© Green European Journal - Γιάννης Παρασκευόπουλος: Αποτιμώντας τον 1 χρόνο διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ - Ο ΣΥΡΙΖΑ, οι Έλληνες Πράσινοι, η αποτυχημένη διαπραγμάτευση του 2015 και το 3ο Μνημόνιο (μέρος 1)
Επίσης, στον ιστότοπο © Οικολογικό Δίκτυο - Γιάννης Παρασκευόπουλος: ΣΥΡΙΖΑ, οι Οικολόγοι Πράσινοι και το Γ’ Μνημόνιο - Αποτιμώντας τον 1 χρόνο διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, τα 5 λάθη που έκριναν τη διαπραγμάτευση, 30.1.2016
Αγγλικά: © Green European Journal - PERPETUATING AUSTERITY : SYRIZA, the Greek Greens and the failed 2015 (re)negotiation project (part 1), 14.09.2016
Μετά από ένα ξεκίνημα πολλά υποσχόμενο, τι συνέβη στο πρώτο εξάμηνο του 2015 και όλα κινήθηκαν προς τόσο ατυχή κατεύθυνση για την Ελλάδα και τον ΣΥΡΙΖΑ, με πιο έντονες πολιτικές της λιτότητας να επιβάλλονται εις βάρος του ελληνικού λαού και του περιβάλλοντος της χώρας; Ο Γιάννης Παρασκευόπουλος αναλύει ορισμένα βασικά λάθη του ΣΥΡΙΖΑ και γράφει για τον ρόλο του κόμματος των Πρασίνων της Ελλάδας στις εξελίξεις. Είναι το πρώτο μέρος ενός άρθρου που θα ολοκληρωθεί προσεχώς με ένα δεύτερο μέρος.
Green European Journal
Η αρχή της βιωσιμότητας πολύ σπάνια αποδεικνύεται συμβατή με τις συνήθεις δέσμες μέτρων λιτότητας, οι οποίες είναι σχεδιασμένες για να αποδομούν μεγάλα τμήματα της οικονομίας και να επιβάλλουν στη συνέχεια ένα «κυνήγι με στόχο την ανάπτυξη», αλλά με οποιοδήποτε κόστος.
Η Παγκόσμια Χάρτα των Πράσινων απαιτεί ριζική μεταρρύθμιση του ΔΝΤ, το οποίο εκ παραδόσεως υποστηρίζει τέτοιες πολιτικές, ή την πλήρη διάλυσή του. Ακόμη και περιβαλλοντικές μη κυβερνητικές οργανώσεις «υπεράνω πάσης υποψίας», όπως το WWF έχουν καταγράψει αναλυτικά και τεκμηριώσει με στοιχεία τις βαριές περιβαλλοντικές εκπτώσεις που έχουν οι πολιτικές της λιτότητας σε όλο τον Ευρωπαϊκό Νότο.
Αυτό ισχύει ιδιαίτερα στην Ελλάδα, η οποία, μεταξύ 2009 και 2015, έχασε πάνω από το 25% του ΑΕΠ της εφαρμόζοντας πολιτικές λιτότητας, πληρώνοντας επίσης ένα βαρύ τίμημα ως προς την περιβαλλοντική βιωσιμότητα. Συνακόλουθα, το ελληνικό Πράσινο κίνημα εύλογα είχε μεγάλο ενδιαφέρον για την εξέλιξη της περσινής επαναδιαπραγμάτευσης της «δέσμης μέτρων για την κρίση στην Ελλάδα».
Αρχές Ιανουαρίου του 2015, η κρίση στην Ελλάδα συμπλήρωνε ήδη πενταετία.
- Το πολιτικό σύστημα είχε σε μεγάλο βαθμό καταρρεύσει, με τα «αστικά» κόμματα αποκομμένα από το 60% του εκλογικού σώματος, την Αριστερά να καλύπτει βιαστικά το κενό, αλλά και την κοινωνία να αδυνατεί να φέρει στο προσκήνιο πραγματικά νέα σχήματα και νέες πολιτικές προτάσεις.
- Η απώλεια αξιοπιστίας και ισχύος των παραδοσιακών ελίτ στην οικονομία και τον πολιτισμό, ελάχιστα είχε ανοίξει το δρόμο για νέες δημιουργικές δυνάμεις.
- Στο οικονομικό πεδίο το 1ο και το 2ο Μνημόνιο, σωρευτικά με το Δημοσιονομικό Σύμφωνο, οδηγούσαν σε απαίτηση για σταθερά πρωτογενή πλεονάσματα άνω του 5% επί 20ετία, αλλά και για συμπίεση των πρωτογενών δημόσιων δαπανών σε επίπεδα ανάμεσα στα χαμηλότερα παγκοσμίως. Ο Ι. Στουρνάρας, από το βήμα του 2ου Ελληνοκινεζικού Συνεδρίου στις 18.9.2012 είχε καυχηθεί ότι η Ελλάδα «θα καταστεί διεθνώς μια εκ των χωρών με το μικρότερο ποσοστό δημόσιων δαπανών ως ποσοστό του Α.Ε.Π.»
- Με δεδομένο ότι καμιά χώρα της ευρωζώνης δεν έχει πετύχει τέτοιες επιδόσεις ούτε καν για ένα χρόνο, οι δεσμεύσεις αυτές αποτελούσαν μάλλον οδικό χάρτη εξόδου από το ευρώ παρά εργαλείο σύγκλισης με την υπόλοιπη ευρωζώνη.
- Επιπλέον, η εφαρμογή τους είχε εκτροχιαστεί ήδη επί κυβέρνησης Σαμαρά: παρά την καλή χρονιά στον τουρισμό, στην εκτέλεση του προϋπολογισμού του 2014 είχαμε απόκλιση 2 δις ευρώ, με πρωτογενές πλεόνασμα μόλις 0,4% του ΑΕΠ έναντι δεσμευτικού στόχου τουλάχιστον 1,5%.
Μια ουσιαστική λοιπόν
επαναδιαπραγμάτευση των δεσμεύσεων, αποτελούσε απαραίτητο όρο για να
ανασάνει η χώρα και να αποκτήσει στοιχειωδώς βιώσιμη προοπτική.
Πολύ σύντομα, όμως, αντί για ανατροπή ή για χαλάρωση, φθάσαμε σε ένα επιπρόσθετο 3ο Μνημόνιο με ακόμη πιο ασφυκτικούς όρους. Πρακτικά η Ελλάδα βρίσκεται πλέον πολύ εγγύτερα στην Ανατολική Ευρώπη, όπου το 1989-90 είχε εξαερωθεί κάπου 50% της προηγούμενης οικονομίας της χωρίς στη συνέχεια να ανακτηθεί, παρά στον υπόλοιπο Ευρωπαϊκό Νότο που έχασε ένα 10-15%.
Πολύ σύντομα, όμως, αντί για ανατροπή ή για χαλάρωση, φθάσαμε σε ένα επιπρόσθετο 3ο Μνημόνιο με ακόμη πιο ασφυκτικούς όρους. Πρακτικά η Ελλάδα βρίσκεται πλέον πολύ εγγύτερα στην Ανατολική Ευρώπη, όπου το 1989-90 είχε εξαερωθεί κάπου 50% της προηγούμενης οικονομίας της χωρίς στη συνέχεια να ανακτηθεί, παρά στον υπόλοιπο Ευρωπαϊκό Νότο που έχασε ένα 10-15%.
Η τελική έκβαση της διαπραγμάτευσης
κρίθηκε όντως από το συντριπτικά αρνητικό συσχετισμό δυνάμεων που δεν
άφησε περιθώρια για τίποτε καλύτερο. Ο συσχετισμός όμως αυτός
διαμορφώθηκε καθοριστικά από μια σειρά στρατηγικές επιλογές της
ελληνικής πλευράς, δρομολογημένες πολύ νωρίτερα, με αδιέξοδα ορατά ήδη από τότε.
Joseph Mallord William Turner: Ναυάγιο (από GEJ) |
Δεδομένου ότι η «ισχυρή Ελλάδα» των
Σημίτη-Καραμανλή έχει αμετάκλητα καταρρεύσει από χρόνια, ζωτική
προϋπόθεση για κάθε αλλαγή πορείας ήταν η κατάθεση ολοκληρωμένου
εναλλακτικού σχεδίου για τη χώρα με συγκεκριμένες προτάσεις για
δημοσιονομικά, φορολογική μεταρρύθμιση και φορολόγηση του πλούτου,
διαρθρωτικές αλλαγές με διαφορετικό πρόσημο, παρεμβάσεις για
ολοκληρωμένο κοινωνικό κράτος και προσιτό κόστος ζωής, αναπροσανατολισμό
της πραγματικής οικονομίας, προτεραιότητες για την επαναδιαπραγμάτευση,
αλλά και βασικές κατευθύνσεις ενός νέου κοινωνικού συμβολαίου. Ένα
τέτοιο σχέδιο, συζητημένο διεξοδικά με την κοινωνία, θα ήταν το καλύτερο
ανάχωμα και στις πιέσεις για αδιέξοδη λιτότητα. Αν όχι τίποτε άλλο, το 2ο
Μνημόνιο είχε αποτύχει ήδη επί Σαμαρά, ενώ ένα αξιόπιστο εναλλακτικό
σχέδιο της Αριστεράς θα διασφάλιζε (και για τους δανειστές) μια Ελλάδα
με στοιχειώδη δημοσιονομική αυτοδυναμία, που δε θα ξαναζητούσε δανεικά
για τρέχουσες δημόσιες δαπάνες.
Η απουσία τέτοιου σχεδίου αποτελούσε όμως στρατηγική επιλογή για το ΣΥΡΙΖΑ, που ήθελε να αποφύγει κάθε εσωτερική τριβή στο αντιμνημονιακό στρατόπεδο: η εγχώρια Αριστερά αντιμετώπιζε παγίως τα Μνημόνια αποκλειστικά ως «επίθεση» (που απαιτεί κυρίως ενότητα και ισχυρό ΟΧΙ) και καθόλου ως «ομηρεία» που απαιτεί κυρίως εναλλακτικό σχέδιο. Κεντρική λοιπόν προτεραιότητά της ήταν να επικεντρωθεί στη διεκδίκηση ψήφων προκειμένου να κερδίσει την εξουσία και να διαπραγματευθεί η ίδια με τους δανειστές, όχι να θεμελιώσει τη διαπραγμάτευση σε πραγματικά γερό έδαφος.
2. Η απουσία σχεδίου (και) για την ΕυρώπηΗ απουσία τέτοιου σχεδίου αποτελούσε όμως στρατηγική επιλογή για το ΣΥΡΙΖΑ, που ήθελε να αποφύγει κάθε εσωτερική τριβή στο αντιμνημονιακό στρατόπεδο: η εγχώρια Αριστερά αντιμετώπιζε παγίως τα Μνημόνια αποκλειστικά ως «επίθεση» (που απαιτεί κυρίως ενότητα και ισχυρό ΟΧΙ) και καθόλου ως «ομηρεία» που απαιτεί κυρίως εναλλακτικό σχέδιο. Κεντρική λοιπόν προτεραιότητά της ήταν να επικεντρωθεί στη διεκδίκηση ψήφων προκειμένου να κερδίσει την εξουσία και να διαπραγματευθεί η ίδια με τους δανειστές, όχι να θεμελιώσει τη διαπραγμάτευση σε πραγματικά γερό έδαφος.
Στις ευρωεκλογές του
2014, λίγους μόνο μήνες πριν γίνει πρωθυπουργός στη χώρα μας, ο Αλ.
Τσίπρας ήταν ο υποψήφιος της Ευρωπαϊκής Αριστεράς για την προεδρία της
Κομισιόν. Είχε εκεί την ευκαιρία να καταθέσει ολοκληρωμένες προτάσεις
για το «τι χρειάζεται να αλλάξει στην Ε.Ε. ώστε να πάψει να λειτουργεί
ως μηχανή λιτότητας», να διεκδικήσει καταγραφεί ως δεύτερο ανερχόμενο
πανευρωπαίκό ρεύμα μετά τους ευρωσκεπτικιστές, να κερδίσει το σεβασμό
των άλλων Ευρωπαίων ηγετών και να τους θέσει ο ίδιος τα δικά του
πολιτικά διλήμματα, να βάλει υποθήκες για τις δημοκρατικές
μεταρρυθμίσεις που χρειάζεται ΚΑΙ η Ευρώπη: Με δυό λόγια, να οικοδομήσει
μεγάλο μέρος από το πολιτικό κεφάλαιο που θα χρειαζόταν λίγο αργότερα
στη διαπραγμάτευση.
Αντί γι’ αυτό, αντιμετώπισε την
ευρωπαική του υποψηφιότητα απλώς ως διεθνή τιμητική διάκριση για
εσωτερική κατανάλωση, που του έδινε πρόσθετους πόντους στη διεκδίκηση
της πρωτιάς στις ελληνικές κάλπες. Αντίθετα με τους Πράσινους, που είχαν
να παρουσιάσουν ολοκληρωμένη δουλειά με συγκεκριμένες προτάσεις ριζικών αλλαγών για την Ευρώπη και την ευρωζώνη,
η Ευρωπαϊκή Αριστερά και ο Αλ. Τσίπρας περιορίστηκαν σε ένα απλό μήνυμα
καταγγελίας της λιτότητας. Πανευρωπαϊκά έμειναν έτσι στα ποσοστά του
2009, χωρίς να βάλουν καμιά απολύτως υποθήκη για τις ευρωπαϊκές μάχες
που έρχονταν.
3. Η μονόπλευρη επικέντρωση στο χρέος
Το αίτημα για εκτεταμένη και μονομερή διαγραφή δημόσιου χρέους, παρουσιάστηκε ως η εναλλακτική λυτρωτική λύση απέναντι στα Μνημόνια και την εξάρτηση από τους δανειστές. Παραγνωρίζοντας ότι σε μνημόνια είχαν εγκλωβιστεί και χώρες με πολύ χαμηλότερο χρέος, απέκτησε ισχυρή συμβολική φόρτιση και ανάλογη προτεραιότητα στη διαπραγμάτευση με τους «θεσμούς». Πρακτικά η προοπτική για κούρεμα εστιαζόταν στο μνημονιακό χρέος προς τις άλλες χώρες της ευρωζώνης, καθώς το ΔΝΤ εμφανιζόταν ως βασικός δυνητικός σύμμαχος στην προσπάθεια κουρέματος, η Ευρ. Κεντρική Τράπεζα ήταν η μόνη που κρατούσε στη ζωή τις ελληνικές τράπεζες, ενώ τα ομόλογα των ιδιωτών δανειστών είχαν ήδη κουρευτεί με το PSI. Μονομερής όμως διαγραφή του συγκεκριμένου χρέους, θα είχε τις πιο βαριές επιπτώσεις στις ασθενέστερες χώρες: Ισπανία και Ιταλία θα βρίσκονταν αναγκασμένες να ζητήσουν κι αυτές μνημόνια, ενώ στην Ανατολική Ευρώπη χώρες πολύ φτωχότερες από την Ελλάδα θα πλήρωναν για τη δική μας ανάκαμψη. Επιπλέον, το αίτημα αφορούσε δάνεια που δε θα άρχιζαν να αποπληρώνονται πριν το …2022. Πρακτικά, λοιπόν, θα ήταν ο τέλειος τρόπος να συνασπίσουμε όλη την Ευρώπη εναντίον μας χωρίς το παραμικρό άμεσο όφελος στην αμφισβήτηση της λιτότητας.
Ακριβώς γι’ αυτό, το επίσημο πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ ζητούσε μια (θολή) Ευρωπαϊκή Διάσκεψη για το Χρέος και όχι μονομερή ονομαστική διαγραφή. Τελικά το θέμα του χρέους κατέληξε να τεθεί μόνο ως σύνθημα και διαπραγματευτικό χαρτί, και να αποσυρθεί άτακτα ήδη με τη συμφωνία της 20ης Φεβρουαρίου όπου προβλέπονταν «κατάλληλα πλεονάσματα» για το σύνολο του ελληνικού δημόσιου χρέους. Στην ατζέντα παραμένει πια μόνο η απλή ελάφρυνση, με επιμήκυνση αποπληρωμής και μείωση επιτοκίων.
Το αίτημα για εκτεταμένη και μονομερή διαγραφή δημόσιου χρέους, παρουσιάστηκε ως η εναλλακτική λυτρωτική λύση απέναντι στα Μνημόνια και την εξάρτηση από τους δανειστές. Παραγνωρίζοντας ότι σε μνημόνια είχαν εγκλωβιστεί και χώρες με πολύ χαμηλότερο χρέος, απέκτησε ισχυρή συμβολική φόρτιση και ανάλογη προτεραιότητα στη διαπραγμάτευση με τους «θεσμούς». Πρακτικά η προοπτική για κούρεμα εστιαζόταν στο μνημονιακό χρέος προς τις άλλες χώρες της ευρωζώνης, καθώς το ΔΝΤ εμφανιζόταν ως βασικός δυνητικός σύμμαχος στην προσπάθεια κουρέματος, η Ευρ. Κεντρική Τράπεζα ήταν η μόνη που κρατούσε στη ζωή τις ελληνικές τράπεζες, ενώ τα ομόλογα των ιδιωτών δανειστών είχαν ήδη κουρευτεί με το PSI. Μονομερής όμως διαγραφή του συγκεκριμένου χρέους, θα είχε τις πιο βαριές επιπτώσεις στις ασθενέστερες χώρες: Ισπανία και Ιταλία θα βρίσκονταν αναγκασμένες να ζητήσουν κι αυτές μνημόνια, ενώ στην Ανατολική Ευρώπη χώρες πολύ φτωχότερες από την Ελλάδα θα πλήρωναν για τη δική μας ανάκαμψη. Επιπλέον, το αίτημα αφορούσε δάνεια που δε θα άρχιζαν να αποπληρώνονται πριν το …2022. Πρακτικά, λοιπόν, θα ήταν ο τέλειος τρόπος να συνασπίσουμε όλη την Ευρώπη εναντίον μας χωρίς το παραμικρό άμεσο όφελος στην αμφισβήτηση της λιτότητας.
Ακριβώς γι’ αυτό, το επίσημο πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ ζητούσε μια (θολή) Ευρωπαϊκή Διάσκεψη για το Χρέος και όχι μονομερή ονομαστική διαγραφή. Τελικά το θέμα του χρέους κατέληξε να τεθεί μόνο ως σύνθημα και διαπραγματευτικό χαρτί, και να αποσυρθεί άτακτα ήδη με τη συμφωνία της 20ης Φεβρουαρίου όπου προβλέπονταν «κατάλληλα πλεονάσματα» για το σύνολο του ελληνικού δημόσιου χρέους. Στην ατζέντα παραμένει πια μόνο η απλή ελάφρυνση, με επιμήκυνση αποπληρωμής και μείωση επιτοκίων.
Έτσι όμως αχρηστεύτηκε και η μόνη
ευκαιρία να διεκδικηθεί, ως πάγιος ευρωπαίκός θεσμός, μια περιοδική
αποτίμηση βιωσιμότητας του δημόσιου χρέους της ευρωζώνης ανά χώρα και ως
σύνολο, με αφετηρία το επόμενο ευρωκοινοβούλιο του 2019 (αρκετά έγκαιρα
για να προλάβουμε το 2022): σε μια τέτοια θεσμική αποτίμηση, κοινωνικές
και περιβαλλοντικές διαστάσεις θα μπορούσαν να διεκδικηθούν ως ισότιμες
με τις χρηματοοικονομικές.
4. Η υφεσιακή διαπραγματευτική στρατηγική και η βασική ελληνική αντίφαση
Από τα ισχυρότερα ελληνικά επιχειρήματα στην αρχή της διαπραγμάτευσης, ήταν η υφεσιακή διάσταση του 1ου και του 2ου
μνημονίου: οδηγώντας την οικονομία σε συρρίκνωση, τα μέτρα υπονόμευαν
τους πόρους που θα χρηματοδοτούσαν (και) την εξυπηρέτηση των δανείων. Η
επιλογή όμως για εξαντλητική πολύμηνη διαπραγμάτευση με χρηματοδότηση
της χώρας και των δανειακών υποχρεώσεών της αποκλειστικά από εγχώριους
πόρους, οδηγούσε σε άτυπη «στάση πληρωμών» στις υποχρεώσεις του κράτους
στο εσωτερικό της χώρας, αλλά και σε δέσμευση των αποθεματικών των
δημόσιων οργανισμών. Και τα δύο έφερναν στην οικονομία επιπρόσθετη και
εντεινόμενη ύφεση, με ελληνική πια υπογραφή.
Μια τέτοια υφεσιακή διαπραγματευτική στρατηγική υπογράμμιζε την υποτιθέμενη αποφασιστικότητα της ελληνικής πλευράς, ταυτόχρονα όμως καταβαράθρωνε την αξιοπιστία του πειστικότερου επιχειρήματός της. Παράλληλα άνοιγε επιπλέον «μαύρες τρύπες» στα δημόσια οικονομικά, που οδηγούσαν κατευθείαν σε νέα δάνεια (εκ των πραγμάτων, από τους ίδιους δανειστές), άρα και σε επιπλέον μέτρα.
Μια τέτοια υφεσιακή διαπραγματευτική στρατηγική υπογράμμιζε την υποτιθέμενη αποφασιστικότητα της ελληνικής πλευράς, ταυτόχρονα όμως καταβαράθρωνε την αξιοπιστία του πειστικότερου επιχειρήματός της. Παράλληλα άνοιγε επιπλέον «μαύρες τρύπες» στα δημόσια οικονομικά, που οδηγούσαν κατευθείαν σε νέα δάνεια (εκ των πραγμάτων, από τους ίδιους δανειστές), άρα και σε επιπλέον μέτρα.
5. Η αντιμνημονιακή πλειοδοσία, το έλλειμμα πολιτικού διαλόγου και οι επικοινωνιακές προτεραιότητες
Το ζήτημα του χρέους είναι διαφωτιστικό, για το πώς η στρατηγική της αντιμνημονιακής πλειοδοσίας κατέληγε να ισχυροποιεί τους υποστηρικτές των Μνημονίων και τους δανειστές
Η διαχρονική όμως επιλογή του ΣΥΡΙΖΑ να
στηρίξει τη στρατηγική του ακριβώς σε αυτή την πλειοδοσία, είχε
σοβαρότατο παράπλευρο τίμημα:
- Συσκότισε το διάλογο για το ευρώ και τη δραχμή αποσιωπώντας ότι, σε όλη την ιστορία του ΔΝΤ και των προγραμμάτων λιτότητας, τα εθνικά νομίσματα υπήρξαν πάντα μνημονιακό εργαλείο για βίαιη υποτίμηση μισθών, συντάξεων και μικρών αποταμιεύσεων. Στη σημερινή λοιπόν συγκυρία, επιστροφή στη δραχμή (την οποία πρότεινε άλλωστε ανοιχτά ο Σόιμπλε με παράλληλη διαγραφή χρέους) δε θα ήταν λύτρωση από τους δανειστές, αλλά επιπρόσθετο μνημόνιο με πολλαπλασιαστικές συνέπειες. Αν όλα αυτά αποσιωπήθηκαν μέχρι τον Ιούλιο του 2015, ήταν επειδή η εσωτερική συνοχή του ΣΥΡΙΖΑ (και του αντιμνημονιακού μετώπου) μπορούσε να αντέξει μια επιλογή υπέρ του ευρώ ως δείγμα μετριοπάθειας και «ευρωπαϊσμού», όχι όμως και μια καταλυτική κριτική στις βλέψεις για εθνικό νόμισμα.
- Έστειλε στα αζήτητα την κρίσιμη συζήτηση για τον ουσιαστικό χαρακτήρα των Μνημονίων («μηχανισμός εξυγίανσης» ή απλή κρεατομηχανή;), χαρίζοντας έτσι στο μνημονιακό στρατόπεδο πλήθος κόσμου που αναζητούσε πρόγραμμα αλλαγών και που ανεχόταν το Μνημόνιο μόνο ελλείψει άλλης πρότασης.
- Άφησε εκτός πολιτικού διαλόγου τα υπέρογκα πλεονάσματα που απαιτούσαν το 2ο Μνημόνιο και το Δημοσιονομικό Σύμφωνο, και κυρίως το χαρακτήρα τους ως οδικού χάρτη εξόδου της χώρας από την ευρωζώνη: και μόνο η επισήμανση αυτή, αρκούσε να τινάξει εξαρχής στον αέρα όλη την επιχειρηματολογία των Σαμαρά-Βενιζέλου ότι η πολιτική τους «διασφάλιζε τουλάχιστον την παραμονή στο ευρώ».
- Με ανάλογο σκεπτικό αφέθηκε στη σκιά και η πλήρης αποτυχία της κυβέρνησης Σαμαρά στο μεταβατικό στόχο για το πρωτογενές πλεόνασμα του 2014, αποτυχία που ήταν και η κύρια αιτία επίσπευσης των εκλογών.
- Όλα αυτά όμως απέκλεισαν και τη δυνατότητα της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ να προβάλει στο ακροατήριό της, ως σημαντική νίκη, μια συμφωνία για σημαντικά χαμηλότερα πλεονάσματα τα επόμενα έστω χρόνια.
- Με τον ίδιο τρόπο έγινε πολιτικά αδύνατο ένα συμβιβαστικό κλείσιμο της 5ης αξιολόγησης, όπου η Ελλάδα δε διεκδίκησε ποτέ το μέρος της δόσης που αντιστοιχούσε σε όσα από τα μέτρα είχαν ήδη ληφθεί από την κυβέρνηση Σαμαρά και η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ δε σκόπευε να αναιρέσει.
- Οι ίδιοι υπολογισμοί (να μη δοθεί εικόνα πρόωρων «μνημονιακών υποχωρήσεων») έπαιξαν σίγουρα ρόλο και στη δημιουργική ασάφεια στη συμφωνία της 20ης Φεβρουαρίου, ασάφεια που μεταφράστηκε στην πράξη ότι η Ελλάδα θα συνέχιζε να πληρώνει κανονικά τους πάντες χωρίς να χρηματοδοτείται από πουθενά.
Παράλληλα λοιπόν με τις διαβουλεύσεις
για τους όρους της συμφωνίας, εξελισσόταν και η αγωνία της κυβέρνησης να
διαχειριστεί τις προσδοκίες που είχε καλλιεργήσει και να τις συμβιβάσει
με τις καταστάσεις τύπου «ΚΑΙ Μνημόνιο ΚΑΙ Αριστερά» που ήδη ανέμενε.
Επιλέχθηκε έτσι μια παράλληλη επικοινωνιακή προσπάθεια να αναδειχθεί η
διαπραγμάτευση και ως θέαμα, στέλνοντας στους πολίτες με όλους τους
δυνατούς τρόπους το ισχυρότερο δυνατό μήνυμα για το πόσο σκληρά
αγωνιζόταν η κυβέρνηση. Στο βωμό της προσπάθειας αυτής, το κυβερνητικό
επιτελείο φαίνεται ότι δε δίστασε να θυσιάσει κάποιες φορές και την ίδια
την ουσία της διαπραγμάτευσης.
Το δεύτερο μέρος του άρθρου:
Part 2: The European and Greek power game
By early June 2015, a negative outcome for Greece’s re-negotiation efforts was looking more and more likely.
The SYRIZA government had failed to inspire any kind of respect abroad, beyond the broader European Left. A coalition partner with a far-right touch like (ECR-affiliated) ANEL seemed quite unnatural for a leftist government, while recessionary strategies and the lack of any visible alternative plan was undermining credibility of the government in the field of public finances as well. The Greek side was already starting to financially suffocate, while creditors and the stock markets had analysed the short-term impact of a possible Grexit – and evidently found they could somehow live with it. Moreover, Greece’s strategy planning had been quite predictable, as chief negotiator Yanis Varoufakis had been routinely publishing as an academic and an activist (on almost a weekly basis from 2010 to 2014, in most major Greek websites) every single thought of his about the negotiation and the Greece-EU power game.
July’s referendum as a Greek and European power game
At this point, reversing the Greek argument that “the final terms of any agreement had to be acceptable in Athens so that government cohesion was not endangered”, it seems that a dangerous and short-sighted second thought prevailed among creditors’ circles: Imposing an agreement unacceptable for the most radical MPs of SYRIZA (and/or their government partner ANEL), would lead to the latter ending their support of Tsipras, who could then only survive as a Prime Minister by relying on creditor-trusted moderate parties like Potami and/or PASOK (both in the European S&Ds). This kind of short-sighted calculations seem to have played a major role in the creditors’ rejection of the (extremely moderate) proposals Tsipras tabled in mid-June.
European leaders seemed to have in mind the 2011 Berlusconi and Papandreou precedents, when both were smoothly overthrown. That, however, was all about completely discredited governments with no popular support left for them, while Tsipras had now a newly elected government and his opponents were the discredited ones. One more crucial miscalculated fact was the real possibility of Tsipras entirely losing control of his own party in case of a totally humiliating agreement.
Whatever the creditors’ thoughts, the end of the 4-month term mutually agreed as a definite deadline for a final agreement, on the 20th June 2015, found the Greek government in a desperate dilemma. They had to either:
– unconditionally accept all of the creditors’ terms, thus dealing a fatal blow to both its internal cohesion and its popularity in Greece,
– or have to totally suspend payments either for domestic wages and pensions or for due payments to the creditors including the ECB, the only source of liquidity for the half-dead Greek banks back then.
In both cases, Greece would be the one to suffer most: even by opting to openly deny payments to the creditors, the “institutions” could still be optimistic that they would get their money later on, while Greece would have no chance of any better deal (and no other source of funding for a further arm wrestle).
In this context, Tsipras’ decision to forcibly extend negotiation for another two weeks by announcing a national referendum, was clearly a choice in favour of his own political survival at any cost for the Greek society.
The real problem was not the decision to turn to the electorate, but the fact that it was so clearly overdue, when mutually agreed negotiation time had already expired. At the Greek government’s headquarters, they were fully aware that the button for having the Greek banks closed down was already there and they were pressing it themselves (this could only have been avoided with a timely political agreement they had not bothered to prepare), as well as that there was no chance for them to get a better deal this way.
By opting, however, for “a stand-off with the creditors’ measures”, Tsipras was sending a crystal clear message that he remained the dominant player in Greece and no deal could be struck without him. It was all about a De Gaulle-style referendum and a clear power game, at the expense of the Greek society and the country as a whole.
The final outcome
The outcome is well known, as it highlighted in all its intensity the hostageship of Greece: the “institutions” fully recognised the domestic dominance of Tsipras, but still imposed with exemplary asperity maybe the most suffocating terms ever imposed on a European member state. In sum, the July 2015 agreement is even heavier than the previous ones (already beyond the country’s ability to cope), with hardly any prospects for successfully challenging it. The possibility of a Grexit is far closer than it was in 2010 and in 2012, while the country is now even less able to cope with such a scenario.
A hint of how dramatically the power imbalance was aggravated after the Greek referendum is the fact that the Grexit threat was reversed (from a Greek “negotiation weapon” to an exterminating proposal by W. Schäuble himself) as well as that it was only resisted by three countries – France, Italy and Cyprus – all three for vital interests of their own and only under the strict condition that Greece would fully appease all its creditors.
The “democratic argument”, unsuccessfully put forward by the Greek Prime Minister, suffered an even worse defeat. When more than one country is involved (at least economically), seeking to impose the democratic choice of just one country on the others, doesn’t sound very convincing from a democratic point of view: By definition, in a country-vs-country confrontation the obvious winner is the most powerful side. The genuine opportunity for a forceful “democratic argument” had been missed a year earlier, at the 2014 European election: only a Europe-wide rising election result of Left and Greens combined, could have functioned as a “democratic argument” for Europe.
It is really tragic that the final burden of austerity measures was heavier even than the one that could have been agreed by a Greek government willing to accept everything right from the start. More bitter is that, in its rush to save a few last pretexts, the SYRIZA government easily handed out the supposedly protected (including by European Directives) natural areas of Greece for privatization and violent land use changes, while successfully defending to the last man public control of the already outdated lignite plant.
Calling an early national election for Sep 2016 was Tsipras’ only way out: only this way could he reconcile his party platform with the new painful realities, force dissidents out of SYRIZA, and take advantage of the continued weaknesses of his opponents. On the other hand, his victory seems to only be short-term as his vital claim of a “left way to implement the accords” is now gradually fading away.
The Greek Greens and their lost political bet about the crisis
The bitter irony for Oikologoi Prasinoi (the Greek Greens) is that, right from the start, they chose to bet on what their country actually needed and SYRIZA fatally lacked:
They put forth the outline of a real alternative national plan, a Greek Green New Deal, aspiring to what much larger and more experienced Greek parties completely failed to even attempt.
They presented a 10-point plan on what a re-negotiation of the 2010 and 2012 austerity packages should seek, in order to radically change their direction and philosophy.
On a European level, they functioned as an integral part of the green family, who elaborated by far the most concrete and radical proposals for changing Europe and the Eurozone.
However, after their circumstantial defeat in the June 2012 runoff national election, all this work was just put aside. By the end of 2014, when they opted for running in the SYRIZA lists in the upcoming national election, Oikologoi Prasinoi had suffered a couple of splits, a serious loss of active members and a dramatic lack of party funds. Still they were the only green force to maintain a nationwide presence, to be able to gather more than a few dozen participants in their party congresses and to claim 1 to 2% of projected votes in most opinion polls. By deciding to publicly support SYRIZA for the election, Oikologoi Prasinoi also publicly endorsed SYRIZA’s negotiation strategy, which was exactly opposite to theirs.
Supporting SYRIZA and unconditionally being part of its MPs group in the national parliament, Oikologoi Prasinoi also voted for the fatal 2015 referendum power game, as well as for the final agreement a few weeks later. That last vote was in fact an act of taking responsibility, as the painful terms were the fruits of a strategy that they had also endorsed.
Further supporting SYRIZA in the September 2015 election has made this transformation of Oikologoi Prasinoi even more difficult to reverse. After more than a year and a half of alleged Green participation in power, a green influence in government policies is still hardly visible, while remaining ties to the civil society and core green audiences have been abandoned.
The heaviest loss, however, seems to be the belief now almost universal among Greeks, that everything – including green issues – inevitably has to be compromised. New green strategies and new realistic paths to sustainability on a national and European level, able to reverse this dangerous trend, are urgently needed.
Ο Γιάννης Παρασκευόπουλος είναι τραπεζικός υπάλληλος (στο Ταμείο Υγείας της Τράπεζας της Ελλάδος), ιδρυτικό μέλος των Οικολόγων Πράσινων.
Green European Journal 13: Tremors in Europe - Mapping the faultines - Europe in uncharted waters
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου