Στις κοινωνικές επιστήμες, και πιο γενικά στην κοινωνιολογική και πολιτική φιλοσοφία του 20ού αιώνα, εμφανίστηκε με πολλές μορφές ένα πρότυπο σκέψης που βλέπει την οικονομία υπό στενή οπτική γωνία. Τη βλέπει ως σύστημα, και μάλιστα κλειστό. Στην οικονομία βλέπει μόνον δομή, δηλαδή στοιχεία που ανήκουν σ’ αυτήν και τις μεταξύ τους σχέσεις, αλλά όχι και τις δράσεις ενεργών παραγόντων που δρουν ταυτόχρονα «μέσα και έξω» από την οικονομία. Όσο μένουμε στα πλαίσια αυτού του προτύπου, όταν επιχειρούμε να την παρατηρήσουμε «εκ των έξω», η οικονομία γίνεται αδιαφανής, μαύρο κουτί· έτσι μετατρέπεται σε αντικείμενο που μπορεί να εξετάζεται μόνον «από μέσα», δηλαδή αποκλειστικά με οικονομικές θεωρίες, είτε των Κλασικών Οικονομολόγων, είτε παράγωγες της μαρξικής Κριτικής της Πολιτικής Οικονομίας, είτε με τα Κεϋνσιανά μοντέλα και ούτω καθεξής. Γίνεται αποκλειστική αρμοδιότητα των λεγόμενων θεωριών του συστήματος (system theories) και των ειδικών τεχνικών εργαλείων τους.
Άλλοι τομείς της ανθρώπινης δραστηριότητας όπως ο πολιτισμός και οι αλληλεπιδράσεις μεταξύ ατόμων στην καθημερινή ζωή, συχνά εξετάζονταν και με αναλυτικά εργαλεία δημιουργημένα από «θεωρίες της δράσης» (action theories). Όμως αναπτύχθηκαν κοινωνιολογικές σχολές, εμπνευσμένες ιδίως από τη Γενική Θεωρία των Συστημάτων, η οποία προέρχονταν κυρίως από τη Μαθηματική Θεωρία των Συνόλων, τη Βιολογία και την Κοινωνική Ανθρωπολογία (βλ. Ludwig Bertalanffy, Georg Cantor, Alfred Radcliffe-Brown, αλλά και Norbert Wiener, Ανατόλι Μπορίσοβιτς Ραποπόρτ, Jean Piaget, βλ. και εδώ) που εξέτασαν το σύνολο της κοινωνίας ως σύστημα, ως δομή. Χαρακτηριστικά παραδείγματα ήταν αφενός η θεωρία του λειτουργισμού (ή δομο-λειτουργισμού) του Πάρσονς (Talcot Parsons), αφετέρου η αμιγώς συστημική κοινωνική θεωρία του Λούμαν (Niklas Luhman). Σύμφωνα με τη δεύτερη, τα βασικά κοινωνικά φαινόμενα ερμηνεύονται με την ιδιότητα των συστημάτων να αυτο-οργανώνονται και να αυτορρυθμίζονται με τέτοιο τρόπο, ώστε οι εσωτερικές τους ισορροπίες και λειτουργίες, καθώς και οι σχέσεις των επιμέρους στοιχείων που συναποτελούν το σύνολο, να προσαρμόζονται κάθε φορά στο μεταβαλλόμενο εξωτερικό περιβάλλον του συστήματος.
Ένα άλλο παράδειγμα ήταν ο δομοκεντρικός μαρξισμός της λεγόμενης σχολής Αλτουσέρ. Σύμφωνα με αυτό το ρεύμα σκέψης, δοσμένο με αδρό τρόπο, οι πολλαπλοί επικαθορισμοί των διαφόρων δομικών επιπέδων της κοινωνίας, όπως η οικονομία, η πολιτική, η ιδεολογία, με δραστικότερο, αλλά μόνον «σε τελική ανάλυση», το μαύρο κουτί της οικονομίας, «αποφασίζουν πίσω από την πλάτη» των δρώντων ατόμων και κοινωνικών ομάδων και «κινούν» την ιστορία· άρα, δεν υπάρχει «υποκείμενο-δημιουργός της ιστορίας». Οι δράσεις (ή πρακτικές) ατόμων και κοινωνικών ομάδων είναι, κατά κάποιο τρόπο, σαν τη δράση των εξαρτημένων μεταβλητών στις μαθηματικές συναρτήσεις· μεταβάλλονται μεν, αλλά με μηδενικούς ή με επικαθορισμένους βαθμούς ελευθερίας, δηλαδή «χωρίς τη θέλησή μας». Οι άνθρωποι και οι κοινωνικές ομάδες είναι σαν σκιές ριγμένες πάνω στη σκηνή – ή μέσα στο Πλατωνικό σπήλαιο - από τη χορογραφία που εκτελούν οι δομικές, συστημικές αντιφάσεις και συγκρούσεις. Σ΄ αυτές τις δράσεις των ανθρώπινων «σκιών» και στην ακατάλυτη σύνδεση τους με τα συστημικά «σώματα» που τις ρίχνουν, οι οπαδοί αυτού του ρεύματος σκέψης πίστεψαν πως ανακάλυψαν εκ νέου, και πιο ευκρινώς, εκείνα που ο Μαρξ και ο Ένγκελς αποκαλούσαν ταξικούς αγώνες. Όχι άστοχα, ο δομοκεντρικός μαρξισμός αλλά και ποικίλες μετα-στρουκτουραλιστικές παραφυάδες που βλάστησαν από την ίδια ρίζα με αυτόν, αυτοχαρακτηρίστηκαν ως θεωρητικοί αντιανθρωπισμοί.
Διαφορετικό παράδειγμα, με σαφέστερα σχεδιασμένες τις σχέσεις και τα όρια μεταξύ συστημάτων και δρώντων παραγόντων, είναι η «θεωρία της επικοινωνιακής δράσης» του ώριμου Γιούργκεν Χάμπερμας. Σύμφωνα με αυτό το εγχείρημα «ανακατασκευής του ιστορικού υλισμού», το σύστημα (ήτοι τα υποσυστήματα της οικονομίας και της πολιτικής) στις καπιταλιστικές κοινωνίες αυτονομείται πλήρως από τον κόσμο της καθημερινής ζωής, τον βιόκοσμο (Lebenswelt). Στον βιόκοσμο συνεχίζουν πάντα να συμβαίνουν δράσεις ενεργών παραγόντων που μπορούν να διέπονται από τη μη εργαλειακή ορθολογικότητα της διυποκειμενικής αλληλεπίδρασης· δηλαδή οι ενεργοί παράγοντες έχουν δυνατότητα να ελέγχουν και να αξιολογούν λογικά και ηθικά τόσο τα μέσα (means) όσο και τους σκοπούς (ends) της δικής τους δράσης. Αντίθετα, στα αυτονομημένα υποσυστήματα της οικονομίας και της πολιτικής, υπό την παρούσα τάξη πραγμάτων ισχύει αμιγώς εργαλειακή ορθολογικότητα, δηλαδή εδώ οι σκοποί «είναι δεδομένοι» και δεν επιδέχονται ουσιαστική αξιολόγηση. Ο έλεγχος από ενεργούς παράγοντες των οικονομικών και πολιτικών σκοπών της δικής τους δράσης καταντά ανέφικτος. Συνεχίζοντας και συστηματοποιώντας σημαντικές σκέψεις του Μαξ Χορκχάιμερ, ο Χάμπερμας επισημαίνει περαιτέρω το εξής: Η «απο-κοινωνικοποιημένη» οικονομία και η πολιτική «ξεχειλίζουν»· και με τα δικά τους εργαλεία ή «μέσα» (media), το χρήμα και την εξουσία, «αποικίζουν εκ των έξω» τον βιόκοσμο. Δηλαδή «εγκαθιστούν» και εκεί σκοπούς υπεράνω ουσιαστικού (λογικού και ηθικού) ελέγχου, πράγμα που του επιφέρει παθολογικά αποτελέσματα.
Ουΐλλιαμ Μπλέικ: Ο Δάντης κυνηγημένος από τα Τρία Θηρία (σπό την εικονογράφηση της Θείας Κωμωδίας) |