του Γιώργου Παπανικολάου
Ελάχιστα έχει συζητηθεί στην Ελλάδα ένα φαινόμενο που καυτηριάζεται έντονα στο εξωτερικό. Η απουσία της ελληνικής ελίτ από την προσπάθεια συνολικής ανάταξης της χώρας, κι ακόμη περισσότερο, ο αρνητικός ρόλος που συχνά παίζει στις εξελίξεις.
Το πρόβλημα δεν εντοπίζεται μόνο
στην πολιτική ηγεσία. Τουναντίον, αφορά τόσο την επιχειρηματική τάξη,
όσο και την αποκαλούμενη «πνευματική» ή «πολιτιστική» ηγεσία της χώρας,
μεταξύ των οποίων συγκαταλέγονται και εκπρόσωποι των διαφόρων «Θεσμών».
Δυστυχώς οι ίδιες διαδικασίες σταδιακής αλλοτρίωσης και αποσάθρωσης που έφεραν την πολιτική ηγεσία στο επίπεδο όπου βρίσκεται σήμερα, είχαν καταλυτική επίδραση και στις υπόλοιπες «ελίτ».
Η
παντοδυναμία των κομματικών διασυνδέσεων, η επικράτηση «κυκλωμάτων», ο
συχνά διαβρωτικός ρόλος των media, η έννοια της «συναλλαγής» δεν παίζουν
ρόλο μόνο στην πολιτική σκηνή, ή στη διαπλοκή της οικονομίας με την
εξουσία.
Οι παράγοντες αυτοί επηρεάζουν εξίσου, αν και περισσότερο
κεκαλυμμένα, όλους τους τομείς, καθορίζοντας εν τέλει ποιοι θα είναι
«δημόσια πρόσωπα», ακόμη και στον πολιτιστικό ή στον καλλιτεχνικό χώρο.
Τυχόν εξαιρέσεις, δυστυχώς, απλώς επιβεβαιώνουν τον κανόνα.
Κι αν τα παραπάνω δεν έφταναν, καταλυτική ήταν - και παραμένει - η διάλυση της ελληνικής Παιδείας,
ιδίως στο επίπεδο των Ανώτατων Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων, που για μεγάλο
μέρος της κοινωνίας συνεχίζουν να αποτελούν «αρεστό» κρατικό μονοπώλιο.
Πολλά
έχουν γραφτεί, κι ακόμη περισσότερα λέγονται, για τον τρόπο με τον
οποίο καταλαμβάνονται καθηγητικές θέσεις στα ιδρύματα αυτά, ενώ η
διείσδυση του κομματικού συμφέροντος ως κριτηρίου… αξιολόγησης (αλλά και
γενικότερης ισχύος στον χώρο) είναι προσφιλές θέμα συζήτησης εδώ και
χρόνια, μεταξύ των ίδιων των πανεπιστημιακών δασκάλων.
Τα πράγματα
δεν θα μπορούσαν να είναι διαφορετικά. Η επικράτηση του μεταπολεμικού
συστήματος εξουσίας, που έφερε τελικά τη χώρα στο χείλος της
καταστροφής, ήταν απόλυτη. Σε όλους τους τομείς της δημόσιας ζωής.
Με άλλα λόγια, το μεγαλύτερο μέρος της εγχώριας ελίτ αποτελεί «προϊόν» αυτού του συστήματος.
Είτε πρόκειται για πολιτικούς, είτε για επιχειρηματίες, είτε για άλλου
είδους δημόσια πρόσωπα, κοινό χαρακτηριστικό τους είναι ότι ξεχώρισαν
στο πλαίσιο αυτού του συστήματος, κατά κανόνα παίζοντας με τους όρους
του στο μεγαλύτερο μέρος της ζωής τους.
Κάποιοι βεβαίως ίσως θα
ήθελαν να εναντιωθούν, αναγνωρίζοντας τα λάθη του παρελθόντος ή
διαβλέποντας ένα μελλοντικό αδιέξοδο. Διστάζουν όμως.
Βλέπετε, το
επίπεδο της Παιδείας (και με την ευρύτερη έννοια της κουλτούρας και της
καλλιέργειας) δεν καθορίζει μόνον την ποιότητα των «ηγετών», καθορίζει
και τη δεκτικότητα του ακροατηρίου.
Όσο χαμηλότερο είναι το
επίπεδο της παιδείας και της καλλιέργειας, τόσο πιο ευάλωτο είναι το
ακροατήριο στη λογική «άσπρο-μαύρο», τόσο πιο πρόσφορο για εκμετάλλευση
από τους λαϊκιστές, τόσο πιο έτοιμο να κονιορτοποιήσει τη διαφορετική
άποψη, κι ακόμη περισσότερο ίσως, να αγνοήσει περιφρονητικά τη μετριοπάθεια και να χλευάσει τον νεοτερισμό.
Κι
αυτό σίγουρα είναι αποθαρρυντικός παράγοντας για εκείνους τους ολίγους
μεταξύ της ελληνικής «ελίτ» που θα ήθελαν ενδεχομένως να αρθρώσουν
διαφορετική άποψη, πέρα από τις κυρίαρχες αφηγήσεις.
Διότι
φοβούνται τον προπηλακισμό, τον εξευτελισμό, όπως και τα «μπλεξίματα» με
ένα σύστημα που ακόμη και σήμερα, πέντε χρόνια μετά την έλευση της
κρίσης, συνεχίζει να κρατά τα «πόστα» και να αναπαράγει το μοντέλο λειτουργίας του.
Κάπως
έτσι έχουμε καταλήξει να ακούμε διαφορετικές απόψεις, συχνά εξαιρετικά
ενδιαφέρουσες, μόνον από «απομάχους» της δημόσιας ζωής. Από πρόσωπα με
«περγαμηνές», που όμως είναι περασμένης ηλικίας, χαρακτηριστικό
παράδειγμα των οποίων αποτελεί, κατά την προσωπική μου άποψη, ο Αλέκος Παπαδόπουλος.
Όσο
ενδιαφέρουσες όμως και συχνά «προκλητικές» κι αν είναι αυτές οι
απόψεις, δεν πρόκειται να κάνουν τη διαφορά. Το γεγονός δε ότι κάποιοι
από εμάς ανατρέχουν σε αυτές, στη δεύτερη δεκαετία του 21ου αιώνα, είναι
ένδειξη της ένδειας που διακρίνει τη σημερινή ελίτ, αυτή «που βρίσκεται
στα πράγματα».
Πρόκειται για έλλειψη «ανθρώπινου κεφαλαίου» που απαιτεί πολλά χρόνια για να αναπληρωθεί και είναι θεμελιώδους σημασίας για την προσπάθεια ανάταξης της Ελλάδας.
Δυστυχώς
δεν είναι μόνο η ρευστότητα και οι επενδύσεις που μας λείπουν. Κι αυτό
φάνηκε ήδη από τα χρόνια αμέσως πριν από την κρίση, όταν το χρήμα έρρεε
άφθονο, αλλά η χώρα… κατέρρεε!
Ο Γιώργος Παπανικολάου, με σπουδές Διοίκησης Επιχειρήσεων είναι δημοσιογράφος και διευθυντής του Euro2day.gr
Αρθρογραφία στο new deal
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου