© European Politics and Policy (London School of Economics) - Jan Rovny : What Happened To Europe’s Left? / αναδημοσίευση: Social Europe, 22.02.2018
Το έτος 2017 ήταν «annus horribilis» για την ευρωπαϊκή Aριστερά. Στην Αυστρία, στη Γαλλία και στην Τσεχική Δημοκρατία, η Αριστερά έπαυσε να είναι κυβερνώσα και το ίδιο μπορεί να συμβεί στην Ιταλία σε λίγες εβδομάδες [όπως και συνέβη]. Σήμερα μόνον η Πορτογαλία, η Ελλάδα, η Σουηδία, η Σλοβακία και η Μάλτα κυβερνώνται από την Αριστερά [αναφέρεται στα δεδομένα του τέλους του 2017]. Η πτώση του 2017 ήταν κατακόρυφη. Το Ολλανδικό Εργατικό Κόμμα, από περίπου 25 % των ψήφων έπεσε στο 6 %. Το Γαλλικό Σοσιαλιστικό Κόμμα από περίπου 30 % των ψήφων έχει τώρα 7 %. Οι Τσέχοι Σοσιαλδημοκράτες από το 20 % έπεσαν στο 7 %. Και το Τσεχικό Κομμουνιστικό Κόμμα είχε το χειρότερο εκλογικό αποτέλεσμα στην σχεδόν εκατονταετή ιστορία του.
Το να συνδέεται η αποτυχία της ευρωπαϊκής Αριστεράς με την πρόσφατη οικονομική ύφεση είναι ασφαλώς δελεαστική υπόθεση. Και πράγματι, στη διάρκεια αυτής της ύφεσης ή στον απόηχό της, πολλές αριστερές κυβερνήσεις (στη Βρετανία, στην Ισπανία, στη Δανία) καταψηφίστηκαν από τους εκλογείς. Αναμφισβήτητα, η ύφεση με το τεράστιο κοινωνικό της κόστος προκάλεσε πολλή εκλογική αστάθεια και άνοιξε μια πολιτική πύλη εισόδου σε ποικίλους λαϊκιστές ανταγωνιστές. Όμως θα ήταν αφελές να ισχυριστούμε ότι η οικονομική κρίση ήταν κάτι παραπάνω από καταλύτης αυτής της αλλαγής. Η κρίση ήταν ένας επιταχυντής που αύξησε την ταχύτητα εκδήλωσης των συνεπειών μιας διαρθρωτικής εξέλιξης, την οποία παρακολουθούμε εδώ και τουλάχιστον τρεις δεκαετίες.
Η αποδυνάμωση της πολιτικής Αριστεράς εκκολάπτονταν εδώ και πολύ καιρό. Σε μεγάλο βαθμό, την προκαλούν βαθιές διαρθρωτικές και τεχνολογικές αλλαγές που έχουν αλλάξει το πρόσωπο των ευρωπαϊκών κοινωνιών, που έχουν αλλάξει τα οικονομικά μοντέλα της ηπείρου και που έχουν προσδώσει μια νέα δύναμη στις πολιτικές της ταυτότητας. Σ' αυτή τη διαδικασία, τα παραδοσιακά αριστερά κόμματα [τα Σοσιαλδημοκρατικά και της «πέραν αυτών» Αριστεράς] έχουν χάσει όχι μόνον τον έλεγχο της βασικής πολιτικής τους αφήγησης, αλλά και μεγάλο μέρος των παραδοσιακών ψηφοφόρων τους. Το κυριότερο φαινόμενο που συνέβη με αυτούς τους παραδοσιακούς ψηφοφόρους τους δεν είναι τόσο η απομάκρυνση από την Αριστερά, αλλά μάλλον η εξαφάνισή τους ως διακριτή κοινωνική ομάδα.
Το να συνδέεται η αποτυχία της ευρωπαϊκής Αριστεράς με την πρόσφατη οικονομική ύφεση είναι ασφαλώς δελεαστική υπόθεση. Και πράγματι, στη διάρκεια αυτής της ύφεσης ή στον απόηχό της, πολλές αριστερές κυβερνήσεις (στη Βρετανία, στην Ισπανία, στη Δανία) καταψηφίστηκαν από τους εκλογείς. Αναμφισβήτητα, η ύφεση με το τεράστιο κοινωνικό της κόστος προκάλεσε πολλή εκλογική αστάθεια και άνοιξε μια πολιτική πύλη εισόδου σε ποικίλους λαϊκιστές ανταγωνιστές. Όμως θα ήταν αφελές να ισχυριστούμε ότι η οικονομική κρίση ήταν κάτι παραπάνω από καταλύτης αυτής της αλλαγής. Η κρίση ήταν ένας επιταχυντής που αύξησε την ταχύτητα εκδήλωσης των συνεπειών μιας διαρθρωτικής εξέλιξης, την οποία παρακολουθούμε εδώ και τουλάχιστον τρεις δεκαετίες.
Η αποδυνάμωση της πολιτικής Αριστεράς εκκολάπτονταν εδώ και πολύ καιρό. Σε μεγάλο βαθμό, την προκαλούν βαθιές διαρθρωτικές και τεχνολογικές αλλαγές που έχουν αλλάξει το πρόσωπο των ευρωπαϊκών κοινωνιών, που έχουν αλλάξει τα οικονομικά μοντέλα της ηπείρου και που έχουν προσδώσει μια νέα δύναμη στις πολιτικές της ταυτότητας. Σ' αυτή τη διαδικασία, τα παραδοσιακά αριστερά κόμματα [τα Σοσιαλδημοκρατικά και της «πέραν αυτών» Αριστεράς] έχουν χάσει όχι μόνον τον έλεγχο της βασικής πολιτικής τους αφήγησης, αλλά και μεγάλο μέρος των παραδοσιακών ψηφοφόρων τους. Το κυριότερο φαινόμενο που συνέβη με αυτούς τους παραδοσιακούς ψηφοφόρους τους δεν είναι τόσο η απομάκρυνση από την Αριστερά, αλλά μάλλον η εξαφάνισή τους ως διακριτή κοινωνική ομάδα.
Konrad Gesner (1516-1565): Nomenclator aquatilium animatum |
Ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή και άς διερευνήσουμε τί ήταν η ευρωπαϊκή Αριστερά στην περίοδο της ακμής της. Το καθοριστικό γνώρισμα της μεταπολεμικής ευρωπαϊκής Αριστεράς (η οποία ήταν διακριτή από την ανατολικοευρωπαϊκή Αριστερά της εποχής) ήταν ο δημοκρατικός αγώνας για τα δικαιώματα των εργαζομένων. Λίγο μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, το μεγαλύτερο μέρος της καθιερωμένης ευρωπαϊκής Αριστεράς απέρριψε τον κομμουνισμό και αποδέχθηκε έναν δημοκρατικό δρόμο για την χειραφέτηση και την στήριξη της εργατικής τάξης. Στη διάρκεια της χρυσής εποχής της μεταπολεμικής εξέλιξης, η Αριστερά συμμετείχε στην οικοδόμηση των ευρωπαϊκών κρατών πρόνοιας και εκεί όπου αυτά δομήθηκαν με τον πιο επιτυχημένο τρόπο - στις Σκανδιναβικές χώρες - η Αριστερά έχτισε συστήματα κοινωνικής πρόνοιας για όλους, με ισότητα, χρηματοδοτούμενα κυρίως από τους φόρους και υπό κρατική διαχείρηση.
Για να οικοδομήσουν όλα αυτά, τα κόμματα της Αριστεράς στηρίχτηκαν κυρίως σε μιαν αριθμητικά σημαντική και σχετικά ομοιογενή ομάδα ψηφοφόρων της εργατικής τάξης. Αυτοί οι ψηφοφόροι, από τα τέλη του 19ου αιώνα χαρακτηρίζονταν από μια ισχυρή αίσθηση του ανήκειν σε μια ομάδα, με άλλα λόγια από την «ταξική τους συνείδηση». Τούτη η συνείδηση είχε χτιστεί μέσα στο λίκνο της νεογέννητης εργατικής τάξης και την ακολούθησε μέχρι τον τάφο της. Μεταβιβάζονταν από γονείς σε παιδιά και την καλλιεργούσε μια πληθώρα οργανώσεων συνδεδεμένων με το κόμμα, όπως κέντρα ημερήσιας φροντίδας, αθλητικά σωματεία, χορωδιακοί όμιλοι, γυναικείες λέσχες και άλλα. Μαζί με τις συνδικαλιστικές οργανώσεις των εργαζομένων που δραστηριοποιούνταν στα εργοστάσια, αργότερα και στα γραφεία, οι οργανώσεις αυτές συνέβαλαν στην οικοδόμηση μιας ιδιαίτερης πολιτισμικής σφαίρας της εργατικής τάξης, που διαπότιζε τόσο το Κοινωνικό όσο και το Πολιτικό, και εξασφάλιζε την εκλογική σταθερότητα της ευρωπαϊκής Αριστεράς.
Ο Seymour Martin Lipset υποστήριξε ότι το μεγαλύτερο επίτευγμα της Αριστεράς ήταν η απομάκρυνση της εργατικής τάξης από τον αυταρχισμό και μια πορεία αλλαγής της νοοτροπίας της προς την κοσμοπολιτική κατεύθυνση που υποστήριζαν οι αριστεροί διανοούμενοι. Πράγματι, η γενικευμένη επιτυχία της Αριστεράς στην «κατάκτηση της καρδιάς» και στην «εκπαίδευση» των ασθενέστερων κοινωνικών στρωμάτων, επηρέασε βαθιά τα ευρωπαϊκά κομματικά συστήματα. Παντού στη Δυτική Ευρώπη, η πολιτική Αριστερά συνδέονταν μονοσήμαντα και διαρκώς με προοδευτικές πολιτικές, και όχι μόνον στον οικονομικό τομέα, αλλά και σε μη οικονομικά θέματα, όπως είναι το περιβάλλον, τα δικαιώματα των γυναικών και (αργά και δειλά) τα δικαιώματα των μειονοτήτων - τόσο εθνικών όσο και ταυτότητας φύλου.
Παραδόξως, η επιτυχία της Αριστεράς προκάλεσε αναπάντεχα και λυπηρά τον δικό της θάνατο με διαλεκτικό τρόπο. Πρώτον, η χειραφέτηση της εργατικής τάξης - και κυρίως η επέκταση της πρόσβασης στην τριτοβάθμια εκπαίδευση - άλλαξε την εργατική τάξη και την εξάρτησή της από ιδιαίτερους αριστερούς πολιτισμικούς θεσμούς και οργανώσεις. Δεύτερον, η ενεργοποίηση της Αριστεράς στην διεκδίκηση δικαιωμάτων επέτρεψε στις νεότερες γενιές να αναζητήσουν μια προσωπική απελευθέρωση από τις παραδοσιακές ιεραρχίες, συμπεριλαμβανομένων εκείνων της Αριστεράς.
Παραδόξως, η επιτυχία της Αριστεράς προκάλεσε αναπάντεχα και λυπηρά τον δικό της θάνατο με διαλεκτικό τρόπο. Πρώτον, η χειραφέτηση της εργατικής τάξης - και κυρίως η επέκταση της πρόσβασης στην τριτοβάθμια εκπαίδευση - άλλαξε την εργατική τάξη και την εξάρτησή της από ιδιαίτερους αριστερούς πολιτισμικούς θεσμούς και οργανώσεις. Δεύτερον, η ενεργοποίηση της Αριστεράς στην διεκδίκηση δικαιωμάτων επέτρεψε στις νεότερες γενιές να αναζητήσουν μια προσωπική απελευθέρωση από τις παραδοσιακές ιεραρχίες, συμπεριλαμβανομένων εκείνων της Αριστεράς.
Konrad Gesner (1516-1565): Nomenclator aquatilium animatum |
Όταν ζούσα στο Γκέτεμποργκ της Σουηδίας, στην έδρα της Volvo, επισκέφθηκα με πολύ ενδιαφέρον και περιέργεια το εργοστάσιο της Volvo, ανυπομονώντας να γνωρίσω το σύγχρονο προλεταριάτο. Και τί είδα; Αμέτρητες αίθουσες με μεταφορικές ταινίες που μετέφεραν γυμνούς σκελετούς οχημάτων που θα γινόταν σε περίπου μία ώρα φανταχτερά τζίπ, ενώ αργυρόχρωμοι ρομποτικοί βραχίονες πρόσθεταν διάφορα μέρη και ανταλλακτικά στους σκελετούς. Και η εργατική τάξη; Είδα μάλλον λίγους από αυτούς τους ανθρώπους. Ήταν κυρίως νεαρές γυναίκες καθισμένες σε άνετες καρέκλες, περιτριγυρισμένες από οθόνες υπολογιστών και πληκτρολόγια, και άκουγαν μουσική από τα iPod τους... Έμαθα αργότερα ότι αυτές οι εργάτριες παίρνουν μισθούς όσο και των Σουηδών καθηγητών πανεπιστημίου. Που σημαίνει σίγουρα μεγάλους.
Η παραδοσιακή εργατική τάξη, όπως την φανταζόμαστε από την εποχή του Χένρι Φορντ, δεν υπάρχει πια. Οι περισσότεροι εργαζόμενοι της Volvo, με τους μισθούς τους που ξεπερνούν τον μέσο όρο των μισθών της χώρας, με τις άνετες εργασιακές συνθήκες και με τις ασφαλείς θέσεις εργασίας τους, πολύ δύσκολα μπορούν να θεωρηθούν μέλη της παραδοσιακής εργατικής τάξης. Η σημερινή εργατική τάξη είναι πολύ λιγότερο ορατή και πολύ πιο εξατομικευμένη. Η σημερινή εργατική τάξη είναι οι μάζες ανειδίκευτων εργαζομένων στις υπηρεσίες, δουλειές των οποίων είναι κατά κύριο λόγο να μαγειρεύουν, να καθαρίζουν ή να οδηγούν οχήματα. Συχνά, οι θέσεις εργασίας τους είναι βραχυπρόθεσμες ή μερικής απασχόλησης και χαμηλά αμειβόμενες. Αυτοί οι άνθρωποι δεν έρχονται σχεδόν καθόλου σε επαφή μεταξύ τους, αντίθετα από τους παραδοσιακούς εργοστασιακούς εργάτες. Ανάμεσα σ' αυτούς συχνότερα βρίσκεις ανθρώπους προερχόμενους από διαφορετικά μειονοτικά περιβάλλοντα παρά ομοιογενούς προέλευσης, και συνακόλουθα είναι συχνά χωρισμένοι μεταξύ τους με πολιτισμικά όρια και φράγματα. Εν ολίγοις, αυτοί οι άνθρωποι έχουν σημαντικά μειωμένη ικανότητα να οργανώνονται· και δεν το κάνουν. Όπως δείχνει η έρευνα που διεξήγαγα από κοινού με την Allison Rovny, ο πολιτικός τους προσανατολισμός είναι αδύναμος και - ελλείψει δεσμών με μια ιδιαίτερη πολιτισμική σφαίρα που διαμορφώνει συνειδήσεις - είναι εύπλαστος και τροποποιήσιμος.
Η επέκταση της πρόσβασης στην τριτοβάθμια εκπαίδευση αύξησε την ικανότητα των ανθρώπων σε ατομικό επίπεδο να επεξεργάζονται πιο περίπλοκες πληροφορίες και να κάνουν τις δικές τους επιλογές. Καθώς η εκπαίδευση φέρνει και καλύτερες θέσεις εργασίας, η διαδικασία αυτή δημιούργησε πολίτες πιο ανεξάρτητους, διανοητικά και οικονομικά. Η γενιά του 1968 επέλεξε μια πολιτική πιο φιλελεύθερη κοινωνικά και λιγότερο ιεραρχική, σχημάτισε νέα κοινωνικά κινήματα και αργότερα νέα πολιτικά κόμματα που υιοθέτησαν αριστερές οικονομικές θέσεις, αλλά το καθοριστικό τους γνώρισμα ήταν ο ανοικτός κοινωνικός και πολιτισμικός χαρακτήρας τους.
Μέσα στο πλαίσιο των μεταβολών που υφίστατο η εργατική τάξη και της εν εξελίξει εμφάνισης νέων κομμάτων στην πολιτική αγορά, τα παραδοσιακά αριστερά κόμματα έγιναν κόμματα των νέων μεσαίων κοινωνικών στρωμάτων - και πρωτίστως του αυξανόμενου αριθμού «λευκών κολλάρων», κυρίως υπαλλήλων του δημόσιου τομέα. Παράλληλα, η παραδοσιακή Αριστερά απάντησε στην αμφισβήτησή της από τα Πράσινα κόμματα με το να υιοθετήσει περισσότερο φιλοπεριβαλλοντικό και γενικά κοινωνικά φιλελεύθερο προφίλ· όμως επίσης, σιγά-σιγά αλλά σταθερά, εγκατέλειψε στη μοίρα του το νέο «πρεκαριάτο» - τις νέες εργαζόμενες τάξεις των υπηρεσιών και εκείνες με κακές ή ακανόνιστες και άτυπες θέσεις απασχόλησης. Υπό την πολιτική έλξη του σοσιαλ-φιλελευθερισμού (της «νέας» Αριστεράς) και με την μετακίνηση της προς το μετριοπαθές Κέντρο για ό,τι αφορά οικονομικά θέματα (όπως προτιμούν αφενός μια νέα ομάδα εργαζομένων «λευκών κολλάρων» των μεγάλων αστικών κέντρων και αφετέρου οι «yuppies» - «young urban professional» or «young, upwardly-mobile professional»), η παραδοσιακή Αριστερά έσκαψε ένα πολιτικό χάσμα - δημιούργησε ένα ορθάνοιχτο πολιτικό κενό γύρω από εκείνους που αναζητούν οικονομική προστασία και προτιμούν ένα κάποιο παραδοσιακό πολιτισμικό πλαίσιο νοοτροπιών. Η μεγάλη σπουδαιότητα και ειδικό βάρος αυτού του αριστερού πολιτικού χώρου με τις παραδοσιακές κλίσεις ως προς τη νοοτροπία, που εγκαταλείφθηκε και εκκενώθηκε από τα καθιερωμένα αριστερά κόμματα, έμελλε να ενισχυθεί από μια άλλη σημαντική διαρθρωτική εξέλιξη - την ανάπτυξη των διακρατικών συναλλαγών.
Η παραδοσιακή εργατική τάξη, όπως την φανταζόμαστε από την εποχή του Χένρι Φορντ, δεν υπάρχει πια. Οι περισσότεροι εργαζόμενοι της Volvo, με τους μισθούς τους που ξεπερνούν τον μέσο όρο των μισθών της χώρας, με τις άνετες εργασιακές συνθήκες και με τις ασφαλείς θέσεις εργασίας τους, πολύ δύσκολα μπορούν να θεωρηθούν μέλη της παραδοσιακής εργατικής τάξης. Η σημερινή εργατική τάξη είναι πολύ λιγότερο ορατή και πολύ πιο εξατομικευμένη. Η σημερινή εργατική τάξη είναι οι μάζες ανειδίκευτων εργαζομένων στις υπηρεσίες, δουλειές των οποίων είναι κατά κύριο λόγο να μαγειρεύουν, να καθαρίζουν ή να οδηγούν οχήματα. Συχνά, οι θέσεις εργασίας τους είναι βραχυπρόθεσμες ή μερικής απασχόλησης και χαμηλά αμειβόμενες. Αυτοί οι άνθρωποι δεν έρχονται σχεδόν καθόλου σε επαφή μεταξύ τους, αντίθετα από τους παραδοσιακούς εργοστασιακούς εργάτες. Ανάμεσα σ' αυτούς συχνότερα βρίσκεις ανθρώπους προερχόμενους από διαφορετικά μειονοτικά περιβάλλοντα παρά ομοιογενούς προέλευσης, και συνακόλουθα είναι συχνά χωρισμένοι μεταξύ τους με πολιτισμικά όρια και φράγματα. Εν ολίγοις, αυτοί οι άνθρωποι έχουν σημαντικά μειωμένη ικανότητα να οργανώνονται· και δεν το κάνουν. Όπως δείχνει η έρευνα που διεξήγαγα από κοινού με την Allison Rovny, ο πολιτικός τους προσανατολισμός είναι αδύναμος και - ελλείψει δεσμών με μια ιδιαίτερη πολιτισμική σφαίρα που διαμορφώνει συνειδήσεις - είναι εύπλαστος και τροποποιήσιμος.
Η επέκταση της πρόσβασης στην τριτοβάθμια εκπαίδευση αύξησε την ικανότητα των ανθρώπων σε ατομικό επίπεδο να επεξεργάζονται πιο περίπλοκες πληροφορίες και να κάνουν τις δικές τους επιλογές. Καθώς η εκπαίδευση φέρνει και καλύτερες θέσεις εργασίας, η διαδικασία αυτή δημιούργησε πολίτες πιο ανεξάρτητους, διανοητικά και οικονομικά. Η γενιά του 1968 επέλεξε μια πολιτική πιο φιλελεύθερη κοινωνικά και λιγότερο ιεραρχική, σχημάτισε νέα κοινωνικά κινήματα και αργότερα νέα πολιτικά κόμματα που υιοθέτησαν αριστερές οικονομικές θέσεις, αλλά το καθοριστικό τους γνώρισμα ήταν ο ανοικτός κοινωνικός και πολιτισμικός χαρακτήρας τους.
Μέσα στο πλαίσιο των μεταβολών που υφίστατο η εργατική τάξη και της εν εξελίξει εμφάνισης νέων κομμάτων στην πολιτική αγορά, τα παραδοσιακά αριστερά κόμματα έγιναν κόμματα των νέων μεσαίων κοινωνικών στρωμάτων - και πρωτίστως του αυξανόμενου αριθμού «λευκών κολλάρων», κυρίως υπαλλήλων του δημόσιου τομέα. Παράλληλα, η παραδοσιακή Αριστερά απάντησε στην αμφισβήτησή της από τα Πράσινα κόμματα με το να υιοθετήσει περισσότερο φιλοπεριβαλλοντικό και γενικά κοινωνικά φιλελεύθερο προφίλ· όμως επίσης, σιγά-σιγά αλλά σταθερά, εγκατέλειψε στη μοίρα του το νέο «πρεκαριάτο» - τις νέες εργαζόμενες τάξεις των υπηρεσιών και εκείνες με κακές ή ακανόνιστες και άτυπες θέσεις απασχόλησης. Υπό την πολιτική έλξη του σοσιαλ-φιλελευθερισμού (της «νέας» Αριστεράς) και με την μετακίνηση της προς το μετριοπαθές Κέντρο για ό,τι αφορά οικονομικά θέματα (όπως προτιμούν αφενός μια νέα ομάδα εργαζομένων «λευκών κολλάρων» των μεγάλων αστικών κέντρων και αφετέρου οι «yuppies» - «young urban professional» or «young, upwardly-mobile professional»), η παραδοσιακή Αριστερά έσκαψε ένα πολιτικό χάσμα - δημιούργησε ένα ορθάνοιχτο πολιτικό κενό γύρω από εκείνους που αναζητούν οικονομική προστασία και προτιμούν ένα κάποιο παραδοσιακό πολιτισμικό πλαίσιο νοοτροπιών. Η μεγάλη σπουδαιότητα και ειδικό βάρος αυτού του αριστερού πολιτικού χώρου με τις παραδοσιακές κλίσεις ως προς τη νοοτροπία, που εγκαταλείφθηκε και εκκενώθηκε από τα καθιερωμένα αριστερά κόμματα, έμελλε να ενισχυθεί από μια άλλη σημαντική διαρθρωτική εξέλιξη - την ανάπτυξη των διακρατικών συναλλαγών.
Rachid al-Din Tabib ή Ανώνυμου (Ταυρίδα, Περσία, 1313-1314): Ο Ιωνάς και το Κήτος |
Οι διεθνικοί μετασχηματισμοί
Η πτώση του Τείχους του Βερολίνου το 1989 ήταν ένα συμβολικό ορόσημο· άνοιξε όχι μόνον τη μέχρι τότε κομμουνιστική Ανατολική Ευρώπη, αλλά ολόκληρο τον ανεπτυγμένο κόσμο, με επακόλουθα που εκτείνονται μέχρι και στην αύξηση των διεθνών συναλλαγών. Η συνεχιζόμενη έρευνα μου μαζί με τους Gary Marks, Liesbet Hooghe και David Attewell δείχνει ότι στις τρεις δεκαετίες που ακολούθησαν, σημειώθηκε σημαντική φιλελευθεροποίηση του διεθνούς εμπορίου, πράγμα που εκφράστηκε στη διαμόρφωση του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου και στην εμβάθυνση της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, η οποία, στην πράξη, είχε πάντα ως επίκεντρο την ελεύθερη ροή αγαθών, κεφαλαίου και ανθρώπων. Το άνοιγμα των εσωτερικών ευρωπαϊκών συνόρων, καθώς και διάφορες συγκρούσεις στο κατώφλι της Ευρώπης ή πιο μακρυά, αύξησαν περαιτέρω τις μεταναστευτικές κινήσεις προς την Ευρώπη και εντός της Ευρώπης.
Η άνοδος του διακρατισμού - των εκτεταμένων διασυνοριακών ροών αγαθών, υπηρεσιών, χρημάτων και ανθρώπων - είναι καταρχάς οικονομικό φαινόμενο. Αντικαθιστά τα εγχώρια προϊόντα και τους εγχώριους εργάτες με φθηνότερες ξένες εναλλακτικές λύσεις. Συνεπώς, ο διακρατισμός διαχωρίζει την κοινωνία αφενός σ' εκείνους που, ενώ έχουν την τύχη να καταναλώνουν φθηνότερα προϊόντα, κερδίζουν τα εισοδήματά τους εργαζόμενοι είτε σε προστατευμένους (δηλαδή δημόσιους) τομείς είτε σε διεθνώς ανταγωνιστικούς τομείς, και αφετέρου, σ' εκείνους των οποίων η επιβίωση απειλείται από τον ξένο ανταγωνισμό υπό τη μορφή των εισαγόμενων προϊόντων και των εισαγομένων εργαζομένων. Με τον τρόπο αυτό, ο διακρατισμός δημιουργεί οικονομικώς ωφελημένους και οικονομικώς ζημιωμένους, οι οποίοι συνειδητοποιούν όλο και πιο έντονα την θέση τους στις παγκοσμιοποιημένες κοινωνίες μας.
Ωστόσο, ο διακρατισμός είναι επίσης και πολιτισμικό φαινόμενο. Ενώ οι προνομιούχοι απολαμβάνουν διασυνοριακά ταξίδια για δουλειά και για αναψυχή σε πρωτοφανή κλίμακα, αποκτούν εμπειρίες, μαθαίνουν γλώσσες, χτίζουν φιλίες και, σε ορισμένες περιπτώσεις, χτίζουν οικογένειες πέρα από τα σύνορα και τους πολιτισμούς, τα άτομα με περιορισμένα μέσα, οικονομικά και παιδείας, ζουν σε έναν κόσμο που ορίζεται από τα σύνορα των εθνικών κρατών, από τα έθιμα και από τη γλώσσα. Η εισροή πολιτισμικά διακριτών μεταναστών στα αστικά κέντρα αυξάνει αυτή την αποξένωση. Αυτό ανοίγει ένα πολιτισμικό χάσμα μεταξύ αφενός των διεθνικών κοσμοπολιτών, που συγκεντρώνονται τις μεγαλύτερες πόλεις και όλο και περισσότερο ασπάζονται τον πλουραλισμό των πολιτισμικών σφαιρών, και αφετέρου των εθνοκεντρικών με τις παραδοσιακές νοοτροπίες, που ζουν κυρίως σε μικρότερους περιφερειακούς τόπους, γεμάτοι φόβο για τους μετανάστες και βλέπουν με πολύ σκεπτικισμό τους δεκτικούς προς τους μετανάστες κοσμοπολίτες ομοεθνείς τους.
Ο διακρατισμός επαναπροσδιορίζει τον πολιτικό χώρο με το να διαχωρίζει τις προοδευτικές στάσεις στο πεδίο της οικονομίας από τον ανοιχτό χαρακτήρα στα κοινωνικοπολιτισμικά ζητήματα. Ο διακρατισμός συνδέει αφενός τον κοσμοπολιτισμό με τις ανοικτές οικονομικές συναλλαγές, και συνδέει αφετέρου την εθνοκεντρική παραδοσιακή νοοτροπία με τον οικονομικό προστατευτισμό. Έτσι, ο διακρατισμός καταστρέφει δραστικά τον παλαιό συνασπισμό ψηφοφόρων της Αριστεράς. Όσοι εργαζόμενοι από τη φύση της απασχόλησής τους είναι υπέρ του προστατευτισμού, απομακρύνονται από τους διανοούμενους που είναι εκ φύσεως κοσμοπολίτες. Αυτό μας οδηγεί πίσω στο μεγάλο πολιτικό κενό, στο ερώτημα ποιός θα αντιπροσωπεύσει πολιτικά τόσο το νέο «πρεκαριάτο» που αναζητά οικονομική προστασία, όσο και τους έχοντες παραδοσιακή πολιτισμική νοοτροπία. Επίσης, ο διακρατισμός μεγεθύνει το ειδικό βάρος του λαϊκιστικού αντι-ελιτισμού, καθώς ο κόσμος με παραδοσιακές νοοτροπίες στις περιφερειακές περιοχές αισθάνεται ότι δεν αντιπροσωπεύεται πολιτικά, ότι τον αγνοοούν, αλλά και ότι είναι κάτι πολύ διαφορετικό από τις κοσμοπολίτικες ελίτ που συγκεντρώνονται κυρίως στα μεγάλα αστικά κέντρα. Η λαϊκιστική επίκληση του «κοινού ανθρώπου» είναι ένα αίτημα για οικονομική και πολιτισμική προστασία έναντι των μετασχηματισμών του διακρατισμού.
Οι «επισφαλείς» που εγκαταλείφθηκαν στη μοίρα τους
Μεταθέτοντας την προσοχή και φροντίδα της κυρίως στις νέες μεσαίες τάξεις, η Αριστερά άφησε το νέο «πρεκαριάτο» στο έλεος των ρευμάτων του εθνικιστικού προστατευτισμού· έτσι προέκυψε μια νέα εύφορη γη για να καλλιεργεί τις ιδέες της η λαϊκιστική ριζοσπαστική Δεξιά.
Η λαϊκιστική ριζοσπαστική Δεξιά είναι παρούσα εδώ και πολύ καιρό. Πρώτα εμφανίστηκε επικρίνοντας την Αριστερά με λόγο εναντίον της [υψηλής] φορολογίας και εναντίον του κράτους πρόνοιας· στη συνέχεια όμως, όταν εμφανίστηκε στο προσκήνιο ο διακρατισμός, χρησιμοποίησε ως πολιτικό εργαλείο το ευαίσθητο ζήτημα της μετανάστευσης. Και έπαιξε αυτό το χαρτί πολύ δυνατά, με αποτέλεσμα να αλλάξει το παιχνίδι. Μέσω των θολών οικονομικών προτάσεών της προσέλκυσε ένα ευρύ φάσμα οικονομικών συμφερόντων, και συγκρότησε έναν συνασπισμό, στον οποίο, όπως δείχνει η προηγούμενη έρευνα μου, η ριζοσπαστική Δεξιά έγινε η «νονά που πάντρεψε» τους παραδοσιακούς μικροαστούς ψηφοφόρους της με σημαντικά κομμάτια του νέου «πρεκαριάτου» και έτσι ξεπέρασε την Αριστερά ως η κυρίαρχη πολιτική φωνή των σύγχρονων εργαζόμενων τάξεων.
Ωστόσο, ο μετασχηματισμός της Αριστεράς προσφέρει ευκαιρίες και σε διαφορετικούς παράγοντες που δρουν στην πολιτική. Όπως καταδεικνύει η υπό επεξεργασία έρευνά μου μαζί με τους Jonathan Polk, Bruno Palier και Allison Rovny, σε χώρες όπως η Ελλάδα και η Ισπανία, οι οποίες βίωσαν ιδιαίτερα μεγάλη οικονομική υποχώρηση κατά τη διάρκεια της οικονομικής κρίσης και συνακόλουθα το «πρεκαριάτο» περιλαμβάνει πολλούς νέους πολίτες με υψηλό μορφωτικό επίπεδο, οι λαϊκιστές αμφισβητίες είναι ως επί το πλείστον ριζοσπαστικά αριστερά κόμματα που πρεσβεύουν επιστροφή στην αληθινή αριστερή πολιτική - παρεμβατική στην οικονομία και πολιτισμικά φιλελεύθερη. Σε άλλα μέρη, λαϊκιστές που αποφεύγουν τις καθιερωμένες πολιτικές ταμπέλες [«ούτε Δεξιά, ούτε Αριστερά», όπως π.χ. εμφανίζεται, εκτός των άλλων, ακόμη και η περίπτωση Μακρόν] κερδίζουν εκλογική υποστήριξη σε μεγάλο βαθμό μέσω των ψήφων των «επισφαλών» που εγκαταλείφθηκαν στη μοίρα τους.
Ο μετασχηματισμός του προλεταριάτου σε «πρεκαριάτο», μαζί με την ανάδυση του διακρατισμού, έχουν αναδιαμορφώσει το πολιτικό πεδίο. Η μεταπολεμική πολιτική έβλεπε τα συγκρουόμενα οικονομικά συμφέροντα - κυρίως την έκταση, τα όρια και τα χαρακτηριστικά του κράτους πρόνοιας - ως το κυρίαρχο πολιτικό διακύβευμα, το οποίο επικάλυπτε ή και παραγκώνιζε σχεδόν εντελώς άλλες, μη οικονομικές, διαιρέσεις. Αυτό που προοιωνίζει η νέα πολιτική του διακρατισμού, είναι μια πολιτική της ταυτότητας, στην οποία οι διαχωριστικές γραμμές ορίζονται από «σήματα» εθνοτικά ή των εθνικών κρατών, καθώς και από τη διάκριση μεταξύ των μεγάλων αστικών κέντρων και των περιφερειακών ζωνών. Όπως δείχνει η εργασία μου μαζί με τους Gary Marks, Liesbet Hooghe και David Attewell, αυτοί οι διαχωρισμοί μπορεί να αποδειχτούν τόσο βαθιοί, διαρκείς και επιδραστικοί, όσο ήταν οι παραδοσιακοί ταξικοί διαχωρισμοί του 20ου αιώνα. Μολονότι οι διαχωρισμοί αυτοί έχουν εξίσου βάσεις οικονομικές όσο είναι και πολιτισμικοί, για τους νέους πολιτικούς παράγοντες θα είναι ευκολότερο να συγκροτήσουν τα πολιτικά τους αφηγήματα με όρους που θα βασίζονται στην ταυτότητα. Αναμενόμενο είναι λοιπόν, να δούμε οικονομικά ζητήματα να προβάλλονται καλυμμένα μέσω λόγου μη οικονομικού, επικεντρωμένου στην εθνική και τοπική ταυτότητα.
Αυτό το πλαίσιο πολιτικού ανταγωνισμού είναι ξένο προς τα παραδοσιακά αριστερά κόμματα, των οποίων η πολιτική ταυτότητα ήταν πάντα ριζωμένη στην οικονομική τάξη. Έχουν μπροστά τους έναν αγώνα για να προσαρμοστούν σ' αυτή τη μεταβαλλόμενη δομή της πολιτικής διάστασης. Οι πρόσφατες προεδρικές εκλογές στη Γαλλία καθώς και στην Τσεχική Δημοκρατία, καταδεικνύουν τη στροφή· και στις δύο χώρες είδαμε να συγκρούεται στον δεύτερο γύρο ένας υποψήφιος αυταρχικής-απολυταρχικής κατεύθυνσης με έναν φιλελεύθερο κεντρώο, ενώ η παραδοσιακή Αριστερά κατέρρευσε. Είναι ενδιαφέρον ότι στο πλαίσιο αυτού του νέου πολιτικού ανταγωνισμού, η Δύση της Ευρώπης μοιάζει με την Ανατολή της και η καθιερωμένη Αριστερά έχει μείνει παντού στα κρύα του λουτρού.
Η άνοδος του διακρατισμού - των εκτεταμένων διασυνοριακών ροών αγαθών, υπηρεσιών, χρημάτων και ανθρώπων - είναι καταρχάς οικονομικό φαινόμενο. Αντικαθιστά τα εγχώρια προϊόντα και τους εγχώριους εργάτες με φθηνότερες ξένες εναλλακτικές λύσεις. Συνεπώς, ο διακρατισμός διαχωρίζει την κοινωνία αφενός σ' εκείνους που, ενώ έχουν την τύχη να καταναλώνουν φθηνότερα προϊόντα, κερδίζουν τα εισοδήματά τους εργαζόμενοι είτε σε προστατευμένους (δηλαδή δημόσιους) τομείς είτε σε διεθνώς ανταγωνιστικούς τομείς, και αφετέρου, σ' εκείνους των οποίων η επιβίωση απειλείται από τον ξένο ανταγωνισμό υπό τη μορφή των εισαγόμενων προϊόντων και των εισαγομένων εργαζομένων. Με τον τρόπο αυτό, ο διακρατισμός δημιουργεί οικονομικώς ωφελημένους και οικονομικώς ζημιωμένους, οι οποίοι συνειδητοποιούν όλο και πιο έντονα την θέση τους στις παγκοσμιοποιημένες κοινωνίες μας.
Ωστόσο, ο διακρατισμός είναι επίσης και πολιτισμικό φαινόμενο. Ενώ οι προνομιούχοι απολαμβάνουν διασυνοριακά ταξίδια για δουλειά και για αναψυχή σε πρωτοφανή κλίμακα, αποκτούν εμπειρίες, μαθαίνουν γλώσσες, χτίζουν φιλίες και, σε ορισμένες περιπτώσεις, χτίζουν οικογένειες πέρα από τα σύνορα και τους πολιτισμούς, τα άτομα με περιορισμένα μέσα, οικονομικά και παιδείας, ζουν σε έναν κόσμο που ορίζεται από τα σύνορα των εθνικών κρατών, από τα έθιμα και από τη γλώσσα. Η εισροή πολιτισμικά διακριτών μεταναστών στα αστικά κέντρα αυξάνει αυτή την αποξένωση. Αυτό ανοίγει ένα πολιτισμικό χάσμα μεταξύ αφενός των διεθνικών κοσμοπολιτών, που συγκεντρώνονται τις μεγαλύτερες πόλεις και όλο και περισσότερο ασπάζονται τον πλουραλισμό των πολιτισμικών σφαιρών, και αφετέρου των εθνοκεντρικών με τις παραδοσιακές νοοτροπίες, που ζουν κυρίως σε μικρότερους περιφερειακούς τόπους, γεμάτοι φόβο για τους μετανάστες και βλέπουν με πολύ σκεπτικισμό τους δεκτικούς προς τους μετανάστες κοσμοπολίτες ομοεθνείς τους.
Ο διακρατισμός επαναπροσδιορίζει τον πολιτικό χώρο με το να διαχωρίζει τις προοδευτικές στάσεις στο πεδίο της οικονομίας από τον ανοιχτό χαρακτήρα στα κοινωνικοπολιτισμικά ζητήματα. Ο διακρατισμός συνδέει αφενός τον κοσμοπολιτισμό με τις ανοικτές οικονομικές συναλλαγές, και συνδέει αφετέρου την εθνοκεντρική παραδοσιακή νοοτροπία με τον οικονομικό προστατευτισμό. Έτσι, ο διακρατισμός καταστρέφει δραστικά τον παλαιό συνασπισμό ψηφοφόρων της Αριστεράς. Όσοι εργαζόμενοι από τη φύση της απασχόλησής τους είναι υπέρ του προστατευτισμού, απομακρύνονται από τους διανοούμενους που είναι εκ φύσεως κοσμοπολίτες. Αυτό μας οδηγεί πίσω στο μεγάλο πολιτικό κενό, στο ερώτημα ποιός θα αντιπροσωπεύσει πολιτικά τόσο το νέο «πρεκαριάτο» που αναζητά οικονομική προστασία, όσο και τους έχοντες παραδοσιακή πολιτισμική νοοτροπία. Επίσης, ο διακρατισμός μεγεθύνει το ειδικό βάρος του λαϊκιστικού αντι-ελιτισμού, καθώς ο κόσμος με παραδοσιακές νοοτροπίες στις περιφερειακές περιοχές αισθάνεται ότι δεν αντιπροσωπεύεται πολιτικά, ότι τον αγνοοούν, αλλά και ότι είναι κάτι πολύ διαφορετικό από τις κοσμοπολίτικες ελίτ που συγκεντρώνονται κυρίως στα μεγάλα αστικά κέντρα. Η λαϊκιστική επίκληση του «κοινού ανθρώπου» είναι ένα αίτημα για οικονομική και πολιτισμική προστασία έναντι των μετασχηματισμών του διακρατισμού.
Pieter Bruegel o Πρεσβύτερος: Big Fish Eat Little Fish |
Μεταθέτοντας την προσοχή και φροντίδα της κυρίως στις νέες μεσαίες τάξεις, η Αριστερά άφησε το νέο «πρεκαριάτο» στο έλεος των ρευμάτων του εθνικιστικού προστατευτισμού· έτσι προέκυψε μια νέα εύφορη γη για να καλλιεργεί τις ιδέες της η λαϊκιστική ριζοσπαστική Δεξιά.
Η λαϊκιστική ριζοσπαστική Δεξιά είναι παρούσα εδώ και πολύ καιρό. Πρώτα εμφανίστηκε επικρίνοντας την Αριστερά με λόγο εναντίον της [υψηλής] φορολογίας και εναντίον του κράτους πρόνοιας· στη συνέχεια όμως, όταν εμφανίστηκε στο προσκήνιο ο διακρατισμός, χρησιμοποίησε ως πολιτικό εργαλείο το ευαίσθητο ζήτημα της μετανάστευσης. Και έπαιξε αυτό το χαρτί πολύ δυνατά, με αποτέλεσμα να αλλάξει το παιχνίδι. Μέσω των θολών οικονομικών προτάσεών της προσέλκυσε ένα ευρύ φάσμα οικονομικών συμφερόντων, και συγκρότησε έναν συνασπισμό, στον οποίο, όπως δείχνει η προηγούμενη έρευνα μου, η ριζοσπαστική Δεξιά έγινε η «νονά που πάντρεψε» τους παραδοσιακούς μικροαστούς ψηφοφόρους της με σημαντικά κομμάτια του νέου «πρεκαριάτου» και έτσι ξεπέρασε την Αριστερά ως η κυρίαρχη πολιτική φωνή των σύγχρονων εργαζόμενων τάξεων.
Ωστόσο, ο μετασχηματισμός της Αριστεράς προσφέρει ευκαιρίες και σε διαφορετικούς παράγοντες που δρουν στην πολιτική. Όπως καταδεικνύει η υπό επεξεργασία έρευνά μου μαζί με τους Jonathan Polk, Bruno Palier και Allison Rovny, σε χώρες όπως η Ελλάδα και η Ισπανία, οι οποίες βίωσαν ιδιαίτερα μεγάλη οικονομική υποχώρηση κατά τη διάρκεια της οικονομικής κρίσης και συνακόλουθα το «πρεκαριάτο» περιλαμβάνει πολλούς νέους πολίτες με υψηλό μορφωτικό επίπεδο, οι λαϊκιστές αμφισβητίες είναι ως επί το πλείστον ριζοσπαστικά αριστερά κόμματα που πρεσβεύουν επιστροφή στην αληθινή αριστερή πολιτική - παρεμβατική στην οικονομία και πολιτισμικά φιλελεύθερη. Σε άλλα μέρη, λαϊκιστές που αποφεύγουν τις καθιερωμένες πολιτικές ταμπέλες [«ούτε Δεξιά, ούτε Αριστερά», όπως π.χ. εμφανίζεται, εκτός των άλλων, ακόμη και η περίπτωση Μακρόν] κερδίζουν εκλογική υποστήριξη σε μεγάλο βαθμό μέσω των ψήφων των «επισφαλών» που εγκαταλείφθηκαν στη μοίρα τους.
Ο μετασχηματισμός του προλεταριάτου σε «πρεκαριάτο», μαζί με την ανάδυση του διακρατισμού, έχουν αναδιαμορφώσει το πολιτικό πεδίο. Η μεταπολεμική πολιτική έβλεπε τα συγκρουόμενα οικονομικά συμφέροντα - κυρίως την έκταση, τα όρια και τα χαρακτηριστικά του κράτους πρόνοιας - ως το κυρίαρχο πολιτικό διακύβευμα, το οποίο επικάλυπτε ή και παραγκώνιζε σχεδόν εντελώς άλλες, μη οικονομικές, διαιρέσεις. Αυτό που προοιωνίζει η νέα πολιτική του διακρατισμού, είναι μια πολιτική της ταυτότητας, στην οποία οι διαχωριστικές γραμμές ορίζονται από «σήματα» εθνοτικά ή των εθνικών κρατών, καθώς και από τη διάκριση μεταξύ των μεγάλων αστικών κέντρων και των περιφερειακών ζωνών. Όπως δείχνει η εργασία μου μαζί με τους Gary Marks, Liesbet Hooghe και David Attewell, αυτοί οι διαχωρισμοί μπορεί να αποδειχτούν τόσο βαθιοί, διαρκείς και επιδραστικοί, όσο ήταν οι παραδοσιακοί ταξικοί διαχωρισμοί του 20ου αιώνα. Μολονότι οι διαχωρισμοί αυτοί έχουν εξίσου βάσεις οικονομικές όσο είναι και πολιτισμικοί, για τους νέους πολιτικούς παράγοντες θα είναι ευκολότερο να συγκροτήσουν τα πολιτικά τους αφηγήματα με όρους που θα βασίζονται στην ταυτότητα. Αναμενόμενο είναι λοιπόν, να δούμε οικονομικά ζητήματα να προβάλλονται καλυμμένα μέσω λόγου μη οικονομικού, επικεντρωμένου στην εθνική και τοπική ταυτότητα.
Αυτό το πλαίσιο πολιτικού ανταγωνισμού είναι ξένο προς τα παραδοσιακά αριστερά κόμματα, των οποίων η πολιτική ταυτότητα ήταν πάντα ριζωμένη στην οικονομική τάξη. Έχουν μπροστά τους έναν αγώνα για να προσαρμοστούν σ' αυτή τη μεταβαλλόμενη δομή της πολιτικής διάστασης. Οι πρόσφατες προεδρικές εκλογές στη Γαλλία καθώς και στην Τσεχική Δημοκρατία, καταδεικνύουν τη στροφή· και στις δύο χώρες είδαμε να συγκρούεται στον δεύτερο γύρο ένας υποψήφιος αυταρχικής-απολυταρχικής κατεύθυνσης με έναν φιλελεύθερο κεντρώο, ενώ η παραδοσιακή Αριστερά κατέρρευσε. Είναι ενδιαφέρον ότι στο πλαίσιο αυτού του νέου πολιτικού ανταγωνισμού, η Δύση της Ευρώπης μοιάζει με την Ανατολή της και η καθιερωμένη Αριστερά έχει μείνει παντού στα κρύα του λουτρού.
Ο Jan Rovny, Τσέχος πολιτικός επιστήμονας, είναι από το 2013 βοηθός καθηγητής στο Sciences Po, Παρίσι, όπου δραστηριοποιείται ως ερευνητής στο Interdisciplinary Research Centre for the Evaluation of Public Policies (LIEPP) και στο Centre d'études européennes (CEE).
Με σπουδές στον Καναδά και στο Βέλγιο, διδακτορικό την πολιτική επιστήμα από το Πανεπιστημιο της Βόρειας Καρολίνας στο Chapel Hill, ΗΠΑ,. έχει διδάξει στο Βέλγιο, στις ΗΠΑ, στην Τσεχική Δημοκρατία, στη Γερμανία και Σουηδία. Οι έρευνές του επικεντρώνονται σε ζητήματα πολιτικού ανταγωνισμού στην Ευρώπη και ειδικότερα στη διερεύνηση των ιδεολογικών διαχωριστικών γραμμών σε διάφορες χώρες, στις στρατηγικές των κομμάτων και στπ πώς αντιδρούν οι ψηφοφόροι. Επίσης στη δομή της κοινής γνώμης και πώς αυτή επιδρά στη στρατηγική των κομμάτων.
Με σπουδές στον Καναδά και στο Βέλγιο, διδακτορικό την πολιτική επιστήμα από το Πανεπιστημιο της Βόρειας Καρολίνας στο Chapel Hill, ΗΠΑ,. έχει διδάξει στο Βέλγιο, στις ΗΠΑ, στην Τσεχική Δημοκρατία, στη Γερμανία και Σουηδία. Οι έρευνές του επικεντρώνονται σε ζητήματα πολιτικού ανταγωνισμού στην Ευρώπη και ειδικότερα στη διερεύνηση των ιδεολογικών διαχωριστικών γραμμών σε διάφορες χώρες, στις στρατηγικές των κομμάτων και στπ πώς αντιδρούν οι ψηφοφόροι. Επίσης στη δομή της κοινής γνώμης και πώς αυτή επιδρά στη στρατηγική των κομμάτων.
Ερευνά επίσης τα κόμματα και τον ανταγωνισμό τους σε χώρες του πρώην Συμφώνου της Βαρσοβίας (Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη) και τις διαφορές μεταξύ αυτών των χωρών. Τέλος διερευνά την εξέλιξη στις πολιτικές του κράτους πρόνοιας σε χώρες της ΕΕ και πώς αυτή επηρεάζει την πολιτική και εκλογική συμπεριφορά των ατόμων
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου