του Χάουκε Μπρούνκχορστ
© Blätter für deutsche und internationale Politik - Hauke Brunkhorst: Europa am Abgrund: Zwölf Jahre Merkel, Ιούλιος 2017
© Blätter für deutsche und internationale Politik - Hauke Brunkhorst: Europa am Abgrund: Zwölf Jahre Merkel, Ιούλιος 2017
Η καγκελάριος Μέρκελ [στην αρχή αυτού του καλοκαιριού] πέρασε στην επίθεση εναντίον της νεο-αυτοκρατορικής στρατηγικής του Ντόναλντ Τραμπ που συνοψίζεται στο σύνθημα «Πρώτα η Αμερική». Πολύ σωστά ζητά τη χειραφέτηση της Ευρώπης από τις Ηνωμένες Πολιτείες: «Οι εποχές στις οποίες μπρούσαμε να βασιζόμαστε πλήρως σε άλλους έχουν πια περάσει [...] Εμείς οι Ευρωπαίοι πρέπει να πάρουμε τη μοίρα μας στα δικά μας χέρια».[1] Όμως η Άνγκελα Μέρκελ παραβλέπει κάτι με πολύ μεγάλη ευκολία: Σήμερα η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι σχεδόν ένα ερείπιο - και γι' αυτό το γεγονός, δεν είναι μικρό το φταίξιμο της γερμανικής πολιτικής στην τελευταία δεκαετία. Αυτή την πολιτική την προώθησε η ίδια η Μέρκελ.
Το σχέδιο της Άνγκελα Μέρκελ που υπάρχει εδώ και χρόνια και δεν είναι κρυφό, είναι το εξής: Ό,τι υπόλοιπο «κοινοβουλευτικής συναπόφασης» [Mitbestimmung] έχει απομείνει από την λαϊκή κυριαρχία της προηγούμενης εποχής, «να το διαμορφώσουμε με τέτοιο τρόπο, ώστε, παρόλο που θα είναι δημοκρατία, να είναι προσαρμοσμένο στις αγορές».[1] Στόχος είναι η προσαρμοσμένη στις αγορές δημοκρατία. Όταν το είπε, απευθυνόταν και στο δικό της Κοινοβούλιο και έτσι του ανακοίνωσε την αποδυνάμωσή του. Και δεδομένου ότι το Άρθρο 20 παράγραφοι 2 και 3 του Θεμελιώδους Νόμου [η Γερμανία ως Ομοσπονδιακό κράτος έχει Θεμελιώδη Νόμο - Grundgesetz, οι Ομόσπονδες Χώρες που την αποτελούν έχουν Σύνταγμα - Verfassung, π.χ. το Σύνταγμα της Βάδης-Βυρτεμβέργης] επιτάσσει την πλήρη δημοκρατική αυτεξουσιότητα και αυτοδιάθεση [Selbstbestimmung] του Κοινοβουλίου, ο περιορισμός του σε απλή συναπόφαση [Mitbestimmung] είναι φανερά αντισυνταγματικός· και μάλιστα, όταν (σε αντίθεση με την σαφή διατύπωση του Άρθρου 15 του Θεμελιώδους Νόμου) αφαιρείται από το Κοινοβούλιο η δυνατότητα να παρεμβαίνει στις σχέσεις παραγωγής της οικονομίας της αγοράς. Αν ισχύει ως προϋπόθεση η προσαρμογή στις αγορές, τότε το μόνο όπλο που απομένει για την «αξιοπρέπεια της δημοκρατίας» (Γιούργκεν Χάμπερμας) είναι η δημόσια διαμαρτυρία: Τα κινήματα τύπου Occupy Wall Street ως νέα εξωκοινοβουλευτική αντιπολίτευση [3].
Ο Χάουκε Μπρούνκχορστ (3ος από αριστ.) με άλλους καθηγητές
και μεταπτυχιακούς φοιτητές του Europa Universität Flensburg |
Αυτή η καθαρά οικονομίστικη πολιτική συμπεριφορά άρχισε ήδη με την πρώτη θητεία της Μέρκελ, δηλαδή με την έναρξη της παγκόσμιας οικονομικής κρίση που ξέσπασε ανοιχτά τον Σεπτέμβριο του 2008. Από τότε έχει συμβεί στην Ευρώπη μια συσσώρευση πολλαπλών κρίσεων, οι οποίες δεν είναι κρίσεις των εθνικών κρατών, δεν είναι παγκόσμιες, αλλά είναι ευρωπαϊκές κρίσεις· όμως η πολιτική της Άνγκελα Μέρκελ - σε αντίθεση με την πολιτική του προκατόχου της Χέλμουτ Κολ - απάντησε στις κρίσεις αυτές κυρίως με αντιδράσεις εθνικού εγωισμού [4].
Ωστόσο, η παγκόσμια οικονομική κρίση αντιμετωπίστηκε με το μεγαλύτερο στην ιστορία και συντονισμένο σε παγκόσμιο επίπεδο πρόγραμμα παροχής κινήτρων για την αναζωογόνηση της οικονομίας· με αυτό τον τρόπο, η κρίση δεν ξεπεράστηκε οριστικά, όμως περιορίστηκε και οπισθοχώρησε στην πρό του 2008 λανθάνουσα αλλά απειλητική κατάσταση.[5] Αλλά μόλις πέρασε ο μεγαλύτερος κίνδυνος και διασώθηκαν οι τράπεζες με τα χρήματα των φορολογουμένων, τα κράτη έγιναν και πάλι ικέτες των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων και των επενδυτών, καθώς είναι τώρα αναγκασμένα να δανειστούν από αυτούς τα χρήματα που τους λείπουν.[6] Τα κέρδη από τους τόκους, με τα οποία γλυκαίνουν την πίκρα τους από την κρίση και την κατάρρευση, οι τράπεζες, οι αυτοκινητοβιομηχανίες και οι επενδυτές τα τοποθετούν και πάλι σε χρηματοπιστωτικά προϊόντα υψηλής κερδοσκοπίας, ενώ τα νηπιαγωγεία και τα σχολεία έμειναν χωρίς πόρους και η μακροχρόνια διαρθρωτική οικονομική στασιμότητα (secular stagnation) επισφραγίζει την κοινωνική υποβάθμιση ευρύτατων κοινωνικών στρωμάτων.[7]
Από τη παγκόσμια οικονομική κρίση στην διαίρεση της Ευρώπης Ωστόσο, η παγκόσμια οικονομική κρίση αντιμετωπίστηκε με το μεγαλύτερο στην ιστορία και συντονισμένο σε παγκόσμιο επίπεδο πρόγραμμα παροχής κινήτρων για την αναζωογόνηση της οικονομίας· με αυτό τον τρόπο, η κρίση δεν ξεπεράστηκε οριστικά, όμως περιορίστηκε και οπισθοχώρησε στην πρό του 2008 λανθάνουσα αλλά απειλητική κατάσταση.[5] Αλλά μόλις πέρασε ο μεγαλύτερος κίνδυνος και διασώθηκαν οι τράπεζες με τα χρήματα των φορολογουμένων, τα κράτη έγιναν και πάλι ικέτες των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων και των επενδυτών, καθώς είναι τώρα αναγκασμένα να δανειστούν από αυτούς τα χρήματα που τους λείπουν.[6] Τα κέρδη από τους τόκους, με τα οποία γλυκαίνουν την πίκρα τους από την κρίση και την κατάρρευση, οι τράπεζες, οι αυτοκινητοβιομηχανίες και οι επενδυτές τα τοποθετούν και πάλι σε χρηματοπιστωτικά προϊόντα υψηλής κερδοσκοπίας, ενώ τα νηπιαγωγεία και τα σχολεία έμειναν χωρίς πόρους και η μακροχρόνια διαρθρωτική οικονομική στασιμότητα (secular stagnation) επισφραγίζει την κοινωνική υποβάθμιση ευρύτατων κοινωνικών στρωμάτων.[7]
Στη
ζώνη του ευρώ η παγκόσμια οικονομική κρίση μετετράπη, τουλάχιστον μετά την έναρξη της ελληνικής τραγωδίας (και υπό την ηγετική συμβολή της Άνγκελα Μέρκελ και του Βόλφγκανγκ Σόιμπλε), σε κοινωνική κρίση της Ευρώπης. Δεδομένου ότι τα χρήματα για μέτρα περιορισμού της κρίσης (όπως ήταν τα κίνητρα για την απόσυρση παλιών αυτοκινήτων, η παράταση της παροχής επιδομάτων στους εργαζόμενους με μειωμένο ωράριο και οι διασώσεις τραπεζών) έπρεπε να διατεθούν αποκλειστικά και μόνον από τον προϋπολογισμό των εθνικών κρατών-μελών και όχι από Ενωσιακούς πόρους, τα
οικονομικά βάρη κατανεμήθηκαν εξαιρετικά άνισα μέσα στον ενιαίο νομισματικό χώρο της ηπείρου.[8] Ενώ
η ανεργία στην πλούσια Γερμανία παρέμεινε χαμηλή, και λίγα χρόνια μετά
την κρίση (υπό συνθήκες αύξησης των επιχειρηματικών κερδών, στασιμότητας των μισθών
και πολύ μεγάλου τομέα χαμηλόμισθης απασχόλησης) έχουμε επιστρέψει σε κατάσταση σχεδόν πλήρους
απασχόλησης, η ανεργία στην φτωχή Νότια Ευρώπη, ιδιαίτερα των νέων, εκτοξεύτηκε στα ύψη και από τότε δεν έχει μειωθεί σημαντικά. Εδώ και χρόνια απειλεί μια ολόκληρη γενιά με ουσιαστικό κοινωνικό θάνατο. Αυτή η ασύμμετρη σχέση χωρίζει το σύνολο της Βορειοδυτικής Ευρώπης από τον Νότο της ζώνης του ευρώ. Βλέπουμε έτσι τι συμβαίνει όταν ισχύουν ίδιοι κανόνες του παιχνιδιού σε ένα γήπεδο που δεν έιναι επίπεδο αλλά γέρνει από τη μια εστία προς την άλλη: Η μεν μια ομάδα παίζει από πάνω προς τα κάτω, η δε άλλη από κάτω προς τα πάνω. Έτσι, ίδιοι κανόνες δεν δημιουργούν ίσους όρους ανταγωνισμού, σε αντίθεση με μια από τις αρχές του ορντο-φιλελευθερισμού, η οποία έχει κερδίσει την γενική αποδοχή όλων των κομμάτων της γερμανικής πολιτικής.
Η άνιση κατανομή των βαρών ενσωματώνεται σταθερά στο διακρατικό ευρωπαϊκό συνταγματικό δίκαιο, αλλά τώρα πια και στο εθνικό συνταγματικό δίκαιο των κρατών-μελών.[9] Από τη μια πλευρά, οι «οριζόντιες» ανισότητες μεταξύ των δύο φύλων, των προσανατολισμών του φύλου, των θρησκευτικών κοινοτήτων και των εθνοτικών ομάδων περιορίστηκαν σημαντικά, πράγμα που αποτελεί μεγάλη πρόοδο που ενισχύεται από το ευρωπαϊκό δίκαιο εναντίον των διακρίσεων. Από την άλλη, αυξήθηκαν αφάνταστα οι «κατακόρυφες» ανισότητες, πράγμα που αποτελεί
οπισθοδρόμηση εξίσου μεγάλη ή και μεγαλύτερη· η οπισθοδρόμηση αυτή ενισχύεται από το ευρωπαϊκό δίκαιο του
ανταγωνισμού και επιταχύνεται από τις άνισες συνθήκες διαβίωσης εντός της ζώνης του ευρώ. [10]
Αφαίρεση δικαιωμάτων με δικαστικές αποφάσεις και με νομοθετήματα
Σε όλα αυτά, η πολιτική της ισχυρότερης οικονομικά δύναμης στην Ευρώπη έχει συμβάλει με σημαντικό μερίδιο. Η
τεράστια οπισθοδρόμηση των δικαιωμάτων κοινωνικής ισότητας μετέτρεψε τους πολίτες σε «πελάτες με δικαιώματα» (Oliver Nachtwey)· στην πράξη, ακύρωσε ακόμη και τις προόδους της «οριζόντιας» χειραφέτησης, με το να μετατρέπει την χειραφέτηση όλων των γυναικών, όλων των ομοφυλοφίλων και όλων των
εθνοτικών ομάδων, σε ενδυνάμωση προσαρμοσμένη στις αγορές των πιο ευκατάστατων από αυτούς.[11]. Από το εγχείρημα της αλληλέγγυας κοινωνίας προκύπτουν εγχειρήματα μεμονωμένων ατόμων στην κοινωνία. [12] Το
αποτέλεσμα έχει ως εξής: Οι μαύροι, οι Εβραίοι, οι με βεβαρυμένο ποινικό μητρώο, οι άστεγοι, οι ομοφυλόφιλοι, στις
φτωχές περιφερειακές συνοικίες του Παρισιού, των Βρυξελλών ή του Μιλάνου, στην πραγματικότητα δεν έχουν κανένα από τα δικαιώματά τους, επειδή δεν μπορούν να διαφύγουν από τις
μισογυνικές, ρατσιστικές, αντισημιτικές και ομοφοβικές νοοτροπίες του κοινωνικού τους περιβάλλοντος, τις οποίες συμμερίζεται τόσο η κακοπληρωμένη αλλά βαριά οπλισμένη τοπική αστυνομία του γκέτο, όσο και οι περισσότεροι από τους κοινωνικά και οικονομικά υποβαθμισμένους κατοίκους του. Η ελευθερία που μόλις τώρα έχουν κερδίσει δεν έχει «εύλογη αξία» ([ή «δίκαιη αξία» - «fair value»] σύμφωνα με τον Τζων Ρωλς - John Rawls).[13]
Πολύ
σημαντικές για αυτή την de facto στέρηση πολιτικών δικαιωμάτων των
μισθωτών κοινωνικών τάξεων, είναι οι αποφάσεις του
Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων μετά το έτος 2000. Σε ζητήματα «οριζόντιας» χειραφέτησης είναι σχεδόν πάντοτε προοδευτικές, αλλά σε ζητήματα «κατακόρυφης» χειραφέτησης είναι σχεδόν
πάντοτε οπισθοδρομικές. Ενώ οι Γάλλοι άστεγοι στο Βέλγιο έχουν δικαίωμα στην κοινωνική πρόνοια, οι Λετονοί εργαζόμενοι που εργάζονται σε
εργοτάξια στη Σουηδία για λογαριασμό λετονικών επιχειρήσεων, εξαιρούνται από τους μισθολογικούς όρους των σουηδικών συμβάσεων εργασίας
και από τους σουηδικούς κανονισμούς για τις συνθήκες εργασίας, με αποτέλεσμα να «πιέζουν προς τα κάτω» την σουηδική αγορά
εργασίας. Αυτή
είναι μόνον μια περίπτωση από μια ολόκληρη σειρά αγώνων δρόμου προς τα κάτω (races to the bottom), στην οποία το ζητούμενο είναι πάντα ποιος θα καταφέρει πρώτος να εκτοξεύσει την κοινωνική ανισότητα στα ύψη, να βυθίσει την δημοκρατική αυτοδιάθεση στα μεγαλύτερα βάθη και να διώξει τα ανθρώπινα δικαιώματα έξω από τη δική του χώρα, μαζί με
τους πρόσφυγες.[14]
Υπό
την ηγεσία της Άνγκελα Μέρκελ και σε συνέχεια της Ατζέντα
2010 του Γκέρχαρντ Σρέντερ (Gerhard Schröder), ο αγώνας μεταξύ πλούσιων και φτωχών, ανεπτυγμένων και υπανάπτυκτων
εθνικών κρατών για ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα, ήρθε να αντικαταστήσει τους θεσμοθετημένους μέσα στο
κράτος πρόνοιας ταξικούς και διανεμητικούς αγώνες.[15]
Ο Κλάους Όφφε (Claus
Offe) αποκαλεί εύστοχα τον συνταγματοποιημένο αγώνα για την ανταγωνιστικότητα «κρυφό πρόγραμμα» («hidden curriculum»), κρυφό Σύνταγμα της Ευρώπης.[16] Δεδομένου ότι κάθε επιστροφή κερδών από τις εξαγωγικές χώρες της Βορειοδυτικής Ευρώπης προς τον εξαρτημένο από τις εισαγωγές Νότο εμποδίζεται από το Ενωσιακό συνταγματικό δίκαιο και
από τα συμφέροντα των μεγάλων τραπεζών, η δημοκρατική
αλληλεγγύη της Ευρώπης ξοδεύεται προτού μπορέσει να εξαπλωθεί σ'
ολόκληρη την ήπειρο.
Στις
αρχές της δεκαετίας του 1990, αυτή η εξέλιξη στην Ευρώπη, η κατ΄ αποκλειστικότητα «προσαρμοσμένη στις αγορές», δεν ήταν σε καμμιά περίπτωση αυτονόητο και τετελεσμένο γεγονός. Εκείνη την εποχή
υπήρχαν ακόμη δύο εν μέρει αλληλέγγυες επιλογές. Σύμφωνα με την πρώτη, το
κοινό νόμισμα θα έπρεπε να εισαχθεί μόνον αφού εξασφαλιστούν περίπου ίσες συνθήκες διαβίωσης (αυτή ήταν η επιλογή του ορντο-φιλελευθερισμού). Σύμφωνα με την δεύτερη, το ευρώ θα έπρεπε να εισαχθεί μόνον μαζί με μια κοινή ευρωπαϊκή οικονομική
κυβέρνηση, δημοκρατικά νομιμοποιημένη και αρκετά ισχυρή για
να εξασφαλίσει τέτοιες ίσες συνθήκες διαβίωσης (αυτή ήταν η επιλογή της κοινωνικής Ευρώπης του Ζακ Ντελόρ - Jacques Delors). Αντ' αυτών, ο συμβιβασμός κατόπιν διαπραγματεύσεων μεταξύ της Γερμανίας και της Γαλλίας οδήγησε στη χειρότερη από όλες τις δυνατές επιλογές. Έτσι
πήραμε αυτό που κανείς δεν ήθελε, ένα κοινό νόμισμα υπό εξαιρετικά άνισες συνθήκες
διαβίωσης, χωρίς δημοκρατική νομοθετική εξουσία και χωρίς εκλεγμένη κυβέρνηση.[17] Ως αποτέλεσμα, ήδη από την ημέρα της ίδρυσής της, η ζώνη του ευρώ μετετράπη σε «ένα δύσμορφο
σύστημα με δεκαεννέα κράτη χωρίς δική τους κεντρική τράπεζα και με μια
κεντρική τράπεζα χωρίς κράτος».[18]
Παρόλα αυτά, το ευρώ αποδείχτηκε επιτυχές, αλλά η επιτυχία είχε ένα τίμημα. Έχει κάνει την ενοποίηση της ευρωζώνης πρακτικά μη αναστρέψιμη. Όποια χώρα θελήσει να αποχωρήσει, θα πρέπει να υπολογίζει ότι θα υποστεί καταστροφή διπλή, δηλαδή τόσο
οικονομική όσο και πολιτική-ηθική· γι΄ αυτό τον λόγο, η ελληνική
κυβέρνηση έκανε καλά και υποχώρησε, όταν το 2015 ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε ακούμπησε το όπλο στο στήθος της. «Πολύ πριν από την εισαγωγή του ευρώ, στα πολύ ενοποιημένα συστήματα του δικαίου
και της οικονομίας της μετέπειτα ζώνης του ευρώ, ήταν σαφές ότι η
διασυνοριακή οικονομική αλληλεξάρτηση [...] (ήταν) τόσο προχωρημένη, ώστε μια
κλιμάκωση των εθνικών προστατευτισμών δεν θα σήμαινε μόνον το τέλος της
Ένωσης, αλλά και θα βύθιζε αμέσως ολόκληρη την ευρωπαϊκή οικονομία στην καταστροφή».[19]
Η Άνγκελα Μέρκελ αντέδρασε στην κρίση της ΕΕ με την εκβιαστική αλλά εύστοχη δήλωσή της που έχει ήδη γίνει θρυλική: «Αν πεθάνει το ευρώ, θα πεθάνει η Ευρώπη». Ωστόσο, μετά από αυτή την αναγνώριση εκ μέρους της της οικονομικής και πολιτικής πραγματικότητας, δεν ακολούθησε καμμιά πολιτική αλληλέγγυας κατανομής των βαρών για καταπολέμηση της κρίσης με βιώσιμο τρόπο. Ιδιαίτερα οι Έλληνες, αφέθηκαν μόνοι με το δημόσιο χρέος τους που είχαν φορτωθεί σε τέτοιο ιλιγγιώδες ύψος, απλά και μόνον επειδή οι τράπεζες πρόθυμα δάνειζαν, ξέροντας [ή εικάζοντας] ότι η Γερμανία, η Γαλλία και οι Ηνωμένες Πολιτείες θα έσπευδαν να «καθαρίσουν» σε περίπτωση κρίσης. Ωστόσο, όπως προκύπτει από μελέτη του Ινστιτούτου Οικονομικών Ερευνών Leibniz, η Γερμανία κέρδισε 100 δισεκατομμύρια ευρώ εξαιτίας της φυγής κεφαλαίων από την Ελλάδα, τα οποία σχεδόν καλύπτουν το ύψος των γερμανικών εγγυήσεων που δόθηκαν στην Ελλάδα.[20]
Η Άνγκελα Μέρκελ αντέδρασε στην κρίση της ΕΕ με την εκβιαστική αλλά εύστοχη δήλωσή της που έχει ήδη γίνει θρυλική: «Αν πεθάνει το ευρώ, θα πεθάνει η Ευρώπη». Ωστόσο, μετά από αυτή την αναγνώριση εκ μέρους της της οικονομικής και πολιτικής πραγματικότητας, δεν ακολούθησε καμμιά πολιτική αλληλέγγυας κατανομής των βαρών για καταπολέμηση της κρίσης με βιώσιμο τρόπο. Ιδιαίτερα οι Έλληνες, αφέθηκαν μόνοι με το δημόσιο χρέος τους που είχαν φορτωθεί σε τέτοιο ιλιγγιώδες ύψος, απλά και μόνον επειδή οι τράπεζες πρόθυμα δάνειζαν, ξέροντας [ή εικάζοντας] ότι η Γερμανία, η Γαλλία και οι Ηνωμένες Πολιτείες θα έσπευδαν να «καθαρίσουν» σε περίπτωση κρίσης. Ωστόσο, όπως προκύπτει από μελέτη του Ινστιτούτου Οικονομικών Ερευνών Leibniz, η Γερμανία κέρδισε 100 δισεκατομμύρια ευρώ εξαιτίας της φυγής κεφαλαίων από την Ελλάδα, τα οποία σχεδόν καλύπτουν το ύψος των γερμανικών εγγυήσεων που δόθηκαν στην Ελλάδα.[20]
Εν
τω μεταξύ, η νομισματική πολιτική της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας
έχει δέσει μαζί, στην ίδια αλυσίδα, τους αδύναμους και τους ισχυρούς, για κοινή ευημερία και για κοινή καταστροφή· και αυτό,
υπό τις παρούσες συνθήκες, είναι ένα μεγάλο βήμα προς τα εμπρός, ακόμη και για τους αδύναμους, μολονότι έτσι, η αδυναμία τους στην πράξη διαιωνίζεται.[21] Εδώ φαίνεται το εξής: Οι κοινωνικοί δεσμοί του θεσμικού συστήματος του ευρώ, οι οποίοι σήμερα
κρατούν την Ευρώπη ενωμένη, δεν είναι πλεγμένοι από κοινωνικούς
αγώνες και αλληλεπιδράσεις, αλλά από τις τεχνολογίες και τις
επιταγές του συστήματος. Το θεσμικό σύστημα του ευρώ είναι η σπάνια περίπτωση μιας σχεδόν καθαρής μορφής συστημικής ενοποίησης χωρίς κοινωνική ενοποίηση.[22] Το θεσμικό σύστημα του ευρώ είναι μια πολύ εξειδικευμένη, επικεντρωμένη στη νομισματική πολιτική τεχνική κυβέρνηση, αποτελούμενη από ανώτατα στελέχη των κεντρικών τραπεζών και του δικαστικού σώματος,
τα οποία νομοθετούν ακόμη και τη στιγμή που λαμβάνουν αποφάσεις - με τις λέξεις του προέδρου της ΕΚΤ «θα κάνουμε ό,τι είναι αναγκαίο» («whatever it takes»), της πλειοψηφίας του Διοικητικού
Συμβουλίου της ή του Συμβουλίου των Διοικητών. Οι αποφάσεις αυτές εκτελούνται με συνέπειες συνήθως μη
αναστρέψιμες και πολύ ευρείες. Οι δικαστικές αρχές μόνον πολύ αργότερα μπορούν να κρίνουν αυτές τις αποφάσεις και είναι σχεδόν αδύναντο να τις ανατρέψουν· το μόνο που μπορούν να κάνουν είναι να τις επικυρώσουν, και το πολύ-πολύ να τροποποιήσουν ελάχιστα τις μελλοντικές αρμοδιότητες της
Κεντρικής Τράπεζας.
Έτσι,
το θεσμικό σύστημα του ευρώ, μαζί με το ήδη ηγεμονικό δίκαιο του
ανταγωνισμού και την προτεραιότητα της ατομικής ιδιοκτησίας, έχει γίνει το σχεδόν μη αναθεωρητέο ουσιαστικό Σύνταγμα της Ευρώπης, που μπορεί να τροποποιηθεί μόνον με ομοφωνία όλων των κρατών-μελών. Έχει
απωθήσει τη δημοκρατία και τα ανθρώπινα δικαιώματα στο περιθώριο, υποβιβάζοντάς τα σε προσαρμόσιμες μεταβλητές· όμως, άν και αυτό το θεσμικό σύστημα ταιριάζει με τα
συμφέροντα των κυρίαρχων τάξεων της Ευρώπης, κανείς από τους δρώντες κοινωνικούς παράγοντες δεν ήθελε πραγματικά αυτή την κατάληξη.
Η ειρωνεία της ιστορίας: Αν και κανείς δεν ήθελε αυτή την πολύ ελλειμματική,
μετα-δημοκρατική, καθαρά τεχνική μορφή της θεσμοποίησης του, το ευρώ
αποδείχθηκε στις τελευταίες δεκαετίες, ως το νόμισμα που ήταν το πιο ταιριαστό από όλα τα άλλα για την παγκοσμιοποίηση με κινητήρια δύναμη την χρηματοοικονομία και για όσους κέρδισαν από αυτήν. Και μάλιστα, αποδείχτηκε το πιο κατάλληλο τόσο στις
καλές εποχές με τα τεράστια κέρδη από τις γιγαντιαίες φούσκες (τότε που έπεφταν μερικά ψίχουλα ακόμη και για τους χαμένους), όσο και στις κακές εποχές,
όταν έσκασε η φούσκα· τότε που οι μεν κερδισμένοι διασώθηκαν από το κράτος με αυτά ακριβώς τα χρήματα που με κόπους και αγώνες δεκαετιών είχαν κερδίσει οι χαμένοι, ενώ οι ίδιοι οι χαμένοι πλήρωσαν τον λογαριασμό. Τώρα το επάρατο κράτος πρέπει να διασώσει την «δημοκρατία την προσαρμοσμένη στις αγορές».
Αυτή η λειτουργία του κράτους, η οποία το μόνο που μπορεί να κάνει είναι να εξυπηρετεί, μας παραπέμπει στην μακρά γραμμή της νεοφιλελεύθερης πολιτικής, η οποία ξεκινά από τον Χάγιεκ (Friedrich August von Hayek) και μέσω της Μάργκαρετ Θάτσερ φτάνει μέχρι την Άνγκελα Μέρκελ. Ο αποικισμός όλων σχεδόν των τομέων της ζωής από το χρήμα και την
εξουσία, ο οποίος ξεκίνησε πριν από σαράντα χρόνια στη Χιλή και στην Αργεντινή, στο
Ηνωμένο Βασίλειο και στις ΗΠΑ, και τον ενίσχυσε πολύ αυτό το θεσμικό σύστημα του ευρώ, έχει σχεδόν υπαγάγει ολόκληρη την κοινωνική, πολιτική και
οικογενειακή ζωή στις λειτουργικές επιταγές της αγοράς.[23] Όποιος δεν τελεί ήδη υπό την άμεση εξουσία του, πρέπει να αφομοιωθεί. Όποιος είναι αναγκασμένος να ζει στις όλο και εξαπλούμενες φτωχές περιφερειακές ζώνες των πλούσιων αστικών
κέντρων, πρέπει να μάθει να συμβιώνει με την όλο και αυξανόμενη ανομία,
με την συλλογική κατάθλιψη, με την απαράδεκτη ανισότητα και τον πλήρη αποκλεισμό. Το θεσμικό σύστημα του ευρώ κρατά την Ευρώπη ενωμένη με το να διασπά την ήπειρο κοινωνικά και πολιτικά. Οι πλούσιες χώρες γίνονται όλο και πλουσιότερες και οι φτωχές όλο και φτωχότερες. Οι πλούσιοι έχουν μόνον δικαιώματα, οι φτωχοί έχουν μόνον υποχρεώσεις.[24] Ωστόσο, πλούσιες και φτωχές χώρες είναι δεμένες μαζί στην ίδια αλυσίδα, μέχρι να τις χωρίσει ο θάνατος. Αυτή είναι η παγίδα μέσα στην οποία βρίσκεται η Ευρώπη.[25]
Ενώ ο αγώνας μεταξύ των κρατών για την οικονομική τους επιβίωση γίνεται όλο και πιο απειλητικός, ανοίγει όλο και περισσότερο η ψαλίδα μεταξύ των κοινωνικών τάξεων και των γενεών (ανεργία των νέων). Τα πράγματα είναι όντως όπως λένε κινήματα του τύπου Occupy Wall Street: Το οικονομικά κορυφαίο 10 % του πληθυμού της
Ευρώπης είναι οι κερδισμένοι, ενώ όλες οι ασθενέστερες κοινωνικές τάξεις έχουν απώλειες σε εισοδήματα και σε περιουσιακά στοιχεία [26]. Οι ισχυροί κληροδοτούν πλούτο και status στα παιδιά τους, οι ασθενέστεροι κληροδοτούν μόνον την έλλειψη ελπίδας.
Έτσι, κατά την τελευταία δεκαετία, το εγχείρημα της κοινωνικής Ευρώπης και των κρατών πρόνοιας δεν έχει μόνον περιπέσει σε κρίση οικονομική
και κοινωνική, αλλά και σε μια βαθιά πολιτική κρίση της δημοκρατίας και
του κομματικού της συστήματος. Και αυτή η κρίση είναι, όπως και οι άλλες, μια κρίση ευρωπαϊκή, η οποία, αν μπορεί να λυθεί, μπορεί να λυθεί μόνον σε επίπεδο ευρωπαϊκό.[27]
Η όλο και μεγαλύτερη κοινωνική ανισότητα έχει προκαλέσει κατάρρευση της συμμετοχής στις εκλογές των ψηφοφόρων που ανήκουν στα ασθενέστερα στρώματα διάλειμμα και κατέστρεψε την ικανότητα των σοσιαλδημοκρατικών και
αριστερών κομμάτων να κατακτούν πλειοψηφίες. Από ανάγκη και οπορτουνισμό ακολουθούν
την τάση και από
εκλογές σε εκλογές μετακινούνται όλο και πιο δεξιά, μέχρι το σημείο να μη μπορείς
πια να τα διακρίνεις από τα νεο-συντηρητικά κόμματα.[28] Ως αποτέλεσμα, έχει συρρικνωθεί η πολιτική διάκριση μεταξύ Αριστεράς και Δεξιάς, καθώς και η διάκριση μεταξύ της κυβέρνησης και της αντιπολίτευσης.
Αν όμως δεν υπάρχουν πια διακριτές αριστερές και δεξιές εναλλακτικές επιλογές, τότε η ψήφος έχει νόημα μόνον για εκείνους που βλέπουν ήδη
τα συμφέροντά τους να αντιπροσωπεύονται ούτως ή άλλως από το ενιαίο κόμμα του «δεξιού Κέντρου», που κυβερνά την Ευρώπη και τα κράτη της, αρχίζοντας από την Βορειοδυτική. Η ενσάρκωση αυτού του δεξιού Κέντρου - και η πρώτη επωφελούμενη από το δικό της Κέντρο - είναι η αιώνια καγκελάριος Άνγκελα Μέρκελ. Διότι, ακόμη και τούτο είναι μια από τις συνέπειες της πολιτικής της: Εξαφανίζεται η αντιπολίτευση. Σήμερα, όταν οι δημοσιογράφοι θέλουν να ζητήσουν τη γνώμη ενός εκπροσώπου της αντιπολίτευσης
για ένα ζήτημα της κυβερνητικής πολιτικής, ρωτούν κάποιον πολιτικό του μικρότερου εταίρου του μεγάλου κυβερνητικού Συνασπισμού, κάποιον Σοσιαλδημοκράτη, και κατά προτίμηση
υπουργό. Αυτός ο εγκλεισμός της πρώην αριστερής αντιπολίτευσης στην κυβέρνηση είναι η
αρχή του τέλους της παλιάς πλουραλιστικής δημοκρατίας - και ταυτόχρονα το άνοιγμα για να μπει στο πολιτικό παιχνίδι μια νέα Δεξιά.[29]
Η άνοδος της νέας Δεξιάς
Εν τω μεταξύ, η ριζοσπαστική Δεξιά άρπαξε την ευκαιρία και κατέλαβε τον τεράστιο κενό χώρο στα αριστερά του κέντρου. Εξάλλου, η σειρά των νικών της
δεν εξηγείται κατά κύριο λόγο από τη μετανάστευση
προς την Δεξιά των ψήφων των άλλοτε αριστερών πρώην βιομηχανικών εργατών των
μετα-βιομηχανικών πόλεων. «Πρώην κομμουνιστής, τώρα ψηφίζει το γαλλικό Εθνικό Μέτωπο»: Αυτό είναι ένα δυσφημιστικό σλόγκαν που έχει
διαδοθεί αποτελεσματικά από την δεξιά προπαγάνδα και το οικειοποιούνται με ευγνωμοσύνη οι νεο-συντηρητικές και νεοφιλελεύθερες ελίτ και τα συγκροτήματα
των μέσων ενημέρωσης. Όπως δείχνουν πρόσφατες μελέτες από τη Ζώνη των βορειοδυτικών Πολιτειών της Σκουριάς (Rust Belt) των Ηνωμένων Πολιτειών και από την ίδια τη
Γαλλία, η άνοδος της ριζοσπαστικής Δεξιάς έχει άλλους
λόγους. Εξηγείται,
κατά πρώτο λόγο, από την ολοένα και μειούμενη συμμετοχή των ψηφοφόρων που προέρχονται από την κατεστραμμένη πρώην εργατική τάξη των πόλεων, και, δεύτερον, από την υπερκινητική νεολαία των αστικών κέντρων, η οποία έχει στην πλειοψηφία της αριστερές απόψεις, αλλά
δύσκολα πάει να ψηφίσει. Και τα δύο μαζί συντελούν σε μια έντονη μετατόπιση του πολιτικού φάσματος προς τα δεξιά.
Ωστόσο, μέχρι τώρα, η πολιτική τάξη αντιδρά με εξαιρετικά ασύμμετρο τρόπο στις προκλήσεις που δέχεται από τα αριστερά και από τα δεξιά. Προσαρμόζεται προς τα δεξιά, πράγμα που ισχύει χωρίς εξαίρεση για όλα τα κόμματα της γερμανικής Ομοσπονδιακής
Βουλής, και απαντά με χτυπήματα προς τα αριστερά. Αλλά τι προκύπτει από αυτό; Η στην πράξη χωρίς αντιπολίτευση, χαλαρή, τεχνοκρατική εξουσία της Άνγκελα Μέρκελ
και των κατά περίπτωση κυβερνητικών εταίρων της, η οποία απλώνεται σε όλη την ευρωπαϊκή ήπειρο, ήδη αρχίζει να μοιάζει υπερβολικα με τον
αυταρχικό φιλελευθερισμό που άλλαξε τον κόσμο, ιδίως μετά την εκλογή του Ντόναλντ Τραμπ το 2016. Μένει να δούμε άν αυτό θα αλλάξει και πάλι στο μέλλον, εξαιτίας μιας αναζωογόνησης της Αριστεράς.
Προς το παρόν υπάρχουν ελάχιστες ενδείξεις για το τελευταίο. Συμβάινει το αντίθετο: Ενώ οι Μεγάλοι Συνασπισμοί στις Βρυξέλλες και στο Βερολίνο προσαρμόζονται προς
τα δεξιά και σχεδιάζουν κρυφά συμμαχίες, σε κάθε πολιτική πρόκληση από τα αριστερά αντιδούν με την κατάφωρη σκληρότητα της
ηγεμονικής εξουσίας. Το βίωσε αυτό παραδειγματικά, μετά τον Ιανουάριο 2015
η
αριστερή κυβέρνηση στην Ελλάδα, η οποία αντέδρασε στην κατάληψη της χώρας από τις τράπεζες του Βορρά. Υπό την ενορχήστρωση του Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, την τιμώρησαν και την ταπείνωσαν.[30]
Στο
τέλος αυτής της τιμωρίας προς παραδειγματισμόν, στις αρχές Ιουλίου 2015, ο πρόεδρος της ΕΚΤ
αναγκάστηκε να απειλήσει τη χώρα με άμεση οικονομική καταστροφή, εάν το
Κοινοβούλιο στην Αθήνα δεν ψήφιζε εκείνο το βράδυ τους νόμους που
του υπαγόρευσαν οι «θεσμοί». Λίγες μόνον ημέρες πριν από τις εκλογές στην Ελλάδα, αργά το βράδυ, σε έναν χώρο υποδοχής, ξενοδοχείου, ο Ζαν Κλωντ Γιουνκερ (Jean-Claude Juncker) είχε πει στους δημοσιογράφους του καναλιού Arte,
το εξής: Ένα κόμμα τόσο αριστερό όπως ο ΣΥΡΙΖΑ στην Ελλάδα, δεν πρέπει να εκλέγεται για να κυβερνήσει μια χώρα στη ζώνη του ευρώ.[31]
Όμως τώρα, ίσως ο Ντόναλντ Τραμπ είναι πράγματι η τελευταία ευκαιρία
για την Ευρώπη «να πάρει την τύχη στα δικά της χέρια» (Άνγκελα Μέρκελ). Με τον Τραμπ, σε
κάθε περίπτωση, επιστρέφει
στην ήπειρο η κρίση εξωτερικής πολιτικής και η Ευρώπη βλέπει τον εαυτό της να επαναφέρεται πίσω στη δεκαετία του 1930. Ξαφνικά η Ευρωπαϊκή Ένωση βρίσκεται μεταξύ Σκύλλας και Χάρυβδης, ανάμεσα στην Ρωσία και στη νέα αγγλοσαξωνική Ένωση των Τραμπ και των Μέι, των Μπάνον και Τζόνσον, οι οποίοι προετοιμάζονται να προωθήσουν
μέχρι τις έσχατες συνέπειές της την νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση. Ως αντίδραση σ' αυτή την κατάσταση εκτάκτου ανάγκης, τουλάχιστον μετά την Brexit, ενισχύεται
το αίσθημα της αλληλεγγύης μεταξύ των Ευρωπαίων - παντού στην Ευρώπη, από τον Νότο μέχρι τον Βορρά.[32]
Αυτό
θα μπορούσε να θέσει εμάς τους Ευρωπαίους μπρoστά σε δύο εναλλακτικές επιλογές: Είτε να
ακολουθήσουμε τον αυτοκτονικό δρόμο του Γιάροσλαβ Κατσίνσκι (Jarosław Kaczynski) προς μια πανευρωπαϊκή πυρηνική στρατιωτική δύναμη, που την πρότεινε στην Μέρκελ αλλά απευθύνεται στην Μαρίν Λε Πεν. Ή, μαζί με τον Εμμανουέλ Μακρόν, να ανανεώσουμε την ιδέα της
κοινωνικής Ευρώπης. Αλλά για να κάνουμε το δεύτερο, χρειαζόμαστε μια δημοκρατική
κυβέρνηση της Ευρώπης, συγκροτημένη και συνταγματοποιημένη από τα κάτω προς τα επάνω, η οποία πρέπει να περιορίζεται στη ζώνη του
ευρώ και να είναι αρκετά ισχυρή για να αντιτάξει στην εκβιαστική δύναμη του κεφαλαίου κάτι άλλο, αντί της υπάκουης προσαρμογής στις αγορές à la Μέρκελ.
Μια
τέτοια κυβέρνηση πρέπει να θεσπίσει φορολογία σε ευρωπαϊκό επίπεδο, να ορίζει νομοθετικά την
πολιτική της Κεντρικής Τράπεζας και να μπορεί να δανείζεται
χρήματα σε απεριόριστες ποσότητες. Πρέπει να είναι αρκετά ισχυρή για μπορεί να εφαρμόζει όχι μόνον λιτότητα και
οπισθοδρομικές μεταρρυθμίσεις, αλλά, εάν το θέλουν οι ψηφοφόροι, και ισχυρή
αναδιανομή από πάνω προς τα κάτω και από τον Βορρά προς τον Νότο, να κάνει πράξη
επενδυτικά προγράμματα και να εισαγάγει ένα πανευρωπαϊκό επίδομα
ανεργίας.
Με τον Ντόναλντ Τραμπ βρισκόμαστε ενώπιον αποφάσεων για το μέλλον της Ευρώπης. Εθνικιστική προσαρμογή στις αγορές ή ευρωπαϊκή αλληλεγγύη - αυτές είναι οι δύο εναλλακτικές επιλογές. Τρίτη δεν θα υπάρξει.
Σημειώσεις
[1] Από το άρθρο του Majid Sattar: «Da waren es nur noch sechs», στην Frankfurter Allgemeine Zeitung (FAZ), 29.5.2017.
[2] Angela Merkel, σύμφωνα με τον Stephan Löwenstein: «Suche nach Konsens bei Euro-Rettung», στην FAZ, 1.9.2011.
[4] Βλ. Claus Offe και Ulrich K. Preuss: Citizens in Europe, Colchester 2016.
[5] Για μια γενική εικόνα βλ. Craig Calhoun: «What Threatens Capitalism Now?», στο Immanuel Wallerstein κ.ά. (επιμ.), Does Capitalism have a Future?, Οξφόρδη 2013, σ. 132-161 [βλ και εδώ].
[6] Claus Offe: Europa in der Falle, Bερολίνο 2016 [βλ. εν συντομία και Κλ. Όφφε, «Η Ευρώπη σε Παγίδα», στην ελληνική έκδοση του βιβλίου Δημοκρατία ή Καπιταλισμός - Η Ευρώπη σε κρίση, τόμ. 2 (επιμ. Ρ. Γκόλιου), Θεσσαλονίκη 2015], καθώς και Calhoun, ό,π. σ. 141 κ.ε.
[7] Oliver Nachtwey: Die Abstiegsgesellschaft. Über das Aufbegehren in der regressiven Moderne, Bερολίνο 2016.
[8] Claus Offe, «The European model of “social„ capitalism - Can it survive European integration?» (→ pdf ←), στο The Journal of Political Philosophy, 4/2003, σ. 437-469. Για τον πολαπλασιασμό σε παγκόσμιο επίπεδο των «παράπλευρων» επιπτώσεων της κοινωνικής ανισότητας, βλ. Stephan Lessenich, Neben uns die Sintflut. Die Externalisierungsgesellschaft und ihr Preis [παρουσίαση του βιβλίου στην Zeit από τον Mathias Greffrath], Bερολίνο 2016.
[9] John Erik Fossum και Augustín José Menéndez: The Constitution’s Gift. A Constitutional Theory for a Democratic European Union, Lanham κ.ά. 2011, με προτάσεις για μεταρρυθμίσεις. Claudio Franzius και Ulrich K. Preuß: Die Zukunft der europäischen Demokratie (→ pdf ←), Heinrich-Böll-Stiftung 2011. Για την γενεαλογία της κρίσης: Hauke Brunkhorst, Das doppelte Gesicht Europas. Europa zwischen Kapitalismus und Demokratie [βλ. και παρουσίαση στην → Zeit], Bερολίνο 2014.
[10] Για τη διάκριση μεταξύ της «οριζόντιας» και της «κατακόρυφης» ανισότητας.χειραφέτησης βλ. Nachtwey, ό.π..
[11] Alexander Somek: Europe, From emancipation to empowerment, London School of Economics, LEQS Paper No. 60/2013 (→ pdf ←) και Nachtwey, Abstiegsgesellschaft, ό.π., σ. 116.
[12] Nachtwey, ό.π., σ. 208.
[13] Βλ. Hauke Brunkhorst, «Selbstbestimmung durch deliberative Demokratie», στον Leviathan 1/2017, σ. 21-34.
[14] Sonja Buckel και Lukas Oberndorfer, «Die lange Inkubationszeit des Wettbewerbs der Rechtsordnungen – Eine Genealogie der Rechtsfälle Viking/Laval/Rüffert/Luxemburg aus der Perspektive einer materialistischen Europarechtstheorie», στο: Andreas Fischer-Lescano, Florian Rödl και Christoph Schmid (επιμ.): Europäische Gesellschaftsverfassung. Zur Konstitutionalisierung sozialer Demokratie in Europa, Baden-Baden 2009, σ. 277-296. Martin Höpner, «Soziale Demokratie? Die politökonomische Heterogenität Europas als Determinante des demokratischen und sozialen Potenzials der EU», στο Europarecht - Ένθετο 1/2013, σ. 69-89, εδώ σ. 77 κ.ε. Alexander Somek, «Sozialpolitik in Europa: Von der Domestizierung zur Entwaffnung», στο Europarecht - Ένθετο 1/2013,, σ. 49-68, εδώ σ. 64 κ.ε. Markus Büchting και Felix Stumpf, «Arbeitnehmerrechte im Sinkflug. Wie der Europäische Gerichtshof die Gewerkschaftsmacht aushebelt», στα Blätter 6/2008, σ. 83-91.
[15] Claus Offe, «The European model of „social“ capitalism», ό.π, σ. 463. Του ιδίου, Europe entrapped. Does the EU have the political capacity to overcome its current crisis? [→ pdf ←], στο European Law Journal 5/2013, σ. 595-611 [βλ. και Κλ. Όφφε, «Η Ευρώπη σε Παγίδα», στην ελλ. έκδοση του βιβλίου Δημοκρατία ή Καπιταλισμός - Η Ευρώπη σε κρίση, τόμ. 2],
[16] Offe, The European model of „social“ capitalism, ό.π. σ. 463.
[17] Henrik Enderlein, Grenzen der europäischen Integration? Herausforderungen an Recht und Politik, Εισήγηση σε συζήτηση Στρογγυλής Τράπεζας της DFG σε συνεργασία με το Ίδρυμα Friedrich Ebert, Bερολίνο 25.11.2011.
[18] Offe, Europa in der Falle, ό.π, σ. 16.
[19] Fritz Scharpf, «Demokratische Politik in Europa» στο Dieter Grimm κ.α. (επιμ.): Zur Neuordnung der Europäischen Union. Die Regierungskonferenz 1996/97, Baden-Baden 1997, σ. 65-91, εδώ σ. 82.
[20] Claus Offe, Narratives of Responsibility. German Politics in the Eurozone Crisis, σ. 27 (χειρόγραφο αδημοσίευτο σε έντυπη έκδοση - ηλεκτρονικά → εδώ ←).
[21] Βλ. και Offe, Europa in der Falle, ό.π.
[22] Jürgen Habermas, Theorie des kommunikativen Handelns, τόμ. 2, Φρανκφούρτη/M., 1981.
[23] Jürgen Habermas, Im Sog der Technokratie, Bερολίνο 2013.
[24] Αυτή είναι και η εικόνα στη Βραζιλία, με την «υπερ-ενσωμάτωση» των ισχυρών κοινωνικών στρωμάτων και την «υπο-ενσωμάτωση» των ασθενέστερων, βλ Marcelo Neves, «Zwischen Subintegration und Überintegration: Bürgerrechte nicht ernst genommen» στην Kritische Justiz 4/1999, σ. 557-577 [→ pdf ←] .
[25] Offe, Europa in der Falle, ό.π.
[26] Στατιστικά δεδομένα από: Silke van Dyk: Die soziale Frage in der (Post-)Wachstumsökonomie.
[27] Βλ. και Offe/Preuss, ό.π.
[28] Για συσχετίσεις που μπορούν να σημαίνουν άμεση σχέση αιτίου και αποτελέσματος, βλ.: Armin Schäfer, Der Verlust politischer Gleichheit: Warum die sinkende Wahlbeteiligung der Demokratie schadet, Φρανκφούρτη 2015.
[29] Σπάνια διατυπώνονται θέσεις από την οπτική γωνία μιας πραγματικής αντιπολίτευσης. Μια από τις σπάνιες εξαιρέσεις: «Dann müssten wir Europäer tun, was wir längst hätten tun sollen». Συζήτηση με τον Υπουργό Εξωτερικών Sigmar Gabriel (SPD) με θέμα τον Τραμπ και τον κόσμο στην FAZ, 16.2.2017.
[30] Offe, Europa in der Falle, ό.π.
[30] Offe, Europa in der Falle, ό.π.
[31] Βλ. Prinzip Hoffnung. Die Welt des Alexis Tsipras, Arte, 21.7.2015.
[32] Jürgen Gerhards και Holger Lengfeld: Wir, ein europäisches Volk? Sozialintegration Europas und die Idee der Gleichheit aller europäischen Bürger. Wiesbaden 2013. Vision Europe Summit Consortium, Welfare state reforms in Europe – Mapping citizens opinion, Gütersloh 2015; Brexit lässt die Zustimmung zur Europäischen Union deutlich steigen, Bertelsmann-Stiftung, 21.11.2016.
Το πρωτότυπο άρθρο δημοσιεύτηκε στο περιοδικό © Blätter für deutsche und internationale Politik, τεύχος 7/2017, σ. 55-62
Το πρωτότυπο άρθρο δημοσιεύτηκε στο περιοδικό © Blätter für deutsche und internationale Politik, τεύχος 7/2017, σ. 55-62
Ο Hauke Brunkhorst (1945) σπούδασε παιδαγωγική, κοινωνιολογία, φιλολογία και φιλοσοφία στο Κίελο, στο Φράιμπουργκ και στη Φρανκφούρτη.
Διδάσκει κοινωνιολογία και παιδαγωγική στο Ευρωπαικό Πανεπιστήμιο του Φλένσμπουργκ (Europa Universität Flensburg) και διευθύνει τον Ινστιτούτο Κοινωνιολογίας και το International Institute of Management του ίδιου πανεπιστημίου.
Διδάσκει κοινωνιολογία και παιδαγωγική στο Ευρωπαικό Πανεπιστήμιο του Φλένσμπουργκ (Europa Universität Flensburg) και διευθύνει τον Ινστιτούτο Κοινωνιολογίας και το International Institute of Management του ίδιου πανεπιστημίου.
Μεταξύ άλλων, δίδαξε και έκανε ερευνητικό έργο στα πανεπιστήμια της Φρανκφούρτης, Βερολίνου, Βιέννης, Άαρχους (Δανία), στη Σκωτία και στο Maison des Sciences de l’Homme (Παρίσι).
Ασχολείται ιδιαίτερα με ζητήματα πολιτικής θεωρίας και πράξης και με το νομικό-συνταγματικό τους πλαίσιο, εντός της παράδοσης της Κριτικής Θεωρίας της Σχολής της Φρανκφούρτης.
Ασχολείται ιδιαίτερα με ζητήματα πολιτικής θεωρίας και πράξης και με το νομικό-συνταγματικό τους πλαίσιο, εντός της παράδοσης της Κριτικής Θεωρίας της Σχολής της Φρανκφούρτης.
Σημαντικά βιβλία του: Praxisbezug und Theoriebildung (1978), Der Intellektuelle im Land der Mandarine (1987), Theodor W. Adorno - Dialektik der Moderne (1990), Der entzauberte Intellektuelle. Über die neue Beliebigkeit des Denkens (1990), Hannah Arendt (1999), Einführung in die Geschichte politischer Ideen (2000), Solidarity. From civic friendship to a global legal community (2005), Habermas (2006), Critical theory, legal theory, and the evolution of contemporary society (2012), Legitimationskrisen: Verfassungsprobleme der Weltgesellschaft (2012), Das doppelte Gesicht Europas. Zwischen Kapitalismus und Demokratie (2014).
Στον ιστοχώρο Μετά την Κρίση:
Hauke Brunkhorst: Ευρωπαϊκό δυαδικό κράτος και ελληνική κρίση του 2015. Αντιφάσεις της δημόσιας σφαίρας - η ανάγκη για εκ νέου πολιτικοποίηση
→ ΥΓ 2.9.2017, Edzard Reuter, πρώην πρόεδρος της Mercedes-Daimler (1987-1995): «Es wird knallen, wenn wir nicht endlich aufwachen!» (Süddeutsche Zeitung, 1.9.2017). «Θα γίνει έκρηξη, άν δεν ξυπνήσουμε επιτέλους [...] Από τη μία μεριά όλο και περισσότεροι άνθρωποι με προσωρινές συμβάσεις εργασίας και από την άλλη διευθυντικά στελέχη με απολαβές διψήφιου αριθμού εκατομμυρίων ευρώ». Η απληστία, η οποία, κατά τον Reuters, ήταν και η αιτία για το σκάνδαλο παραποιήσεων των μετρήσεων ρύπων στα αυτοκίνητα Diesel, ανοίγει όλο και πιο πολύ το τεράστιο χάσμα μεταξύ των επιπέδων διαβίωσης των ανθρώπων· και μάλιστα σε μια εποχή που όλα ανατρέπονται στην αγορά εργασίας λόγω της ψηφιοποίησης. Η ευημερία για όλους δεν είναι διασφαλισμένη βιώσιμα, λέει ο Reuter. «Πρέπει να κινηθούμε, αν δεν θέλουμε να γίνει κανόνας και στην Ευρώπη ό,τι ισχύει στις Ηνωμένες Πολιτείες, όπου κάτω από τις γέφυρες κοιμούνται τα φτωχά πουλιά του Θεού και αποπάνω σουλατσάρουν οι εκατομμυριούχοι». ←
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου