του Ρόμπερτ Σουήνυ
© Social Europe-Robert Sweeney: Financial capitalism is here to stay, but in what form? 23.12.2019
Δεν υπερβάλλουν όσοι ισχυρίζονται ότι η ενίσχυση του χρηματοοικονομικού τομέα και η άνοδός του σε κυριαρχική θέση ήταν μία από τις καθοριστικές αλλαγές στη δομή των καπιταλιστικών οικονομιών τις τελευταίες τέσσερις δεκαετίες. Και δεν είναι υπερβολική η διαπίστωση ότι αυτό πυροδότησε μια μεγάλη συζήτηση εντός της Αριστεράς.
Οι συζητήσεις που αφορούν το ποιός είναι ή ποιός θα έπρεπε να είναι ο ρόλος του χρηματοπιστωτικού τομέα στον σημερινό κόσμο, ποιό το κατάλληλο μέγεθός του, πώς θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για την αντιμετώπιση της υπαρξιακής απειλής της κλιματικής αλλαγής, και ούτω καθεξής, είναι έντονες. Όσο εύλογες και να είναι πολλές από αυτές τις συζητήσεις, η άνοδος του χρηματοοικονομικού τομέα έχει σε μεγάλο βαθμό παρερμηνευτεί: Οικονομολόγοι που τον αντιμετωπίζουν κριτικά, αναλυτές και υπεύθυνοι για τη χάραξη πολιτικής, κατανοούν με θεμελιωδώς εσφαλμένο τρόπο πολλά από τα ουσιώδη χαρακτηριστικά του φαινομένου αυτού.
Οι συζητήσεις που αφορούν το ποιός είναι ή ποιός θα έπρεπε να είναι ο ρόλος του χρηματοπιστωτικού τομέα στον σημερινό κόσμο, ποιό το κατάλληλο μέγεθός του, πώς θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για την αντιμετώπιση της υπαρξιακής απειλής της κλιματικής αλλαγής, και ούτω καθεξής, είναι έντονες. Όσο εύλογες και να είναι πολλές από αυτές τις συζητήσεις, η άνοδος του χρηματοοικονομικού τομέα έχει σε μεγάλο βαθμό παρερμηνευτεί: Οικονομολόγοι που τον αντιμετωπίζουν κριτικά, αναλυτές και υπεύθυνοι για τη χάραξη πολιτικής, κατανοούν με θεμελιωδώς εσφαλμένο τρόπο πολλά από τα ουσιώδη χαρακτηριστικά του φαινομένου αυτού.
Δομικές αλλαγές
Η ενίσχυση του χρηματοοικονομικού τομέα και η άνοδός του σε κυριαρχική θέση, είναι μια δομική αλλαγή στις προηγμένες οικονομίες, όπως είναι και η μετάθεση του κέντρου βάρους τους από τον τομέα της βιομηχανίας στον τομέα των υπηρεσιών. Αν και τα θετικά χαρακτηριστικά του φαινομένου είναι ελάχιστα - διότι υπονομεύει τη δημοκρατία, αυξάνει την κοινωνική ανισότητα, αυξάνει την αστάθεια των οικονομιών και ούτω καθεξής - και μολονότι ενισχύεται ακόμη περισσότερο από τον νεοφιλελευθερισμό, γενεσιουργή αιτία αυτής της δομικής αλλαγής δεν είναι ο νεοφιλελευθερισμός. Το σημερινό μεγαλύτερο μέγεθος του χρηματοπιστωτικού τομέα ήταν το αναπόφευκτο αποτέλεσμα, αφενός των δημογραφικών μεταβολών που σάρωσαν τον αναπτυγμένο κόσμο τις τελευταίες δεκαετίες και, αφετέρου της αυξανόμενης οικονομικής ανισότητας.
Βεβαίως, δεν υπάρχει ομόφωνη απάντηση στα ερωτήματα γιατί έχει διογκωθεί ο χρηματοπιστωτικός τομέας και ποιες οι συνέπειες αυτής της διόγκωσης για την οικονομία και την κοινωνία. Ωστόσο, μια κοινή ερμηνευτική γραμμή που ενοποιεί τις προοδευτικές αναλύσεις είναι η εξής: Η άνοδος του χρηματοπιστωτικού τομέα είναι κατ΄ ουσίαν φαινόμενο δυσλειτουργικό και επιβαρύνει τη λειτουργία της πραγματικής οικονομίας. Ένα δεδομένο που αναφέρεται συχνά, είναι το γεγονός ότι η τάξη μεγέθους των χρηματοοικονομικών συναλλαγών είναι δυασανάλογα μεγάλη σε σύγκριση με τα μεγέθη της πραγματικής οικονομίας. Για παράδειγμα, τα οικονομικά μεγέθη που γίνονται αντικείμενο διαπραγμάτευσης στις αγορές συναλλάγματος, είναι πολλές, πάρα πολλές φορές μεγαλύτερα από τα μεγέθη στις αγοραπωλησίες πραγματικών αγαθών και υπηρεσιών.
Αντίστοιχα με αυτό, πολλές μελέτες δείχνουν - και δεν κάνουν λάθος - ότι αυξήθηκαν θεαματικά στις τελευταίες δεκαετίες τα κέρδη που συσσωρεύονται στον χρηματοοικονομικό τομέα, συμπεριλαμβανομένων των κερδών που προέρχονται από το λεγόμενο καζίνο της επενδυτικής τραπεζικής. Ωστόσο, αυτά τα έσοδα και τα κέρδη στον χρηματοοικονομικό τομέα, κατά βάση παρακολουθούν τη μεγέθυνση των χρημοπιστωτικών αγορών. Για να γίνει κατανοητή η ενίσχυση του χρηματοοικονομικού τομέα και οι επιπτώσεις της στην κατανομή του πλούτου, πρέπει λοιπόν να κατανοήσουμε γιατί μεγεθύνθηκαν οι χρηματοπιστωτικές αγορές.
Γήρανση του πληθυσμού
Όσον αφορά το μέγεθος των αγορών τίτλων, υπάρχουν δύο βασικοί τύποι τίτλων - μετοχές και ομόλογα· και είναι εξίσου σημαντικοί παράγοντες τόσο η προσφορά όσο και η ζήτηση αυτών των τίτλων. Άς δούμε, λόγου χάρη, τα ομόλογα. Όσον αφορά την προσφορά ομολόγων, στις μεγάλες ευρωπαϊκές χώρες κυριαρχούν οι αγορές δημόσιου χρέους. Αυτές έχουν μεγεθυνθεί τα τελευταία 50 χρόνια, πάνω-κάτω σε αναλογία με την αύξηση των κρατικών δαπανών. Καθώς οι πληθυσμοί αυτών των χωρών γηράσκουν, αυτό οδηγεί αναγκαστικά σε αύξηση των κρατικών δαπανών για το δημόσιο συνταξιοδοτικό σύστημα και για υγειονομική περίθαλψη [άρα σε αυξημένη έκδοση κρατικών ομολόγων για δανεισμό από τις αγορές χρήματος].
Όσον αφορά τη ζήτηση ομολόγων, κρίσιμοι είναι τόσο ο δημογραφικός παράγοντας όσο και ο παράγοντας της κατανομής του πλούτου. Για να γίνουμε συγκεκριμένοι, η γήρανση των κοινωνιών στις ανεπτυγμένες χώρες προήλθε από αυξημένη μακροζωία και από μείωση της γεννητικότητας. Ο πρώτος παράγοντας δημιουργεί μια ανάγκη για αυξημένη αποταμίευση που θα αποφέρει εισοδήματα στη διάρκεια της τρίτης ηλικίας· η αποταμίευση αυτή λαμβάνει τη μορφή χρηματοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων [εισφορές εργαζομένου και εργοδότη στα ασφαλιστικά ταμεία, ενδεχομένως και ιδιωτική αποταμίευση με διάφορες μορφές], τα οποία εκταμιεύονται σταδιακά με τη συνταξιοδότηση. Και καθώς αυτή η αποταμίευση [κατά κανόνα] αυξάνεται με την ηλικία, η μείωση της γεννητικότητας σημαίνει ότι [στις αναπτυγμένες χώρες], το ποσοστό του πληθυσμού που έχει συσσωρεύσει συνταξιοδοτικά περιουσιακά στοιχεία έχει αυξηθεί σε σύγκριση με το παρελθόν, και κατά συνέπεια υπάρχει αυξημένη ανάγκη για χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες, όπως είναι π.χ. οι συναφείς με τα συνταξιοδοτικά ταμεία.
Τη ζήτηση για χρηματοοικονομικές υπηρεσίες την αυξάνει περαιτέρω η μεγέθυνση της οικονομικής ανισότητας υπό καθεστώς νεοφιλελευθερισμού. Ειδικότερα, οι εξαιρετικά πλούσιοι έχουν ανάγκη χρηματοοικονομικών υπηρεσιών αμοιβαίων περιουσιακών στοιχείων και φορέων επενδυτικών κεφαλαίων για την αποθησαύρηση και διαχείριση του πλούτου τους. Αυτός είναι ένας από τους λόγους για τους οποίους αναπτύχθηκαν τα αμοιβαία κεφάλαια αντιστάθμισης κινδύνου (hedge funds), για παράδειγμα.
Επιπλέον, καθώς αυξάνεται η μερίδα του εισοδήματος που συσσωρεύεται από το ανώτερο τμήμα των μεσαίων τάξεων, το δημόσιο συνταξιοδοτικό σύστημα καθίσταται [για το τμήμα αυτό του πληθυσμού] όλο και πιο ανεπαρκές, προκειμένου να υποκαταστήσει τις αποδοχές του εργασιακού βίου με ανάλογη σύνταξη· πόσο μάλλον, όταν οι υπεύθυνοι για τη χάραξη πολιτικής ενθαρρύνουν την καταφυγή σε ιδιωτικά συνταξιοδοτικά σχήματα μέσω φορολογικών και άλλων κινήτρων. Ιδιαίτερα στον Αγγλοσαξονικό κόσμο, όπου οι κρατικές παροχές στους ηλικιωμένους είναι περισσότερο αποσυνδεδεμένες από το ύψος των μισθών [και των ασφαλιστικών εισφορών] τους κατά τον εργασιακό βίο, αυτό δημιουργεί πρόσθετη ζήτηση για ιδιωτικά χρηματοοικονομικά μέσα.
Θεσμικοί επενδυτές
Γενικότερα, καθώς αυξάνεται τόσο η προσφορά όσο και η ζήτηση παραδοσιακών χρηματοοικονομικών μέσων, ο όγκος των ανωτέρω τίτλων που είναι υπό διαπραγμάτευση στις αγορές αυξάνεται σε πρωτοφανή κλίμακα. Τώρα πια, τους τίτλους αυτούς τους κατέχουν και τους διαχειρίζονται για λογαριασμό των νοικοκυριών κυρίως θεσμικοί επενδυτές, και όχι απευθείας τα ίδια τα νοικοκυριά.
Ωστόσο, η προσεκτική ανάλυση (από προοδευτικούς οικονομολόγους) δείχνει ότι ο βασικός πυρήνας αυτού του μεγάλου όγκου χρηματοοικονομικών συναλλαγών δεν είναι κερδοσκοπία. Αντίθετα, εκείνοι που ασχολούνται πιο εντατικά με την αγοραπωλησία των τίτλων που έχουν τη πιο μεγάλη ρευστότητα - όπως είναι τα κρατικά ομόλογα και οι μετοχές εταιριών υψηλής κεφαλαιοποίησης -, είναι επενδυτές που διαχειρίζονται αποθεματικά συνταξιοδοτικών ταμείων και άλλων αποταμιευτικών οργανισμών. Το κάνουν, γιατί αυτός είναι ο οικονομικά πιο αποδοτικός τρόπος προκειμένου να τηρούνται οι αυστηρές εντολές στις οποίες υπόκειται η επενδυτική τους δραστηριότητα.
Αυτό, με τη σειρά του, συνέβαλε στη μεγέθυνση των χρηματαγορών και των αγορών παραγώγων, οι οποίες εξυπηρετούν τις χρηματοοικονομικές συναλλαγές. Έτσι, οι δυνατότητες και οι ευκαιρίες για κερδοσκοπικές και παρασιτικές συναλλαγές έχουν αυξηθεί· ιδιαίτερα ελκυστικές και κερδοφόρες έχουν γίνει οι συναλλαγές στις αγορές παραγώγων. Ωστόσο, σε τελευταία ανάλυση, το μεγάλο μέγεθος των σημερινών χρηματοπιστωτικών αγορών και η μεγάλη αύξηση των συναφών κερδών, δεν είναι απλά μια δυσλειτουργικής φύσης έκρηξη που προκάλεσε ο νεοφιλελευθερισμός, αλλά σχετίζεται με πραγματικά φαινόμενα. Είναι αποτέλεσμα των δημογραφικών αλλαγών και της αύξησης της οικονομικής ανισότητας. Αλλά μόνον η δεύτερη αιτία είναι αναστρέψιμη.
Η ενίσχυση του χρηματοοικονομικού τομέα και η άνοδός του σε κυριαρχική θέση, είναι μια δομική αλλαγή στις προηγμένες οικονομίες, όπως είναι και η μετάθεση του κέντρου βάρους τους από τον τομέα της βιομηχανίας στον τομέα των υπηρεσιών. Αν και τα θετικά χαρακτηριστικά του φαινομένου είναι ελάχιστα - διότι υπονομεύει τη δημοκρατία, αυξάνει την κοινωνική ανισότητα, αυξάνει την αστάθεια των οικονομιών και ούτω καθεξής - και μολονότι ενισχύεται ακόμη περισσότερο από τον νεοφιλελευθερισμό, γενεσιουργή αιτία αυτής της δομικής αλλαγής δεν είναι ο νεοφιλελευθερισμός. Το σημερινό μεγαλύτερο μέγεθος του χρηματοπιστωτικού τομέα ήταν το αναπόφευκτο αποτέλεσμα, αφενός των δημογραφικών μεταβολών που σάρωσαν τον αναπτυγμένο κόσμο τις τελευταίες δεκαετίες και, αφετέρου της αυξανόμενης οικονομικής ανισότητας.
Βεβαίως, δεν υπάρχει ομόφωνη απάντηση στα ερωτήματα γιατί έχει διογκωθεί ο χρηματοπιστωτικός τομέας και ποιες οι συνέπειες αυτής της διόγκωσης για την οικονομία και την κοινωνία. Ωστόσο, μια κοινή ερμηνευτική γραμμή που ενοποιεί τις προοδευτικές αναλύσεις είναι η εξής: Η άνοδος του χρηματοπιστωτικού τομέα είναι κατ΄ ουσίαν φαινόμενο δυσλειτουργικό και επιβαρύνει τη λειτουργία της πραγματικής οικονομίας. Ένα δεδομένο που αναφέρεται συχνά, είναι το γεγονός ότι η τάξη μεγέθους των χρηματοοικονομικών συναλλαγών είναι δυασανάλογα μεγάλη σε σύγκριση με τα μεγέθη της πραγματικής οικονομίας. Για παράδειγμα, τα οικονομικά μεγέθη που γίνονται αντικείμενο διαπραγμάτευσης στις αγορές συναλλάγματος, είναι πολλές, πάρα πολλές φορές μεγαλύτερα από τα μεγέθη στις αγοραπωλησίες πραγματικών αγαθών και υπηρεσιών.
Αντίστοιχα με αυτό, πολλές μελέτες δείχνουν - και δεν κάνουν λάθος - ότι αυξήθηκαν θεαματικά στις τελευταίες δεκαετίες τα κέρδη που συσσωρεύονται στον χρηματοοικονομικό τομέα, συμπεριλαμβανομένων των κερδών που προέρχονται από το λεγόμενο καζίνο της επενδυτικής τραπεζικής. Ωστόσο, αυτά τα έσοδα και τα κέρδη στον χρηματοοικονομικό τομέα, κατά βάση παρακολουθούν τη μεγέθυνση των χρημοπιστωτικών αγορών. Για να γίνει κατανοητή η ενίσχυση του χρηματοοικονομικού τομέα και οι επιπτώσεις της στην κατανομή του πλούτου, πρέπει λοιπόν να κατανοήσουμε γιατί μεγεθύνθηκαν οι χρηματοπιστωτικές αγορές.
Γήρανση του πληθυσμού
Όσον αφορά το μέγεθος των αγορών τίτλων, υπάρχουν δύο βασικοί τύποι τίτλων - μετοχές και ομόλογα· και είναι εξίσου σημαντικοί παράγοντες τόσο η προσφορά όσο και η ζήτηση αυτών των τίτλων. Άς δούμε, λόγου χάρη, τα ομόλογα. Όσον αφορά την προσφορά ομολόγων, στις μεγάλες ευρωπαϊκές χώρες κυριαρχούν οι αγορές δημόσιου χρέους. Αυτές έχουν μεγεθυνθεί τα τελευταία 50 χρόνια, πάνω-κάτω σε αναλογία με την αύξηση των κρατικών δαπανών. Καθώς οι πληθυσμοί αυτών των χωρών γηράσκουν, αυτό οδηγεί αναγκαστικά σε αύξηση των κρατικών δαπανών για το δημόσιο συνταξιοδοτικό σύστημα και για υγειονομική περίθαλψη [άρα σε αυξημένη έκδοση κρατικών ομολόγων για δανεισμό από τις αγορές χρήματος].
Όσον αφορά τη ζήτηση ομολόγων, κρίσιμοι είναι τόσο ο δημογραφικός παράγοντας όσο και ο παράγοντας της κατανομής του πλούτου. Για να γίνουμε συγκεκριμένοι, η γήρανση των κοινωνιών στις ανεπτυγμένες χώρες προήλθε από αυξημένη μακροζωία και από μείωση της γεννητικότητας. Ο πρώτος παράγοντας δημιουργεί μια ανάγκη για αυξημένη αποταμίευση που θα αποφέρει εισοδήματα στη διάρκεια της τρίτης ηλικίας· η αποταμίευση αυτή λαμβάνει τη μορφή χρηματοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων [εισφορές εργαζομένου και εργοδότη στα ασφαλιστικά ταμεία, ενδεχομένως και ιδιωτική αποταμίευση με διάφορες μορφές], τα οποία εκταμιεύονται σταδιακά με τη συνταξιοδότηση. Και καθώς αυτή η αποταμίευση [κατά κανόνα] αυξάνεται με την ηλικία, η μείωση της γεννητικότητας σημαίνει ότι [στις αναπτυγμένες χώρες], το ποσοστό του πληθυσμού που έχει συσσωρεύσει συνταξιοδοτικά περιουσιακά στοιχεία έχει αυξηθεί σε σύγκριση με το παρελθόν, και κατά συνέπεια υπάρχει αυξημένη ανάγκη για χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες, όπως είναι π.χ. οι συναφείς με τα συνταξιοδοτικά ταμεία.
Τη ζήτηση για χρηματοοικονομικές υπηρεσίες την αυξάνει περαιτέρω η μεγέθυνση της οικονομικής ανισότητας υπό καθεστώς νεοφιλελευθερισμού. Ειδικότερα, οι εξαιρετικά πλούσιοι έχουν ανάγκη χρηματοοικονομικών υπηρεσιών αμοιβαίων περιουσιακών στοιχείων και φορέων επενδυτικών κεφαλαίων για την αποθησαύρηση και διαχείριση του πλούτου τους. Αυτός είναι ένας από τους λόγους για τους οποίους αναπτύχθηκαν τα αμοιβαία κεφάλαια αντιστάθμισης κινδύνου (hedge funds), για παράδειγμα.
Επιπλέον, καθώς αυξάνεται η μερίδα του εισοδήματος που συσσωρεύεται από το ανώτερο τμήμα των μεσαίων τάξεων, το δημόσιο συνταξιοδοτικό σύστημα καθίσταται [για το τμήμα αυτό του πληθυσμού] όλο και πιο ανεπαρκές, προκειμένου να υποκαταστήσει τις αποδοχές του εργασιακού βίου με ανάλογη σύνταξη· πόσο μάλλον, όταν οι υπεύθυνοι για τη χάραξη πολιτικής ενθαρρύνουν την καταφυγή σε ιδιωτικά συνταξιοδοτικά σχήματα μέσω φορολογικών και άλλων κινήτρων. Ιδιαίτερα στον Αγγλοσαξονικό κόσμο, όπου οι κρατικές παροχές στους ηλικιωμένους είναι περισσότερο αποσυνδεδεμένες από το ύψος των μισθών [και των ασφαλιστικών εισφορών] τους κατά τον εργασιακό βίο, αυτό δημιουργεί πρόσθετη ζήτηση για ιδιωτικά χρηματοοικονομικά μέσα.
Θεσμικοί επενδυτές
Γενικότερα, καθώς αυξάνεται τόσο η προσφορά όσο και η ζήτηση παραδοσιακών χρηματοοικονομικών μέσων, ο όγκος των ανωτέρω τίτλων που είναι υπό διαπραγμάτευση στις αγορές αυξάνεται σε πρωτοφανή κλίμακα. Τώρα πια, τους τίτλους αυτούς τους κατέχουν και τους διαχειρίζονται για λογαριασμό των νοικοκυριών κυρίως θεσμικοί επενδυτές, και όχι απευθείας τα ίδια τα νοικοκυριά.
Ωστόσο, η προσεκτική ανάλυση (από προοδευτικούς οικονομολόγους) δείχνει ότι ο βασικός πυρήνας αυτού του μεγάλου όγκου χρηματοοικονομικών συναλλαγών δεν είναι κερδοσκοπία. Αντίθετα, εκείνοι που ασχολούνται πιο εντατικά με την αγοραπωλησία των τίτλων που έχουν τη πιο μεγάλη ρευστότητα - όπως είναι τα κρατικά ομόλογα και οι μετοχές εταιριών υψηλής κεφαλαιοποίησης -, είναι επενδυτές που διαχειρίζονται αποθεματικά συνταξιοδοτικών ταμείων και άλλων αποταμιευτικών οργανισμών. Το κάνουν, γιατί αυτός είναι ο οικονομικά πιο αποδοτικός τρόπος προκειμένου να τηρούνται οι αυστηρές εντολές στις οποίες υπόκειται η επενδυτική τους δραστηριότητα.
Αυτό, με τη σειρά του, συνέβαλε στη μεγέθυνση των χρηματαγορών και των αγορών παραγώγων, οι οποίες εξυπηρετούν τις χρηματοοικονομικές συναλλαγές. Έτσι, οι δυνατότητες και οι ευκαιρίες για κερδοσκοπικές και παρασιτικές συναλλαγές έχουν αυξηθεί· ιδιαίτερα ελκυστικές και κερδοφόρες έχουν γίνει οι συναλλαγές στις αγορές παραγώγων. Ωστόσο, σε τελευταία ανάλυση, το μεγάλο μέγεθος των σημερινών χρηματοπιστωτικών αγορών και η μεγάλη αύξηση των συναφών κερδών, δεν είναι απλά μια δυσλειτουργικής φύσης έκρηξη που προκάλεσε ο νεοφιλελευθερισμός, αλλά σχετίζεται με πραγματικά φαινόμενα. Είναι αποτέλεσμα των δημογραφικών αλλαγών και της αύξησης της οικονομικής ανισότητας. Αλλά μόνον η δεύτερη αιτία είναι αναστρέψιμη.
Μόνιμο χαρακτηριστικό
Άς είμαστε σαφείς: Πρέπει να καταβληθούν μεγάλες προσπάθειες για να περιοριστεί η μεγέθυνση του χρηματοπιστωτικού τομέα· ακριβώς όπως πρέπει να καταβληθούν μεγάλες προσπάθειες για να περιοριστεί η εξάπλωση της υποαμειβόμενης εργασίας στον τομέα των υπηρεσιών και η ταυτόχρονη συρρίκνωση των καλά αμειβόμενων θέσεων εργασίας στον τομέα της βιομηχανίας. Όμως, ακριβώς όπως είναι μικρή η πιθανότητα να επιστρέψουν πάλι οι καιροί στους οποίους η βιομηχανία δημιουργούσε μεγάλο μέρος των θέσεων απασχόλησης - δεδομένης της αυτοματοποίησης και άλλων εξελίξεων -, έτσι και ένας χρηματοπιστωτικός τομέας μεγαλύτερος σε σύγκριση με το παρελθόν, αναμένεται να αποτελεί μόνιμο χαρακτηριστικό του οικονομικού τοπίου.
Η πιο πιεστική προβληματική εξέλιξη στις ευρωπαϊκές χώρες είναι ίσως η μετατροπή της κατοικίας σε χρηματοπιστωτικό προϊόν. Είναι μια μακρόχρονη τάση· την είδαμε στην κρίση και αναθερμάνθηκε πάλι τώρα ως επακόλουθο της κρίσης. Όμως, εάν βασίσουμε τις πολιτικές μας στην αντίληψη ότι η διόγκωση του χρηματοπιστωτικού τομέα είναι απλά και μόνον ένας νεοπλασματικός όγκος που δημιούργησε ο νεοφιλελευθερισμός, τότε αυτό θα υπονομεύσει την προσπάθεια να διανοίξουμε έναν καλύτερο δρόμο προς τα εμπρός.
Άς είμαστε σαφείς: Πρέπει να καταβληθούν μεγάλες προσπάθειες για να περιοριστεί η μεγέθυνση του χρηματοπιστωτικού τομέα· ακριβώς όπως πρέπει να καταβληθούν μεγάλες προσπάθειες για να περιοριστεί η εξάπλωση της υποαμειβόμενης εργασίας στον τομέα των υπηρεσιών και η ταυτόχρονη συρρίκνωση των καλά αμειβόμενων θέσεων εργασίας στον τομέα της βιομηχανίας. Όμως, ακριβώς όπως είναι μικρή η πιθανότητα να επιστρέψουν πάλι οι καιροί στους οποίους η βιομηχανία δημιουργούσε μεγάλο μέρος των θέσεων απασχόλησης - δεδομένης της αυτοματοποίησης και άλλων εξελίξεων -, έτσι και ένας χρηματοπιστωτικός τομέας μεγαλύτερος σε σύγκριση με το παρελθόν, αναμένεται να αποτελεί μόνιμο χαρακτηριστικό του οικονομικού τοπίου.
Η πιο πιεστική προβληματική εξέλιξη στις ευρωπαϊκές χώρες είναι ίσως η μετατροπή της κατοικίας σε χρηματοπιστωτικό προϊόν. Είναι μια μακρόχρονη τάση· την είδαμε στην κρίση και αναθερμάνθηκε πάλι τώρα ως επακόλουθο της κρίσης. Όμως, εάν βασίσουμε τις πολιτικές μας στην αντίληψη ότι η διόγκωση του χρηματοπιστωτικού τομέα είναι απλά και μόνον ένας νεοπλασματικός όγκος που δημιούργησε ο νεοφιλελευθερισμός, τότε αυτό θα υπονομεύσει την προσπάθεια να διανοίξουμε έναν καλύτερο δρόμο προς τα εμπρός.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου