Στην παραδειγματική περίπτωση της Γαλλίας, η επικράτηση (και) στις βουλευτικές εκλογές του υπό ίδρυση νέου κόμματος République En Marche ! του προέδρου Μακρόν, η περιθωριοποίηση των μεγάλων παραδοσιακών κομμάτων της Δεξιάς και της Αριστεράς (Ρεπουμπλικανών και Σοσιαλιστών), η βαρειά ήττα του ακροδεξιού Εθνικού Μετώπου, η φτωχή συγκομιδή του Μελανσόν και, κυρίως, το πρωτοφανές ποσοστό αποχής από τις εκλογές (της τάξης του 50 %), δείχνουν τάσεις που υπάρχουν στην Ευρώπη όλη: Αφενός τάσεις «αναδιάταξης του πολιτικού φάσματος» (για τις οποίες είχε μιλήσει ο Χάμπερμας συζητώντας με τον Μακρόν και με τον Γκάμπριελ στο Βερολίνο), αφετέρου τις αμφίπλευρες κινήσεις λήψης αποστάσεων μεταξύ του καθιερωμένου πολιτικού προσωπικού και μεγάλου μέρους της κοινωνίας - έως και «διακοπής επαφών» μεταξύ τους. Η δεύτερη τάση, στη μεν Γαλλία εκδηλώθηκε ως σιωπηλή αλλά εύγλωττη απόσυρση δεκάδων εκατομμυρίων πολιτών από την εκλογική διαδικασία, στη δε Βρετανία ως ευμετάβλητη ψήφος πολλών αλλά και ως κινητοποίηση των νεότερων (δηλαδή των πιό αδικημένων της «χαμένης τριακονταετίας»), που έστειλε τους Συντηρητικούς πρωτεργάτες της αντιευρωπαϊκής αποστασίας από τον εικαζόμενο θρίαμβο στην πραγματική ταπείνωση, ενώ αντίθετα έδωσε στους Εργατικούς του outsider και «παλαιομοδίτη» Τζέρεμι Κόρμπιν - τους ετοιμοθάνατους κατά τους σύγχρονους οιωνοσκόπους της πολιτικής, το καλύτερο εκλογικό ποσοστό μετά το 2001.
Οι πανευρωπαϊκές τάσεις είναι αδιαφανείς, ανασφαλείς και πολύ ανησυχητικές· διότι το τί ακριβώς εγκυμονούν είναι τόσο άγνωστο* όσο οι βουλές του Κυρίου. Η πρόκληση για τη δημοκρατία έρχεται και «μέσα από την κατεστημένη πολιτική τάξη και όχι μόνον από τους λαϊκιστές outsiders», μας έχει ήδη προειδοποιήσει διορατικά και απερίφραστα ο Ολλανδός πολιτικός επιστήμονας Κας Μούντε. Ο Χρίστος Αλεξόπουλος σε δύο σημειώματά του, γραμμένα πρίν τις βουλευτικές εκλογές στη Γαλλία, αποφεύγει τα στερεότυπα με τις οικείες ψευδαισθήσεις όσων θέλουν - ή θεωρούν αναπόφευκτο - να συνεχίσει η Ευρώπη την αδιέξοδη πεπατημένη (είναι πολλοί και πολύ ποικίλοι - και στην Ελλάδα) και μιλά για τα ουσιώδη και για το πιό κρίσιμο: Για το άν «θα μετασχηματιστεί η κοινωνία σε συλλογικό υποκείμενο ώστε να σταματήσει η παθητική αντιμετώπιση των συμβαινόντων» στην ΕΕ και στις χώρες-μέλη της.
Γ. Ρ.
1. Πολιτική αναξιοπιστία σε εθνικό και σε ευρωπαϊκό επίπεδο
Γι’ αυτό, οι πολίτες νιώθουν ότι οδηγούνται σε ένα αβέβαιο μέλλον, από ένα πολιτικό σύστημα το οποίο δεν μπορούν να εμπιστευθούν. Εκείνο που βιώνουν, είναι ότι η πραγματικότητα αναπτύσσει μια δυναμική που αγνοεί τις ανθρώπινες ανάγκες ενώ υπηρετεί μόνο την αναπαραγωγή ενός συστήματος, το οποίο διασφαλίζει την ευημερία ολιγομελών κοινωνικών ελίτ.
Ακόμη και η επιστημονική εξέλιξη και οι τεχνολογικές της εφαρμογές, σε συνδυασμό με την λογική της αύξησης της αποδοτικότητας στον εργασιακό τομέα, δεν αξιοποιούνται για την κάλυψη των ανθρώπινων αναγκών και για καλύτερη ποιότητα ζωής.
Αυτό κάνει τους πολίτες ευάλωτους στην χειραγώγηση, διότι τους ωθεί, δυστυχώς, στην αναζήτηση νοήματος και προοπτικής σε οραματικού τύπου επαγγελίες, που εξαντλούνται σε φαντασιώσεις για το μέλλον. Αρκεί να εμφανισθεί ένας «χαρισματικός ηγέτης», που είναι σε θέση να δημιουργήσει την αίσθηση ότι μπορεί να εκφράσει και να πραγματώσει την τάση ανατροπής τού αρνητικά αξιολογούμενου κατεστημένου πολιτικού συστήματος και να φέρει την ευημερία.
Ιδιαιτέρως στην Ελλάδα, αυτό συμβαίνει σχεδόν σε κάθε εκλογική διαδικασία. Η φαντασίωση ότι στην πολιτική ευδοκιμούν «Μεσσίες», οδηγεί σε επιλογές με καταστροφικές επιπτώσεις και τελικά διογκώνει την έλλειψη εμπιστοσύνης στην πολιτική, όταν παύει να εκπέμπει όνειρα σε σχέση με το μέλλον η πρακτική της κοινωνίας του θεάματος που διαπερνά το πολιτικό σύστημα, και εμφανίζονται τα απτά αποτελέσματα της «μεσσιανικής» οπτικής.
Με αυτόν τον τρόπο βέβαια, φθείρεται η προοπτική ευδοκίμησης μιας οραματικής πολιτικής ως αντίβαρου στον σύγχρονο πολιτικό πραγματισμό, ο οποίος αντιμετωπίζει τον πολίτη ως εργαλείο για την επίτευξη συστημικών στόχων.
Γι’ αυτό και στο επίπεδο της πολιτικής επικοινωνίας δεν αναπτύσσεται ουσιαστικός διάλογος μεταξύ του πολιτικού συστήματος και των δομών της κοινωνίας των πολιτών, ώστε να αναλύονται και να γίνονται αντικείμενο συζήτησης οι προγραμματικές προτάσεις των κομμάτων και οι επιπτώσεις τους σε βάθος χρόνου.
© Μεταρρύθμιση - Χρίστος Αλεξόπουλος: Συστημική αναξιοπιστία, 14/05/2017
Η Ευρωπαϊκή Ένωση, ως υπερεθνικό μόρφωμα, αλλά και τα κράτη-μέλη έχουν εισέλθει σε μια περίοδο ρευστότητας, η οποία γίνεται ορατή τόσο ως θεσμική αναξιοπιστία όσο και ως αποστασιοποίηση των πολιτών από τα συστημικά κόμματα και αμφισβήτηση των δυνατοτήτων τους να λειτουργήσουν με γνώμονα το κοινωνικό συμφέρον.
Το αποτέλεσμα των προεδρικών εκλογών στη Γαλλία και η αδυναμία των δύο συστημικών κομμάτων, συντηρητικού και σοσιαλιστικού, να εκπροσωπηθούν με τους υποψηφίους τους στον 2ο γύρο ο οποίος αναδεικνύει τον πρόεδρο, είναι πολύ χαρακτηριστικά.
Ο Εμμανουέλ Μακρόν και οι κτηνοτρόφοι - στον προεκλογικό αγώνα |
Γενικότερα όμως, στις ευρωπαϊκές κοινωνίες διαμορφώνεται η αίσθηση ότι το πολιτικό σύστημα λειτουργεί ως ελίτ και με πλήρη αποστασιοποίηση από την κοινωνική πραγματικότητα. Και αυτή η διαπίστωση δεν ισχύει μόνον μέσα στα εθνικά όρια των κρατών-μελών, αλλά αφορά και εγγίζει τους ευρωπαϊκούς θεσμούς επίσης.
Η ανάπτυξη του ευρωσκεπτικισμού δεν είναι τυχαίο φαινόμενο, ούτε και εξαφανίζεται με εκλογικά αποτελέσματα, όπως αυτό της Ολλανδίας ή με την μη εκλογή της Marine Le Pen στη Γαλλία. Αν δεν αντιμετωπισθούν οι γενεσιουργές αιτίες, η συρρίκνωση της εμπιστοσύνης στους ευρωπαϊκούς θεσμούς θα ακολουθεί ανοδική πορεία.
Το πρόβλημα δε, αποκτά ακόμη μεγαλύτερες διαστάσεις, διότι δεν συνειδητοποιείται από το πολιτικό σύστημα ότι η πραγματικότητα εξελίσσεται πολύ πιο γρήγορα από τις δυνατότητες του να συμπορευθεί, και, με την δομή και τα εργαλεία που διαθέτει τώρα, να σχεδιάσει σε βάθος χρόνου την πορεία με σημείο αναφοράς τον πολίτη και την ικανοποίηση των βασικών του αναγκών και όχι την αναπαραγωγή ενός συστήματος που οδηγεί στην διόγκωση των κοινωνικών ανισοτήτων και στην φτωχοποίηση των κοινωνιών.
Η κατάσταση στην Ελλάδα είναι πολύ χαρακτηριστική σε σχέση με την αδυναμία του πολιτικού συστήματος να ισορροπήσει τον σχεδιασμό του μέλλοντος με το κοινωνικό συμφέρον και ένα βιώσιμο μοντέλο κοινωνικής οργάνωσης. Γι’ αυτό, οι πολίτες νιώθουν ότι οδηγούνται σε ένα αβέβαιο μέλλον, από ένα πολιτικό σύστημα το οποίο δεν μπορούν να εμπιστευθούν. Εκείνο που βιώνουν, είναι ότι η πραγματικότητα αναπτύσσει μια δυναμική που αγνοεί τις ανθρώπινες ανάγκες ενώ υπηρετεί μόνο την αναπαραγωγή ενός συστήματος, το οποίο διασφαλίζει την ευημερία ολιγομελών κοινωνικών ελίτ.
Ακόμη και η επιστημονική εξέλιξη και οι τεχνολογικές της εφαρμογές, σε συνδυασμό με την λογική της αύξησης της αποδοτικότητας στον εργασιακό τομέα, δεν αξιοποιούνται για την κάλυψη των ανθρώπινων αναγκών και για καλύτερη ποιότητα ζωής.
Αυτό κάνει τους πολίτες ευάλωτους στην χειραγώγηση, διότι τους ωθεί, δυστυχώς, στην αναζήτηση νοήματος και προοπτικής σε οραματικού τύπου επαγγελίες, που εξαντλούνται σε φαντασιώσεις για το μέλλον. Αρκεί να εμφανισθεί ένας «χαρισματικός ηγέτης», που είναι σε θέση να δημιουργήσει την αίσθηση ότι μπορεί να εκφράσει και να πραγματώσει την τάση ανατροπής τού αρνητικά αξιολογούμενου κατεστημένου πολιτικού συστήματος και να φέρει την ευημερία.
Ιδιαιτέρως στην Ελλάδα, αυτό συμβαίνει σχεδόν σε κάθε εκλογική διαδικασία. Η φαντασίωση ότι στην πολιτική ευδοκιμούν «Μεσσίες», οδηγεί σε επιλογές με καταστροφικές επιπτώσεις και τελικά διογκώνει την έλλειψη εμπιστοσύνης στην πολιτική, όταν παύει να εκπέμπει όνειρα σε σχέση με το μέλλον η πρακτική της κοινωνίας του θεάματος που διαπερνά το πολιτικό σύστημα, και εμφανίζονται τα απτά αποτελέσματα της «μεσσιανικής» οπτικής.
Με αυτόν τον τρόπο βέβαια, φθείρεται η προοπτική ευδοκίμησης μιας οραματικής πολιτικής ως αντίβαρου στον σύγχρονο πολιτικό πραγματισμό, ο οποίος αντιμετωπίζει τον πολίτη ως εργαλείο για την επίτευξη συστημικών στόχων.
Γι’ αυτό και στο επίπεδο της πολιτικής επικοινωνίας δεν αναπτύσσεται ουσιαστικός διάλογος μεταξύ του πολιτικού συστήματος και των δομών της κοινωνίας των πολιτών, ώστε να αναλύονται και να γίνονται αντικείμενο συζήτησης οι προγραμματικές προτάσεις των κομμάτων και οι επιπτώσεις τους σε βάθος χρόνου.
Η επικοινωνία έχει την λογική της κοινωνίας του θεάματος και στοχεύει στην πρόκληση φαντασιώσεων στους πολίτες-καταναλωτές τους. Γι’ αυτό και ο εκφερόμενος πολιτικός λόγος περισσότερο κοινοποιεί προθέσεις και γενικές αρχές, με έντονο ιδεοληπτικό περιεχόμενο.
Η δημοκρατική λειτουργία αποκτά τυπικό χαρακτήρα με αυτά τα δεδομένα και περιορίζεται στην διαμόρφωση θετικού κοινωνικού κλίματος με στόχο την αποκόμιση εκλογικού οφέλους από τα κόμματα.
Αν αυτό συμβαίνει σε εθνικό επίπεδο, στην Ευρωπαϊκή Ένωση η κατάσταση είναι ακόμη χειρότερη. Δεν αναπτύσσεται ο κατάλληλος διάλογος για την δημιουργία ευρωπαίων πολιτών με ανάλογη συνείδηση, ενώ δεν ολοκληρώνεται το εγχείρημα με την πολιτική και οικονομική ενοποίηση.
Με αυτόν τον τρόπο όμως, οι πολίτες παραμένουν στο περιθώριο. Στην οριοθέτηση της ευρωπαϊκής πορείας προς το μέλλον συμμετέχουν οι πολιτικές ελίτ των διαφόρων θεσμικών οργάνων. Οι «ευρωπαίοι» απλά παρατηρούν παραμένοντας αμέτοχοι στις διαδικασίες καθορισμού της πορείας. Εξάλλου δεν υπάρχουν διαδικασίες ενημέρωσης τους. Ακόμη και στις ευρωεκλογές ψηφίζουν στηριζόμενοι σε εθνικά κριτήρια.
Γι’ αυτό αναπτύσσεται μια μορφή δεσποτισμού από πλευράς πολιτικού συστήματος σε ευρωπαϊκό επίπεδο, ενώ στα επιμέρους κράτη-μέλη κυριαρχεί η λογική του εθνικού συμφέροντος, ώστε το πολιτικό σύστημα να ελέγχει τις εξελίξεις και να διευκολύνεται στη νομή της εξουσίας. Τα εθνικά όρια, πολιτικά και επικοινωνιακά, είναι πιο εύκολα διαχειρίσιμα.
Μόνον που με αυτόν τον τρόπο ενισχύεται η ευδοκίμηση του ευρωσκεπτικισμού και υποσκάπτεται η ευρωπαϊκή προοπτική από τα ίδια τα συστημικά κόμματα.
Ο πολιτικός παραλογισμός φθάνει δε στο σημείο, οι εθνικές κυβερνήσεις να χρησιμοποιούν την Ευρωπαϊκή Ένωση ως «αποδιοπομπαίο τράγο» και να της χρεώνουν τις επιπτώσεις των δύσκολων πολιτικών αποφάσεων, που λαμβάνουν οι ίδιες.
Μετά, επιτίθενται στον εθνικιστικό λαϊκισμό, τον οποίο βέβαια προκαλούν και πριμοδοτούν, διότι η σχέση τους με τους πολίτες επικοινωνιακά στηρίζεται στον εντυπωσιασμό και στην πρόκληση ειδυλλιακών ονειρικών προσδοκιών σε σχέση με το μέλλον, οι οποίες διαψεύδονται μετά από ένα χρονικό διάστημα.
Είναι δε αξιοσημείωτο, ότι τα κόμματα και το πολιτικό προσωπικό θεωρούν πως η αποτυχία τους στις εκλογές λειτουργεί ως «καθαρτήριο» και χωρίς ουσιαστικές αλλαγές στη δομή και στον προσανατολισμό της ακολουθούμενης πολιτικής μπορούν να συνεχίσουν να διεκδικούν την ανάληψη διαχείρισης της κυβερνητικής εξουσίας.
Αρκεί να γίνουν μερικές αλλαγές σε πρόσωπα και η επίτευξη πλειοψηφίας στη Βουλή είναι εφικτή.
Μόνον που η συνεχής επανάληψη αυτού του φαινομένου οδηγεί τα συστημικά κόμματα στη φθορά και η εμφάνιση ενός εθνικιστικού πολιτικού μορφώματος βρίσκει πρόσφορο έδαφος στα «φτωχοποιημένα» λαϊκά στρώματα, ακόμη και αν ο λόγος του έχει εξιδανικευτικά χαρακτηριστικά, χωρίς ουσιαστικό περιεχόμενο για την πορεία του «έθνους».
Στην κοινωνία αναπτύσσεται μια «τιμωρητική» λογική, η οποία όμως δεν συμβάλλει στην διαμόρφωση θετικών δεδομένων για την αντιμετώπιση των προβλημάτων και των παθογενειών της. Συμπληρωματικά δε, η πολυπλοκότητα της σύγχρονης παγκοσμιοποιημένης πραγματικότητας και η μεγάλη ταχύτητα με την οποία εξελίσσεται, δεν της αφήνουν περιθώρια να κάνει επιλογές βασισμένες στη γνώση των δεδομένων που συνθέτουν το γίγνεσθαι σε εθνικό, ευρωπαϊκό και παγκόσμιο επίπεδο.
Το πολιτικό σύστημα, με τα σημερινά ποιοτικά χαρακτηριστικά, δεν έχει προοπτική. Είναι εμφανές ότι οι συνθήκες που κυριαρχούν σε «δημοκρατικές» χώρες είναι πολιτικά πολύ ρευστές και επιβάλλουν την πραγματοποίηση βαθιών τομών και αλλαγών στην πολιτική λειτουργία, ώστε να αποκατασταθεί η εμπιστοσύνη των πολιτών σε κόμματα και πρόσωπα.
Το θέμα είναι, εάν η εμπιστοσύνη θα είναι αποτέλεσμα της ποιοτικής πολιτικής διαφοροποίησης ή της επικοινωνιακής αξιοποίησης των δυνατοτήτων της ψηφιακής τεχνολογίας. Η πρώτη εκδοχή θα στηριχθεί στο βάθεμα της δημοκρατικής λειτουργίας. Η δεύτερη στην μετατροπή του πολίτη σε «ενεργούμενο».
Τόσο η σύνθεση της νέας κυβέρνησης όσο και η οργάνωση του νέου πολιτικού σχηματισμού δείχνουν ότι καταβάλλεται προσπάθεια να δημιουργηθεί η αίσθηση της υπέρβασης κατεστημένων πολιτικών νοοτροπιών, με την αξιοποίηση επικοινωνιακού τύπου εργαλείων.
Η διαμόρφωση, για παράδειγμα, ενός κυβερνητικού μίγματος χωρίς να προηγηθεί συστηματικός διάλογος μεταξύ προσώπων με διαφορετικές πολιτικές αφετηρίες (από τον συντηρητικό μέχρι τον σοσιαλιστικό χώρο) που θα προσδώσει ταυτότητα στην νέα κυβέρνηση, δεν δημιουργεί τις προϋποθέσεις για διαφορετική πολιτική λειτουργία.
Εκτός και αν θεωρηθεί ότι το πρόσωπο του προέδρου Emmanuel Macron ενσαρκώνει την σύγχρονη οπτική προσέγγισης και διαμόρφωσης της νέας πραγματικότητας που έχει ανάγκη τόσο η Γαλλία όσο και η Ευρώπη. Μόνον που σε αυτή την περίπτωση, το πολιτικό αποτέλεσμα είναι προϊόν ανασύνθεσης μιας πολιτικής πρότασης από το καταρρέον πολιτικό σύστημα του διπολισμού, η οποία στοχεύει στην διαμόρφωση πιο ανθεκτικών ισορροπιών στο υπάρχον μοντέλο κοινωνικής οργάνωσης. Η κοινωνική και πολιτική προέλευση των στελεχών που πλαισιώνουν τον Μακρόν, το πιστοποιούν με τον καλύτερο τρόπο.
Ο προσανατολισμός του Macron στην αξιοποίηση και του χώρου της κοινωνίας πολιτών για την οικοδόμηση του πολιτικού σχηματισμού που θα εκφράσει την νέα πολιτική πρόταση, από το ένα μέρος προσδίδει θεωρητικά κινηματικό χαρακτήρα στην προσπάθεια του Γάλλου Προέδρου και από το άλλο δείχνει την προσπάθεια αποκατάστασης κοινωνικής αναφοράς σε μια κυβερνητική πρόταση, η οποία δεν έχει ακόμη ουσιαστικό περιεχόμενο με συγκεκριμένο και μακροπρόθεσμο σχεδιασμό για την πορεία προς το μέλλον. Αποδέκτης της πρόσκλησης του είναι η οικονομική και κοινωνική ελίτ, η οποία αντιστοιχεί στο 1 % της κοινωνίας πολιτών.
Το «πείραμα» Macron βρίσκεται στην αρχική του φάση. Τα αδιέξοδα του γαλλικού πολιτικού διπολισμού οδήγησαν στην υψηλή αποδοχή του κόμματος La Republique en Marche! στην γαλλική κοινωνία, όπως φαίνεται από τα ευρήματα δημοσκόπησης, την οποία είχε πραγματοποιήσει [πριν τις βουλευτικές εκλογές] η εταιρεία OpinionWay/ORPI για λογαριασμό της εφημερίδας Les Echos και του ραδιοφωνικού σταθμού Radio Classique.
Σύμφωνα με την έρευνα το νέο κόμμα του Macron προηγείτο με 27%, ενώ ακολουθούσαν οι Ρεπουμπλικάνοι και το ακροδεξιό Front National της Marine Le Pen με 20% και με χαμηλότερα ποσοστά τα υπόλοιπα κόμματα
Ο Χρίστος Αλεξόπουλος είναι ερευνητής κοινωνιολόγος
Αρθρογραφία του στη Μεταρρύθμιση
Εμμανουέλ Μακρόν και Ζαν-Λυκ Μελανσόν
Ποιό το πραγματικό πρόβλημα της Γαλλίας; Η τύχη του νέου Γάλλου Προέδρου θα κριθεί στην ευρωπαϊκή αρένα
Βόλφγκανγκ Μύνχάου: Ο Μακρόν αντιμέτωπος με το πρόβλημα της Ευρώπης
Γιούργκεν Χάμπερμας, για τις εκλογές στη Γαλλία: Ανησυχία, σήμα κινδύνου και η αναπόφευκτη αναδιάταξη των δυνάμεων
Η δημοκρατική λειτουργία αποκτά τυπικό χαρακτήρα με αυτά τα δεδομένα και περιορίζεται στην διαμόρφωση θετικού κοινωνικού κλίματος με στόχο την αποκόμιση εκλογικού οφέλους από τα κόμματα.
Αν αυτό συμβαίνει σε εθνικό επίπεδο, στην Ευρωπαϊκή Ένωση η κατάσταση είναι ακόμη χειρότερη. Δεν αναπτύσσεται ο κατάλληλος διάλογος για την δημιουργία ευρωπαίων πολιτών με ανάλογη συνείδηση, ενώ δεν ολοκληρώνεται το εγχείρημα με την πολιτική και οικονομική ενοποίηση.
Με αυτόν τον τρόπο όμως, οι πολίτες παραμένουν στο περιθώριο. Στην οριοθέτηση της ευρωπαϊκής πορείας προς το μέλλον συμμετέχουν οι πολιτικές ελίτ των διαφόρων θεσμικών οργάνων. Οι «ευρωπαίοι» απλά παρατηρούν παραμένοντας αμέτοχοι στις διαδικασίες καθορισμού της πορείας. Εξάλλου δεν υπάρχουν διαδικασίες ενημέρωσης τους. Ακόμη και στις ευρωεκλογές ψηφίζουν στηριζόμενοι σε εθνικά κριτήρια.
Γι’ αυτό αναπτύσσεται μια μορφή δεσποτισμού από πλευράς πολιτικού συστήματος σε ευρωπαϊκό επίπεδο, ενώ στα επιμέρους κράτη-μέλη κυριαρχεί η λογική του εθνικού συμφέροντος, ώστε το πολιτικό σύστημα να ελέγχει τις εξελίξεις και να διευκολύνεται στη νομή της εξουσίας. Τα εθνικά όρια, πολιτικά και επικοινωνιακά, είναι πιο εύκολα διαχειρίσιμα.
Μόνον που με αυτόν τον τρόπο ενισχύεται η ευδοκίμηση του ευρωσκεπτικισμού και υποσκάπτεται η ευρωπαϊκή προοπτική από τα ίδια τα συστημικά κόμματα.
Ο πολιτικός παραλογισμός φθάνει δε στο σημείο, οι εθνικές κυβερνήσεις να χρησιμοποιούν την Ευρωπαϊκή Ένωση ως «αποδιοπομπαίο τράγο» και να της χρεώνουν τις επιπτώσεις των δύσκολων πολιτικών αποφάσεων, που λαμβάνουν οι ίδιες.
Μετά, επιτίθενται στον εθνικιστικό λαϊκισμό, τον οποίο βέβαια προκαλούν και πριμοδοτούν, διότι η σχέση τους με τους πολίτες επικοινωνιακά στηρίζεται στον εντυπωσιασμό και στην πρόκληση ειδυλλιακών ονειρικών προσδοκιών σε σχέση με το μέλλον, οι οποίες διαψεύδονται μετά από ένα χρονικό διάστημα.
Είναι δε αξιοσημείωτο, ότι τα κόμματα και το πολιτικό προσωπικό θεωρούν πως η αποτυχία τους στις εκλογές λειτουργεί ως «καθαρτήριο» και χωρίς ουσιαστικές αλλαγές στη δομή και στον προσανατολισμό της ακολουθούμενης πολιτικής μπορούν να συνεχίσουν να διεκδικούν την ανάληψη διαχείρισης της κυβερνητικής εξουσίας.
Αρκεί να γίνουν μερικές αλλαγές σε πρόσωπα και η επίτευξη πλειοψηφίας στη Βουλή είναι εφικτή.
© Tetsumi Kudo: O Ανατολικός και ο Δυτικός Άξονας |
Στην κοινωνία αναπτύσσεται μια «τιμωρητική» λογική, η οποία όμως δεν συμβάλλει στην διαμόρφωση θετικών δεδομένων για την αντιμετώπιση των προβλημάτων και των παθογενειών της. Συμπληρωματικά δε, η πολυπλοκότητα της σύγχρονης παγκοσμιοποιημένης πραγματικότητας και η μεγάλη ταχύτητα με την οποία εξελίσσεται, δεν της αφήνουν περιθώρια να κάνει επιλογές βασισμένες στη γνώση των δεδομένων που συνθέτουν το γίγνεσθαι σε εθνικό, ευρωπαϊκό και παγκόσμιο επίπεδο.
Το πολιτικό σύστημα, με τα σημερινά ποιοτικά χαρακτηριστικά, δεν έχει προοπτική. Είναι εμφανές ότι οι συνθήκες που κυριαρχούν σε «δημοκρατικές» χώρες είναι πολιτικά πολύ ρευστές και επιβάλλουν την πραγματοποίηση βαθιών τομών και αλλαγών στην πολιτική λειτουργία, ώστε να αποκατασταθεί η εμπιστοσύνη των πολιτών σε κόμματα και πρόσωπα.
Το θέμα είναι, εάν η εμπιστοσύνη θα είναι αποτέλεσμα της ποιοτικής πολιτικής διαφοροποίησης ή της επικοινωνιακής αξιοποίησης των δυνατοτήτων της ψηφιακής τεχνολογίας. Η πρώτη εκδοχή θα στηριχθεί στο βάθεμα της δημοκρατικής λειτουργίας. Η δεύτερη στην μετατροπή του πολίτη σε «ενεργούμενο».
Ο Εμμανουέλ Μακρόν στον προεκλογικό αγώνα (βουλ. εκλογές 2017) |
2. Ευρωπαϊκά διλήμματα, ανεπαρκές πολιτικό προσωπικό, αδράνεια της κοινωνίας πολιτών
Η περίπτωση της Γαλλίας του Μακρόν
© Μεταρρύθμιση - Χρίστος Αλεξόπουλος: Ευρωπαϊκά διλήμματα, 28.05.2017
Η
εκλογή του Emmanuel Macron στη θέση του προέδρου της Γαλλικής
Δημοκρατίας και οι απόψεις του σε σχέση με την Ευρώπη αλλά και την
πολιτική λειτουργία, θέτουν δύο σημαντικά διλήμματα για την προοπτική του
ευρωπαϊκού εγχειρήματος.
Το
πρώτο δίλημμα σχετίζεται με το δίπολο συστημική πολιτική λειτουργία ή
κινηματική υπέρβαση. Το δεύτερο εκφράζεται με την προοπτική της Ευρώπης
σε αντιδιαστολή με τον εθνικισμό. Και τα δύο μαζί θα αποτελέσουν σημεία
αναφοράς για την δυναμική που θα αναπτυχθεί σε μια κρίσιμη περίοδο, τόσο
για αρκετά κράτη-μέλη όσο και για την Ε.Ε. ως υπερεθνικό μόρφωμα.
Από
τα μηνύματα που εκπέμπονται από τις μέχρι τώρα επιλογές του Γάλλου
προέδρου σε σχέση με την πολιτική λειτουργία στο επίπεδο της κομματικής
οργάνωσης και της συγκρότησης εθνικής κυβέρνησης, δεν διαφαίνεται η
ύπαρξη βούλησης και σχεδίου για τη μετάβαση σε ένα μοντέλο κοινωνικής
οργάνωσης, το οποίο θα διαμορφώνει τις προϋποθέσεις για ριζικές αλλαγές
και ανατροπές. Τόσο η σύνθεση της νέας κυβέρνησης όσο και η οργάνωση του νέου πολιτικού σχηματισμού δείχνουν ότι καταβάλλεται προσπάθεια να δημιουργηθεί η αίσθηση της υπέρβασης κατεστημένων πολιτικών νοοτροπιών, με την αξιοποίηση επικοινωνιακού τύπου εργαλείων.
Η διαμόρφωση, για παράδειγμα, ενός κυβερνητικού μίγματος χωρίς να προηγηθεί συστηματικός διάλογος μεταξύ προσώπων με διαφορετικές πολιτικές αφετηρίες (από τον συντηρητικό μέχρι τον σοσιαλιστικό χώρο) που θα προσδώσει ταυτότητα στην νέα κυβέρνηση, δεν δημιουργεί τις προϋποθέσεις για διαφορετική πολιτική λειτουργία.
Εκτός και αν θεωρηθεί ότι το πρόσωπο του προέδρου Emmanuel Macron ενσαρκώνει την σύγχρονη οπτική προσέγγισης και διαμόρφωσης της νέας πραγματικότητας που έχει ανάγκη τόσο η Γαλλία όσο και η Ευρώπη. Μόνον που σε αυτή την περίπτωση, το πολιτικό αποτέλεσμα είναι προϊόν ανασύνθεσης μιας πολιτικής πρότασης από το καταρρέον πολιτικό σύστημα του διπολισμού, η οποία στοχεύει στην διαμόρφωση πιο ανθεκτικών ισορροπιών στο υπάρχον μοντέλο κοινωνικής οργάνωσης. Η κοινωνική και πολιτική προέλευση των στελεχών που πλαισιώνουν τον Μακρόν, το πιστοποιούν με τον καλύτερο τρόπο.
Ο προσανατολισμός του Macron στην αξιοποίηση και του χώρου της κοινωνίας πολιτών για την οικοδόμηση του πολιτικού σχηματισμού που θα εκφράσει την νέα πολιτική πρόταση, από το ένα μέρος προσδίδει θεωρητικά κινηματικό χαρακτήρα στην προσπάθεια του Γάλλου Προέδρου και από το άλλο δείχνει την προσπάθεια αποκατάστασης κοινωνικής αναφοράς σε μια κυβερνητική πρόταση, η οποία δεν έχει ακόμη ουσιαστικό περιεχόμενο με συγκεκριμένο και μακροπρόθεσμο σχεδιασμό για την πορεία προς το μέλλον. Αποδέκτης της πρόσκλησης του είναι η οικονομική και κοινωνική ελίτ, η οποία αντιστοιχεί στο 1 % της κοινωνίας πολιτών.
Το «πείραμα» Macron βρίσκεται στην αρχική του φάση. Τα αδιέξοδα του γαλλικού πολιτικού διπολισμού οδήγησαν στην υψηλή αποδοχή του κόμματος La Republique en Marche! στην γαλλική κοινωνία, όπως φαίνεται από τα ευρήματα δημοσκόπησης, την οποία είχε πραγματοποιήσει [πριν τις βουλευτικές εκλογές] η εταιρεία OpinionWay/ORPI για λογαριασμό της εφημερίδας Les Echos και του ραδιοφωνικού σταθμού Radio Classique.
Σύμφωνα με την έρευνα το νέο κόμμα του Macron προηγείτο με 27%, ενώ ακολουθούσαν οι Ρεπουμπλικάνοι και το ακροδεξιό Front National της Marine Le Pen με 20% και με χαμηλότερα ποσοστά τα υπόλοιπα κόμματα
[με την εξαίρεση του ποσοστού του Front National που κινήθηκε αρκετά χαμηλότερα, η έρευνα αυτή επιβεβαιώθηκε στις βουλευτικές εκλογές, που έδωσαν: La République En Marche ! 28,21 % + Mouvement démocrate 4,11 % (η προεδρική πλειοψηφία), Κοινοβουλευτική Δεξιά αντιπολίτευση (Ρεπουμπλικάνοι και σύμμαχοι) 21,56 %, Front National και σύμμαχοι 13,20 %, La France insoumise (Mélenchon) και σύμμαχοι 11,02 %, Κοινοβουλευτική Αριστερά (Σοσιαλιστικό Κόμμα και σύμμαχοι) 9,51 %, Πράσινοι και σύμμαχοι (Europe Écologie - Les Verts) 4,3 %, Κομμουνιστικό Κόμμα Γαλλίας και σύμμαχοι 2,72 %]
Μ' αυτά τα δεδομένα, η πολιτική αντιπαράθεση στο πλαίσιο των βουλευτικών εκλογών έγινε από τον νέο πολιτικό σχηματισμό σε επίπεδο γενικών αρχών και κατευθύνσεων με έντονα επικοινωνιακά χαρακτηριστικά. Ουσιαστικά αναδύεται μια νέα πολιτική ελίτ, η οποία έχει κοινή αναφορά στην λογική του εκσυγχρονισμού και της πραγματοποίησης των απαραίτητων μεταρρυθμίσεων για την προώθηση της λειτουργικότητας των κοινωνικών συστημάτων και την διασφάλιση της βιωσιμότητας των υπαρκτών ισορροπιών της κοινωνικής δυναμικής.
Σ'
αυτό το πλαίσιο, βασική επιδίωξη είναι η δημιουργία της αίσθησης στους
πολίτες, ότι το πολιτικό σύστημα ανανεώνεται με την παρουσία του
κόμματος La Republique en Marche!
Σε
σχέση με την Ευρωπαϊκή Ένωση, κατά την γνώμη του Emmanuel Macron η ζώνη του ευρώ πρέπει να έχει τον δικό της προϋπολογισμό με την συμβολή όλων
των κρατών-μελών της, ανάλογα με τις οικονομικές τους δυνατότητες, ώστε
να είναι εφικτή η χρηματοδότηση επενδύσεων και η αντιμετώπιση της
κρίσης. Την ευθύνη της διαχείρισης αυτού του προϋπολογισμού θα έχει ο
υπουργός οικονομικών της Ευρωζώνης.
Στο
μέτρο που αυτή η πρόταση εξαντλείται στον ορισμό ενος υπουργού οικονομικών
μόνον, δεν προσφέρει απολύτως τίποτε σε σχέση με την ολοκλήρωση και την
προοπτική του ευρωπαϊκού εγχειρήματος.
Αυτομάτως
τίθενται ερωτήματα ως προς το όργανο αναφοράς και λογοδοσίας του
υπουργού, από την στιγμή που η σημερινή θεσμική μορφή της Ε.Ε. δεν
ανταποκρίνεται σε ένα δημοκρατικό μοντέλο που να εκφράζει το
ευρωπαϊκό κοινωνικό συμφέρον, αλλά υπηρετεί το [κατακερματισμένο] «εθνικό συμφέρον», όπως
αυτό εκφράζεται στα διάφορα όργανα (σύνοδος κορυφής, Eurogroup κ.λ.π.).
Σ' αυτά τα όργανα κυριαρχούν οι κυβερνήσεις των ισχυρών χωρών, ενώ δεν εκφράζεται η
ευρωπαϊκή κοινωνική πλειοψηφία στο πλαίσιο της λειτουργίας τους.
Δεν
είναι τυχαίο που το Ευρωκοινοβούλιο στερείται ουσιαστικών
αρμοδιοτήτων, ενώ δεν αποκτά προοπτική η δημιουργία πραγματικά
ευρωπαϊκών κομμάτων, ώστε να διαμορφώνονται σταδιακά οι προϋποθέσεις για
την πολιτική ενοποίηση. Αντ’ αυτού προωθείται η πρόταση για την
δημιουργία της Ευρώπης των πολλών ταχυτήτων.
Μια
σε βάθος προσέγγιση των εξελίξεων στη Γαλλία και των επιπτώσεων τους
γενικότερα στον ευρωπαϊκό χώρο - και όχι μόνον στη Γαλλία - δείχνει, ότι η
πολιτική λειτουργία με τα σημερινά χαρακτηριστικά εξαντλείται σε
τακτικισμούς του συστήματος, χωρίς να δίδεται απάντηση στα διλήμματα
που ταλαιπωρούν την γηραιά ήπειρο.
Γι’
αυτό ο εθνικισμός και ο λαϊκισμός παραμένουν ισχυρές παράμετροι της
πολιτικής πραγματικότητας τόσο σε εθνικό όσο και σε ευρωπαϊκό επίπεδο
και τροφοδοτούν τον ευρωσκεπτικισμό και την έλλειψη της αναγκαίας
ευρωπαϊκής αλληλεγγύης, ώστε να επιλύονται με συλλογική ευθύνη τα
προβλήματα των επιμέρους ευρωπαϊκών κοινωνιών.
Δυστυχώς
η ευρωπαϊκή πολιτική και το ευρωπαϊκό πολιτικό σύστημα είναι κατώτερα
των περιστάσεων και δεν συμβάλλουν στην πραγμάτωση του ευρωπαϊκού
οράματος.
Εάν
μάλιστα συνεχισθεί αυτή η στάση από εκείνα τα κόμματα που, υποτίθεται,
έχουν ευρωπαϊκό προσανατολισμό, σύντομα θα αρχίσει η σταδιακή αποσύνθεση
του οικοδομήματος.
Ο
χρόνος «τρέχει» με μεγάλη ταχύτητα και τα δεδομένα της πραγματικότητας
συνεχώς αλλάζουν. Όσο καθυστερεί η ολοκλήρωση του ευρωπαϊκού
εγχειρήματος, τόσο θα αυξάνονται οι δυσκολίες, διότι ο πολιτικός
σχεδιασμός θα γίνεται πιο πολύπλοκος και οι πολίτες πιο δύσπιστοι ως
προς την λειτουργικότητα του ευρωπαϊκού προσανατολισμού.
Η
ευθύνη του πολιτικού συστήματος είναι πολύ μεγάλη. Πρέπει όμως να
επισημανθεί, ότι και η κοινωνία πολιτών δεν θα είναι άμοιρη ευθυνών, εάν
δεν ενεργοποιηθεί για την ανάπτυξη ουσιαστικού διαλόγου στην κοινωνική
βάση με στόχο την ενημέρωση των πολιτών και τον μετασχηματισμό της
κοινωνίας σε συλλογικό υποκείμενο, ώστε να σταματήσει η παθητική
αντιμετώπιση της δυναμικής της εξέλιξης και να αποκατασταθεί μια
ουσιαστική σχέση με το πολιτικό σύστημα.
Η ανάπτυξη κινηματικής δυναμικής από την κοινωνία πολιτών θα σηματοδοτήσει την ουσιαστική ευρωπαϊκή επανεκκίνηση. Ειδάλλως τα διλήμματα θα συνεχίσουν να μένουν αναπάντητα και η Ευρωπαϊκή Ένωση σε επικίνδυνη στασιμότητα.
Ο Χρίστος Αλεξόπουλος είναι ερευνητής κοινωνιολόγος
Αρθρογραφία του στη Μεταρρύθμιση
Άρθρα του Χρίστου Αλεξόπουλου στον ιστοχώρο Μετά την Κρίση:
Εμμανουέλ Μακρόν και Ζαν-Λυκ Μελανσόν
Ποιό το πραγματικό πρόβλημα της Γαλλίας; Η τύχη του νέου Γάλλου Προέδρου θα κριθεί στην ευρωπαϊκή αρένα
Βόλφγκανγκ Μύνχάου: Ο Μακρόν αντιμέτωπος με το πρόβλημα της Ευρώπης
Μιά βραδιά στο Βερολίνο. Με τον Γκάμπριελ, με τον Μακρόν και με τον Χάμπερμας
Γιούργκεν Χάμπερμας: Ποιό το μέλλον της Ευρώπης; Γιατί δεν προχωρά η αναγκαία συνεργασία;
Γιούργκεν Χάμπερμας: Ποιό το μέλλον της Ευρώπης; Γιατί δεν προχωρά η αναγκαία συνεργασία;
Ετιέν Μπαλιμπάρ: Τι λογής δημοκρατική Ευρώπη; Απάντηση στον Γιούργκεν Χάμπερμας
Ετιέν Μπαλιμπάρ: «Ευρώπη, κρίση και τέλος;» Μια συνέντευξη με τον επιμελητή της ελληνικής έκδοσης Μιχάλη Μπαρτσίδη
Κας Μούντε: Βλέπουμε το φαινόμενο (λαϊκισμός), χάνουμε την ουσία του (ακραία Δεξιά). Και αυτό κοστίζει
Γιάννης
Βούλγαρης: Αβέβαιη αντεπίθεση - νέα πραγματικότητα στις ευρωπαϊκές κοινωνίες + Mια υπενθύμιση: το έργο του Νίκου Πουλαντζά
Παλιά και νέα διακινδύνευση της δημοκρατίας και ο ρόλος των πολιτών
* Βλ. και το εισαγωγικό κείμενο (του Γ. Ρ.) στο άρθρο του Δημήτρη Ψυχογιού Φταίνε οι πολίτες ή οι πολιτικοί; με την αναφορά στην περίφημη συνέντευξή του Χανς Μάγκνους Έντσενσμπέργκερ στο περιοδικό Spiegel το 1987, στην οποία μας είχε επισημάνει το αυτονόητο: «Η κοινωνία δεν είναι κοπάδι προβάτων»:
«Προς τα πού κινείται αυτό το Όλον, αυτό το μεγάλο, πλαδαρό, ευαίσθητο τέρας που ονομάζουμε κοινωνία, με τον εγκέφαλό του, τον διακλαδωμένο προς όλες τις κατευθύνσεις; Είναι παράδοξο, αλλά στο ερώτημα αυτό δεν υπάρχουν λογικές απαντήσεις και συμπεράσματα. Μερικές φορές αυτό το Όλον αντιδρά εκπληκτικά έξυπνα, ευφάνταστα, ρεαλιστικά. Άλλες φορές συμπεριφέρεται με άθλιο, ηλίθιο και ύπουλο τρόπο. Δεν ξέρω τι έχει στο μυαλό του, και ως εκ τούτου πρέπει να τα βγάλω πέρα χωρίς αισιοδοξία χωρίς απαισιοδοξία» (Die Gesellschaft ist keine Hammelherde, συνέντευξη του Hans Magnus Enzensberger στους P. Von Stolle και H.Karasek - Der Spiegel, 19.01.1987).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου