του Τζον Μπέισκιν
© The Chronicle of Higher Education - Jon Baskin: The Academic Home of Trumpism, 17.3.2017
Ο συγγραφέας
ενός σημαντικού γραπτού ντοκουμέντου του Τραμπισμού ήταν «αναθρεμμένος» στον
συντηρητικό ακαδημαϊκό μικρόκοσμο του Claremont Graduate School. Και αυτό που βρίσκουν πιό ελπιδοφόρο στον Τραμπ οι «Claremonsters», είναι το πόσο περιφρονεί ο νέος Πρόεδρος τους ειδικούς και τις συμβατικότητες (ιδίως την πολιτική ορθότητα)· δηλαδή, αυτό που ενοχλεί πάρα πολύ τόσο τις φιλελεύθερες όσο και τις συντηρητικές αμερικανικές ελίτ, από τους «Κλιντονιστές» μέχρι τους νεοσυντηρητικούς. Τίθεται το ερώτημα άν η υποστήριξη του Τραμπ από τους Claremonsters είναι ένα ακόμη σημάδι της ανάδυσης μιας μεταμοντέρνας Δεξιάς.
Στο μάτι του κυκλώνα-Τραμπ που αναστατώνει τον συντηρητικό διανοούμενο κόσμο των ΗΠΑ, μερικοί παρατηρητές βλέπουν και έναν πόλεμο των «Στραουσιανών της Δυτικής Ακτής» (του Ειρηνικού) με τους παλιούς, καθιερωμένους νεοσυντηρητικούς «Στραουσιανούς της Ανατολικής Ακτής» (του Ατλαντικού). Άγνωστο το τί θα έλεγε βέβαια, άν ζούσε σήμερα, ο ίδιος ο Λέο Στράους (Leo Strauss) για τους υπερπολιτικοποιημένους μαθητές του - πραγματικούς ή αυτόκλητους.
Μιλώντας για την Αμερική στην εποχή της παρακμάζουσας πλανηταρχίας με τις σκιές που πέφτουν στο «αμερικανικό όνειρο», η δημοσιογραφική ανάλυση γεγονότων και προσώπων από τον Μπέισκιν δίνει μια εικόνα για το πώς δραστήριοι και αδίστακτοι ιδεολόγοι, μέσω της δικής τους ερμηνείας μιας πολιτικής φιλοσοφίας, μπορούν να ενισχύουν ακραίες και (αυτο)καταστροφικές πολιτικές τάσεις μέσα σε κοινωνίες που έχουν ήδη εισέλθει σε κατάσταση ανασφάλειας. Δεν είναι κάτι νέο, συνέβη π.χ. στον Μεσοπόλεμο: Είδαμε πώς, από ποιούς και σύμφωνα με ποιές ηθικές αξίες τους ή συμφέροντά τους, έγινε τότε εργαλειακή χρήση (και κατάχρηση) ιδεών, λόγου χάρη της φιλοσοφίας του Νίτσε ή των εικασιών για την ιστορία του Σπένγκλερ, μέχρι και λαθραία αναγωγή της θεωρίας του Δαρβίνου (περί ανταγωνισμού των ειδών στη φύση), στα πράγματα της κοινωνίας και της παγκόσμιας πολιτικής.
Ωστόσο, οι ίδιοι ιδεολόγοι, οι οποίοι «υπεξαιρούν» ιδέες για σκοπούς και χρήσεις που υπαγορεύονται από τα δικά τους συμφέροντα και αξίες, μπορεί να θέτουν ταυτόχρονα και ερωτήματα αξιοπρόσεκτα: Δεν είναι μια ιδέα ή ένα ερώτημα εσφαλμένο, απλά και μόνον επειδή προέρχονται από λαϊκιστές ή συντηρητικούς δεξιούς ή και από τον Τραμπ αυτοπροσώπως.
Στο μάτι του κυκλώνα-Τραμπ που αναστατώνει τον συντηρητικό διανοούμενο κόσμο των ΗΠΑ, μερικοί παρατηρητές βλέπουν και έναν πόλεμο των «Στραουσιανών της Δυτικής Ακτής» (του Ειρηνικού) με τους παλιούς, καθιερωμένους νεοσυντηρητικούς «Στραουσιανούς της Ανατολικής Ακτής» (του Ατλαντικού). Άγνωστο το τί θα έλεγε βέβαια, άν ζούσε σήμερα, ο ίδιος ο Λέο Στράους (Leo Strauss) για τους υπερπολιτικοποιημένους μαθητές του - πραγματικούς ή αυτόκλητους.
Μιλώντας για την Αμερική στην εποχή της παρακμάζουσας πλανηταρχίας με τις σκιές που πέφτουν στο «αμερικανικό όνειρο», η δημοσιογραφική ανάλυση γεγονότων και προσώπων από τον Μπέισκιν δίνει μια εικόνα για το πώς δραστήριοι και αδίστακτοι ιδεολόγοι, μέσω της δικής τους ερμηνείας μιας πολιτικής φιλοσοφίας, μπορούν να ενισχύουν ακραίες και (αυτο)καταστροφικές πολιτικές τάσεις μέσα σε κοινωνίες που έχουν ήδη εισέλθει σε κατάσταση ανασφάλειας. Δεν είναι κάτι νέο, συνέβη π.χ. στον Μεσοπόλεμο: Είδαμε πώς, από ποιούς και σύμφωνα με ποιές ηθικές αξίες τους ή συμφέροντά τους, έγινε τότε εργαλειακή χρήση (και κατάχρηση) ιδεών, λόγου χάρη της φιλοσοφίας του Νίτσε ή των εικασιών για την ιστορία του Σπένγκλερ, μέχρι και λαθραία αναγωγή της θεωρίας του Δαρβίνου (περί ανταγωνισμού των ειδών στη φύση), στα πράγματα της κοινωνίας και της παγκόσμιας πολιτικής.
Ωστόσο, οι ίδιοι ιδεολόγοι, οι οποίοι «υπεξαιρούν» ιδέες για σκοπούς και χρήσεις που υπαγορεύονται από τα δικά τους συμφέροντα και αξίες, μπορεί να θέτουν ταυτόχρονα και ερωτήματα αξιοπρόσεκτα: Δεν είναι μια ιδέα ή ένα ερώτημα εσφαλμένο, απλά και μόνον επειδή προέρχονται από λαϊκιστές ή συντηρητικούς δεξιούς ή και από τον Τραμπ αυτοπροσώπως.
Γ. Ρ.
Ήρθα στην πανεπιστημιούπολη μεταπτυχιακού επιπέδου του Claremont ψάχνοντας τους Στραουσιανούς, αλλά στην αρχή, τα μόνα άτομα που μπόρεσα να βρώ ήταν φεμινίστριες.
Λίγο πριν το μεσημέρι, βρισκόμουν στο Motley, ένα καφενείο που διαχειρίζονται κάποιοι φοιτητές, το οποίο είναι και χώρος μελέτης αφιερωμένος σε «ποικίλους φεμινιστικούς προβληματισμούς», όπως έγραφε μια επιγραφή πάνω από την
είσοδο. Ένας τοίχος είχε μετατραπεί σε γιγαντιαίο μαυροπίνακα, πάνω στο οποίο οι φοιτητές είχαν σκιτσογραφήσει μαθηματικές εξισώσεις. Οι
άλλοι τοίχοι ήταν στολισμένοι με αφίσες φεμινιστικού περιεχομένου, συνθήματα που
προωθούσαν τη διατομεακή επιστημονική έρευνα και διαφημίσεις του υπό ίδρυση κόμματος κόμμα «Funk
the Patriarchy». Μια άλλη προκήρυξη ανακοίνωνε: «Κηρύσσουμε οικονομικό πόλεμο!», δίπλα σε ένα σκίτσο του προσώπου του προέδρου που κοιτάζει μέσα από ένα κυκλικό απαγορευτικό σήμα «No Trump».
Ήξεραν άραγε οι τακτικοί θαμώνες του Motley, ότι η ακαδημαϊκή εμπροσθοφυλακή της κυβέρνησης Τραμπ διέθετε
μόνιμους χώρους γραφείων σε πολύ μικρή απόσταση;
Ο Charles R. Kesler, το μάθημα του οποίου για τα Federalist Papers θα παρακολουθήσω εκεί το απόγευμα, είναι καθηγητής του Τμήματος Διακυβέρνησης στο Κολλέγιο McKenna του Claremont και προεξάρχον ηγετικό πρόσωπο μιας σχεδόν άγνωστης και ανεξερεύνητης (μέχρι πρόσφατα) «φυλής» πολιτικών φιλοσόφων γνωστής ως «Στραουσιανοί της Δυτικής Ακτής» («West Coast Straussians») - οι οποίοι πήραν αυτό το όνομα από τον Λέο Στράους (Leo Strauss), φιλόσοφο αυτοεξόριστο [το 1937 εγκαταστάθηκε για όλη την υπόλοιπη ζωή του στις ΗΠΑ, μετά από προσωρινή διαμονή τα έτη 1932-1937 στο Παρίσι και στη Βρετανία ως Γερμανοεβραίος πρόσφυγας από τη Ναζιστική Γερμανία]. Ο Kesler είναι επίσης εκδότης της Claremont Review of Books, του συντηρητικού περιοδικού για το οποίο οι New York Times έγραψαν ότι «μερικοί το δοξολογούν ως τη Βίβλο του διανοοούμενου Τραμπισμού». Όπως ο Ρίτσαρντ Νίξον το 1968, ο Kesler έγραψε τον Μάιο του 2016, σε μια από τις πολυάριθμες «προφητικές» στήλες του το εξής:
Ο Charles R. Kesler, το μάθημα του οποίου για τα Federalist Papers θα παρακολουθήσω εκεί το απόγευμα, είναι καθηγητής του Τμήματος Διακυβέρνησης στο Κολλέγιο McKenna του Claremont και προεξάρχον ηγετικό πρόσωπο μιας σχεδόν άγνωστης και ανεξερεύνητης (μέχρι πρόσφατα) «φυλής» πολιτικών φιλοσόφων γνωστής ως «Στραουσιανοί της Δυτικής Ακτής» («West Coast Straussians») - οι οποίοι πήραν αυτό το όνομα από τον Λέο Στράους (Leo Strauss), φιλόσοφο αυτοεξόριστο [το 1937 εγκαταστάθηκε για όλη την υπόλοιπη ζωή του στις ΗΠΑ, μετά από προσωρινή διαμονή τα έτη 1932-1937 στο Παρίσι και στη Βρετανία ως Γερμανοεβραίος πρόσφυγας από τη Ναζιστική Γερμανία]. Ο Kesler είναι επίσης εκδότης της Claremont Review of Books, του συντηρητικού περιοδικού για το οποίο οι New York Times έγραψαν ότι «μερικοί το δοξολογούν ως τη Βίβλο του διανοοούμενου Τραμπισμού». Όπως ο Ρίτσαρντ Νίξον το 1968, ο Kesler έγραψε τον Μάιο του 2016, σε μια από τις πολυάριθμες «προφητικές» στήλες του το εξής:
«Ο Tραμπ κατάλαβε ότι στις εκλογές αυτές ίσως κριθεί εάν το κέντρο μπορεί να αντέξει, αν θα μπορέσει να κινητοποιηθεί μια σιωπηρή πλειοψηφία για το καλό της ίδιας της χώρας. Το θέμα δεν είναι τόσο μια αναμέτρηση με τις φιλελεύθερες ή συντηρητικές πολιτικές, αλλά ένα ζήτημα πιό απλό και πιο στοιχειώδες: αν η πλειοψηφία εξακολουθεί να θέλει να γίνει και πάλι μεγάλη η Αμερική».
Αφού επισήμανε την επιθετικότητα της αντιπολίτευσης εναντίον του Tραμπ ακόμη και μέσα στην δική του πανεπιστημιούπολη
των ανθρωπιστικών επιστημών, ο Kesler έκανε επίσης την πρόβλεψη, ότι εάν κερδίσει τις εκλογές ο Τραμπ, «τα επόμενα τέσσερα χρόνια μπορεί να αποβούν μια μακρά και διαρκής διαδήλωση διαμαρτυρίας»,
ακριβώς όπως συνέβη μετά την εκλογή του [προέδρου Νίξον το] 1968. Αυτή
η πρόβλεψη μπορεί να επιβεβαιωθεί, μπορεί όχι· ωστόσο, άν εξαιρέσει κανείς τις προκηρύξεις, στο δρόμο μου μέσα στις εγκαταστάσεις του Claremont Graduate University από το καφενείο μέχρι μια υπόγεια αίθουσα διδασκαλίας που μόλις μπορεί κανείς να την διακρίνει, είδα πολύ λίγα αποδεικτικά στοιχεία αναταραχής
[Συντηρητικοί διανοούμενοι πίσω από τις κλειδαρότρυπες της πολιτικής εξουσίας]
«Θέλει κανείς να γίνει Σύμβουλος Εθνικής Ασφάλειας; Ακούγεται ότι υπάρχει μια κενή θέση». Ο Kesler, 61 ετών, μπήκε στην αίθουσα δωμάτιο φορώντας ένα κοστούμι σε χρώμα μπλε-ρουαγιάλ, γυαλιά με σκελετό καφέ-μαρόν και με ένα επιτηδευμένο χαμόγελο τύπου Ντένις ο Τρομερός. Το σχόλιό του αναφερόταν στα νέα της προηγούμενης νύχτας, ότι ο σύμβουλος εθνικής ασφάλειας του Προέδρου Tραμπ, Μάικλ Φλυν (Michael Flynn), θα παραιτηθεί [εξαιτίας των ερευνών των δικαστικών αρχών και τω υπηρεσιών ασφαλείας για τις εμπλοκές με όργανα της κυβέρνησης Πούτιν]. Η τάξη γέλασε νευρικά - και καθώς κυκλοφορούν φήμες ότι ο Kesler «ακούγεται» στον Λευκό Οίκο, η ερώτηση ίσως να μην ήταν εντελώς ρητορική. Ο Κέσλερ, ο οποίος άρχισε να διδάσκει στο Κολλέγιο McKenna του Claremont το 1983, επανεξέδωσε το περιοδικό The Claremont Review of Books το 2000, με την ελπίδα να δημιουργήσει ένα συντηρητικό αντίβαρο στην New York Review of Books. Το περιοδικό είχε επιβιώσει για κάτι λιγότερο από δύο χρόνια στα μέσα της δεκαετίας του 1980· τότε έμοιαζε πιό πολύ με κολεγιακή εφημερίδα, είχε 600 περίπου συνδρομητές και ως επικεφαλής τον καθηγητή της νομικής επιστήμης Ken Masugi. Και στις δύο περιόδους της, η Claremont Review of Books (CRB) εκδίδεται από το Ινστιτούτο Claremont, μια δεξαμενή ιδεών με έδρα όχι μακριά από την πανεπιστημιούπολη· η CRB δεν έχει καμία επίσημη σύνδεση με κανένα από τα επτά ιδρύματα του Claremont University Consortium, αλλά στελεχώνεται κυρίως από πρώην μεταπτυχιακούς φοιτητές του Kέσλερ. Αρκετοί καθηγητές του Τμήματος Διακυβέρνησης στο Κολλέγιο McKenna του Claremont συνεισφέρουν ως τακτικοί αρθρογράφοι.
[Συντηρητικοί διανοούμενοι πίσω από τις κλειδαρότρυπες της πολιτικής εξουσίας]
«Θέλει κανείς να γίνει Σύμβουλος Εθνικής Ασφάλειας; Ακούγεται ότι υπάρχει μια κενή θέση». Ο Kesler, 61 ετών, μπήκε στην αίθουσα δωμάτιο φορώντας ένα κοστούμι σε χρώμα μπλε-ρουαγιάλ, γυαλιά με σκελετό καφέ-μαρόν και με ένα επιτηδευμένο χαμόγελο τύπου Ντένις ο Τρομερός. Το σχόλιό του αναφερόταν στα νέα της προηγούμενης νύχτας, ότι ο σύμβουλος εθνικής ασφάλειας του Προέδρου Tραμπ, Μάικλ Φλυν (Michael Flynn), θα παραιτηθεί [εξαιτίας των ερευνών των δικαστικών αρχών και τω υπηρεσιών ασφαλείας για τις εμπλοκές με όργανα της κυβέρνησης Πούτιν]. Η τάξη γέλασε νευρικά - και καθώς κυκλοφορούν φήμες ότι ο Kesler «ακούγεται» στον Λευκό Οίκο, η ερώτηση ίσως να μην ήταν εντελώς ρητορική. Ο Κέσλερ, ο οποίος άρχισε να διδάσκει στο Κολλέγιο McKenna του Claremont το 1983, επανεξέδωσε το περιοδικό The Claremont Review of Books το 2000, με την ελπίδα να δημιουργήσει ένα συντηρητικό αντίβαρο στην New York Review of Books. Το περιοδικό είχε επιβιώσει για κάτι λιγότερο από δύο χρόνια στα μέσα της δεκαετίας του 1980· τότε έμοιαζε πιό πολύ με κολεγιακή εφημερίδα, είχε 600 περίπου συνδρομητές και ως επικεφαλής τον καθηγητή της νομικής επιστήμης Ken Masugi. Και στις δύο περιόδους της, η Claremont Review of Books (CRB) εκδίδεται από το Ινστιτούτο Claremont, μια δεξαμενή ιδεών με έδρα όχι μακριά από την πανεπιστημιούπολη· η CRB δεν έχει καμία επίσημη σύνδεση με κανένα από τα επτά ιδρύματα του Claremont University Consortium, αλλά στελεχώνεται κυρίως από πρώην μεταπτυχιακούς φοιτητές του Kέσλερ. Αρκετοί καθηγητές του Τμήματος Διακυβέρνησης στο Κολλέγιο McKenna του Claremont συνεισφέρουν ως τακτικοί αρθρογράφοι.
Με
περίπου 14.000 συνδρομητές, η CRB του Kesler από καιρό έχει λάβει την
ευλογία συντηρητικών διανοούμενων όπως είναι ο George Will, ο Jonah
Goldberg και ο Yuval Levin και απέκτησε ευρύτερη «κακή» φήμη στη διάρκεια της προεδρίας του George W. Bush [του Νεότερου], όταν οι συντάκτες του επέκριναν τον πόλεμο στο Ιράκ από συντηρητική οπτική γωνία. Αλλά μέχρι πρόσφατα, λέει ο αρχισυντάκτης John B. Kienker, εκείνο το χτύπημα μπορούσε ακόμη να θεωρείται «κρυφή ενδοοικογενειακή διένεξη».
Αυτό άλλαξε στις 7 Σεπτεμβρίου 2016, όταν ο Rush Limbaugh επέστρεψε από ταξίδι για δουλειές λέγοντας «έχω εδώ ένα άρθρο που θα ήθελα να σας το διαβάσω ολόκληρο και δεν μπορώ, γιατί είναι 10 σελίδες». Το άρθρο δημοσιεύτηκε υπό τον τίτλο «Εκλογές - Πτήση 93», και υπογράφονταν με το ψευδώνυμο Publius Decius Mus [βλ. στον ιστοχώρο Μετά την Κρίση - Peter Maass: Δεξιοτέχνες του λαϊκισμού ή παλαβοί για δέσιμο; Σκοτεινά γραπτά από το επιτελείο του Προέδρου Τραμπ]. Η πολεμοχαρής πρόταση με την οποία άρχιζε - «οι προεδρικές εκλογές του 2016 είναι σαν την Πτήση 93, ή θα μπουκάρετε στο πιλοτήριο ή θα πεθάνετε» - δίνει μια αίσθηση του γιατί το γραπτό εκείνο άρεσε σε όσους κάνουν ραδιοφωνικές εκπομπές με προβοκατόρικο περιεχόμενο, αλλά όχι γιατί το άρθρο έγινε πραγματικό σκάνδαλο. Εδώ υπήρχε ένας συντηρητικός διανοούμενος, ο οποίος όχι μόνον υποστηρίζει τον Tραμπ, αλλά, όπως το έθεσε ο ίδιος ο Decius, προέβαλε «λόγους, για τους οποίους τον υποστηρίζει».
Tο δοκίμιο αυτό αναγνωρίζεται τώρα ως ένα από τα βασικά γραπτά ντοκουμέντα του Tραμπισμού. Σ΄ αυτό, ο Decius υποστηρίζει ότι η πολιτική παρακμή της εποχής μας - «μια κυβέρνηση εκτός ελέγχου, η μισαλλοδοξία Μακαρθικού τύπου της πολιτικής ορθότητας» και «ένα τρομακτικά καταστροφικό εκπαιδευτικό σύστημα», για να αναφέρουμε μερικούς μόνον από τους εμβληματικούς δείκτες της σημερινής κατάστασης - παίζει αποφασιστικό ρόλο τόσο για την εμφάνιση του Tραμπ στην πολιτική σκηνή όσο και για την αναγκαιότητα της εκλογής του. Ισχυρίζεται ότι το συντηρητικό κατεστημένο ψάχνει του καλού καιρού για να βρεί λύσεις στις δεξαμενές σκέψης του λές και ψάχνει στο Google ενώ η δημοκρατία έχει αρπάξει φωτιά. Και ότι σύνθημα «πρώτα η Αμερική» αποτελεί μια φρόνιμη έκκληση για να επιστρέψει η χώρα στην (κοινή) λογική. Ο Limbaugh διάβασε τις μισές σχεδόν από τις 4.300 λέξεις του δοκίμιου στη ραδιοφωνική του εκπομπή, και διέκοπτε μόνον για να υπενθυμίζει στους ακροατές του ότι και ο ίδιος τους τα λέει όλα αυτά, εδώ και χρόνια.
Η τεράστια συρροή ψηφιακών αναγνωστών υπερφόρτωσε γρήγορα την ιστοσελίδα του Ινστιτούτου Claremont και την έκανε να καταρρεύσει. Μόνον στην πρώτη εβδομάδα της ηλεκτρονικής δημοσίευσης του δοκιμίου καταγράφηκαν 255.000 αναγνώσεις της (ενώ το περιοδικό είχε τότε κατά μέσο όρο περίπου 40.000 το μήνα). Όμως εκείνοι που δίνουν προσοχή, ήξεραν ότι η CRB ήταν ήδη διακεκριμένη για την ποικιλόμορφη συμβολή της στην άνοδο του Tραμπ. Τον Μάιο του 2016, σε μια εποχή που οι πιο πολλοί στις συντηρητικές ελίτ εξακολουθούσαν να φαντασιώνονται ένα αντι-Τραμπικό πραξικόπημα στο εκλογικό συνέδριο του Ρεπουμπλικανικού κόμματος, ο Kesler με δημοσίευμά του έβαλε τη σφραγίδα του ως ειδικός στην ετυμηγορία ότι ο υποψήφιος των Ρεπουμπλικανών Ντόναλντ Τραμπ έχει «πολιτικά ταλέντα που δίνουν όψιμους καρπούς». Τον Ιούλιο, ο John Marini, καθηγητής πολιτικών επιστημών στο πανεπιστήμιο της Νεβάδα στο Ρίνο, εξήρε τον Τραμπ για το εξής: Έχει καταλάβει ότι κανένα από τα δύο πολιτικά κόμματα δεν μεριμνά πια αποτελεσματικά για «μια ουσιαστική σχέση μεταξύ του λαού και της κυβέρνησης». Και ένας από τους βασικούς συντάκτες, ο William Voegeli, εξήγησε γιατί είναι «ενάντιος στους αντι-Τραμπιστές». Δύο εβδομάδες μετά τη δημοσίευση της «Πτήσης 93», ο Voegeli απάντησε στην «ηρωική» υποστήριξη του Tραμπ από τον Decius με μια «απλά συνετή» υποστήριξη.
Μετά, τον Φεβρουάριο του 2017, ο Michael Warren του Weekly Standard αποκάλυψε ότι ο ψευδώνυμος συγγραφέας του δοκίμιου «Πτήση 93» ήταν ο Μάικλ Άντον (Michael Anton), ένας 47χρονος πρώην λογογράφος του προέδρου Τζωρτζ Μπους του Νεότερου, ο οποίος τώρα εργάζεται στο Συμβούλιο Εθνικής Ασφάλειας του Tραμπ. Ήταν μια είδηση που ενίσχυσε την ήδη υπάρχουσα υποψία ότι μέσω της Claremont Review of Books μπορεί κανείς να «κυττάξει» όπως μέσα από κλειδαρότρυπα, τι συμβαίνει μέσα στη μυστηριώδη νέα κυβέρνηση. Όμως το άρθρο του Warren υπαινίσσονταν και τη λύση για ένα μυστήριο άλλου είδους: Ο Άντον, ανέφερε, είχε «ανατραφεί πνευματικά στον Στραουσιανό συντηρητικό κόσμο της Claremont Graduate School» [στο τμήμα πολιτικής επιστήμης της CGS ασκούν μεγάλη επιρροή μαθητές και άλλοι οπαδοί του σημαντικού πολιτικού φιλοσόφου Λέο Στράους - Leo Strauss].
Δύσκολο να πιστέψει κανείς ότι ο φιλικός και εύθυμος Kέσλερ είναι αντιπροσωπευτικό δείγμα των «φιλο-Tραμπ διανοούμενων
που θέλουν να ανατρέψουν την Αμερική», όπως περιγράφει τον κόσμο του Claremont το [φιλελεύθερο] περιοδικό New Republic. Το ίδιο μπορεί να ειπωθεί και για το πώς αξιολογείται η στάση του περιοδικού που εκδίδει, άν εξαιρεθεί το δοκίμιο «Πτήση 93» που δημοσιεύτηκε μόνον στην διαδικτυακή έκδοση του περιοδικού. Ο Κέσλερ
είχε προηγουμένως απορρίψει ένα άλλο φιλο-Τραμπ άρθρο του Άντον, με το επιχείρημα ότι ήταν υπερβολικά ορμητικό και είχε γραφτεί υπό την επίδραση «υπερβολικά μεγάλης δόσης καφεΐνης»· επίσης δεν είχε αποδεχτεί μια πρόσκληση να συμβάλει με δικό του άρθρο στο πολυσυζητημένο τεύχος «Ποτέ Trump» [Never Trump] της
National Review, «όχι γιατί είμαι κατηγορηματικά φιλο-Τραμπ, αλλά επειδή δεν μπορώ να γράψω ένα άρθρο με αρνητική γνώμη από τη στιγμή που τα συναισθήματά μου δεν είναι αρνητικά, μολονότι ούτε επιδοκιμάζω τον Τραμπ», όπως είτε ο ίδιος ο Κέσλερ.
Όμως, όσο πιο πολύ διαβάζεις την Claremont Review of Books, και τον Κέσλερ (ο οποίος περιγράφει τώρα τον εαυτό του ως «τον πιο φιλο-Τραμπ - και είμαι όντως φιλο-Τραμπ - ανάμεσα στους κύριους συνεργάτες του περιοδικού» - τόσο πιό πολύ υποπτεύεσαι ότι η διαφορά μεταξύ Άντον και Kέσλερ αφορά πιο πολύ το στυλ γραφής παρά την ουσία. Σε μια ανταλλαγή e-mail, ο Άντον περιέγραψε τον Κέσλερ ως τον καθηγητή του στο Claremont Graduate University που άσκησε πάνω του την μεγαλύτερη επιρροή. Είναι κοινό χαρακτηριστικό και στους δύο μια δογματική σιγουριά για τις απόψεις τους, ένα είδος διανοητικής αυτοπεποίθησης, οι απαρχές της οποίας μπορούν να αποδοθούν στην κοινή πνευματική τους κληρονομιά.
[Ο Leo Sreauss, οι μαθητές του, η δημοκρατία των ΗΠΑ και οι νεοσυντηρητικοί]
Στα χρόνια που πέρασαν ειπώθηκαν και συνέβησαν πολλά που αφορούν την διείσδυση των Στραουσιανών της Ανατολικής Ακτής στο νεοσυντηρητικό κατεστημένο της εξωτερικής πολιτικής, αλλά οι δύο πιο πιθανοί ύποπτοι, ο εκδότης της Weekly Standard Μπιλ Κρίστολ (Bill Kristol) και ο πρώην αναπληρωτής υπουργός άμυνας Πωλ Γούλφοβιτς (Paul Wolfowitz), ποτέ δεν συνέδεσαν τις ιδέες του Στράους με την δική τους υποστήριξη υπέρ της προώθησης και διάδοσης της δημοκρατίας σε χώρες εκτός των ΗΠΑ. Οι East Coasters είναι συγκεντρωμένοι σε μέρη όπως το Saint John’s College στο Μέριλαντ και η Επιτροπή Κοινωνιολογικής Σκέψης (Committee on Social Thought) του Πανεπιστημίου του Σικάγο και οι περισσότεροι έχουν κρατήσει μια επιστημονική απόσταση από την καθημερινή πολιτική μάχη· προτιμούν, όπως έκανε ο ίδιος ο Στράους, να επηρεάζουν την κοινωνία μέσω μιας μακροπρόθεσμα αποτελεσματικής αφιέρωσής τους στην εκπαίδευση. Όσες φορές στις δημόσιες δηλώσεις τους αντλούν επιχειρήματα από ιδέες του Στράους, όπως έκαναν μερικοί από αυτούς για να αντιταχθούν στην υποψηφιότητα του Tραμπ, συνήθως τα χρησιμοποιούν ως υπεράσπιση θεσμών και κανόνων - όπως, λόγου χάρη, της θρησκευτικής ελευθερίας ή του «ευγενούς» πολιτικού, που πιστεύουν ότι διατηρούν την Αμερική σταθερά στηριγμένη στην σεμνή και μετριόφρονα αλλά σταθερή βάση της.
[Πώς δραστήριοι ιδεολόγοι, μέσω της δικής τους ερμηνείας μιας πολιτικής φιλοσοφίας, μπορούν να ενισχύουν ακραίες πολιτικές τάσεις μέσα σε κοινωνίες που εισέρχονται σε κατάσταση ανασφάλειας]
Αυτό άλλαξε στις 7 Σεπτεμβρίου 2016, όταν ο Rush Limbaugh επέστρεψε από ταξίδι για δουλειές λέγοντας «έχω εδώ ένα άρθρο που θα ήθελα να σας το διαβάσω ολόκληρο και δεν μπορώ, γιατί είναι 10 σελίδες». Το άρθρο δημοσιεύτηκε υπό τον τίτλο «Εκλογές - Πτήση 93», και υπογράφονταν με το ψευδώνυμο Publius Decius Mus [βλ. στον ιστοχώρο Μετά την Κρίση - Peter Maass: Δεξιοτέχνες του λαϊκισμού ή παλαβοί για δέσιμο; Σκοτεινά γραπτά από το επιτελείο του Προέδρου Τραμπ]. Η πολεμοχαρής πρόταση με την οποία άρχιζε - «οι προεδρικές εκλογές του 2016 είναι σαν την Πτήση 93, ή θα μπουκάρετε στο πιλοτήριο ή θα πεθάνετε» - δίνει μια αίσθηση του γιατί το γραπτό εκείνο άρεσε σε όσους κάνουν ραδιοφωνικές εκπομπές με προβοκατόρικο περιεχόμενο, αλλά όχι γιατί το άρθρο έγινε πραγματικό σκάνδαλο. Εδώ υπήρχε ένας συντηρητικός διανοούμενος, ο οποίος όχι μόνον υποστηρίζει τον Tραμπ, αλλά, όπως το έθεσε ο ίδιος ο Decius, προέβαλε «λόγους, για τους οποίους τον υποστηρίζει».
Tο δοκίμιο αυτό αναγνωρίζεται τώρα ως ένα από τα βασικά γραπτά ντοκουμέντα του Tραμπισμού. Σ΄ αυτό, ο Decius υποστηρίζει ότι η πολιτική παρακμή της εποχής μας - «μια κυβέρνηση εκτός ελέγχου, η μισαλλοδοξία Μακαρθικού τύπου της πολιτικής ορθότητας» και «ένα τρομακτικά καταστροφικό εκπαιδευτικό σύστημα», για να αναφέρουμε μερικούς μόνον από τους εμβληματικούς δείκτες της σημερινής κατάστασης - παίζει αποφασιστικό ρόλο τόσο για την εμφάνιση του Tραμπ στην πολιτική σκηνή όσο και για την αναγκαιότητα της εκλογής του. Ισχυρίζεται ότι το συντηρητικό κατεστημένο ψάχνει του καλού καιρού για να βρεί λύσεις στις δεξαμενές σκέψης του λές και ψάχνει στο Google ενώ η δημοκρατία έχει αρπάξει φωτιά. Και ότι σύνθημα «πρώτα η Αμερική» αποτελεί μια φρόνιμη έκκληση για να επιστρέψει η χώρα στην (κοινή) λογική. Ο Limbaugh διάβασε τις μισές σχεδόν από τις 4.300 λέξεις του δοκίμιου στη ραδιοφωνική του εκπομπή, και διέκοπτε μόνον για να υπενθυμίζει στους ακροατές του ότι και ο ίδιος τους τα λέει όλα αυτά, εδώ και χρόνια.
Η τεράστια συρροή ψηφιακών αναγνωστών υπερφόρτωσε γρήγορα την ιστοσελίδα του Ινστιτούτου Claremont και την έκανε να καταρρεύσει. Μόνον στην πρώτη εβδομάδα της ηλεκτρονικής δημοσίευσης του δοκιμίου καταγράφηκαν 255.000 αναγνώσεις της (ενώ το περιοδικό είχε τότε κατά μέσο όρο περίπου 40.000 το μήνα). Όμως εκείνοι που δίνουν προσοχή, ήξεραν ότι η CRB ήταν ήδη διακεκριμένη για την ποικιλόμορφη συμβολή της στην άνοδο του Tραμπ. Τον Μάιο του 2016, σε μια εποχή που οι πιο πολλοί στις συντηρητικές ελίτ εξακολουθούσαν να φαντασιώνονται ένα αντι-Τραμπικό πραξικόπημα στο εκλογικό συνέδριο του Ρεπουμπλικανικού κόμματος, ο Kesler με δημοσίευμά του έβαλε τη σφραγίδα του ως ειδικός στην ετυμηγορία ότι ο υποψήφιος των Ρεπουμπλικανών Ντόναλντ Τραμπ έχει «πολιτικά ταλέντα που δίνουν όψιμους καρπούς». Τον Ιούλιο, ο John Marini, καθηγητής πολιτικών επιστημών στο πανεπιστήμιο της Νεβάδα στο Ρίνο, εξήρε τον Τραμπ για το εξής: Έχει καταλάβει ότι κανένα από τα δύο πολιτικά κόμματα δεν μεριμνά πια αποτελεσματικά για «μια ουσιαστική σχέση μεταξύ του λαού και της κυβέρνησης». Και ένας από τους βασικούς συντάκτες, ο William Voegeli, εξήγησε γιατί είναι «ενάντιος στους αντι-Τραμπιστές». Δύο εβδομάδες μετά τη δημοσίευση της «Πτήσης 93», ο Voegeli απάντησε στην «ηρωική» υποστήριξη του Tραμπ από τον Decius με μια «απλά συνετή» υποστήριξη.
Μετά, τον Φεβρουάριο του 2017, ο Michael Warren του Weekly Standard αποκάλυψε ότι ο ψευδώνυμος συγγραφέας του δοκίμιου «Πτήση 93» ήταν ο Μάικλ Άντον (Michael Anton), ένας 47χρονος πρώην λογογράφος του προέδρου Τζωρτζ Μπους του Νεότερου, ο οποίος τώρα εργάζεται στο Συμβούλιο Εθνικής Ασφάλειας του Tραμπ. Ήταν μια είδηση που ενίσχυσε την ήδη υπάρχουσα υποψία ότι μέσω της Claremont Review of Books μπορεί κανείς να «κυττάξει» όπως μέσα από κλειδαρότρυπα, τι συμβαίνει μέσα στη μυστηριώδη νέα κυβέρνηση. Όμως το άρθρο του Warren υπαινίσσονταν και τη λύση για ένα μυστήριο άλλου είδους: Ο Άντον, ανέφερε, είχε «ανατραφεί πνευματικά στον Στραουσιανό συντηρητικό κόσμο της Claremont Graduate School» [στο τμήμα πολιτικής επιστήμης της CGS ασκούν μεγάλη επιρροή μαθητές και άλλοι οπαδοί του σημαντικού πολιτικού φιλοσόφου Λέο Στράους - Leo Strauss].
[Η Αμερικανική πολιτική παράδοση και οι «ιδρυτές πατέρες» των ΗΠΑ]
Την ημέρα που παρακολούθησα
το σεμινάριο μεταπτυχιακού επιπέδου του Κέσλερ, το θέμα του μαθήματός του ήταν το εξής: Πώς οι συγγραφείς των Federalist Papers - Αλεξάντερ
Χάμιλτον (Alexander Hamilton), Τζέιμς Μάντισον (James Madison) και Τζον Τζέι (John Jay), που όλοι τους υπέγραφαν με το κοινό ψευδώνυμο «Publius» - χρησιμοποίησαν τη ρητορική για να επικρίνουν τα
επιχειρήματα των «αντι-ομοσπονδιακών» αντιπάλων τους. Στο
τμήμα των Federalist Papers [συλλογή 85 άρθρων και δοκιμίων γραμμένων το 1787 και 1788, που επιχειρηματολογούσαν υπέρ της επικύρωσης του αμερικανικού ομοσπονδιακού Συντάγματος στα Συντακτικά Σώματα αντιπροσώπων των επιμέρους Πολιτειών], που συζητήθηκε στην τάξη, ο «Publius» ενημέρωνε τους αναγνώστες
του για συνομωτικούς ψιθύρους που διαδίδονται «στους ιδιωτικούς κύκλους που αντιτίθενται στο
νέο Σύνταγμα», υπονοώντας ότι οι αντι-ομοσπονδιακοί σχεδιάζουν κρυφά τον
«διαμελισμό» της αμερικανικής δημοκρατίας. Οι τέτοιοι
ψίθυροι ίσως να υπήρχαν στην πραγματικότητα, ίσως όχι, είπε ο Κέσλερ, όμως οι
συντάκτες των Federalist εγκαινίασαν έτσι μιαν αυθεντική εθνική
παράδοση: Απαξίωσαν τους αντιπάλους τους με το να τους κατηγορήσουν ότι κρυφά
επιθυμούσαν την καταστροφή της Δημοκρατίας. Αργότερα, καθώς μιλούσαμε στο γραφείο του που βλέπει προς το όμορφo κτίριο του Κολλεγίου
McKenna του Claremont, ο Kέσλερ συνέδεσε εκείνο το επιχείρημά του για τη ρητορική στα Federalist Papers
με το άρθρο
«Οι Εκλογές της Πτήσης 93». Είπε
ότι βρίσκει υπερβολικά μελοδραματική την κεντρική μεταφορική αφήγηση του άρθρου (η Αμερική είναι ένα
αεροπλάνο που κατευθύνεται σε τραγική καταστροφή), ωστόσο ένα τέτοιο αλαζονικό ευφυολόγημα είναι «πάρα πολύ κοινό σε μια αμερικανική πολιτική παράδοση που προσπαθεί να καθοδηγήσει
τη συμπεριφορά των ψηφοφόρων στις κάλπες επειδή ‘‘κινδυνεύει η Δημοκρατία’’!» Όμως, όσο πιο πολύ διαβάζεις την Claremont Review of Books, και τον Κέσλερ (ο οποίος περιγράφει τώρα τον εαυτό του ως «τον πιο φιλο-Τραμπ - και είμαι όντως φιλο-Τραμπ - ανάμεσα στους κύριους συνεργάτες του περιοδικού» - τόσο πιό πολύ υποπτεύεσαι ότι η διαφορά μεταξύ Άντον και Kέσλερ αφορά πιο πολύ το στυλ γραφής παρά την ουσία. Σε μια ανταλλαγή e-mail, ο Άντον περιέγραψε τον Κέσλερ ως τον καθηγητή του στο Claremont Graduate University που άσκησε πάνω του την μεγαλύτερη επιρροή. Είναι κοινό χαρακτηριστικό και στους δύο μια δογματική σιγουριά για τις απόψεις τους, ένα είδος διανοητικής αυτοπεποίθησης, οι απαρχές της οποίας μπορούν να αποδοθούν στην κοινή πνευματική τους κληρονομιά.
Leo Strauss |
Τόσο ο Άντον όσο και ο Κέσλερ αυτοπροσδιορίζονται ως «West Coast Straussians», πράγμα που σημαίνει ότι κάθονται στον έναν κλάδο ενός «οικογενειακού δέντρου» του οποίου ο κορμός είναι ο Λέο Στράους (Leo Strauss). Ο Στράους, που μετανάστευσε στην Αμερική το 1937 και δίδαξε πρώτα στη Νέα Σχολή Κοινωνικών Ερευνών [New School for Social Research της Ν. Υόρκης] και στη συνέχεια στο Πανεπιστήμιο του Σικάγο (προς το τέλος της σταδιοδρομίας του δίδαξε για λίγο και στο Claremont), ήταν φημισμένος για τις επιμελείς ερμηνείες του των σπουδαίων έργων της δυτικής φιλοσοφικής παράδοσης. Μαθητής του Χάιντεγκερ και στα νιάτα του θαυμαστής του Nίτσε, τελικά στην ωριμότητά του επιχείρισε να αντιμετωπίσει την «κρίση» που πίστευε ότι είχε προκληθεί από τη στροφή της σύγχρονης φιλοσοφίας μακριά από τις ζωογόνες πηγές της δυτικής ηθικής: την κλασική φιλοσοφία και τη βιβλική θρησκεία. Μολονότι ο τρόπος γραφής του Στράους τον κάνει να φαίνεται μυστηριώδης σε μερικούς μή μυημένους - ο φιλόσοφος του Καίημπριτζ Myles Burnyeat τον αποκάλεσε «Σφίγγα χωρίς μυστικό» - οι ιδέες του ενέπνευσαν πολλούς αφοσιωμένους μαθητές του, μερικοί από τους οποίους, μετά το θάνατό του το 1973, διασπάστηκαν μεταξύ τους σε δύο ομάδες. Τους χώρισε η διαφωνία τους για το πώς μπορούν να εφαρμοστούν οι ιδέες του Στράους στο πλαίσια της αμερικανικής πραγματικότητας.
Σύμφωνα με την ανάγνωση του Στράους από την Σχολή της «Ανατολικής Ακτής», σημαντικότερος
εκπρόσωπος της οποίας ήταν ο Άλαν Μπλούμ (Allan Bloom), συγγραφέας
του βιβλίου The Closing of the American Mind (1987), ο Στράους επιδοκίμαζε και επαινούσε την φιλελεύθερη δημοκρατία
της Αμερικής επειδή είναι θεμελιωμένη πάνω στο «χαμηλό αλλά σταθερό έδαφος» της πολιτικής φιλοσοφίας του Τζων Λοκ (Locke). Σύμφωνα με αυτή την οπτική, οι ιδρυτές πατέρες της Αμερικανικής Δημοκρατίας είχαν κάνει το καλύτερο που
μπορούσαν, με δεδομένο το γεγονός ότι ο ηθικός ορίζοντας της νεωτερικότητας είχε στενέψει και χάσει σε βάθος. Η
Αμερικανική Δημοκρατία παρείχε ειρήνη και ασφάλεια, όμως ήταν ανίκανη να κατανοήσει και στεκόταν αδιάφορη απέναντι σ΄ αυτά που ο Στράους πίστευε ότι όριζαν ως αληθινή αρετή ή αριστεία οι αρχαίοι, ιδιαίτερα ο
Πλάτωνας και ο Αριστοτέλης. Στα χρόνια που πέρασαν ειπώθηκαν και συνέβησαν πολλά που αφορούν την διείσδυση των Στραουσιανών της Ανατολικής Ακτής στο νεοσυντηρητικό κατεστημένο της εξωτερικής πολιτικής, αλλά οι δύο πιο πιθανοί ύποπτοι, ο εκδότης της Weekly Standard Μπιλ Κρίστολ (Bill Kristol) και ο πρώην αναπληρωτής υπουργός άμυνας Πωλ Γούλφοβιτς (Paul Wolfowitz), ποτέ δεν συνέδεσαν τις ιδέες του Στράους με την δική τους υποστήριξη υπέρ της προώθησης και διάδοσης της δημοκρατίας σε χώρες εκτός των ΗΠΑ. Οι East Coasters είναι συγκεντρωμένοι σε μέρη όπως το Saint John’s College στο Μέριλαντ και η Επιτροπή Κοινωνιολογικής Σκέψης (Committee on Social Thought) του Πανεπιστημίου του Σικάγο και οι περισσότεροι έχουν κρατήσει μια επιστημονική απόσταση από την καθημερινή πολιτική μάχη· προτιμούν, όπως έκανε ο ίδιος ο Στράους, να επηρεάζουν την κοινωνία μέσω μιας μακροπρόθεσμα αποτελεσματικής αφιέρωσής τους στην εκπαίδευση. Όσες φορές στις δημόσιες δηλώσεις τους αντλούν επιχειρήματα από ιδέες του Στράους, όπως έκαναν μερικοί από αυτούς για να αντιταχθούν στην υποψηφιότητα του Tραμπ, συνήθως τα χρησιμοποιούν ως υπεράσπιση θεσμών και κανόνων - όπως, λόγου χάρη, της θρησκευτικής ελευθερίας ή του «ευγενούς» πολιτικού, που πιστεύουν ότι διατηρούν την Αμερική σταθερά στηριγμένη στην σεμνή και μετριόφρονα αλλά σταθερή βάση της.
Όμως, ένας άλλος από τους μαθητές του Στράους, ο Χάρρυ Τζάφφα (Harry V. Jaffa), δεν αποδεχόταν ότι η Αμερική ήταν απλώς άλλο ένα συμβιβασμένο παιδί της νεωτερικότητας. Υπενθύμιζε
συχνά την απόφαση του Στράους να τοποθετήσει στην αρχή του [βασικού] βιβλίου του Φυσικό Δίκαιο και
Ιστορία (Natural Right and History, 1953) ένα απόσπασμα από τη Διακήρυξη της Ανεξαρτησίας των ΗΠΑ. Ο Τζάφφα, ο οποίος πέθανε το 2015, ανέπτυξε την εξής ιδέα: Ο Στράους θεωρούσε την Αμερική ως ένα πραγματικά μεγάλο κράτος, το οποίο θεμελιώθηκε κατά κύριο λόγο πάνω σε έναν συνδυασμό αρχών Αριστοτελικών και Βιβλικών - δηλαδή αρχαίων, σε αντίθεση με τις νεωτερικές.Ο Τζάφφα διατύπωνε τις απόψεις του με σφοδρά πολεμικό τρόπο και έκανε πολλά για να βαθύνει το ρήγμα μεταξύ
Ανατολικής και Δυτικής Ακτής, ακόμη και με προσωπικές επιθέσεις εναντίον του Άλαν Μπλουμ (πολλή δημοσιότητα γνώρισαν οι υπαινιγμοί για την υποτιθέμενη ομοφυλοφιλία του) και του Thomas Pangle, καθηγητή της διακυβέρνησης στο Πανεπιστήμιο του Τέξας στο Όστιν. Όμως οι πολεμικές δεν ήταν μόνον σε προσωπικό επίπεδο. Χρησιμοποίησε επίσης το εξής επιχείρημα, με αμείλικτο μάλλον
τρόπο: Για έναν Αμερικανό πολιτικό φιλόσοφο, η αναζήτηση
της αλήθειας απαιτεί την πατριωτική, και μερικές φορές την πάρα πολύ δημόσια, υπεράσπιση
των «αυτονόητων» αληθειών που υπάρχουν στα ιδρυτικά ντοκουμέντα του κράτους. Για χάρη του σκοπού αυτού, το 1964 ο ίδιος ο Τζάφφα διέκοψε προσωρινά την ακαδημαϊκή ζωή για να εργαστεί ως λογογράφος του Μπάρρυ Γκόλντγουώτερ (Barry Goldwater) [Ρεπουμπλικανού υποψήφιου προέδρου των ΗΠΑ, ο οποίος ηττήθηκε από τον Λύντον Τζόνσον]. Ο Κέσλερ,
ο οποίος έκανε την διδακτορική του διατριβή υπό τη επίβλεψη του Harvey C. Mansfield,
καθηγητή της διακυβέρνησης στο Χάρβαρντ και Στραουσιανού της Ανατολικής Ακτής με σημαντική επιρροή, πληροφορήθηκε για την ύπαρξη των ομολόγων του της Δυτικής Ακτής το 1979, την εποχή που έγραφε ένα άρθρο περί Τζάφφα για την National Review. Όπως
και πολλοί άλλοι από τους ανθρώπους της CRB, όταν ο Κέσλερ αναφέρεται στις πρώτες εντυπώσεις του από τα γραπτά του Τζάφφα, μιλά με όρους που θυμίζουν αλλαγή θρησκεύματος· τέσσερα χρόνια αργότερα ο Κέσλερ βρέθηκε στη σχολή McKenna του
Claremont όπου δίδασκε ο Τζάφφα. Οι Στραουσιανοί της Δυτικής Ακτής έχουν δημιουργήσει επίσης ακαδημαϊκά προγεφυρώματα στο
Πανεπιστήμιο του Ντάλας [Τέξας] και στο Hillsdale College [Μίσιγκαν], με επικεφαλής τον
σημερινό πρόεδρό του Larry P. Arnn, πρώην πρόεδρο του Ινστιτούτου
Claremont και απόφοιτο του Claremont Graduate University.
Μολονότι το δοκίμιο «Πτήση 93» φαίνεται εκ πρώτης όψεως να σχεδιάζει την απαισιόδοξη εικόνα μιας Αμερικής που βιώνει υπαρξιακές αναταράξεις, τόσο οι βασικές του ιδέες όσο και το ύφος του ανατανακλούν την πεποίθηση του Τζάφφα ότι μερικές φορές, οι πολιτικοί φιλόσοφοι της χώρας πρέπει να παίζουν στην πολιτική ζωή έναν ρόλο κατάλληλο για καταστάσεις έκτακτης ανάγκης. «Μια κρίσιμη διαφορά μεταξύ των Στραουσιανών της Δυτικής και της Ανατολικής Ακτής», μου είπε ο Άντον, «είναι ότι εμείς στη Δύση πιστεύουμε ότι υπάρχει επείγουσα ανάγκη για πολιτική παρέμβαση». Ως μεταπτυχιακός φοιτητής του Τζάφφα και του Kέσλερ, ο Άντον έμαθε
Το Ινστιτούτο Claremont βρίσκεται στον πρώτο όροφο ενός άχρωμου κτιρίου γραφείων, δίπλα στο ιατρείο ενός ορθοπαιδικού. Μέσα, κουτιά από χαρτόνι και αυτοσχέδια διαχωριστικά του χώρου συνυπάρχουν με αταίριαστες επενδύσεις από ξύλο σκούρου χρώματος, με ένα περίτεχνο σπειροειδές κλιμακοστάσιο και έναν διώροφο πολυέλαιο που κρέμεται κάπως αστεία πάνω από το γραφείο υποδοχής. Οι τοίχοι καλύπτονται με πορτρέτα του Λίνκολν, του Ουάσινγκτον και με σκηνές από την Αμερικανική Επανάσταση, που λές και βρίσκονται εκεί για να παρέχουν εικαστική συνοδεία στον ερευνητικό σχολιασμό των συζητήσεων του Lincoln και του Douglas και της ίδρυσης των ΗΠΑ που γεμίζει τα ράφια στις βιβλιοθήκες του Ινστιτούτου, μεγάλο μέρος του οποίου είναι έργο του Τζάφφα.
Μολονότι το δοκίμιο «Πτήση 93» φαίνεται εκ πρώτης όψεως να σχεδιάζει την απαισιόδοξη εικόνα μιας Αμερικής που βιώνει υπαρξιακές αναταράξεις, τόσο οι βασικές του ιδέες όσο και το ύφος του ανατανακλούν την πεποίθηση του Τζάφφα ότι μερικές φορές, οι πολιτικοί φιλόσοφοι της χώρας πρέπει να παίζουν στην πολιτική ζωή έναν ρόλο κατάλληλο για καταστάσεις έκτακτης ανάγκης. «Μια κρίσιμη διαφορά μεταξύ των Στραουσιανών της Δυτικής και της Ανατολικής Ακτής», μου είπε ο Άντον, «είναι ότι εμείς στη Δύση πιστεύουμε ότι υπάρχει επείγουσα ανάγκη για πολιτική παρέμβαση». Ως μεταπτυχιακός φοιτητής του Τζάφφα και του Kέσλερ, ο Άντον έμαθε
να έχει «επίγνωση του ανώτερου επιπέδου που βρίσκεται πάνω από την πολιτική και παρέχει (ή πρέπει να παρέχει) τις βασικές αρχές στην πολιτική· αλλά και να παίρνει στα σοβαρά την επίμονη συμβουλή του Λέο Στράους να μην περιφρονεί την πολιτική».Με αυτή την έννοια, όχι μόνον το άρθρο του Άντον αλλά και η CRB στο σύνολό της, εκφράζουν την πεποίθηση ότι οι συντηρητικοί διανοούμενοι μπορούν να χαράξουν έναν δικό τους δρόμο ανάμεσα στην επιφυλακτικότητα προς την πολιτική των Στραουσιανών της Ανατολικής Ακτής και την αναποτελεσματική τσαπατσουλιά που επικρατεί στις [συντηρητικές] δεξαμενές σκέψης. Αυτό βοηθά να καταλάβουμε με κάποιο τρόπο, γιατί οι άνθρωποι του Claremont έδειξαν τόση προθυμία για να συμμετάσχουν τόσο άμεσα στα περσινά εκλογικά πράγματα. Ωστόσο, παραμένει ανεξήγητο πώς μια ομάδα τόσο πολύ αφιερωμένη στις αρχές του Αμερικανικού Συντάγματος μπόρεσε να υποστηρίξει με τόση πίστη ως Πρόεδρο τον συγγραφέα του βιβλίου The Art of the Deal.
Το Ινστιτούτο Claremont βρίσκεται στον πρώτο όροφο ενός άχρωμου κτιρίου γραφείων, δίπλα στο ιατρείο ενός ορθοπαιδικού. Μέσα, κουτιά από χαρτόνι και αυτοσχέδια διαχωριστικά του χώρου συνυπάρχουν με αταίριαστες επενδύσεις από ξύλο σκούρου χρώματος, με ένα περίτεχνο σπειροειδές κλιμακοστάσιο και έναν διώροφο πολυέλαιο που κρέμεται κάπως αστεία πάνω από το γραφείο υποδοχής. Οι τοίχοι καλύπτονται με πορτρέτα του Λίνκολν, του Ουάσινγκτον και με σκηνές από την Αμερικανική Επανάσταση, που λές και βρίσκονται εκεί για να παρέχουν εικαστική συνοδεία στον ερευνητικό σχολιασμό των συζητήσεων του Lincoln και του Douglas και της ίδρυσης των ΗΠΑ που γεμίζει τα ράφια στις βιβλιοθήκες του Ινστιτούτου, μεγάλο μέρος του οποίου είναι έργο του Τζάφφα.
Την επόμενη μέρα μετά το μάθημα του Kέσλερ, συναντήθηκα εκεί με τον αρχισυντάκτη John Kienker και τον βασικό συντάκτη William Voegeli, τα συναισθήματα των οποίων για τα φώτα της δημοσιότητας που είχε τραβήξει πάνω του το περιοδικό λόγω της σύνδεσής του με την προεδρία Τραμπ ήταν ανάμεικτα. Ο Kienker είπε ότι ήμουν ο τέταρτος δημοσιογράφος με τον οποίο μίλησε αυτές τις εβδομάδες και ότι άρθρα με θέμα το περιοδικό του Claremont θα δημοσιευτούν σύντομα στους The New York Times και στο Vanity Fair. Όμως και οι δύο εξέφρασαν κάποια επιφύλαξη για την τόσο στενή σύνδεση με τον απρόβλεπτο νέο Πρόεδρο.
[Ένα σοβαρό ερώτημα τίθεται στους «προοδευτικούς» (όχι μόνον των ΗΠΑ): Από που αντλεί η κυβερνητική εξουσία κύρος και νομιμοποίηση; Από τη συγκατάθεση των κυβερνωμένων ή από την εμπειρογνωμοσύνη των ειδημόνων;
Το θέμα αυτό σχετίζεται με πολύ ενδιαφέροντα τρόπο με μια διερεύνηση του σύγχρονου ερευνητικού πανεπιστημίου. Ο αμερικανικός προοδευτισμός, ισχυρίζεται ο Κέσλερ σε πολλά άρθρα καθώς και στο πιο πρόσφατο βιβλίο του: «I Am the Change: Barack Obama and the Future of Liberalism» (Broadside, 2012), στην πραγματικότητα εμφανίστηκε με τον Πρόεδρο Γούντρωου Ουίλσον (Woodrow Wilson), ο οποίος κυβέρνησε τη χώρα με μια νοοτροπία που είχε αποκτήσει ως πρόεδρος του πανεπιστημίου του Πρίνστον. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός, ότι τους πιό πολλούς προοδευτικούς που έφερε μαζί του στην κυβέρνηση ο Ουίλσον, τους πήρε σε μεγάλο βαθμό από την πρώτη γενιά Αμερικανών που είχαν διπλώματα διδακτορικών σπουδών. Το αποτέλεσμα ήταν η άνοδος και η κυριαρχία του «διαχειριστικού κράτους»· ο όρος αυτός, για τους Claremonsters παίζει περίπου τον ίδιο ρόλο που παίζει ο όρος «πολιτιστική βιομηχανία» στα βιβλία της Κριτικής Θεωρίας της Σχολής της Φρανκφούρτης. Για τον Kέσλερ και τους φίλους του, η μεγέθυνση αυτού του «τέταρτου κλάδου της εξουσίας» [δίπλα στον νομοθετικό, τον εκτελεστικό και τον δικαστικό] δεν είναι υπεύθυνη μόνον για μια ολόκληρη σειρά δαπανηρών και αναποτελεσματικών κοινωνικών προγραμμάτων αλλά επίσης για τη σταδιακή διάβρωση των δημοκρατικών κανόνων και την αντικατάσταση της σοφίας των ιδρυτών των ΗΠΑ (που αντλούσε απο τη φιλοσοφική παράδοση) με τις ρηχές βεβαιότητες «επιστημόνων» αναθρεμμένων μέσα στην πανεπιστημιακή εκπαίδευση (να σκεφτούμε τον Robert McNamara ή, μάλλον, τον Cass Sunstein).
Με άλλα λόγια, ένα από τα χαρακτηριστικά του Τραμπ που ενοχλούν περισσότερο τις φιλελεύθερες και τις συντηρητικές ελίτ (συμπεριλαμβανομένων ορισμένων Στραουσιανών της Ανατολικής Ακτής) - δηλαδή η απόλυτη περιφρόνησή του για τους ειδήμονες και τις πολιτικές συμβατικότητες - είναι αυτό που βρίσκουν πολύ ελπιδοφόρο στον Τραμπ οι Claremonsters, βλέποντά το από τη δική τους οπτική γωνία.
[Λες και δεν μας έφταναν οι «πολύ αριστεροί» μεταμοντέρνοι αποδομιστές, τώρα έχουμε και τους ακραίους δεξιούς ομολόγους τους]
Το να βλέπουμε ότι η απήχηση του Tραμπ στους ψηφοφόρους έχει σχέση με την εχθρότητα του προς τις διαχειριστικές ελίτ, προσφέρει μια ενδιαφέρουσα οπτική γωνία για να ερμηνεύσουμε τις εκρηκτικές συγκρούσεις του με τις κυβερνητικές γραφειοκρατίες στην αρχή του εκλογικού αγώνα. Οι σχολιαστές των μέσων ενημέρωσης τείνουν να θεωρούν αυτό ως απόδειξη της ανικανότητας της διοίκησης· όμως ο Kέσλερ και ο Voegeli, βλέποντας από την δική τους οπτική γωνία, δεν εκπλήττονται ούτε από το γεγονός ότι οι δημόσιοι υπάλληλοι και παράγοντες της διοίκησης που έχουν ανατραφεί μέσα στον φιλελεύθερο κόσμο του σύγχρονου ερευνητικού πανεπιστημίου απορρίπτουν την ατζέντα του Τραμπ, ούτε από το γεγονός ότι ο Tραμπ βλέπει πολλούς από αυτούς ως εχθρούς του. Όταν ο επικεφαλής σύμβουλος του Τραμπ, Στηβ Μπάνον (Stephen K. Bannon) είπε τον περασμένο μήνα στο συνέδριο της Συντηρητικής Πολιτικής Δράσης (CPAC) ότι ο Tραμπ σχεδιάζει την «αποδόμηση του διαχειριστικού κράτους», αυτό πρέπει να ακούστηκε σαν μελωδική μουσική στα αυτιά των Claremonsters. Επιστρέφοντας στην πίσω στην πανεπιστημιούπολη, την τελευταία ημέρα της παραμονής μου στο Claremont, ένα άλλο είδος αποδόμησης ήρθε στο μυαλό μου: Για τουλάχιστον δύο γενιές, αυτοί που, υποτίθεται, είχαν την έμμονη ιδέα να αποδομήσουν ένα σωρό πράγματα, ήταν αριστεροί καθηγητές. Αυτή είναι και η βάση όλων σχεδόν των συντηρητικών προειδοποιήσεων κατά του μεταμοντερνισμού. Όπως φαίνεται όμως, η τάση για αποδόμηση εξαπλώνεται τώρα ευρέως.
Σε μια στήλη που σχολίαζε την πρόσκληση στον Μίλο Γιαννόπουλο (Milo Yiannopoulos), το διαδικτυακό τρόλλ και πρώην υπεύθυνο της ακροδεξιάς ιστοσελίδας Breitbart, για να μιλήσει στο συνέδριο της Συντηρητικής Πολιτικής Δράσης - και στη συνέχεια την ανάκληση της πρόσκλησης, ο Ross Douthat υποστήριξε τον Φεβρουάριο στους The New York Times ότι ένας συντηρητισμός «σίγουρος γι' αυτό που υποστηρίζει και για το τι είδους κοινωνία θέλει να οικοδομήσει» δεν θα θεωρούσε ποτέ έναν προβοκάτορα όπως ο Μίλο ως σημαιοφόρο των ιδεών του. Από την άλλη πλευρά, για έναν συντηρητισμό που σε μεγάλο βαθμό συσπειρώνεται απλά και μόνον λόγω αντιπολιτευτικής νοοτροπίας,
[Κανένας άλλος Αμερικανός Πρόεδρος δεν έχει αυτο-τοποθετηθεί τόσο σαφώς όσο ο Τραμπ «πέραν του καλού και του κακού»]
Είναι η υποστήριξη του Τραμπ εκ μέρους των Claremonsters ένα ακόμη σημάδι της ανόδου μιας μεταμοντέρνας Δεξιάς; Όταν σχολιαστές ισχυρίζονται ότι ο νέος πρόεδρος προάγει μιαν εποχή «μετα-αλήθειας» («post-truth»), συνήθως εννοούν ότι αρνείται το κύρος και την εξουσία των ειδημόνων, δηλαδή ισχυρίζονται ακριβώς το ίδιο πράγμα που οι συγγραφείς της CRB εγκρίνουν ως [ελπιδοφόρο] πυρήνα της λαϊκιστικής έκκλησης του Τραμπ. Όμως, όταν ο Tραμπ δημοσιεύει στο tweeter ότι o προηγούμενος Πρόεδρος παρακολουθούσε τα τηλέφωνά του ή, απαντώντας σε ερώτηση σχετική με δολοφονίες με πολιτικά κίνητρα για τις οποίες θεωρείται υπεύθυνος ο Βλαντίμιρ Πούτιν, ισχυρίζεται ότι «έχουμε πολλούς δολοφόνους» και στις Ηνωμένες Πολιτείες, τότε αυτοαποκαλύπτεται, δείχνει πώς και ο ίδιος είναι μια «μετα-αλήθεια», με τρόπο που μάλλον είναι πολύ πιο δύσκολο να αντιμετωπίσουν με ένα αδιάφορο σήκωμα των ώμων οιδιανοούμενοι του Claremont. Στην πραγματικότητα, οι σχετικιστικοί, συμψηφιστικοί συλλογισμοί του Τραμπ σε τέτοια θέματα, είναι τέλεια κατασκευασμένοι για να υπονομεύουν την πίστη στις αιώνιες ηθικές αλήθειες, τις οποίες οι Claremonsters συνδέουν με την ίδρυση των ΗΠΑ: Ποτέ κανένας άλλος Αμερικανός Πρόεδρος δεν έχει αυτο-τοποθετηθεί τόσο σαφώς όσο ο Τραμπ, πέραν του καλού και του κακού.
[Ο Τραμπ παρέκαμψε ολόκληρο το μετά το 1990 συντηρητικό και Ρεπουμπλικανικό κατεστημένο. Επιστροφή σε έναν «παλιό καλό Ρεπουμπλικανισμό»;]
Ο κόσμος του Claremont και ειδικά ο Voegeli, αναγνωρίζουν ορισμένες πτυχές αυτού του προβλήματος· το επιχείρημα που επικαλούνται για να υπερασπιστούν τον Tραμπ είναι το εξής: Ο Τραμπ δύσκολα μπορεί να κάνει - ακούσια ή από λάθη - περισσότερο κακό στην Αμερική, σε σύγκριση με το κακό που θα της έκανε από πρόθεση η αρχι-προοδευτική Χίλαρυ Κλίντον. Επιμένουν επίσης ότι ο Τραμπ μπορεί να αποβεί κάτι καλύτερο από κατεδαφιστής. Στην καλύτερη περίπτωση, υποστηρίζουν, ο Tραμπ θα αναζωογονήσει τη σχέση μεταξύ της αμερικανικής κυβέρνησης και του λαού της, ίσως ακόμη και να ξανακάνει το κόμμα του μεγάλο, όπως ήταν παλιά. Στο δοκίμιό του για το χειμερινό τεύχος της CRB, ο Kέσλερ επεξηγεί γιατί και πώς το πολιτικό πρόγραμμα του Tραμπ αντικατοπτρίζει το πρόγραμμα που είχε το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα στην περίοδο μεταξύ του Εμφυλίου Πολέμου των ΗΠΑ και της Μεγάλης Οικονομικής Κρίσης του 1929: τότε, το κόμμα αυτό ευνοούσε τους προστατευμένους υψηλούς μισθούς, τις επενδύσεις στις υποδομές, την προσεκτική είσοδο μεταναστών και μια μή-επεμβατική εξωτερική πολιτική.
[Οι μεσότιτλοι προστέθηκαν στον ιστοχώρο Μετά την Κρίση. Ευχαριστούμε τους φίλους στο Verity Democracy για την επισήμανση αυτού του άρθρου, καθώς και της σύγκρουσης εντός του συντηρητικών διανοουμένων των ΗΠΑ μεταξύ «Στραουσιανών» της Δυτικής και της Ανατολικής Ακτής].
«Όταν όλοι περίμεναν ότι ο Τραμπ θα χάσει και θα νικήσει η Χίλαρι», είπε ο Voegeli, «αυτό σήμαινε ότι θα ο Τραμπ θα άφηνε πίσω κάποια κληρονομιά δικών του πολιτικών ιδεών· και τότε, το ηττημένο Ρεπουμπλικανικό Κόμμα θα προσπαθούσε να μαζέψει τα κομμάτια του και να αποφασίσει ποια μέρη αυτής της κληρονομιάς μπορούν να ενσωματωθούν στο συντηρητικό σώμα πολιτικών ιδεών. Τώρα πιά, το ζήτημα δεν είναι αυτό».Ο Voegeli είναι ο μόνος από όσους συνάντησα που δεν ήρθε στο περιοδικό από το Πανεπιστήμιο Claremont Graduate. Μου εξήγησε επίσης, πώς και για ποιό λόγο οι αποκαλούμενοι «Claremonsters», μπόρεσαν να υποστηρίξουν έναν υποψήφιο πρόεδρο που επέδειξε τόσό μεγάλη αντιπαλότητα προς συνταγματικές «λεπτομέρειες», όπως είναι ο διαχωρισμός των εξουσιών. Ο λόγος, είπε ο Voegeli, σχετίζεται με την κύρια συνεισφορά του Kέσλερ στο εγχείρημα Claremont, που είναι η εξαντλητική έρευνα των απαρχών του αμερικανικού προοδευτισμού, ο οποίος σήμερα έχει ηλικία ενός αιώνα.
[Ένα σοβαρό ερώτημα τίθεται στους «προοδευτικούς» (όχι μόνον των ΗΠΑ): Από που αντλεί η κυβερνητική εξουσία κύρος και νομιμοποίηση; Από τη συγκατάθεση των κυβερνωμένων ή από την εμπειρογνωμοσύνη των ειδημόνων;
Το θέμα αυτό σχετίζεται με πολύ ενδιαφέροντα τρόπο με μια διερεύνηση του σύγχρονου ερευνητικού πανεπιστημίου. Ο αμερικανικός προοδευτισμός, ισχυρίζεται ο Κέσλερ σε πολλά άρθρα καθώς και στο πιο πρόσφατο βιβλίο του: «I Am the Change: Barack Obama and the Future of Liberalism» (Broadside, 2012), στην πραγματικότητα εμφανίστηκε με τον Πρόεδρο Γούντρωου Ουίλσον (Woodrow Wilson), ο οποίος κυβέρνησε τη χώρα με μια νοοτροπία που είχε αποκτήσει ως πρόεδρος του πανεπιστημίου του Πρίνστον. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός, ότι τους πιό πολλούς προοδευτικούς που έφερε μαζί του στην κυβέρνηση ο Ουίλσον, τους πήρε σε μεγάλο βαθμό από την πρώτη γενιά Αμερικανών που είχαν διπλώματα διδακτορικών σπουδών. Το αποτέλεσμα ήταν η άνοδος και η κυριαρχία του «διαχειριστικού κράτους»· ο όρος αυτός, για τους Claremonsters παίζει περίπου τον ίδιο ρόλο που παίζει ο όρος «πολιτιστική βιομηχανία» στα βιβλία της Κριτικής Θεωρίας της Σχολής της Φρανκφούρτης. Για τον Kέσλερ και τους φίλους του, η μεγέθυνση αυτού του «τέταρτου κλάδου της εξουσίας» [δίπλα στον νομοθετικό, τον εκτελεστικό και τον δικαστικό] δεν είναι υπεύθυνη μόνον για μια ολόκληρη σειρά δαπανηρών και αναποτελεσματικών κοινωνικών προγραμμάτων αλλά επίσης για τη σταδιακή διάβρωση των δημοκρατικών κανόνων και την αντικατάσταση της σοφίας των ιδρυτών των ΗΠΑ (που αντλούσε απο τη φιλοσοφική παράδοση) με τις ρηχές βεβαιότητες «επιστημόνων» αναθρεμμένων μέσα στην πανεπιστημιακή εκπαίδευση (να σκεφτούμε τον Robert McNamara ή, μάλλον, τον Cass Sunstein).
Με άλλα λόγια, ένα από τα χαρακτηριστικά του Τραμπ που ενοχλούν περισσότερο τις φιλελεύθερες και τις συντηρητικές ελίτ (συμπεριλαμβανομένων ορισμένων Στραουσιανών της Ανατολικής Ακτής) - δηλαδή η απόλυτη περιφρόνησή του για τους ειδήμονες και τις πολιτικές συμβατικότητες - είναι αυτό που βρίσκουν πολύ ελπιδοφόρο στον Τραμπ οι Claremonsters, βλέποντά το από τη δική τους οπτική γωνία.
«Υπάρχει μια βασική σύγκρουση ανάμεσα στις αυτονόητες αλήθειες της Διακήρυξης της Ανεξαρτησίας των ΗΠΑ και στην κοσμοαντίληψη των προοδευτικών», λέει ο Voegeli. «Η άποψή μας είναι ότι οι κυβερνήσεις αντλούν τις νόμιμες εξουσίες και το κύρος τους από τη συγκατάθεση των κυβερνώντων, ενώ οι προοδευτικοί τείνουν να πιστεύουν ότι η κυβέρνηση αντλεί νόμιμες εξουσίες και κύρος από την εμπειρογνωμοσύνη των ειδημόνων».Ο Voegeli έχει την αίσθηση ότι ο Tραμπ άντλησε τη δύναμή του από τη συγκατάθεση των κυβερνώντων, ερχόμενος συχνά σε ανοιχτή αντίθεση με την εμπειρογνωμοσύνη των ειδημόνων, πράγμα που συνδέεται με αυτό που προηγουμένως μου είχε εγκωμιάσει ο Κέσλερ ως «την προθυμία του Τραμπ να αγωνίζεται και την ειλικρινή του διάθεση να αλλάξει τόσο το Δημοκρατικό όσο και το Ρεπουμπλικανικό κόμμα». Ή, όπως το έθεσε ο Άντον στο δοκίμια «Εκλογές - Πτήση 93»: Μόνον ένας «πολυλογάς και αθυρόστομος» («loudmouth») θα μπορούσε να αποστομώσει τη «δικομματική χούντα».
[Λες και δεν μας έφταναν οι «πολύ αριστεροί» μεταμοντέρνοι αποδομιστές, τώρα έχουμε και τους ακραίους δεξιούς ομολόγους τους]
Το να βλέπουμε ότι η απήχηση του Tραμπ στους ψηφοφόρους έχει σχέση με την εχθρότητα του προς τις διαχειριστικές ελίτ, προσφέρει μια ενδιαφέρουσα οπτική γωνία για να ερμηνεύσουμε τις εκρηκτικές συγκρούσεις του με τις κυβερνητικές γραφειοκρατίες στην αρχή του εκλογικού αγώνα. Οι σχολιαστές των μέσων ενημέρωσης τείνουν να θεωρούν αυτό ως απόδειξη της ανικανότητας της διοίκησης· όμως ο Kέσλερ και ο Voegeli, βλέποντας από την δική τους οπτική γωνία, δεν εκπλήττονται ούτε από το γεγονός ότι οι δημόσιοι υπάλληλοι και παράγοντες της διοίκησης που έχουν ανατραφεί μέσα στον φιλελεύθερο κόσμο του σύγχρονου ερευνητικού πανεπιστημίου απορρίπτουν την ατζέντα του Τραμπ, ούτε από το γεγονός ότι ο Tραμπ βλέπει πολλούς από αυτούς ως εχθρούς του. Όταν ο επικεφαλής σύμβουλος του Τραμπ, Στηβ Μπάνον (Stephen K. Bannon) είπε τον περασμένο μήνα στο συνέδριο της Συντηρητικής Πολιτικής Δράσης (CPAC) ότι ο Tραμπ σχεδιάζει την «αποδόμηση του διαχειριστικού κράτους», αυτό πρέπει να ακούστηκε σαν μελωδική μουσική στα αυτιά των Claremonsters. Επιστρέφοντας στην πίσω στην πανεπιστημιούπολη, την τελευταία ημέρα της παραμονής μου στο Claremont, ένα άλλο είδος αποδόμησης ήρθε στο μυαλό μου: Για τουλάχιστον δύο γενιές, αυτοί που, υποτίθεται, είχαν την έμμονη ιδέα να αποδομήσουν ένα σωρό πράγματα, ήταν αριστεροί καθηγητές. Αυτή είναι και η βάση όλων σχεδόν των συντηρητικών προειδοποιήσεων κατά του μεταμοντερνισμού. Όπως φαίνεται όμως, η τάση για αποδόμηση εξαπλώνεται τώρα ευρέως.
Σε μια στήλη που σχολίαζε την πρόσκληση στον Μίλο Γιαννόπουλο (Milo Yiannopoulos), το διαδικτυακό τρόλλ και πρώην υπεύθυνο της ακροδεξιάς ιστοσελίδας Breitbart, για να μιλήσει στο συνέδριο της Συντηρητικής Πολιτικής Δράσης - και στη συνέχεια την ανάκληση της πρόσκλησης, ο Ross Douthat υποστήριξε τον Φεβρουάριο στους The New York Times ότι ένας συντηρητισμός «σίγουρος γι' αυτό που υποστηρίζει και για το τι είδους κοινωνία θέλει να οικοδομήσει» δεν θα θεωρούσε ποτέ έναν προβοκάτορα όπως ο Μίλο ως σημαιοφόρο των ιδεών του. Από την άλλη πλευρά, για έναν συντηρητισμό που σε μεγάλο βαθμό συσπειρώνεται απλά και μόνον λόγω αντιπολιτευτικής νοοτροπίας,
«ούτε η συνέπεια ούτε η ευπρέπεια είναι πιά κοινά αποδεκτές αρετές· αντίθετα, ο τέτοιος συντηρητισμός δεν θεωρεί ελάττωμα και φαυλότητα την απρέπεια, αρκεί αυτή να τίθεται στην υπηρεσία της επίθεσης εναντίον του φιλελευθερισμού».Αυτή η κατακλείδα στο άρθρο του Douthat είναι ένα λογοπαίγνιο με μια διάσημη φράση που έγραψε ο Χάρι Τζάφφα για τον προεκλογικό αγώνα του Barry Goldwater το 1964: «Ο εξτρεμισμός, όταν υπερασπίζεται την ελευθερία, δεν είναι ελάττωμα». Σε μερικούς κύκλους ίσως πάντα θυμούνται τον Jaffa κυρίως για τις επιθέσεις του εναντίον Στραουσιανών συναδέλφων του· ωστόσο, τα καλύτερα γραπτά του είναι βαθιά ιδεαλιστικά, προτροπές πρός τους αναγνώστες να εκτιμήσουν το μεγαλείο του Συντάγματος των ΗΠΑ και Αμερικανών πολιτικών όπως ο Αβραάμ Λίνκολν και ο Μάρτιν Λούθερ Κινγκ, οι οποίοι κατάφεραν, χωρίς να υπονομεύσουν το κύρος του Συντάγματος, να αντιμετωπίσουν τις ατέλειές του. Εν τούτοις, ίσως φαίνεται ότι η κριτική του Douthat μπορεί να είχε ως στόχο όσους από τους οπαδούς του Τζάφφα υποστηρίζουν τον Τραμπ, έναν πολιτικό προβοκάτορα, ο οποίος, παρόμοια όπως ο Milo, καλεί τους πολίτες να προχωρήσουν μαζί του προς την βέβαιη καταστροφή.
[Κανένας άλλος Αμερικανός Πρόεδρος δεν έχει αυτο-τοποθετηθεί τόσο σαφώς όσο ο Τραμπ «πέραν του καλού και του κακού»]
Είναι η υποστήριξη του Τραμπ εκ μέρους των Claremonsters ένα ακόμη σημάδι της ανόδου μιας μεταμοντέρνας Δεξιάς; Όταν σχολιαστές ισχυρίζονται ότι ο νέος πρόεδρος προάγει μιαν εποχή «μετα-αλήθειας» («post-truth»), συνήθως εννοούν ότι αρνείται το κύρος και την εξουσία των ειδημόνων, δηλαδή ισχυρίζονται ακριβώς το ίδιο πράγμα που οι συγγραφείς της CRB εγκρίνουν ως [ελπιδοφόρο] πυρήνα της λαϊκιστικής έκκλησης του Τραμπ. Όμως, όταν ο Tραμπ δημοσιεύει στο tweeter ότι o προηγούμενος Πρόεδρος παρακολουθούσε τα τηλέφωνά του ή, απαντώντας σε ερώτηση σχετική με δολοφονίες με πολιτικά κίνητρα για τις οποίες θεωρείται υπεύθυνος ο Βλαντίμιρ Πούτιν, ισχυρίζεται ότι «έχουμε πολλούς δολοφόνους» και στις Ηνωμένες Πολιτείες, τότε αυτοαποκαλύπτεται, δείχνει πώς και ο ίδιος είναι μια «μετα-αλήθεια», με τρόπο που μάλλον είναι πολύ πιο δύσκολο να αντιμετωπίσουν με ένα αδιάφορο σήκωμα των ώμων οιδιανοούμενοι του Claremont. Στην πραγματικότητα, οι σχετικιστικοί, συμψηφιστικοί συλλογισμοί του Τραμπ σε τέτοια θέματα, είναι τέλεια κατασκευασμένοι για να υπονομεύουν την πίστη στις αιώνιες ηθικές αλήθειες, τις οποίες οι Claremonsters συνδέουν με την ίδρυση των ΗΠΑ: Ποτέ κανένας άλλος Αμερικανός Πρόεδρος δεν έχει αυτο-τοποθετηθεί τόσο σαφώς όσο ο Τραμπ, πέραν του καλού και του κακού.
[Ο Τραμπ παρέκαμψε ολόκληρο το μετά το 1990 συντηρητικό και Ρεπουμπλικανικό κατεστημένο. Επιστροφή σε έναν «παλιό καλό Ρεπουμπλικανισμό»;]
Ο κόσμος του Claremont και ειδικά ο Voegeli, αναγνωρίζουν ορισμένες πτυχές αυτού του προβλήματος· το επιχείρημα που επικαλούνται για να υπερασπιστούν τον Tραμπ είναι το εξής: Ο Τραμπ δύσκολα μπορεί να κάνει - ακούσια ή από λάθη - περισσότερο κακό στην Αμερική, σε σύγκριση με το κακό που θα της έκανε από πρόθεση η αρχι-προοδευτική Χίλαρυ Κλίντον. Επιμένουν επίσης ότι ο Τραμπ μπορεί να αποβεί κάτι καλύτερο από κατεδαφιστής. Στην καλύτερη περίπτωση, υποστηρίζουν, ο Tραμπ θα αναζωογονήσει τη σχέση μεταξύ της αμερικανικής κυβέρνησης και του λαού της, ίσως ακόμη και να ξανακάνει το κόμμα του μεγάλο, όπως ήταν παλιά. Στο δοκίμιό του για το χειμερινό τεύχος της CRB, ο Kέσλερ επεξηγεί γιατί και πώς το πολιτικό πρόγραμμα του Tραμπ αντικατοπτρίζει το πρόγραμμα που είχε το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα στην περίοδο μεταξύ του Εμφυλίου Πολέμου των ΗΠΑ και της Μεγάλης Οικονομικής Κρίσης του 1929: τότε, το κόμμα αυτό ευνοούσε τους προστατευμένους υψηλούς μισθούς, τις επενδύσεις στις υποδομές, την προσεκτική είσοδο μεταναστών και μια μή-επεμβατική εξωτερική πολιτική.
«Κατά παράδοξο τρόπο, ο Tραμπ έχει παρακάμψει ολόκληρο το μετα-Ψυχροπολεμικό συντηρητικό και Ρεπουμπλικανικό πολιτικό κατεστημένο, για να επιστρέψει πίσω, σε μια πολύ πιο επιτυχημένη πολιτική εκδοχή του Ρεπουμπλικανισμού», μου είπε ο Kέσλερ. «Δεν ισχυρίζομαι ότι ο Τραμπ προσπαθεί να το κάνει αυτό συνειδητά. Αυτό που τον οδήγησε στην επανασύνδεση με μια παράδοση που θεωρείται παρωχημένη εδώ και πολύ καιρό, είναι η δική του ανάγνωση της σημερινής κατάστασης».Ο Κέσλερ πρόσθεσε, ευγενικά: «Υπάρχουν μερικές εύλογες αιτίες που προκαλούν έκπληξη και θαυμασμό για τις ικανότητές του ως προέδρου».
[Οι μεσότιτλοι προστέθηκαν στον ιστοχώρο Μετά την Κρίση. Ευχαριστούμε τους φίλους στο Verity Democracy για την επισήμανση αυτού του άρθρου, καθώς και της σύγκρουσης εντός του συντηρητικών διανοουμένων των ΗΠΑ μεταξύ «Στραουσιανών» της Δυτικής και της Ανατολικής Ακτής].
Ο Jon Baskin είναι δημοσιογράφος από το Σικάγο, από τους ιδρυτές του περιοδικού The Point. Σπούδασε Αγγλική Φιλολογία και Ιστορία στο Πανεπιστήμιο Brown. Μεταπτυχιακό πολιτικής επιστήμης στο Πανεπιστήμιο του Σικάγο. Άλλα γνωστά περιοδικά και εφημερίδες στα οποία δημοσιεύει είναι: The Nation, Los Angeles Review of Books, The Nation, n+1, Inc Magazine, The Atlantic Monthly.
Peter Maass: Δεξιοτέχνες του λαϊκισμού ή παλαβοί για δέσιμο; Σκοτεινά γραπτά από το επιτελείο του Προέδρου Τραμπ
Διεπιστημονική προσέγγιση του πολιτικού φαινομένου Τραμπ, υπό το πρίσμα της ιστορίας, της λογοτεχνίας, της φιλοσοφίας, της πολιτικής επιστήμης και ψυχολογίας. Με τη συμμετοχή των Jeremy Adelman, Elizabeth Anderson, Jennifer Burns, Robert Greene II, Hans Hansell, Steven F. Hayward, Marc Hetherington, Philip Jenkins, Michael Kazin, Jill Lepore, Harvey Mansfield, Kevin Mattson, Dan McAdams, Wilfred M. McClay, Kim Phillips-Fein, Nancy Rosenblum, Michael Tesler, Alan Wolfe και άλλων.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου