Η ελληνική κυβέρνηση, όπως όλες οι κυβερνήσεις του κόσμου, ανακοίνωσε οικονομικά μέτρα για την αντιμετώπιση της κατάστασης που δημιουργεί η παγκόσμια πανδημία. Και ο υφυπουργός Θ. Σκυλακάκης μίλησε για «εκδίκηση του Κέυνς». Τί εννοούσε; Πάντως, η φράση του ερμηνεύτηκε (Στ. Κασιμάτης, «Η εκδίκηση του Κέινς», Καθημερινή 19.3.2020) και ως εξής: «Η αναγκαστική προσαρμογή της οικονομικής πολιτικής δημιουργεί πρόβλημα στην Αριστερά, διότι τι περισσότερο μπορεί να αξιώσει πια για τους εργαζομένους έπειτα από τα μέτρα που ανακοίνωσε η κυβέρνηση».
Τί τρέχει εδώ: Φιλελεύθεροι πολιτικοί και δημοσιολογούντες, εν ώρα κινδύνου, μιλούν για «εκδίκηση του Κέυνς», ο οποίος, ως γνωστόν, ήταν εμβληματικός (παλαιο)φιλελεύθερος οικονομολόγος και πολιτικός στοχαστής. Φυσικά «ο παλιός είναι αλλιώς»!
Εάν οι τυφλοί ανέβλεψαν και βλέπουν έκπληκτοι τη βάρκα να αρμενίζει πολύ στραβά, σε γιαλό που έβγαλε ξαφνικά υφάλους και ξέρες, το μόνο που ταιριάζει στην περίσταση είναι να ειπωθεί πάλι το χιλιοειπωμένο «είναι πολύ αργά για δάκρυα ...Στέλλα».
Ποιούς, αλήθεια, εκδικείται ο Κέυνς; Τους αριστερούς; Ενόσω ήταν εν ζωή, αλλά στην πραγματικότητα και μετά θάνατον, ήταν αντίπαλος της αντικαπιταλιστικής Αριστεράς και μάλιστα στα ίσια. Δεν ήταν φίλος της που τον πούλησαν φίλοι αριστεροί. Άλλοι τον πούλησαν, οι (ψευτο)φίλοι ομοϊδεάτες του. Φιλελεύθεροι. Ο Κέυνς τον καπιταλισμό ήθελε να σώσει. Από τις διαστροφικές, (αυτο)καταστροφικές του τάσεις.
Ποιοί παρέβλεπαν την διαχρονική αξία των ιδεών του Κέυνς για τους στόχους που εκείνος έθετε; Ποιοί παρέβλεπαν πόσο «επικίνδυνος» και «εκδικητικός» για τους ίδιους μπορεί να γίνει; Ιδίως «επικίνδυνος» μακροπρόθεσμα - ιδού μια λέξη της οποίας ο Κέυνς έκανε χρήση εμβληματική, συνδέοντάς την με τη μοίρα των ανθρώπων, ζωή και θάνατο.
Εάν οι τυφλοί ανέβλεψαν και βλέπουν έκπληκτοι τη βάρκα να αρμενίζει πολύ στραβά, σε γιαλό που έβγαλε ξαφνικά υφάλους και ξέρες, το μόνο που ταιριάζει στην περίσταση είναι να ειπωθεί πάλι το χιλιοειπωμένο «είναι πολύ αργά για δάκρυα ...Στέλλα».
Ποιούς, αλήθεια, εκδικείται ο Κέυνς; Τους αριστερούς; Ενόσω ήταν εν ζωή, αλλά στην πραγματικότητα και μετά θάνατον, ήταν αντίπαλος της αντικαπιταλιστικής Αριστεράς και μάλιστα στα ίσια. Δεν ήταν φίλος της που τον πούλησαν φίλοι αριστεροί. Άλλοι τον πούλησαν, οι (ψευτο)φίλοι ομοϊδεάτες του. Φιλελεύθεροι. Ο Κέυνς τον καπιταλισμό ήθελε να σώσει. Από τις διαστροφικές, (αυτο)καταστροφικές του τάσεις.
Ποιοί παρέβλεπαν την διαχρονική αξία των ιδεών του Κέυνς για τους στόχους που εκείνος έθετε; Ποιοί παρέβλεπαν πόσο «επικίνδυνος» και «εκδικητικός» για τους ίδιους μπορεί να γίνει; Ιδίως «επικίνδυνος» μακροπρόθεσμα - ιδού μια λέξη της οποίας ο Κέυνς έκανε χρήση εμβληματική, συνδέοντάς την με τη μοίρα των ανθρώπων, ζωή και θάνατο.
Αυτός που ήταν μέχρι χθές ο μετά θάνατον υποτιμημένος απόβλητος της φιλελεύθερης συντροφίας, ο Τζ. Μαίηναρντ Κέυνς, τώρα εκδικείται, διότι οι καπεταναίοι που κάνουν μόνον για ήρεμες θάλασσες, εν καιρώ θυέλλης και κινδύνου του παραχωρούν αναγκαστικά, θέλοντας και μή, το πηδάλιο και όλη τη γέφυρα του σκάφους.
Αλλά δεν φτάνει να ομολογούν ότι τους εκδικείται. Πρέπει και να παραδεχτούν ότι οι δικές τους γνώσεις πλοήγησης, οι ιδέες τους για τους ανέμους, τους καιρούς και για το ευμετάβλητό τους, τα κοινωνικά και πολιτικά τους ήθη και νοοτροπίες στη γέφυρα του σκάφους, δεν κάνουν για πραγματικές θάλασσες. Το πολύ-πολύ, είναι καπεταναίοι για ήρεμες πισίνες.
Οι επιδόσεις στην πλοήγηση και οι ικανότητες στις δύσκολες θάλασσες των αντίστοιχων αριστερών αντιπάλων του καπιταλισμού (άρα και αντιπάλων του Κέυνς), είναι άλλου παπά ευαγγέλιο, ή μάλλον διαφορετική αλλά εξίσου θλιβερή ιστορία.
Αυτό που μετράει τώρα είναι το εξής: Εκείνοι που σε καιρούς νηνεμίας υποτιμούσαν τον Κέυνς και παρέβλεπαν τον ρεαλισμό του ή την διορατικότητά του, χρειάστηκαν την επέλαση του κορονωϊού για να συνειδητοποιήσουν ότι, αργά ή γρήγορα, ο Κέυνς θα «τους την φέρει» πολύ άσχημα και σκληρά.
Τόσο το χειρότερο για την προβλεπτικότητά τους και την πολιτική αξία τους.
Έχουν υπάρξει ισχυρότατες ενδείξεις πολλάκις, μας το ξαναλέει τώρα ο κορονωιός, ότι οι αγορές δεν αυτορρυθμίζονται αποτελεσματικά. Διότι υπό συνθήκες κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής, δεν μπορούν να αυτορρυθμιστούν σε συγχρονισμό με τον εξωοικονομικό βιόκοσμο, την κανονική ζωή όπως την βιώνουν οι άνθρωποι. Ίσως μπορούσαν σε άλλα συστήματα τρόπων παραγωγής του παρελθόντος (π.χ. υπό συνθήκες φεουδαρχίας) ή να μπορέσουν σε άλλα μελλοντικά. Όχι τώρα.
Η αδυναμία αυτή δεν οφείλεται σε υποκειμενικές προθέσεις ή βουλήσεις, π.χ. στο άν οι κεφαλαιούχοι ή αυτοί που τους εχθρεύονται είναι κακοί ή καλοί άνθρωποι, ενάρετοι ή βιτσιόζοι, καλοπροαίρετοι ή κακοπροαίρετοι. Είτε υποθέσουμε ότι είναι καλοί, είτε ότι είναι κακοί, ποσώς ενδιαφέρει το ένα και το άλλο. Η αιτία της μη αυτορρύθμισης βρίσκεται έξω από ικανότητες και προθέσεις ανθρώπων, καλές ή κακές.
Μια (εντελώς επιφανειακή, αλλά εποπτική) εικόνα της αιτίας, βλέπουμε αυτές τις ημέρες στα χρηματιστήρια και στις αγορές εμπορευμάτων, νομισμάτων και ομολόγων: Οι αγορές, όπως είναι δομημένες υπό τις παρούσες συνθήκες, και το σύστημα βασικών δυνάμεων που τις καθοδηγεί - άλλοι το όρισαν ως την υποχρεωτική τάση του κεφαλαίου να αναδιαρθρώνεται και να συσσωρεύεται χωρίς ανάπαυση, άλλοι επικεντρώνονται στην «ψυχολογία των αγορών» - λειτουργούν στα εποπτεύσιμα από συνήθεις ανθρώπους κλάσματα χρόνου (και σίγουρα όσο διαρκούν οι κρίσιμες φάσεις τους) με υπερισχύουσα την «θετική ανάδραση» («positive feedback»). Δεν υπάρχει εγγενής, εσωτερικός μηχανισμός έγκαιρης εξισορρόπησης και ρύθμισης (π.χ. ταχεία άνοδος της «αρνητικής ανάδρασης»). Ό,τι και όταν ανεβαίνει, ανεβαίνει ακόμη πιο πολύ, σε βαθμό άκρας υπερβολής. Και συχνά η άνοδος κρατάει για πολύ, Ό,τι και όταν κατεβαίνει, γκρεμίζεται μέχρι συντριβής. Και σχεδόν πάντα γκρεμίζεται καταιγιστικά, σε χρόνο μηδέν.
Τα συμβαίνοντα που δίνουν το σύνθημα της πτώσης και γίνονται η αφορμή της, κάποιοι τα ονομάζουν «μαύρους κύκνους», τονίζοντας το απρόβλεπτό τους. Άλλοι τα αποκαλούν «λευκούς κύκνους», διότι όσο και να παραξενεύουν, όσο και να είναι κάθε φορά διαφορετικά και πάντα «ανοίκεια», έρχονται πάντοτε, αργά ή γρήγορα. Ξέρουμε ότι κάποια στιγμή θα έλθουν - η λογική λέει ότι θα 'πρεπε να ξέρουμε, τόνιζε ο Αμερικανός οικονομολόγος Χάυμαν Μίνσκυ (Hyman Minsky), από τον οποίο η χρονική στιγμή και η αφορμή που δίνει το σύνθημα για το τέλος της ανοδικής «κανονικότητας» στις αγορές, πήρε το όνομα «στιγμή Μίνσκυ».
Ο μηχανισμός αυτορρύθμισης, εάν υπάρχει, λειτουργεί με μεγάλη καθυστέρηση. Η διόρθωση της υπερβολής μέσω εξισορρόπησης της προσφοράς και της ζήτησης, συνήθως έρχεται πολύ αργά ή με τρόπους ακατάλληλους. Και έτσι «δεν μετράει», δεν έχει πρακτική σημασία μέσα στην κλίμακα του χρόνου που αντιλαμβάνονται οι πραγματικοί άνθρωποι. Ο Κέυνς διατύπωσε με πολύ υποβλητικό τρόπο πόσο άνευ πρακτικού νοήματος για πραγματικούς ανθρώπους είναι αυτή η καθυστερημένη, μακροπρόθεσμη αποκατάσταση της ισορροπίας: «Μακροπρόθεσμα, όλοι θα έχουμε πεθάνει» («In the long run we are all dead»).
Έτσι, εάν στόχος είναι να μη φθαρεί σε βάθος και να μην υποστεί βλάβη ανεπανόρθωτη αυτό το σύστημα δομών και δυνάμεων, επεμβαίνει - πρέπει να επεμβαίνει, είπε κατηγορηματικά ο Κέυνς - ένας παράγων εξωτερικός των αγορών, εκείνος που ο Σταγειρίτης σοφός συνόψισε πολύ παλιά με τις λέξεις πολιτικόν ζώον: Η πολιτική, η δημοκρατία, το κράτος, οι δημόσιοι θεσμοί του εθνικού κράτους, καθώς και υπερκρατικοί πολιτικοί θεσμοί στους οποίους μεγάλη σημασία απέδιδε ο Κέυνς, παρά τα αντιθέτως θρυλούμενα. Και μόνον έτσι, αυτοί το σώζουν.
Η απάντηση είναι η εξής: Οι κρίσεις μπορούν να του προκαλέσουν βλάβη δύσκολα επισκευάσιμη για δύο βασικούς λόγους. Μπορούν να τον φθείρουν από δύο διαφορετικές πλευρές. Πρώτον επειδή οι τέτοιες κρίσεις εκμηδενίζουν την κοινωνική αποδοχή του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής· αυτό μπορεί να σηματοδοτήσει ή και ενεργοποιήσει αδυναμία συνύπαρξής του με πολιτεύματα αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας. Δεύτερον, επειδή οι «δημιουργικές καταστροφές» των κρίσεων, μολονότι τον ανανεώνουν, τον απαλλάσσουν από «νεκρά βάρη», τον μεταλλάσσουν και υποβοηθούν την οικονομική αξιοποίηση νέων τεχνολογικών επινοήσεων, ωστόσο εμπεριέχουν και υψηλό βαθμό κινδύνου για το σύστημα· περιορίζουν τις λειτουργικές του ικανότητες για χρονικά διαστήματα με μή προβλέψιμο τέλος.
Η λύση που έδωσε ο Κέυνς ήταν καπιταλισμός υπό ισχυρές παρεμβατικές, κανονιστικές και ανακατανεμητικές πολιτικές αρμοδιότητες και ικανότητες μιας δημοκρατικής πολιτείας· η νομιμοποίηση αυτών των αρμοδιοτήτων και η εξασφάλιση των ικανοτήτων και της ισχύος αντλείται μέσω της αντιπροσώπευσης και της αναγνώρισης των ταξικών αγώνων ως ουσιαστικού θεσμού της δημοκρατίας. Ήταν το μεταπολεμικό κράτος πρόνοιας ή κοινωνικό κράτος. Με τα λόγια του ίδιου (είναι και τίτλος βιβλίου του), ήταν Το τέλος του Lessaiz-faire, δηλαδή το τέλος της κλασικής μορφής καπιταλισμού χωρίς παρεμβατικό κράτος, αυτής που επικρατούσε πριν από την Παγκόσμια Οικονομική Κρίση της δεκαετίας του 1930.
Στο New Deal του Φρ. Ρούσβελτ για την αντιμετώπιση της κρίσης του ΄30 στις ΗΠΑ, συνέβη η πρώτη «πιλοτική» εφαρμογή μερικών από αυτές τις ιδέες. Αποδείχτηκε επιτυχής. Στη συνέχεια, μολονότι ο Κέυνς ανήκε πολιτικά στους Φιλελεύθερους, η λύση του υιοθετήθηκε προπαντός από Σοσιαλδημοκρατικά κόμματα, της Ευρώπης - όπως το Εργατικό Κόμμα που ανήλθε μετά τον πόλεμο στην εξουσία στη Βρετανία - και εφαρμόστηκε υπό την πολιτική τους αιγίδα. Αλλά όχι μόνον από αυτά. Ωστόσο, πολλοί Φιλελεύθεροι πολιτικοί από την αρχή κράτησαν αποστάσεις από τον πολιτικά ομοϊδεάτη τους Κέυνς.
Σ' αυτό το πολιτικό πλαίσιο, η Κεϋνσιανή συνταγή εφαρμόστηκε για 3 δεκαετίες (περίπου μέχρι το 1980) σε όλες τις χώρες της Δυτικής και Βόρειας Ευρώπης. Εν μέρει, στρεβλωμένη - και τελικά ως υβριδική Νεοκλασική-Κεϋνσιανή Σύνθεση - εφαρμόστηκε και στις μεταπολεμικές ΗΠΑ. Ο ίδιος ο ρεπουμπλικανός Πρόεδρος Ρίτσαρντ Νίξον είχε ομολογήσει ότι «τώρα πλέον είμαστε όλοι Κεϋνσιανοί». Στρεβλωμένη εφαρμόστηκε επίσης στις καθ΄ ημάς χώρες του ευρωπαϊκού Νότου και σε μερικές άλλες οικονομικά αναπτυγμένες χώρες. Σε λίγο-πολύ κανονική μορφή εφαρμόζεται ακόμη και σήμερα στις Σκανδιναβικές χώρες· όμως πολλά Κεϋνσιανά στοιχεία, υπό συρρικνωμένη μορφή, ισχύουν επίσης στις 2 μεγαλύτερες χώρες της ηπειρωτικής Ευρώπης και σε μερικές οικονομικά ισχυρές μικρότερες.
Η λύση του Κέυνς προστατεύει το κεφάλαιο από τις επικίνδυνες «παρορμήσεις» του εαυτού του, αλλά του επιβάλλει ένα τίμημα για την προστασία: Όρια στην κερδοφορία και περιορισμούς στα περιθώρια κινήσεων και στο αυτεξούσιο της δράσης του. Πολύ στενός ο κορσές; Το σίγουρο είναι ότι το κράτος πρόνοιας έχει τις δικές του αντιφάσεις, διαφορετικές από του lessaiz faire. Και το έδειξε. Στη δεκαετία του 1970 είδε τίς δικές του κρίσεις. Η «οικονομία» (δηλαδή οι κάτοχοι του κεφαλαίου και οι διαχειριστές του) και οι σημαντικότερες πολιτικές δυνάμεις που υπερίσχυσαν στις πιο πολλές χώρες, συντηρητικές ή φιλελεύθερες, μεταξύ δύο «προβληματικών»» λύσεων, επέλεξαν όχι όρια στην κερδοφορία, όχι περιορισμούς στο αυτεξούσιο της δράσης του κεφαλαίου. Εγκατέλειψαν την Κεϋνσιανή λύση. Επέστρεψε το lessaiz faire.
Και τί συμβαίνει τώρα, υπό συνθήκες οικονομικής αλληλοεξάρτησης σε πλανητική κλίμακα (που δεν υπήρχαν το 1970 ούτε το 1980); Όλο και πιο συχνές κρίσεις, όλο και πιο διαφορετικές κρίσεις. Από τη χρηματοπιστωτική κρίση του 2008, μετά στη λεγόμενη κρίση χρέους της ευρωζώνης, και τώρα φθάσαμε στις παράπλευρες επιπτώσεις που προκαλεί ένας μεταλλαγμένος ιός, τόσο στην πραγματική οικονομία, όσο και στην χρηματοοικονομία. Στο βάθος ηχεί μονότονα, σαν απειλητικό μπάσο, η «βοή των πλησιαζόντων γεγονότων», των πιο μεγάλων από τα μεγάλα: Της κλιματικής κρίσης.
Όλα αυτά που θεωρούνταν κάποτε καταστάσεις εξαίρεσης ή εκτάκτου ανάγκης ή μεμονωμένα γεγονότα εκτός κανονικότητας, είναι τόσο πυκνά, ώστε μας παρουσιάζονται ως ο νέος κανόνας.
Ζούσαμε και άλλοτε - ίσως πάντα - σε «κοινωνίες της διακινδύνευσης», όμως τώρα είναι η πρώτη φορά στην ιστορία που το συνειδητοποιούμε και το αναλύουμε θεωρητικά. Εισερχόμαστε στη «δεύτερη νεωτερική εποχή». Βασανιστικά, η νεωτερικότητα γίνεται αναστοχαστική. Τώρα, η νεωτερικότητα χάνει την αθωότητα της νεανικής της εποχής και αντιμετωπίζει ως θέμα και ως πρόβλημα τον ίδιο τον εαυτό της. Έτσι συνόψισε τη νέα πραγματικότητα ο μεγάλος κοινωνιολόγος Ούλριχ Μπεκ (Ulrich Beck) στην αλλαγή του αιώνα και της χιλιετηρίδας.
Πέρα από το αυταπόδεικτο γεγονός, ότι βιοτικούς κινδύνους όπως τούτης της πανδημίας, μόνον πολιτικοί θεσμοί μπορούν να διαχειριστούν και να αντιμετωπίσουν - η ανάθεσή τους στις αγορές, με εμπιστοσύνη στο αόρατο χέρι τους, μοιάζει με ένα ακόμη καλό ανέκδοτο με τον Τοτό - η διακινδύνευση ταράζει ως απτή παράπλευρη επίπτωση και ως έξαρση της αβεβαιότητας το ίδιο το στενό πεδίο της οικονομίας:
Το κακό γι' αυτούς είναι πως από δω και πέρα, μπορεί να έχουν την ανάγκη του Κέυνς όχι κατ΄ εξαίρεση, για καταστάσεις εκτάκτου ανάγκης, αλλά για ολόκληρη τη νέα κανονικότητα.
Αλλά δεν φτάνει να ομολογούν ότι τους εκδικείται. Πρέπει και να παραδεχτούν ότι οι δικές τους γνώσεις πλοήγησης, οι ιδέες τους για τους ανέμους, τους καιρούς και για το ευμετάβλητό τους, τα κοινωνικά και πολιτικά τους ήθη και νοοτροπίες στη γέφυρα του σκάφους, δεν κάνουν για πραγματικές θάλασσες. Το πολύ-πολύ, είναι καπεταναίοι για ήρεμες πισίνες.
Οι επιδόσεις στην πλοήγηση και οι ικανότητες στις δύσκολες θάλασσες των αντίστοιχων αριστερών αντιπάλων του καπιταλισμού (άρα και αντιπάλων του Κέυνς), είναι άλλου παπά ευαγγέλιο, ή μάλλον διαφορετική αλλά εξίσου θλιβερή ιστορία.
Αυτό που μετράει τώρα είναι το εξής: Εκείνοι που σε καιρούς νηνεμίας υποτιμούσαν τον Κέυνς και παρέβλεπαν τον ρεαλισμό του ή την διορατικότητά του, χρειάστηκαν την επέλαση του κορονωϊού για να συνειδητοποιήσουν ότι, αργά ή γρήγορα, ο Κέυνς θα «τους την φέρει» πολύ άσχημα και σκληρά.
Τόσο το χειρότερο για την προβλεπτικότητά τους και την πολιτική αξία τους.
O Κέυνς ως εκπρόσωπος του Ηνωμένου Βασιλείου στη Συνδιάσκεψη Κορυφής του Bretton Woods για το παγκόσμιο σύστημα νομισματικών ισοτιμιών, κοντά στη λήξη του Β΄ Παγκ. Πολέμου (1944) |
ΙΙ
Γιατί είναι σήμερα άξιος προσοχής ο Κέυνς; Γιατί βρίσκονται πάλι σε προβληματική θέση εκείνοι οι συνάδελφοί του φιλελεύθεροι, που τον περιφρόνησαν και τον αντιμετωπίζουν πάντα ως (ψευτο)φίλοι, χρησιμοθηρικά, και τον θέλουν μόνον για τις δύσκολες στιγμές τους; Για πολλούς λόγους, ιδού ένας:Έχουν υπάρξει ισχυρότατες ενδείξεις πολλάκις, μας το ξαναλέει τώρα ο κορονωιός, ότι οι αγορές δεν αυτορρυθμίζονται αποτελεσματικά. Διότι υπό συνθήκες κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής, δεν μπορούν να αυτορρυθμιστούν σε συγχρονισμό με τον εξωοικονομικό βιόκοσμο, την κανονική ζωή όπως την βιώνουν οι άνθρωποι. Ίσως μπορούσαν σε άλλα συστήματα τρόπων παραγωγής του παρελθόντος (π.χ. υπό συνθήκες φεουδαρχίας) ή να μπορέσουν σε άλλα μελλοντικά. Όχι τώρα.
Η αδυναμία αυτή δεν οφείλεται σε υποκειμενικές προθέσεις ή βουλήσεις, π.χ. στο άν οι κεφαλαιούχοι ή αυτοί που τους εχθρεύονται είναι κακοί ή καλοί άνθρωποι, ενάρετοι ή βιτσιόζοι, καλοπροαίρετοι ή κακοπροαίρετοι. Είτε υποθέσουμε ότι είναι καλοί, είτε ότι είναι κακοί, ποσώς ενδιαφέρει το ένα και το άλλο. Η αιτία της μη αυτορρύθμισης βρίσκεται έξω από ικανότητες και προθέσεις ανθρώπων, καλές ή κακές.
Μια (εντελώς επιφανειακή, αλλά εποπτική) εικόνα της αιτίας, βλέπουμε αυτές τις ημέρες στα χρηματιστήρια και στις αγορές εμπορευμάτων, νομισμάτων και ομολόγων: Οι αγορές, όπως είναι δομημένες υπό τις παρούσες συνθήκες, και το σύστημα βασικών δυνάμεων που τις καθοδηγεί - άλλοι το όρισαν ως την υποχρεωτική τάση του κεφαλαίου να αναδιαρθρώνεται και να συσσωρεύεται χωρίς ανάπαυση, άλλοι επικεντρώνονται στην «ψυχολογία των αγορών» - λειτουργούν στα εποπτεύσιμα από συνήθεις ανθρώπους κλάσματα χρόνου (και σίγουρα όσο διαρκούν οι κρίσιμες φάσεις τους) με υπερισχύουσα την «θετική ανάδραση» («positive feedback»). Δεν υπάρχει εγγενής, εσωτερικός μηχανισμός έγκαιρης εξισορρόπησης και ρύθμισης (π.χ. ταχεία άνοδος της «αρνητικής ανάδρασης»). Ό,τι και όταν ανεβαίνει, ανεβαίνει ακόμη πιο πολύ, σε βαθμό άκρας υπερβολής. Και συχνά η άνοδος κρατάει για πολύ, Ό,τι και όταν κατεβαίνει, γκρεμίζεται μέχρι συντριβής. Και σχεδόν πάντα γκρεμίζεται καταιγιστικά, σε χρόνο μηδέν.
Τα συμβαίνοντα που δίνουν το σύνθημα της πτώσης και γίνονται η αφορμή της, κάποιοι τα ονομάζουν «μαύρους κύκνους», τονίζοντας το απρόβλεπτό τους. Άλλοι τα αποκαλούν «λευκούς κύκνους», διότι όσο και να παραξενεύουν, όσο και να είναι κάθε φορά διαφορετικά και πάντα «ανοίκεια», έρχονται πάντοτε, αργά ή γρήγορα. Ξέρουμε ότι κάποια στιγμή θα έλθουν - η λογική λέει ότι θα 'πρεπε να ξέρουμε, τόνιζε ο Αμερικανός οικονομολόγος Χάυμαν Μίνσκυ (Hyman Minsky), από τον οποίο η χρονική στιγμή και η αφορμή που δίνει το σύνθημα για το τέλος της ανοδικής «κανονικότητας» στις αγορές, πήρε το όνομα «στιγμή Μίνσκυ».
Ο μηχανισμός αυτορρύθμισης, εάν υπάρχει, λειτουργεί με μεγάλη καθυστέρηση. Η διόρθωση της υπερβολής μέσω εξισορρόπησης της προσφοράς και της ζήτησης, συνήθως έρχεται πολύ αργά ή με τρόπους ακατάλληλους. Και έτσι «δεν μετράει», δεν έχει πρακτική σημασία μέσα στην κλίμακα του χρόνου που αντιλαμβάνονται οι πραγματικοί άνθρωποι. Ο Κέυνς διατύπωσε με πολύ υποβλητικό τρόπο πόσο άνευ πρακτικού νοήματος για πραγματικούς ανθρώπους είναι αυτή η καθυστερημένη, μακροπρόθεσμη αποκατάσταση της ισορροπίας: «Μακροπρόθεσμα, όλοι θα έχουμε πεθάνει» («In the long run we are all dead»).
Έτσι, εάν στόχος είναι να μη φθαρεί σε βάθος και να μην υποστεί βλάβη ανεπανόρθωτη αυτό το σύστημα δομών και δυνάμεων, επεμβαίνει - πρέπει να επεμβαίνει, είπε κατηγορηματικά ο Κέυνς - ένας παράγων εξωτερικός των αγορών, εκείνος που ο Σταγειρίτης σοφός συνόψισε πολύ παλιά με τις λέξεις πολιτικόν ζώον: Η πολιτική, η δημοκρατία, το κράτος, οι δημόσιοι θεσμοί του εθνικού κράτους, καθώς και υπερκρατικοί πολιτικοί θεσμοί στους οποίους μεγάλη σημασία απέδιδε ο Κέυνς, παρά τα αντιθέτως θρυλούμενα. Και μόνον έτσι, αυτοί το σώζουν.
Adam Smith, Karl Marx, Joseph Schumpeter, J.M. Keynes |
ΙΙΙ
Από πολλούς και πολύ διαφορετικούς μεταξύ τους τίθεται επίσης το εξής ερώτημα: Γιατί μπορούν να φθείρουν σε βάθος τον κεφαλαιοκρατικό τρόπο παραγωγής οι εγγενείς κρίσεις του; Και τί γίνεται εάν αφεθεί ελεύθερη η εξέλιξη μιας τέτοιας βαθειάς κρίσης να εκτελέσει ανεμπόδιστα το έργο της «δημιουργικής καταστροφής»; Η απάντηση είναι η εξής: Οι κρίσεις μπορούν να του προκαλέσουν βλάβη δύσκολα επισκευάσιμη για δύο βασικούς λόγους. Μπορούν να τον φθείρουν από δύο διαφορετικές πλευρές. Πρώτον επειδή οι τέτοιες κρίσεις εκμηδενίζουν την κοινωνική αποδοχή του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής· αυτό μπορεί να σηματοδοτήσει ή και ενεργοποιήσει αδυναμία συνύπαρξής του με πολιτεύματα αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας. Δεύτερον, επειδή οι «δημιουργικές καταστροφές» των κρίσεων, μολονότι τον ανανεώνουν, τον απαλλάσσουν από «νεκρά βάρη», τον μεταλλάσσουν και υποβοηθούν την οικονομική αξιοποίηση νέων τεχνολογικών επινοήσεων, ωστόσο εμπεριέχουν και υψηλό βαθμό κινδύνου για το σύστημα· περιορίζουν τις λειτουργικές του ικανότητες για χρονικά διαστήματα με μή προβλέψιμο τέλος.
Η λύση που έδωσε ο Κέυνς ήταν καπιταλισμός υπό ισχυρές παρεμβατικές, κανονιστικές και ανακατανεμητικές πολιτικές αρμοδιότητες και ικανότητες μιας δημοκρατικής πολιτείας· η νομιμοποίηση αυτών των αρμοδιοτήτων και η εξασφάλιση των ικανοτήτων και της ισχύος αντλείται μέσω της αντιπροσώπευσης και της αναγνώρισης των ταξικών αγώνων ως ουσιαστικού θεσμού της δημοκρατίας. Ήταν το μεταπολεμικό κράτος πρόνοιας ή κοινωνικό κράτος. Με τα λόγια του ίδιου (είναι και τίτλος βιβλίου του), ήταν Το τέλος του Lessaiz-faire, δηλαδή το τέλος της κλασικής μορφής καπιταλισμού χωρίς παρεμβατικό κράτος, αυτής που επικρατούσε πριν από την Παγκόσμια Οικονομική Κρίση της δεκαετίας του 1930.
Στο New Deal του Φρ. Ρούσβελτ για την αντιμετώπιση της κρίσης του ΄30 στις ΗΠΑ, συνέβη η πρώτη «πιλοτική» εφαρμογή μερικών από αυτές τις ιδέες. Αποδείχτηκε επιτυχής. Στη συνέχεια, μολονότι ο Κέυνς ανήκε πολιτικά στους Φιλελεύθερους, η λύση του υιοθετήθηκε προπαντός από Σοσιαλδημοκρατικά κόμματα, της Ευρώπης - όπως το Εργατικό Κόμμα που ανήλθε μετά τον πόλεμο στην εξουσία στη Βρετανία - και εφαρμόστηκε υπό την πολιτική τους αιγίδα. Αλλά όχι μόνον από αυτά. Ωστόσο, πολλοί Φιλελεύθεροι πολιτικοί από την αρχή κράτησαν αποστάσεις από τον πολιτικά ομοϊδεάτη τους Κέυνς.
Σ' αυτό το πολιτικό πλαίσιο, η Κεϋνσιανή συνταγή εφαρμόστηκε για 3 δεκαετίες (περίπου μέχρι το 1980) σε όλες τις χώρες της Δυτικής και Βόρειας Ευρώπης. Εν μέρει, στρεβλωμένη - και τελικά ως υβριδική Νεοκλασική-Κεϋνσιανή Σύνθεση - εφαρμόστηκε και στις μεταπολεμικές ΗΠΑ. Ο ίδιος ο ρεπουμπλικανός Πρόεδρος Ρίτσαρντ Νίξον είχε ομολογήσει ότι «τώρα πλέον είμαστε όλοι Κεϋνσιανοί». Στρεβλωμένη εφαρμόστηκε επίσης στις καθ΄ ημάς χώρες του ευρωπαϊκού Νότου και σε μερικές άλλες οικονομικά αναπτυγμένες χώρες. Σε λίγο-πολύ κανονική μορφή εφαρμόζεται ακόμη και σήμερα στις Σκανδιναβικές χώρες· όμως πολλά Κεϋνσιανά στοιχεία, υπό συρρικνωμένη μορφή, ισχύουν επίσης στις 2 μεγαλύτερες χώρες της ηπειρωτικής Ευρώπης και σε μερικές οικονομικά ισχυρές μικρότερες.
Η λύση του Κέυνς προστατεύει το κεφάλαιο από τις επικίνδυνες «παρορμήσεις» του εαυτού του, αλλά του επιβάλλει ένα τίμημα για την προστασία: Όρια στην κερδοφορία και περιορισμούς στα περιθώρια κινήσεων και στο αυτεξούσιο της δράσης του. Πολύ στενός ο κορσές; Το σίγουρο είναι ότι το κράτος πρόνοιας έχει τις δικές του αντιφάσεις, διαφορετικές από του lessaiz faire. Και το έδειξε. Στη δεκαετία του 1970 είδε τίς δικές του κρίσεις. Η «οικονομία» (δηλαδή οι κάτοχοι του κεφαλαίου και οι διαχειριστές του) και οι σημαντικότερες πολιτικές δυνάμεις που υπερίσχυσαν στις πιο πολλές χώρες, συντηρητικές ή φιλελεύθερες, μεταξύ δύο «προβληματικών»» λύσεων, επέλεξαν όχι όρια στην κερδοφορία, όχι περιορισμούς στο αυτεξούσιο της δράσης του κεφαλαίου. Εγκατέλειψαν την Κεϋνσιανή λύση. Επέστρεψε το lessaiz faire.
Και τί συμβαίνει τώρα, υπό συνθήκες οικονομικής αλληλοεξάρτησης σε πλανητική κλίμακα (που δεν υπήρχαν το 1970 ούτε το 1980); Όλο και πιο συχνές κρίσεις, όλο και πιο διαφορετικές κρίσεις. Από τη χρηματοπιστωτική κρίση του 2008, μετά στη λεγόμενη κρίση χρέους της ευρωζώνης, και τώρα φθάσαμε στις παράπλευρες επιπτώσεις που προκαλεί ένας μεταλλαγμένος ιός, τόσο στην πραγματική οικονομία, όσο και στην χρηματοοικονομία. Στο βάθος ηχεί μονότονα, σαν απειλητικό μπάσο, η «βοή των πλησιαζόντων γεγονότων», των πιο μεγάλων από τα μεγάλα: Της κλιματικής κρίσης.
© Sebastian Wells/OSTKREUZ/taz |
Ζούσαμε και άλλοτε - ίσως πάντα - σε «κοινωνίες της διακινδύνευσης», όμως τώρα είναι η πρώτη φορά στην ιστορία που το συνειδητοποιούμε και το αναλύουμε θεωρητικά. Εισερχόμαστε στη «δεύτερη νεωτερική εποχή». Βασανιστικά, η νεωτερικότητα γίνεται αναστοχαστική. Τώρα, η νεωτερικότητα χάνει την αθωότητα της νεανικής της εποχής και αντιμετωπίζει ως θέμα και ως πρόβλημα τον ίδιο τον εαυτό της. Έτσι συνόψισε τη νέα πραγματικότητα ο μεγάλος κοινωνιολόγος Ούλριχ Μπεκ (Ulrich Beck) στην αλλαγή του αιώνα και της χιλιετηρίδας.
Πέρα από το αυταπόδεικτο γεγονός, ότι βιοτικούς κινδύνους όπως τούτης της πανδημίας, μόνον πολιτικοί θεσμοί μπορούν να διαχειριστούν και να αντιμετωπίσουν - η ανάθεσή τους στις αγορές, με εμπιστοσύνη στο αόρατο χέρι τους, μοιάζει με ένα ακόμη καλό ανέκδοτο με τον Τοτό - η διακινδύνευση ταράζει ως απτή παράπλευρη επίπτωση και ως έξαρση της αβεβαιότητας το ίδιο το στενό πεδίο της οικονομίας:
Εδώ, ο μεγάλος άγνωστος είναι το πόσο βαθειά θα είναι η οικονομική κρίση. Αλλά ανεξάρτητα από το βάθος της εικάζω ότι μετά την κρίση του κορονωιού, θα ενισχυθούν οι διαδικασίες αλλαγών που είχαν ήδη αρχίσει πριν από αυτήν [...] Περίπου από το 2010 και μετά, έχουμε εισέλθει σε μια φάση αλλαγής πολιτικού παραδείγματος [...] παρόμοια με εκείνη της δεκαετίας του 1970 (από συνέντευξη του κοινωνιολόγου Andreas Reckwitz στον Stefan Reinecke, πολιτικό συντάκτη της Tageszeitung/taz, 22.3.2020)Σε τούτες τις νέες συνθήκες, η εκδίκηση του Κέυνς στους φίλους που τον πρόδωσαν, είναι μια αποκάλυψη - ή μάλλον επιβεβαίωση για πολλοστή φορά: Όσο και να τον θεωρούν οι φίλοι του - όπως και πριν - ανεπιθύμητο, ωστόσο, τώρα μιλά η πραγματικότητα, βοούν οι πάντες, το βλέπουν και οι ίδιοι, πως δεν μπορούν χωρίς αυτόν.
Το κακό γι' αυτούς είναι πως από δω και πέρα, μπορεί να έχουν την ανάγκη του Κέυνς όχι κατ΄ εξαίρεση, για καταστάσεις εκτάκτου ανάγκης, αλλά για ολόκληρη τη νέα κανονικότητα.
Γ. Β. Ριτζούλης
Claus Offe: Αντιφάσεις του σύγχρονου κράτους πρόνοιας, μέρος Ι
Claus Offe: Αντιφάσεις του σύγχρονου κράτους πρόνοιας, μέρος ΙI: Η επίθεση εκ δεξιών
Claus Offe: Αντιφάσεις του σύγχρονου κράτους πρόνοιας, μέρος ΙII: Η κριτική εξ αριστερών
Hans-Werner Sinn: Η μαρξική θεωρία των κρίσεων και πώς η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα καταστρέφει τον καπιταλισμό. Με ένα επίμετρο
Tony Judt: Στην εποχή της νέας ανασφάλειας, να υπερασπισθούμε μαχόμενοι την κοινωνική δημοκρατία - Να μην προδώσουμε τις προηγούμενες και επόμενες γενιές
Τα κρίσιμα χρόνια τα έφαγαν οι ακρίδες. Τι είναι ζωντανό και τι νεκρό στη Σοσιαλδημοκρατία;
Claus Offe: Αντιφάσεις του σύγχρονου κράτους πρόνοιας, μέρος Ι
Claus Offe: Αντιφάσεις του σύγχρονου κράτους πρόνοιας, μέρος ΙI: Η επίθεση εκ δεξιών
Claus Offe: Αντιφάσεις του σύγχρονου κράτους πρόνοιας, μέρος ΙII: Η κριτική εξ αριστερών
Hans-Werner Sinn: Η μαρξική θεωρία των κρίσεων και πώς η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα καταστρέφει τον καπιταλισμό. Με ένα επίμετρο
Tony Judt: Στην εποχή της νέας ανασφάλειας, να υπερασπισθούμε μαχόμενοι την κοινωνική δημοκρατία - Να μην προδώσουμε τις προηγούμενες και επόμενες γενιές
Τα κρίσιμα χρόνια τα έφαγαν οι ακρίδες. Τι είναι ζωντανό και τι νεκρό στη Σοσιαλδημοκρατία;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου