Η νέα διαμάχη εντός της ζώνης του ευρώ και της Ε.Ε., με επίκεντρο τώρα το λεγόμενο «κορωνο-ομόλογο», ενδεχομένως και άλλες πτυχές του τρόπου αντιμετώπισης των οικονομικών συνεπειών της πανδημίας, μοιάζει σαν επανάληψη αυτών που βίωσε η Ένωση στην άλλη κρίση, τη χρηματοοικονομική, ιδίως στην οξεία φάση της 2008-2012. Δηλαδή, πριν ο Μάριο Ντράγκι βγάλει το μπαζούκα και φωνάξει, «η ΕΚΤ θα κάνει ό,τι χρειαστεί», την ώρα που οι «Μερκολάντ» παρακολουθούσαν άφωνοι, άπρακτοι και αμήχανοι τον σωρό ερειπίων που είχαν σωρεύσει οι προηγηθέντες «Μερκοζύ» με την ηλίθια (κατά τους Ο. Ρεν, Τρισέ και πολλούς άλλους) πολιτική του Ντοβίλ. Ήταν μια πολιτική που διέλυε κάθε δεσμό «ισχύος εν τη ενώσει» εντός της ΕΕ.
Αυτή την «επιστροφή του ιδίου» στη ενδοευρωπαϊκή διαμάχη για την πολιτική και την οικονομία - σαν αντίγραφο με καρμπόν, λες και δεν πέρασε μια δεκαετία - τη συνοψίζει αρκετά καλά ο Ν. Κωνσταντάρας:
«Η ουσία της συζήτησης για το λεγόμενο “κορωνο-ομόλογο” είναι πολιτική: Εάν θεσπιστεί μηχανισμός ενιαίου δανεισμού, ποιος θα ελέγχει τον τρόπο που θα διοχετεύεται το χρήμα; [...] Οι χώρες με ισχυρότερες οικονομίες πιστεύουν ότι θα σηκώνουν το βάρος των υποχρεώσεων· όσες έχουν μεγαλύτερη ανάγκη θέλουν χρήματα χωρίς να αυξάνεται το ήδη δυσβάσταχτο χρέος τους. Ετσι, ένα μέτρο που θα μπορούσε να σηματοδοτήσει την περαιτέρω ενοποίηση της Ευρωπαϊκής Ενωσης δείχνει ότι οι χώρες-μέλη δεν μπορούν να παραβλέψουν το πολιτικό συμφέρον των κυβερνήσεών τους προς όφελος του συλλογικού καλού [...] ένα κοινό ευρωπαϊκό ομόλογο θα διατάραζε τις ισορροπίες στην Ευρωζώνη. Όμως, η ανάγκη να στηριχθεί κάθε χώρα [...] απαιτεί λύσεις, οι οποίες θα πείσουν τους πολίτες ότι η Ε.Ε. έχει το σθένος να αντιμετωπίσει την απειλή και να βγει ισχυρότερη από την κρίση».
Ο παλιός και εμβληματικός πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής ο οποίος σπάνια διακόπτει τη σιωπή του, σχεδόν αιωνόβιος πια, ο Ζακ Ντελόρ, υπενθύμισε όσο κανείς άλλος καθαρά, χωρίς περιστροφές, αυτή την «επιστροφή του παθογενούς ιδίου», την επιμονή της πολιτικής και ιδεολογικής αρρώστειας του 2008-2015:
«Το μικρόβιο επανέρχεται. Το κλίμα που φαίνεται να επικρατεί ανάμεσα στους αρχηγούς κρατών και κυβερνήσεων και η έλλειψη ευρωπαϊκής αλληλεγγύης κάνουν την Ευρωπαϊκή Ένωση να διατρέχει έναν θανάσιμο κίνδυνο».
Ζακ Ντελόρ |
Μύδροι Νοτίων εναντίον Βορείων και της Μέρκελ - όμως εκεί όπου η πολιτική συναντά τις αγορές, εικόνα της Μέρκελ είναι και της μοιάζουν
Στις δημόσιες συζητήσεις εντός των κρατών-μελών της ευρωζώνης, πάντα υπό συνθήκες κατακερματισμένης ευρωπαϊκής δημόσιας σφαίρας (μοναδική εξαίρεση είναι η πρόσφατη διεθνής κινητοποίηση της νεολαίας για την κλιματική κρίση), πάλι προβάλλουν μόνον κομμάτια και αποσπάσματα αυτής της ιστορίας. Είναι τα θρύψαλλα που απομένουν όταν δυσκολεύεσαι να διακρίνεις τις πραγματικές πολιτικές αντιθέσεις από τις ποικίλες υστερόβουλες χρήσεις τους. Όλο αυτό εκλαμβάνεται πάλι, ακριβώς όπως την άλλη φορά, ως ζήτημα «Βορρά και Νότου», ως σύγκρουση συμφερόντων «πλουσίων και φτωχών χωρών», ακόμη και ως ασυμβίβαστες νοοτροπίες «Προτεσταντών και Καθολικών».
Στις συζητήσεις που επικρατούν στον καθ' ημάς Νότο της ευρωζώνης, η ευθύνη για όλο αυτό το δράμα δεν καταλογίζεται πολιτικά, όπως υποδεικνύει εύστοχα ο Ζακ Ντελόρ, «στους αρχηγούς κρατών και κυβερνήσεων και στην έλλειψη ευρωπαϊκής αλληλεγγύης», αλλά επιρρίπτεται απευθείας σε κράτη, σε έθνη, ακόμη και σε θρησκευτικο-πολιτισμικές επικράτειες (εδώ εμφανίζονται ακόμη και αριστεροί νεοσυντηρητικοί/neocons α λα Χάντιγκτον). Επιρρίπτεται στις Βόρειες χώρες, και - γιατί όχι; - στους «σφιχτούς Προτεστάντες». Προπαντός στη μισο-Καθολική και μισο-Προτεσταντική Γερμανία.
Και άλλες «μικρολεπτομέρειες» μπερδεύουν: Ανάμεσα στις κυβερνήσεις που ζητούν τώρα μηχανισμό ενιαίου δανεισμού, βλέπουμε του Λουξεμβούργου, που δεν το λες και φτωχό, του Βελγίου που δεν το λες και Νότιο, της τυπικά αλπικής-Κεντροευρωπαϊκής Σλοβενίας, αλλά όχι των μικρών Νοτίων Μάλτας και Κύπρου, με τις γνωστές οικονομικές ιδιατερότητες. Όσο για τον πρωταθλητή της «Προτεσταντικής» σφιχτής οικονομικής νοοτροπίας των Βορείων, την Ολλανδία, η μεγαλύτερη μερίδα του πληθυσμού της που αυτοπροσδιορίζεται ως θρησκευόμενη είναι η Ρωμαιοαθολική, πολύ πολυπληθέστερη από την Προτεσταντική (και μόνον οι δηλωμένοι ως άθρησκοι Ολλανδοί είναι περισσότεροι από τους Καθολικούς). Όμως κατά τα άλλα, όχι μόνον στα γεγονότα, αλλά και στην ερμηνεία τους, βιώνουμε την απόλυτη επανάληψη του 2008-2012. Έτσι, ένα κλειδί για να καταλάβουμε τι πραγματικά συμβαίνει τώρα, είναι να ξαναθυμηθούμε τι πραγματικά συνέβη τότε.
Στις δημόσιες συζητήσεις εντός των κρατών-μελών της ευρωζώνης, πάντα υπό συνθήκες κατακερματισμένης ευρωπαϊκής δημόσιας σφαίρας (μοναδική εξαίρεση είναι η πρόσφατη διεθνής κινητοποίηση της νεολαίας για την κλιματική κρίση), πάλι προβάλλουν μόνον κομμάτια και αποσπάσματα αυτής της ιστορίας. Είναι τα θρύψαλλα που απομένουν όταν δυσκολεύεσαι να διακρίνεις τις πραγματικές πολιτικές αντιθέσεις από τις ποικίλες υστερόβουλες χρήσεις τους. Όλο αυτό εκλαμβάνεται πάλι, ακριβώς όπως την άλλη φορά, ως ζήτημα «Βορρά και Νότου», ως σύγκρουση συμφερόντων «πλουσίων και φτωχών χωρών», ακόμη και ως ασυμβίβαστες νοοτροπίες «Προτεσταντών και Καθολικών».
Στις συζητήσεις που επικρατούν στον καθ' ημάς Νότο της ευρωζώνης, η ευθύνη για όλο αυτό το δράμα δεν καταλογίζεται πολιτικά, όπως υποδεικνύει εύστοχα ο Ζακ Ντελόρ, «στους αρχηγούς κρατών και κυβερνήσεων και στην έλλειψη ευρωπαϊκής αλληλεγγύης», αλλά επιρρίπτεται απευθείας σε κράτη, σε έθνη, ακόμη και σε θρησκευτικο-πολιτισμικές επικράτειες (εδώ εμφανίζονται ακόμη και αριστεροί νεοσυντηρητικοί/neocons α λα Χάντιγκτον). Επιρρίπτεται στις Βόρειες χώρες, και - γιατί όχι; - στους «σφιχτούς Προτεστάντες». Προπαντός στη μισο-Καθολική και μισο-Προτεσταντική Γερμανία.
Και άλλες «μικρολεπτομέρειες» μπερδεύουν: Ανάμεσα στις κυβερνήσεις που ζητούν τώρα μηχανισμό ενιαίου δανεισμού, βλέπουμε του Λουξεμβούργου, που δεν το λες και φτωχό, του Βελγίου που δεν το λες και Νότιο, της τυπικά αλπικής-Κεντροευρωπαϊκής Σλοβενίας, αλλά όχι των μικρών Νοτίων Μάλτας και Κύπρου, με τις γνωστές οικονομικές ιδιατερότητες. Όσο για τον πρωταθλητή της «Προτεσταντικής» σφιχτής οικονομικής νοοτροπίας των Βορείων, την Ολλανδία, η μεγαλύτερη μερίδα του πληθυσμού της που αυτοπροσδιορίζεται ως θρησκευόμενη είναι η Ρωμαιοαθολική, πολύ πολυπληθέστερη από την Προτεσταντική (και μόνον οι δηλωμένοι ως άθρησκοι Ολλανδοί είναι περισσότεροι από τους Καθολικούς). Όμως κατά τα άλλα, όχι μόνον στα γεγονότα, αλλά και στην ερμηνεία τους, βιώνουμε την απόλυτη επανάληψη του 2008-2012. Έτσι, ένα κλειδί για να καταλάβουμε τι πραγματικά συμβαίνει τώρα, είναι να ξαναθυμηθούμε τι πραγματικά συνέβη τότε.
Η Γερμανία και οι Βόρειοι τα κάνουν όλα αυτά τώρα; Το νέο ερώτημα είναι ισοδύναμο με το παλιό: Η Γερμανία και οι Βόρειοι τα είχαν κάνει όλα εκείνα και το 2008-2012; Ή μήπως συγκεκριμένες πολιτικές δυνάμεις και ιδεολογικές παρατάξεις, παρούσες σε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες, των οποίων πληρέστερη έκφραση, σήμερα όπως και χθες, είναι ακόμη, άν και στη δύση της σταδιοδρομίας της, η κ. Μέρκελ;
Να παραλείπουμε όμως τους ιδεολογικούς εταίρους της; Μάλιστα, μερικοί προετοίμασαν το δρόμο που αυτή βάδισε. Ας τους αποκαλέσουμε σχηματικά ως δύο γενιές συντηρητικών και δεξιοφιλελεύθερων, με χαρακτηριστικές φυσιογνωμίες όπως Α. Μέρκελ, Ν. Σαρκοζύ, Μαρκ Ρούτε από το ολλανδικό δεξιοφιλελεύθερο VVD (ο διαβόητος επίτροπος της ΕΕ Φριτς Μπολκενστάιν ήταν ηγέτης του ίδιου φιλελεύθερου ολλανδικού κόμματος), τους ηγέτες του ισπανικού Λαϊκού Κόμματος Χ. Μ. Αθνάρ και Μ. Ραχόι κλπ. Αλλά και τον παλαιότερης γενιάς Βαλερύ Ζισκάρ Ντ' Εσταίν, ο οποίος στην όψιμη σταδιοδρομία του μετεστράφη σε ήπιο φιλελεύθερο ευρωσκεπτικιστή. Ο κήπος έχει και βόρεια και νότια άνθη.
Το πιο νόστιμο: Τελευταία, σχεδόν όλοι οι σχολιαστές - ακόμη και καλοί γνώστες της ΕΕ, όπως π.χ. ο Παν. Ιωακειμίδης - ξεχνούν ότι ο πιό νεοφιλελεύθερος και πιο αποτυχημένος Πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής όλων των εποχών ήταν ένας αναντάν-παπαντάν «Νότιος», ο Μανουέλ Μπαρόζο.
Το Μερκελικό ρητό «η πολιτική, η δημοκρατία, πρέπει να είναι συμβατή με τις αγορές» είναι ό,τι πιο σαφώς αντιευρωπαϊκό και μνημειωδώς καιροσκοπικό ξεστόμισε στη σταδιοδρομία της ως καγκελαρίου - γι' αυτό δεν θα ξεχαστεί ποτέ. Εξέφρασε πιο συμπυκνωμένα από κάθε άλλη φορά, αλλά όχι μόνον τότε, αυτό που ο Βόλφγκανγκ Μυνχάου αποκάλεσε πολιτική ανευθυνότητα και ανήθικες πολιτικές συμπεριφοράς της Άνγκελα Μέρκελ. Φυσικά, είναι προφανές ότι η Άνγκελα Μέρκελ διαφωνεί εντελώς με τον συμπατριώτη της Γιούργκεν Χάμπερμας, ο οποίος συχνά-πυκνά μας θυμίζει ότι στην ιστορία, οι εποχές στις οποίες καπιταλισμός και δημοκρατία ισορροπούν είναι η εξαίρεση, όχι ο κανόνας. Και για ό,τι αφορά την ίδια κ. Μέρκελ, τούτη η θέση της, στην αιχμή της χρηματοοικονομικής κρίσης, οδήγησε «τη γερμανική κυβέρνηση, συμπεριλαμβανομένης της Σοσιαλδημοκρατικής μερίδας της, να παίξουν στο τζόγο όλο το πολιτικό κεφάλαιο που είχε συσσωρεύσει μέσα σε μισό αιώνα μια καλύτερη μεταπολεμική Γερμανία» (με τα λόγια και πάλι του Χάμπερμας).
Να παραλείπουμε όμως τους ιδεολογικούς εταίρους της; Μάλιστα, μερικοί προετοίμασαν το δρόμο που αυτή βάδισε. Ας τους αποκαλέσουμε σχηματικά ως δύο γενιές συντηρητικών και δεξιοφιλελεύθερων, με χαρακτηριστικές φυσιογνωμίες όπως Α. Μέρκελ, Ν. Σαρκοζύ, Μαρκ Ρούτε από το ολλανδικό δεξιοφιλελεύθερο VVD (ο διαβόητος επίτροπος της ΕΕ Φριτς Μπολκενστάιν ήταν ηγέτης του ίδιου φιλελεύθερου ολλανδικού κόμματος), τους ηγέτες του ισπανικού Λαϊκού Κόμματος Χ. Μ. Αθνάρ και Μ. Ραχόι κλπ. Αλλά και τον παλαιότερης γενιάς Βαλερύ Ζισκάρ Ντ' Εσταίν, ο οποίος στην όψιμη σταδιοδρομία του μετεστράφη σε ήπιο φιλελεύθερο ευρωσκεπτικιστή. Ο κήπος έχει και βόρεια και νότια άνθη.
Το πιο νόστιμο: Τελευταία, σχεδόν όλοι οι σχολιαστές - ακόμη και καλοί γνώστες της ΕΕ, όπως π.χ. ο Παν. Ιωακειμίδης - ξεχνούν ότι ο πιό νεοφιλελεύθερος και πιο αποτυχημένος Πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής όλων των εποχών ήταν ένας αναντάν-παπαντάν «Νότιος», ο Μανουέλ Μπαρόζο.
Το Μερκελικό ρητό «η πολιτική, η δημοκρατία, πρέπει να είναι συμβατή με τις αγορές» είναι ό,τι πιο σαφώς αντιευρωπαϊκό και μνημειωδώς καιροσκοπικό ξεστόμισε στη σταδιοδρομία της ως καγκελαρίου - γι' αυτό δεν θα ξεχαστεί ποτέ. Εξέφρασε πιο συμπυκνωμένα από κάθε άλλη φορά, αλλά όχι μόνον τότε, αυτό που ο Βόλφγκανγκ Μυνχάου αποκάλεσε πολιτική ανευθυνότητα και ανήθικες πολιτικές συμπεριφοράς της Άνγκελα Μέρκελ. Φυσικά, είναι προφανές ότι η Άνγκελα Μέρκελ διαφωνεί εντελώς με τον συμπατριώτη της Γιούργκεν Χάμπερμας, ο οποίος συχνά-πυκνά μας θυμίζει ότι στην ιστορία, οι εποχές στις οποίες καπιταλισμός και δημοκρατία ισορροπούν είναι η εξαίρεση, όχι ο κανόνας. Και για ό,τι αφορά την ίδια κ. Μέρκελ, τούτη η θέση της, στην αιχμή της χρηματοοικονομικής κρίσης, οδήγησε «τη γερμανική κυβέρνηση, συμπεριλαμβανομένης της Σοσιαλδημοκρατικής μερίδας της, να παίξουν στο τζόγο όλο το πολιτικό κεφάλαιο που είχε συσσωρεύσει μέσα σε μισό αιώνα μια καλύτερη μεταπολεμική Γερμανία» (με τα λόγια και πάλι του Χάμπερμας).
Ωστόσο, αυτό που πρέπει να προσεχτεί, διότι αυτό είναι το πιο κρίσιμο για την Ευρώπη και όχι οι απόψεις της κ. Μέρκελ, είναι το εξής παραμελημένο ερώτημα: Γιατί άραγε τόσο πολλοί, πολιτικοί ή σχολιαστές της πολιτικής, Γάλλοι ή Γερμανοί, Έλληνες ή Βρετανοί, Ιταλοί ή Πολωνοί, γενικώς Ευρωπαίοι, της Δεξιάς, του Κέντρου ή και αριστερότερα του Κέντρου, όταν τίθεται ο πυρήνας του προβλήματος, η σχέση δημοκρατίας και αγορών, συμφωνούν πιο πολύ με την Μέρκελ παρά με τον Χάμπερμας;
Απωθήθηκε και ξεχάστηκε πολύ γρήγορα πόσο και γιατί εξέφραζε (και εκφράζει) το περιβόητο ρητό της κ. Μέρκελ τόσο πολλούς. Ομοϊδεάτες της, αλλά δυστυχώς και ποικίλους παράπλευρους πολιτικούς τους φίλους ή περιστασιακούς συμμάχους ή αντιπάλους που τους στηρίζουν - Γερμανούς και μή Γερμανούς, Βόρειους και Νότιους, φιλελεύθερους και εθνικιστές. Ακόμη και μερικούς από τους μαραζωμένους σοσιαλδημοκράτες· είδαμε παραπάνω πώς αξιολογεί τη στάση της κάποτε ένδοξης μητρικής Σοσιαλδημοκρατίας, του κόμματος των Άουγκουστ Μπέμπελ και Βίλλυ Μπραντ (SPD) ένας όχι εχθρικά διακείμενος σοφός.
Απωθήθηκε και ξεχάστηκε πολύ γρήγορα πόσο και γιατί εξέφραζε (και εκφράζει) το περιβόητο ρητό της κ. Μέρκελ τόσο πολλούς. Ομοϊδεάτες της, αλλά δυστυχώς και ποικίλους παράπλευρους πολιτικούς τους φίλους ή περιστασιακούς συμμάχους ή αντιπάλους που τους στηρίζουν - Γερμανούς και μή Γερμανούς, Βόρειους και Νότιους, φιλελεύθερους και εθνικιστές. Ακόμη και μερικούς από τους μαραζωμένους σοσιαλδημοκράτες· είδαμε παραπάνω πώς αξιολογεί τη στάση της κάποτε ένδοξης μητρικής Σοσιαλδημοκρατίας, του κόμματος των Άουγκουστ Μπέμπελ και Βίλλυ Μπραντ (SPD) ένας όχι εχθρικά διακείμενος σοφός.
Φαίνεται πώς επιλεκτική αμνησία επικρατεί τόσο στον ευρωπαϊκό Βορρά όσο και στον ευρωπαϊκό Νότο: Ξεχάστηκαν εντελώς όχι μόνον οι περαστικές διασημότητες του Βορρά, όπως ο κ. Ντάισελμπλουμ από την Ολλανδία αλλά και οι ανεκδιήγητοι Νότιοι ομοϊδεάτες της κ. Μέρκελ, από τον προαναφερθέντα κ. Μπαρόζο και τον Μπερλουσκόνι έως τους κ. Ραχόι και Σαρκοζύ, ξεχάστηκε και τί έκαναν όλοι τούτοι στην κρίση του 2008-2015. Μετά ήρθαν βέβαια οι διάφοροι Σαλβίνι, Όρμπαν, Τζόνσον, οι Γερμανοί Εναλλακτικοί και οι όμοιοί τους. Ή μήπως, μας τους κουβάλησαν οι σοβαροί φίλοι της κ. Μέρκελ; Αλήθεια, στην καθευατού οικονομική πολιτική, τούτοι οι νεοφερμένοι διαφέρουν πολύ από την υπερτιμημένη από πολλούς σχολιαστές κ. Μέρκελ; Ας ψάξουμε όμως και πολύ κοντά, εντός των ελληνικών συνόρων, όπου οι διαδρομές στην πολιτική σταδιοδρομία είναι συνήθως αντίθετες από της λοιπής Ευρώπης - π.χ. από το ΛΑΟΣ στη ΝΔ.
«Βόρειοι» και «Νότιοι» παραχωρούν άπλετη εθνική οικονομική κυριαρχία στις πλανητικές αγορές, όχι όμως εθνική κυριαρχία σε Ενωσιακούς πολιτικούς θεσμούς
«Βόρειοι» και «Νότιοι» παραχωρούν άπλετη εθνική οικονομική κυριαρχία στις πλανητικές αγορές, όχι όμως εθνική κυριαρχία σε Ενωσιακούς πολιτικούς θεσμούς
Ο οικονομικός ευρωσκεπτικισμός της Άνγκελα Μέρκελ, ο οποίος στις κρίσιμες στιγμές μεταλλάσσεται σε ντροπαλό αντιευρωπαϊσμό, και ο υπερήφανος αντιευρωπαϊσμός των άλλων, των διαφορετικών αλλά στα οικονομικά κατά βάθος όμοιων της, είναι ένας κυματισμός ευρωσκεπτικισμού και αντιευρωπαϊσμού που διαδίδεται σε ομόκεντρους κύκλους: Τη μια φιλελεύθερους και την άλλη εθνικολαϊκούς. Κορυφές κυμάτων ξεχωριστές, αλλά με την ίδια αφετηρία, που χτυπάνε στην ίδια κατεύθυνση. Και αλληλοενισχύονται. Έχουν τις βαθύτερες πηγές τους σε κάποιες κοινές κατά βάση αντιλήψεις όλων αυτών. Είναι οι κοινές τους αντιλήψεις για τον συνδυασμένο τρόπο με τον οποίο (1) η πολιτική πρέπει να έρχεται σε επαφή με την οικονομία και (2) το κάθε εθνικό κράτος με τα άλλα, τα οποιαδήποτε κράτη αλλά και με κράτη-εταίρους εντός κοινών ενώσεων, όπως της ΕΕ.
Συνοπτικά, το δόγμα όλων αυτών είναι το εξής: Tο οικονομικό Σύνταγμα πρέπει να είναι υπερκρατικό, διεθνές («συνταγματικό του δικαστήριο» είναι οι αγορές)· το πολιτικό Σύνταγμα (η κυριαρχία, με εξαίρεση το πεδίο της οικονομίας) πρέπει να μείνει περιορισμένο στο εθνικό κράτος. Πράγμα που σημαίνει ότι σήμερα, υπό συνθήκες παγκοσμιοποίησης, οι οικονομικές επιδόσεις των επιμέρους κρατών και οι διακρατικές οικονομικές σχέσεις, πρέπει να να αξιολογούνται από τις διεθνείς αγορές, με τα κριτήρια που αυτές καταλαβαίνουν: Ανταγωνιστικότητα, πιστοληπτική ικανότητα, ισοζύγια εξωτερικών συναλλαγών κάθε εθνικής οικονομίας, τωρινές και αναμενόμενες ταμειακές εισροές και εκροές τους, εσωτερική κατανάλωση κτλ.
Αλλά αυτό το «πρέπει», (Α) για ό,τι αφορά διακρατικές οικονομικές σχέσεις αποκλείει τις πολιτικές αξιολογήσεις και τα δικά τους εγγενή κριτήρια, δηλαδή, στην περίπτωση της ΕΕ, την Κοινοτική αλληλεγγύη, το συλλογικό ευρωπαϊκό συμφέρον, την ενίσχυση της Ενωσιακής κυριαρχίας και της πολιτικής ή γεωπολιτικής ισχύος της Ένωσης ως όλου. Ιδίως παραβλέπει εντελώς το συμφέρον του «δήμου» της μελλούμενης, της «υπό κατασκευή» ευρωπαϊκής δημοκρατίας - δηλαδή, πρώτιστα, των νέων γενεών. Ωστόσο (Β), αυτό το «πρέπει», άν και δηλώνει υπακοή στις αγορές, είναι καθαρά πολιτική απόφαση που λαμβάνεται στο εσωτερικό των μεμονωμένων χωρών-μελών, ως εφαρμογή της εθνικής τους κυριαρχίας. Και απ΄ ότι φαίνεται, στην απόφαση αυτή, δεν υπάρχουν έμπρακτα διαφωνούσες χώρες.
Π.χ., αυτό που καταλογίζεται σε σημερινούς και παλιούς Γάλλους κυβερνώντες, ότι μετά από ωραίες διακηρύξεις, τελικά υποχωρούν στις πιέσεις των Γερμανών ομολόγων τους, είναι ψευδαισθητική ερμηνεία που κρύβει την πικρή αλήθεια: Στην πραγματικότητα, οι τέτοιες πολιτικές δυνάμεις, γαλλικές, γερμανικές, ελληνικές ή άλλες, αρνούνται να παραχωρήσουν σε Ενωσιακούς πολιτικούς θεσμούς κομμάτια εθνικής κυριαρχίας που θεωρούν κρίσιμα για τα ιδιαίτερά τους συμφέροντα. Παραχωρούν βέβαια, μετά χαράς, η κάθε εθνική κυβέρνηση χώρια και όλες μαζί, άπλετη εθνική οικονομική κυριαρχία στις πλανητικές αγορές· γιατί αυτό υπαγορεύουν οι πολιτικές τους ιδέες, οι γνώμες τους για το ποιά είναι «τα καλά και συμφέροντα».
Έτσι, το βαθύτερο πρόβλημα δεν συνίσταται στην έλλειψη μηχανισμού ενιαίου δανεισμού, ούτε στο ποιός θα ελέγχει τον τρόπο που θα διοχετεύεται το χρήμα. Στην πραγματικότητα, κανείς από τους σημερινούς κυβερνώντες σε χώρες της ευρωζώνης και της ΕΕ δεν φαίνεται να θέλει με θέρμη έναν τέτοιο ή και άλλους ανάλογους Κοινοτικούς μηχανισμούς με ουσιαστικό ρόλο. Δηλαδή μηχανισμούς πολιτικά νομιμοποιημένους σε επίπεδο ΕΕ, οι οποίοι θα αξιολογούν και με κριτήρια πολιτικά-Κοινοτικά, όχι διακρατικών συμφωνιών όπως τώρα· ωστόσο πολιτικό είναι εξαρχής το ευρώ, αλλά μερικές πολιτικές δυνάμεις κρύβονται πίσω από το δάχτυλό τους. Αντί να συνεχίσουν τα μεγάλα φεντεραλιστικά θεσμικά βήματα που έγιναν με το ευρώ και την ΕΚΤ, επιλέγουν ή διεκδικούν εντελώς καιροσκοπικά λύσεις προσωρινές, βολικές μόνον για πολύ βραχυπρόθεσμες και διαφορετικές μεταξύ τους πτυχές στενών εθνικών συμφερόντων του ενός ή του άλλου κράτους-μέλους. Και έτσι συσσωρεύουν στον τελικό λογαριασμό υποθήκες για μεγάλα δεινά, κοινωνικά, οικονομικά και πολιτικά, που θα πλήξουν μεσο-μακροπρόθεσμα, αργά ή γρήγορα, όλους ανεξαιρέτως, «Βόρειους» και «Νότιους».
Οι σημερινές κυβερνώσες πολιτικές δυνάμεις στις χώρες της ΕΕ δεν θέλουν θεσμικό Ενωσιακό μηχανισμό χρηματοδότησης, ούτε ουσιαστικό Ενωσιακό προϋπολογισμό. Αρκούνται σε εμβαλωματικά υπο-πολιτικά υποκατάστατα όπως ο ESM (ο οποίος είναι οργανισμός διακυβερνητικός, όχι θεσμικός Κοινοτικός), διότι πολιτική προτίμησή τους είναι: Να ελέγχεται και να ρυθμίζεται από τις αγορές με τί τρόπο θα διοχετεύεται διακρατικώς-διακυβενητικώς το χρήμα, όχι από πολιτικούς θεσμούς μιας Ευρωπαϊκής Κοινότητας. Δεν τους θέλουν, διότι εάν υπάρξουν τέτοιοι και άλλοι κοινοί θεσμοί της Ένωσης*, αυτή σταδιακά θα συνταγματοποιείται στην πράξη ως όλον, ως πραγματική πολιτική ένωση κρατών.
Γι' αυτό, μετά το 1995, εμφανέστερα δε αφότου η άτεχνη απόπειρα δημιουργίας πραγματικού Ευρωπαϊκού Συντάγματος σκόνταψε το 2005 στην αποτρεπτική ρητορική τέτοιων πολιτικών δυνάμεων της «σκληρής Βόρειας» Ολλανδίας και της πολυμήχανης «Νότιας» Γαλλία (εδώ έδρασε και η μικρή εθνοκεντρική μερίδα της σοσιαλιστικής Αριστεράς), οι μηχανισμοί ουσιαστικής Κοινοτικής πολιτικής μένουν στάσιμοι, ανολοκλήρωτοι ή οπισθοδρομούν. Η Συνθήκη της Λισαβώνας; Αδύναμο υποκατάστατο Συντάγματος. Η ΕΕ, μετά την εποχή Ντελόρ - ο οποίος έλεγε «τις αγορές δεν μπορείς να τις αγαπήσεις - ούτε καν την ευρωπαϊκή κοινή αγορά, όμως την Ευρωπαϊκή Ένωση, δηλαδή μια ενωμένη Ευρώπη, μπορείς» - επιβράδυνε την ολοκλήρωσή της προς μια ομοσπονδιακή ένωση κρατών· γι' αυτό, τώρα στα δύσκολα, αγκομαχά, παγιδεύεται σε έρπουσα οπισθοδρόμηση.
Συνοπτικά, το δόγμα όλων αυτών είναι το εξής: Tο οικονομικό Σύνταγμα πρέπει να είναι υπερκρατικό, διεθνές («συνταγματικό του δικαστήριο» είναι οι αγορές)· το πολιτικό Σύνταγμα (η κυριαρχία, με εξαίρεση το πεδίο της οικονομίας) πρέπει να μείνει περιορισμένο στο εθνικό κράτος. Πράγμα που σημαίνει ότι σήμερα, υπό συνθήκες παγκοσμιοποίησης, οι οικονομικές επιδόσεις των επιμέρους κρατών και οι διακρατικές οικονομικές σχέσεις, πρέπει να να αξιολογούνται από τις διεθνείς αγορές, με τα κριτήρια που αυτές καταλαβαίνουν: Ανταγωνιστικότητα, πιστοληπτική ικανότητα, ισοζύγια εξωτερικών συναλλαγών κάθε εθνικής οικονομίας, τωρινές και αναμενόμενες ταμειακές εισροές και εκροές τους, εσωτερική κατανάλωση κτλ.
Αλλά αυτό το «πρέπει», (Α) για ό,τι αφορά διακρατικές οικονομικές σχέσεις αποκλείει τις πολιτικές αξιολογήσεις και τα δικά τους εγγενή κριτήρια, δηλαδή, στην περίπτωση της ΕΕ, την Κοινοτική αλληλεγγύη, το συλλογικό ευρωπαϊκό συμφέρον, την ενίσχυση της Ενωσιακής κυριαρχίας και της πολιτικής ή γεωπολιτικής ισχύος της Ένωσης ως όλου. Ιδίως παραβλέπει εντελώς το συμφέρον του «δήμου» της μελλούμενης, της «υπό κατασκευή» ευρωπαϊκής δημοκρατίας - δηλαδή, πρώτιστα, των νέων γενεών. Ωστόσο (Β), αυτό το «πρέπει», άν και δηλώνει υπακοή στις αγορές, είναι καθαρά πολιτική απόφαση που λαμβάνεται στο εσωτερικό των μεμονωμένων χωρών-μελών, ως εφαρμογή της εθνικής τους κυριαρχίας. Και απ΄ ότι φαίνεται, στην απόφαση αυτή, δεν υπάρχουν έμπρακτα διαφωνούσες χώρες.
Π.χ., αυτό που καταλογίζεται σε σημερινούς και παλιούς Γάλλους κυβερνώντες, ότι μετά από ωραίες διακηρύξεις, τελικά υποχωρούν στις πιέσεις των Γερμανών ομολόγων τους, είναι ψευδαισθητική ερμηνεία που κρύβει την πικρή αλήθεια: Στην πραγματικότητα, οι τέτοιες πολιτικές δυνάμεις, γαλλικές, γερμανικές, ελληνικές ή άλλες, αρνούνται να παραχωρήσουν σε Ενωσιακούς πολιτικούς θεσμούς κομμάτια εθνικής κυριαρχίας που θεωρούν κρίσιμα για τα ιδιαίτερά τους συμφέροντα. Παραχωρούν βέβαια, μετά χαράς, η κάθε εθνική κυβέρνηση χώρια και όλες μαζί, άπλετη εθνική οικονομική κυριαρχία στις πλανητικές αγορές· γιατί αυτό υπαγορεύουν οι πολιτικές τους ιδέες, οι γνώμες τους για το ποιά είναι «τα καλά και συμφέροντα».
Έτσι, το βαθύτερο πρόβλημα δεν συνίσταται στην έλλειψη μηχανισμού ενιαίου δανεισμού, ούτε στο ποιός θα ελέγχει τον τρόπο που θα διοχετεύεται το χρήμα. Στην πραγματικότητα, κανείς από τους σημερινούς κυβερνώντες σε χώρες της ευρωζώνης και της ΕΕ δεν φαίνεται να θέλει με θέρμη έναν τέτοιο ή και άλλους ανάλογους Κοινοτικούς μηχανισμούς με ουσιαστικό ρόλο. Δηλαδή μηχανισμούς πολιτικά νομιμοποιημένους σε επίπεδο ΕΕ, οι οποίοι θα αξιολογούν και με κριτήρια πολιτικά-Κοινοτικά, όχι διακρατικών συμφωνιών όπως τώρα· ωστόσο πολιτικό είναι εξαρχής το ευρώ, αλλά μερικές πολιτικές δυνάμεις κρύβονται πίσω από το δάχτυλό τους. Αντί να συνεχίσουν τα μεγάλα φεντεραλιστικά θεσμικά βήματα που έγιναν με το ευρώ και την ΕΚΤ, επιλέγουν ή διεκδικούν εντελώς καιροσκοπικά λύσεις προσωρινές, βολικές μόνον για πολύ βραχυπρόθεσμες και διαφορετικές μεταξύ τους πτυχές στενών εθνικών συμφερόντων του ενός ή του άλλου κράτους-μέλους. Και έτσι συσσωρεύουν στον τελικό λογαριασμό υποθήκες για μεγάλα δεινά, κοινωνικά, οικονομικά και πολιτικά, που θα πλήξουν μεσο-μακροπρόθεσμα, αργά ή γρήγορα, όλους ανεξαιρέτως, «Βόρειους» και «Νότιους».
Οι σημερινές κυβερνώσες πολιτικές δυνάμεις στις χώρες της ΕΕ δεν θέλουν θεσμικό Ενωσιακό μηχανισμό χρηματοδότησης, ούτε ουσιαστικό Ενωσιακό προϋπολογισμό. Αρκούνται σε εμβαλωματικά υπο-πολιτικά υποκατάστατα όπως ο ESM (ο οποίος είναι οργανισμός διακυβερνητικός, όχι θεσμικός Κοινοτικός), διότι πολιτική προτίμησή τους είναι: Να ελέγχεται και να ρυθμίζεται από τις αγορές με τί τρόπο θα διοχετεύεται διακρατικώς-διακυβενητικώς το χρήμα, όχι από πολιτικούς θεσμούς μιας Ευρωπαϊκής Κοινότητας. Δεν τους θέλουν, διότι εάν υπάρξουν τέτοιοι και άλλοι κοινοί θεσμοί της Ένωσης*, αυτή σταδιακά θα συνταγματοποιείται στην πράξη ως όλον, ως πραγματική πολιτική ένωση κρατών.
Γι' αυτό, μετά το 1995, εμφανέστερα δε αφότου η άτεχνη απόπειρα δημιουργίας πραγματικού Ευρωπαϊκού Συντάγματος σκόνταψε το 2005 στην αποτρεπτική ρητορική τέτοιων πολιτικών δυνάμεων της «σκληρής Βόρειας» Ολλανδίας και της πολυμήχανης «Νότιας» Γαλλία (εδώ έδρασε και η μικρή εθνοκεντρική μερίδα της σοσιαλιστικής Αριστεράς), οι μηχανισμοί ουσιαστικής Κοινοτικής πολιτικής μένουν στάσιμοι, ανολοκλήρωτοι ή οπισθοδρομούν. Η Συνθήκη της Λισαβώνας; Αδύναμο υποκατάστατο Συντάγματος. Η ΕΕ, μετά την εποχή Ντελόρ - ο οποίος έλεγε «τις αγορές δεν μπορείς να τις αγαπήσεις - ούτε καν την ευρωπαϊκή κοινή αγορά, όμως την Ευρωπαϊκή Ένωση, δηλαδή μια ενωμένη Ευρώπη, μπορείς» - επιβράδυνε την ολοκλήρωσή της προς μια ομοσπονδιακή ένωση κρατών· γι' αυτό, τώρα στα δύσκολα, αγκομαχά, παγιδεύεται σε έρπουσα οπισθοδρόμηση.
Γ. Β. Ριτζούλης
* Γρήγορα ξέχασαν πολλοί, ποιοί και γιατί τορπίλισαν την εκλογή ως Προέδρου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής ενός από τους άμεσα προβεβλημένους στις ευρωεκλογές επικεφαλής υποψηφίους των ευρωπαϊκών κομματικών οικογενειών - και επέβαλλαν την οπισθοδρόμηση στα διακυβερνητικά παζάρια. Δεν ήταν πολιτικοί από την «προτεσταντική» Ολλανδία ή από την «ενάρετη» Γερμανία. Ήταν ο Πρόεδρος Μακρόν της «λαϊκής» και «αμαρτωλής» Γαλλίας, σε σύμπραξη με τον εθνικολαϊκιστή πρωθυπουργό της Ουγγαρίας.
Γιατί το έκανε ο κ. Μακρόν; Μήπως, απλά και μόνον, επειδή δεν του άρεζαν ούτε ο Σοσιαλιστής Ολλανδός Τίμμερμανς, ούτε η Αριστεροφιλελεύθερη Δανή Βεστάγκερ, ούτε ο Χριστιανοκοινωνιστής Βαυαρός Βέμπερ ούτε η Πράσινη Γερμανίδα Κέλερ; Και γι' αυτό. Κυρίως όμως (και το δήλωσε ευθαρσώς), επειδή δεν του αρέσει να αντλεί νομιμοποίηση ο Πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, ήτοι ο ισχυρότερος θεσμός της ΕΕ, απευθείας από τους εκλογείς του Ευρωκοινοβουλίου, δηλαδή να αντιπροσωπεύει τους ψηφοφόρους ως Ευρωπαίους πολίτες και όχι μόνον ως πολίτες των εθνικών κρατών. Αντ΄αυτού, προτιμά (ως πότε;) να ορίζεται με αδιαφανείς συμπράξεις χωρίς αρχές των επιμέρους κυβερνήσεων. Π.χ. του Μακρόν της Γαλλίας με τον Ορμπάν της Ουγγαρίας.
Η ανομολόγητη συμφωνία φιλελεύθερων και λαϊκιστών: Tο οικονομικό Σύνταγμα είναι (και θα είναι) υπερκρατικό, διεθνές· το πολιτικό Σύνταγμα να μείνει περιορισμένο στο εθνικό κράτος
Jürgen Habermas: Στην ιστορία, εποχές στις οποίες καπιταλισμός και δημοκρατία ισορροπούσαν ήταν η εξαίρεση, όχι ο κανόνας
Habermas: «Η Μέρκελ έπαιξε στα ζάρια την καλή φήμη της Γερμανίας - Η Ευρώπη είναι εγκλωβισμένη σε πολιτική παγίδα»
Elmar Altvater: Το πολιτικό ευρώ: Ένα κοινοτικό νόμισμα χωρίς κοινότητα δεν έχει κανένα μέλλον
W. Münchau: Μεγάλη Μετανάστευση των λαών - Το λάθος της Μέρκελ, ανήθικη πολιτική για την προσφυγική κρίση
Steffen Klusmann: «Deutschland ist unsolidarisch, kleingeistig und feige» («Η Γερμανία είναι μή αλληλέγγυα, στενοκέφαλη και δειλή» - το κύριο άρθρο του Spiegel, 3.4.2020, από τον αρχισυντάκτη του περιοδικού Steffen Klusmann - μετάφραση στα αγγλικά, συνόψιση στα ελληνικά από τη Deutsche Welle)
Ulrike Guérot: Η Ευρώπη πρέπει να αντιστρέψει την πορεία της - Η πολιτική επιστρέφει
Peter Bofinger, Daniel Cohn-Bendit, Joschka Fisher, Rainer Forst, Marcel Fratzscher, Ulrike Guérot, Jürgen Habermas, Axel Honneth, Eva Menasse, Julian Nida-Rumelin, Volker Schlondorff, Peter Schneider, Margarethe von Trota: Επιβίωση της ΕΕ, ευρωπαϊκό συμφέρον, ευρωπαϊκή αλληλεγγύη, κορονο-ομόλογο (Le Monde, Die Zeit, 4.3.2020)
Jürgen Habermas: Στην ιστορία, εποχές στις οποίες καπιταλισμός και δημοκρατία ισορροπούσαν ήταν η εξαίρεση, όχι ο κανόνας
Habermas: «Η Μέρκελ έπαιξε στα ζάρια την καλή φήμη της Γερμανίας - Η Ευρώπη είναι εγκλωβισμένη σε πολιτική παγίδα»
Elmar Altvater: Το πολιτικό ευρώ: Ένα κοινοτικό νόμισμα χωρίς κοινότητα δεν έχει κανένα μέλλον
W. Münchau: Μεγάλη Μετανάστευση των λαών - Το λάθος της Μέρκελ, ανήθικη πολιτική για την προσφυγική κρίση
Steffen Klusmann: «Deutschland ist unsolidarisch, kleingeistig und feige» («Η Γερμανία είναι μή αλληλέγγυα, στενοκέφαλη και δειλή» - το κύριο άρθρο του Spiegel, 3.4.2020, από τον αρχισυντάκτη του περιοδικού Steffen Klusmann - μετάφραση στα αγγλικά, συνόψιση στα ελληνικά από τη Deutsche Welle)
Ulrike Guérot: Η Ευρώπη πρέπει να αντιστρέψει την πορεία της - Η πολιτική επιστρέφει
Peter Bofinger, Daniel Cohn-Bendit, Joschka Fisher, Rainer Forst, Marcel Fratzscher, Ulrike Guérot, Jürgen Habermas, Axel Honneth, Eva Menasse, Julian Nida-Rumelin, Volker Schlondorff, Peter Schneider, Margarethe von Trota: Επιβίωση της ΕΕ, ευρωπαϊκό συμφέρον, ευρωπαϊκή αλληλεγγύη, κορονο-ομόλογο (Le Monde, Die Zeit, 4.3.2020)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου