Τα κρίσιμα χρόνια τα έφαγαν οι ακρίδες.
Τι είναι ζωντανό και τι νεκρό στη Σοσιαλδημοκρατία;
του Τόνυ ΤζάντΤι είναι ζωντανό και τι νεκρό στη Σοσιαλδημοκρατία;
Διάλεξη του Tony Judt στο Πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης (19 Οκτωβρίου 2009).
Δημοσιεύθηκε στην © New York Review of Books, vol. 56, Nr. 20, 17 Δεκεμβρίου 2009:
Αυτή η ομιλία, με αναθεωρήσεις και συμπληρώσεις, έγινε η βάση για το βιβλίο του Τζάντ Ill Fares the Land (Ελληνική έκδοση Τα δεινά που μαστίζουν τη χώρα). O τίτλος Ill Fares the Land είναι παρμένος από το ποίημα του Άγγλου ποιητή Oliver Goldsmith (1770) «The Deserted
Village»:
Ill fares the land, to hastening ills a prey / Where wealth
accumulates, and men decay.
«Πρόκειται για την πνευματική διαθήκη
ενός ιστορικού που αφιέρωσε τη ζωή του στην εντατική μελέτη και τον
βαθύ αναστοχασμό των αποτυχιών και των επιτυχιών της Δύσης από το τέλος
του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου» (Los Angeles Times)
Κάτι δεν πάει καθόλου καλά, όχι μόνο με τον τρόπο που ζούμε σήμερα, αλλά
και με τον τρόπο που σκεφτόμαστε τη ζωή μας. Ο κορυφαίος ιστορικός Τόνυ Τζαντ αποκρυσταλλώνει
τα δεινά που συσσωρεύονται στον σημερινό κόσμο και τη μεγάλη συλλογική
μας δυσφορία, δείχνοντας ότι είναι ακόμα δυνατό να σκεφτούμε μια
διέξοδο.
O Τόνυ Τζαντ και (από αριστερά)
ο γιος του Ντάνιελ, η γυναίκα του Τζέννυ,
ο φοιτητής του Σωλ Γκόλντμπεργκ
και ο γιος του Νίκολας
|
Όταν τους είπαν, ότι όλα αυτά τα πράγματα τα έχουν εξασφαλισμένα οι άνθρωποι στην Αυστρία,
στη Σκανδιναβία, ή στην Ολλανδία, αλλά τα επιτυγχάνουν με υψηλότερους
φόρους και με «παρεμβατικό» κράτος, πολλοί από τους ίδιους
αυτούς Αμερικανούς απάντησαν:
«Μα αυτό είναι σοσιαλισμός! Δεν θέλουμε να παρεμβαίνει το κράτος στις υποθέσεις μας. Και πάνω απ' όλα, δεν θέλουμε να πληρώνουμε περισσότερους φόρους».
John Glover Ill Fares the Land (πίνακας) - το βιβλίο του Judt |
Αυτή η παράξενη παραφωνία της σκέψης είναι μια παλιά ιστορία. Έναν αιώνα πριν, ο Γερμανός κοινωνιολόγος Βέρνερ Ζόμπαρτ [Werner Sombart] έκανε τη διάσημη ερώτηση: Γιατί δεν υπάρχει σοσιαλισμός στην Αμερική; Υπάρχουν πολλές απαντήσεις στο ερώτημα αυτό. Κάποιες
έχουν να κάνουν με το μέγεθος της χώρας: είναι δύσκολο
να οργανωθούν και να διατηρηθούν κοινοί σκοποί σε κλίμακα αυτοκρατορίας. Υπάρχουν φυσικά και πολιτισμικοί παράγοντες,
συμπεριλαμβανομένης της χαρακτηριστικής Αμερικανικής καχυποψίας εναντίον της
κεντρικής κυβέρνησης.
Και
πράγματι, δεν είναι τυχαίο ότι η Σοσιαλδημοκρατία και το κράτος πρόνοιας έχουν λειτουργήσει καλύτερα σε μικρές, ομοιογενείς
χώρες, όπου δεν προκύπτουν τόσο έντονα τα ζητήματα της δυσπιστίας και
της αμοιβαίας καχυποψίας. Η προθυμία να πληρώνουμε για τις υπηρεσίες και τα οφέλη άλλων
ανθρώπων, στηρίζεται στην κατανόηση ότι αυτοί, με τη σειρά τους, θα πράξουν με τον ίδιο τρόπο για μάς και για τα παιδιά μας : επειδή είναι σαν εμάς και βλέπουν τον κόσμο όπως εμείς.
Αντίθετα, όπου η μετανάστευση και αξιοσημείωτες μειονότητες έχουν αλλάξει τη δημογραφία
μιας χώρας, υπάρχει συνήθως αυξημένη καχυποψία προς τους άλλους και μια έλλειψη ενθουσιασμού για τα θεσμικά όργανα του κράτους πρόνοιας. Τέλος, είναι αναμφισβήτητο, ότι η Σοσιαλδημοκρατία και τα κράτη πρόνοιας αντιμετωπίζουν σήμερα στην πράξη σοβαρές προκλήσεις. Η επιβίωσή τους δεν αμφισβητείται, αλλά δεν έχουν πιά την αυτοπεποίθηση που είχαν να επιδείξουν κάποτε.
Χάθηκε η ικανότητα να αμφισβητούμε το παρόν;
Βέρνερ Ζόμπαρτ |
Όλιβερ Τουίστ |
Αλλά
η ανησυχία μου απόψε είναι η εξής: Γιατί εδώ, στις Ηνωμένες
Πολιτείες έχουμε δυσκολία έστω και να φαντασθούμε ένα είδος κοινωνίας διαφορετικό από αυτή, της οποίας οι δυσλειτουργίες και οι
ανισότητες μας προβληματίζουν τόσο; Φαίνεται να έχουμε χάσει την ικανότητα να αμφισβητούμε το παρόν, και πολύ λιγότερο μπορούμε να προσφέρουμε εναλλακτικές λύσεις απέναντί του. Γιατί είναι τόσο πέρα από τις δυνατότητές μας, να φαντασθούμε ένα διαφορετικό σύνολο ρυθμίσεων για το κοινό μας όφελος;
Η δική μας αδυναμία - συγχωρήστε μου την ακαδημαϊκή ορολογία - αφορά τον λόγο. Εμείς απλά δεν ξέρουμε πώς να μιλήσουμε για τα πράγματα αυτά. Για
να καταλάβουμε γιατί συμβαίνει αυτό, λίγη ιστορία είναι χρήσιμη: όπως κάποτε παρατήρησε ο Κέϋνς,
«η μελέτη της ιστορίας της γνώμης είναι απαραίτητη προϋπόθεση για τη χειραφέτηση του πνεύματος».Για το σκοπό της πνευματικής χειραφέτησης αυτό το βράδυ, προτείνω να δώσουμε ένα λεπτό για να μελετήσουμε την ιστορία μιας προκατάληψης: η καθολική στήριξη στον «οικονομισμό», η επίκληση της οικονομίας σε όλες τις συζητήσεις περί δημοσίων υποθέσεων.
Τα τελευταία 30 χρόνια, σε μεγάλο μέρος του αγγλόφωνου κόσμου (αν
και λιγότερο στην ηπειρωτική Ευρώπη και αλλού), όταν αναρωτιόμαστε εάν
θα στηρίξουμε μια πρόταση ή μια πρωτοβουλία, δεν ρωτάμε άν είναι καλή
ή κακή. Αντ' αυτού ρωτάμε: Είναι [οικονομικά] αποτελεσματική; Είναι παραγωγική; Θα ωφελήσει το ακαθάριστο εγχώριο προϊόν; Θα συμβάλει στην ανάπτυξη; Αυτή
η τάση να αποφεύγουμε την ηθική διάσταση, να αυτοπεριοριζόμαστε σε θέματα κέρδους και ζημίας - σε οικονομικά ζητήματα με το πιό στενό νόημα - δεν
είναι μια ενστικτώδης ανθρώπινη κατάσταση. Είναι μια επίκτητη προτίμηση.
Αυτό το έχουμε ξανσυναντήσει. Το
1905, ο νεαρός William Beveridge, τού οποίου η έκθεση το 1942, θα θέσει τα
θεμέλια του Βρετανικού κράτους πρόνοιας, έδωσε μια διάλεξη στο Πανεπιστήμιο
της Οξφόρδης, στην οποία έθεσε το ερώτημα γιατί η πολιτική
φιλοσοφία επισκιάζονταν από τα κλασικά
οικονομικά στις δημόσιες συζητήσεις. Η ερώτηση του Beveridge ισχύει και σήμερα, με την ίδια ένταση. Σημειώστε πάντως, ότι αυτή η έκλειψη της πολιτικής σκέψης δεν έχει καμία σχέση
με τα γραπτά των ίδιων των μεγάλων κλασικών οικονομολόγων. Στο 18ο αιώνα, αυτά που ο Άνταμ Σμιθ ονόμαζε «ηθικά συναισθήματα» είχαν πρωταρχική σημασία στις οικονομικές συζητήσεις.
Στην πραγματικότητα, η σκέψη ότι θα μπορούσαμε ίσως να περιορίσουμε τους προβληματισμούς για τις δημόσιες πολιτικές σε έναν απλό οικονομικό λογισμό, ήταν ήδη πηγή ανησυχίας. Ο μαρκήσιος ντε Κοντορσέ [de Condorcet], ένας από τους πιο οξυδερκείς συγγραφείς
περί εμπορικού καπιταλισμού στα πρώτα χρόνια του, αναλογιζόταν με αποστροφή
την προοπτική
Ο κόσμος του χθές στη σκέψη του σήμερα: Στη σκιά του Μεσοπολέμου
Αντίθετα, ζούμε μέσα στη μακρά σκιά μιας συζήτησης, με την οποία οι περισσότεροι άνθρωποι δεν είναι καθόλου εξοικειωμένοι. Αν ρωτήσουμε ποιοί άσκησαν τη μεγαλύτερη επιρροή στη σύγχρονη αγγλόφωνη οικονομική σκέψη, έρχονται στο μυαλό πέντε γεννημένοι στο εξωτερικό στοχαστές: Λούντβιχ φον Μίζες [Ludwig von Mises], Φρίντριχ Χάγιεκ [Friedrich Hayek], Γιόζεφ Σουμπέτερ [Joseph Schumpeter], Κάρλ Πόπερ [Karl Popper] και Πήτερ Ντράκερ [Peter Drucker]. Οι πρώτοι δύο ήταν οι εξέχοντες «παππούδες» της Σχολής του Σικάγου, των μακροοικονομικών της ελεύθερης αγοράς. Ο Σουμπέτερ είναι περισσότερο γνωστός για την εμνευσμένη περιγραφή του των «δημιουργικών - καταστροφικών» δυνάμεων του καπιταλισμού, ο Πόπερ για την υπεράσπιση της «ανοιχτής κοινωνίας» και για τη θεωρία του περί ολοκληρωτισμού. Όσο για τον Ντράκερ, τα γραπτά του τα σχετικά με το μάνατζμεντ, άσκησαν τεράστια επιρροή στη θεωρία και την πρακτική των επιχειρήσεων στις ευημερούσες δεκαετίες της μεταπολεμικής άνθησης.
«να μην υπάρχει πια άλλη ελευθερία, στα μάτια του ενός άπληστου έθνους, πέρα από τις απαραίτητες συνθήκες για την ασφάλεια των χρηματοοικονομικών πράξεων».Οι επαναστάσεις της εποχής διακινδύνευσαν, προωθώντας τη σύγχυση μεταξύ της ελευθερίας να κάνεις χρήματα ...και την ελευθερία την ίδια. Αλλά πώς καταφέραμε εμείς, στη δική μας εποχή, να φθάσουμε να σκεφτόμαστε αποκλειστικά με οικονομικούς όρους; Η γοητεία του αποχρωματισμένου οικονομικού λεξιλογίου δεν ήρθε από το πουθενά.
Αντίθετα, ζούμε μέσα στη μακρά σκιά μιας συζήτησης, με την οποία οι περισσότεροι άνθρωποι δεν είναι καθόλου εξοικειωμένοι. Αν ρωτήσουμε ποιοί άσκησαν τη μεγαλύτερη επιρροή στη σύγχρονη αγγλόφωνη οικονομική σκέψη, έρχονται στο μυαλό πέντε γεννημένοι στο εξωτερικό στοχαστές: Λούντβιχ φον Μίζες [Ludwig von Mises], Φρίντριχ Χάγιεκ [Friedrich Hayek], Γιόζεφ Σουμπέτερ [Joseph Schumpeter], Κάρλ Πόπερ [Karl Popper] και Πήτερ Ντράκερ [Peter Drucker]. Οι πρώτοι δύο ήταν οι εξέχοντες «παππούδες» της Σχολής του Σικάγου, των μακροοικονομικών της ελεύθερης αγοράς. Ο Σουμπέτερ είναι περισσότερο γνωστός για την εμνευσμένη περιγραφή του των «δημιουργικών - καταστροφικών» δυνάμεων του καπιταλισμού, ο Πόπερ για την υπεράσπιση της «ανοιχτής κοινωνίας» και για τη θεωρία του περί ολοκληρωτισμού. Όσο για τον Ντράκερ, τα γραπτά του τα σχετικά με το μάνατζμεντ, άσκησαν τεράστια επιρροή στη θεωρία και την πρακτική των επιχειρήσεων στις ευημερούσες δεκαετίες της μεταπολεμικής άνθησης.
Τρεις
από αυτους τους άνδρες γεννήθηκαν στη Βιέννη, ένας τέταρτος (φον Μίζες)
στο Αυστριακό τότε Lemberg (τώρα Λβίβ - Львів της Ουκρανίας, Πολωνικά Lwów), ο πέμπτος (Σουμπέτερ) στη
Μοραβία, μερικές δεκάδες χιλιόμετρα βόρεια της αυτοκρατορικής
πρωτεύουσας Βιέννης [σήμερα ιστορική περιφέρεια της Τσεχίας]. Όλοι τους ήταν βαθύτατα συγκλονισμένοι από τη μεσοπολεμική καταστροφή που χτύπησε την μητρική τους χώρα Αυστρία. Μετά τον κατακλυσμό του Α' Παγκοσμίου Πολέμου, και ένα σύντομο
σοσιαλιστικό δημοτικό πείραμα στη Βιέννη, η χώρα έπεσε σε ένα
αντιδραστικό πραξικόπημα το 1934, και μετά, τέσσερα χρόνια αργότερα, στην ναζιστική εισβολή και κατοχή.
Εξ αιτίας αυτών των γεγονότων, όλοι
εξαναγκάστηκαν σε εξορία και σε όλων τα συγγράμματα - ιδιαίτερα του Χάγιεκ - έρριχνε τη σκιά
του το κεντρικό ζήτημα της ζωής τους: Γιατί η φιλελεύθερη κοινωνία
κατέρρευσε και άνοιξε το δρόμο - τουλάχιστον στην περίπτωση της Αυστρίας - στο φασισμό; Η απάντησή τους: Οι ανεπιτυχείς προσπάθειες της (μαρξιστικής) αριστεράς
να εισαγάγει στην μετά το 1918 [μη αυτοκρατορική] Αυστρία τον κατευθυνόμενο από το κράτος σχεδιασμό,
τις υπηρεσίες δημοτικής ιδιοκτησίας και την κολεκτιβοποιημένη οικονομική
δραστηριότητα, όχι μόνο είχαν αποδειχθεί παραισθήσεις, αλλά είχαν οδηγήσει άμεσα σε αντίρροπη αντίδραση.
Έτσι, η ευρωπαϊκή τραγωδία είχε επέλθει μέσω της αποτυχίας της
αριστεράς: πρώτον να επιτύχει τους αντικειμενικούς στόχους της και στη
συνέχεια να υπερασπισθεί τον εαυτό της και τη φιλελεύθερη κληρονομιά της. Οι στοχαστές αυτοί, αν και με διαφορετικά πρόσημα, έβγαλαν το ίδιο συμπέρασμα: ο
καλύτερος τρόπος για να υπερασπισθείς τον φιλελευθερισμό, η καλύτερη
άμυνα μιας ανοιχτής κοινωνίας και των ελευθεριών που τη συνοδεύουν, είναι
να κρατήσεις την κυβέρνηση μακριά από την οικονομική ζωή. Εάν το κράτος είχε κρατηθεί σε ασφαλή απόσταση, αν οι
πολιτικοί - όσο καλές προθέσεις και άν είχαν - αποκλείονταν από το σχεδιασμό, από τους χειρισμούς, ή τη διεύθυνση των υποθέσεων των συμπολιτών τους, τότε οι
εξτρεμιστές της δεξιάς και της αριστεράς θα είχαν παραμείνει υπο έλεγχο.
Την ίδια πρόκληση - πώς να κατανοήσει τι είχε συμβεί ανάμεσα στους δύο πολέμους
και να εμποδίσει την επανάληψή τους - την αντιμετώπισε ο Τζών Μαίηναρντ Κέϋνς [John Maynard Keynes]. Ο
μεγάλος Άγγλος οικονομικός επιστήμονας, που γεννήθηκε το 1883 (την ίδια χρονιά
με τον Σουμπέτερ), μεγάλωσε σε μια σταθερή, γεμάτη αυτοπεποίθηση, ευημερούσα και
ισχυρή Βρετανία. Και
στη συνέχεια, από την προνομιακή θέση εργασίας του στο Υπουργείο Οικονομικών
και ως συμμετέχων στις ειρηνευτικές διαπραγματεύσεις των Βερσαλλιών, παρατηρούσε την κατάρρευση του κόσμου του, έχοντας επίσης όλες τις
καθησυχαστικές βεβαιότητες του πολιτισμού του και της κοινωνικής τάξης του. Και ο Κέϋνς θα θέσει στον εαυτό του το ίδιο ερώτημα που είχαν θέσει ο Χάγιεκ και οι Αυστριακοί συνάδελφοί του. Αλλά έδωσε μια πολύ διαφορετική απάντηση.
Ναι, ο Κέϋνς αναγνώρισε ότι η αποσύνθεση της όψιμης Βικτωριανής Ευρώπης ήταν η καθοριστική εμπειρία της εποχής του. Πράγματι,
η ουσία της συμβολής του στην οικονομική θεωρία, ήταν η επιμονή του για
την αβεβαιότητα: σε αντίθεση με τα γεμάτα αυτοπεποίθηση γιατροσόφια των
κλασικών και νεοκλασικών οικονομικών, ο Κέϋνς θα επιμείνει για το ουσιωδώς απρόβλεπτο των ανθρώπινων υποθέσεων. Αν υπήρχε ένα μάθημα που πρέπει να πάρουμε από την Μεγάλη Ύφεση, από τον
φασισμό και τον πόλεμο, ήταν αυτό: Η αβεβαιότητα - ανυψωμένη στο
επίπεδο της ανασφάλειας και του συλλογικού φόβου - ήταν η
διαβρωτική δύναμη που είχε απειλήσει, και θα μπορούσε ξανά να
απειλήσει, τον φιλελεύθερο κόσμο.
Συνεπώς, ο Κέϋνς ζήτησε να αυξηθεί ο ρόλος του κράτους κοινωνικής εξασφάλισης,
που περιλαμβάνει αλλά δεν περιορίζεται στην αντικυκλική οικονομική
παρέμβαση. Ο Χάγιεκ πρότεινε το αντίθετο. Στο κλασικό του έργο του 1944 The Road to Serfdom [Ο δρόμος προς τη Δουλεία], έγραψε:
«Καμμιά περιγραφή με γενικούς όρους δεν μπορεί να δώσει επαρκή ιδέα της ομοιότητας μεγάλου μέρους της τρέχουσας Αγγλικής πολιτικής βιβλιογραφίας, με τα έργα που κατέστρεψαν στη Γερμανία την πίστη στον δυτικό πολιτισμό, και δημιούργησαν την κατάσταση πνευμάτων στην οποία ο ναζισμός μπόρεσε να γίνει επιτυχής».
Με άλλα λόγια, ο Χάγιεκ [το 1944], προέβλεπε ρητά τον φασισμό ως αποτέλεσμα, σε περίπτωση που το Εργατικό κόμμα κέρδιζε την εξουσία στην Αγγλία. Και πράγματι, οι Εργατικοί νίκησαν. Αλλά οι νικητές προχώρησαν και εφάρμοσαν πολιτικές, πολλές από τις οποίες ταυτιζόταν ευθέως με τις ιδέες του Κέϋνς. Για τις επόμενες 3 δεκαετίες, στη Μεγάλη Βρετανία (όπως και σε μεγάλο
μέρος του δυτικού κόσμου), η διακυβέρνηση ασκήθηκε κάτω από το φως των ανησυχιών
του Κέϋνς.
Μετά, όπως ξέρουμε, οι Αυστριακοί πήραν την εκδίκησή τους. Γιατί συνέβη αυτό - και γιατί συνέβη, όπου συνέβη - είναι ενδιαφέρουσα ερώτηση για μια άλλη ευκαιρία συζήτησης. Αλλά όποιος και να ήταν ο λόγος, σήμερα βιώνουμε την εξαντλούμενη, αμυδρή ηχώ - σαν φως από ένα αστέρι που σβήνει - μιας συζήτησης που έλαβε χώρα πριν
από 70 χρόνια, ανάμεσα σε ανθρώπους, οι πιό πολλοί από τους οποίους γεννήθηκαν στα τέλη του 19ου αιώνα. Για
να ακριβολογούμε, οι οικονομικοί όροι με τους οποίους παρακινούμαστε να σκεφτόμαστε τώρα, δεν συνδέονται τυπικά με αυτές τις πολιτικές διαφωνίες του μακρινού παρελθόντος. Και όμως, άν δεν κατανοήσουμε τις διαφωνίες αυτές, είναι σαν να προσπαθούμε να μιλήσουμε μια γλώσσα που δεν την καταλαβαίνουμε εντελώς.
Το κράτος πρόνοιας είχε αξιόλογες επιτυχίες στο ενεργητικό του. Σε
ορισμένες χώρες, ήταν σοσιαλδημοκρατικό, εδραιωμένο σε ένα φιλόδοξο
πρόγραμμα σοσιαλιστικής νομοθεσίας, ενώ σε άλλες - π.χ. Μεγάλη Βρετανία - υλοποιήθηκε με μια σειρά ρεαλιστικές πολιτικές που
αποσκοπούσαν στην άμβλυνση της κοινωνικής μειονεκτικότητας και στη μείωση των ακραίων ανισοτήτων μεταξύ του πλούτου και της ανέχειας. Το
κοινό θέμα και το οικουμενικό έργο των νεο - Κεϋνσιανών κυβερνήσεων της
μεταπολεμικής εποχής, ήταν η αξιοσημείωτη επιτυχία τους στον περιορισμό
των ανισοτήτων. Αν συγκρίνει κανείς το χάσμα που χωρίζει πλούσιους και φτωχούς, είτε ως προς το εισόδημα, είτε ως προς τα περιουσιακά στοιχεία σε όλες τις χώρες της
ηπειρωτικής Ευρώπης, όπως επίσης στη Μεγάλη Βρετανία και στις ΗΠΑ, βλέπει ότι συρρικνώνεται δραματικά στην γενιά μετά το 1945.
Το κράτος πρόνοιας έπεσε θύμα της επιτυχίας του
Μαζί με την μεγαλύτερη ισότητα ήρθαν και άλλα οφέλη. Με την πάροδο του χρόνου, ο φόβος της επιστροφής σε εξτρεμιστικές πολιτικές - πολιτικές της απελπισίας, πολιτικές του φθόνου, πολιτικές της ανασφάλειας - υποχώρησαν. Ο δυτικός βιομηχανοποιημένος κόσμος εισήλθε σε Αλκυονίδες Ημέρες, σε μια εποχή ευημερούσας εξασφάλισης: Ήταν ίσως μια φούσκα, αλλά φούσκα παρήγορη, καθυσηχαστική, μέσα στην οποία οι περισσότεροι άνθρωποι ζούσαν πολύ καλύτερα απ' όσο μπορούσαν ποτέ να ελπίζουν στο παρελθόν, και τώρα τους φαινόταν εύλογο να αναμένουν το μέλλον με εμπιστοσύνη.
Το παράδοξο του κράτους πρόνοιας, και μάλιστα σε όλα τα Σοσιαλδημοκρατικά (και Χριστιανοδημοκρατικά) κράτη της Ευρώπης, ήταν πολύ απλά, ότι η επιτυχία του, με την πάροδο του χρόνου, έμελλε να υπονομεύσει την ελκυστικότητά του. Η γενιά που θυμόταν τη δεκαετία του 1930, δικαιολογημένα ήταν η πιο αποφασισμένη να διατηρήσει τους θεσμούς και τα συστήματα φορολογίας, κοινωνικών υπηρεσιών και δημοσίων παροχών, που τα είδε ως οχυρά για να μην επιστρέψουν τα δεινά του παρελθόντος . Αλλά οι επόγονοί της - ακόμη και στη Σουηδία - άρχισαν να ξεχνούν γιατί είχαν αναζητήσει ως προτεραιότητα την τέτοια κοινωνική εξασφάλιση.
Ήταν η Σοσιαλδημοκρατία αυτή που δέσμευσε τις μεσαίες τάξεις στους φιλελεύθερους θεσμούς, στον απόηχο του Β' Παγκοσμίου Πολέμου (χρησιμοποιώ εδώ τον όρο «μεσαία τάξη» με την ευρωπαϊκή του έννοια). Λάμβαναν σε πολλές περιπτώσεις την ίδια αρωγή κοινωνικής πρόνοιας και υπηρεσιών, όπως οι φτωχοί: δωρεάν εκπαίδευση, φθηνή ή δωρεάν ιατρική περίθαλψη, συντάξεις και τα παρόμοια. Κατά συνέπεια, η ευρωπαϊκή μεσαία τάξη βρέθηκε από τη δεκαετία του 1960 με πολύ μεγαλύτερα διαθέσιμα εισοδήματα από άλλοτε, με τόσα πολλά από τα αναγκαία για τη ζωή προπληρωμένα σε φόρους. Και με τον τρόπο αυτό, η ίδια τάξη που είχε εκτεθεί τόσο πολύ στον φόβο και στην ανασφάλεια κατά τα χρόνια του Μεσοπολέμου, τώρα βρέθηκε στενά συνυφασμένη μέσα στην μεταπολεμική δημοκρατική συναίνεση.
Το κράτος πρόνοιας έπεσε θύμα της επιτυχίας του
Μαζί με την μεγαλύτερη ισότητα ήρθαν και άλλα οφέλη. Με την πάροδο του χρόνου, ο φόβος της επιστροφής σε εξτρεμιστικές πολιτικές - πολιτικές της απελπισίας, πολιτικές του φθόνου, πολιτικές της ανασφάλειας - υποχώρησαν. Ο δυτικός βιομηχανοποιημένος κόσμος εισήλθε σε Αλκυονίδες Ημέρες, σε μια εποχή ευημερούσας εξασφάλισης: Ήταν ίσως μια φούσκα, αλλά φούσκα παρήγορη, καθυσηχαστική, μέσα στην οποία οι περισσότεροι άνθρωποι ζούσαν πολύ καλύτερα απ' όσο μπορούσαν ποτέ να ελπίζουν στο παρελθόν, και τώρα τους φαινόταν εύλογο να αναμένουν το μέλλον με εμπιστοσύνη.
Το παράδοξο του κράτους πρόνοιας, και μάλιστα σε όλα τα Σοσιαλδημοκρατικά (και Χριστιανοδημοκρατικά) κράτη της Ευρώπης, ήταν πολύ απλά, ότι η επιτυχία του, με την πάροδο του χρόνου, έμελλε να υπονομεύσει την ελκυστικότητά του. Η γενιά που θυμόταν τη δεκαετία του 1930, δικαιολογημένα ήταν η πιο αποφασισμένη να διατηρήσει τους θεσμούς και τα συστήματα φορολογίας, κοινωνικών υπηρεσιών και δημοσίων παροχών, που τα είδε ως οχυρά για να μην επιστρέψουν τα δεινά του παρελθόντος . Αλλά οι επόγονοί της - ακόμη και στη Σουηδία - άρχισαν να ξεχνούν γιατί είχαν αναζητήσει ως προτεραιότητα την τέτοια κοινωνική εξασφάλιση.
Ήταν η Σοσιαλδημοκρατία αυτή που δέσμευσε τις μεσαίες τάξεις στους φιλελεύθερους θεσμούς, στον απόηχο του Β' Παγκοσμίου Πολέμου (χρησιμοποιώ εδώ τον όρο «μεσαία τάξη» με την ευρωπαϊκή του έννοια). Λάμβαναν σε πολλές περιπτώσεις την ίδια αρωγή κοινωνικής πρόνοιας και υπηρεσιών, όπως οι φτωχοί: δωρεάν εκπαίδευση, φθηνή ή δωρεάν ιατρική περίθαλψη, συντάξεις και τα παρόμοια. Κατά συνέπεια, η ευρωπαϊκή μεσαία τάξη βρέθηκε από τη δεκαετία του 1960 με πολύ μεγαλύτερα διαθέσιμα εισοδήματα από άλλοτε, με τόσα πολλά από τα αναγκαία για τη ζωή προπληρωμένα σε φόρους. Και με τον τρόπο αυτό, η ίδια τάξη που είχε εκτεθεί τόσο πολύ στον φόβο και στην ανασφάλεια κατά τα χρόνια του Μεσοπολέμου, τώρα βρέθηκε στενά συνυφασμένη μέσα στην μεταπολεμική δημοκρατική συναίνεση.
Ωστόσο, στα τέλη της δεκαετίας του 1970, θεωρήσεις όπως αυτές, όλο και περισσότερο έμπαιναν στο περιθώριο. Ξεκινώντας
με τις μεταρρυθμίσεις στη φορολογία και στην απασχόληση στα χρόνια των Θάτσερ και
Ρέιγκαν, και με την
απορρύθμιση του χρηματοπιστωτικού τομέα που σύντομα ακολούθησε, η ανισότητα έγινε και πάλι ζήτημα στις δυτικές κοινωνίες. Μετά από αξιοσημείωτη μείωση, από τη δεκαετία του 1910 μέχρι τη δεκαετία
του 1960, ο δείκτης ανισότητας έχει αυξηθεί σταθερά κατά τη διάρκεια
των τελευταίων τριών δεκαετιών.
Στις ΗΠΑ σήμερα, ο «συντελεστής Gini» - ένα μέτρο της απόστασης που χωρίζει πλούσιους και φτωχούς - είναι συγκρίσιμος με εκείνον της Κίνας (1). Όταν λαμβάνουμε υπόψη ότι η Κίνα είναι μια αναπτυσσόμενη χώρα, όπου ανοίγουν αναπόφευκτα τεράστια κενά ανάμεσα στους λίγους πλούσιους και στους πολλούς φτωχούς, το γεγονός ότι εδώ στις ΗΠΑ έχουμε έναν παρόμοιο συντελεστή ανισότητας, λέει πολλά για το πόσο έξω έχουμε πέσει, σε σύγκριση με τις ενωρίτερες φιλοδοξίες μας.
Σκεφτείτε τον «Personal Responsibility and Work Opportunity Act» του 1996 (πιο οργουελιανό τίτλο θα είναι δύσκολο να βρούν), μια νομοθετική πράξη της εποχής Κλίντον, που αποσκοπούσε σε καλή παροχή κοινωνικής πρόνοιας εδώ στις ΗΠΑ. Οι όροι αυτής της πράξης θα έπρεπε να μας φέρουν στο μυαλό μιαν άλλη νομοθετική πράξη, που νομοθετήθηκε στην Αγγλία σχεδόν δύο αιώνες πριν: ο Νέος Νόμος για τους Φτωχούς [New Poor Law] του 1834. Οι προβλέψεις του Νέου Νόμου για τους Φτωχούς είναι γνωστές σε μας χάρη στην περιγραφή του τρόπου λειτουργίας τους από τον Κάρολο Ντίκενς στον Όλιβερ Τουίστ. Όταν ο Noah Claypole ειρωνεύεται τον μικρό Όλιβερ, αποκαλώντας τον με το φημισμένο «Work'us» («Workhouse» [= Πτωχοκομείο]), του κατελόγισε, για τα δεδομένα του 1838, αυτό ακριβώς που εννούν σήμερα, όταν μιλούν υποτιμητικά για «βασίλισσες της πρόνοιας» [welfare queens].
Ο Νέος Νόμος για τους Φτωχούς ήταν μια παρεκτροπή, που ανάγκαζε τον άπορους και τους ανέργους να επιλέξουν ανάμεσα σε εργασία με οποιαδήποτε αμοιβή, χαμηλή σε κάθε περίπτωση, και την ταπείνωση του πτωχοκομείου. Εδώ, και στις περισσότερες άλλες μορφές δημόσιας εισοδηματικής βοήθειας του 19ου αιώνα (ακόμη τις θεωρούμε και τις περιγράφουμε ως «φιλανθρωπία»), το ύψος των ενισχύσεων και της υποστήριξης διαμορφώνεται με τέτοιο τρόπο, ώστε να είναι λιγότερο ελκυστικό από την χειρότερη διαθέσιμη εναλλακτική λύση. Το σύστημα αυτό στηριζόταν σε κλασικές οικονομικές θεωρίες, οι οποίες αρνιόταν ακόμη και την δυνατότητα να υπάρχει ανεργία σε μια αποτελεσματική αγορά: αν οι μισθοί μειώνονταν αρκετά χαμηλά και δεν υπήρχε ελκυστική εναλλακτική λύση για εργασία, ο καθένας θα έβρισκε μιαν απασχόληση.
Γιατί τόσοι λίγοι από μας καταδικάζουμε τέτοιες «μεταρρυθμίσεις», που θεσπίσθηκαν κάτω από προεδρία του κόμματος των Δημοκρατικών; Γιατί είμαστε τόσο ασυγκίνητοι από το στίγμα που πέφτει πάνω στα θύματα των «μεταρρυθμίσεων» αυτών; Μακριά από το να θέτουμε υπό αμφισβήτηση αυτή την επιστροφή σε πρακτικές του πρώιμου βιομηχανικού καπιταλισμού, έχουμε προσαρμοσθεί όλοι υπερβολικά καλά και σε συναινετική σιωπή - σε αποκαλυπτική αντίθεση με την προηγούμενη γενιά. Τότε όμως, όπως μας υπενθυμίζει ο Λέων Τολστόι,
Το πιο αποκαλυπτικό παράδειγμα για το είδος του προβλήματος που αντιμετωπίζουμε, έρχεται με μια μορφή που πολλοί τη βλέπουμε ως απλό τεχνικό ζήτημα: με τη διαδικασία της ιδιωτικοποίησης. Στα τελευταία τριάντα χρόνια, η λατρεία της ιδιωτικοποίησης έχει μαγέψει τις δυτικές (και πολλές μη δυτικές) κυβερνήσεις. Γιατί ; Η πιό σύντομη απάντηση είναι ότι σε μια εποχή περιορισμών στους προϋπολογισμούς, η ιδιωτικοποίηση φαίνεται να εξοικονομεί χρήματα. Εάν το κράτος είναι ιδιοκτήτης ενός οικονομικά αναποτελεσματικού δημόσιου προγράμματος ή μιας ακριβής δημόσιας υπηρεσίας - μιας επιχείρησης ύδρευσης, ενός εργοστασίου παραγωγής αυτοκινήτων, ενός σιδηροδρόμου - τότε επιδιώκει να το ξεφορτωθεί πουλώντας το σε ιδιώτες αγοραστές.Η πώληση αποδίδει αρκετά χρήματα στο κράτος. Εν τω μεταξύ, με την είσοδο στον ιδιωτικό τομέα, η εν λόγω υπηρεσία ή επιχείρηση γίνεται [οικονομικά] πιο αποτελεσματική, χάρις στην ενεργοποίηση του κινήτρου του κέρδους. Όλοι ωφελούνται: Βελτιώνεται η υπηρεσία, το ίδιο το κράτος απαλλάσσεται από μια αρμοδιότητα χωρίς [οικονομική] απόδοση και κακοδιαχειριζόμενη, οι επενδυτές κερδίζουν και ο δημόσιος τομέας έχει άμεσο κέρδος από την πώληση.
Οι αυταπάτες για τις ιδιωτικοποιήσεις
Αυτά στη θεωρία. Η πρακτική είναι πολύ διαφορετική. Αυτό που παρατηρούμε τις τελευταίες δεκαετίες, είναι το γεγονός ότι η σταθερή μετατόπιση δημόσιων αρμοδιοτήτων προς τον ιδιωτικό τομέα δεν αποδίδει διακριτά πλεονεκτήματα για το κοινωνικό σύνολο. Κατ' αρχάς, η ιδιωτικοποίηση είναι [οικονομικά] αναποτελεσματική. Τα περισσότερα από όσα πράγματα οι κυβερνήσεις έκριναν σκόπιμο να περάσουν στον ιδιωτικό τομέα, λειτουργούν με ζημία: Σιδηροδρομικές εταιρείες, ανθρακωρυχεία, ταχυδρομικές υπηρεσίες, ή πάροχοι ενέργειας, για να παρέχουν τις υπηρεσίες τους και για να συνεχίσουν να λειτουργούν, έχουν μεγαλύτερο κόστος, σε σύγκριση με τα έσοδα που μπορούν να ελπίζουν ότι θα συγκεντρώσουν.
Γι' αυτό ακριβώς, τέτοια δημόσια αγαθά από τη φύση τους ήταν μη ελκυστικά για τους ιδιώτες αγοραστές, εκτός άν τους προσφερθούν με μεγάλη έκπτωση. Αλλά όταν το κράτος πωλεί φθηνά, το δημόσιο ζημιώνει. Έχει υπολογιστεί ότι κατά τη διάρκεια των ιδιωτικοποιήσεων της εποχής Θάτσερ στο Ηνωμένο Βασίλειο, η εκ προθέσεως χαμηλή τιμή, στην οποία πουλήθηκαν στον ιδιωτικό τομέα, περιουσιακά στοιχεία με μακροχρόνια κατοχή απο το δημόσιο, οδήγησε σε καθαρή μεταφορά των £ 14 δις στερλινών από τους φορολογούμενους προς τους νέους μετόχους και προς άλλους επενδυτές.
Σ' αυτή την απώλεια πρέπει να προστεθούν άλλα 3 δις £ ως προμήθειες στις τράπεζες που πραγματοποίησαν τις συναλλαγές των ιδιωτικοποιήσεων. Έτσι, το κράτος κατέβαλλε στον ιδιωτικό τομέα περίπου 17 δισεκατομμύρια £ (30 δισ. $), για να διευκολύνει την πώληση περιουσιακών στοιχείων του, για τα οποία, διαφορετικά δεν θα υπήρχαν αγοραστές. Αυτά είναι σημαντικά χρηματικά ποσά, που προσεγγίζουν για παράδειγμα, το κληροδότημα του πανεπιστημίου του Χάρβαρντ ή το ετήσιο ακαθάριστο εθνικό προϊόν της Παραγουάης ή της Βοσνίας και Ερζεγοβίνης (2). Αυτό δύσκολα μπορεί να ερμηνευθεί ως αποτελεσματική χρήση των δημόσιων πόρων.
Στη δεύτερη θέση, προκύπτει το ζήτημα του ηθικού κινδύνου. Ο μόνος λόγος που ιδιώτες επενδυτές είναι πρόθυμοι να αγοράσουν δημόσια αγαθά εμφανώς μη κερδοφόρα, είναι επειδή το κράτος εξαλείφει ή μειώνει την έκθεση τους στον κίνδυνο. Στην περίπτωση του μετρό του Λονδίνου για παράδειγμα, οι αγοράστριες εταιρίες είχαν εξασφαλισθεί, πως ό,τι και να συμβεί, θα είναι προστατευμένες από σοβαρές οικονομικές ζημίες - και έτσι υπονομεύεται η κλασική οικονομική υπόθεση για την ιδιωτικοποίηση: ότι το κίνητρο του κέρδους ενθαρρύνει την οικονομική αποτελεσματικότητα. Ο «κίνδυνος» που προκύπτει, είναι ότι ο ιδιωτικός τομέας, κάτω από τέτοιες προνομιακές συνθήκες, θα αποδειχθεί εξίσου αναποτελεσματικός όπως ο αντίστοιχος δημόσιος - ενώ ταυτόχρονα θα αποσπά όσο κέρδος μπορεί να αποσπασθεί, φορτώνοντας τη ζημία το κράτος.
Το τρίτο και ίσως το πιο αποκαλυπτικό επιχείρημα εναντίον των ιδιωτικοποιήσεων είναι το εξής: Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία, ότι πολλά από τα αγαθά και υπηρεσίες που το κράτος επιδιώκει να ξεφορτωθεί, έχουν διοικηθεί με κακό τρόπο: κακοδιαχείριση, υποεπένδυση κλπ. Παρ' όλα αυτά, με όλη την κακοδιαχείριση, οι ταχυδρομικές υπηρεσίες, τα σιδηροδρομικά δίκτυα, τα γηροκομεία, οι φυλακές και άλλες υπηρεσίες που προορίζονται να ιδιωτικοποιηθούν, παραμένουν στην αρμοδιότητα των δημόσιων αρχών. Ακόμη και μετά την πώληση δεν μπορούν να αφεθούν εντελώς στις ιδιοτροπίες της αγοράς. Ανήκουν από τη φύση τους στο είδος των δραστηριιοτήτων που κάποιος πρέπει να τις ρυθμίζει.
Αυτή η ημι-ιδιωτική, ημι-δημόσια παροχή αρμοδιοτήτων συλλογικών στην ουσία τους, μας φέρνει πάλι πίσω σε μια πραγματικά πολύ παλιά ιστορία. Όταν οι φορολογικές σας δηλώσεις ελέγχονται σήμερα στις ΗΠΑ, άν και είναι η κυβέρνηση αυτή που έχει αποφασίσει να σας ελέγξει, η ίδια η έρευνα είναι πολύ πιθανό να διενεργείται από μια ιδιωτική εταιρεία. Η τελευταία έχει συνάψει μια σύμβαση για την εκτέλεση της υπηρεσίας για λογαριασμό του κράτους, με τον ίδιο τρόπο που επειχειρήσεις του ιδιωτικού τομέα έχουν συμβληθεί με την Ουάσιγκτον για να παρέχουν (με κέρδος) ασφάλεια, μεταφορές και τεχνογνωσία, στο Ιράκ και αλλού. Κατά παρόμοιο τρόπο, σήμερα η Βρετανική κυβέρνηση συνάπτει συμβάσεις με ιδιώτες επιχειρηματίες για να παρέχουν υπηρεσίες κατ' οίκον φροντίδας σε ηλικιωμένους, μια αρμοδιότητα που βρισκόταν άλλοτε υπό τον έλεγχο του κράτους.
Οι κυβερνήσεις με λίγα λόγια, παραχωρούν τις αρμοδιότητες τους σε ιδιωτικές εταιρείες, που ισχυρίζονται ότι τις διαχειρίζονται πιο φθηνά και καλύτερα από όσο μπορεί το κράτος μόνο του. Στο 18ο αιώνα, αυτό το πράγμα ονομαζόταν tax farming [φοροσυλλογή]. Οι κυβερνήσεις της πρώιμης νεοτερικής εποχής συχνά δεν διέθεταν τα μέσα για να συλλέγουν φόρους, και για τον λόγο αυτό καλούσαν σε πλειοδοτικό διαγωνισμό ιδιώτες για αναλάβουν αυτό το έργο. Ο πλειοδότης έπαιρνε τη δουλειά, και ήταν ελεύθερος - αφού εκ των προτέρων κατέβαλλε το συμφωνημένο ποσό - να συλλέξει ό,τι θα μπορούσε να συλλέξει και να κρατήσει τις εισπράξεις για λογαριασμό του. Έτσι η κυβέρνηση έδινε μια έκπτωση για αναμενόμενα φορολογικά έσοδα της, ως αντάλλαγμα για την προπληρωμή των μετρητών από τον πλειοδότη.
Μετά την πτώση της μοναρχίας στη Γαλλία, έγινε εντελώς φανερό ότι το tax farming ήταν αναποτελεσματικό με κωμικοτραγικό τρόπο. Κατ' αρχάς, απαξιώνει το κράτος, που φαίνεται στη συνείδηση του κόσμου να εκπροσωπείται από έναν αρπακτικό ιδιώτη κερδοσκόπο. Δεύτερον, αποφέρει έσοδα σημαντικά λιγότερα σε σύγκριση με ένα κυβερνητικό σύστημα συλλογής φόρων διοικούμενο με αποτελεσματικό τρόπο, έστω και μόνον λόγω του περιθωρίου κέρδους που παρέχεται στον ιδιωτικό φοροσυλλέκτη. Και τρίτον, δημιουργεί δυσαρεστημένους φορολογούμενους.
Στις ΗΠΑ σήμερα, έχουμε ένα ανυπόληπτο κράτος και ανεπαρκείς δημόσιους πόρους. Είναι ενδιαφέρον ότι δεν έχουμε δυσαρεστημένους φορολογούμενους - ή και πολλές φορές, είναι δυσαρεστημένοι για λάθος λόγους. Παρ' όλα αυτά, το πρόβλημα που έχουμε δημιουργήσει στον εαυτό μας είναι κατά βάση συγκρίσιμο με εκείνο που αντιμετώπισε το Παλαιό Καθεστώς [ancien régime] στη Γαλλία.
Όπως στο 18o αιώνα, έτσι και σήμερα: αποφεύγοντας τις ευθύνες του και τις αρμοδιότητές του το κράτος, έχει υποβαθμίσει το κύρος του στη δημόσια ζωή. Το αποτέλεσμα είναι «περιφραγμένες κοινότητες», με την κάθε έννοια της λέξης: υποενότητες της κοινωνίας, οι οποίες αυτάρεσκα υποθέτουν, ότι οι ίδιες είναι λειτουργικά ανεξάρτητες από τη συλλογικότητα και τους δημόσιους λειτουργούς της. Αν έχουμε να κάνουμε αποκλειστικά ή κατά κύριο λόγο με ιδιωτικούς φορείς, στη συνέχεια, με το πέρασμα του χρόνου, διαλύεται η σχέση μας με τον δημόσιο τομέα, ο οποίος δεν βλέπουμε να έχει εμφανή χρησιμότητα. Δεν έχει πολύ σημασία αν ο ιδιωτικός τομέας κάνει τα ίδια πράγματα καλύτερα ή χειρότερα, με υψηλότερο ή χαμηλότερο κόστος. Σε κάθε περίπτωση, θα έχουν εξασθενήσει οι δεσμοί της εμπιστοσύνης μας στο κράτος και θα έχουμε χάσει κάτι σημαντικό που έπρεπε να μοιραζόμαστεμε - και σε πολλές περιπτώσεις συνηθίζαμε για να μοιραζόμαστε - με τους συμπολίτες μας.
«Λιγότερο κράτος» δεν σημαίνει πιό ήπιο κράτος, αλλά κράτος σκληρό, αιχμαλωτισμένο από τις ελίτ
Αυτή η διαδικασία περιγράφηκε καλά από μία από τους μεγαλύτερους σύγχρονους εφαρμοστές της : Η Μάργκαρετ Θάτσερ φέρεται να υποστήριξε ότι
Τι θα λειτουργεί λοιπόν ως μαξιλάρι μεταξύ πολιτών και κράτους; Σίγουρα όχι «η κοινωνία», που πιέζεται σκληρά για να επιβιώσει μέσα την απίσχανση του δημόσιου τομέα. Γιατί το κράτος δεν πρόκειται να μαραθεί. Ακόμη και αν του στερήσουμε όλα τα χαρακτηριστικά της λειτουργίας του, θα είναι πάντα κοντά μας - έστω και ως μια δύναμη ελέγχου και καταστολής. Τότε, μεταξύ κράτους και ιδιωτών δεν θα υπάρχουν ενδιάμεσοι θεσμοί ή δεσμοί εμπιστοσύνης: τίποτε δεν θα παραμείνει από τον ιστό της αράχνης των αμοιβαίων εξυπηρετήσων και υποχρεώσεων που συνδέουν τους πολίτες μεταξύ τους μέσω του δημόσιου χώρου που καταλαμβάνουν συλλογικά. Το μόνο που θα απομείνει, θα είναι ιδιώτες και επιχειρήσεις, που θα προσπαθούν με ανταγωνιστικό τρόπο να αιχμαλωτίσουν το κράτος προς όφελός τους.
Οι συνθήκες δεν είναι πιο ελκυστικές σήμερα, σε σύγκριση με αυτές που υπήρχαν πριν δημιουργηθεί το σύγχρονο κράτος. Πράγματι, όπως γνωρίζουμε, η ώθηση για την οικοδόμηση του κράτους, προέκυψε εντελώς συγκεκριμένα από την κατανόηση ότι κανένα άθροισμα ατόμων δεν μπορεί να επιβιώσει για πολύ καιρό, χωρίς να έχει κοινούς σκοπούς και κοινούς θεσμούς. Η ίδια η ιδέα ότι το ιδιωτικό όφελος θα μπορούσε να πολλαπλασιασθεί σε δημόσια ωφέλεια, ήταν ήδη ολοφάνερα παράλογη κατά τους φιλελεύθερους κριτικούς του νεογέννητου βιομηχανικού καπιταλισμού. Σύμφωνα με τα λόγια του Τζών Στιούαρτ Μίλλ [John Stuart Mill],
Η αφήγηση του 20ού αιώνα για το προοδευτικό κράτος, βασιζόταν επισφαλώς πάνω στην έπαρση ότι «εμείς» - οι μεταρρυθμιστές, οι σοσιαλιστές, οι ριζοσπάστες, είχαμε την ιστορία με την πλευρά μας: ότι τα έργα μας, σύμφωνα με τα λόγια του αείμνηστου Μπέρναρντ Ουίλλιαμς [Bernard Williams], «τα επευφημούσε το σύμπαν». (3). Σήμερα, δεν έχουμε μια τέτοια καθησυχαστική ιστορία, για να την αφηγηθούμε. Έχουμε μόλις επιβιώσει από έναν αιώνα γεμάτο με δόγματα που επέμεναν με ανησυχητική εμπιστοσύνη να λένε τι έπρεπε να κάνει το κράτος και να υπενθυμίζουν στα άτομα - διά της βίας όταν το έβρισκαν αναγκαίο - ότι το κράτος γνωρίζει τι είναι καλό γι' αυτά. Δεν μπορούμε να επιστρέψουμε σε όλα αυτά. Έτσι, αν θέλουμε να «σκεφτόμαστε το κράτος» για μια ακόμη φορά, θα ήταν καλύτερο να αρχίσουμε έχοντας μια αίσθηση για τα όριά του.
Για όμοιους λόγους, θα ήταν μάταιο να αναστήσουμε τη ρητορική της Σοσιαλδημοκρατίας των αρχών του 20ού αιώνα. Στα χρόνια εκείνα, η δημοκρατική αριστερά αναδείχθηκε ως εναλλακτική λύση απέναντι στις πιο ασυμβίβαστες ποικιλίες του μαρξιστικού επαναστατικού σοσιαλισμού και - στα επόμενα χρόνια - απέναντι στον κομμουνιστικό διάδοχό τους. Έτσι, εγγενής στην Σοσιαλδημοκρατία ήταν μια παράξενη σχιζοφρένεια. Ενώ βάδιζε με σιγουριά προς τα εμπρός για ένα καλύτερο μέλλον, συνεχώς έρριχνε νευρικά βλέμματα πάνω από τον αριστερό ώμο της. Εμείς, φαίνεται να λέει, δεν είμαστε αυταρχικοί. Είμαστε υπέρ της ελευθερίας, εναντίον της καταπίεσης. Είμαστε δημοκράτες, οι οποίοι πιστεύουν επίσης στην κοινωνική δικαιοσύνη, στις ρυθμισμένες, ελεγχόμενες αγορές, και ούτω καθεξής.
Για όσο καιρό ο πρωταρχικός στόχος των Σοσιαλδημοκρατών ήταν να πείσουν τους ψηφοφόρους, ότι αυτοί ήταν μια αξιοσέβαστη ριζοσπαστική επιλογή μέσα στο πλαίσιο της φιλελεύθερης πολιτείας, αυτή η αμυντική στάση είχε νόημα. Αλλά σήμερα αυτή η ρητορική είναι ασυνάρτητη. Δεν είναι τυχαίο, ότι μια Χριστιανοδημοκράτισσα όπως η Άνγκελα Μέρκελ μπορεί να κερδίσει τις εκλογές στη Γερμανία νικώντας τους Σοσιαλδημοκράτες αντιπάλους της, ακόμη και στο αποκορύφωμα της οικονομικής κρίσης, με ένα σύνολο πολιτικών που σε όλα τα ουσιώδη του μοιάζει με το δικό τους πρόγραμμα.
Η Σοσιαλδημοκρατία, στη μία ή την άλλη μορφή της, είναι η πρόζα της σύγχρονης Ευρωπαϊκής πολιτικής. Υπάρχουν πολύ λίγοι Ευρωπαίοι πολιτικοί, και ασφαλώς λιγότεροι σε θέσεις με επιρροή, που θα διαφωνήσουν με τον πυρήνα των σοσιαλδημοκρατικών παραδοχών των σχετικών με τα καθήκοντα του κράτους, όσο και αν θα μπορούσαν να διαφωνούν για το πεδίο εφαρμογής τους. Ως επακόλουθο, οι Σοσιαλδημοκράτες στην σημερινή Ευρώπη δεν έχουν τίποτε διακριτό να προσφέρουν. Στη Γαλλία π.χ., ακόμη και η απροβλημάτιστη διάθεση τους να ευνοούν την κρατική ιδιοκτησία, δεν τους διακρίνει σχεδόν καθόλου από τα Κολμπερτιανά ένστικτα της Γκωλικής Δεξιάς: Η Σοσιαλδημοκρατία πρέπει να επανεξετάσει τους σκοπούς της.
Το πρόβλημα δεν έγκειται στις σοσιαλδημοκρατικές πολιτικές, αλλά στη γλώσσα στην οποία είναι διατυπωμένο. Δεδομένου ότι η αυταρχική πρόκληση από τα αριστερά έχει λήξει, η έμφαση στην «δημοκρατία» είναι σε μεγάλο βαθμό περιττή. Σήμερα είμαστε όλοι δημοκράτες. Αλλά η «κοινωνική» ηρεμία σημαίνει κάτι - αναμφισβήτητα πιό πολύ τώρα, παρά κάποιες δεκαετίες προηγουμένως, όταν ο ρόλος του δημόσιου τομέα είχε εγκαταλειφθεί απερίσκεπτα από όλες τις πλευρές. Τι λοιπόν, είναι χαρακτηριστικό για το «κοινωνικό», στην σοσιαλδημοκρατική προσέγγιση της πολιτικής;
Φαντασθείτε, αν θέλετε, έναν σιδηροδρομικό σταθμό. Έναν πραγματικό σιδηροδρομικό σταθμό όχι τον Pennsylvania Station της Νέας Υόρκης: ένα αποτυχημένο εμπορικό κέντρο της δεκαετίας του 1960 - στοιβαγμένο πάνω από μια αποθήκη κάρβουνου. Εννοώ κάτι σαν τον Σταθμό Waterloo του Λονδίνου, τον Σταθμό Gare de l' Est στο Παρίσι, τον θεατρικό Victoria Terminus στη Βομβάη, ή τον μεγαλοπρεπή νέο Hauptbahnhof του Βερολίνου. Σ' αυτούς τους αξιοσημείωτους καθεδρικούς ναούς της σύγχρονης ζωής, ο ιδιωτικός τομέας λειτουργεί πολύ καλά στη θέση του: διότι δεν υπάρχει κανένας λόγος, τα περίπτερα ή τα καφέ μπαρ να τα διαχειρίζεται το κράτος. Όποιος μπορεί να θυμηθεί τα αποξηραμένα, τυλιγμένα σε πλαστική συσκευασία σάντουιτς των καφέ των British Railways, θα συμφωνήσει ότι σ' αυτή την αρένα, ο ανταγωνισμός πρέπει να ενθαρρύνεται.
Αλλά δεν γίνεται να δουλεύουν τα τρένα με ανταγωνιστικό τρόπο. Οι σιδηρόδρομοι
- όπως η γεωργία ή τα ταχυδρομεία, είναι εξίσου και ταυτόχρονα οικονομική δραστηριότητα και βασικό δημόσιο αγαθό. Επίσης, ένα σιδηροδρομικό σύστημα δεν μπορεί να γίνει πιο
αποτελεσματικό βάζοντας δύο αμαξοστοιχίες σε μια σιδηροτροχιά και
περιμένοντας να δείς ποια αποδίδει καλύτερα: οι σιδηρόδρομοι είναι
φυσικό μονοπώλιο. Χωρίς επιτυχία, οι Άγγλοι έχουν εισαγάγει έναν τέτοιο ανταγωνισμό μεταξύ των υπηρεσιών λεωφορείων. Αλλά βέβαια, το παράδοξο των δημόσιων μεταφορών, είναι ότι όσο καλύτερα
κάνουν τη δουλειά τους, τόσο λιγότερο [οικονομικά] «αποτελεσματικές» μπορούν να
είναι.
Ένα λεωφορείο που παρέχει υπηρεσία μεταφοράς εξπρές για εκείνους που μπορούν να το αντέξουν οικονομικά και αποφεύγει τα απομακρυσμένα χωριά, όπου θα δεχθεί την επιβίβαση μόνον κάποιων περιστασιακών συνταξιούχων, θα αποφέρει περισσότερα κέρδη για τους ιδιοκτήτες του. Αλλά κάποιος - το κράτος ή η τοπική δημοτική αρχή - πρέπει πάντοτε να παρέχει την ασύμφορη, οικονομικά αναποτελεσματική τοπική υπηρεσία. Άν αυτή λείψει, τα βραχυπρόθεσμα οικονομικά οφέλη από την μείωση της λειτουργικής δαπάνης θα αντισταθμισθούν από μακροπρόθεσμες βλάβες στην τοπική κοινότητα ως συνόλου. Όπως ήταν αναμενόμενο λοιπόν, οι συνέπειες των «οικονομικά ανταγωνιστικών» λεωφορείων - εκτός από το Λονδίνο, όπου υπάρχει αρκετή ζήτηση για να ανταπεξέλθουν - ήταν να αυξηθεί το κόστος και να επιβαρυνθεί με αυτό ο δημόσιος τομέας, απότομη αύξηση στις τιμές των εισιτηρίων στο ανώτερο επίπεδο που μπορεί να αντέξει η αγορά, και ελκυστικά κέρδη για τις εταιρείες λεωφορείων εξπρές.
Τα τρένα όπως και τα λεωφορεία είναι πάνω από όλα μια κοινωνική υπηρεσία. Καθένας θα μπορούσε να λειτουργεί μια κερδοφόρα σιδηροδρομική γραμμή, αν το μόνο που έπρεπε να κάνει είναι να στέλνει και να δέχεται εξπρές τρένα από το Λονδίνο στο Εδιμβούργο, από το Παρίσι στη Μασσαλία και από τη Βοστώνη στην Ουάσινγκτον. Αλλά τι γίνεται με τις σιδηροδρομικές συνδέσεις προς και από τόπους όπου οι άνθρωποι παίρνουν το τρένο μόνον περιστασιακά; Ούτε ένας δεν πρόκειται να δεσμεύσει επαρκή κεφάλαια για να πληρώνει το οικονομικό κόστος και να υποστηρίζει μιαν υπηρεσία για τις όχι συχνές περιπτώσεις που χρειάζεται. Μόνον η συλλογικότητα - το κράτος, η κυβέρνηση, οι τοπικές αρχές, μπορούν να το κάνουν αυτό. Η επιδότηση που απαιτείται θα εμφανίζεται πάντα ως [οικονομικά] αναποτελεσματική στα μάτια ενός οικονομολόγου ορισμένου είδος: Σίγουρα θα ήταν φθηνότερο να ξηλώσουν τις γραμμές και ο καθένας να χρησιμοποιεί το αυτοκίνητό του;
Το 1996, τελευταίο έτος πριν ιδιωτικοποιηθούν οι σιδηρόδρομοι της Βρετανίας, η British Rail καυχήθηκε για τη χαμηλότερη δημόσια επιδότηση σιδηροδρόμου στην Ευρώπη. Αυτό το έτος οι Γάλλοι σχεδίαζαν να επενδύσουν για τους σιδηροδρόμους τους ένα ποσοστό 21 £ κατά κεφαλή του πληθυσμού, οι Ιταλοί £ 33, οι Βρετανοί μόλις £ 9,4. Αυτές οι αντιθέσεις αντανακλώνται με ακρίβεια στην ποιότητα των υπηρεσιών που παρέχονται από το αντιστοιχο εθνικό σύστημα. Επίσης εξηγούν γιατί το Βρετανικό σιδηροδρομικό δίκτυο κατάφερε να ιδιωτικοποιηθεί μόνον με μεγάλη οικονομική ζημία, εξαιτίας της ανεπαρκούς υποδομής του.
Αλλά η επενδυτική αντίθεση αποσαφηνίζει τη γνώμη μου. Οι Γάλλοι και οι Ιταλοί αντιμετωπίζουν από καιρό τους σιδηροδρόμους τους ως κοινωνική παροχή. Η λειτουργία ενός τρένου σε μια απομακρυσμένη περιοχή, άν και αναποτελεσματική από πλευράς κόστους, στηρίζει τις τοπικές κοινωνίες. Μειώνει την περιβαλλοντική βλάβη, παρέχοντας μια εναλλακτική λύση στις οδικές μεταφορές. Ο σιδηροδρομικός σταθμός και η υπηρεσία που παρέχει είναι λοιπόν ένα σύμπτωμα και ένα σύμβολο της κοινωνίας ως από κοινού φιλοδοξία.
Ελεημοσύνη και δικαίωμα, ταπείνωση και περηφάνεια, κόστος και ηθική αξιολόγηση
Υποστήριξα πριν, ότι η παροχή σιδηροδρομικής υπηρεσίας σε απομακρυσμένες περιοχές έχει κοινωνικό νόημα, ακόμη και αν είναι οικονομικά «αναποτελεσματική». Αλλά φυσικά, αυτό θέτει ένα σημαντικό ερώτημα. Οι Σοσιαλδημοκράτες δεν θα προχωρήσουν πολύ, προτείνοντας αξιέπαινους κοινωνικούς στόχους, για τους οποίους και οι ίδιοι παραδέχονται ότι κοστίζουν περισσότερο από τις εναλλακτικές λύσεις. Θα καταλήξουν να αναγνωρίζουν τις αρετές των κοινωνικών υπηρεσιών, επικρίνοντας την ακρίβεια τους ...και να μην κάνουν τίποτε. Πρέπει να ξανασκεφθούμε τον εννοιολογικό εξοπλισμό που χρησιμοποιούμε για να εκτιμήσουμε το όλο κόστος: κοινωνικό και οικονομικό.
Επιτρέψτε μου να δώσω ένα παράδειγμα. Είναι φθηνότερο να παρέχουμε καλοπροαίρετες ελεημοσύνες στους φτωχούς, από το να τους εξασφαλίζουμε ένα πλήρες φάσμα κοινωνικών υπηρεσιών, ως δικαίωμα. Με τον όρο «καλοπροαίρετος» εννοώ την φιλανθρωπία που βασίζεται στη θρησκευτική πίστη, σε ιδιωτικές ή ανεξάρτητες πρωτοβουλίες, την βοήθεια την εξαρτώμενη από το εισόδημα με τη μορφή κουπονιών για τρόφιμα, επιδοτήσεων στέγασης ή ένδυσης, και ούτω καθεξής. Αλλά είναι εμφανώς ταπεινωτικό να βρίσκεσαι στην πλευρά που δέχεται αυτό το είδος βοήθειας. Η «δοκιμασία των μέσων διαβίωσης» [«means test»] που εφαρμόσθηκε από τις Βρετανικές αρχές στα θύματα της Μεγάλης Ύφεσης της δεκαετίας του 1930 ακόμη ανακαλείται στη μνήμη από την παλαιότερη γενιά, με αποστροφή και με θυμό (5).
Αντίθετα, δεν είναι ταπεινωτικό να βρίσκεσαι στη πλευρά της αποδοχής ενός δικαιώματος. Αν είστε δικαιούχος επιδόματος ανεργίας, σύνταξης εξαιτίας ανικανότητας για εργασία, εργατικής ή δημοτικής κατοικίας, ή οποιασδήποτε άλλης συνδρομής που παρέχεται δημόσια ως δικαίωμα - χωρίς κανείς να διερευνά για να προσδιορίσει άν έχετε βυθιστεί αρκετά χαμηλά ώστε να «αξίζετε» τη βοήθεια - τότε δεν θα ντρέπεστε να αποδεχθείτε την συνδρομή. Ωστόσο, τέτοια καθολικής εφαρμογής δικαιώματα και δικαιοδοσίες είναι ακριβά.
Τι γίνεται όμως αν αντιμετωπίζεται η ίδια η ταπείνωση ως κόστος, ως επιβάρυνση για την κοινωνία; Τι θα συμβεί αν αποφασίζαμε να «ποσοτικοποιηθεί» η ζημία που προκαλείται, όταν οι άνθρωποι ντρέπονται τους συμπολίτες τους πριν λάβουν απλά και μόνον τα τα απολύτως αναγκαία για τη ζωή; Με άλλα λόγια, τι θα γινόταν αν στις εκτιμήσεις μας για την παραγωγικότητα, την οικονομική αποτελεσματικότητα ή την ευημερία, παίρναμε υπόψη τη διαφορά ανάμεσα σε μια ταπεινωτική ελεημοσύνη και σε μια παροχή ως δικαίωμα; Θα μπορούσαμε ίσως να συμπεράνουμε, ότι η παροχή κοινωνικών υπηρεσιών καθολικής ισχύος, όπως η δημόσια ασφάλιση υγείας ή τα επιδοτούμενα μέσα μαζικής μεταφοράς στην πραγματικότητα ήταν ένας οικονομικά αποδοτικός τρόπος για την επίτευξη των κοινών μας στόχων. Αυτή η αναζήτηση είναι αμφιλεγόμενη από τη φύση της: Πώς μπορούμε να μετρήσουμε ποσοτικά την «ταπείνωση»; Ποιο μετρήσιμο κόστος υπάρχει, όταν στερούμε μεμονωμένους πολίτες από την πρόσβαση σε μητροπολιτικά μέσα και πόρους; Πόσο είμαστε διατεθειμένοι να πληρώσουμε για μια καλή κοινωνία; Ασαφές. Αλλά άν δεν θέτουμε τέτοια ερωτήματα, πώς να ελπίζουμε ότι θα δώσουμε απαντήσεις; (6)
Τι εννοούμε όταν μιλάμε για «καλή κοινωνία»; Από μια κανονιστική άποψη, θα μπορούσαμε να αρχίσουμε με μια ηθική «αφήγηση», στην οποία να εναποθέτουμε τις συλλογικές μας επιλογές. Μια τέτοια αφήγηση θα πρέπει τότε να αντικαταστήσει τους στενά οικονομικούς όρους, που περιορίζουν τώρα τις συζητήσεις μας. Αλλά το να καθορίσουμε τους γενικούς στόχους μας με αυτόν τον τρόπο, δεν είναι απλό ζήτημα.
Στο παρελθόν, η Σοσιαλδημοκρατία αναμφισβήτητα ασχολήθηκε με τα θέματα του σωστού και του λάθους : πολύ περισσότερο, επειδή κληρονόμησε ένα προ-μαρξιστικό ηθικό λεξιλόγιο, εμποτισμένο με τη Χριστιανική αντιπάθεια για τον ακραίο πλούτο και για τη λατρεία του υλισμού. Αλλά τέτοιες σκέψεις συχνά ήταν σφραγισμένες από ιδεολογικά ερωτήματα. Ήταν ο καπιταλισμός καταδικασμένος; Αν ναι, τότε μια συγκεριμένη πολιτική προωθούσε την εκ των προτέρων αναμενόμενη πτώση του, ή διακινδύνευε να αναβάλλει αυτή την πτώση; Αν ο καπιταλισμός δεν ήταν καταδικασμένος, τότε οι πολιτικές επιλογές θα έπρεπε να είναι σχεδιασμένες από μια διαφορετική σκοπιά. Και στις δύο περιπτώσεις, η σχετική ερώτηση αφορά συνήθως τις προοπτικές του «συστήματος», και όχι τις εγγενείς αρετές ή τα ελαττώματα μιας δεδομένης πρωτοβουλίας. Τέτοια ερωτήματα, τώρα πιά δεν μας προκαταλαμβάνουν. Είμαστε λοιπόν αντιμέτωποι με τις ηθικές επιπτώσεις των επιλογών μας με πιό άμεσο τρόπο.
Ποιό ακριβώς είναι αυτό που βρίσκουμε απεχθές στον χρηματοοικονομικό καπιταλισμό, ή στην «εμπορική κοινωνία» που είχε ο 18ος αιώνας; Τι βρίσκουμε ενστικτωδώς να μην πάει καλά στις τωρινές μας συνθήκες, και τι μπορούμε να κάνουμε γι' αυτές; Τι βρίσκουμε άδικο; Τι είναι αυτό που προσβάλλει την αίσθησή μας της ευπρέπειας, όταν βρισκόμαστε αντιμέτωποι με ανεξέλεγκτη άσκηση πίεσης από τους πλούσιους εις βάρος όλων των άλλων; Τι έχουμε χάσει;
Οι απαντήσεις σε τέτοια ερωτήματα, πρέπει να πάρουν τη μορφή μιας ηθικής κριτικής των ανεπαρκειών της χωρίς περιορισμούς αγοράς ή του ανεπαρκούς και ανεύθυνου κράτους. Πρέπει να καταλάβουμε γιατί αυτά προσβάλλουν το αίσθημά μας της δικαιοσύνης ή της ισότητας. Πρέπει με λίγα λόγια, να επιστρέψουμε στο βασίλειο των τελικών σκοπών. Εδώ η Σοσιαλδημοκρατία προσφέρει περιορισμένη βοήθεια, γιατί η δική της απάντηση στα διλήμματα του καπιταλισμού, ήταν απλά μια χρονικά καθυστερημένη έκφραση του ηθικού λόγου του Διαφωτισμού, εφαρμοσμένη στο «κοινωνικό ζήτημα». Τα προβλήματά μας είναι μάλλον διαφορετικά.
Αντί προόδου, νέα εποχή ανασφάλειας και φόβου: Να υπερασπισθούμε μαχόμενοι την κοινωνική δημοκρατία - να μην προδώσουμε τις προηγούμενες και επόμενες γενιές
Εισερχόμαστε, πιστεύω, σε μια νέα εποχή ανασφάλειας. Η τελευταία τέτοια εποχή, την οποία με αλησμόνητο τρόπο ανέλυσε ο Κέϋνς στο έργο του The Economic Consequences of Peace [Oι Οικονομικές Συνέπειες της Ειρήνης, 1919], ακολούθησε μετά από δεκαετίες ευημερίας και προόδου και μια δραματική αύξηση στη διεθνοποίηση της ζωής: «παγκοσμιοποίηση» σε όλα, εκτός από το όνομα. Όπως περιγράφει ο Κέϋνς, η εμπορική οικονομία είχε εξαπλωθεί σε όλο τον κόσμο. Το εμπόριο και η επικοινωνία επιταχύνονταν με πρωτοφανή ρυθμό. Πριν από το 1914, υποστηριζόταν ευρέως, ότι η λογική των ειρηνικών οικονομικών συναλλαγών θα θριαμβεύσει επί της εθνικής ιδιοτέλειας. Κανείς δεν περίμενε ότι όλα αυτά θα έφθαναν σε ένα απότομο τέλος. Αλλά έγινε.
Και εμείς επίσης, ζήσαμε μέσα σε μια εποχή σταθερότητας, ασφάλειας, και της ψευδαίσθησης μιας χωρίς όρια οικονομικής βελτίωσης. Αλλά όλα αυτά είναι τώρα πίσω μας. Για το προβλέψιμο μέλλον, θα είμαστε τόσο οικονομικά ανασφαλείς, όσο είμαστε πολιτισμικά αβέβαιοι. Είμαστε αναμφισβήτητα λιγότερο βέβαιοι για τους συλλογικούς μας σκοπούς, για την περιβαλλοντική μας ευημερία ή για την προσωπική μας εξασφάλιση, από ό,τι σε οποιαδήποτε άλλη στιγμή μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Δεν έχουμε ιδέα τι είδους κόσμο θα κληρονομήσουν τα παιδιά μας, αλλά δεν μπορούμε πλέον να εθελοτυφλούμε, υποθέτοντας με καθησυχαστικό τρόπο ότι αναγκαστικά θα μοιάζει με τον δικό μας.
Πρέπει να επανεξετάσουμε τους τρόπους με τους οποίους η γενιά των παππούδων μας ανταποκρίθηκε σε παρόμοιες προκλήσεις και απειλές. Η Σοσιαλδημοκρατία στην Ευρώπη, το New Deal και η Μεγάλη Κοινωνία εδώ στις ΗΠΑ, ήταν άμεσες απαντήσεις στις ανασφάλειες και στις ανισότητες της εποχής. Λίγοι στη Δύση είναι αρκετά ηλικιωμένοι, ώστε να ξέρουν ακριβώς τι σημαίνει να παρακολουθείς τον κόσμο μας να καταρρέει (7). Δυσκολευόμαστε να φαντασθούμε μιαν ολοκληρωτική κατάρρευση των φιλελεύθερων θεσμών, μιαν απόλυτη αποσύνθεση της δημοκρατικής συναίνεσης. Αλλά ήταν ακριβώς μια τέτοια συντριβή, αυτή που συντέλεσε στη συζήτηση Κέυνς - Χάγιεκ και από την οποία γεννήθηκαν η Κεϋνσιανή συναίνεση και ο σοσιαλδημοκρατικός συμβιβασμός: η συναίνεση και ο συμβιβασμός μέσα στον οποίο μεγαλώσαμε και των οποίων η ελκυστικότητα έχει επισκιαστεί από την ίδια την επιτυχία τους.
Αν η Σοσιαλδημοκρατία έχει ένα μέλλον, αυτό θα είναι ως Σοσιαλδημοκρατίας του φόβου (8). Αντί να επιδιώκουμε να αποκαταστήσουμε μια γλώσσα αισιόδοξης προόδου, θα πρέπει να αρχίσουμε να εξοικειώνουμε τους εαυτούς μας με το πρόσφατο παρελθόν. Το πρώτο καθήκον των ριζοσπαστικών διαφωνούντων σήμερα, είναι να υπενθυμίζουν στο ακροατήριό τους τα επιτεύγματα του 20ού αιώνα, μαζί με τις πιθανές συνέπειες της απρόσεκτης βιασύνης μας να τα διαλύσουμε.
Η αριστερά, για να το εκφράσουμε κάπως ήπια, έχει κάτι να διατηρήσει. Είναι η δεξιά αυτή που έχει κληρονομήσει τη φιλόδοξη νεοτερική ώθηση να καταστρέψει και να δημιουργησει το νέο, στο όνομα ενός οικουμενικού εγχειρήματος. Οι Σοσιαλδημοκράτες, χαρακτηριστικά μετριοπαθείς στο ύφος και στη φιλοδοξία, πρέπει να μιλούν με μεγαλύτερη βεβαιότητα για τις επιτυχίες του παρελθόντος. Για την άνοδο του κράτους των κοινωνικών υπηρεσιών, για την επί έναν αιώνα οικοδόμηση ενός δημόσιου τομέα, του οποίου τα αγαθά και οι υπηρεσίες απεικονίζουν και προωθούν τη συλλογική μας ταυτότητα και τους κοινούς σκοπούς, για τον θεσμό της κοινωνικής πρόνοιας ως δικαιώματος και για την παροχή της ως κοινωνικό καθήκον: αυτά δεν ήταν μικρά επιτεύγματα.
Ότι αυτά τα επιτεύγματα δεν ήταν κάτι περισσότερο από επιμέρους επιτυχίες, δεν πρέπει να μας προβληματίζει. Αν δεν έχουμε μάθει τίποτε άλλο από τον 20ό αιώνα, θα έπρεπε τουλάχιστον να έχουμε κατανοήσει ότι όσο πιο τέλεια η απάντηση, τόσο πιο τρομακτικές οι συνέπειές της. Να επιτυγχάνουμε ατελείς βελτιώσεις σε όχι ικανοποιητικές καταστάσεις, αυτό είναι το καλύτερο που μπορούμε να ελπίζουμε, και ίσως το μόνο που θα 'πρεπε να επιδιώκουμε. Άλλοι έχουν ξοδέψει τις 3 τελευταίες δεκαετίες διαλύοντας και αποσταθεροποιώντας μεθοδικά αυτές τις ίδιες βελτιώσεις: αυτό θα έπρεπε να μας κάνει πολύ περισσότερο εξοργισμένους απ' όσο είμαστε. Επίσης, αυτό θα έπρεπε να μας προκαλεί ανησυχία, έστω και μόνο για λόγους σύνεσης : Γιατί βιαζόμαστε τόσο πολύ να γκρεμίσουμε τα αναχώματα που με κόπο έχουν κτίσει οι προκάτοχοί μας; Είμαστε τόσο σίγουροι ότι δεν θα έλθουν πλημμύρες;
Μια κοινωνική δημοκρατία του φόβου είναι κάτι το οποίο πρέπει να υπερασπισθούμε μαχόμενοι. Το να εγκαταλείπουμε τους καρπούς των κόπων ενός αιώνα, είναι σαν να προδίδουμε αυτούς που ήρθαν πριν από εμάς, αλλά και τις γενιές που θα έλθουν στο μέλλον. Θα ήταν ευχάριστο αλλά παραπλανητικό - να πούμε ότι η Σοσιαλδημοκρατία, ή κάτι παρόμοιο, αντιπροσωπεύει το μέλλον που θα ονειρευόμασταν για τον εαυτό μας σ' έναν ιδανικό κόσμο. Δεν αντιπροσωπεύει ούτε καν το ιδανικό παρελθόν. Αλλά μεταξύ των επιλογών που διαθέτουμε στο παρόν, είναι το καλύτερο από ό,τι άλλο υπάρχει. Με τα λόγια του Όργουελ, όπως περιγράφει στο βιβλίο Φόρος Τιμής στην Καταλωνία, τις εμπειρίες του στην επαναστατική Βαρκελώνη:
Στις ΗΠΑ σήμερα, ο «συντελεστής Gini» - ένα μέτρο της απόστασης που χωρίζει πλούσιους και φτωχούς - είναι συγκρίσιμος με εκείνον της Κίνας (1). Όταν λαμβάνουμε υπόψη ότι η Κίνα είναι μια αναπτυσσόμενη χώρα, όπου ανοίγουν αναπόφευκτα τεράστια κενά ανάμεσα στους λίγους πλούσιους και στους πολλούς φτωχούς, το γεγονός ότι εδώ στις ΗΠΑ έχουμε έναν παρόμοιο συντελεστή ανισότητας, λέει πολλά για το πόσο έξω έχουμε πέσει, σε σύγκριση με τις ενωρίτερες φιλοδοξίες μας.
Σκεφτείτε τον «Personal Responsibility and Work Opportunity Act» του 1996 (πιο οργουελιανό τίτλο θα είναι δύσκολο να βρούν), μια νομοθετική πράξη της εποχής Κλίντον, που αποσκοπούσε σε καλή παροχή κοινωνικής πρόνοιας εδώ στις ΗΠΑ. Οι όροι αυτής της πράξης θα έπρεπε να μας φέρουν στο μυαλό μιαν άλλη νομοθετική πράξη, που νομοθετήθηκε στην Αγγλία σχεδόν δύο αιώνες πριν: ο Νέος Νόμος για τους Φτωχούς [New Poor Law] του 1834. Οι προβλέψεις του Νέου Νόμου για τους Φτωχούς είναι γνωστές σε μας χάρη στην περιγραφή του τρόπου λειτουργίας τους από τον Κάρολο Ντίκενς στον Όλιβερ Τουίστ. Όταν ο Noah Claypole ειρωνεύεται τον μικρό Όλιβερ, αποκαλώντας τον με το φημισμένο «Work'us» («Workhouse» [= Πτωχοκομείο]), του κατελόγισε, για τα δεδομένα του 1838, αυτό ακριβώς που εννούν σήμερα, όταν μιλούν υποτιμητικά για «βασίλισσες της πρόνοιας» [welfare queens].
Ο Νέος Νόμος για τους Φτωχούς ήταν μια παρεκτροπή, που ανάγκαζε τον άπορους και τους ανέργους να επιλέξουν ανάμεσα σε εργασία με οποιαδήποτε αμοιβή, χαμηλή σε κάθε περίπτωση, και την ταπείνωση του πτωχοκομείου. Εδώ, και στις περισσότερες άλλες μορφές δημόσιας εισοδηματικής βοήθειας του 19ου αιώνα (ακόμη τις θεωρούμε και τις περιγράφουμε ως «φιλανθρωπία»), το ύψος των ενισχύσεων και της υποστήριξης διαμορφώνεται με τέτοιο τρόπο, ώστε να είναι λιγότερο ελκυστικό από την χειρότερη διαθέσιμη εναλλακτική λύση. Το σύστημα αυτό στηριζόταν σε κλασικές οικονομικές θεωρίες, οι οποίες αρνιόταν ακόμη και την δυνατότητα να υπάρχει ανεργία σε μια αποτελεσματική αγορά: αν οι μισθοί μειώνονταν αρκετά χαμηλά και δεν υπήρχε ελκυστική εναλλακτική λύση για εργασία, ο καθένας θα έβρισκε μιαν απασχόληση.
Στα επόμενα 150 χρόνια, οι μεταρρυθμιστές προσπάθησαν να αντικαταστήσουν τέτοιες ταπεινωτικές πρακτικές. Όταν ήλθε το πλήρωμα του χρόνου, τον Νέο Νόμο για τους Φτωχούς και τους ανάλογούς του στο εξωτερικό, τον
διαδέχθηκε η παροχή δημόσιας βοήθειας ως δικαίωμα. Οι άνεργοι
πολίτες δεν επικρίνονταν πιά ως λιγότερο άξιοι για την ανεργία τους. Δεν
τιμωρούνταν για την κατάστασή τους, ούτε έπεφταν συκοφαντικές σκιές
πάνω στο καλό κεκτημένο τους, ως μέλη της κοινωνίας. Περισσότερο από οτιδήποτε άλλο, τα κράτη πρόνοιας των μέσων του
20ού αιώνα, καθιέρωσαν ως βαθύ ατόπημα, τον προσδιορισμό του status του πολίτη
ως συνάρτηση της συμμετοχής του στην οικονομία.
Στις
σύγχρονες Ηνωμένες Πολιτείες, σε μια εποχή αυξανόμενης ανεργίας,
ένας άνεργος άνδρας ή μια άνεργη γυναίκα δεν είναι πλήρες μέλος της κοινότητας. Για
να έχουν στη διάθεσή τους ακόμη και τις πενιχρές πληρωμές κοινωνικής πρόνοιας, θα πρέπει πρώτα να έχουν ζητήσει, και όπου υπάρχει, να έχουν αποδεχθεί
απασχόληση με ό,τι μισθό προσφέρεται, όσο χαμηλό και άν είναι το επίπεδο της αμοιβής
και δυσάρεστο το έργο. Μόνον τότε δικαιούνται το ενδιαφέρον και την βοήθεια από τους συμπολίτες τους.
Το αντεστραμμένο Ευαγγέλιο μετά τα seventies: Θαυμασμός του πλούτου, περιφρόνηση της φτώχειας Γιατί τόσοι λίγοι από μας καταδικάζουμε τέτοιες «μεταρρυθμίσεις», που θεσπίσθηκαν κάτω από προεδρία του κόμματος των Δημοκρατικών; Γιατί είμαστε τόσο ασυγκίνητοι από το στίγμα που πέφτει πάνω στα θύματα των «μεταρρυθμίσεων» αυτών; Μακριά από το να θέτουμε υπό αμφισβήτηση αυτή την επιστροφή σε πρακτικές του πρώιμου βιομηχανικού καπιταλισμού, έχουμε προσαρμοσθεί όλοι υπερβολικά καλά και σε συναινετική σιωπή - σε αποκαλυπτική αντίθεση με την προηγούμενη γενιά. Τότε όμως, όπως μας υπενθυμίζει ο Λέων Τολστόι,
«δεν υπάρχουν συνθήκες ζωής, στις οποίες ένας άνθρωπος δεν μπορεί να συνηθίσει, ιδιαίτερα αν βλέπει να τις αποδέχονται όλοι γύρω του».Αυτή η διάθεση,
«να θαυμάζουν, και σχεδόν να λατρεύουν, τους πλούσιους και τους ισχυρούς, και να περιφρονούν, ή τουλάχιστον να αδιαφορούν για τα πρόσωπα της φτωχής και της μέσης κατάστασης, ...είναι ...η μεγάλη και η πιο καθολική αιτία της διαφθοράς των ηθικών συναισθημάτων μας».Αυτά δεν είναι δικά μου λόγια. Αυτά γράφτηκαν από τον Άνταμ Σμίθ, ο οποίος θεωρούσε το ενδεχόμενο να καταλήξουμε να θαυμάζουμε τον πλούτο και να περιφρονούμε τη φτώχεια, να θαυμάζουμε την επιτυχία και περιφρονούμε την αποτυχία, ως τον μεγαλύτερο κίνδυνο που μας απειλεί στην εμπορική κοινωνία, την έλευση της οποίας είχε προβλέψει. Τώρα αυτό έχει πέσει πάνω μας.
Το πιο αποκαλυπτικό παράδειγμα για το είδος του προβλήματος που αντιμετωπίζουμε, έρχεται με μια μορφή που πολλοί τη βλέπουμε ως απλό τεχνικό ζήτημα: με τη διαδικασία της ιδιωτικοποίησης. Στα τελευταία τριάντα χρόνια, η λατρεία της ιδιωτικοποίησης έχει μαγέψει τις δυτικές (και πολλές μη δυτικές) κυβερνήσεις. Γιατί ; Η πιό σύντομη απάντηση είναι ότι σε μια εποχή περιορισμών στους προϋπολογισμούς, η ιδιωτικοποίηση φαίνεται να εξοικονομεί χρήματα. Εάν το κράτος είναι ιδιοκτήτης ενός οικονομικά αναποτελεσματικού δημόσιου προγράμματος ή μιας ακριβής δημόσιας υπηρεσίας - μιας επιχείρησης ύδρευσης, ενός εργοστασίου παραγωγής αυτοκινήτων, ενός σιδηροδρόμου - τότε επιδιώκει να το ξεφορτωθεί πουλώντας το σε ιδιώτες αγοραστές.Η πώληση αποδίδει αρκετά χρήματα στο κράτος. Εν τω μεταξύ, με την είσοδο στον ιδιωτικό τομέα, η εν λόγω υπηρεσία ή επιχείρηση γίνεται [οικονομικά] πιο αποτελεσματική, χάρις στην ενεργοποίηση του κινήτρου του κέρδους. Όλοι ωφελούνται: Βελτιώνεται η υπηρεσία, το ίδιο το κράτος απαλλάσσεται από μια αρμοδιότητα χωρίς [οικονομική] απόδοση και κακοδιαχειριζόμενη, οι επενδυτές κερδίζουν και ο δημόσιος τομέας έχει άμεσο κέρδος από την πώληση.
Οι αυταπάτες για τις ιδιωτικοποιήσεις
Αυτά στη θεωρία. Η πρακτική είναι πολύ διαφορετική. Αυτό που παρατηρούμε τις τελευταίες δεκαετίες, είναι το γεγονός ότι η σταθερή μετατόπιση δημόσιων αρμοδιοτήτων προς τον ιδιωτικό τομέα δεν αποδίδει διακριτά πλεονεκτήματα για το κοινωνικό σύνολο. Κατ' αρχάς, η ιδιωτικοποίηση είναι [οικονομικά] αναποτελεσματική. Τα περισσότερα από όσα πράγματα οι κυβερνήσεις έκριναν σκόπιμο να περάσουν στον ιδιωτικό τομέα, λειτουργούν με ζημία: Σιδηροδρομικές εταιρείες, ανθρακωρυχεία, ταχυδρομικές υπηρεσίες, ή πάροχοι ενέργειας, για να παρέχουν τις υπηρεσίες τους και για να συνεχίσουν να λειτουργούν, έχουν μεγαλύτερο κόστος, σε σύγκριση με τα έσοδα που μπορούν να ελπίζουν ότι θα συγκεντρώσουν.
Γι' αυτό ακριβώς, τέτοια δημόσια αγαθά από τη φύση τους ήταν μη ελκυστικά για τους ιδιώτες αγοραστές, εκτός άν τους προσφερθούν με μεγάλη έκπτωση. Αλλά όταν το κράτος πωλεί φθηνά, το δημόσιο ζημιώνει. Έχει υπολογιστεί ότι κατά τη διάρκεια των ιδιωτικοποιήσεων της εποχής Θάτσερ στο Ηνωμένο Βασίλειο, η εκ προθέσεως χαμηλή τιμή, στην οποία πουλήθηκαν στον ιδιωτικό τομέα, περιουσιακά στοιχεία με μακροχρόνια κατοχή απο το δημόσιο, οδήγησε σε καθαρή μεταφορά των £ 14 δις στερλινών από τους φορολογούμενους προς τους νέους μετόχους και προς άλλους επενδυτές.
Σ' αυτή την απώλεια πρέπει να προστεθούν άλλα 3 δις £ ως προμήθειες στις τράπεζες που πραγματοποίησαν τις συναλλαγές των ιδιωτικοποιήσεων. Έτσι, το κράτος κατέβαλλε στον ιδιωτικό τομέα περίπου 17 δισεκατομμύρια £ (30 δισ. $), για να διευκολύνει την πώληση περιουσιακών στοιχείων του, για τα οποία, διαφορετικά δεν θα υπήρχαν αγοραστές. Αυτά είναι σημαντικά χρηματικά ποσά, που προσεγγίζουν για παράδειγμα, το κληροδότημα του πανεπιστημίου του Χάρβαρντ ή το ετήσιο ακαθάριστο εθνικό προϊόν της Παραγουάης ή της Βοσνίας και Ερζεγοβίνης (2). Αυτό δύσκολα μπορεί να ερμηνευθεί ως αποτελεσματική χρήση των δημόσιων πόρων.
Στη δεύτερη θέση, προκύπτει το ζήτημα του ηθικού κινδύνου. Ο μόνος λόγος που ιδιώτες επενδυτές είναι πρόθυμοι να αγοράσουν δημόσια αγαθά εμφανώς μη κερδοφόρα, είναι επειδή το κράτος εξαλείφει ή μειώνει την έκθεση τους στον κίνδυνο. Στην περίπτωση του μετρό του Λονδίνου για παράδειγμα, οι αγοράστριες εταιρίες είχαν εξασφαλισθεί, πως ό,τι και να συμβεί, θα είναι προστατευμένες από σοβαρές οικονομικές ζημίες - και έτσι υπονομεύεται η κλασική οικονομική υπόθεση για την ιδιωτικοποίηση: ότι το κίνητρο του κέρδους ενθαρρύνει την οικονομική αποτελεσματικότητα. Ο «κίνδυνος» που προκύπτει, είναι ότι ο ιδιωτικός τομέας, κάτω από τέτοιες προνομιακές συνθήκες, θα αποδειχθεί εξίσου αναποτελεσματικός όπως ο αντίστοιχος δημόσιος - ενώ ταυτόχρονα θα αποσπά όσο κέρδος μπορεί να αποσπασθεί, φορτώνοντας τη ζημία το κράτος.
Το τρίτο και ίσως το πιο αποκαλυπτικό επιχείρημα εναντίον των ιδιωτικοποιήσεων είναι το εξής: Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία, ότι πολλά από τα αγαθά και υπηρεσίες που το κράτος επιδιώκει να ξεφορτωθεί, έχουν διοικηθεί με κακό τρόπο: κακοδιαχείριση, υποεπένδυση κλπ. Παρ' όλα αυτά, με όλη την κακοδιαχείριση, οι ταχυδρομικές υπηρεσίες, τα σιδηροδρομικά δίκτυα, τα γηροκομεία, οι φυλακές και άλλες υπηρεσίες που προορίζονται να ιδιωτικοποιηθούν, παραμένουν στην αρμοδιότητα των δημόσιων αρχών. Ακόμη και μετά την πώληση δεν μπορούν να αφεθούν εντελώς στις ιδιοτροπίες της αγοράς. Ανήκουν από τη φύση τους στο είδος των δραστηριιοτήτων που κάποιος πρέπει να τις ρυθμίζει.
Αυτή η ημι-ιδιωτική, ημι-δημόσια παροχή αρμοδιοτήτων συλλογικών στην ουσία τους, μας φέρνει πάλι πίσω σε μια πραγματικά πολύ παλιά ιστορία. Όταν οι φορολογικές σας δηλώσεις ελέγχονται σήμερα στις ΗΠΑ, άν και είναι η κυβέρνηση αυτή που έχει αποφασίσει να σας ελέγξει, η ίδια η έρευνα είναι πολύ πιθανό να διενεργείται από μια ιδιωτική εταιρεία. Η τελευταία έχει συνάψει μια σύμβαση για την εκτέλεση της υπηρεσίας για λογαριασμό του κράτους, με τον ίδιο τρόπο που επειχειρήσεις του ιδιωτικού τομέα έχουν συμβληθεί με την Ουάσιγκτον για να παρέχουν (με κέρδος) ασφάλεια, μεταφορές και τεχνογνωσία, στο Ιράκ και αλλού. Κατά παρόμοιο τρόπο, σήμερα η Βρετανική κυβέρνηση συνάπτει συμβάσεις με ιδιώτες επιχειρηματίες για να παρέχουν υπηρεσίες κατ' οίκον φροντίδας σε ηλικιωμένους, μια αρμοδιότητα που βρισκόταν άλλοτε υπό τον έλεγχο του κράτους.
Οι κυβερνήσεις με λίγα λόγια, παραχωρούν τις αρμοδιότητες τους σε ιδιωτικές εταιρείες, που ισχυρίζονται ότι τις διαχειρίζονται πιο φθηνά και καλύτερα από όσο μπορεί το κράτος μόνο του. Στο 18ο αιώνα, αυτό το πράγμα ονομαζόταν tax farming [φοροσυλλογή]. Οι κυβερνήσεις της πρώιμης νεοτερικής εποχής συχνά δεν διέθεταν τα μέσα για να συλλέγουν φόρους, και για τον λόγο αυτό καλούσαν σε πλειοδοτικό διαγωνισμό ιδιώτες για αναλάβουν αυτό το έργο. Ο πλειοδότης έπαιρνε τη δουλειά, και ήταν ελεύθερος - αφού εκ των προτέρων κατέβαλλε το συμφωνημένο ποσό - να συλλέξει ό,τι θα μπορούσε να συλλέξει και να κρατήσει τις εισπράξεις για λογαριασμό του. Έτσι η κυβέρνηση έδινε μια έκπτωση για αναμενόμενα φορολογικά έσοδα της, ως αντάλλαγμα για την προπληρωμή των μετρητών από τον πλειοδότη.
Μετά την πτώση της μοναρχίας στη Γαλλία, έγινε εντελώς φανερό ότι το tax farming ήταν αναποτελεσματικό με κωμικοτραγικό τρόπο. Κατ' αρχάς, απαξιώνει το κράτος, που φαίνεται στη συνείδηση του κόσμου να εκπροσωπείται από έναν αρπακτικό ιδιώτη κερδοσκόπο. Δεύτερον, αποφέρει έσοδα σημαντικά λιγότερα σε σύγκριση με ένα κυβερνητικό σύστημα συλλογής φόρων διοικούμενο με αποτελεσματικό τρόπο, έστω και μόνον λόγω του περιθωρίου κέρδους που παρέχεται στον ιδιωτικό φοροσυλλέκτη. Και τρίτον, δημιουργεί δυσαρεστημένους φορολογούμενους.
Στις ΗΠΑ σήμερα, έχουμε ένα ανυπόληπτο κράτος και ανεπαρκείς δημόσιους πόρους. Είναι ενδιαφέρον ότι δεν έχουμε δυσαρεστημένους φορολογούμενους - ή και πολλές φορές, είναι δυσαρεστημένοι για λάθος λόγους. Παρ' όλα αυτά, το πρόβλημα που έχουμε δημιουργήσει στον εαυτό μας είναι κατά βάση συγκρίσιμο με εκείνο που αντιμετώπισε το Παλαιό Καθεστώς [ancien régime] στη Γαλλία.
Όπως στο 18o αιώνα, έτσι και σήμερα: αποφεύγοντας τις ευθύνες του και τις αρμοδιότητές του το κράτος, έχει υποβαθμίσει το κύρος του στη δημόσια ζωή. Το αποτέλεσμα είναι «περιφραγμένες κοινότητες», με την κάθε έννοια της λέξης: υποενότητες της κοινωνίας, οι οποίες αυτάρεσκα υποθέτουν, ότι οι ίδιες είναι λειτουργικά ανεξάρτητες από τη συλλογικότητα και τους δημόσιους λειτουργούς της. Αν έχουμε να κάνουμε αποκλειστικά ή κατά κύριο λόγο με ιδιωτικούς φορείς, στη συνέχεια, με το πέρασμα του χρόνου, διαλύεται η σχέση μας με τον δημόσιο τομέα, ο οποίος δεν βλέπουμε να έχει εμφανή χρησιμότητα. Δεν έχει πολύ σημασία αν ο ιδιωτικός τομέας κάνει τα ίδια πράγματα καλύτερα ή χειρότερα, με υψηλότερο ή χαμηλότερο κόστος. Σε κάθε περίπτωση, θα έχουν εξασθενήσει οι δεσμοί της εμπιστοσύνης μας στο κράτος και θα έχουμε χάσει κάτι σημαντικό που έπρεπε να μοιραζόμαστεμε - και σε πολλές περιπτώσεις συνηθίζαμε για να μοιραζόμαστε - με τους συμπολίτες μας.
«Λιγότερο κράτος» δεν σημαίνει πιό ήπιο κράτος, αλλά κράτος σκληρό, αιχμαλωτισμένο από τις ελίτ
Αυτή η διαδικασία περιγράφηκε καλά από μία από τους μεγαλύτερους σύγχρονους εφαρμοστές της : Η Μάργκαρετ Θάτσερ φέρεται να υποστήριξε ότι
«δεν υπάρχει τέτοιο πράγμα, όπως η κοινωνία. Υπάρχουν μόνο πολίτες, άνδρες και γυναίκες, και οικογένειες».Αλλά αν δεν υπάρχει τέτοιο πράγμα όπως η κοινωνία, απλά και μόνον τα άτομα και το κράτος «νυχτοφύλακας» - που επιβλέπει από μακριά τις δραστηριότητες στις οποίες δεν παίζει κανένα ρόλο - τότε τι μας συνδέει όλους μαζί; Αποδεχόμαστε ήδη την ύπαρξη ιδιωτικών αστυνομικών δυνάμεων, ιδιωτικές ταχυδρομικές υπηρεσίες, ιδιωτικούς οργανισμούς που προμηθεύουν τα αναγκαία στο κράτος σε καταστάσεις πολέμου, και άλλα πολλά. Έχουμε «ιδιωτικοποιήσει» αυτές ακριβώς τις αρμοδιότητες που με κόπο ανέλαβε το σύγχρονο κράτος στην διάρκεια του 19ου και στις αρχές του 20ού αιώνα.
Τι θα λειτουργεί λοιπόν ως μαξιλάρι μεταξύ πολιτών και κράτους; Σίγουρα όχι «η κοινωνία», που πιέζεται σκληρά για να επιβιώσει μέσα την απίσχανση του δημόσιου τομέα. Γιατί το κράτος δεν πρόκειται να μαραθεί. Ακόμη και αν του στερήσουμε όλα τα χαρακτηριστικά της λειτουργίας του, θα είναι πάντα κοντά μας - έστω και ως μια δύναμη ελέγχου και καταστολής. Τότε, μεταξύ κράτους και ιδιωτών δεν θα υπάρχουν ενδιάμεσοι θεσμοί ή δεσμοί εμπιστοσύνης: τίποτε δεν θα παραμείνει από τον ιστό της αράχνης των αμοιβαίων εξυπηρετήσων και υποχρεώσεων που συνδέουν τους πολίτες μεταξύ τους μέσω του δημόσιου χώρου που καταλαμβάνουν συλλογικά. Το μόνο που θα απομείνει, θα είναι ιδιώτες και επιχειρήσεις, που θα προσπαθούν με ανταγωνιστικό τρόπο να αιχμαλωτίσουν το κράτος προς όφελός τους.
Οι συνθήκες δεν είναι πιο ελκυστικές σήμερα, σε σύγκριση με αυτές που υπήρχαν πριν δημιουργηθεί το σύγχρονο κράτος. Πράγματι, όπως γνωρίζουμε, η ώθηση για την οικοδόμηση του κράτους, προέκυψε εντελώς συγκεκριμένα από την κατανόηση ότι κανένα άθροισμα ατόμων δεν μπορεί να επιβιώσει για πολύ καιρό, χωρίς να έχει κοινούς σκοπούς και κοινούς θεσμούς. Η ίδια η ιδέα ότι το ιδιωτικό όφελος θα μπορούσε να πολλαπλασιασθεί σε δημόσια ωφέλεια, ήταν ήδη ολοφάνερα παράλογη κατά τους φιλελεύθερους κριτικούς του νεογέννητου βιομηχανικού καπιταλισμού. Σύμφωνα με τα λόγια του Τζών Στιούαρτ Μίλλ [John Stuart Mill],
«είναι εντελώς αποκρουστική η ιδέα μιας κοινωνίας, η συνοχή της οποίας διατηρείται μόνον μέσω των σχέσεων και των συναισθημάτων που προκύπτουν από οικονομικά συμφέροντα».Τι μπορεί να γίνει λοιπόν; Πρέπει να ξεκινήσουμε με το κράτος: ως της ενσάρκωσης των συλλογικών συμφερόντων, συλλογικών σκοπών και συλλογικών αγαθών. Αν δεν μπορούμε να μάθουμε να «σκεφτόμαστε το κράτος» για άλλη μια φορά, δεν θα μπορέσουμε να πάμε πολύ μακριά. Αλλά τι ακριβώς πρέπει να κάνει το κράτος; Το ελάχιστο, δεν θα πρέπει να αλληλεπικαλύπτεται χωρίς λόγο: όπως έγραψε ο Κέϋνς,
«Το σημαντικό πράγμα για την κυβέρνηση είναι να μην κάνει πράγματα τα οποία κάνουν ήδη τα άτομα, και να τα κάνει λίγο καλύτερα ή λίγο χειρότερα. Αλλά να κάνει εκείνα τα πράγματα, που προς το παρόν δεν γίνονται καθόλου».Και ξέρουμε από την πικρή εμπειρία του περασμένου αιώνα, ότι υπάρχουν μερικά πράγματα, που τα κράτη, εντελώς σίγουρα, δεν πρέπει να τα κάνουν καθόλου.
Η αφήγηση του 20ού αιώνα για το προοδευτικό κράτος, βασιζόταν επισφαλώς πάνω στην έπαρση ότι «εμείς» - οι μεταρρυθμιστές, οι σοσιαλιστές, οι ριζοσπάστες, είχαμε την ιστορία με την πλευρά μας: ότι τα έργα μας, σύμφωνα με τα λόγια του αείμνηστου Μπέρναρντ Ουίλλιαμς [Bernard Williams], «τα επευφημούσε το σύμπαν». (3). Σήμερα, δεν έχουμε μια τέτοια καθησυχαστική ιστορία, για να την αφηγηθούμε. Έχουμε μόλις επιβιώσει από έναν αιώνα γεμάτο με δόγματα που επέμεναν με ανησυχητική εμπιστοσύνη να λένε τι έπρεπε να κάνει το κράτος και να υπενθυμίζουν στα άτομα - διά της βίας όταν το έβρισκαν αναγκαίο - ότι το κράτος γνωρίζει τι είναι καλό γι' αυτά. Δεν μπορούμε να επιστρέψουμε σε όλα αυτά. Έτσι, αν θέλουμε να «σκεφτόμαστε το κράτος» για μια ακόμη φορά, θα ήταν καλύτερο να αρχίσουμε έχοντας μια αίσθηση για τα όριά του.
Για όμοιους λόγους, θα ήταν μάταιο να αναστήσουμε τη ρητορική της Σοσιαλδημοκρατίας των αρχών του 20ού αιώνα. Στα χρόνια εκείνα, η δημοκρατική αριστερά αναδείχθηκε ως εναλλακτική λύση απέναντι στις πιο ασυμβίβαστες ποικιλίες του μαρξιστικού επαναστατικού σοσιαλισμού και - στα επόμενα χρόνια - απέναντι στον κομμουνιστικό διάδοχό τους. Έτσι, εγγενής στην Σοσιαλδημοκρατία ήταν μια παράξενη σχιζοφρένεια. Ενώ βάδιζε με σιγουριά προς τα εμπρός για ένα καλύτερο μέλλον, συνεχώς έρριχνε νευρικά βλέμματα πάνω από τον αριστερό ώμο της. Εμείς, φαίνεται να λέει, δεν είμαστε αυταρχικοί. Είμαστε υπέρ της ελευθερίας, εναντίον της καταπίεσης. Είμαστε δημοκράτες, οι οποίοι πιστεύουν επίσης στην κοινωνική δικαιοσύνη, στις ρυθμισμένες, ελεγχόμενες αγορές, και ούτω καθεξής.
Για όσο καιρό ο πρωταρχικός στόχος των Σοσιαλδημοκρατών ήταν να πείσουν τους ψηφοφόρους, ότι αυτοί ήταν μια αξιοσέβαστη ριζοσπαστική επιλογή μέσα στο πλαίσιο της φιλελεύθερης πολιτείας, αυτή η αμυντική στάση είχε νόημα. Αλλά σήμερα αυτή η ρητορική είναι ασυνάρτητη. Δεν είναι τυχαίο, ότι μια Χριστιανοδημοκράτισσα όπως η Άνγκελα Μέρκελ μπορεί να κερδίσει τις εκλογές στη Γερμανία νικώντας τους Σοσιαλδημοκράτες αντιπάλους της, ακόμη και στο αποκορύφωμα της οικονομικής κρίσης, με ένα σύνολο πολιτικών που σε όλα τα ουσιώδη του μοιάζει με το δικό τους πρόγραμμα.
Η Σοσιαλδημοκρατία, στη μία ή την άλλη μορφή της, είναι η πρόζα της σύγχρονης Ευρωπαϊκής πολιτικής. Υπάρχουν πολύ λίγοι Ευρωπαίοι πολιτικοί, και ασφαλώς λιγότεροι σε θέσεις με επιρροή, που θα διαφωνήσουν με τον πυρήνα των σοσιαλδημοκρατικών παραδοχών των σχετικών με τα καθήκοντα του κράτους, όσο και αν θα μπορούσαν να διαφωνούν για το πεδίο εφαρμογής τους. Ως επακόλουθο, οι Σοσιαλδημοκράτες στην σημερινή Ευρώπη δεν έχουν τίποτε διακριτό να προσφέρουν. Στη Γαλλία π.χ., ακόμη και η απροβλημάτιστη διάθεση τους να ευνοούν την κρατική ιδιοκτησία, δεν τους διακρίνει σχεδόν καθόλου από τα Κολμπερτιανά ένστικτα της Γκωλικής Δεξιάς: Η Σοσιαλδημοκρατία πρέπει να επανεξετάσει τους σκοπούς της.
Το πρόβλημα δεν έγκειται στις σοσιαλδημοκρατικές πολιτικές, αλλά στη γλώσσα στην οποία είναι διατυπωμένο. Δεδομένου ότι η αυταρχική πρόκληση από τα αριστερά έχει λήξει, η έμφαση στην «δημοκρατία» είναι σε μεγάλο βαθμό περιττή. Σήμερα είμαστε όλοι δημοκράτες. Αλλά η «κοινωνική» ηρεμία σημαίνει κάτι - αναμφισβήτητα πιό πολύ τώρα, παρά κάποιες δεκαετίες προηγουμένως, όταν ο ρόλος του δημόσιου τομέα είχε εγκαταλειφθεί απερίσκεπτα από όλες τις πλευρές. Τι λοιπόν, είναι χαρακτηριστικό για το «κοινωνικό», στην σοσιαλδημοκρατική προσέγγιση της πολιτικής;
Φαντασθείτε, αν θέλετε, έναν σιδηροδρομικό σταθμό. Έναν πραγματικό σιδηροδρομικό σταθμό όχι τον Pennsylvania Station της Νέας Υόρκης: ένα αποτυχημένο εμπορικό κέντρο της δεκαετίας του 1960 - στοιβαγμένο πάνω από μια αποθήκη κάρβουνου. Εννοώ κάτι σαν τον Σταθμό Waterloo του Λονδίνου, τον Σταθμό Gare de l' Est στο Παρίσι, τον θεατρικό Victoria Terminus στη Βομβάη, ή τον μεγαλοπρεπή νέο Hauptbahnhof του Βερολίνου. Σ' αυτούς τους αξιοσημείωτους καθεδρικούς ναούς της σύγχρονης ζωής, ο ιδιωτικός τομέας λειτουργεί πολύ καλά στη θέση του: διότι δεν υπάρχει κανένας λόγος, τα περίπτερα ή τα καφέ μπαρ να τα διαχειρίζεται το κράτος. Όποιος μπορεί να θυμηθεί τα αποξηραμένα, τυλιγμένα σε πλαστική συσκευασία σάντουιτς των καφέ των British Railways, θα συμφωνήσει ότι σ' αυτή την αρένα, ο ανταγωνισμός πρέπει να ενθαρρύνεται.
Gare de l' Est, |
Victoria Terminus, Βομβάη |
Ένα λεωφορείο που παρέχει υπηρεσία μεταφοράς εξπρές για εκείνους που μπορούν να το αντέξουν οικονομικά και αποφεύγει τα απομακρυσμένα χωριά, όπου θα δεχθεί την επιβίβαση μόνον κάποιων περιστασιακών συνταξιούχων, θα αποφέρει περισσότερα κέρδη για τους ιδιοκτήτες του. Αλλά κάποιος - το κράτος ή η τοπική δημοτική αρχή - πρέπει πάντοτε να παρέχει την ασύμφορη, οικονομικά αναποτελεσματική τοπική υπηρεσία. Άν αυτή λείψει, τα βραχυπρόθεσμα οικονομικά οφέλη από την μείωση της λειτουργικής δαπάνης θα αντισταθμισθούν από μακροπρόθεσμες βλάβες στην τοπική κοινότητα ως συνόλου. Όπως ήταν αναμενόμενο λοιπόν, οι συνέπειες των «οικονομικά ανταγωνιστικών» λεωφορείων - εκτός από το Λονδίνο, όπου υπάρχει αρκετή ζήτηση για να ανταπεξέλθουν - ήταν να αυξηθεί το κόστος και να επιβαρυνθεί με αυτό ο δημόσιος τομέας, απότομη αύξηση στις τιμές των εισιτηρίων στο ανώτερο επίπεδο που μπορεί να αντέξει η αγορά, και ελκυστικά κέρδη για τις εταιρείες λεωφορείων εξπρές.
Τα τρένα όπως και τα λεωφορεία είναι πάνω από όλα μια κοινωνική υπηρεσία. Καθένας θα μπορούσε να λειτουργεί μια κερδοφόρα σιδηροδρομική γραμμή, αν το μόνο που έπρεπε να κάνει είναι να στέλνει και να δέχεται εξπρές τρένα από το Λονδίνο στο Εδιμβούργο, από το Παρίσι στη Μασσαλία και από τη Βοστώνη στην Ουάσινγκτον. Αλλά τι γίνεται με τις σιδηροδρομικές συνδέσεις προς και από τόπους όπου οι άνθρωποι παίρνουν το τρένο μόνον περιστασιακά; Ούτε ένας δεν πρόκειται να δεσμεύσει επαρκή κεφάλαια για να πληρώνει το οικονομικό κόστος και να υποστηρίζει μιαν υπηρεσία για τις όχι συχνές περιπτώσεις που χρειάζεται. Μόνον η συλλογικότητα - το κράτος, η κυβέρνηση, οι τοπικές αρχές, μπορούν να το κάνουν αυτό. Η επιδότηση που απαιτείται θα εμφανίζεται πάντα ως [οικονομικά] αναποτελεσματική στα μάτια ενός οικονομολόγου ορισμένου είδος: Σίγουρα θα ήταν φθηνότερο να ξηλώσουν τις γραμμές και ο καθένας να χρησιμοποιεί το αυτοκίνητό του;
Το 1996, τελευταίο έτος πριν ιδιωτικοποιηθούν οι σιδηρόδρομοι της Βρετανίας, η British Rail καυχήθηκε για τη χαμηλότερη δημόσια επιδότηση σιδηροδρόμου στην Ευρώπη. Αυτό το έτος οι Γάλλοι σχεδίαζαν να επενδύσουν για τους σιδηροδρόμους τους ένα ποσοστό 21 £ κατά κεφαλή του πληθυσμού, οι Ιταλοί £ 33, οι Βρετανοί μόλις £ 9,4. Αυτές οι αντιθέσεις αντανακλώνται με ακρίβεια στην ποιότητα των υπηρεσιών που παρέχονται από το αντιστοιχο εθνικό σύστημα. Επίσης εξηγούν γιατί το Βρετανικό σιδηροδρομικό δίκτυο κατάφερε να ιδιωτικοποιηθεί μόνον με μεγάλη οικονομική ζημία, εξαιτίας της ανεπαρκούς υποδομής του.
Αλλά η επενδυτική αντίθεση αποσαφηνίζει τη γνώμη μου. Οι Γάλλοι και οι Ιταλοί αντιμετωπίζουν από καιρό τους σιδηροδρόμους τους ως κοινωνική παροχή. Η λειτουργία ενός τρένου σε μια απομακρυσμένη περιοχή, άν και αναποτελεσματική από πλευράς κόστους, στηρίζει τις τοπικές κοινωνίες. Μειώνει την περιβαλλοντική βλάβη, παρέχοντας μια εναλλακτική λύση στις οδικές μεταφορές. Ο σιδηροδρομικός σταθμός και η υπηρεσία που παρέχει είναι λοιπόν ένα σύμπτωμα και ένα σύμβολο της κοινωνίας ως από κοινού φιλοδοξία.
Ελεημοσύνη και δικαίωμα, ταπείνωση και περηφάνεια, κόστος και ηθική αξιολόγηση
Υποστήριξα πριν, ότι η παροχή σιδηροδρομικής υπηρεσίας σε απομακρυσμένες περιοχές έχει κοινωνικό νόημα, ακόμη και αν είναι οικονομικά «αναποτελεσματική». Αλλά φυσικά, αυτό θέτει ένα σημαντικό ερώτημα. Οι Σοσιαλδημοκράτες δεν θα προχωρήσουν πολύ, προτείνοντας αξιέπαινους κοινωνικούς στόχους, για τους οποίους και οι ίδιοι παραδέχονται ότι κοστίζουν περισσότερο από τις εναλλακτικές λύσεις. Θα καταλήξουν να αναγνωρίζουν τις αρετές των κοινωνικών υπηρεσιών, επικρίνοντας την ακρίβεια τους ...και να μην κάνουν τίποτε. Πρέπει να ξανασκεφθούμε τον εννοιολογικό εξοπλισμό που χρησιμοποιούμε για να εκτιμήσουμε το όλο κόστος: κοινωνικό και οικονομικό.
Επιτρέψτε μου να δώσω ένα παράδειγμα. Είναι φθηνότερο να παρέχουμε καλοπροαίρετες ελεημοσύνες στους φτωχούς, από το να τους εξασφαλίζουμε ένα πλήρες φάσμα κοινωνικών υπηρεσιών, ως δικαίωμα. Με τον όρο «καλοπροαίρετος» εννοώ την φιλανθρωπία που βασίζεται στη θρησκευτική πίστη, σε ιδιωτικές ή ανεξάρτητες πρωτοβουλίες, την βοήθεια την εξαρτώμενη από το εισόδημα με τη μορφή κουπονιών για τρόφιμα, επιδοτήσεων στέγασης ή ένδυσης, και ούτω καθεξής. Αλλά είναι εμφανώς ταπεινωτικό να βρίσκεσαι στην πλευρά που δέχεται αυτό το είδος βοήθειας. Η «δοκιμασία των μέσων διαβίωσης» [«means test»] που εφαρμόσθηκε από τις Βρετανικές αρχές στα θύματα της Μεγάλης Ύφεσης της δεκαετίας του 1930 ακόμη ανακαλείται στη μνήμη από την παλαιότερη γενιά, με αποστροφή και με θυμό (5).
Αντίθετα, δεν είναι ταπεινωτικό να βρίσκεσαι στη πλευρά της αποδοχής ενός δικαιώματος. Αν είστε δικαιούχος επιδόματος ανεργίας, σύνταξης εξαιτίας ανικανότητας για εργασία, εργατικής ή δημοτικής κατοικίας, ή οποιασδήποτε άλλης συνδρομής που παρέχεται δημόσια ως δικαίωμα - χωρίς κανείς να διερευνά για να προσδιορίσει άν έχετε βυθιστεί αρκετά χαμηλά ώστε να «αξίζετε» τη βοήθεια - τότε δεν θα ντρέπεστε να αποδεχθείτε την συνδρομή. Ωστόσο, τέτοια καθολικής εφαρμογής δικαιώματα και δικαιοδοσίες είναι ακριβά.
Τι γίνεται όμως αν αντιμετωπίζεται η ίδια η ταπείνωση ως κόστος, ως επιβάρυνση για την κοινωνία; Τι θα συμβεί αν αποφασίζαμε να «ποσοτικοποιηθεί» η ζημία που προκαλείται, όταν οι άνθρωποι ντρέπονται τους συμπολίτες τους πριν λάβουν απλά και μόνον τα τα απολύτως αναγκαία για τη ζωή; Με άλλα λόγια, τι θα γινόταν αν στις εκτιμήσεις μας για την παραγωγικότητα, την οικονομική αποτελεσματικότητα ή την ευημερία, παίρναμε υπόψη τη διαφορά ανάμεσα σε μια ταπεινωτική ελεημοσύνη και σε μια παροχή ως δικαίωμα; Θα μπορούσαμε ίσως να συμπεράνουμε, ότι η παροχή κοινωνικών υπηρεσιών καθολικής ισχύος, όπως η δημόσια ασφάλιση υγείας ή τα επιδοτούμενα μέσα μαζικής μεταφοράς στην πραγματικότητα ήταν ένας οικονομικά αποδοτικός τρόπος για την επίτευξη των κοινών μας στόχων. Αυτή η αναζήτηση είναι αμφιλεγόμενη από τη φύση της: Πώς μπορούμε να μετρήσουμε ποσοτικά την «ταπείνωση»; Ποιο μετρήσιμο κόστος υπάρχει, όταν στερούμε μεμονωμένους πολίτες από την πρόσβαση σε μητροπολιτικά μέσα και πόρους; Πόσο είμαστε διατεθειμένοι να πληρώσουμε για μια καλή κοινωνία; Ασαφές. Αλλά άν δεν θέτουμε τέτοια ερωτήματα, πώς να ελπίζουμε ότι θα δώσουμε απαντήσεις; (6)
Τι εννοούμε όταν μιλάμε για «καλή κοινωνία»; Από μια κανονιστική άποψη, θα μπορούσαμε να αρχίσουμε με μια ηθική «αφήγηση», στην οποία να εναποθέτουμε τις συλλογικές μας επιλογές. Μια τέτοια αφήγηση θα πρέπει τότε να αντικαταστήσει τους στενά οικονομικούς όρους, που περιορίζουν τώρα τις συζητήσεις μας. Αλλά το να καθορίσουμε τους γενικούς στόχους μας με αυτόν τον τρόπο, δεν είναι απλό ζήτημα.
Στο παρελθόν, η Σοσιαλδημοκρατία αναμφισβήτητα ασχολήθηκε με τα θέματα του σωστού και του λάθους : πολύ περισσότερο, επειδή κληρονόμησε ένα προ-μαρξιστικό ηθικό λεξιλόγιο, εμποτισμένο με τη Χριστιανική αντιπάθεια για τον ακραίο πλούτο και για τη λατρεία του υλισμού. Αλλά τέτοιες σκέψεις συχνά ήταν σφραγισμένες από ιδεολογικά ερωτήματα. Ήταν ο καπιταλισμός καταδικασμένος; Αν ναι, τότε μια συγκεριμένη πολιτική προωθούσε την εκ των προτέρων αναμενόμενη πτώση του, ή διακινδύνευε να αναβάλλει αυτή την πτώση; Αν ο καπιταλισμός δεν ήταν καταδικασμένος, τότε οι πολιτικές επιλογές θα έπρεπε να είναι σχεδιασμένες από μια διαφορετική σκοπιά. Και στις δύο περιπτώσεις, η σχετική ερώτηση αφορά συνήθως τις προοπτικές του «συστήματος», και όχι τις εγγενείς αρετές ή τα ελαττώματα μιας δεδομένης πρωτοβουλίας. Τέτοια ερωτήματα, τώρα πιά δεν μας προκαταλαμβάνουν. Είμαστε λοιπόν αντιμέτωποι με τις ηθικές επιπτώσεις των επιλογών μας με πιό άμεσο τρόπο.
Ποιό ακριβώς είναι αυτό που βρίσκουμε απεχθές στον χρηματοοικονομικό καπιταλισμό, ή στην «εμπορική κοινωνία» που είχε ο 18ος αιώνας; Τι βρίσκουμε ενστικτωδώς να μην πάει καλά στις τωρινές μας συνθήκες, και τι μπορούμε να κάνουμε γι' αυτές; Τι βρίσκουμε άδικο; Τι είναι αυτό που προσβάλλει την αίσθησή μας της ευπρέπειας, όταν βρισκόμαστε αντιμέτωποι με ανεξέλεγκτη άσκηση πίεσης από τους πλούσιους εις βάρος όλων των άλλων; Τι έχουμε χάσει;
Οι απαντήσεις σε τέτοια ερωτήματα, πρέπει να πάρουν τη μορφή μιας ηθικής κριτικής των ανεπαρκειών της χωρίς περιορισμούς αγοράς ή του ανεπαρκούς και ανεύθυνου κράτους. Πρέπει να καταλάβουμε γιατί αυτά προσβάλλουν το αίσθημά μας της δικαιοσύνης ή της ισότητας. Πρέπει με λίγα λόγια, να επιστρέψουμε στο βασίλειο των τελικών σκοπών. Εδώ η Σοσιαλδημοκρατία προσφέρει περιορισμένη βοήθεια, γιατί η δική της απάντηση στα διλήμματα του καπιταλισμού, ήταν απλά μια χρονικά καθυστερημένη έκφραση του ηθικού λόγου του Διαφωτισμού, εφαρμοσμένη στο «κοινωνικό ζήτημα». Τα προβλήματά μας είναι μάλλον διαφορετικά.
Χάγιεκ και Κέϋνς |
Εισερχόμαστε, πιστεύω, σε μια νέα εποχή ανασφάλειας. Η τελευταία τέτοια εποχή, την οποία με αλησμόνητο τρόπο ανέλυσε ο Κέϋνς στο έργο του The Economic Consequences of Peace [Oι Οικονομικές Συνέπειες της Ειρήνης, 1919], ακολούθησε μετά από δεκαετίες ευημερίας και προόδου και μια δραματική αύξηση στη διεθνοποίηση της ζωής: «παγκοσμιοποίηση» σε όλα, εκτός από το όνομα. Όπως περιγράφει ο Κέϋνς, η εμπορική οικονομία είχε εξαπλωθεί σε όλο τον κόσμο. Το εμπόριο και η επικοινωνία επιταχύνονταν με πρωτοφανή ρυθμό. Πριν από το 1914, υποστηριζόταν ευρέως, ότι η λογική των ειρηνικών οικονομικών συναλλαγών θα θριαμβεύσει επί της εθνικής ιδιοτέλειας. Κανείς δεν περίμενε ότι όλα αυτά θα έφθαναν σε ένα απότομο τέλος. Αλλά έγινε.
Και εμείς επίσης, ζήσαμε μέσα σε μια εποχή σταθερότητας, ασφάλειας, και της ψευδαίσθησης μιας χωρίς όρια οικονομικής βελτίωσης. Αλλά όλα αυτά είναι τώρα πίσω μας. Για το προβλέψιμο μέλλον, θα είμαστε τόσο οικονομικά ανασφαλείς, όσο είμαστε πολιτισμικά αβέβαιοι. Είμαστε αναμφισβήτητα λιγότερο βέβαιοι για τους συλλογικούς μας σκοπούς, για την περιβαλλοντική μας ευημερία ή για την προσωπική μας εξασφάλιση, από ό,τι σε οποιαδήποτε άλλη στιγμή μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Δεν έχουμε ιδέα τι είδους κόσμο θα κληρονομήσουν τα παιδιά μας, αλλά δεν μπορούμε πλέον να εθελοτυφλούμε, υποθέτοντας με καθησυχαστικό τρόπο ότι αναγκαστικά θα μοιάζει με τον δικό μας.
Πρέπει να επανεξετάσουμε τους τρόπους με τους οποίους η γενιά των παππούδων μας ανταποκρίθηκε σε παρόμοιες προκλήσεις και απειλές. Η Σοσιαλδημοκρατία στην Ευρώπη, το New Deal και η Μεγάλη Κοινωνία εδώ στις ΗΠΑ, ήταν άμεσες απαντήσεις στις ανασφάλειες και στις ανισότητες της εποχής. Λίγοι στη Δύση είναι αρκετά ηλικιωμένοι, ώστε να ξέρουν ακριβώς τι σημαίνει να παρακολουθείς τον κόσμο μας να καταρρέει (7). Δυσκολευόμαστε να φαντασθούμε μιαν ολοκληρωτική κατάρρευση των φιλελεύθερων θεσμών, μιαν απόλυτη αποσύνθεση της δημοκρατικής συναίνεσης. Αλλά ήταν ακριβώς μια τέτοια συντριβή, αυτή που συντέλεσε στη συζήτηση Κέυνς - Χάγιεκ και από την οποία γεννήθηκαν η Κεϋνσιανή συναίνεση και ο σοσιαλδημοκρατικός συμβιβασμός: η συναίνεση και ο συμβιβασμός μέσα στον οποίο μεγαλώσαμε και των οποίων η ελκυστικότητα έχει επισκιαστεί από την ίδια την επιτυχία τους.
Αν η Σοσιαλδημοκρατία έχει ένα μέλλον, αυτό θα είναι ως Σοσιαλδημοκρατίας του φόβου (8). Αντί να επιδιώκουμε να αποκαταστήσουμε μια γλώσσα αισιόδοξης προόδου, θα πρέπει να αρχίσουμε να εξοικειώνουμε τους εαυτούς μας με το πρόσφατο παρελθόν. Το πρώτο καθήκον των ριζοσπαστικών διαφωνούντων σήμερα, είναι να υπενθυμίζουν στο ακροατήριό τους τα επιτεύγματα του 20ού αιώνα, μαζί με τις πιθανές συνέπειες της απρόσεκτης βιασύνης μας να τα διαλύσουμε.
Η αριστερά, για να το εκφράσουμε κάπως ήπια, έχει κάτι να διατηρήσει. Είναι η δεξιά αυτή που έχει κληρονομήσει τη φιλόδοξη νεοτερική ώθηση να καταστρέψει και να δημιουργησει το νέο, στο όνομα ενός οικουμενικού εγχειρήματος. Οι Σοσιαλδημοκράτες, χαρακτηριστικά μετριοπαθείς στο ύφος και στη φιλοδοξία, πρέπει να μιλούν με μεγαλύτερη βεβαιότητα για τις επιτυχίες του παρελθόντος. Για την άνοδο του κράτους των κοινωνικών υπηρεσιών, για την επί έναν αιώνα οικοδόμηση ενός δημόσιου τομέα, του οποίου τα αγαθά και οι υπηρεσίες απεικονίζουν και προωθούν τη συλλογική μας ταυτότητα και τους κοινούς σκοπούς, για τον θεσμό της κοινωνικής πρόνοιας ως δικαιώματος και για την παροχή της ως κοινωνικό καθήκον: αυτά δεν ήταν μικρά επιτεύγματα.
Ότι αυτά τα επιτεύγματα δεν ήταν κάτι περισσότερο από επιμέρους επιτυχίες, δεν πρέπει να μας προβληματίζει. Αν δεν έχουμε μάθει τίποτε άλλο από τον 20ό αιώνα, θα έπρεπε τουλάχιστον να έχουμε κατανοήσει ότι όσο πιο τέλεια η απάντηση, τόσο πιο τρομακτικές οι συνέπειές της. Να επιτυγχάνουμε ατελείς βελτιώσεις σε όχι ικανοποιητικές καταστάσεις, αυτό είναι το καλύτερο που μπορούμε να ελπίζουμε, και ίσως το μόνο που θα 'πρεπε να επιδιώκουμε. Άλλοι έχουν ξοδέψει τις 3 τελευταίες δεκαετίες διαλύοντας και αποσταθεροποιώντας μεθοδικά αυτές τις ίδιες βελτιώσεις: αυτό θα έπρεπε να μας κάνει πολύ περισσότερο εξοργισμένους απ' όσο είμαστε. Επίσης, αυτό θα έπρεπε να μας προκαλεί ανησυχία, έστω και μόνο για λόγους σύνεσης : Γιατί βιαζόμαστε τόσο πολύ να γκρεμίσουμε τα αναχώματα που με κόπο έχουν κτίσει οι προκάτοχοί μας; Είμαστε τόσο σίγουροι ότι δεν θα έλθουν πλημμύρες;
Μια κοινωνική δημοκρατία του φόβου είναι κάτι το οποίο πρέπει να υπερασπισθούμε μαχόμενοι. Το να εγκαταλείπουμε τους καρπούς των κόπων ενός αιώνα, είναι σαν να προδίδουμε αυτούς που ήρθαν πριν από εμάς, αλλά και τις γενιές που θα έλθουν στο μέλλον. Θα ήταν ευχάριστο αλλά παραπλανητικό - να πούμε ότι η Σοσιαλδημοκρατία, ή κάτι παρόμοιο, αντιπροσωπεύει το μέλλον που θα ονειρευόμασταν για τον εαυτό μας σ' έναν ιδανικό κόσμο. Δεν αντιπροσωπεύει ούτε καν το ιδανικό παρελθόν. Αλλά μεταξύ των επιλογών που διαθέτουμε στο παρόν, είναι το καλύτερο από ό,τι άλλο υπάρχει. Με τα λόγια του Όργουελ, όπως περιγράφει στο βιβλίο Φόρος Τιμής στην Καταλωνία, τις εμπειρίες του στην επαναστατική Βαρκελώνη:
«Μέσα σ' αυτό, υπήρχαν πολλά που εγώ δεν τα κατανοώ, και κατά κάποιο τρόπο ούτε μου αρέσουν, αλλά το αναγνώρισα αμέσως σαν μια υπόθεση για την οποία αξίζει να αγωνίζεσαι».Πιστεύω ότι αυτό δεν είναι λιγότερο αληθινό για όσα μπορούμε να ανακτήσουμε από την ανάμνηση του 20ού αιώνα της Σοσιαλδημοκρατίας.
Σημειώσεις
- Βλ. "High Gini Is Loosed Upon Asia", The Economist, 11 Αυγούστου 2007.↩
- Βλ. Massimo Florio, The Great Divestiture: Evaluating the Welfare Impact of the British Privatizations, 1979 – 1997 (MIT Press, 2004), σελ. 163. Για το Harvard, βλ. "Harvard Endowment Posts Solid Positive Return," Harvard Gazette, 12 Σεπτ. 2008. Για το ΑΕΠ της Παραγουάης ή της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης, βλ. www.cia.gov/library/publications/the-world-factbook/geos/xx.html.↩
- Bernard Williams, Philosophy as a Humanistic Discipline (Princeton University Press, 2006), σελ. 144.↩
- Για αυτούς τους αριθμούς βλ. το άρθρο του συγγραφέα "'Twas a Famous Victory," The New York Review, 19 Ιουλίου 2001.↩
- Για ανάλογες μνήμες ταπεινωτικών πράξεων, βλ. The Autobiography of Malcolm X (Ballantine, 1987). Ευχαριστώ τον Casey Selwyn που μου το υπέδειξε.↩
- Η International Commission on Measurement of Economic Performance and Social Progress, υπό την προεδρία του Joseph Stiglitz με σύμβουλο τον Amartya Sen, δημοσίευσε πρόσφατα μια διαφορετική προσέγγιση για την μέτρηση της συλλογικής ευημερίας. Αλλά παρά την αξιοθαύμαστη πρωτοτυπία των προτάσεών τους, ούτε ο Stiglitz ούτε ο Sen προχώρησαν περισσότερο, πέρα από το να προτείνουν καλύτερους τρόπους για επίτευξη οικονομικής αποτελεσματικότητας. Στην έκθεσή τους, τα μη οικονομικά θέματα δεν καταλαμβάνουν εξέχουσα θέση. Βλ. www.stiglitz-sen-fitoussi.fr/en/index.htm.↩
- Η εξαίρεση είναι φυσικά η Βοσνία, της οποίας οι πολίτες γνωρίζουν πολύ καλά τι σημαίνει μια τέτοια κατάρρευση↩
- Σε αναλογία με το "The Liberalism of Fear", ένα συνταρακτικό δοκίμιο της Judith Shklar για την πολιτική ανισότητα και την πολιτική ισχύ ↩
O Tony Judt γεννήθηκε στο Λονδίνο το 1948. Σπούδασε στο King' s College του Καίημπριτζ και στην Ecole Normale Superieure του Παρισιού. Δίδαξε στα Πανεπιστήμια του Καίημπριτζ, της Οξφόρδης, του Μπέρκλεϋ και της Νέας Υόρκης· στο τελευταίο ίδρυσε και διηύθυνε το Ινστιτούτο Ρεμάρκ για τη μελέτη της Ευρώπης. Έγραφε συχνά για τη New York Review of Books, τη London Review of Books και τους Times Νέας Υόρκης.
Το 2007 του απονεμήθηκε το Βραβείο Χάνα Άρεντ και το 2009 το Βραβείο Όργουελ για τη συνολική προσφορά του. Πέθανε τον Αύγουστο του 2010 από μια σπάνια επιθετική μορφή πλάγιας αμυατροφικής σκλήρυνσης (ALS). Είναι ο συγγραφέας, μεταξύ πολλών άλλων, του Postwar: A History of Europe Since 1945 (Βραβείο Arthur Ross του Συμβουλίου Εξωτερικών Σχέσεων και ένα από τα δέκα καλύτερα βιβλία του 2005 κατά το Times Literary Supplement)
Βιβλία του Judt (Αγγλικά)
Για τον Judt και τα Δεινά που μαστίζουν τη χώρα (Εκδόσεις Αλεξάνδρεια):
(η παρουσίαση αυτή του εκδοτικού οίκου περιλαμβάνει και πολλές από τις παρακάτω βιβλιοκριτικές)
Κατερίνα Κοφφινά, Τα δεινά που μαστίζουν τη χώρα, http://www.historical-quest.com, 31.8.2012
Νίκος Κουρμουλής, Κοινωνία πολιτών και όχι λογιστών, Η Αυγή, 31.7.2012
Σταύρος Κωνσταντακόπουλος, Η κοινωνία επιστρέφει στην αριστερά;, Η Αυγή, 15.7.2012
Δημήτρης Δουλγερίδης, Βιβλία για το καλοκαίρι, The Books' Journal, τ. 21, Ιούλιος 2012
Μιχάλης Μητσός, Τα κρίσιμα χρόνια «τα έφαγαν οι ακρίδες - Όταν η Δύση άραξε στην πολυθρόνα της, Τα Νέα/ Βιβλιοδρόμιο, 13.4.2012 (αναδημοσίευση Πολιτική Επιθεώρηση, Κόκκινη Πιπεριά,
Chris Patten - Ill Fares the Land by Tony Judt, The Guardian / The Observer, 11 Απριλίου 2010
Επίσης:
Σταύρος Ζουμπουλάκης, Πού είναι το Μίρεν;, Καθημερινή / Τέχνες και Γράμματα, 7.4.2013
Oliver Goldsmith (1728–1774) The Deserted Village
Tony Judt, Η Ευρώπη μετά τον πόλεμο (Εκδόσεις Αλεξάνδρεια)
Επίσης:
Σταύρος Ζουμπουλάκης, Πού είναι το Μίρεν;, Καθημερινή / Τέχνες και Γράμματα, 7.4.2013
Oliver Goldsmith (1728–1774) The Deserted Village
Tony Judt, Η Ευρώπη μετά τον πόλεμο (Εκδόσεις Αλεξάνδρεια)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου