© Project-Syndicate - Jan-Werner Müller: What’s Left of the Populist Left?, 21.2.2019
Μετά από δεκαετίες σύγκλισης των μεγάλων καθιερωμένων πολιτικών κομμάτων σε έναν «κεντρώο» νεοφιλελευθερισμό, οι ψηφοφόροι σε όλες τις δυτικές δημοκρατίες είναι απογοητευμένοι ελλείψει πραγματικών εναλλακτικών επιλογών. Τα κινήματα της Αριστεράς κανονικά έχουν όλες τις προϋποθέσεις για να τις προσφέρουν. Όμως, εάν η Αριστερά πάρει τον δρόμο του απομονωτικού εθνικισμού, θα σπαταλήσει μια ιστορική ευκαιρία.
Από το Πανεπιστήμιο του Πρίνστον στο Νιου Τζέρσεϊ, ΗΠΑ, ο πολιτικός επιστήμονας και εμβριθής ερευνητής του λαϊκιστικού φαινομένου Jan-Werner Müller γράφει στον ιστοχώρο Project-Syndicate για την σημερινή κατάσταση των πολιτικών συστημάτων απανταχού του πλανήτη, εστιάζοντας στην ευρύτερη Αριστερά, σοσιαλδημοκρατική, «ριζοσπαστική» ή άλλη, και στην αυτοκαταστροφική σύνδεση μεγάλων μερίδων της με τις νεοφιλελεύθερες πολιτικές και άλλων με τις λαϊκιστικές. Επί 2-3 δεκαετίες, η σύγκλιση των καθιερωμένων κομμάτων (τόσο συντηρητικών ή φιλελεύθερων, όσο και σοσιαλδημοκρατικών) σε εκδοχές νεοφιλελεύθερης διαχείρισης, δημιούργησε όντως κρίση δημοκρατικής αντιπροσώπευσης. Αυτό όμως, συνεχίζει ο Μύλλερ, δεν συνεπάγεται πως καλύτερη απάντηση είναι αυτή που μορφοποιεί την πολιτική ως σύγκρουση μεταξύ «του λαού» γενικά και αόριστα, δηλαδή μιας ομοιογενούς «μάζας» πολιτών όλων των πεποιθήσεων και κοινωνικών στρωμάτων, αφενός, και μιας στενής ολιγαρχικής ομάδας αφετέρου.
Παρατηρώντας και την εξέλιξη του λαϊκισμού, ο οποίος ολοένα και περισσότερο γίνεται στην πράξη ένα επιτυχημένο εγχείρημα της δεξιάς (ή και ακροδεξιάς) πλευράς του πολιτικού φάσματος, ο Μύλλερ, όπως και ο Γάλλος κοινωνιολόγος Ερίκ Φασέν, τείνει να βλέπει τον αριστερό λαϊκισμό ως «συνταγή αποτυχίας».
Γ. Ρ.
Καθώς η κρίση της Βενεζουέλας επιδεινώνεται, οι συντηρητικοί στις Ηνωμένες Πολιτείες και αλλού δακτυλοδεικτούν χαιρέκακα την καταστροφή του Τσαβισμού [Chavismo] για να προειδοποιήσουν για τους κινδύνους του «σοσιαλισμού». Και καθώς είναι φανερό ότι το αριστερό κόμμα Ποδέμος στην Ισπανία διασπάται, ενώ οι δημοσκοπικές επιδόσεις του ΣΥΡΙΖΑ στην Ελλάδα είναι σταθερά μειωμένες σε σχέση με τα εκλογικά του ποσοστά το 2015, ακόμη και αμερόληπτοι παρατηρητές μπορεί να καταλήξουν στο συμπέρασμα ότι την «ροζ παλίρροια» του αριστερού λαϊκισμού αρχίζει να την διαδέχεται μια βαθειά άμπωτη.
Όμως, οι τέτοιες εκτιμήσεις βγάζουν το συμπέρασμά τους συγχρωτίζοντας και συγχέοντας πολιτικά φαινόμενα που ελάχιστα σχετίζονται μεταξύ τους. Το μόνο πολιτικό πρόγραμμα που ισχυρίστηκε ότι αντιπροσωπεύει κατ' αποκλειστικότητα όλο τον λαό, ενώ ταυτόχρονα κήρυττε ως μή νόμιμη κάθε αντιπολίτευση στον «σοσιαλισμό του 21ου αιώνα», είναι ο Τσαβισμός, πράγμα που αποτελεί πράγματι σαφή απειλή κατά της δημοκρατίας. Αλλά ο Τσαβισμός είναι μια ιδιαίτερη αριστερόστοφη ιδεολογία που έχει επιπροστεθεί σε ένα πολιτικό πλαίσιο που είναι κοινής αποδοχής από όλους τους λαϊκιστές.
Ασφαλώς, οι λαϊκιστές τόσο της Αριστεράς όσο και της Δεξιάς, αυτοπαρουσιάζονται ως οι μοναδικοί εκπρόσωποι ενός ομοιογενούς, ενάρετου και σκληρά εργαζόμενου λαού. Περιγράφουν όλους τους άλλους διεκδικητές της εξουσίας ως διεφθαρμένους και όλους τους πολίτες που δεν υποστηρίζουν τους λαϊκιστές ως προδότες. Η πολιτική τους δεν είναι απλά αντι-ελιτιστική, αλλά και αντι-πλουραλιστική.
Αντιθέτως, άλλες σύγχρονες μορφές του αποκαλούμενου αριστερού λαϊκισμού πρέπει να ερμηνεύονται ως προσπάθειες για την επανεφεύρεση της Σοσιαλδημοκρατίας. Αυτές οι προσπάθειες ενεργούν εντός των ορίων του δημοκρατικού πλουραλισμού (μολονότι μερικοί παρατηρητές, ανησυχητικά, κατηγορούν και αυτές τις προσπάθειες, π.χ. ο ΣΥΡΙΖΑ κατηγορείται [1] ότι επιχειρεί να υπονομεύσει την ανεξαρτησία των δικαστηρίων και την ελεύθερη έκφραση των Μέσων ενημέρωσης [2]). Όπου οι δυνάμεις αυτές είχαν πολιτική επιτυχία και σεβάστηκαν τους κανόνες του δημοκρατικού παιχνιδιού, δημιούργησαν νέες επιλογές για τους πολίτες, αποκαθιστώντας έτσι μια αίσθηση πολιτικής αντιπροσώπευσης που είχε χαθεί.
Η χωρίς πολλή σκέψη, αντανακλαστική απάντηση σ' αυτά τα κόμματα είναι η αυτόματη απόρριψή τους ως «αντι-συστημικά», και άρα η αντιμετώπισή τους ως μέρος του προβλήματος. Όμως, αυτή η νωθρή θεώρηση σπρώχνει τα πράγματα προς τα πίσω, ακριβώς όπως και η άποψη που ισχυρίζεται ότι παντού «ο λαός» ζητά πιο πολωτικές και πιο συγκινησιακά φορτισμένες μορφές πολιτικής. Τέτοια κόμματα και κινήματα έχουν κατακτήσει πολιτικά και εκλογικά κέρδη όχι επειδή είναι «λαϊκίστικα», ούτε βέβαια επειδή θέλουν να υπονομεύσουν τη δημοκρατία, αλλά επειδή προσφέρουν κάτι αναμφίβολα αριστερό.
Οι κυριότεροι σύγχρονοι στοχαστές της λαϊκιστικής Αριστεράς προβάλλουν δύο ισχυρισμούς για να υποστηρίξουν την πολιτική τους στρατηγική. Ο πρώτος είναι ότι ο λαϊκισμός γεμίζει το κενό που άφησε ακάλυπτο η παραδοσιακή Αριστερά όταν συνέκλινε με τη Δεξιά σε μια μορφή πολιτικής που περιέγραψε ήδη στη δεκαετία του 2000 ως «μεταδημοκρατική» η θεωρητικός της πολιτικής επιστήμης Σαντάλ Μουφ (Chantal Mouffe) [3], σύμβουλος του ισπανικού Ποδέμος και της La France Insoumise («Ανυπότακτης Γαλλίας» του Ζαν-Λυκ Μελανσόν). Όταν οι Σοσιαλδημοκράτες σε όλη τη Δύση υιοθέτησαν την «κεντρώα» (ακριβέστερα «κεντριστική») πολιτική του λεγόμενου Τρίτου Δρόμου [4] - ή «Θατσερισμό με ανθρώπινο πρόσωπο» - οι πολίτες δεν είχαν πια στη διάθεσή τους πραγματικά διαφορετικές εναλλακτικές επιλογές. Η διαφορά μεταξύ των κυρίων πολιτικών κομμάτων, παρατήρησε η Mουφ [5], δεν ήταν μεγαλύτερη από τη διαφορά μεταξύ Pepsi και Coke.
'Οσο δικαιολογημένη και να είναι αυτή η κριτική εναντίον του χρηματοπιστωτικού καπιταλισμού, είναι σωστό να πιστεύουν οι σημερινοί λαϊκιστές Αριστεροί ότι η επίκληση του «λαού» θα κινητοποιήσει τους πολίτες, ιδιαίτερα τους εργαζόμενους, ενώ μια αναζωογονημένη αριστερή γλώσσα δεν μπορεί να το κάνει; Αν δεχόμαστε ότι για έναν έλεγχο αυτού του ερωτήματος με βάση την εμπειρία δεν αρκούν μόνον μία ή δύο εκλογικές αναμετρήσεις αλλά χρειάζονται περισσότερα πράγματα, τα μέχρι στιγμής δεδομένα δεν στηρίζουν την λαϊκιστική / εθνικιστική προσέγγιση.
Για παράδειγμα, στις προεδρικές εκλογές του 2017, ο Jean-Luc Mélenchon της «Ανυπότακτης Γαλλίας» εγκατέλειψε την ρητορική που ακολουθεί τον κανόνα, επικαλείται οικουμενικές πολιτικές και ηθικές αξίες και επικεντρώνεται σε ζητήματα κοινωνικών τάξεων και υιοθέτησε τη γλώσσα του «λαού». Στις προεκλογικές συγκεντρώσεις του, οι σοσιαλιστικές κόκκινες σημαίες εξαφανίστηκαν και έδωσαν τη θέση τους στην εθνική σημαία της Γαλλίας, την Tricolore. Ο ύμνος της Σοσιαλιστικής «Διεθνούς» αντικαταστάθηκε από τον Γαλλικό εθνικό ύμνο, την «Μασσαλιώτιδα». Παρόλα αυτά, και παρόλο που ο Μελανσόν πήγε καλά στις κάλπες - παρολίγο να έμπαινε στον δεύτερο γύρο των Προεδικών εκλογών - η «Ανυπότακτη Γαλλία» του δεν κατάφερε να αποσπάσει παρά μόνον το 3 % των προηγούμενων ψηφοφόρων του Εθνικού Μετώπου, όπως επισήμανε ο Γάλλος κοινωνιολόγος Ερίκ Φασσέν (Éric Fassin) [9].
Όμως, οι τέτοιες εκτιμήσεις βγάζουν το συμπέρασμά τους συγχρωτίζοντας και συγχέοντας πολιτικά φαινόμενα που ελάχιστα σχετίζονται μεταξύ τους. Το μόνο πολιτικό πρόγραμμα που ισχυρίστηκε ότι αντιπροσωπεύει κατ' αποκλειστικότητα όλο τον λαό, ενώ ταυτόχρονα κήρυττε ως μή νόμιμη κάθε αντιπολίτευση στον «σοσιαλισμό του 21ου αιώνα», είναι ο Τσαβισμός, πράγμα που αποτελεί πράγματι σαφή απειλή κατά της δημοκρατίας. Αλλά ο Τσαβισμός είναι μια ιδιαίτερη αριστερόστοφη ιδεολογία που έχει επιπροστεθεί σε ένα πολιτικό πλαίσιο που είναι κοινής αποδοχής από όλους τους λαϊκιστές.
Ασφαλώς, οι λαϊκιστές τόσο της Αριστεράς όσο και της Δεξιάς, αυτοπαρουσιάζονται ως οι μοναδικοί εκπρόσωποι ενός ομοιογενούς, ενάρετου και σκληρά εργαζόμενου λαού. Περιγράφουν όλους τους άλλους διεκδικητές της εξουσίας ως διεφθαρμένους και όλους τους πολίτες που δεν υποστηρίζουν τους λαϊκιστές ως προδότες. Η πολιτική τους δεν είναι απλά αντι-ελιτιστική, αλλά και αντι-πλουραλιστική.
Αντιθέτως, άλλες σύγχρονες μορφές του αποκαλούμενου αριστερού λαϊκισμού πρέπει να ερμηνεύονται ως προσπάθειες για την επανεφεύρεση της Σοσιαλδημοκρατίας. Αυτές οι προσπάθειες ενεργούν εντός των ορίων του δημοκρατικού πλουραλισμού (μολονότι μερικοί παρατηρητές, ανησυχητικά, κατηγορούν και αυτές τις προσπάθειες, π.χ. ο ΣΥΡΙΖΑ κατηγορείται [1] ότι επιχειρεί να υπονομεύσει την ανεξαρτησία των δικαστηρίων και την ελεύθερη έκφραση των Μέσων ενημέρωσης [2]). Όπου οι δυνάμεις αυτές είχαν πολιτική επιτυχία και σεβάστηκαν τους κανόνες του δημοκρατικού παιχνιδιού, δημιούργησαν νέες επιλογές για τους πολίτες, αποκαθιστώντας έτσι μια αίσθηση πολιτικής αντιπροσώπευσης που είχε χαθεί.
Η χωρίς πολλή σκέψη, αντανακλαστική απάντηση σ' αυτά τα κόμματα είναι η αυτόματη απόρριψή τους ως «αντι-συστημικά», και άρα η αντιμετώπισή τους ως μέρος του προβλήματος. Όμως, αυτή η νωθρή θεώρηση σπρώχνει τα πράγματα προς τα πίσω, ακριβώς όπως και η άποψη που ισχυρίζεται ότι παντού «ο λαός» ζητά πιο πολωτικές και πιο συγκινησιακά φορτισμένες μορφές πολιτικής. Τέτοια κόμματα και κινήματα έχουν κατακτήσει πολιτικά και εκλογικά κέρδη όχι επειδή είναι «λαϊκίστικα», ούτε βέβαια επειδή θέλουν να υπονομεύσουν τη δημοκρατία, αλλά επειδή προσφέρουν κάτι αναμφίβολα αριστερό.
Οι κυριότεροι σύγχρονοι στοχαστές της λαϊκιστικής Αριστεράς προβάλλουν δύο ισχυρισμούς για να υποστηρίξουν την πολιτική τους στρατηγική. Ο πρώτος είναι ότι ο λαϊκισμός γεμίζει το κενό που άφησε ακάλυπτο η παραδοσιακή Αριστερά όταν συνέκλινε με τη Δεξιά σε μια μορφή πολιτικής που περιέγραψε ήδη στη δεκαετία του 2000 ως «μεταδημοκρατική» η θεωρητικός της πολιτικής επιστήμης Σαντάλ Μουφ (Chantal Mouffe) [3], σύμβουλος του ισπανικού Ποδέμος και της La France Insoumise («Ανυπότακτης Γαλλίας» του Ζαν-Λυκ Μελανσόν). Όταν οι Σοσιαλδημοκράτες σε όλη τη Δύση υιοθέτησαν την «κεντρώα» (ακριβέστερα «κεντριστική») πολιτική του λεγόμενου Τρίτου Δρόμου [4] - ή «Θατσερισμό με ανθρώπινο πρόσωπο» - οι πολίτες δεν είχαν πια στη διάθεσή τους πραγματικά διαφορετικές εναλλακτικές επιλογές. Η διαφορά μεταξύ των κυρίων πολιτικών κομμάτων, παρατήρησε η Mουφ [5], δεν ήταν μεγαλύτερη από τη διαφορά μεταξύ Pepsi και Coke.
Chantal Mouffe |
Κατά την άποψη της Μουφ, ο δεξιός λαϊκισμός του Ζαν-Μαρί Λε Πεν (Jean-Marie Le Pen) στη Γαλλία και του Γεργκ Χάιντερ (Jörg Haider) στην Αυστρία ήταν μια «κραυγή του λαού» ενάντια σ' αυτή την έλλειψη εναλλακτικών επιλογών. Ο συγκινησιακά πολύ φορτισμένος, αυτοβιογραφικού τύπου απολογισμός του Γάλλου κοινωνιολόγου Ντιντιέ Εριμπόν (Didier Eribon) Retour à Reims (Επιστρέφοντας στην Ρεμς, 2009) [6] έγινε ξαφνικά μπεστ σέλερ σε όλη την Ευρώπη, εκτός των άλλων και επειδή απεικονίζει τέλεια τη δυναμική που διέγνωσαν η Μουφ και άλλοι πολιτικοί επιστήμονες και κοινωνιολόγοι. Η μητέρα του Eribon, η οποία υποστήριζε κάποτε το Κομμουνιστικό Κόμμα Γαλλίας, τώρα ψηφίζει τον ακροδεξιό Εθνικό Συναγερμό της Μαρίν Λε Πεν (Rassemblement Νational, δηλαδή το πρώην Εθνικό Μέτωπο Front Νational), ως διαμαρτυρία ενάντια στους σημερινούς Γάλλους Σοσιαλιστές, που έχουν μεταμορφωθεί σε νεοφιλελεύθερους.
Βέβαια, μπορεί κανείς να συμφωνήσει με αυτή τη διάγνωση των λαϊκιστών αριστερών, αλλά χωρίς να αποδεχτεί τον δεύτερο μείζονα ισχυρισμό τους: Ότι η καλύτερη απάντηση στη σημερινή κρίση δημοκρατικής αντιπροσώπευσης είναι αυτή που μορφοποιεί την πολιτική ως μια σύγκρουση μεταξύ των πολιτών όλων των πεποιθήσεων αφενός και μιας στενής ολιγαρχικής ομάδας ή «κάστας» (ισπανικά «la casta» [7]) αφετέρου. Η ιδέα που σιωπηρά αποτελεί τη βάση για αυτό το πλαίσιο πολιτικής, είναι ότι οι πολίτες - όπως η μητέρα του Eribon - έχουν κουραστεί από όλα αυτά που σχετίζονται με την παραδοσιακή Αριστερά· τα έχουν βαρεθεί και αναζητούν μια νέα προσέγγιση. Με άλλα λόγια, όπως το θέτει το Ποδέμος [8] στην Ισπανία, «άν θέλετε να κάνετε κάτι σωστό, μη το κάνετε όπως θα το έκανε η Αριστερά» [στα αγγλικά γίνεται λογοπαίγνιο - «If you want to get it right, don’t do what the left would do»].
Ως συνέπεια των παραπάνω, στη διάρκεια της κρίσης στη ζώνη του Ευρώ οι λαϊκιστές αριστεροί ανέπτυξαν μια «εγκάρσια στρατηγική» που διαπερνούσε τους παραδοσιακούς ιδεολογικούς διαχωρισμούς, έχοντας ως υπόθεση ότι οι πολίτες θα είναι ανοικτοί και πρόθυμοι στο να επιρρίψουν την ενοχή για τα δεινά τους σε μια οικονομική ολιγαρχία. Η ιδέα ήταν να προσελκύσουν όχι μόνον τους αριστερούς, αλλά ακόμη και τους υποστηρικτές των λαϊκιστικών κομμάτων της Δεξιάς· το εργαλείο τους ήταν η επεξεργασία πολιτικών θέσεων που ήταν στην πράξη αριστερές, αν και όχι κατ΄ όνομα. Ήλπιζαν ότι οι ψηφοφόροι θα σταματούσαν να κατηγορούν τους μετανάστες ως υπαίτιους των προβλημάτων τους, αν ο χρηματοπιστωτικός καπιταλισμός στιγματιζόταν ως ο πραγματικός ένοχος. 'Οσο δικαιολογημένη και να είναι αυτή η κριτική εναντίον του χρηματοπιστωτικού καπιταλισμού, είναι σωστό να πιστεύουν οι σημερινοί λαϊκιστές Αριστεροί ότι η επίκληση του «λαού» θα κινητοποιήσει τους πολίτες, ιδιαίτερα τους εργαζόμενους, ενώ μια αναζωογονημένη αριστερή γλώσσα δεν μπορεί να το κάνει; Αν δεχόμαστε ότι για έναν έλεγχο αυτού του ερωτήματος με βάση την εμπειρία δεν αρκούν μόνον μία ή δύο εκλογικές αναμετρήσεις αλλά χρειάζονται περισσότερα πράγματα, τα μέχρι στιγμής δεδομένα δεν στηρίζουν την λαϊκιστική / εθνικιστική προσέγγιση.
Για παράδειγμα, στις προεδρικές εκλογές του 2017, ο Jean-Luc Mélenchon της «Ανυπότακτης Γαλλίας» εγκατέλειψε την ρητορική που ακολουθεί τον κανόνα, επικαλείται οικουμενικές πολιτικές και ηθικές αξίες και επικεντρώνεται σε ζητήματα κοινωνικών τάξεων και υιοθέτησε τη γλώσσα του «λαού». Στις προεκλογικές συγκεντρώσεις του, οι σοσιαλιστικές κόκκινες σημαίες εξαφανίστηκαν και έδωσαν τη θέση τους στην εθνική σημαία της Γαλλίας, την Tricolore. Ο ύμνος της Σοσιαλιστικής «Διεθνούς» αντικαταστάθηκε από τον Γαλλικό εθνικό ύμνο, την «Μασσαλιώτιδα». Παρόλα αυτά, και παρόλο που ο Μελανσόν πήγε καλά στις κάλπες - παρολίγο να έμπαινε στον δεύτερο γύρο των Προεδικών εκλογών - η «Ανυπότακτη Γαλλία» του δεν κατάφερε να αποσπάσει παρά μόνον το 3 % των προηγούμενων ψηφοφόρων του Εθνικού Μετώπου, όπως επισήμανε ο Γάλλος κοινωνιολόγος Ερίκ Φασσέν (Éric Fassin) [9].
Ο Μελανσόν δεν είναι βέβαια ο μόνος ευρωπαίος αριστερός πολιτικός που κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η «εγκάρσια στρατηγική» επιτάσσει στροφή προς τον εθνικισμό. Η Ζάρα Βάγκενκνεχτ (Sahra Wagenknecht) του Κόμματος της Αριστεράς στη Γερμανία (Die Linke) συγκρότησε ένα κίνημα για να συνενώσει οπαδούς διαφόρων αριστερών κομμάτων της χώρας της και παράλληλα να προσελκύσει εκλογείς που υποστηρίζουν τώρα την ακροδεξιά Εναλλακτική Λύση για τη Γερμανία (Alternative für Deutschland - AfD). Όμως, μέχρι στιγμής, το μοναδικό διακριτικό γνώρισμα αυτής της πολιτικής της εξόρμησης με το [πολυτασικό] κίνημα «Ξεσηκωθείτε!» [Sammlungsbewegung «Aufstehen!»] είναι η αντίθεσή του στα «ανοικτά σύνορα».
Μια τέτοια στρατηγική εύκολα μπορεί να γίνει μπούμερανγκ και να επιφέρει το αντίθετο αποτέλεσμα από αυτό που επιδιώκει. Αν μη τι άλλο, αυτό που φαίνεται πιο πιθανό, είναι να ενισχύσει τη θέση των δεξιών λαϊκιστών, καθώς αποδέχεται τα βασικά πολιτικά επιχειρήματά τους για το μεταναστευτικό ζήτημα, ενώ ταυτόχρονα αποξενώνει και απωθεί τη διεθνιστική Αριστερά. Και αυτό φαίνεται να είναι όντως το αποτέλεσμα στην Ιταλία, όπου η ακροδεξιά Λέγκα και όχι ο μεγαλύτερος εταίρος του κυβερνητικού συνασπισμού, το Κίνημα των Πέντε Αστέρων, είναι αυτή που καθορίζει την κυβερνητική ατζέντα.
Όπως επεσήμανε ο Φασσέν, οι αριστεροί, αντί να στοχεύουν στο να (ξανα)κερδίσουν την ψήφο εκείνων των εργαζόμενων που προσελκύονται από τους δεξιούς λαϊκιστές - ίσως κινούμενοι από την απέχθειά τους για τον αδέσποτο καπιταλισμό, ίσως για άλλους λόγους -, είναι καλύτερο να επικεντρωθούν στους πολίτες που δεν πηγαίνουν να ψηφίσουν τώρα, αλλά μπορεί, υπό προϋποθέσεις, να επανέλθουν στις κάλπες. Οι πολίτες αυτοί, ίσως θα ήθελαν να υποστηρίξουν πολιτικές εμπνευσμένες από τα ιδεώδη της κοινωνικής αλληλεγγύης και όχι ενός αναγεννημένου εθνικισμού. Η Αριστερά έχει επιτυχία όταν προσφέρει σαφείς εναλλακτικές λύσεις σε θέματα όπως, λόγου χάρη, η στεγαστική πολιτική και η ρύθμιση του χρηματοοικονομικού τομέα, και όχι όταν επικαλείται γενικά και αόριστα «τον λαό» (πόσο μάλλον το «έθνος»). Ας σκεφτούμε, για παράδειγμα, τον αρχηγό του βρετανικού Εργατικού Κόμματος Τζέρεμι Κόρμπιν (Jeremy Corbyn) και τον τον ανεξάρτητο γερουσιαστή Μπέρνι Σάντερς (Bernie Sanders), που είχε απροσδόκητα μεγάλη επιτυχία εναντίον της Χίλαρι Κλίντον στην προκριματική εκλογή του Δημοκρατικού Κόμματος για τις προεδρικές εκλογές των ΗΠΑ το 2016 και θα συμμετέχει στις επόμενες Προεδρικές εκλογές του 2020. Αυτό που προτείνουν δεν είναι ο «σοσιαλισμός», αλλά ένα σοσιαλδημοκρατικό μείγμα με ποικίλα και «εύγευστα» πολιτικά συστατικά, που μπορεί να είναι ελκυστικό για όσους έχουν σιχαθεί την Pepsi, την Coke και όλα τα άλλα νεοφιλελεύθερα αεριούχα ποτά με τις πολλές φυσαλίδες και φούσκες, που τους προσφέρονται.
Μια τέτοια στρατηγική εύκολα μπορεί να γίνει μπούμερανγκ και να επιφέρει το αντίθετο αποτέλεσμα από αυτό που επιδιώκει. Αν μη τι άλλο, αυτό που φαίνεται πιο πιθανό, είναι να ενισχύσει τη θέση των δεξιών λαϊκιστών, καθώς αποδέχεται τα βασικά πολιτικά επιχειρήματά τους για το μεταναστευτικό ζήτημα, ενώ ταυτόχρονα αποξενώνει και απωθεί τη διεθνιστική Αριστερά. Και αυτό φαίνεται να είναι όντως το αποτέλεσμα στην Ιταλία, όπου η ακροδεξιά Λέγκα και όχι ο μεγαλύτερος εταίρος του κυβερνητικού συνασπισμού, το Κίνημα των Πέντε Αστέρων, είναι αυτή που καθορίζει την κυβερνητική ατζέντα.
Éric Fassin |
ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1] Στάθης Καλύβας, «What Democracies Can Learn From Greece's Failed Populist Experiment» (The Atlantic Magazine, 4.5.2017)
[2] Γιώργος Β. Δερτιλής: «Ist Griechenlands Democratie in Gefahr?» (Frankfurter Allgemeine Zeitung, 23.09.2017) και - αγγλικά - «Is Greek democracy in danger?» (The Athens Review of Books, 1.12.2018)
[3] «Left populism over the years», συζήτηση της Chantal Mouffe με την Rosemary Bechler της openDemocracy, με θέματα την άνοδο της Δεξιάς μετά το 2000, τα συμπεράσματα για τη φιλελεύθερη δημοκρατία που προκύπτουν από αυτό και τέλος, την εμβάθυνση της δημοκρατίας που είναι αναγκαία ως απάντηση (Can Europe Make-it / openDemocracy, 10.9.2018)
[5] «Left Populism and Taking Back Democracy: A Conversation with Chantal Mouffe» (Andrea Cely και Alejandro Mantilla, VERSO, 21.3.2016)
[6] Didier Eribon, Returning to Reims, αγγλ. μετάφραση Michael Lucey, 2013, MIT Press (για τον Didier Eribon βλ. και Βιβλιονετ)
[7] Giles Tremlett, «The Podemos revolution: how a small group of radical academics changed European politics» (The Guardian, 31.3.2015)
[8] Pablo Iglesias, Politics in a Time of Crisis - Podemos and the Future of Democracy in Europe (πρόλογος Αλέξης Τσίπρας, Οκτώβριος 2015, VERSO)
[9] «Left-wing populism, A legacy of defeat» - Συνέντευξη του Éric Fassin με τους Martina Tazzioli, Peter Hallward και Claudia Aradau (Radical Philosophy, Ιούνιος 2018)
Γιαν-Βέρνερ Μύλλερ, πρόσφατη αρθρογραφία στον ιστοχώρο Μετά την Κρίση:
Ο Jan-Werner Müller είναι καθηγητής στο τμήμα Πολιτικής Επιστήμης του Princeton στο Νιου Τζέρσεϊ, από τα παλιότερα και πιο ονομαστά πανεπιστήμια στις ΗΠΑ. Διδάσκει ως επισκέπτης καθηγητής στο IWM, Βιέννη. Εκτενές βιογραφικό (Princeton)
Πρόσφατο βιβλίο: Was ist Populismus? (Τι είναι λαϊκισμός, Suhrkamp, 2016 - ελληνικά), δοκίμιο από τα μαθήματα στο IWM (Lectures in Human Sciences).
Άλλα: Another Country: German Intellectuals, Unification and National Identity (Yale 2000), A Dangerous Mind: Carl Schmitt in Post-War European Thought (Yale 2003 - ελληνικά), Constitutional Patriotism (Princeton Univ. Press, 2007 - ελληνικά)
Πρόσφατο βιβλίο: Was ist Populismus? (Τι είναι λαϊκισμός, Suhrkamp, 2016 - ελληνικά), δοκίμιο από τα μαθήματα στο IWM (Lectures in Human Sciences).
Άλλα: Another Country: German Intellectuals, Unification and National Identity (Yale 2000), A Dangerous Mind: Carl Schmitt in Post-War European Thought (Yale 2003 - ελληνικά), Constitutional Patriotism (Princeton Univ. Press, 2007 - ελληνικά)
Επιλεγμένη αρθρογραφία του Γ. Β. Μύλλερ (Αγγλικά)
Blätter für deutsche und internationale Politik (γερμ.): Αρθρογραφία J.-W.Müller
Blätter für deutsche und internationale Politik (γερμ.): Αρθρογραφία J.-W.Müller
Γιαν-Βέρνερ Μύλλερ, πρόσφατη αρθρογραφία στον ιστοχώρο Μετά την Κρίση:
Η ΕΕ θα έχει μέλλον μόνον άν ανακτήσει τη δημοκρατία σε Ενωσιακό επίπεδο
Άρθρα άλλων καλών μελετητών του σύγχρονου λαϊκισμού:
Nadia Urbinati (πανεπιστήμιο Κολούμπια, Ν. Υόρκη): «Democracy and Populism» (αγγλικά Constellations Vol. 5, No 1, 1998, ιταλικά La società degli individui, απόσπασμα στα ελληνικά Εφημερίδα των Συντακτών, παρουσίαση Θαν. Γιαλκέτση, 3.3.2019)
Cas Mudde: «Για να αξίζουν τον σεβασμό μας, οι πολιτικοί πρέπει να εγκαταλείψουν τη λαϊκιστική τους ρητορική» (αγγλικά The Guardian, 7.3. 2019, ελληνικά Μεταρρύθμιση, 11.3.2019
Άρθρα άλλων καλών μελετητών του σύγχρονου λαϊκισμού:
Nadia Urbinati (πανεπιστήμιο Κολούμπια, Ν. Υόρκη): «Democracy and Populism» (αγγλικά Constellations Vol. 5, No 1, 1998, ιταλικά La società degli individui, απόσπασμα στα ελληνικά Εφημερίδα των Συντακτών, παρουσίαση Θαν. Γιαλκέτση, 3.3.2019)
Cas Mudde: «Για να αξίζουν τον σεβασμό μας, οι πολιτικοί πρέπει να εγκαταλείψουν τη λαϊκιστική τους ρητορική» (αγγλικά The Guardian, 7.3. 2019, ελληνικά Μεταρρύθμιση, 11.3.2019
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου