του Ιβάν Κράστεφ
©The American Interest, Europe’s Democracy Paradox 1.2.2012
συντομευμένη αναδημοσίευση στον ιστότοπο National Endowment for Democracy - Democracy Digest
συντομευμένη αναδημοσίευση στον ιστότοπο National Endowment for Democracy - Democracy Digest
Η Ελλάδα
θα βουλιάξει πρώτα τις γαλλικές τράπεζες. Αλλά και οι γερμανικές τράπεζες δεν θα γλυτώσουν και μαζί τους θα είναι τελειωμένη υπόθεση και η Ιταλία. Με
λίγη «τύχη», η Ιταλία θα παρασύρει στην άβυσσο την Ισπανία. Η Πορτογαλία
θα ακολουθήσει την Ισπανία και η Ιρλανδία την Πορτογαλία... Στη συνέχεια, οι τράπεζες της ηπειρωτικής Ευρώπης θα κλειδώσουν τις πόρτες τους και οι ταμειακές μηχανές θα μείνουν από καύσιμο. Κατσαρόλες για μακαρόνια θα ηχούν στους δρόμους της Ρώμης...
Άν η Ελλάδα χρεοκοπήσει και καταρρεύσει χωρίς προειδοποίηση τον
Απρίλιο του 2012, μια Ευρωπαϊκή Επιτροπή Σωτηρίας θα συνεδριάσει στο
Λουξεμβούργο και θα αναστείλει όλες τις Συνθήκες...
Έτσι φανταζόταν ο περίφημος βρετανός ιστορικός Νόρμαν Ντέιβις (Norman Davies) [σημ. ΜτΚ: το φθινόπωρο του 2011], ότι τα
μελλοντικά εγχειρίδια ιστορίας θα περιγράψουν την παρακμή και την πτώση της
Ευρώπης που ξεδιπλωνόταν μπροστά στα μάτια μας.1 Μάλλον ο Ντέιβις έκανε
λάθος στις λεπτομέρειες: Ούτε Ευρωπαϊκή Επιτροπή Σωτηρίας συγκροτήθηκε ή θα συγκροτηθεί στην Ευρωπαϊκή Ένωση, ούτε τίποτε άλλο, τόσο δραματικό, είναι πιθανό να συμβεί. Ωστόσο υποψιάζομαι ότι είναι σωστό, που επιμένει ότι ακόμη ένας «κόσμος του χθες» έχει ήδη εξαφανιστεί, πριν καν καταλάβουμε ότι σβήνει.
Όταν οι φτιαγμένοι απο τον άνθρωπο τεχνητοί κόσμοι της πολιτικής και του πολιτισμού εξαφανίζονται, εξαφανίζονται γρήγορα. Πράγματι, η Ευρωπαϊκή Ένωση, όπως την γνωρίζαμε μόλις ένα ή δύο χρόνια πριν, έχει εξαφανιστεί. Οι ελίτ έχουν χάσει το δρόμο τους και οι πολίτες έχουν χάσει την υπομονή τους. Η
επίσημη, μονότονη προσευχή της ελίτ της ΕΕ, ότι οι ευρωπαίοι πολίτες θα σώσουν την
Ένωση, αποκαλύπτει απελπισία. [...]. Οι
πραγματικοί πολίτες των ευρωπαϊκών χωρών, άν τους δοθεί η ευκαιρία, είναι πολύ πιο πιθανό
να καταστρέψουν ό,τι έχει απομείνει από την «Ευρώπη», είτε στις κάλπες είτε και στους δρόμους. Η σημερινή κρίση έχει αποδείξει με οδυνηρό τρόπο ότι, παρά τη
ρητορική της αλληλεγγύης που ακούμε εδώ και χρόνια, η προθυμία των ευρωπαϊκών λαών να μοιραστούν τα βάρη δεν επεκτείνεται
εύκολα πέρα από τα εθνικά σύνορα.
Ας πάμε κατευθείαν στο θέμα: Η πραγματική κρίση στην Ευρώπη δεν είναι χρηματοπιστωτική και οικονομική, αλλά μια πολύ βαθύτερη κοινωνική και πολιτική κρίση, της οποίας η χρηματοπιστωτική και οικονομική διάσταση είναι απλώς ένα σύμπτωμα. Αυτή η βαθύτερη κρίση έχει προκύψει όχι μόνο γιατί υπάρχει έλλειμμα δημοκρατίας μεταξύ του κέντρου και των τμημάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, είτε γιατί οι σημερινοί ευρωπαίοι ηγέτες είναι λιγότερο αφιερωμένοι από τους προκατόχους τους στην δημιουργία μιας αυθεντικής ομοσπονδιακής ένωσης. Έχει προκύψει λόγω μιας σωρευτικά δραματικής μεταμόρφωσης του ίδιου του χαρακτήρα των φιλελεύθερων δημοκρατικών καθεστώτων της Ευρώπης. Την Ευρωπαϊκή Ένωση δεν μπορούν να την σώσουν οι πολίτες της, επειδή δεν υπάρχει ένας ευρωπαϊκός λαός [«δήμος»], αλλά και επειδή δεν μπορεί να επιβιώσει πια ως ένα εγχείρημα των ελίτ: η κρίση έχει κλιμώσει σημαντικά τη διαδικασία διάλυσης και των ίδιων των επιμέρους δημοκρατιών στην Ευρώπη, των καθοδηγούμενων από τις ελίτ.
Αντιλαμβανόμαστε εύκολα, ότι η δημοκρατική διακυβέρνηση είναι προϊόν κοινωνικών και ιστορικών εξελίξεων που αφορούν ιδιαίτερα συγκεκριμένες περιοχές και κοινωνίες. Επίσης, ότι είναι άνισα κατανεμημένα στον κόσμο, τα πρότυπα συμπεριφοράς και οι θεσμικές προυποθέσεις της δημοκρατίας, ακριβώς όπως πίστευαν ο Μοντεσκιέ (Montesquieu), ο Λοκ (Locke) και οι πιο πολλοί από τη γενιά των πολιτικών φιλοσόφων της εποχής του Διαφωτισμού. Δεχόμαστε με άλλα λόγια, ότι οι προοπτικές για δημοκρατία, άν και δεν λείπουν εντελώς από κανέναν λαό, είναι άνισα κατανεμημένες «οριζόντια». Αλλά κατά παράδοξο τρόπο δεν βλέπουμε πως μεταβάλλονται οι προοπτικές της δημοκρατίας με την πάροδο του χρόνου: «στον κάθετο άξονα», για να το πω έτσι. Τα κοινωνικά θεμέλια της δημοκρατίας αναταράσσονται αδιάκοπα, αν και με αργό ρυθμό. Ο συνδυασμός των παραγόντων που ευνοούν σε κάποια φάση τη σταθερότητα της δημοκρατίας μπορεί να αλλάξει, ακόμη και άν η τυπική δομή της δημοκρατίας παραμένει ίδια και απαράλλαχτη 2. Το αποτέλεσμα είναι υπόγειες «τεκτονικές-σεισμικές» αποκλίσεις μεταξύ της κοινωνικής πραγματικότητας αφενός και των οργάνων της πολιτικής και της λειτουργίας τους αφετέρου, που μπορεί τελικά να απειλήσει την ίδια τη δημοκρατία. Έχουμε συνηθίσει να μιλάμε για την αποσύνθεση των κοινωνικών θεσμών στην ιστορία, αλλά κατά κάποιο τρόπο έχουμε «εμβολιάσει» τους εαυτούς μας με κάτι που μας αποτρέπει να σκεφτοούμε ότι αυτό θα μπορούσε ίσως να συμβεί και σ' εμάς.
Αυτό όμως είναι ό, τι συνέβη στην Ευρώπη. Όχι λίγο αλλά πάρα πολύ, καθοδηγούμενη από τις ελίτ, η σοσιαλδημοκρατία υπονόμευσε τις κρίσιμες ισορροπίες και τους κοινωνικές ρυθμούς που χρειάζονται οι Ευρωπαίοι για να διατηρήσουν μια ώριμη πολιτική δημοκρατία. Στην καρδιά του ευρωπαϊκού εγχειρήματος, η οποία χαρακτηρίζεται από πολιτικές χωρίς όμως άσκηση πολιτικής σε ευρωπαϊκό επίπεδο και από πολιτική χωρίς όμως συγκεκριμένες πολιτικές στο επίπεδο του εθνικού κράτους, αναπτύσσεται μια δραστηριότητα αυτο-υπονόμευσης: ένα παράδειγμα, με άλλα λόγια, των πολιτισμικών αντιφάσεων όχι του καπιταλισμού, αλλά της δημοκρατίας. (Και ενώ ασχολούμαι εδώ κυρίως με την Ευρώπη, ένα μέρος αυτής της ανάλυσης μπορεί επίσης να αφορά την αμερικανική κοινωνία ή και άλλα προπύργια της φιλελεύθερης δημοκρατίας σ' όλο τον κόσμο).
Διαδηλώσεις στη Σόφια, Βουλγαρία, 2013 |
Ας πάμε κατευθείαν στο θέμα: Η πραγματική κρίση στην Ευρώπη δεν είναι χρηματοπιστωτική και οικονομική, αλλά μια πολύ βαθύτερη κοινωνική και πολιτική κρίση, της οποίας η χρηματοπιστωτική και οικονομική διάσταση είναι απλώς ένα σύμπτωμα. Αυτή η βαθύτερη κρίση έχει προκύψει όχι μόνο γιατί υπάρχει έλλειμμα δημοκρατίας μεταξύ του κέντρου και των τμημάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, είτε γιατί οι σημερινοί ευρωπαίοι ηγέτες είναι λιγότερο αφιερωμένοι από τους προκατόχους τους στην δημιουργία μιας αυθεντικής ομοσπονδιακής ένωσης. Έχει προκύψει λόγω μιας σωρευτικά δραματικής μεταμόρφωσης του ίδιου του χαρακτήρα των φιλελεύθερων δημοκρατικών καθεστώτων της Ευρώπης. Την Ευρωπαϊκή Ένωση δεν μπορούν να την σώσουν οι πολίτες της, επειδή δεν υπάρχει ένας ευρωπαϊκός λαός [«δήμος»], αλλά και επειδή δεν μπορεί να επιβιώσει πια ως ένα εγχείρημα των ελίτ: η κρίση έχει κλιμώσει σημαντικά τη διαδικασία διάλυσης και των ίδιων των επιμέρους δημοκρατιών στην Ευρώπη, των καθοδηγούμενων από τις ελίτ.
Αντιλαμβανόμαστε εύκολα, ότι η δημοκρατική διακυβέρνηση είναι προϊόν κοινωνικών και ιστορικών εξελίξεων που αφορούν ιδιαίτερα συγκεκριμένες περιοχές και κοινωνίες. Επίσης, ότι είναι άνισα κατανεμημένα στον κόσμο, τα πρότυπα συμπεριφοράς και οι θεσμικές προυποθέσεις της δημοκρατίας, ακριβώς όπως πίστευαν ο Μοντεσκιέ (Montesquieu), ο Λοκ (Locke) και οι πιο πολλοί από τη γενιά των πολιτικών φιλοσόφων της εποχής του Διαφωτισμού. Δεχόμαστε με άλλα λόγια, ότι οι προοπτικές για δημοκρατία, άν και δεν λείπουν εντελώς από κανέναν λαό, είναι άνισα κατανεμημένες «οριζόντια». Αλλά κατά παράδοξο τρόπο δεν βλέπουμε πως μεταβάλλονται οι προοπτικές της δημοκρατίας με την πάροδο του χρόνου: «στον κάθετο άξονα», για να το πω έτσι. Τα κοινωνικά θεμέλια της δημοκρατίας αναταράσσονται αδιάκοπα, αν και με αργό ρυθμό. Ο συνδυασμός των παραγόντων που ευνοούν σε κάποια φάση τη σταθερότητα της δημοκρατίας μπορεί να αλλάξει, ακόμη και άν η τυπική δομή της δημοκρατίας παραμένει ίδια και απαράλλαχτη 2. Το αποτέλεσμα είναι υπόγειες «τεκτονικές-σεισμικές» αποκλίσεις μεταξύ της κοινωνικής πραγματικότητας αφενός και των οργάνων της πολιτικής και της λειτουργίας τους αφετέρου, που μπορεί τελικά να απειλήσει την ίδια τη δημοκρατία. Έχουμε συνηθίσει να μιλάμε για την αποσύνθεση των κοινωνικών θεσμών στην ιστορία, αλλά κατά κάποιο τρόπο έχουμε «εμβολιάσει» τους εαυτούς μας με κάτι που μας αποτρέπει να σκεφτοούμε ότι αυτό θα μπορούσε ίσως να συμβεί και σ' εμάς.
Αυτό όμως είναι ό, τι συνέβη στην Ευρώπη. Όχι λίγο αλλά πάρα πολύ, καθοδηγούμενη από τις ελίτ, η σοσιαλδημοκρατία υπονόμευσε τις κρίσιμες ισορροπίες και τους κοινωνικές ρυθμούς που χρειάζονται οι Ευρωπαίοι για να διατηρήσουν μια ώριμη πολιτική δημοκρατία. Στην καρδιά του ευρωπαϊκού εγχειρήματος, η οποία χαρακτηρίζεται από πολιτικές χωρίς όμως άσκηση πολιτικής σε ευρωπαϊκό επίπεδο και από πολιτική χωρίς όμως συγκεκριμένες πολιτικές στο επίπεδο του εθνικού κράτους, αναπτύσσεται μια δραστηριότητα αυτο-υπονόμευσης: ένα παράδειγμα, με άλλα λόγια, των πολιτισμικών αντιφάσεων όχι του καπιταλισμού, αλλά της δημοκρατίας. (Και ενώ ασχολούμαι εδώ κυρίως με την Ευρώπη, ένα μέρος αυτής της ανάλυσης μπορεί επίσης να αφορά την αμερικανική κοινωνία ή και άλλα προπύργια της φιλελεύθερης δημοκρατίας σ' όλο τον κόσμο).
Οι πέντε επαναστάσεις και το παράδοξο της δημοκρατίας
Tο πιο σημαντικό πολιτικό παράδοξο της εποχής μας είναι το εξής: Βασικοί παράγοντες που συνέβαλαν στην αρχική επιτυχία του ευρωπαϊκού εγχειρήματος, εμποδίζουν τώρα την εξεύρεση λύσεων στην σημερινή κρίση. Η κρίση εμπιστοσύνης στους δημοκρατικούς θεσμούς στην Ευρώπη είναι το αποτέλεσμα όχι της αποτυχίας του εκδημοκρατισμού ή της ενοποίησης των κοινωνιών της, αλλά προέρχεται από την υπερβολική και ασύμμετρη επιτυχία και των δύο. Στο δικαίως διάσημο βιβλίο του «Οι πολιτισμικές αντιφάσεις του καπιταλισμού», ο Ντάνιελ Μπελ (Daniel Bell) προανήγγειλε τη σκυθρωπή είδηση ότι οι θεσμοί και τα θεσμικά όργανα μπορούν, χωρίς να το θέλουν, να εξαπολύσουν καταστροφικές επιθέσεις εναντίον των δικών τους θεμελίων. Δεν ήταν ο μόνος προφήτης, ούτε ο πιο προφητικός. Πριν από τρεις δεκαετίες, ο Λέζεκ Κολακόφσκι (Leszek Kolakowski) έγραψε:
• η πολιτισμική επανάσταση στη δεκαετία του 1960, η οποία απο-νομιμοποίησε όλες τις κοινωνικές ιεραρχίες και έθεσε το άτομο στο κέντρο της πολιτικής.
• η επανάσταση της αγοράς στη δεκαετία του 1980, η οποία απο-νομιμοποίησε το κράτος ως κύριο οικονομικό παράγοντα
• οι επαναστάσεις της Ανατολικής και Κεντρικής Ευρώπης του 1989, οι οποίες έμοιαζαν να συνδυάζουν την πολιτισμική επανάσταση της δεκαετίας του 1960 (στην οποία αντιστάθηκε η Δεξιά) και την επανάσταση της αγοράς της δεκαετίας του 1980 (η οποία απορρίφθηκε από την Αριστερά). Αυτές οι επαναστάσεις έκαναν να φαίνεται πειστική η ανιστόρητη πρόταση ότι η φιλελεύθερη δημοκρατία είναι κάτι διαχρονικό (υπέθεσαν τότε ότι ήρθε το «τέλος της Ιστορίας» [Φουκουγιάμα, 1989])
• η επανάσταση της δεκαετίας του 1990 στον τομέα των επικοινωνιών, που επέφερε η ραγδαία επιτάχυνση και εξάπλωση των τεχνολογιών της κυβερνητικής, κυρίως το Διαδίκτυο
• η επανάσταση της δεκαετίας του 2000 στις νευροεπιστήμες, που άλλαξε τις αντιλήψεις μας για το πώς λειτουργεί ο ανθρώπινος εγκέφαλος και επέτρεψε την πιο συστηματική χειραγώγηση των συναισθημάτων· η επανάσταση αυτή αποδιώχνει τον ορθολογισμό από το επίκεντρο της δημοκρατικής πολιτικής.
Στα πρώιμα στάδια τους, οι πέντε αυτές επαναστάσεις εμβάθυναν την εμπειρία της δημοκρατίας. Η πολιτισμική επανάσταση διέλυσε την αυταρχική οικογένεια και έδωσε νέο νόημα στην ιδέα της ατομικής ελευθερίας. Η επανάσταση στην αγορά συνέβαλε στην παγκόσμια διάδοση των δημοκρατικών καθεστώτων και στην κατάρρευση του κομμουνισμού. Οι
επαναστάσεις του 1989 εξάπλωσαν και εμβάθυναν την εμπειρία της δημοκρατίας
στην Ευρώπη και κατάργησαν μια υπαρξιακή απειλή για την ευρωπαϊκή ασφάλεια.
Η
επανάσταση του Διαδικτύου έδωσε στους πολίτες νέες δυνατότητες πρόσβασης
σε πληροφορίες και δυνατότητες έκφρασης και αναμφισβήτητα εμπλούτισε τη σκέψη μας για την κοινωνία, ακόμη και για τον λόγο ότι
επαναπροσδιορίζει την ίδια την έννοια της πολιτικής κοινότητας. Η
[παγκόσμια] ανταλλαγή πληροφοριών και εικόνων αμφισβητεί πια το να
ανήκεις με φυσικό τρόπο σε μια κοινότητα, ως την κυρίαρχη μορφή κοινωνικής
αλληλεγγύης. Και η νέα επιστήμη του εγκεφάλου έχει αποκαταστήσει την εκτίμηση για
το ρόλο των συναισθημάτων στην πολιτική και στη δημόσια ζωή.
Οι φιλελεύθερες δημοκρατίες αυτο-δηλητηριάζονται
Tο πιο σημαντικό πολιτικό παράδοξο της εποχής μας είναι το εξής: Βασικοί παράγοντες που συνέβαλαν στην αρχική επιτυχία του ευρωπαϊκού εγχειρήματος, εμποδίζουν τώρα την εξεύρεση λύσεων στην σημερινή κρίση. Η κρίση εμπιστοσύνης στους δημοκρατικούς θεσμούς στην Ευρώπη είναι το αποτέλεσμα όχι της αποτυχίας του εκδημοκρατισμού ή της ενοποίησης των κοινωνιών της, αλλά προέρχεται από την υπερβολική και ασύμμετρη επιτυχία και των δύο. Στο δικαίως διάσημο βιβλίο του «Οι πολιτισμικές αντιφάσεις του καπιταλισμού», ο Ντάνιελ Μπελ (Daniel Bell) προανήγγειλε τη σκυθρωπή είδηση ότι οι θεσμοί και τα θεσμικά όργανα μπορούν, χωρίς να το θέλουν, να εξαπολύσουν καταστροφικές επιθέσεις εναντίον των δικών τους θεμελίων. Δεν ήταν ο μόνος προφήτης, ούτε ο πιο προφητικός. Πριν από τρεις δεκαετίες, ο Λέζεκ Κολακόφσκι (Leszek Kolakowski) έγραψε:
Καθώς φυλλομετρούσα την «Ανοιχτή Κοινωνία και τους Εχθρούς της» (The Open Society and its Enemies) και πάλι μετά από πολλά χρόνια, μου έκανε εντύπωση το εξής: όταν ο Κάρλ Πόππερ (Popper) επιτίθεται στις ολοκληρωτικές ιδεολογίες και κινήματα, παραμελεί να δώσει προσοχή στην πίσω πλευρά της απειλής. Με αυτό εννοώ αυτό που θα μπορούσε να αποκληθεί αντιπαλότητα της ανοιχτής κοινωνίας προς τον εαυτό της· και όχι μόνον την εγγενή αδυναμία της δημοκρατίας να αμυνθεί αποτελεσματικά κατά των εσωτερικών εχθρών, χρησιμοποιώντας αποκλειστικά δημοκρατικά μέσα, αλλά και το πιο σημαντικό: τη διαδικασία με την οποία η επέκταση και η συνεπής εφαρμογή των φιλελεύθερων αρχών, τις μετατρέπει στο αντίθετό τους 3.Η έμφαση που δίνει ο Κολακόφσκι στη φυσική ιδιότητα των ανοικτών κοινωνιών να «αυτο-δηλητηριάζονται», είναι εξαιρετικά σημαντική για την κατανόηση των προβλημάτων που αντιμετωπίζει σήμερα η Ευρώπη. Βοηθά να σκεφτούμε αυτή την αυτο-δηλητηρίαση ως αθέλητη συνέπεια των πέντε επαναστάσεων που έχουν συγκλονίσει τον κόσμο μας μετά το 1968:
• η πολιτισμική επανάσταση στη δεκαετία του 1960, η οποία απο-νομιμοποίησε όλες τις κοινωνικές ιεραρχίες και έθεσε το άτομο στο κέντρο της πολιτικής.
• η επανάσταση της αγοράς στη δεκαετία του 1980, η οποία απο-νομιμοποίησε το κράτος ως κύριο οικονομικό παράγοντα
• οι επαναστάσεις της Ανατολικής και Κεντρικής Ευρώπης του 1989, οι οποίες έμοιαζαν να συνδυάζουν την πολιτισμική επανάσταση της δεκαετίας του 1960 (στην οποία αντιστάθηκε η Δεξιά) και την επανάσταση της αγοράς της δεκαετίας του 1980 (η οποία απορρίφθηκε από την Αριστερά). Αυτές οι επαναστάσεις έκαναν να φαίνεται πειστική η ανιστόρητη πρόταση ότι η φιλελεύθερη δημοκρατία είναι κάτι διαχρονικό (υπέθεσαν τότε ότι ήρθε το «τέλος της Ιστορίας» [Φουκουγιάμα, 1989])
• η επανάσταση της δεκαετίας του 1990 στον τομέα των επικοινωνιών, που επέφερε η ραγδαία επιτάχυνση και εξάπλωση των τεχνολογιών της κυβερνητικής, κυρίως το Διαδίκτυο
• η επανάσταση της δεκαετίας του 2000 στις νευροεπιστήμες, που άλλαξε τις αντιλήψεις μας για το πώς λειτουργεί ο ανθρώπινος εγκέφαλος και επέτρεψε την πιο συστηματική χειραγώγηση των συναισθημάτων· η επανάσταση αυτή αποδιώχνει τον ορθολογισμό από το επίκεντρο της δημοκρατικής πολιτικής.
Ντάνιελ Μπέλ |
Λέζεκ Κολακόφσκι |
Οι φιλελεύθερες δημοκρατίες αυτο-δηλητηριάζονται
Παραδόξως,
αυτές οι ίδιες πέντε μεταβολές τροφοδοτούν τώρα την σημερινή κρίση της
φιλελεύθερης δημοκρατίας στην Ευρώπη (και ίσως όχι μόνο στην Ευρώπη):
Η
πολιτισμική επανάσταση περιόρισε την αίσθηση των κοινών, συλλογικών στόχων μέσα στις κοινωνίες και την κλίση των πολιτών προς τέτοιους στόχους· έθεσε έτσι υπό αμφισβήτηση την ίδια την δυνατότητα διακυβέρνησης των σύγχρονων
δημοκρατιών. Επίσης, η πολιτική της δεκαετίας του 1960 εξελίχθηκε σε συσσώρευση αξιώσεων και απαιτήσεων των ατόμων από την κοινωνία και από το κράτος. Οι πολιτικές της ιδιαίτερης ταυτότητας, που εκφράσθηκαν με όρους εθνικότητας, φύλου ή θρησκευτικής πίστης, «αποικιοποίησαν» το δημόσιο λόγο. Η
σημερινή αντίδραση εναντίον της πολυπολιτισμικότητας είναι άμεσο
αποτέλεσμα της αποτυχίας της πολιτικής που κατάγεται από τη δεκαετία του 1960, να διαμορφώσει μια κοινή, συλλογική
αντίληψη για την κοινωνία. Η
άνοδος του αντι-μεταναστευτικού εθνικισμού στην Ευρώπη, είναι ασφαλώς επικίνδυνη τάση, αλλά απορρέει από μια
βαθιά και θεμιτή επιθυμία για κοινότητα, για μια κοινή ζωή, συνυφασμένη με έναν συνεκτικό πολιτισμό. Δεν είναι επαρκές ούτε δίκαιο να χαρακτηρίζεται απλά ως ξενοφοβική εμπάθεια κατά των αλλοδαπών. Η άνοδος ενός συχνά οργισμένου λαϊκισμού στην Ευρώπη, μας λέει ότι οι απαιτήσεις που έχονται σε σύγκρουση μεταξύ τους μέσα στις σύγχρονες κοινωνίες, δεν μπορούν να
επιλυθούν απλά και μόνον με το να υποβαθμίζεται η δημοκρατική πολιτική σε πολιτική των δικαιωμάτων του ατόμου.
Η επανάσταση στην αγορά της δεκαετίας του 1980 έκανε τις κοινωνίες πλουσιότερες και πιο διασυνδεδεμένες από ποτέ, αλλά έσπασε τον θετικό σύνδεσμο μεταξύ της διάδοσης της δημοκρατίας και της εξάπλωσης της ισότητας. Από τα τέλη του 19ου αιώνα μέχρι και τη δεκαετία του 1970, σε όλες τις προηγμένες κοινωνίες της Δύσης, η οικονομική ανάπτυξη και μεγέθυνση συμβάδισε με όλο και λιγότερη ανισότητα. Αλλά η εμφάνιση ενός πραγματικά παγκόσμιου καπιταλισμού έχει αντιστρέψει αυτή την τάση: Οδήγησε στην εμμονή με τη δημιουργία και συσσώρευση πλούτου και προώθησε έναν εμπαθή αντι-κυβερνητισμό και αντικρατισμό μέσα στον πυρήνα της κρίσης της διακυβέρνησης στις Δυτικές δημοκρατίες σήμερα. Αφήνοντας προς το παρόν κατά μέρος την ειρωνική διαπίστωση, ότι ο νέος υπερ-καταναλωτισμός ακολούθησε τη νίκη της Δύσης επί του μαρξιστικού υλισμού, η εξέγερση εναντίον των ελίτ απορρέει από το γεγονός ότι οι περισσότεροι απλοί πολίτες βλέπουν τώρα ότι οι πολιτικές και κοινωνικές αλλαγές των «νεο-φιλελεύθερων δεκαετιών» ευνοούν τις ελίτ εις βάρος όλων των άλλων. Στο γενναίο νέο κόσμο της αγοράς, οι ελίτ έχουν απαλλαγεί βίαια από τους ιδεολογικούς και εθνικούς περιορισμούς και από το ανήκειν σε μια κοινότητα. Έχτισαν μια εξωχώρια (offshore) οικονομία, που διαθέτει ένα τεράστιο δίκτυο φοροδιαφυγής με αντικείμενο τρισεκατομμύρια δολάρια, προσβάσιμη μόνον για τους πολύ πλούσιους. Το αποτέλεσμα είναι το εξής: Ενώ κατά τη διάρκεια της Μεγάλης Ύφεσης του 1929 - 1930 οι περισσότεροι άνθρωποι έχασαν την εμπιστοσύνη στην αγορά, αλλά όχι στην κυβέρνηση, και ενώ στις δεκαετίες του 1970 και 1980 έχασαν την εμπιστοσύνη στην κυβέρνηση, αλλά η αγορά ξανακέρδισε την εμπιστοσύνη τους, σήμερα οι άνθρωποι βλέπουν με όλο και περισσότερη δυσπιστία τόσο το κράτος, όσο και την αγορά.
Ανακηρύσσοντας την δημοκρατία ως την κανονική κατάσταση της κοινωνίας και περιορίζοντας τον εκδημοκρατισμό σε μίμηση των θεσμών και πρακτικών των αναπτυγμένων δημοκρατιών, οι νέες μετα-κομμουνιστικές ιδεολογίες της Κεντρικής Ευρώπης διέπραξαν δύο αμαρτήματα. Μετέτρεψαν σε κάτι κοινότοπο και τετριμένο τις συγκρούσεις μεταξύ δημοκρατίας και καπιταλισμού, που είναι εγγενείς ή και αναγκαστικές σε όλες τις δημοκρατίες με αγορά και συνέβαλαν σε μια θριαμβολογία που μετέτρεψε τη δημοκρατία από επιλογή της κοινωνίας στην μόνη νόμιμη επιλογή για όλη την ανθρωπότητα. Η δημοκρατία έχασε αυτούς που της ασκούσαν κριτική και μαζί μ' αυτούς έχασε και μερικές από τις δημιουργικές δυνάμεις της, χωρίς όμως να απαλλαγεί από τις αντιφάσεις της και από τους εχθρούς της.
Η επανάσταση του Διαδικτύου κατακερμάτισε το δημόσιο βήμα συζήτησης και ανα-σχεδίασε τα σύνορα των πολιτικών κοινοτήτων. Η ειρωνεία εδώ είναι, ότι η ελεύθερη ροή των πληροφοριών έγινε ένας χείμαρρος που απειλεί να παρασύρει όλα τα συνεκτικά πλαίσια και τις αποχρώσεις στις δημόσιες συζητήσεις. Τα social media μπορεί να έδωσαν μια εξουσία στους ανθρώπους για να αντιστέκονται στους ισχυρούς (αν και αυτό το σημείο είναι συζητήσιμο), αλλά δεν έχουν προσφέρει τίποτε για να ενισχύσουν τη διαβούλευση και τις αντιπροσωπευτικές διαδικασίες της δημοκρατίας. Με άλλα λόγια, έχουν δείξει ότι μπορούν να ξεσχίσουν και να γκρεμίσουν μια κοινωνία, όπως συνέβη στην Αίγυπτο, όχι όμως ότι μπορούν να συμβάλουν στην οικοδόμηση μιας νέας κοινωνίας, στη θέση της παλιάς.
Οι ραγδαίες εξελίξεις στην γνωστική επιστήμη μας βοήθησαν να κατανοήσουμε πώς σκέφτονται οι άνθρωποι, όμως οι νέες γνώσεις απειλούν να γίνουν ένα ισχυρό μέσο χειραγώγησης. Αυτό θα σηματοδοτήσει μια ριζική απομάκρυνση από την παράδοση του Διαφωτισμού, δηλαδή της πολιτικής που βασίζεται σε ιδέες, καθιστώντας έτσι τον Καρλ Ρόουβ (Karl Rove - [διανοητής και σύμβουλος πολιτικής της σκληρής Αμερικανικής Δεξιάς, υπηρέτησε ως σύμβουλος υπό τον πρόεδρο Τζώρτζ Μπούς junior]), και όχι τον Καρλ Πόππερ, το avatar της νεο - δημοκρατικής πολιτικής του 21ου αιώνα.
Εν ολίγοις, έχουμε φτάσει σ' αυτό που ο Αλεξάντερ Γκέρσενκρον (Gerschenkron) ονομάζει «κομβικό σημείο». Σε σχετικά σύντομο χρονικό διάστημα έχουμε γίνει μάρτυρες και συμμετείχαμε σε έναν αισθητικό, ιδεολογικό και θεσμικό επαναπροσδιορισμό της έννοιας της δημοκρατίας, αλλά και της ευρωπαϊκής κοινωνίας. Αυτά ο επαναπροσδιορισμός είναι υπό εξέλιξη, αλλά η ασυμβατότητα ανάμεσα στην πολιτική μας και την κοινωνική μας πραγματικότητα έχει φθάσει σε κρίσιμα επίπεδα που απαιτούν άμεση αντιμετώπιση. Στην πραγματικότητα, η σημερινή κρίση μας δεν αφορά τις τράπεζες ή τα χρήματα. Ούτε καν τα θεσμικά ελλείμματα της Ευρώπης. Είναι κάτι βαθύτερο απ' όλα αυτά.
Η επανάσταση στην αγορά της δεκαετίας του 1980 έκανε τις κοινωνίες πλουσιότερες και πιο διασυνδεδεμένες από ποτέ, αλλά έσπασε τον θετικό σύνδεσμο μεταξύ της διάδοσης της δημοκρατίας και της εξάπλωσης της ισότητας. Από τα τέλη του 19ου αιώνα μέχρι και τη δεκαετία του 1970, σε όλες τις προηγμένες κοινωνίες της Δύσης, η οικονομική ανάπτυξη και μεγέθυνση συμβάδισε με όλο και λιγότερη ανισότητα. Αλλά η εμφάνιση ενός πραγματικά παγκόσμιου καπιταλισμού έχει αντιστρέψει αυτή την τάση: Οδήγησε στην εμμονή με τη δημιουργία και συσσώρευση πλούτου και προώθησε έναν εμπαθή αντι-κυβερνητισμό και αντικρατισμό μέσα στον πυρήνα της κρίσης της διακυβέρνησης στις Δυτικές δημοκρατίες σήμερα. Αφήνοντας προς το παρόν κατά μέρος την ειρωνική διαπίστωση, ότι ο νέος υπερ-καταναλωτισμός ακολούθησε τη νίκη της Δύσης επί του μαρξιστικού υλισμού, η εξέγερση εναντίον των ελίτ απορρέει από το γεγονός ότι οι περισσότεροι απλοί πολίτες βλέπουν τώρα ότι οι πολιτικές και κοινωνικές αλλαγές των «νεο-φιλελεύθερων δεκαετιών» ευνοούν τις ελίτ εις βάρος όλων των άλλων. Στο γενναίο νέο κόσμο της αγοράς, οι ελίτ έχουν απαλλαγεί βίαια από τους ιδεολογικούς και εθνικούς περιορισμούς και από το ανήκειν σε μια κοινότητα. Έχτισαν μια εξωχώρια (offshore) οικονομία, που διαθέτει ένα τεράστιο δίκτυο φοροδιαφυγής με αντικείμενο τρισεκατομμύρια δολάρια, προσβάσιμη μόνον για τους πολύ πλούσιους. Το αποτέλεσμα είναι το εξής: Ενώ κατά τη διάρκεια της Μεγάλης Ύφεσης του 1929 - 1930 οι περισσότεροι άνθρωποι έχασαν την εμπιστοσύνη στην αγορά, αλλά όχι στην κυβέρνηση, και ενώ στις δεκαετίες του 1970 και 1980 έχασαν την εμπιστοσύνη στην κυβέρνηση, αλλά η αγορά ξανακέρδισε την εμπιστοσύνη τους, σήμερα οι άνθρωποι βλέπουν με όλο και περισσότερη δυσπιστία τόσο το κράτος, όσο και την αγορά.
Ανακηρύσσοντας την δημοκρατία ως την κανονική κατάσταση της κοινωνίας και περιορίζοντας τον εκδημοκρατισμό σε μίμηση των θεσμών και πρακτικών των αναπτυγμένων δημοκρατιών, οι νέες μετα-κομμουνιστικές ιδεολογίες της Κεντρικής Ευρώπης διέπραξαν δύο αμαρτήματα. Μετέτρεψαν σε κάτι κοινότοπο και τετριμένο τις συγκρούσεις μεταξύ δημοκρατίας και καπιταλισμού, που είναι εγγενείς ή και αναγκαστικές σε όλες τις δημοκρατίες με αγορά και συνέβαλαν σε μια θριαμβολογία που μετέτρεψε τη δημοκρατία από επιλογή της κοινωνίας στην μόνη νόμιμη επιλογή για όλη την ανθρωπότητα. Η δημοκρατία έχασε αυτούς που της ασκούσαν κριτική και μαζί μ' αυτούς έχασε και μερικές από τις δημιουργικές δυνάμεις της, χωρίς όμως να απαλλαγεί από τις αντιφάσεις της και από τους εχθρούς της.
Η επανάσταση του Διαδικτύου κατακερμάτισε το δημόσιο βήμα συζήτησης και ανα-σχεδίασε τα σύνορα των πολιτικών κοινοτήτων. Η ειρωνεία εδώ είναι, ότι η ελεύθερη ροή των πληροφοριών έγινε ένας χείμαρρος που απειλεί να παρασύρει όλα τα συνεκτικά πλαίσια και τις αποχρώσεις στις δημόσιες συζητήσεις. Τα social media μπορεί να έδωσαν μια εξουσία στους ανθρώπους για να αντιστέκονται στους ισχυρούς (αν και αυτό το σημείο είναι συζητήσιμο), αλλά δεν έχουν προσφέρει τίποτε για να ενισχύσουν τη διαβούλευση και τις αντιπροσωπευτικές διαδικασίες της δημοκρατίας. Με άλλα λόγια, έχουν δείξει ότι μπορούν να ξεσχίσουν και να γκρεμίσουν μια κοινωνία, όπως συνέβη στην Αίγυπτο, όχι όμως ότι μπορούν να συμβάλουν στην οικοδόμηση μιας νέας κοινωνίας, στη θέση της παλιάς.
Οι ραγδαίες εξελίξεις στην γνωστική επιστήμη μας βοήθησαν να κατανοήσουμε πώς σκέφτονται οι άνθρωποι, όμως οι νέες γνώσεις απειλούν να γίνουν ένα ισχυρό μέσο χειραγώγησης. Αυτό θα σηματοδοτήσει μια ριζική απομάκρυνση από την παράδοση του Διαφωτισμού, δηλαδή της πολιτικής που βασίζεται σε ιδέες, καθιστώντας έτσι τον Καρλ Ρόουβ (Karl Rove - [διανοητής και σύμβουλος πολιτικής της σκληρής Αμερικανικής Δεξιάς, υπηρέτησε ως σύμβουλος υπό τον πρόεδρο Τζώρτζ Μπούς junior]), και όχι τον Καρλ Πόππερ, το avatar της νεο - δημοκρατικής πολιτικής του 21ου αιώνα.
Εν ολίγοις, έχουμε φτάσει σ' αυτό που ο Αλεξάντερ Γκέρσενκρον (Gerschenkron) ονομάζει «κομβικό σημείο». Σε σχετικά σύντομο χρονικό διάστημα έχουμε γίνει μάρτυρες και συμμετείχαμε σε έναν αισθητικό, ιδεολογικό και θεσμικό επαναπροσδιορισμό της έννοιας της δημοκρατίας, αλλά και της ευρωπαϊκής κοινωνίας. Αυτά ο επαναπροσδιορισμός είναι υπό εξέλιξη, αλλά η ασυμβατότητα ανάμεσα στην πολιτική μας και την κοινωνική μας πραγματικότητα έχει φθάσει σε κρίσιμα επίπεδα που απαιτούν άμεση αντιμετώπιση. Στην πραγματικότητα, η σημερινή κρίση μας δεν αφορά τις τράπεζες ή τα χρήματα. Ούτε καν τα θεσμικά ελλείμματα της Ευρώπης. Είναι κάτι βαθύτερο απ' όλα αυτά.
Οι πολιτισμικές αντιφάσεις: Στις φιλελεύθερες κοινωνίες η ελευθερία καταστρέφει την τάξη
Στη δεκαετία του 1960, πολλοί φιλελεύθεροι φοβόντουσαν ότι οι δημοκρατικοί θεσμοί της Ευρώπης ήταν πάντα όμηροι των αυταρχικών πνευματικών πολιτισμών μέσα από τους οποίους είχαν πρόσφατα προκύψει. Ο Β' Παγκόσμιος Πόλεμος, στον οποίο οι περισσότεροι Ευρωπαίοι πολέμησαν για λογαριασμό μη δημοκρατικών ή και αντι-δημοκρατικών καθεστώτων, κατέστρεψε αυτά τα καθεστώτα, αλλά όχι τις βασικές στάσεις και νοοτροπίες που τα υποστήριζαν. Σήμερα έχουμε το αντίθετο πρόβλημα: Η τάξη δεν καταστρέφει την ελευθερία. Η ελευθερία καταστρέφει την τάξη. Στη σημερινή Ευρωπαϊκή Ένωση τα δικαιώματα των πολιτών προστατεύονται, οι άνθρωποι έχουν πρόσβαση σε πιό πολλή πληροφόρηση και είναι πιο ελεύθεροι από κάθε άλλη εποχή, να ταξιδεύουν και να ζουν τον δικό τους τρόπο ζωής. Όμως, οι ελευθερίες αυτές παραλύουν όλο και περισσότερο τους δημοκρατικούς θεσμούς στην Ευρώπη εδώ και σαράντα χρόνια. Οι δημοκρατικές κοινωνίες γίνονται μη κυβερνήσιμες, καθώς χάνονται οι ιδέες για κοινή ζωή και για δημόσιο συμφέρον. Η εμπιστοσύνη στους πολιτικούς έπεσε στα χαμηλότερα επίπεδα από κάθε άλλη εποχή.
Η σημερινή ευρωπαϊκή οικονομική κρίση παράγει δύο πολύ διαφορετικές αντιλήψεις για τη δημοκρατία. Σε χώρες όπως η Γερμανία, η επιρροή της κοινής γνώμης στη δημοκρατική πολιτική αυξάνεται. Σε χώρες όπως η Ελλάδα και η Ιταλία, η επιρροή του κοινού στη διαδικασία λήψης αποφάσεων, ιδιαίτερα της λήψης οικονομικών αποφάσεων, μειώνεται. Αυτό που έχουν να προσφέρουν το Βερολίνο και το Παρίσι στους πολίτες τους, στην Ιταλία, στην Ελλάδα ή στην Ισπανία συρρικνώνεται σε μια δημοκρατία στην οποία οι ψηφοφόροι μπορούν να αλλάξουν τις κυβερνήσεις, όχι όμως τις βασικές οικονομικές πολιτικές των κυβερνήσεων αυτών. Η λογική των σημερινών προτάσεων για την ενίσχυση του ευρώ αποδεσμεύει σχεδόν όλες τις πολιτικές αποφάσεις για την οικονομία από την πολιτική της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας. Θέτει τους πολίτες των οφειλετριών χωρών μπροστά στο απωθητικό δίλημμα είτε «δημοκρατία χωρίς δυνατότητα επιλογών», είτε να «καταλάβουν» τους δρόμους.4
Τα αποτελέσματα αυτής της αντιστροφής είναι τόσο παράδοξα, ώστε έχουμε το πρόβλημα τι όνομα να τους δώσουμε και να καταλάβουμε αυτό που συμβαίνει μπροστά μας - και, κατά συνέπεια, πολλές φορές δεν μπορούμε καν να τα διακρίνουμε, ενώ στην πραγματικότητα συμβαίνουν μπροστά μας. Όπως οι «blankers» στο μυθιστόρημα «Βλέποντας» του Ζοζέ Σαραμάγκου (José Saramago), οι Ευρωπαίοι φαίνονται όλο και απολιτικοί. Όμως η άρνησή τους να προσποιηθούν ότι αυτό που έχει απομείνει ως υπόλειμμα από τις εθνικές διαδικασίες της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας τους προσφέρει επιλογές που όντως αξίζουν κάτι, είναι βαθιά ανατρεπτική. Βρίσκονται όλο και περισσότερο στους δρόμους, όχι όμως στις κάλπες. Πολεμούν τον καπιταλισμό με όρους ηθικής, όχι με όρους πολιτικής. Βλέπουν ως εναλλακτική λύση την παράταξή τους, αλλά δεν μπορούν να βρούν ένα όνομα για το τι υποστηρίζει η παράταξή τους. Δεν έχουν ηγέτες, διότι αρνούνται να είναι οπαδοί κανενός.
Ίσως το πιο παράδοξο πράγμα που παρατηρούμε στους σημερινούς αντάρτες της Ευρώπης, είναι ότι επιδιώκουν να διατηρήσουν το παλαιό status quo. Παρατηρούμε έτσι ένα 1968 από την ανάποδη. Τότε, οι σπουδαστές στους δρόμους της Ευρώπης είχαν εκδηλώσει την επιθυμία τους να ζήσουν σ' έναν κόσμο διαφορετικό από εκείνον των γονέων τους. Σήμερα οι σπουδαστές βγαίνουν στο δρόμο για να διαδηλώσουν το δικαίωμά τους να ζουν σ' έναν κόσμο ίδιο με εκείνο των γονέων τους, μολονότι φοβούνται ότι δεν μπορούν. Αντιμέτωποι με την επιλογή μεταξύ αφενός του ανοίγματος των συνόρων για να διατηρήσουν την ευημερία και αφετέρου του κλεισίματός τους για τη διατήρηση της πολιτισμικής ταυτότητας των κοινωνιών τους, επιλέγουν και τα δύο: και την ευημερία και την Ευρώπη-φρούριο.
Έτσι, η ευρωπαϊκή δημοκρατία δεν απειλείται σήμερα από την άνοδο αντι - δημοκρατικών εναλλακτικών λύσεων. Είναι παγιδευμένη στην απολύτως δημοκρατική επιθυμία των πολιτών, να μην επιλέξουν «κανέναν από τους αποπάνω». Ή όπως το έχει θέσει ο Πιερ Ροζανβαλόν (Pierre Rosanvallon):
Αυτό
εξηγεί γιατί οι περισσότερες πανευρωπαϊκές εκλογικές διαδικασίες καταλήγουν σήμερα να είναι
δημοψηφίσματα με θέμα τον εκτροχιασμό της ιδέας της «Ευρώπης» σε ένα κατασκεύασμα
των ελίτ, από τις ελίτ και για τις ελίτ. Ωστόσο, μέχρι
πρόσφατα, καμία από αυτές τις ψηφοφορίες, συμπεριλαμβανομένου
του γαλλικού και του ολλανδικού «όχι» στα δημοψηφίσματα για το
Ευρωπαϊκό Σύνταγμα, δεν έχουν σταματήσει τις ευρωπαϊκές ελίτ από το να επιμένουν στο έργο τους και να συνεχίζουν να το προωθούν. Ως
αποτέλεσμα, τουλάχιστον στα περιθώρια των ευρωπαϊκών κοινωνιών, υπάρχουν πλέον σημαντικές μειοψηφίες, βαθιά δύσπιστες, που βλέπουν παντού συνωμοσίες, που βρίσκονται σε άβολη ένταση και φοβούνται για το μέλλον. Ο φόβος προς την πολιτική σε τέτοια κλίμακα, έχει συνέπειες που γνωρίζουμε όλοι πάρα πολύ καλά.
Ας το λάβουμε υπόψη: Το Φλεβάρη του 2011, μια δημοσκόπηση σχετική με την ταυτότητα και τον εξτρεμισμό ανακάλυψε ότι ένας τεράστιος αριθμός Βρετανών είναι τώρα έτοιμος να υποστηρίξει ένα αντι-μεταναστευτικό εθνικιστικό κόμμα, εφ' όσον δεν σχετίζεται με βία και φασιστικές εικόνες. Στη Γαλλία, μια δημοσκόπηση το Μάρτιο του 2011 έδειξε ότι ο ακροδεξιός ηγέτης Ζαν - Μαρί Λεπέν (Jean-Marie Le Pen) θα ήταν ο ένας από τους δύο νικητές στον πρώτο γύρο της ψηφοφορίας [για την προεδρία της Δημοκρατίας]. Μια έρευνα το Μάιο του 2011 από το Ινστιτούτο Forsa έδειξε ότι «οι ιδέες της δεξιάς βρίσκουν απήχηση σε ένα απροσδόκητα ευρύ τμήμα του πληθυσμού» [της Γερμανίας]. Περίπου το 70 % των ερωτηθέντων δήλωσε ότι η Γερμανία δίνει πάρα πολλά χρήματα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Σχεδόν οι μισοί θέλουν η Γερμανία να μειώσει δραστικά τη μετανάστευση. Ένα 30 % είπαν ότι θα ήθελαν μια «ανεξάρτητη Γερμανία, χωρίς το ευρώ, χωρίς να διαθέτει η ΕΕ καμία νομική εξουσία». Παραδόξως, οι ιδέες της Δεξιάς βρίσκουν σαφή υποστήριξη τόσο απο την Κεντροδεξιά όσο και από την άκρα Αριστερά. Στη Δανία, Ιταλία, Σουηδία, Ολλανδία, Αυστρία και Φινλανδία, τα κόμματα κατά των μεταναστών είναι πλέον αρκετά ισχυρά για να ανα-διαμορφώσουν την εθνική πολιτική. Στην Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη, ο φόβος των μεταναστών δεν είναι το καθοριστικό πολιτικό ζήτημα, κυρίως επειδή υπάρχουν λιγότεροι μετανάστες. Ωστόσο τα επίπεδα της ξενοφοβίας και του ρατσισμού είναι εντυπωσιακά. Στην πραγματικότητα είναι πολύ υψηλότερα από ό,τι στη Δυτική Ευρώπη παρά την απουσία μεγάλου αριθμού των μεταναστών. Μια μελέτη του 2011 από το Ίδρυμα Friedrich Ebert σε 8 ευρωπαϊκές χώρες, έδειξε ότι το 77 % των Ούγγρων βλέπει τους μετανάστες ως επιβάρυνση για το κράτος πρόνοιας και ότι η πλειοψηφία των Ούγγρων και Πολωνών αντιτίθενται στην ένταξη των αλλοδαπών στο δικό τους πολιτισμό. Μια μεταγενέστερη έρευνα διαπίστωσε ότι οι ευημερούντες Ευρωπαίοι είναι από τους πιο απαισιόδοξους πολίτες του πλανήτη. Κατά το τέλος του περασμένου αιώνα οι Ευρωπαίοι έβλεπαν τους εαυτούς τους ως τους μεγάλους ωφελημένους από την παγκοσμιοποίηση. Σήμερα, η πλειονότητα των Ευρωπαίων θεωρούν τους εαυτούς τους ως χαμένους από αυτή την ίδια τάση της παγκοσμιοποίησης 6.
Ο νέος λαϊκισμός
Αυτά που δείχνουν οι δημοσκοπήσεις, δεν είναι απλά αποτελέσματα συλλογικών εθνικών νευρώσεων. Σ' όλο το δυτικό τμήμα της Ευρώπης, ολόκληρες κοινότητες ιστορικά διαμορφωμένες βλέπουν να διαβρώνεται ο έλεγχός τους επί της καθημερινής ζωής τους, καθώς όλο και περισσότερες αποφάσεις λαμβάνονται από τις Βρυξέλλες, από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα ή από τις ηγεσίες των μεγάλων εταιριών σ' όλη την υδρόγειο. Ταυτόχρονα, η ίδια η μορφή και η αίσθηση των κοινοτήτων αυτών έχει αποσταθεροποιηθεί από τους μετανάστες, τους τόσο πολλούς και τόσο πολιτισμικά διακριτούς, ώστε να φαίνεται αδύνατο να αφομοιωθούν. Σε όλη τη Δυτική Ευρώπη σήμερα, οι πλειοψηφίες που απειλούνται ενεργούν περισσότερο σαν να είναι αδικημένες μειονότητες. Κατηγορούν την πραγματική ή φανταστική απώλεια του ελέγχου πάνω στις ζωές τους, ως μια συνωμοσία μεταξύ αφενός των ελίτ με το κοσμοπολίτικο πνεύμα και αφετέρου των μεταναστών που διατηρούν τη φυλετική τους νοοτροπία και αρνούνται να αποδεχθούν μια πραγματική κοινωνική ένταξη, με τους όρους που θέτει η πλειοψηφία. Με διαφορετικούς τρόπους και για διαφορετικούς λόγους, και οι δύο αυτές πλευρές υποστηρίζουν έναν «κόσμο χωρίς σύνορα», έναν κόσμο που ο μέσος άνθρωπος καταλήγει όλο και περισσότερο να τον φοβάται και να τον μισεί.
Έτσι, κατά ειρωνεία της τύχης, οι δημοκρατικοί θεσμοί της Ευρώπης είναι πιο διαφανείς από ποτέ, αλλά και λιγότερο αξιόπιστοι από ποτέ. Οι δημοκρατικές ελίτ είναι πιο αξιοκρατικές από κάθε άλλη εποχή, αλλά επίσης πιο αγανακτισμένες και προκατειλημμένες από ποτέ. Οι κοινωνίες μας είναι πιο ανοιχτές και δημοκρατικές από κάθε άλλη εποχή, αλλά και λειτουργούν λιγότερο αποτελεσματικά από κάθε άλλη εποχή. Η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν μπορεί να διατηρηθεί ως εγχείρημα καθοδηγούμενο από τις ελίτ, αλλά και δεν μπορεί να επιβιώσει ως δημοκρατικό εγχείρημα: Η ύπαρξή της τώρα εξαρτάται είτε από τη γέννηση ενός ευρωπαϊκού «δήμου», είτε από τη διατήρηση των επιμέρους δημοκρατιών, των ελεγχόμενων από τις ελίτ. Μια δημοκρατία χωρίς λαό έχει ακόμη λιγότερες πιθανότητες να επιβιώσει, σε σύγκριση με ένα κοινό νόμισμα χωρίς ένα κοινό δημόσιο ταμείο.
Η διαδικασία της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης επέτυχε στο να απονομιμοποιήσει το έθνος-κράτος στην Ευρώπη, αλλά απέτυχε στο να δημιουργήσει ένα κοινό ευρωπαϊκό δημόσιο χώρο και μια κοινή ευρωπαϊκή πολιτική ταυτότητα. Συνεπώς, η λαϊκίστικη οπισθοδρόμηση και η απάρνηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης ισοδυναμεί με μια επαναβεβαίωση των πιο τοπικιστικών, αλλά και πολιτισμικά βαθύτερων ταυτοτήτων στις μεμονωμένες ευρωπαϊκές χώρες. Το κίνημα αυτό οδηγεί την ευρωπαϊκή πολιτική προς λιγότερο περιεκτικούς και ενδεχομένως λιγότερο φιλελεύθερους ορισμούς της πολιτικής κοινότητας.
Η κοινή γνώμη, στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες φοβάται τη γήρανση και μείωση του πληθυσμού. Φοβάται ότι οι μετανάστες ή εθνοτικές μειονότητες καταλαμβάνουν πληθυσμιακά τις χώρες τους και απειλούν τον τρόπο ζωής τους. Φοβάται ότι η ευρωπαϊκή ευημερία δεν μπορεί πλέον να θεωρείται δεδομένη και ότι η επιρροή της Ευρώπης στην παγκόσμια πολιτική βρίσκεται σε παρακμή. Σε αντίθεση με τις προσδοκίες πολλών πολιτικών παρατηρητών, η οικονομική κρίση δεν έχει μειώσει, αλλά μάλλον ενίσχυσε την ελκυστικότητα των πολιτικών που υποστηρίζουν τις ιδιαίτερες ταυτότητες. Με καθαρά πολιτικούς όρους, αυτή που επωφελείται περισσότερο από την κρίση είναι η ξενοφοβική Δεξιά και όχι η υπέρ της ισότητας Αριστερά. Ωστόσο, εδώ πρέπει να είμαστε προσεκτικοί: Το ευκρινές διαχωριστικό ρήγμα μεταξύ Αριστεράς και Δεξιάς, γύρω από το οποίο διαρθρώνεται η ευρωπαϊκή πολιτική μετά την Γαλλική Επανάσταση, σταδιακά γίνεται όλο και πιο ασαφές. Με την άνοδο ενός δεξιού λαϊκισμού, ενός είδους άγνωστου μετά τις δεκαετίες του 1920 και του 1930, οι προλεταριακές δυνάμεις είναι πλέον ευάλωτες στο να αιχμαλωτισθούν από σαφώς αντι-φιλελεύθερες ηγεσίες. Οι απειλούμενες πλειοψηφίες - αυτοί που έχουν τα πάντα και που φοβούνται τα πάντα - έχουν αναδειχθεί ως η κύρια δύναμη στην ευρωπαϊκή πολιτική. Η αναδυόμενη ανελεύθερη πολιτική συναίνεση δεν περιορίζεται μόνον στον δεξιό ριζοσπαστισμό: περιλαμβάνει και το μετασχηματισμό του ίδιου του ευρωπαϊκού mainstream. Δεν απειλούν την Ευρώπη αυτά που λένε οι εξτρεμιστές. Η πραγματική απειλή είναι αυτά που δεν λένε πια οι mainstream ηγέτες: για παράδειγμα, ότι η διαφορετικότητα είναι κάτι καλό για την Ευρώπη.
Οι απειλούμενες πλειοψηφίες εκφράζουν πλέον έναν αυθεντικό φόβο, ότι γίνονται οι χαμένοι της παγκοσμιοποίησης. Η παγκοσμιοποίηση μπορεί να συνέβαλε στην άνοδο πολλών μεσαίων τάξεων έξω απο τον ανεπτυγμένο κόσμο, αλλά διαβρώνει τα οικονομικά και πολιτικά θεμέλια των κοινωνιών της μετπολεμικής Ευρώπης, στις οποίες επικρατεί η μεσαία τάξη. Υπό την έννοια αυτή, ο νέος λαϊκισμός δεν αντιπροσωπεύει τους ηττημένους του σήμερα, αλλά τους υποψήφιους ηττημένους του αύριο.
Ο
νέος λαϊκισμός διαφέρει δραματικά από τα παραδοσιακά λαϊκιστικά
κινήματα του 19ου και του 20ου αιώνα: στη γλώσσα του, στους πολιτικούς
στόχους και τις ιδεολογικές πηγές του. Δεν αντιπροσωπεύει τις φιλοδοξίες της καταπιεσμένων, αλλά μάλλον την απογοήτευση των δυνατών. Δεν
είναι ο λαϊκισμός του «λαού», που η
ρομαντική φαντασία των εθνικιστών τον διατήρησε τεχνητά στη ζωή όπως ήταν πριν έναν αιώνα
ή και παλαιότερα, αλλά ένας λαϊκισμός που φανερώνει την πραγματιστική δυσφορία των πλειοψηφιών, όπως
αυτή εκδηλώνεται στις δημοσκοπήσεις. Είναι ένα νέο είδος λαϊκισμού, για το οποίο τα ιστορικά προηγούμενα δεν μας έχουν προετοιμάσει.
Τα Μέσα Ενημέρωσης μιλούν για τράπεζες, για χρεοκοπίες και για γαλλο-γερμανικές διαφωνίες σχετικά με τη δημοσιονομική πολιτική. Μιλούν για καλοπροαίρετους τεχνοκράτες και για οργισμένη νεολαία. Μερικά είναι τώρα πια έτοιμα να αναγνωρίσουν ότι ένα ενιαίο νόμισμα με πάνω από δύο δωδεκάδες ξεχωριστά δημόσια ταμεία, είναι καταδικασμένο να αποτύχει παταγωδώς. Οι αληθινά πιστοί στο ευρωπαϊκό σχέδιο μας υπενθυμίζουν ότι όλα αυτά τα χρόνια, η Ευρώπη είναι σαν τον απελπισμένο άνθρωπο που αρπάζεται από βράχο σε βράχο μέσα σε ένα ορμητικό ποτάμι: Κάθε επιμέρους κρίση αντιμετωπίστηκε με τέτοιο τρόπο, ώστε να βοηθά το πέρασμα προς την απέναντι, μακρινή όχθη. Ναι, θα πρέπει να ανησυχούμε, αλλά οι ανησυχίες μας είναι το καύσιμο που θα μας οδηγήσει σε ένα ανώτερο επίπεδο επιτυχίας.
Δυστυχώς δεν υπάρχουν πια άλλοι βράχοι στο ποτάμι και δεν υπάρχει τρόπος για να προχωρήσουμε προς την όχθη. Αυτή τη φορά, το ευρωπαϊκό εγχείρημα έχει παγιδευτεί στην πιο βασική δυσαρμονία του: στο γεγονός ότι η ύπαρξη ευρωπαϊκού λαού πρέπει να προηγείται μιας κρατικής δομής και μιας οικονομικής ολοκλήρωσης και όχι να ακολουθεί.
Ας είμαστε σαφείς: Η άνοδος των ελεγχόμενων από τις ελίτ φιλελεύθερων δημοκρατιών στη μεταπολεμική Δυτική Ευρώπη, είναι αυτό που κατέστησε δυνατή και επιτυχημένη την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση. Και είναι ο μετασχηματισμός των καθεστώτων αυτών, λόγω της ανόδου ενός νέου λαϊκισμού, που εξηγεί γιατί η Ευρώπη έχει προβλήματα σήμερα. Η πραγματική αιτία της οικονομικής κρίσης στην Ευρώπη είναι η εξής: Δεν υπήρξε ποτέ ένα κοινωνικό θεμέλιο για το πολιτικό και οικονομικό οικοδόμημα που προσπαθούν να χτίσουν οι ευρωπαϊκές ελίτ. Το γεγονός ότι η δημοκρατία στην Ευρώπη, στο πιο στοιχειώδες επίπεδό της, έχει επιτύχει, επιτρέπει τωρα στους ευρωπαϊκούς λαούς να εκφράζουν την αντίθεσή τους, αν όχι προς το ίδιο το εγχείρημα, πάντως προς μια σειρά από δυσφορίες που αυτό δημιουργεί. Αυτή είναι η πραγματική κρίση στην Ευρώπη και είναι μια κρίση του πολιτικού πολιτισμού. Όλα τα άλλα είναι δευτερεύουσας σημασίας. Ο μόνος τρόπος για να σωθεί το ευρωπαϊκό εγχείρημα είναι να το ανακαλύψουμε εκ νέου.
Στη δεκαετία του 1960, πολλοί φιλελεύθεροι φοβόντουσαν ότι οι δημοκρατικοί θεσμοί της Ευρώπης ήταν πάντα όμηροι των αυταρχικών πνευματικών πολιτισμών μέσα από τους οποίους είχαν πρόσφατα προκύψει. Ο Β' Παγκόσμιος Πόλεμος, στον οποίο οι περισσότεροι Ευρωπαίοι πολέμησαν για λογαριασμό μη δημοκρατικών ή και αντι-δημοκρατικών καθεστώτων, κατέστρεψε αυτά τα καθεστώτα, αλλά όχι τις βασικές στάσεις και νοοτροπίες που τα υποστήριζαν. Σήμερα έχουμε το αντίθετο πρόβλημα: Η τάξη δεν καταστρέφει την ελευθερία. Η ελευθερία καταστρέφει την τάξη. Στη σημερινή Ευρωπαϊκή Ένωση τα δικαιώματα των πολιτών προστατεύονται, οι άνθρωποι έχουν πρόσβαση σε πιό πολλή πληροφόρηση και είναι πιο ελεύθεροι από κάθε άλλη εποχή, να ταξιδεύουν και να ζουν τον δικό τους τρόπο ζωής. Όμως, οι ελευθερίες αυτές παραλύουν όλο και περισσότερο τους δημοκρατικούς θεσμούς στην Ευρώπη εδώ και σαράντα χρόνια. Οι δημοκρατικές κοινωνίες γίνονται μη κυβερνήσιμες, καθώς χάνονται οι ιδέες για κοινή ζωή και για δημόσιο συμφέρον. Η εμπιστοσύνη στους πολιτικούς έπεσε στα χαμηλότερα επίπεδα από κάθε άλλη εποχή.
Η σημερινή ευρωπαϊκή οικονομική κρίση παράγει δύο πολύ διαφορετικές αντιλήψεις για τη δημοκρατία. Σε χώρες όπως η Γερμανία, η επιρροή της κοινής γνώμης στη δημοκρατική πολιτική αυξάνεται. Σε χώρες όπως η Ελλάδα και η Ιταλία, η επιρροή του κοινού στη διαδικασία λήψης αποφάσεων, ιδιαίτερα της λήψης οικονομικών αποφάσεων, μειώνεται. Αυτό που έχουν να προσφέρουν το Βερολίνο και το Παρίσι στους πολίτες τους, στην Ιταλία, στην Ελλάδα ή στην Ισπανία συρρικνώνεται σε μια δημοκρατία στην οποία οι ψηφοφόροι μπορούν να αλλάξουν τις κυβερνήσεις, όχι όμως τις βασικές οικονομικές πολιτικές των κυβερνήσεων αυτών. Η λογική των σημερινών προτάσεων για την ενίσχυση του ευρώ αποδεσμεύει σχεδόν όλες τις πολιτικές αποφάσεις για την οικονομία από την πολιτική της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας. Θέτει τους πολίτες των οφειλετριών χωρών μπροστά στο απωθητικό δίλημμα είτε «δημοκρατία χωρίς δυνατότητα επιλογών», είτε να «καταλάβουν» τους δρόμους.4
Τα αποτελέσματα αυτής της αντιστροφής είναι τόσο παράδοξα, ώστε έχουμε το πρόβλημα τι όνομα να τους δώσουμε και να καταλάβουμε αυτό που συμβαίνει μπροστά μας - και, κατά συνέπεια, πολλές φορές δεν μπορούμε καν να τα διακρίνουμε, ενώ στην πραγματικότητα συμβαίνουν μπροστά μας. Όπως οι «blankers» στο μυθιστόρημα «Βλέποντας» του Ζοζέ Σαραμάγκου (José Saramago), οι Ευρωπαίοι φαίνονται όλο και απολιτικοί. Όμως η άρνησή τους να προσποιηθούν ότι αυτό που έχει απομείνει ως υπόλειμμα από τις εθνικές διαδικασίες της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας τους προσφέρει επιλογές που όντως αξίζουν κάτι, είναι βαθιά ανατρεπτική. Βρίσκονται όλο και περισσότερο στους δρόμους, όχι όμως στις κάλπες. Πολεμούν τον καπιταλισμό με όρους ηθικής, όχι με όρους πολιτικής. Βλέπουν ως εναλλακτική λύση την παράταξή τους, αλλά δεν μπορούν να βρούν ένα όνομα για το τι υποστηρίζει η παράταξή τους. Δεν έχουν ηγέτες, διότι αρνούνται να είναι οπαδοί κανενός.
Ίσως το πιο παράδοξο πράγμα που παρατηρούμε στους σημερινούς αντάρτες της Ευρώπης, είναι ότι επιδιώκουν να διατηρήσουν το παλαιό status quo. Παρατηρούμε έτσι ένα 1968 από την ανάποδη. Τότε, οι σπουδαστές στους δρόμους της Ευρώπης είχαν εκδηλώσει την επιθυμία τους να ζήσουν σ' έναν κόσμο διαφορετικό από εκείνον των γονέων τους. Σήμερα οι σπουδαστές βγαίνουν στο δρόμο για να διαδηλώσουν το δικαίωμά τους να ζουν σ' έναν κόσμο ίδιο με εκείνο των γονέων τους, μολονότι φοβούνται ότι δεν μπορούν. Αντιμέτωποι με την επιλογή μεταξύ αφενός του ανοίγματος των συνόρων για να διατηρήσουν την ευημερία και αφετέρου του κλεισίματός τους για τη διατήρηση της πολιτισμικής ταυτότητας των κοινωνιών τους, επιλέγουν και τα δύο: και την ευημερία και την Ευρώπη-φρούριο.
Έτσι, η ευρωπαϊκή δημοκρατία δεν απειλείται σήμερα από την άνοδο αντι - δημοκρατικών εναλλακτικών λύσεων. Είναι παγιδευμένη στην απολύτως δημοκρατική επιθυμία των πολιτών, να μην επιλέξουν «κανέναν από τους αποπάνω». Ή όπως το έχει θέσει ο Πιερ Ροζανβαλόν (Pierre Rosanvallon):
Η βασική λειτουργία της αντιπολίτευσης παίρνει όλο και πιο συχνά τη μορφή κατηγορητηρίου (κατά το πρότυπο των μεγάλων πολιτικών δικών στην Αγγλία του 17ου και 18ου αιώνα), επισκιάζοντας το όραμα της πολιτικής που βασίζεται στην αντιπαλότητα μεταξύ των διαφορετικών προγραμμάτων. Η μορφή του πολίτη ως εκλογέα σήμερα όλο και περισσότερο αντικαθίσταται από την εικόνα του πολίτη ως κριτή.5
O Ιβαν Κράστεφ στο Ινστιτούτο Heinrich Boell |
Ας το λάβουμε υπόψη: Το Φλεβάρη του 2011, μια δημοσκόπηση σχετική με την ταυτότητα και τον εξτρεμισμό ανακάλυψε ότι ένας τεράστιος αριθμός Βρετανών είναι τώρα έτοιμος να υποστηρίξει ένα αντι-μεταναστευτικό εθνικιστικό κόμμα, εφ' όσον δεν σχετίζεται με βία και φασιστικές εικόνες. Στη Γαλλία, μια δημοσκόπηση το Μάρτιο του 2011 έδειξε ότι ο ακροδεξιός ηγέτης Ζαν - Μαρί Λεπέν (Jean-Marie Le Pen) θα ήταν ο ένας από τους δύο νικητές στον πρώτο γύρο της ψηφοφορίας [για την προεδρία της Δημοκρατίας]. Μια έρευνα το Μάιο του 2011 από το Ινστιτούτο Forsa έδειξε ότι «οι ιδέες της δεξιάς βρίσκουν απήχηση σε ένα απροσδόκητα ευρύ τμήμα του πληθυσμού» [της Γερμανίας]. Περίπου το 70 % των ερωτηθέντων δήλωσε ότι η Γερμανία δίνει πάρα πολλά χρήματα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Σχεδόν οι μισοί θέλουν η Γερμανία να μειώσει δραστικά τη μετανάστευση. Ένα 30 % είπαν ότι θα ήθελαν μια «ανεξάρτητη Γερμανία, χωρίς το ευρώ, χωρίς να διαθέτει η ΕΕ καμία νομική εξουσία». Παραδόξως, οι ιδέες της Δεξιάς βρίσκουν σαφή υποστήριξη τόσο απο την Κεντροδεξιά όσο και από την άκρα Αριστερά. Στη Δανία, Ιταλία, Σουηδία, Ολλανδία, Αυστρία και Φινλανδία, τα κόμματα κατά των μεταναστών είναι πλέον αρκετά ισχυρά για να ανα-διαμορφώσουν την εθνική πολιτική. Στην Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη, ο φόβος των μεταναστών δεν είναι το καθοριστικό πολιτικό ζήτημα, κυρίως επειδή υπάρχουν λιγότεροι μετανάστες. Ωστόσο τα επίπεδα της ξενοφοβίας και του ρατσισμού είναι εντυπωσιακά. Στην πραγματικότητα είναι πολύ υψηλότερα από ό,τι στη Δυτική Ευρώπη παρά την απουσία μεγάλου αριθμού των μεταναστών. Μια μελέτη του 2011 από το Ίδρυμα Friedrich Ebert σε 8 ευρωπαϊκές χώρες, έδειξε ότι το 77 % των Ούγγρων βλέπει τους μετανάστες ως επιβάρυνση για το κράτος πρόνοιας και ότι η πλειοψηφία των Ούγγρων και Πολωνών αντιτίθενται στην ένταξη των αλλοδαπών στο δικό τους πολιτισμό. Μια μεταγενέστερη έρευνα διαπίστωσε ότι οι ευημερούντες Ευρωπαίοι είναι από τους πιο απαισιόδοξους πολίτες του πλανήτη. Κατά το τέλος του περασμένου αιώνα οι Ευρωπαίοι έβλεπαν τους εαυτούς τους ως τους μεγάλους ωφελημένους από την παγκοσμιοποίηση. Σήμερα, η πλειονότητα των Ευρωπαίων θεωρούν τους εαυτούς τους ως χαμένους από αυτή την ίδια τάση της παγκοσμιοποίησης 6.
Ο νέος λαϊκισμός
Αυτά που δείχνουν οι δημοσκοπήσεις, δεν είναι απλά αποτελέσματα συλλογικών εθνικών νευρώσεων. Σ' όλο το δυτικό τμήμα της Ευρώπης, ολόκληρες κοινότητες ιστορικά διαμορφωμένες βλέπουν να διαβρώνεται ο έλεγχός τους επί της καθημερινής ζωής τους, καθώς όλο και περισσότερες αποφάσεις λαμβάνονται από τις Βρυξέλλες, από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα ή από τις ηγεσίες των μεγάλων εταιριών σ' όλη την υδρόγειο. Ταυτόχρονα, η ίδια η μορφή και η αίσθηση των κοινοτήτων αυτών έχει αποσταθεροποιηθεί από τους μετανάστες, τους τόσο πολλούς και τόσο πολιτισμικά διακριτούς, ώστε να φαίνεται αδύνατο να αφομοιωθούν. Σε όλη τη Δυτική Ευρώπη σήμερα, οι πλειοψηφίες που απειλούνται ενεργούν περισσότερο σαν να είναι αδικημένες μειονότητες. Κατηγορούν την πραγματική ή φανταστική απώλεια του ελέγχου πάνω στις ζωές τους, ως μια συνωμοσία μεταξύ αφενός των ελίτ με το κοσμοπολίτικο πνεύμα και αφετέρου των μεταναστών που διατηρούν τη φυλετική τους νοοτροπία και αρνούνται να αποδεχθούν μια πραγματική κοινωνική ένταξη, με τους όρους που θέτει η πλειοψηφία. Με διαφορετικούς τρόπους και για διαφορετικούς λόγους, και οι δύο αυτές πλευρές υποστηρίζουν έναν «κόσμο χωρίς σύνορα», έναν κόσμο που ο μέσος άνθρωπος καταλήγει όλο και περισσότερο να τον φοβάται και να τον μισεί.
Έτσι, κατά ειρωνεία της τύχης, οι δημοκρατικοί θεσμοί της Ευρώπης είναι πιο διαφανείς από ποτέ, αλλά και λιγότερο αξιόπιστοι από ποτέ. Οι δημοκρατικές ελίτ είναι πιο αξιοκρατικές από κάθε άλλη εποχή, αλλά επίσης πιο αγανακτισμένες και προκατειλημμένες από ποτέ. Οι κοινωνίες μας είναι πιο ανοιχτές και δημοκρατικές από κάθε άλλη εποχή, αλλά και λειτουργούν λιγότερο αποτελεσματικά από κάθε άλλη εποχή. Η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν μπορεί να διατηρηθεί ως εγχείρημα καθοδηγούμενο από τις ελίτ, αλλά και δεν μπορεί να επιβιώσει ως δημοκρατικό εγχείρημα: Η ύπαρξή της τώρα εξαρτάται είτε από τη γέννηση ενός ευρωπαϊκού «δήμου», είτε από τη διατήρηση των επιμέρους δημοκρατιών, των ελεγχόμενων από τις ελίτ. Μια δημοκρατία χωρίς λαό έχει ακόμη λιγότερες πιθανότητες να επιβιώσει, σε σύγκριση με ένα κοινό νόμισμα χωρίς ένα κοινό δημόσιο ταμείο.
Η διαδικασία της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης επέτυχε στο να απονομιμοποιήσει το έθνος-κράτος στην Ευρώπη, αλλά απέτυχε στο να δημιουργήσει ένα κοινό ευρωπαϊκό δημόσιο χώρο και μια κοινή ευρωπαϊκή πολιτική ταυτότητα. Συνεπώς, η λαϊκίστικη οπισθοδρόμηση και η απάρνηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης ισοδυναμεί με μια επαναβεβαίωση των πιο τοπικιστικών, αλλά και πολιτισμικά βαθύτερων ταυτοτήτων στις μεμονωμένες ευρωπαϊκές χώρες. Το κίνημα αυτό οδηγεί την ευρωπαϊκή πολιτική προς λιγότερο περιεκτικούς και ενδεχομένως λιγότερο φιλελεύθερους ορισμούς της πολιτικής κοινότητας.
Η κοινή γνώμη, στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες φοβάται τη γήρανση και μείωση του πληθυσμού. Φοβάται ότι οι μετανάστες ή εθνοτικές μειονότητες καταλαμβάνουν πληθυσμιακά τις χώρες τους και απειλούν τον τρόπο ζωής τους. Φοβάται ότι η ευρωπαϊκή ευημερία δεν μπορεί πλέον να θεωρείται δεδομένη και ότι η επιρροή της Ευρώπης στην παγκόσμια πολιτική βρίσκεται σε παρακμή. Σε αντίθεση με τις προσδοκίες πολλών πολιτικών παρατηρητών, η οικονομική κρίση δεν έχει μειώσει, αλλά μάλλον ενίσχυσε την ελκυστικότητα των πολιτικών που υποστηρίζουν τις ιδιαίτερες ταυτότητες. Με καθαρά πολιτικούς όρους, αυτή που επωφελείται περισσότερο από την κρίση είναι η ξενοφοβική Δεξιά και όχι η υπέρ της ισότητας Αριστερά. Ωστόσο, εδώ πρέπει να είμαστε προσεκτικοί: Το ευκρινές διαχωριστικό ρήγμα μεταξύ Αριστεράς και Δεξιάς, γύρω από το οποίο διαρθρώνεται η ευρωπαϊκή πολιτική μετά την Γαλλική Επανάσταση, σταδιακά γίνεται όλο και πιο ασαφές. Με την άνοδο ενός δεξιού λαϊκισμού, ενός είδους άγνωστου μετά τις δεκαετίες του 1920 και του 1930, οι προλεταριακές δυνάμεις είναι πλέον ευάλωτες στο να αιχμαλωτισθούν από σαφώς αντι-φιλελεύθερες ηγεσίες. Οι απειλούμενες πλειοψηφίες - αυτοί που έχουν τα πάντα και που φοβούνται τα πάντα - έχουν αναδειχθεί ως η κύρια δύναμη στην ευρωπαϊκή πολιτική. Η αναδυόμενη ανελεύθερη πολιτική συναίνεση δεν περιορίζεται μόνον στον δεξιό ριζοσπαστισμό: περιλαμβάνει και το μετασχηματισμό του ίδιου του ευρωπαϊκού mainstream. Δεν απειλούν την Ευρώπη αυτά που λένε οι εξτρεμιστές. Η πραγματική απειλή είναι αυτά που δεν λένε πια οι mainstream ηγέτες: για παράδειγμα, ότι η διαφορετικότητα είναι κάτι καλό για την Ευρώπη.
Οι απειλούμενες πλειοψηφίες εκφράζουν πλέον έναν αυθεντικό φόβο, ότι γίνονται οι χαμένοι της παγκοσμιοποίησης. Η παγκοσμιοποίηση μπορεί να συνέβαλε στην άνοδο πολλών μεσαίων τάξεων έξω απο τον ανεπτυγμένο κόσμο, αλλά διαβρώνει τα οικονομικά και πολιτικά θεμέλια των κοινωνιών της μετπολεμικής Ευρώπης, στις οποίες επικρατεί η μεσαία τάξη. Υπό την έννοια αυτή, ο νέος λαϊκισμός δεν αντιπροσωπεύει τους ηττημένους του σήμερα, αλλά τους υποψήφιους ηττημένους του αύριο.
Τα Μέσα Ενημέρωσης μιλούν για τράπεζες, για χρεοκοπίες και για γαλλο-γερμανικές διαφωνίες σχετικά με τη δημοσιονομική πολιτική. Μιλούν για καλοπροαίρετους τεχνοκράτες και για οργισμένη νεολαία. Μερικά είναι τώρα πια έτοιμα να αναγνωρίσουν ότι ένα ενιαίο νόμισμα με πάνω από δύο δωδεκάδες ξεχωριστά δημόσια ταμεία, είναι καταδικασμένο να αποτύχει παταγωδώς. Οι αληθινά πιστοί στο ευρωπαϊκό σχέδιο μας υπενθυμίζουν ότι όλα αυτά τα χρόνια, η Ευρώπη είναι σαν τον απελπισμένο άνθρωπο που αρπάζεται από βράχο σε βράχο μέσα σε ένα ορμητικό ποτάμι: Κάθε επιμέρους κρίση αντιμετωπίστηκε με τέτοιο τρόπο, ώστε να βοηθά το πέρασμα προς την απέναντι, μακρινή όχθη. Ναι, θα πρέπει να ανησυχούμε, αλλά οι ανησυχίες μας είναι το καύσιμο που θα μας οδηγήσει σε ένα ανώτερο επίπεδο επιτυχίας.
Δυστυχώς δεν υπάρχουν πια άλλοι βράχοι στο ποτάμι και δεν υπάρχει τρόπος για να προχωρήσουμε προς την όχθη. Αυτή τη φορά, το ευρωπαϊκό εγχείρημα έχει παγιδευτεί στην πιο βασική δυσαρμονία του: στο γεγονός ότι η ύπαρξη ευρωπαϊκού λαού πρέπει να προηγείται μιας κρατικής δομής και μιας οικονομικής ολοκλήρωσης και όχι να ακολουθεί.
Ας είμαστε σαφείς: Η άνοδος των ελεγχόμενων από τις ελίτ φιλελεύθερων δημοκρατιών στη μεταπολεμική Δυτική Ευρώπη, είναι αυτό που κατέστησε δυνατή και επιτυχημένη την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση. Και είναι ο μετασχηματισμός των καθεστώτων αυτών, λόγω της ανόδου ενός νέου λαϊκισμού, που εξηγεί γιατί η Ευρώπη έχει προβλήματα σήμερα. Η πραγματική αιτία της οικονομικής κρίσης στην Ευρώπη είναι η εξής: Δεν υπήρξε ποτέ ένα κοινωνικό θεμέλιο για το πολιτικό και οικονομικό οικοδόμημα που προσπαθούν να χτίσουν οι ευρωπαϊκές ελίτ. Το γεγονός ότι η δημοκρατία στην Ευρώπη, στο πιο στοιχειώδες επίπεδό της, έχει επιτύχει, επιτρέπει τωρα στους ευρωπαϊκούς λαούς να εκφράζουν την αντίθεσή τους, αν όχι προς το ίδιο το εγχείρημα, πάντως προς μια σειρά από δυσφορίες που αυτό δημιουργεί. Αυτή είναι η πραγματική κρίση στην Ευρώπη και είναι μια κρίση του πολιτικού πολιτισμού. Όλα τα άλλα είναι δευτερεύουσας σημασίας. Ο μόνος τρόπος για να σωθεί το ευρωπαϊκό εγχείρημα είναι να το ανακαλύψουμε εκ νέου.
Σημειώσεις
1 Davies, “Diminished and disdained, the Euroland will yet defy the skeptics”, Financial Times, 28 Οκτωβρίου 2011.
2 Π.χ. η ανάλυση στο : Allen C. Lynch, “What Russia Can Be: Paradoxes of Liberalism and Democracy”, The American Interest (Νοέμβριος - Δεκέμβριος 2006).
3 Kolakowski, Modernity on Endless Trial (University of Chicago Press, 1990), σ. 162.
4 Ivan Krastev, “The Balkans: Democracy Without Choices” (pdf), Journal of Democracy (Ιούλιος 2002).
5 Rosenvallon, Democracy Past and Future (Columbia University Press, 2006), σ. 244.
Ο Ιβάν Κράστεφ είναι πρόεδρος του Centre for Liberal Strategies στη Σόφια και μόνιμος συνεργάτης του Institute for
Human Sciences στη Βιέννη. Η εισήγηση αυτή έγινε στο Dahrendorf Symposium (2011), μια κοινή πρωτοβουλία του London School of
Economics and Political Science, της Hertie School of Governance και του Stiftung Mercator.
Αρθρογραφία του Ιβαν Κράστεφ στο National Endowment for Democracy
Tr@nsit online - Αρθρογραφία του Ιβαν Κράστεφ
- Σόφια (Αγγλικά)
Ντάνιελ Μπελ: Οι πολιτισμικές αντιφάσεις του καπιταλισμού -
του Άρη Μαραγκόπουλου - Στον ιστότοπο Μετά την Κρίση
Η ενωμένη Ευρώπη, το «λάθος» ο Χάμπερμας και ο «Κόσμος του Χθές» του Στέφαν Τσβάϊχ - Ηλιας Μαγκλίνης (Καθημερινή)
Τι σημαίνει μια ισχυρή Ευρώπη; Ομιλία του Γιούργκεν Χάμπερμας στο Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα Γερμανίας - Στον ιστότοπο Μετά την Κρίση
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου