του Χένρικ Μύλλερ
© Der Spiegel: Henrik Müller: Die Droge kickt nicht mehr, 14.08.2016
Κανονικά, η παγκόσμια οικονομία θα έπρεπε ήδη να έχει ανεβάσει πολύ τις «στροφές» της, δεδομένου ότι οι κεντρικές τράπεζες και οι κυβερνήσεις προσπαθούν εδώ και χρόνια να δώσουν ώθηση στην ανάπτυξη. Γιατί αποτυγχάνουν;
Η κατάσταση παραμένει συγκεχυμένη, οι προοπτικές εξακολουθούν να είναι πάντα αμυδρές. Σύμφωνα με τις μετρήσεις του Ινστιτούτου Ifo που εδρεύει στο Μόναχο, το παγκόσμιο επιχειρηματικό κλίμα είναι και τώρα εξίσου κακό, όσο εδώ και τρία χρόνια ή και περισσότερο. Ιδιαίτερα στην Ασία, αλλά και στην Ευρώπη, οι προσδοκίες είναι χαμηλές. Στη ζώνη του ευρώ, η ανάπτυξη κατά το δεύτερο τρίμηνο μειώθηκε. Η Γαλλία και η Ιταλία είναι σε στασιμότητα.
Βαδίζουν σε λάθος δρόμο αυτοί που χαράζουν τις οικονομικές πολιτικές;
Τέλος, συμβαίνει κάτι παράδοξο: τα βασικά επιτόκια σε όλο τον κόσμο είναι τα χαμηλότερα που έχουν υπάρξει στην ιστορία. Όλο και περισσότερες χώρες και εταιρείες μπορούν να δανειστούν χρήματα όχι απλά χωρίς καμμιά επιβάρυνση, αλλά και να πάρουν ακόμη και ένα «έξτρα δώρο» για το δάνειο που συνάπτουν. Σύμφωνα με έναν υπολογισμό των Financial Times, σχεδόν το μισό του συσσωρευμένου χρέους των αναπτυγμένων δυτικών χωρών είναι σήμερα διαπραγματεύσιμο στις αγορές με αρνητικά επιτόκια. Αυτό δεν είχε συμβεί ποτέ πριν.
Οι κεντρικές τράπεζες σε όλο τον κόσμο έχουν κάνει πολλή δουλειά. Έχουν αγοράσει τόσο πολλούς τίτλους (αυτό είναι η «ποσοτική χαλάρωση» - συντομογραφικά «QE»), ώστε οι προϋπολογισμοί τους έχουν υπερδιπλασιαστεί σε σύγκριση με το 2008. Σύμφωνα με τους υπολογισμούς του ΟΟΣΑ, στην Ιαπωνία και στο Ηνωμένο Βασίλειο, οι κεντρικές τράπεζες [Bank of Japan και Bank of England αντιστοίχως] κατέχουν τώρα το ένα τρίτο του συνολικού χρέους αυτών των χωρών. Παρ' όλα αυτά, συνεχίζουν τα προγράμματα αγοράς τίτλων. Η Τράπεζα της Αγγλίας πρόσφατα τα ξανάρχισε, προκειμένου να αμβλυνθούν οι συνέπειες της απόφασης του Ιουνίου για έξοδο της Βρετανίας από την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Παρά το υψηλό δημόσιο χρέος, δεν γίνεται εξοικονόμηση. Στην πράξη συμβαίνει το αντίθετο.
Περισσότερη νομισματική επέκταση είναι σχεδόν αδύνατη. Και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού, τα βασικά επιτόκια στην πράξη έχουν αρνητικά πρόσημα, και μάλιστα αυτό συμβαίνει διαρκώς και αδιάκοπα μετά το 2009. Άν εξακολουθούσαν να ισχύουν οι παραδοσιακοί κανόνες της πολιτικής των κεντρικών τραπεζών, τα βασικά επιτόκια σε όλο τον κόσμο θα έπρεπε να είναι περίπου διπλάσια από αυτά που ισχύουν τώρα, εκτιμά η Τράπεζα Διεθνών Διακανονισμών (BIS).
Εκτός από τις κεντρικές τράπεζες, και οι κυβερνήσεις προσπαθούν να τονώσουν την οικονομία. Παρά τα υψηλά χρέη των κρατών, δεν τα έχει καταλάβει ιδιαίτερη μανία εξοικονόμησης αλλά συνεχίζουν να σημειώνουν υψηλά ελλείμματα, όπως και πριν. Η γερμανική είναι η μόνη από τις μεγάλες εθνικές οικονομίες, στην οποία ο ισολογισμός του κράτους είναι πλεονασματικός.
Σήμερα βλέπουμε παντού να αποσύρονται το ένα μετά το άλλο τα σχέδια δημοσιονομικής εξυγίανσης: Ο Ιάπωνας πρωθυπουργός Σίνζο Άμπε μόλις ανακοίνωσε ένα νέο γύρο τόνωσης της οικονομίας μέσω διοχέτευσης δανεικού χρήματος. Η νέα κυβέρνηση της Βρετανίας έχει για την ώρα εγκαταλείψει τον στόχο του ισοσκελισμένου προϋπολογισμού. Στην Ιταλία, ο πιεζόμενος Πρωθυπουργός Ματέο Ρέντσι σχεδιάζει νέα προγράμματα αυξημένων κρατικών δαπανών. Η Ισπανία και η Πορτογαλία, συσσωρεύουν όπως και πριν περισσότερο νέο χρέος από όσο επιτρέπουν οι τυπικοί κανόνες της ζώνης του ευρώ, ωστόσο η ΕΕ δεν τους επιβάλλει καμμιά κύρωση.
Κύμα συγχωνεύσεων επιχειρήσεων με μικρό όφελος
Σ' όλο τον κόσμο βλέπουμε την ίδια εικόνα: αυτοί που χαράζουν τις νομισματικές και δημοσιονομικές πολιτικές, είναι με το πόδι στο γκάζι, ελαστικοποιούν τους δημοσιονομικούς κανόνες, αναλαμβάνουν όλο και μεγαλύτερο ρίσκο - αλλά η πραγματική οικονομία δεν αντιδρά σχεδόν καθόλου. Αλήθεια, γιατί δεν αντιδρά;
Σύμφωνα με την ισχύουσα θεωρία, οι εταιρείες θα έπρεπε να απορροφούσαν το φθηνό χρήμα και να το επένδυαν σε νέες ιδέες και σε αύξηση της παραγωγικής τους ικανότητας. Όμως αυτό δεν συμβαίνει. Από την άλλη πλευρά, πρόσφατα, πολλές εταιρείες έχουν παρουσιάσει καλά οικονομικά αποτελέσματα του τελευταίου τριμήνου. Ανάλογα θετικά αντιδρούν τα χρηματιστήρια.
Ωστόσο η λαμπερή επιφάνεια είναι παραπλανητική. Μπορεί για την ώρα να αυξάνονται τα κέρδη. Όμως αυτό δεν σημαίνει απαραίτητα ότι οι εταιρείες επεκτείνουν επιτυχώς τις δραστηριότητές τους· μπορεί απλά να σημαίνει ότι εξοικονομούν χρήματα [μη επενδύοντάς τα στην παραγωγική τους δραστηριότητα] και με αυτά να επαναγοράζουν τις μετοχές τους. Επίσης, η προσφορά φθηνού χρήματος από τις κεντρικές τράπεζες τροφοδότησε και ένα κύμα εξαγορών, το οποίο με τη σειρά του οδηγεί στα ύψη τις χρηματιστηριακές αξίες, όμως έχει μικρή χρησιμότητα για το σύνολο της οικονομίας: Όταν μια εταιρεία αγοράζει την άλλη δεν δημιουργείται πρόσθετη παραγωγική ικανότητητα, ούτε νέες θέσεις εργασίας.
Το επιχείρημα που συχνά χρησιμοποιείται, ότι η τρομοκρατία και ο λαϊκισμός περιορίζουν την όρεξη των εταιρειών για επενδύσεις, δεν στέκει: Εδώ έχουμε να κάνουμε με μακροπρόθεσμες αρνητικές εξελίξεις. Το φθηνό χρήμα αντί να ρέει σε παραγωγικές ικανότητες, σε νέα γνώση και τεχνογνωσία ή σε έξυπνες τεχνολογίες, ρέει στις αγορές ακινήτων. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα για την περίπτωση της Γερμανίας. Ο ΟΟΣΑ άσκησε πρόσφατα την εξής κριτική: οι εταιρείες στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία, σε σύγκριση με άλλες χώρες, επενδύουν πολύ λίγο σε επιχειρηματικά πεδία που βασίζονται στη γνώση. Την ίδια στιγμή, η Γερμανία παρουσιάζει σήμερα τις συγκριτικά υψηλότερες επενδύσεις στην οικοδομική δραστηριότητα ανάλογα με το ΑΕΠ της. Αυτό δεν είναι παραγωγικό.
Πρόκειται για λανθασμένη κατεύθυνση με βαρειές συνέπειες: Όπου η παραγωγικότητα δεν αυξάνει, δεν μπορούν να αυξηθούν και οι μισθοί. Την ίδια στιγμή, μια τυχερή μειοψηφία κερδίζει μεγάλα ποσά μέσω της αγοραπωλησίας ακριβών ακινήτων και μετοχών εταιρειών, δηλαδή με δραστηριότητες που έχουν περιορισμένο κοινωνικό όφελος. Πρόκειται για μονόπλευρη απόκλιση, η οποία πολύ δύσκολα είναι διατηρήσιμη μακροπρόθεσμα.
Από το 2008, ο «μηχανισμός» που έχει την αρμοδιότητα να χαράζει τις νομισματικές και δημοσιονομικές πολιτικές, εισήλθε στον «τρόπο λειτουργίας» των εποχών κρίσης. Αυτό που ήταν αναμφίβολα σωστό στην αρχική φάση - δηλαδή ότι σε περιόδους οξείας κρίσης το ζήτημα είναι να προλάβουμε μια πλήρη κατάρρευση του συστήματος - έχει καταλήξει σε μια συνεχή παροχή κινήτρων και τόνωσης, η οποία είναι τελικά επιβλαβής. Η προσπάθεια να ενισχυθεί η συνολική ζήτηση λειτουργεί ισοπεδωτικά, δεν βοηθά να ανοίξει ο δρόμος για μια ανοδική πορεία του προϊόντος της πραγματικής οικονομίας. Δεν υπάρχουν ακόμη αυξητικές τάσεις προς μια διατηρήσιμη οικονομική ευημερία.
Τέλος, συμβαίνει κάτι παράδοξο: τα βασικά επιτόκια σε όλο τον κόσμο είναι τα χαμηλότερα που έχουν υπάρξει στην ιστορία. Όλο και περισσότερες χώρες και εταιρείες μπορούν να δανειστούν χρήματα όχι απλά χωρίς καμμιά επιβάρυνση, αλλά και να πάρουν ακόμη και ένα «έξτρα δώρο» για το δάνειο που συνάπτουν. Σύμφωνα με έναν υπολογισμό των Financial Times, σχεδόν το μισό του συσσωρευμένου χρέους των αναπτυγμένων δυτικών χωρών είναι σήμερα διαπραγματεύσιμο στις αγορές με αρνητικά επιτόκια. Αυτό δεν είχε συμβεί ποτέ πριν.
Οι κεντρικές τράπεζες σε όλο τον κόσμο έχουν κάνει πολλή δουλειά. Έχουν αγοράσει τόσο πολλούς τίτλους (αυτό είναι η «ποσοτική χαλάρωση» - συντομογραφικά «QE»), ώστε οι προϋπολογισμοί τους έχουν υπερδιπλασιαστεί σε σύγκριση με το 2008. Σύμφωνα με τους υπολογισμούς του ΟΟΣΑ, στην Ιαπωνία και στο Ηνωμένο Βασίλειο, οι κεντρικές τράπεζες [Bank of Japan και Bank of England αντιστοίχως] κατέχουν τώρα το ένα τρίτο του συνολικού χρέους αυτών των χωρών. Παρ' όλα αυτά, συνεχίζουν τα προγράμματα αγοράς τίτλων. Η Τράπεζα της Αγγλίας πρόσφατα τα ξανάρχισε, προκειμένου να αμβλυνθούν οι συνέπειες της απόφασης του Ιουνίου για έξοδο της Βρετανίας από την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Παρά το υψηλό δημόσιο χρέος, δεν γίνεται εξοικονόμηση. Στην πράξη συμβαίνει το αντίθετο.
Περισσότερη νομισματική επέκταση είναι σχεδόν αδύνατη. Και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού, τα βασικά επιτόκια στην πράξη έχουν αρνητικά πρόσημα, και μάλιστα αυτό συμβαίνει διαρκώς και αδιάκοπα μετά το 2009. Άν εξακολουθούσαν να ισχύουν οι παραδοσιακοί κανόνες της πολιτικής των κεντρικών τραπεζών, τα βασικά επιτόκια σε όλο τον κόσμο θα έπρεπε να είναι περίπου διπλάσια από αυτά που ισχύουν τώρα, εκτιμά η Τράπεζα Διεθνών Διακανονισμών (BIS).
Εκτός από τις κεντρικές τράπεζες, και οι κυβερνήσεις προσπαθούν να τονώσουν την οικονομία. Παρά τα υψηλά χρέη των κρατών, δεν τα έχει καταλάβει ιδιαίτερη μανία εξοικονόμησης αλλά συνεχίζουν να σημειώνουν υψηλά ελλείμματα, όπως και πριν. Η γερμανική είναι η μόνη από τις μεγάλες εθνικές οικονομίες, στην οποία ο ισολογισμός του κράτους είναι πλεονασματικός.
Σήμερα βλέπουμε παντού να αποσύρονται το ένα μετά το άλλο τα σχέδια δημοσιονομικής εξυγίανσης: Ο Ιάπωνας πρωθυπουργός Σίνζο Άμπε μόλις ανακοίνωσε ένα νέο γύρο τόνωσης της οικονομίας μέσω διοχέτευσης δανεικού χρήματος. Η νέα κυβέρνηση της Βρετανίας έχει για την ώρα εγκαταλείψει τον στόχο του ισοσκελισμένου προϋπολογισμού. Στην Ιταλία, ο πιεζόμενος Πρωθυπουργός Ματέο Ρέντσι σχεδιάζει νέα προγράμματα αυξημένων κρατικών δαπανών. Η Ισπανία και η Πορτογαλία, συσσωρεύουν όπως και πριν περισσότερο νέο χρέος από όσο επιτρέπουν οι τυπικοί κανόνες της ζώνης του ευρώ, ωστόσο η ΕΕ δεν τους επιβάλλει καμμιά κύρωση.
Κύμα συγχωνεύσεων επιχειρήσεων με μικρό όφελος
Σ' όλο τον κόσμο βλέπουμε την ίδια εικόνα: αυτοί που χαράζουν τις νομισματικές και δημοσιονομικές πολιτικές, είναι με το πόδι στο γκάζι, ελαστικοποιούν τους δημοσιονομικούς κανόνες, αναλαμβάνουν όλο και μεγαλύτερο ρίσκο - αλλά η πραγματική οικονομία δεν αντιδρά σχεδόν καθόλου. Αλήθεια, γιατί δεν αντιδρά;
Σύμφωνα με την ισχύουσα θεωρία, οι εταιρείες θα έπρεπε να απορροφούσαν το φθηνό χρήμα και να το επένδυαν σε νέες ιδέες και σε αύξηση της παραγωγικής τους ικανότητας. Όμως αυτό δεν συμβαίνει. Από την άλλη πλευρά, πρόσφατα, πολλές εταιρείες έχουν παρουσιάσει καλά οικονομικά αποτελέσματα του τελευταίου τριμήνου. Ανάλογα θετικά αντιδρούν τα χρηματιστήρια.
Ωστόσο η λαμπερή επιφάνεια είναι παραπλανητική. Μπορεί για την ώρα να αυξάνονται τα κέρδη. Όμως αυτό δεν σημαίνει απαραίτητα ότι οι εταιρείες επεκτείνουν επιτυχώς τις δραστηριότητές τους· μπορεί απλά να σημαίνει ότι εξοικονομούν χρήματα [μη επενδύοντάς τα στην παραγωγική τους δραστηριότητα] και με αυτά να επαναγοράζουν τις μετοχές τους. Επίσης, η προσφορά φθηνού χρήματος από τις κεντρικές τράπεζες τροφοδότησε και ένα κύμα εξαγορών, το οποίο με τη σειρά του οδηγεί στα ύψη τις χρηματιστηριακές αξίες, όμως έχει μικρή χρησιμότητα για το σύνολο της οικονομίας: Όταν μια εταιρεία αγοράζει την άλλη δεν δημιουργείται πρόσθετη παραγωγική ικανότητητα, ούτε νέες θέσεις εργασίας.
Τα χρήματα πηγαίνουν κυρίως στις αγορές ακινήτων
Αντίθετα, οι πραγματικές επενδύσεις σπανίζουν: Σύμφωνα με τους υπολογισμούς του ΟΟΣΑ, από τότε που ξέσπασε η οικονομική κρίση του 2008, οι επενδύσεις κεφαλαίου ανά εργαζόμενο μειώνονται δραματικά και διαρκώς. Αλλά και η παραγωγικότητα δεν αυξάνει σχεδόν καθόλου στις εύπορες χώρες. Και οι αναδυόμενες χώρες φαίνεται τώρα να ακολουθούν αυτή την τάση.Το επιχείρημα που συχνά χρησιμοποιείται, ότι η τρομοκρατία και ο λαϊκισμός περιορίζουν την όρεξη των εταιρειών για επενδύσεις, δεν στέκει: Εδώ έχουμε να κάνουμε με μακροπρόθεσμες αρνητικές εξελίξεις. Το φθηνό χρήμα αντί να ρέει σε παραγωγικές ικανότητες, σε νέα γνώση και τεχνογνωσία ή σε έξυπνες τεχνολογίες, ρέει στις αγορές ακινήτων. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα για την περίπτωση της Γερμανίας. Ο ΟΟΣΑ άσκησε πρόσφατα την εξής κριτική: οι εταιρείες στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία, σε σύγκριση με άλλες χώρες, επενδύουν πολύ λίγο σε επιχειρηματικά πεδία που βασίζονται στη γνώση. Την ίδια στιγμή, η Γερμανία παρουσιάζει σήμερα τις συγκριτικά υψηλότερες επενδύσεις στην οικοδομική δραστηριότητα ανάλογα με το ΑΕΠ της. Αυτό δεν είναι παραγωγικό.
Πρόκειται για λανθασμένη κατεύθυνση με βαρειές συνέπειες: Όπου η παραγωγικότητα δεν αυξάνει, δεν μπορούν να αυξηθούν και οι μισθοί. Την ίδια στιγμή, μια τυχερή μειοψηφία κερδίζει μεγάλα ποσά μέσω της αγοραπωλησίας ακριβών ακινήτων και μετοχών εταιρειών, δηλαδή με δραστηριότητες που έχουν περιορισμένο κοινωνικό όφελος. Πρόκειται για μονόπλευρη απόκλιση, η οποία πολύ δύσκολα είναι διατηρήσιμη μακροπρόθεσμα.
Τόκιο |
Η γνήσια επιχειρηματικότητα αρχίζει να μην είναι πια «της μόδας»
Φαίνεται ότι η προτεραιότητα στην μακροοικονομική πολιτική διαστρεβλώνει με γελοιογραφικό τρόπο την παροχή κινήτρων για τόνωση της πραγματικής οικονομίας: Το φθηνό χρήμα των κεντρικών τραπεζών φροντίζει να κερδίζουν κάποιοι χρήματα γρήγορα και με (φαινομενικά) ασφαλή τρόπο, μέσω της αγοραπωλησίας ακινήτων. Αντίθετα, η γνήσια επιχειρηματικότητα, η οποία εκδηλώνεται με μακροπρόθεσμες επενδύσεις που εμπεριέχουν ρίσκο, αρχίζει να μην είναι πια «της μόδας». Από το 2008, ο «μηχανισμός» που έχει την αρμοδιότητα να χαράζει τις νομισματικές και δημοσιονομικές πολιτικές, εισήλθε στον «τρόπο λειτουργίας» των εποχών κρίσης. Αυτό που ήταν αναμφίβολα σωστό στην αρχική φάση - δηλαδή ότι σε περιόδους οξείας κρίσης το ζήτημα είναι να προλάβουμε μια πλήρη κατάρρευση του συστήματος - έχει καταλήξει σε μια συνεχή παροχή κινήτρων και τόνωσης, η οποία είναι τελικά επιβλαβής. Η προσπάθεια να ενισχυθεί η συνολική ζήτηση λειτουργεί ισοπεδωτικά, δεν βοηθά να ανοίξει ο δρόμος για μια ανοδική πορεία του προϊόντος της πραγματικής οικονομίας. Δεν υπάρχουν ακόμη αυξητικές τάσεις προς μια διατηρήσιμη οικονομική ευημερία.
[Κρίσιμοι τομείς: Εκπαίδευση, έρευνα, υποδομές - Βασικό πρόβλημα: Στασιμότητα των δυνατοτήτων για παραγωγικές δραστηριότητες, ενώ γίνεται «υπερλίπανση» μέσω της νομισματικής πολιτικής]
Επομένως, στην κορυφή της οικονομικής ατζέντας θα έπρεπε να περιλαμβάνονται ενδιάμεσοι στόχοι που προωθούν την αύξηση δυνατοτήτων και ευκαιριών για παραγωγικές δραστηριότητες. Το ζήτημα δεν είναι να γίνουν μειώσεις της φορολογίας, όπως απαιτούν σήμερα μερίδες της Χριστιανοδημοκρατικής ΄Ενωσης [και του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος], αλλά κυρίως τίθεται θέμα για δύο τομείς:
Ο Henrik Müller είναι καθηγητής οικονομικής δημοσιογραφίας στο Τεχνικό Πανεπιστήμιο του Dortmund. Εργάστηκε επίσης ως αναπληρωτής αρχισυντάκτης του περιοδικού Manager Magazin. Επιπλέον, είναι συγγραφέας πολλών βιβλίων για θέματα οικονομικής και νομισματικής πολιτικής.
Επομένως, στην κορυφή της οικονομικής ατζέντας θα έπρεπε να περιλαμβάνονται ενδιάμεσοι στόχοι που προωθούν την αύξηση δυνατοτήτων και ευκαιριών για παραγωγικές δραστηριότητες. Το ζήτημα δεν είναι να γίνουν μειώσεις της φορολογίας, όπως απαιτούν σήμερα μερίδες της Χριστιανοδημοκρατικής ΄Ενωσης [και του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος], αλλά κυρίως τίθεται θέμα για δύο τομείς:
1. Η ενίσχυση του συστήματος της εκπαίδευσης και της έρευνας, επειδή η ευημερία, σε τελευταία ανάλυση, στηρίζεται στη γνώση. Αλλά και επειδή σήμερα κυριαρχούν και αλληλοεπικαλύπτονται τρεις εξελίξεις, οι οποίες απαιτούν μια ενίσχυση των πνευματικών πόρων: η γήρανση της κοινωνίας, η εισροή προσφύγων και η ανάπτυξη της ψηφιακής τεχνολογίας.Στη Γερμανία, παρατηρούμε ήδη τα «προεόρτια» της προεκλογικής εκστρατείας για την εκλογή νέας ομοσπονδιακής Βουλής το 2017. Και πάλι όλα εστιάζονται σε επιφανειακά ζητήματα οικονομικής κατανομής και αναδιανομής [είτε σε εθνικό επίπεδο, είτε στο επίπεδο της ΕΕ]. Όμως, με μερικές αυξήσεις της φορολογίας εδώ και με λίγες διανοσυνορικές μεταβιβαστικές πληρωμές εντός της ευρωζώνης (Transferzahlungen) εκεί, δεν θα λυθεί το βασικό πρόβλημα: η στασιμότητα των δυνατοτήτων και ευκαιριών για παραγωγικές δραστηριότητες, ενώ ταυτόχρονα η νομισματική πολιτική «υπερλιπαίνει» το όλο πεδίο της οικονομίας.
2. Η ανανέωση της υποδομής των μεταφορών και της ενέργειας. Διότι άν δεν ανανεωθούν αυτές οι υποδομές, ο στόχος της απελευθέρωσης από τη χρήση των ορυκτών καυσίμων μέσα στις επόμενες τρεισήμισι δεκαετίες είναι σχεδόν αδύνατο να επιτευχθεί.
Ο Henrik Müller είναι καθηγητής οικονομικής δημοσιογραφίας στο Τεχνικό Πανεπιστήμιο του Dortmund. Εργάστηκε επίσης ως αναπληρωτής αρχισυντάκτης του περιοδικού Manager Magazin. Επιπλέον, είναι συγγραφέας πολλών βιβλίων για θέματα οικονομικής και νομισματικής πολιτικής.
Στον ιστότοπο Μετά την Κρίση:
Χένρικ Μύλλερ (Der Spiegel): Το μέλλον της ζώνης του ευρώ - Πέντε μαθήματα από την ελληνική κρίση
Ρούντολφ Χίκελ (Πανεπιστήμιο της Βρέμης - Blätter für deutsche und internationale Politik - Ινστιτούτο Εργασίας και Οικονομίας IAW: Απέτυχε η «ποσοτική χαλάρωση» και το πρόγραμμα αγοράς ομολόγων της ΕΚΤ;
Πάουλ Ντε Γκράουε (Ivory Tower): Η γνώμη ενός φιλελεύθερου αλλά ορθολογιστή - Ποσοτική χαλάρωση και δημόσιες επενδύσεις
Βόλφγκανγκ Μύνχάου (FT): Ο αργός μαρασμός της Ευρώπης. «Όχι με βρόντο, αλλά μ' έναν λυγμό»
Secular Stagnation, μια συζήτηση (Summers - Krugman - Münchau): Η μεγάλη, πλανητική εικόνα της κρίσης Τριάντα χρόνια στασιμότητας και ύφεσης; Κοινωνίες χωρίς ρευστό χρήμα; Κρατικές όλες οι τράπεζες; Κράτη-επενδυτές;
Mario Seccareccia: Ένας Κεϋνσιανός αντίλογος στους Σάμμερς και Κρούγκμαν - Η διαρκής, διαρθρωτική οικονομική στασιμότητα (secular stagnation) και η κρίση του προτύπου της Νέας Συναίνεσης
Immanuel Wallerstein: Πανικός για παγκόσμιο αποπληθωρισμό
Χένρικ Μύλλερ (Der Spiegel): Το μέλλον της ζώνης του ευρώ - Πέντε μαθήματα από την ελληνική κρίση
Ρούντολφ Χίκελ (Πανεπιστήμιο της Βρέμης - Blätter für deutsche und internationale Politik - Ινστιτούτο Εργασίας και Οικονομίας IAW: Απέτυχε η «ποσοτική χαλάρωση» και το πρόγραμμα αγοράς ομολόγων της ΕΚΤ;
Πάουλ Ντε Γκράουε (Ivory Tower): Η γνώμη ενός φιλελεύθερου αλλά ορθολογιστή - Ποσοτική χαλάρωση και δημόσιες επενδύσεις
Βόλφγκανγκ Μύνχάου (FT): Ο αργός μαρασμός της Ευρώπης. «Όχι με βρόντο, αλλά μ' έναν λυγμό»
Mario Seccareccia: Ένας Κεϋνσιανός αντίλογος στους Σάμμερς και Κρούγκμαν - Η διαρκής, διαρθρωτική οικονομική στασιμότητα (secular stagnation) και η κρίση του προτύπου της Νέας Συναίνεσης
Immanuel Wallerstein: Πανικός για παγκόσμιο αποπληθωρισμό
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου