Το 1957 ο Καμύ τιμήθηκε με το Βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας για το σύνολο του έργου του. Αυτό είναι το κύριο μέρος της ομιλίας του στην τελετή παραλαβής του βραβείου.
* * *
Στη μνήμη της Βενετίας Γαζίλα, εικαστικού, μαθηματικού, με χρόνια της νεότητάς της στον αθλητισμό, δασκάλας παιδιών που πασχίζουν να γίνουν γυναίκες, άνδρες, πολίτες, η οποία είχε αφιερώσει την ποικιλότητα των αρετών της στον γιό της και στην πραγμάτωση ενός βιώσιμου μέλλοντος. Και στη μνήμη του Δημήτρη Φατούρου, δασκάλου με αξία σπάνια, αρχιτέκτονα, ζωγράφου, ανθρώπου που υπηρέτησε και τίμησε τις αρετές του πολίτη σε καιρούς καταστροφής και σε καιρούς επανόρθωσης.
Tα λόγια του Καμύ από το 1957 ας σηματοδοτήσουν και το τέλος του ιστοχώρου Μετά την Κρίση.
Άραγε θα θυμάται κάποιος τ’ όνομά μας,
της ζωής μας τα εξαίσια φεγγάρια,
τα πάθη μας, τις λύπες, τα δεινά μας;
Άραγε υπήρξαμε ποτέ; Στα όνειρα μας!
της ζωής μας τα εξαίσια φεγγάρια,
τα πάθη μας, τις λύπες, τα δεινά μας;
Άραγε υπήρξαμε ποτέ; Στα όνειρα μας!
(Διάφανα Κρίνα - «Τα χρόνια μου ναυάγησαν στις ξέρες σου» - youtube,
Στίχοι Παντελής Ροδοστόγλου)
* * *
[...] Προσωπικά δεν μπορώ να ζήσω χωρίς την τέχνη μου, αλλά δεν τοποθέτησα ποτέ την τέχνη αυτήν πάνω απ’ όλα. Αν, αντίθετα, μου είναι απαραίτητη, αυτό συμβαίνει γιατί είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με τους ανθρώπους, και μου επιτρέπει να ζω, έτσι όπως είμαι, στο ίδιο επίπεδο με όλους τους άλλους. Η τέχνη δεν είναι στα μάτια μου μοναχική απόλαυση, είναι μέσο να συγκινεί κανείς το μεγαλύτερο δυνατό αριθμό ανθρώπων, προσφέροντάς τους προνομιούχα εικόνα των κοινών πόνων και ευχαριστήσεων – δεν επιτρέπει στον καλλιτέχνη ν’ απομονωθεί, τον υποτάσσει στην πιο ταπεινή και την πιο παγκόσμια αλήθεια. Και συχνά αυτός που διάλεξε τη μοίρα του καλλιτέχνη, γιατί αισθανόταν διαφορετικός, μαθαίνει πολύ γρήγορα πως δεν θα θρέψει την τέχνη του όντας διαφορετικός, αλλά ομολογώντας την ομοιότητά του με τους άλλους. Ο καλλιτέχνης σφυρηλατείται μέσα σ’ αυτό το συνεχές πηγαινέλα από τον εαυτό του στους άλλους, ανάμεσα στην ομορφιά, που δεν μπορεί να την αρνηθεί, και την κοινότητα, απ’ όπου δεν μπορεί να ξεριζωθεί. Γι’ αυτόν το λόγο οι αληθινοί καλλιτέχνες δεν περιφρονούν τίποτε· υποχρεώνονται να κατανοήσουν αντί να κρίνουν. Και αν πρέπει να πάρουν μια θέση σ’ αυτόν τον κόσμο, δεν μπορεί να είναι παρά η θέση σε μια κοινωνία όπου, σύμφωνα με το μεγάλο λόγο του Νίτσε, δεν θα βασιλεύει πια ο κριτής αλλά ο δημιουργός, είτε είναι διανοούμενος είτε εργάτης.
Albert Camus |