Πρίν από έναν χρόνο περίπου, αμέσως μετά τις εκλογές του Ιανουαρίου 2015, σ΄ αυτόν τον ιστότοπο γράφτηκαν τα εξής για το μεγάλο πρόγραμμα αγοράς ομολόγων από την ΕΚΤ που μόλις είχε εξαγγελθεί :
Η Κεντρική Τράπεζα και τα κανάλια ρευστότητας στο χρηματοπιστωτικό σύστημα. «Παιχνίδια με τον διάβολο»
Πώς ακριβώς λειτουργεί η «ποσοτική χαλάρωση» και το πρόγραμμα αγοράς ομολόγων; Ο Ρούντολφ Χίκελ (Rudolf Hickel), καθηγητής της Οικονομίας στο Πανεπιστήμιο της Βρέμης και στο Ινστιτούτο Εργασίας & Οικονομίας (Institut Arbeit und Wirtschaft), σε μια παρουσίαση σε επιτροπή της γερμανικής Ομοσπονδιακής Βουλής, τα εξηγεί ως εξής:
Οι μεγάλες προσδοκίες και η σκληρή πραγματικότηταΗ λεγόμενη ποσοτική χαλάρωση (Quantitative Easing) της νομισματικής πολιτικής της ΕΚΤ, που εξήγγειλε στις 22 Ιανουαρίου ο πρόεδρος της Μάριο Ντράγκι, ίσως φέρει πράγματι κάποια τόνωση στις πραγματικές οικονομίες των χωρών της ευρωζώνης. Ίσως όμως αποδειχθεί ανώφελη και άστοχη και απλώς τροφοδοτήσει νέες φούσκες περιουσιακών στοιχείων (π.χ. ακόμη μεγαλύτερη διόγκωση της χρηματιστηριακής φούσκας στις ΗΠΑ και στις μεγάλες ευρωπαϊκές χώρες ή εξωπραγματικές τιμές ακινήτων σε κάποιες κεντρικές ευρωπαϊκές χώρες και αλλού). Αυτό θα το ξέρουμε μετά από αρκετό καιρό, όχι πριν περάσει ένας χρόνος τουλάχιστον.
Όμως, όσο η ΕΚΤ είναι υποχρεωμένη να κινείται μέσα στα πλαίσια της σημερινής ευρωπαϊκής οικονομικής πολιτικής, αυτό είναι το τελευταίο όπλο άμεσης εφαρμογής που διαθέτει η εκδοτική Τράπεζα της ζώνης του ευρώ. [...] οι σημερινοί πολιτικοί ιθύνοντες της ΕΕ την χρησιμοποιούν ως διαχειριστή της κρίσης «υπεράνω πάσης κριτικής», δεδομένου ότι η ΕΚΤ είναι όργανο που δεν υπόκειται στον έλεγχο των πολιτών και σε δημοκρατική νομιμοποίηση μέσω διαδικασίας. Άν τυχόν και αυτό το όπλο αποτύχει, η μέχρι τώρα διαχείριση της κρίσης στην ευρωζώνη θα αποδειχθεί ολικά αποτυχημένη. Τότε ακόμη και οι πιο φανατικοί υποστηρικτές της θα χρειαστούν μιαν άλλη πολιτική.
Επέτυχε ή απέτυχε το πρόγραμμα αγοράς ομολόγων το στόχο του, δηλαδή την τόνωση της πραγματικής οικονομίας στη ζώνη του ευρώ; Η ίδια η ΕΚΤ έθεσε ως βασικό μετρήσιμο κριτήριο για να αξιολογείται η επιτυχία ή αποτυχία του, μια ανοδική κίνηση του πληθωρισμού από το μηδενικό επίπεδο προς το επίπεδο του 2 %. Τι δείχνει η πραγματικότητα ένα χρόνο μετά;
Σύμφωνα με τα προκαταρκτικά στοιχεία της Eurostat για τον Φεβρουάριο του 2016, ο εναρμονισμένος πληθωρισμός στην Ευρωζώνη αναμένεται να διολισθήσει σε αρνητικό έδαφος. Συγκεκριμένα, ο πληθωρισμός εκτιμάται ότι θα διαμορφωθεί στο -0,2 % έναντι +0,3 % τον Ιανουάριο του 2016 (Ναυτεμπορική 29.2.2016). Βέβαια, η πτωτική τάση του πληθωρισμού γίνεται όλο πιο απότομη εξαιτίας της πτώσης των (χρηματιστηριακών) τιμών στις πρώτες ύλες, στην ενέργεια και κυρίως στο αργό πετρέλαιο, που δεν ξέρουμε πόσο πρόσκαιρες είναι και πώς ακριβώς διαδίδονται στην λοιπή οικονομία· ωστόσο είναι φανερό ότι «οι αριθμοί» δεν μαρτυρούν επιτυχία της προσπάθειας της ΕΚΤ. Αυτό φαίνεται ανάγλυφα από τη μεγάλη υποχώρηση του λεγόμενου δομικού πληθωρισμού, δηλαδή του ονομαστικού πληθωρισμού χωρίς να λαμβάνονται υπόψη οι ευμετάβλητες τιμές της ενέργειας και των επεξεργασμένων τροφίμων, ο οποίος από το 1 % τον Ιανουάριο 2016 υποχώρησε στο 0,8% τον Φεβρουάριο (βλ. Κ. Καρκαγιάννης, Η συνεχιζόμενη μείωση του πληθωρισμού εντείνει τις πιέσεις στην ΕΚΤ, Καθημερινή 1.3.2016)
Η Κεντρική Τράπεζα και τα κανάλια ρευστότητας στο χρηματοπιστωτικό σύστημα. «Παιχνίδια με τον διάβολο»
Πώς ακριβώς λειτουργεί η «ποσοτική χαλάρωση» και το πρόγραμμα αγοράς ομολόγων; Ο Ρούντολφ Χίκελ (Rudolf Hickel), καθηγητής της Οικονομίας στο Πανεπιστήμιο της Βρέμης και στο Ινστιτούτο Εργασίας & Οικονομίας (Institut Arbeit und Wirtschaft), σε μια παρουσίαση σε επιτροπή της γερμανικής Ομοσπονδιακής Βουλής, τα εξηγεί ως εξής:
Αγοράζοντας κρατικά ομόλογα (δηλαδή δημόσιο χρέος χωρών της ευρωζώνης) που μέχρι τώρα ήταν περιουσιακά στοιχεία των εμπορικών τραπεζών, η κεντρική τράπεζα (στην προκειμένη περίπτωση η ΕΚΤ), προσφέρει στις εμπορικές τράπεζες αυξημένη ρευστότητα. Η πρόθεση της ΕΚΤ είναι να αυξηθεί έμμεσα η χρηματοδότηση επενδύσεων στην πραγματική οικονομία και η ζήτηση για πιστώσεις από τις επιχειρήσεις και τους ιδιώτες. Αυτό, άν συμβεί, θα καταγραφεί με ανοδική τάση του πληθωρισμού προς τα επιθυμητά επίπεδα του 2 %. Ωστόσο, οι εμπορικές τράπεζες από την πλευρά τους, έχουν τρείς διαφορετικές δυνατότητες, τρία «κανάλια», για να διοχετεύσουν την αυξημένη ρευστότητα που λαμβάνουν:
1. Το ευκταίο κανάλι της παροχής πιστώσεων: Οι τράπεζες χρησιμοποιούν τη ρευστότητα για να αγοράσουν ομόλογα επιχειρήσεων ή για να τους παρέχουν πιστώσεις. Μ΄ αυτό τον τρόπο οι επιχειρήσεις θα μπορούν να κάνουν πιο πολλές επενδύσεις, συνακόλουθα θα αυξάνεται η ενεργός ζήτηση και θα προκύψει άνοδος της πραγματικής οικονομίας. Οι τιμές των καταναλωτικών αγαθών και υπηρεσιών, άρα και ο πληθωρισμός, θα κινηθούν ανοδικά.
2. Το ριψοκίνδυνο κανάλι της αγοράς περιουσιακών στοιχείων: Με τη ρευστότητα που αποκτούν οι τράπεζες πουλώντας τα ομόλογα στην ΕΚΤ, μπορούν, αντί να παρέχουν πιστώσεις, να αγοράζουν μόνον άλλα περιουσιακά στοιχεία, όπως μετοχές και ομόλογα επιχειρήσεων ή ακίνητα. Τότε θα αυξηθούν μόνον οι τιμές των περιουσιακών στοιχείων (πληθωρισμός περιουσιακών στοιχείων). Οι ιδιοκτήτες τους θα αισθανθούν πλουσιότεροι και θα καταναλώνουν περισσότερο. Έτσι, ελπίζει η ΕΚΤ, θα αυξηθούν εν τέλει και οι τιμές των καταναλωτικών αγαθών.
3. Το κερδοσκοπικό (μόνον για τους πολύ μεγάλους «παίκτες») κανάλι των συναλλαγματικών ισοτιμιών: Οι τράπεζες επενδύουν σε άλλες νομισματικές ζώνες που έχουν υψηλότερα επιτόκια. Αυξάνοντας τη ζήτηση ξένων νομισμάτων, όπως το δολλάριο ΗΠΑ, θα πέφτει η συναλλαγματική ισοτιμία του ευρώ. Οι εξαγωγές θα αυξηθούν, αφού τα ευρωπαϊκά προιόντα θα γίνουν στο εξωτερικό φτηνότερα. Αντίθετα, ξένα εισαγόμενα εμπορεύματα στη ζώνη του ευρώ θα γίνουν ακριβότερα, επομένως, ελπίζει η ΕΚΤ, δευτερογενώς πάλι θα ανέβει το επίπεδο των τιμών.
Σ΄αυτά, ο Ρούντολφ Χίκελ προσθέτει το εξής: «Κρίσιμο είναι, ότι η ΕΚΤ με την αγορά ομολόγων (και γενικά με τις πολιτικές παροχής αυξημένης ρευστότητας στο τραπεζικό σύστημα) αυξάνει τη λεγόμενη νομισματική βάση, δηλαδή το λογιστικό χρήμα στον συνολικό ισολογισμό της Κεντρικής Τράπεζας, στο οποίο έχουν άμεση πρόσβαση μόνον οι εμπορικές τράπεζες, αλλά όχι την ποσότητα χρήματος που κυκλοφορεί στους μη χρηματοπιστωτικούς τομείς της οικονομίας. Όμως, η τελευταία είναι αυτή που έχει τον αποφασιστικό ρόλο στην διαμόρφωση της ενεργού ζήτησης για αγαθά ή υπηρεσίες, καθώς και για το επίπεδο του πληθωρισμού, σε περιόδους μειωμένης αξιοποίησης του συνολικού παραγωγικού δυναμικού όπως η σημερινή».
Το συμπέρασμα του Χίκελ, ήδη από το φθινόπωρο του 2015, είναι το εξής: Η επιζητούμενη αύξηση της ζήτησης και παροχής πιστώσεων προς επιχειρήσεις δεν πραγματοποιείται. Ακόμη και τα εξαιρετικά χαμηλά επιτόκια δεν δημιουργούν κίνητρα για επενδύσεις και η αναμενόμενη τόνωση της οικονομίας στη ζώνη του ευρώ δεν επέρχεται.
2. Το ριψοκίνδυνο κανάλι της αγοράς περιουσιακών στοιχείων: Με τη ρευστότητα που αποκτούν οι τράπεζες πουλώντας τα ομόλογα στην ΕΚΤ, μπορούν, αντί να παρέχουν πιστώσεις, να αγοράζουν μόνον άλλα περιουσιακά στοιχεία, όπως μετοχές και ομόλογα επιχειρήσεων ή ακίνητα. Τότε θα αυξηθούν μόνον οι τιμές των περιουσιακών στοιχείων (πληθωρισμός περιουσιακών στοιχείων). Οι ιδιοκτήτες τους θα αισθανθούν πλουσιότεροι και θα καταναλώνουν περισσότερο. Έτσι, ελπίζει η ΕΚΤ, θα αυξηθούν εν τέλει και οι τιμές των καταναλωτικών αγαθών.
3. Το κερδοσκοπικό (μόνον για τους πολύ μεγάλους «παίκτες») κανάλι των συναλλαγματικών ισοτιμιών: Οι τράπεζες επενδύουν σε άλλες νομισματικές ζώνες που έχουν υψηλότερα επιτόκια. Αυξάνοντας τη ζήτηση ξένων νομισμάτων, όπως το δολλάριο ΗΠΑ, θα πέφτει η συναλλαγματική ισοτιμία του ευρώ. Οι εξαγωγές θα αυξηθούν, αφού τα ευρωπαϊκά προιόντα θα γίνουν στο εξωτερικό φτηνότερα. Αντίθετα, ξένα εισαγόμενα εμπορεύματα στη ζώνη του ευρώ θα γίνουν ακριβότερα, επομένως, ελπίζει η ΕΚΤ, δευτερογενώς πάλι θα ανέβει το επίπεδο των τιμών.
Σ΄αυτά, ο Ρούντολφ Χίκελ προσθέτει το εξής: «Κρίσιμο είναι, ότι η ΕΚΤ με την αγορά ομολόγων (και γενικά με τις πολιτικές παροχής αυξημένης ρευστότητας στο τραπεζικό σύστημα) αυξάνει τη λεγόμενη νομισματική βάση, δηλαδή το λογιστικό χρήμα στον συνολικό ισολογισμό της Κεντρικής Τράπεζας, στο οποίο έχουν άμεση πρόσβαση μόνον οι εμπορικές τράπεζες, αλλά όχι την ποσότητα χρήματος που κυκλοφορεί στους μη χρηματοπιστωτικούς τομείς της οικονομίας. Όμως, η τελευταία είναι αυτή που έχει τον αποφασιστικό ρόλο στην διαμόρφωση της ενεργού ζήτησης για αγαθά ή υπηρεσίες, καθώς και για το επίπεδο του πληθωρισμού, σε περιόδους μειωμένης αξιοποίησης του συνολικού παραγωγικού δυναμικού όπως η σημερινή».
Το συμπέρασμα του Χίκελ, ήδη από το φθινόπωρο του 2015, είναι το εξής: Η επιζητούμενη αύξηση της ζήτησης και παροχής πιστώσεων προς επιχειρήσεις δεν πραγματοποιείται. Ακόμη και τα εξαιρετικά χαμηλά επιτόκια δεν δημιουργούν κίνητρα για επενδύσεις και η αναμενόμενη τόνωση της οικονομίας στη ζώνη του ευρώ δεν επέρχεται.
Μια μεγαλειώδης παγίδα ρευστότητας. Ο Κέυνς στέλνει χαιρετίσματα
Η ρευστότητα που δημιουργεί η Κεντρική Τράπεζα δεν καταλήγει σε επενδύσεις της πραγματικής οικονομίας αλλά στις χρηματοπιστωτικές αγορές. Στις αγορές εμπορευμάτων επικρατεί έντονος αποπληθωρισμός (με ακραία παραδείγματα την αγορά ενέργειας και βιομηχανικών μετάλλων). Στο άλλο άκρο, οι τιμές πολλών περιουσιακών στοιχείων παρουσιάζουν έντονες πληθωριστικές τάσεις (π.χ. οι των τιμές ακινήτων σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες, στην Κίνα, Βρετανία κτλ, ενώ και η αγορά μετοχών. παρά τις πρόσφατες πτωτικές κινήσεις, παραμένει ισχυρά υπερτιμημένη σε κεντρικές χώρες της παγκόσμιας οικονομίας). Όπως επισημαίνει ακόμη και η Janet Louise Yellen, Πρόεδρος της αμερικανικής Κεντρικής Τράπεζας Fed, η χαλαρή νομισματική πολιτική επιβαρύνει τους μικρούς αποταμιευτές, ευνοεί την ολοένα μεγαλύτερη συγκέντρωση περιουσιακών στοιχείων στους ισχυρότερους και μπορεί να δημιουργήσει νέες φούσκες περιουσιακών στοιχείων.
Διαφαίνεται λοιπόν, προς το παρόν, ότι η πολιτική της ποσοτικής χαλάρωσης ήταν, σύμφωνα με τον χαρακτηρισμό του Χίκελ, μια «κίνηση απελπισίας» προς την περιβόητη παγίδα ρευστότητας. Αυτό το ενδεχόμενο εμπλοκής μιας νομισματικής πολιτικής σε μακροοικονομικό αδιέξοδο, το είχε επισημάνει ο Κέυνς ήδη από τη δεκαετία του 1930. Βέβαια, η πρόσφατη κίνηση της ΕΚΤ ήταν αναγκαστική, ελλείψει εναλλακτικής λύσης στο πλαίσιο της σημερινής οικονομικής πολιτικής στην ΕΕ. Όμως στο σημείο αυτό φαίνεται να επαληθεύεται και πάλι, σε αντίθεση με τις δοξασίες των νεοκλασικών οικονομικών θεωριών, ο ισχυρισμός του Κέυνς: Σε εποχή στασιμότητας ή μειωμένης αξιοποίησης του παραγωγικού δυναμικού, είναι αδύνατο να αναζωογονηθεί η οικονομία αποκλειστικά και μόνον με μια νομισματική πολιτική χαμηλών επιτοκίων.
«Εδώ και πολύ καιρό, οικονομολόγοι προειδοποιούν ότι η ποσοτική χαλάρωση (QE) δεν μπορεί μόνη της να τονώσει την οικονομία σε περιόδους που τα βασικά επιτόκια είναι σχεδόν μηδενικά [...] Η QE ήταν και είναι αναγκαία, αλλά δεν επαρκεί [...] Όμως το κλειδί για την ανάκαμψη στη ζώνη του ευρώ είναι οι δημόσιες επενδύσεις» (Paul De Grauwe, QE and public investment).
Ή, όπως γράφει ο Χίκελ:
- Η Κεντρική Τράπεζα μειώνει τα βασικά επιτόκια [στην περίπτωση της ΕΚΤ έχουν γίνει αρνητικά] και αυξάνει την προσφορά ρευστού στο χρηματοπιστωτικό σύστημα. Όμως το κίνητρο μένει αναποτελεσματικό: η προσφορά χρήματος αυξάνεται, η πραγματική οικονομία δεν κινείται.Αυτή η Κεϋνσιανή ερμηνεία αξίζει να συγκριθεί με άλλες παράλληλες παρατηρήσεις, διατυπωμένες με διαφορετική οικονομική ορολογία, ενίοτε της «μακράς διάρκειας». Τέτοιες είναι η περιβόητη συζήτηση περί διαρκούς και μακροχρόνιας στασιμότητας (secular stagnation), αρχικά μεταξύ Αμερικανών οικονομολόγων, όπως του Λάρυ Σάμερς και του Πωλ Κρούγκμαν, αλλά και άλλων, ενώ πρόσφατη είναι η μελέτη των Steffen Lange, Peter Pütz και Thomas Kopp για την παταγώδη αποτυχία των καθιερωμένων (συνήθως υπεραισόδοξων) οικονομικών μοντέλων να προβλέψουν τον όλο και πιο βραδύ ρυθμό της οικονομικής ανάπτυξης στις αναπτυγμένες χώρες (Do Mature Economies Grow Exponentially? - pdf). Aυτή η συζήτηση αξίζει να παρουσιαστεί αναλυτικά εν καιρώ.
- Οι επενδύσεις στην πραγματική οικονομία δεν επωφελούνται από τα χαμηλά επιτόκια, επειδή λείπει η εμπιστοσύνη στην μελλοντική οικονομική πορεία και επικρατούν μειωμένες προσδοκίες για αύξηση της ζήτησης και συνακόλουθα της κερδοφορίας. Συμπεριφέρονται ανελαστικά ως προς τα επιτόκια: τα επιτόκια μειώνονται αλλά η μείωση δεν προκαλεί αυξημένες επενδύσεις στην πραγματική οικονομία.
Γ. Β. Ριτζούλης
Ρούντολφ Χίκελ, Ιούνιος 2014
Με την ευκαιρία αυτή, αξίζει να προσέξουμε, εκ των υστέρων, την προβλεπτική επιχειρηματολογία του Ρούντολφ Χίκελ πριν από την έναρξη του προγράμματος αγοράς ομολόγων. Η ΕΚΤ, έγραφε ήδη από τον Ιούνιο του 2014 ο Γερμανός οικονομολόγος, γνώριζε το δίλλημμα και την πιθανότητα να αποτύχει ο χειρισμός της. Όμως μέσα στο πλαίσιο της ισχύουσας οικονομικής πολιτικής στην ΕΕ και επειδή είναι εξουσιοδοτημένη απο τις Συνθήκες να χρησιμοποιεί εργαλεία αποκλειστικά και μόνον νομισματικής πολιτικής, αυτό μπορούσε να κάνει· τίποτε άλλο. Άν αποδειχτεί ότι πράγματι τώρα βρίσκεται μπροστά σε αποτυχία αυτής της προσπάθειας, τότε, με δεδομένες και τις παγκόσμιες τάσεις στην αγορά πρώτων υλών, την επιβράδυνση της ανάπτυξης των αναδυόμενων οικονομιών κτλ, είναι δύσκολο να βρεθεί «επόμενη κίνηση» για την καταπολέμηση της στασιμότητας, χωρίς αλλαγή του πλαισίου. Έγραφε τότε ο Χίκελ:
Αυτή η ανορθόδοξη νομισματική πολιτική μπορεί να δικαιολογηθεί μόνον εάν βελτιώσει με επιτυχία τις προϋποθέσεις της οικονομικής ανάπτυξης και αρχίσουν να δημιουργούνται θέσεις εργασίας. Και εδώ εμφανίζεται ένα κρίσιμο δίλημμα: Από τη μία πλευρά, η ΕΚΤ, χρησιμοποιώντας και νέα εργαλεία, προσπαθεί να ανταπεξέλθει γενναιόδωρα στα μακροοικονομικά καθήκοντα των εμπορικών τραπεζών. Περιθώρια ελιγμών της προσφέρει το χαμηλό ποσοστό πληθωρισμού. Από την άλλη πλευρά, η Κεντρική τράπεζα δεν θα μπορέσει μόνη της να πραγματοποιήσει την αλλαγή της κατάστασης. Γιατί η οικονομία της ζώνης του ευρώ κατευθύνεται προς την κλασική παγίδα ρευστότητας: Το φθηνό χρήμα που παρέχει σε αφθονία η ΕΚΤ στις τράπεζες δεν βρίσκει αυτόματα τον δρόμο για να τονώσει την ενεργό ζήτηση για ιδιωτικές και δημόσιες επενδύσεις. Η επεκτατική νομισματική πολιτική μπορεί να οδηγήσει τα άλογα στην ποτίστρα, όμως δεν είναι στο χέρι της το άν τελικά θα πιούν νερό. Οδό διεξόδου από αυτή την παγίδα δείχνει μια επεκτατική δημοσιονομική πολιτική, συνδυασμένη με κίνητρα για επενδύσεις εκτός του χρηματοπιστωτικού τομέα και για αύξηση της εσωτερικής ζήτησης. Για να γίνει αυτό, η ΕΕ θα πρέπει να αντικαταστήσει το ισχύον Δημοσιονομικό Σύμφωνο, με το οποίο αντιμετωπίζεται η αύξηση του δημόσιου χρέους αλλά χωρίς να λαμβάνεται υπόψη το μακροοικονομικό ζήτημα. Στη θέση του Δημοσιονομικού Συμφώνου πρέπει να μπεί μια Δημοσιονομική Ένωση, στα πλαίσια της οποίας θα ενισχύονται συντονισμένα οι δυνάμεις της οικονομικής ανάπτυξης, ιδίως μέσω των αναγκαίων έργων υποδομής. Με τη στρατηγική αυτή, μπορεί και πάλι να δοθεί οικονομική ώθηση μέσω χρηματοδότησης που θα στηρίζεται σε αυξημένα έσοδα του κράτους.
Εάν αυτή η αμιγώς νομισματική επεκτατική πολιτική δεν επιδράσει ευρύτερα ώστε να ενισχύσει την ενεργό ζήτηση, τότε αυτός ο νέος γύρος νομισματικής παρέμβασης δεν θα στεφθεί με επιτυχία. Τότε ο Mario Draghi και τα άλλα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου της ΕΚΤ, θα πρέπει να επισημάνουν δημοσίως τα όρια αυτής της καλοπροαίρετης νομισματικής πολιτικής τους. Στη ζώνη του ευρώ, η νομισματική πολιτική της ΕΚΤ, που απλώς καλύπτει εκ των ενόντων το κενό της οικονομικής πολιτικής, πρέπει να ξεπεραστεί με μια συμπληρωματική δημοσιονομική πολιτική για να ενισχυθεί το σύνολο της οικονομίας.
Rudolf Hickel, Europäische Zentralbank im Dilemma, 6.6.2014
Ρούντολφ Χίκελ, 2012
Πώς όμως εμφανίστηκε το φαινόμενο της παγίδας ρευστότητας μετά την κρίση της αγοράς κατοικίας στις ΗΠΑ το 2008 και την χρεωκοπία της μεγάλης επενδυτικής τράπεζας Lehman Brothers; Ιδού πώς το περιέγραφε ο Ρούντολφ Χίκελ με απλό τρόπο, σε ένα γραπτό του ήδη το 2012:
Ποιος δεν γνωρίζει τον υπερπλούσιο Σκρουτζ Μακ Ντακ, τον θείο του Ντόναλντ Ντακ; Την παροιμιώδη τσιγκουνιά του τη δείχνει με ένα σωρό αστεία περιστατικά: Ο Σκρουτζ παρατάει το ελικόπτερο και πάει στη ζούγκλα με τα πόδια. Τις εφημερίδες που διαβάζει, τις βρίσκει μέσα στα σκουπίδια. Παλεύει με μια αρκούδα για να της πάρει ένα βάζο με μέλι που αξίζει δύο δολάρια. Η απληστία και ο παραλογισμός τον κάνουν να συσσωρεύει τα χρήματά του αγοράζοντας χρυσό.Αντί να επενδύει την περιουσία του αναζητώντας υψηλότερες αποδόσεις, ο Σκρουτζ κρύβει το χρυσάφι του μέσα στην πισίνα του σπιτιού του. Το να χαϊδεύει τον πλούτο του, του δίνει την αίσθηση της ευτυχίας μέσα στην καθημερινή ζοφερή πραγματικότητα. Ο Σκρουτζ είναι το αντίθετο της ακρίδας: δεν έχει καμμιά σχέση με αυτούς που αγοράζουν μισοτιμής μισοχρεωκοπημένες εταιρείες, ούτε με τις εφευρέσεις νέων χρηματοοικονομικών εργαλείων κερδοσκοπίας από τους επενδυτικούς τραπεζίτες.Αυτός ο Σκρουτζ είναι το φάντασμα που τρομοκρατεί τη σημερινή οικονομία. Με το να συσσωρεύει τα χρήματά του, τα αποσύρει από τον οικονομικό κύκλο. Η περιουσία του δεν λειτουργεί μέσα στην πραγματική οικονομία.
Αυτή η περιουσία βασίζεται σε εισοδήματα που είχαν δημιουργηθεί από παραγωγικές δραστηριότητες στο παρελθόν. Ωστόσο, τώρα που είναι αποθηκευμένη στην πισίνα, δεν κυκλοφορεί και δεν χρηματοδοτεί άλλες οικονομικές δραστηριότητες.
Είναι απίστευτο, αλλά αυτός ο ιδιότροπος Σκρουτζ αναστήθηκε και προκαλεί σήμερα αναστάτωση γύρω του. Τώρα ονομάζεται Warren Buffet. Στο δεύτερο τρίμηνο του 2012, η εταιρεία επενδύσεων χαρτοφυλακίου Berkshire Hathaway είχε αυξήσει τα αποθέματά της σε μετρητά σε 40,5 δις €, δηλαδή τα αύξησε κατά 7,5% σε σύγκριση με το προηγούμενο τρίμηνο. Ο μεγάλος επενδυτής που τον φοβούνται όλοι, ο οποίος στο παρελθόν δεν άφηνε ανεκμετάλλευτη καμμιά ευκαιρία κερδοφορίας σ' ολόκληρο τον κόσμο, φαίνεται τώρα να έχει χάσει τα «animal spirits» του, την ζωώδη ορμή που τον παρότρυνε στην αναζήτηση ολοένα και μεγαλύτερου κέρδους. Και δεν είναι ο μόνος. Και στη Γερμανία, επιχειρήσεις και αποταμιευτές τον μιμούνται. Σύμφωνα με τα στατιστικά στοιχεία της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, τα νοικοκυριά στη Γερμανία, τον Ιούνιο του 2012 είχαν περίπου 790 δισεκατομμύρια € σε καταθέσεις όψεως, διαθέσιμα ανά πάσα στιγμή. Οι γερμανικές εταιρείες είχαν παρκαρισμένα 270 δις €, δηλαδή 10% περισσότερα από το προηγούμενο έτος, σε λογαριασμούς όψεως. Φαίνεται να έχει χαθεί η τόλμη για επενδύσεις. Βέβαια αυτή η καταφυγή στα μετρητά δεν είναι προσοδοφόρα. Το μέσο επιτόκιο που πληρώνουν οι τράπεζες για καταθέσεις σε μετρητά των νοικοκυριών, ήταν τον Ιούνιο του 2012 0,77 %. Με τον τότε πληθωρισμό λίγο κάτω από 2 %, το πραγματικό επιτόκιο ήταν αρνητικό, επομένως οι καταθέτες είχαν απώλειες της πραγματικής αξίας αυτών των περιουσιακών στοιχείων.Γιατί κατακλύζει την οικονομία αυτή η πλημμύρα μετρητών; Αντίθετα με την περίπτωση του Σκρουτζ, πρόκειται μάλλον για πράξη απελπισίας. Την εποχή που πτώχευσε η Lehman Brothers, τον Σεπτέμβριο του 2008, ο φόβος της κατάρρευσης ολόκληρου του παγκόσμιου συστήματος χρηματοπιστωτικών αγορών ώθησε τους κεφαλαιούχους να μετατρέπουν τα κάθε λογής περιουσιακά τους στοιχεία σε μετρητά, πράγμα που αύξησε τα αποθέματα ρευστού χρήματος. Σήμερα η πολύ πιό έντονη καταφυγή του χρήματος σε καταθέσεις όψεως οφείλεται στους φόβους που σχετίζονται με το ευρώ και με την κρίση δημόσιου χρέους. Οι επενδυτές δεν εμπιστεύονται πια τις προσδοκίες για οικονομικές αποδόσεις των χρηματοπιστωτικών αγορών. Είναι πανικοβλημένοι, αναζητούν ασφάλεια και αποφεύγουν τώρα τις προηγούμενες κερδοσκοπικές τους μεθοδεύσεις με ριψοκίνδυνα επενδυτικά προιόντα. Αυτό το «παρκάρισμα» του χρήματος και η αναμονή μέχρι να ξεκαθαρίσει η κατάσταση, είναι κάτι απολύτως λογικό, άν το δεί κανείς από τη σκοπιά των ανησυχούντων επενδυτών. Όμως οι μακροοικονομικές επιπτώσεις αυτής της μανιακής αποθησαύρισης α λά Σκρουτζ Μακ Ντακ, που τούτη τη φορά γίνεται σε μετρητά κατατειθεμένα σε τραπεζικούς λογαριασμούς, είναι καταστροφικές. Κανονικά, τα περιουσιακά στοιχεία σε ρευστό χρήμα χρησιμοποιούνται για τη χρηματοδότηση άλλων οικονομικών αναγκών μέσω της πίστωσης. Ωστόσο, σε περιόσους όπως η σημερινή, αυτή η καταφυγή στο ρευστό χρήμα των τραπεζικών καταθέσεων βραχυκυκλώνει την όλη κυκλοφορία της οικονομίας. Οι απαισιόδοξες προσδοκίες εμβαθύνουν την κρίση. Έχοντας την εμπειρία της Μεγάλης Οικονομικής Κρίσης του 1929, ο Άγγλος οικονομολόγος John Maynard Keynes μίλησε για μια επικίνδυνη «παγίδα ρευστότητας». Τούτη τη στιγμή η Γερμανία βαδίζει το δρόμο που οδηγεί σ' αυτή την παγίδα: Χρήματα υπάρχουν σε αφθονία, όμως οι απαισιόδοξες προσδοκίες εμποδίζουν να κατευθυνθούν στην πραγματική οικονομία. Η στασιμότητα, έως και αποπληθωρισμός, είναι το αποτέλεσμα.
Πώς μπορούμε να αποφύγουμε αυτή την παγίδα; Το επίκεντρο είναι η βαθιά κρίση εμπιστοσύνης που αποδυναμώνει τις οικονομικές δραστηριότητες. Η μη εμπιστοσύνη οφείλεται στην κρίση του δημόσιου χρέους και στην κρίση της ευρωζώνης, που πρέπει να υπερβούμε. Η πολιτική που περιορίζεται στα απολύτως απαραίτητα ad hoc μέτρα και καθιστά εκ των προτέρων αναγκαία την επόμενη Έκτακτη Σύνοδο Κορυφής της ΕΕ με θέμα την κρίση, επιδεινώνει την κρίση εμπιστοσύνης. Αντίθετα, αυτό που χρειαζόμαστε είναι το θάρρος και η αποφασιστικότητα της πολιτικής. Είναι απαραίτητο ένα όραμα με πειστική δύναμη, που θα στερεώσει τα θεμέλια του ενιαίου νομίσματος με μια κοινή δημοσιονομική και οικονομική πολιτική. Η επανεκκίνηση της οικονομίας από την αφετηρία της τωρινής θέσης ακινησίας, είναι βέβαιο ότι θα προσφέρει ως ανταμοιβή εισοδήματα και θέσεις εργασίας.
Rudolf Hickel, Die Bargeldschwemme – Dagobert Duck lässt grüßen
Ο Rudolf Hickel γεννήθηκε το 1942 στη Νυρεμβέργη. Σπούδασε οικονομικές επιστήμες στο πανεπιστήμο του Τύμπιγκεν με μεταπτυχιακή υποτροφία Cusanus. Δίδαξε στα πανεπιστήμια του Τύμπιγκεν και της Κωνσταντίας. Από το 1974 είναι καθηγητής της Πολιτικής Οικονομίας και Χρηματοοικονομικών στο πανεπιστήμιο της Βρέμης, βασικός συντελεστής της διαμόρφωσης προγραμμάτων σπουδών του τομέα του. Ερευνητικά του αντικείμενα: δημοσιονομικά και οι έρευνές του στα πλαίσια του Ινστιτούτου Εργασίας και Οικονομίας της Βρέμης (IAW).
Ο Rudolf Hickel είναι συνεκδότης (μαζί με τον Γιούργκεν Χάμπερμας και άλλους) του πιο γνωστού πολιτικού περιοδικού στη Γερμανία Blätter für deutsche und internationale Politik. Ανήκει σε εκείνους τους Γερμανούς οικονομολόγους, οι οποίοι από την αρχή είχαν ταχθεί εναντίον της «γερμανικής συνταγής» που εφαρμόσθηκε στην ΕΖ και επιχείρησε να αντιμετωπίσει την κρίση με πολιτικές λιτότητας.
Το μικρό δοκίμιο του Rudolf Hickel «Θα καταστραφεί σύντομα η ευρωζώνη; – Η νομισματική ένωση σε σταυροδρόμι», κυκλοφορεί στα ελληνικά και περιλαμβάνεται στον Β' τόμο της συλλογικής έκδοσης Δημοκρατία ή Καπιταλισμός - Η Ευρώπη σε κρίση. Μαζί με το δοκίμιο του Χίκελ ο τόμος περιέχει έναν διάλογο για το ευρώ του Wolfgang Streeck με τους Elmar Altvater, Jürgen Habermas και Claus Offe, καθώς επίσης άλλα κείμενα για την κρίση στην ευρωζώνη των Peter Bofinger, Stephan Schulmeister, Paul Krugman, Isabell Lorey, Hubert
Zimmermann και Karl Georg Zinn.
→ Η εισαγωγή της επιμελήτριας του δίτομου έργου Ρούλας Γκόλιου. Τα περιεχόμενα του Β΄ Τόμου ←
→ Η εισαγωγή της επιμελήτριας του δίτομου έργου Ρούλας Γκόλιου. Τα περιεχόμενα του Β΄ Τόμου ←
Secular Stagnation, μια συζήτηση (Summers - Krugman - Münchau): Η μεγάλη, πλανητική εικόνα της κρίσης Τριάντα χρόνια στασιμότητας και ύφεσης; Κοινωνίες χωρίς ρευστό χρήμα; Κρατικές όλες οι τράπεζες; Κράτη-επενδυτές;
Mario Seccareccia: Ένας Κεϋνσιανός αντίλογος στους Σάμμερς και Κρούγκμαν - Η διαρκής, διαρθρωτική οικονομική στασιμότητα (secular stagnation) και η κρίση του προτύπου της Νέας Συναίνεσης
Immanuel Wallerstein: Πανικός για παγκόσμιο αποπληθωρισμό
Paul De Grauwe (ελληνικά, στον ιστότοπο ΜτΚ): QE and public investment
Ποσοτική χαλάρωση της ΕΚΤ και ελληνική πολιτική «ιδιαιτερότητα»: Νέα κατάσταση, ανοίγει νέο κεφάλαιο της κρίσης
Hans Jürgen Urban: Η Γερμανία στην ευρωπαϊκή κρίση, o καθοδηγούμενος ηγεμόνας
Christian Marazzi: Υποτίμηση του νομίσματος της Κίνας, η Ευρώπη, οι ΗΠΑ
Henrik Müller: Geldschwemme der EZB: Wie Draghi die nächste Immobilienblase aufpumpt
Ποσοτική χαλάρωση της ΕΚΤ και ελληνική πολιτική «ιδιαιτερότητα»: Νέα κατάσταση, ανοίγει νέο κεφάλαιο της κρίσης
Hans Jürgen Urban: Η Γερμανία στην ευρωπαϊκή κρίση, o καθοδηγούμενος ηγεμόνας
Christian Marazzi: Υποτίμηση του νομίσματος της Κίνας, η Ευρώπη, οι ΗΠΑ
Henrik Müller: Geldschwemme der EZB: Wie Draghi die nächste Immobilienblase aufpumpt
Αφτερ μου φαίνονται σωστές οι επισημάνσεις του Χίκελ, η ποσοτική χαλάρωση δεν φαίνεται να έφερε και τίποτα σπουδαία αποτελέσματα στις οικονομίες της Ευρώπης. Από την άλλη όμως η στροφή από την νομισματική σε μία δημοσιονομική πολιτική κεϋνσιανού τύπου ναι μεν φαντάζει σωστή αλλά υπάρχουν δύο άμεσα προβλήματα: 1) η υπερχρέωση των περισσότερων ευρωπαϊκών κρατών που δρα αποτρεπτικά ως προς τις προοπτικές μίας επεκτατικής δημοσιονομικής πολιτικής και, 2) το γενικότερο πολιτικό κλίμα που επικρατεί αυτή την στιγμή στην ΕΕ, το οποίο είναι εναντίον των κρατικών παρεμβάσεων στην οικονομία (ή, μάλλον, για να είμαι πιο ακριβής, είναι υπερ των οσο το δυνατό λιγότερων κρατικών παρεμβάσεων).
ΑπάντησηΔιαγραφήΑξίζει πάντως εδω να ειπωθεί (και γίνεται σχετική αναφορά και στο άρθρο) ότι σε σχέση με μία επεκτατική δημοσιονομική πολιτική, το πρόβλημα ίσως είναι βαθύτερο και άρα αρκετά δυσκολότερο να επιλυθεί ακόμα και από μία τέτοια πολιτική - και αυτό θίγουν και οι υποστηρικτές της λεγόμενης θεωρίας περί Μακράς Στασιμότητας (secular stagnation). Δηλαδή, κατά πάσα πιθανότητα υπάρχουν όρια στους ρυθμούς ανάπτυξης που μπορεί να επιτύχει μία σύγχρονη οικονομικά αναπτυγμένηη χώρα, και αυτοί οι ρυθμοί ενδέχεται για διάφορους δομικούς λόγους (λόγους δηλαδή που έχουν να κάνουν με την ίδια την δομή των αναπτυγμένων οικονομιών) να είναι σημαντικά χαμηλότεροι από παλιότερα, για παράδειγμα κατά τις δεκαετίες του '50 και '60.
Δύστροπη Πραγματικότητα