβευμένος με το Albert O. Hirschman Prize του Social Science Research Council. Αντιπρόεδρος της International Economic Association.
Βιβλία του: The Globalization Paradox: Democracy and the Future of the World Economy, (2011, ελληνικά: Το παράδοξο της Παγκοσμιοποίησης, εκδόσεις Κριτική).
One Economics, Many Recipes: Globalization, Institutions and Economic Growth (2007).
The Global Governance of Trade As If Development Really Mattered (2001).
The New Global Economy and Developing Countries: Making Openness Work (1999)
Has Globalization Gone Too Far? (1997)
Πιο πρόσφατο: Economics Rules: The Rights and Wrongs of the Dismal Science (2015)
Γράφει στους New York Times και στην τουρκική εφημερίδα Radical
One Economics, Many Recipes: Globalization, Institutions and Economic Growth (2007).
The Global Governance of Trade As If Development Really Mattered (2001).
The New Global Economy and Developing Countries: Making Openness Work (1999)
Has Globalization Gone Too Far? (1997)
Πιο πρόσφατο: Economics Rules: The Rights and Wrongs of the Dismal Science (2015)
Γράφει στους New York Times και στην τουρκική εφημερίδα Radical
Αρθρογραφία του Ντάνι Ρόντρικ στον ιστότοπο Project Syndicate
Αρθρογραφία του Ντάνι Ρόντρικ στην εφημερίδα Το Βήμα
Ο επίσημος προσωπικός του ιστότοπος: Dani Rodrik's weblog -Unconventional thoughts on economic development and globalization
Η προσωπική ιστοσελίδα του Ν. Ρόντρικ στον ιστότοπο του πανεπιστημίου Χάρβαρντ
Στον ιστοχώρο Μετά την Κρίση:
Ντάνι Ρόντρικ: Παγκοσμιοποίηση και οικονομολόγοι - Μυστικά και ψέματα και πυρομαχικά για τους βαρβάρους
Eδώ στο Νότο - Η ιδιόμορφη τοπική ιστορία μιας παγκόσμιας πολιτικής: Φιλο-κυκλικές μακροοικονομικές πολιτικές, διάσπαση της αγοράς εργασίας, μεγαλομεσαία κοινωνική συμμαχία, αποβιομηχάνιση
Ντάνι Ρόντρικ: Παγκοσμιοποίηση και οικονομολόγοι - Μυστικά και ψέματα και πυρομαχικά για τους βαρβάρους
Eδώ στο Νότο - Η ιδιόμορφη τοπική ιστορία μιας παγκόσμιας πολιτικής: Φιλο-κυκλικές μακροοικονομικές πολιτικές, διάσπαση της αγοράς εργασίας, μεγαλομεσαία κοινωνική συμμαχία, αποβιομηχάνιση
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου