Δευτέρα 24 Οκτωβρίου 2016

Ο Τζόζεφ Στίγκλιτς κάνει λάθος: Η μόνη έξοδος από το ευρώ είναι αυτή που προτείνει η Μαρίν ΛεΠεν

του Γκυγιώμ Ντυβάλ
 
© Green European  Journal - Guillaume Duval: Why Joseph Stiglitz is wrong 22/09/2016 
  
Ο Joseph Stiglitz, Αμερικανός οικονομολόγος και κάτοχος του Βραβείου Νόμπελ στα Οικονομικά, έχει συγγράψει ένα νέο βιβλίο: «Το ευρώ - Πώς ένα κοινό νόμισμα απειλεί το μέλλον της Ευρώπης» (The Euro : How a Common Currency Threatens the Future of Europe). Τις τελευταίες εβδομάδες ο Στίγκλιτς έχει εμφανιστεί πολλές φορές στον Τύπο (βλ. ειδικά στους Financial Times και στον Guardian), υποστηρίζοντας μια «ομαλή εγκατάλειψη» του ευρώ. Επίσης, αναμένει ότι «το τέλος του ενιαίου νομίσματος δεν σημαίνει το τέλος του ευρωπαϊκού εγχειρήματος». Ωστόσο, η θέση αυτή αποκαλύπτει μια βαθιά παρανόηση της πραγματικότητας της Ευρώπης. 
Όπως και οι περισσότεροι Αμερικανοί οικονομολόγοι, οι οποίοι υποστηρίζουν έντονα τη θεωρία των «βέλτιστων νομισματικών ζωνών», ο Joseph Stiglitz έχει ασκήσει οξεία κριτική στο εγχείρημα του ενιαίου νομίσματος από το ξεκίνημά του, στη δεκαετία του 1990. Η ιδέα των βέλτιστων νομισματικών ζωνών αναπτύχθηκε για πρώτη φορά στις αρχές της δεκαετίας του 1960 από τον Καναδό Ρόμπερτ Μαντέλ (Robert Mundell), ο οποίος κέρδισε το βραβείο Νόμπελ στα Οικονομικά το 1999 για τις μελέτες του. 
Σύμφωνα με τον Mundell, για να είναι συμφέρουσα η υιοθέτηση ενιαίου νομίσματος σε μια περιοχή, θα πρέπει να πληρούνται μια σειρά προϋποθέσεων: Να υπάρχει υψηλή κινητικότητα των συντελεστών της παραγωγής (του κεφαλαίου και της εργασίας), στις συμμετέχουσες χώρες να επικρατεί συμμετρικότητα των οικονομικών σοκ (δηλαδή να συμπίπτουν οι  ανοδικοί και καθοδικοί κύκλοι business cycles - των οικονομιών τους), να υπάρχουν σημαντικές δημοσιονομικές [διασυνοριακές] μεταβιβάσεις και ομοιογένεια στις συλλογικές προτιμήσεις μεταξύ των πολιτών της περιοχής αυτής (αλληλεγγύη). Από πολλές πλευρές, αυτό που έμελλε να γίνει η ευρωζώνη δεν ανταποκρινόταν στις απαιτήσεις αυτές. Αλλά, όπως συχνά συμβαίνει με τις θεωρητικές προσεγγίσεις, πιθανότατα καμία περιοχή στον κόσμο δεν θα εκπληρώνει ποτέ όλα αυτά τα κριτήρια: Στην πράξη, μια «βέλτιστη νομισματική ζώνη», για αρκετές δεκαετίες, πολύ δύσκολα θα είναι ποτέ κάτι διαφορετικό και κάτι παραπάνω από μια περιοχή που απλά ήδη έχει ένα ενιαίο νόμισμα. 
Παρεμπιπτόντως,  ο ίδιος ο Ρόμπερτ Μαντέλ, ποτέ στην πράξη δεν συμπέρανε από τις θεωρίες του, ότι ένα ενιαίο ευρωπαϊκό νόμισμα είναι αδύνατο ή ανεπιθύμητο. Απροσδόκητα ίσως, υποστήριξε ενεργά το εγχείρημα του ενιαίου νομίσματος με το οποίο έχει ασχοληθεί μόνιμα ήδη από τη δεκαετία του 1970, άν και συχνά επέκρινε τις θέσεις που υποστήριζαν Γερμανοί πολιτικοί κατά την προσπάθεια της δημιουργίας του.
[Νεοφιλελευθερισμός και ανταγωνισμός νομισματικών υποτιμήσεων (monetary dumbing) - Η ξεχασμένη αλλά πολύ επίπονη διαδικασία της νομισματικής ενοποίησης των ΗΠΑ]
Σ' αυτό το πλαίσιο, σύγχυση προκαλεί κάτι που προέρχεται από έναν προοδευτικό οικονομολόγο όπως είναι ο Joseph Stiglitz - και ο οποίος δεν είναι καθόλου μεμονωμένη περίπτωση. Εμφανώς ο Στίγκλιτς δεν κατανοεί ή παρερμηνεύει τα πολιτικά διακυβεύματα του ζητήματος: το ευρώ είναι πρώτα απ' όλα ένας τρόπος για ρήξη με τη νεοφιλελεύθερη προσέγγιση της Ευρώπης ως αγοράς. Μάλιστα, σύμφωνα με την νεοφιλελέυθερη προσέγγιση, μια ενιαία αγορά έχει ως χαρακτηριστικό γνώρισμα όχι μόνο την πίεση για φορολογική ισοπέδωση προς τα κάτω (dumbing) και για κοινωνική ισοπέδωση προς τα κάτω - που παραμένουν ζητήματα επίμονα προβληματικά σήμερα - αλλά και από νομισματικό dumbing. Μια προσπάθεια που είχε γίνει προηγουμένως για να περιοριστεί αυτό το πρόβλημα, ήταν η δημιουργία ενός μηχανισμού σταθερών αλλά επιδεκτικών προσαρμογής συναλλαγματικών ισοτιμιών μεταξύ των παλιών εθνικών νομισμάτων του δυτικοευρωπαϊκού χώρου, αλλά ο μηχανισμός αυτός ποτέ δεν λειτούργησε αποτελεσματικά.
Το ευρώ έθεσε ένα τέλος στο νομισματικό dumbing, μεταφέροντας ένα βασικό στοιχείο εθνικής κυριαρχίας από τα μεμονωμένα κράτη-μέλη στην Ευρωπαϊκή Ένωση, πράγμα που επιτρέπει σε τελευταία ανάλυση κάποιες κοινές πολιτικές, νομισματικές και συναλλαγματικές πολιτικές - και όχι μόνο την ιερή και απαραβίαστη πολιτική της ανταγωνιστικότητας. Ο Joseph Stiglitz έχει σαφώς κάθε δίκιο να επισημαίνει ότι οι όροι που θεσπίστηκαν στη φάση του σχεδιασμού του ευρώ μέσω της Συνθήκης του Μάαστριχτ το 1992 και, στη συνέχεια, οι κανόνες που ορίστηκαν όταν δημιουργήθηκε στην πράξη το 1999 ήταν βαθιά ανεπαρκείς και συνέβαλαν στη σοβαρότητα της κρίσης του 2010 (αυτό, εξάλλου, το επισημαίνουμε και εμείς ακούραστα στις Alternatives Economiques εδώ και 25 χρόνια). 
Ωστόσο, οι σημερινοί Αμερικανοί οικονομολόγοι, οι οποίοι αντλούν μεγάλο μέρος του παγκόσμιου κύρους τους από το κυρίαρχο status του δολαρίου, έχουν μια ενοχλητική τάση να ξεχνούν πόσο περίπλοκη διαδικασία ήταν η ίδια η ιστορία της αμερικανικής νομισματικής ενοποίησης: Οι Αμερικανοί χρειάστηκαν 137 χρόνια μετά τη νίκη τους στον Πόλεμο της Ανεξαρτησίας (και στη συνέχεια, χρειάστηκαν επίσης έναν αιματηρό εμφύλιο πόλεμο Βορείων και Νοτίων) για να δημιουργήσουν μια κεντρική τράπεζα, το 1913. Είναι μια ταραχώδης ιστορία που μας την έφερε στη μνήμη μια πρόσφατη και πολύ καλή δημοσίευση της δεξαμενής ιδεών Bruegel, στην οποία συγκρίνεται η «μακροχρόνια, επίπονη, και πολιτικά συγκρουσιακή διαδικασία» (η δημιουργία της νομισματικής και δημοσιονομικής ένωσης στις ΗΠΑ) με την πολύ πιο σύντομη ιστορία του ευρώ.
Το σημαντικότερο είναι το εξής: Ο Joseph Stiglitz υποτιμά σαφώς τη σημασία των αλλαγών που έχουν ήδη γίνει στην αρχιτεκτονική της ευρωζώνης μετά την κρίση του 2010. Εξηγεί, πρώτα απ' όλα, ότι ήταν αναγκαίο να γίνει η Ένωση μια «κοινή τραπεζική ένωση». Ναι, βεβαίως: αυτό ήταν ένα από τα βασικά στοιχεία που έλειπαν από την αρχή και αυτή η έλλειψη έχει προκαλέσει πολλούς μπελάδες, γιατί τροφοδοτεί έναν φαύλο κύκλο που συνδέει τα προβλήματα των τραπεζών και τα προβλήματα των κρατών. Αλλά από τον Νοέμβριο του 2014, αυτή η τραπεζική ένωση έχει ήδη τεθεί σε εφαρμογή, αν και ακόμη δεν έχει υποστεί τη δοκιμασία του πυρός της μάχης και παραμένει εξαιρετικά ατελής. Αυτό που λείπει κυρίως, είναι η κοινή εξασφάλιση των τραπεζικών καταθέσεων, όπως ορθώς επισημαίνει ο κάτοχος του βραβείουτ Νόμπελ Στίγκλιτς .
[Έλειμμα πολιτικού θάρρους στην ΕΕ]
Η τραπεζική ένωση λείπει, μας λέει o Στίγκλιτς, «λείπουν όμως και οι κανόνες για τον περιορισμό των εμπορικών πλεονασμάτων». Και σ' αυτό έχει δίκιο: τα υπερβολικά εμπορικά πλεονάσματα της Γερμανίας είναι ένα από τα κεντρικά προβλήματα που προκαλούν τη δυσλειτουργία της ευρωζώνης. Αλλά τέτοιοι κανόνες έχουν ήδη εισαχθεί με το «Six Pack» του 2011 και σηματοδοτούν ένα σημαντικό βήμα προς τα εμπρός για την ευρωζώνη. Αυτό που εμφανώς απουσιάζει προς το παρόν, είναι αρκετό πολιτικό θάρρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, ώστε να χρησιμοποιήσει αυτούς τους κανόνες και να καταδικάσει δημοσίως αυτά τα γερμανικά πλεονάσματα. 
Επίσης, σύμφωνα με τον Στίγκλιτς, χρειάζονται «ευρωομόλογα ή άλλοι μηχανισμοί που θα καταστήσουν αμοιβαίο το χρέος». Φυσικά έχει δίκιο· ωστόσο ο Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Σταθερότητας, ο οποίος πιθανώς θα αναλάβει 700 δισεκατομμύρια ευρώ δημόσιου χρέους των χωρών-μελών, μαζί και τα 300 δισεκατομμύρια του Σχεδίου Juncker, είναι ευρωομόλογα σε εμβρυακή κατάσταση, αν και για λόγους πολιτικής περίσκεψης δεν ονομάζονται έτσι. Και, πάνω απ' όλα, η πολιτική της ΕΚΤ, η οποία αγοράζει σε μεγάλες ποσότητες δημόσιο χρέος υπό μορφή κρατικών ομολόγων, οδηγεί σε μια πολύ γρήγορη de facto συνένωση των ευρωπαϊκών χρεών στον ισολογισμό της κεντρικής τράπεζας. Αυτό το τελευταίο όμως, στο τέλος, θα θέσει και μερικά πολύ δύσκολα ερωτήματα.
Ένα άλλο στοιχείο που λείπει, μας λέει και πάλι ο Στίγκλιτς, είναι «μια νομισματική πολιτική που θα εστιάζει περισσότερο στην απασχόληση, στην οικονομική ανάπτυξη και στη χρηματοοικονομική σταθερότητα, και όχι μόνον στην καταπολέμηση του πληθωρισμού». Γάλλοι πολιτικοί, τόσο της Δεξιάς όσο και της Αριστεράς, ήδη από το 1970 είχαν προτείνει τη δημιουργία του ευρώ, με στόχο να ανακτηθεί μέρος της νομισματικής κυριαρχίας η οποία είχε χαθεί de facto εξαιτίας της αποδυνάμωσης του γαλλικού φράγκου. Με αυτή την πρόταση, οι Γάλλοι σκόπευαν να σταματήσουν τον μονομερή καθορισμό της ευρωπαϊκής νομισματικής πολιτικής από τη γερμανική ομοσπονδιακή κεντρική τράπεζα (Bundesbank), η οποία στην πράξη νοιαζόταν μόνον για την καταπολέμηση του πληθωρισμού και όχι για την ανάπτυξη και την ανεργία. 
Σε αυτό το πεδίο, ό,τι και να μας λέει ο Joseph Stiglitz, το ευρώ έχει επιτύχει τους στόχους της. Η ΕΚΤ εφαρμόζει σήμερα μια άκρως επεκτατική νομισματική πολιτική και ο ισολογισμός της είναι τώρα μεγαλύτερος από τον ισολογισμό της Federal Reserve (fed) των ΗΠΑ. Μέσα από το ΕΚΤ, οι σφοδρότεροι επικριτές αυτής της πολιτικής ήταν οι εκπρόσωποι της Bundesbank, δύο από τους οποίους παραιτήθηκαν από το διοικητικό της συμβούλιο το 2011.
[Η επεκτατική νομισματική πολιτική της ΕΚΤ την περίοδο 1999-2008 τροφοδότησε κερδοσκοπικές φούσκες στην νότια Ευρώπη - Οι αλλαγές μετά το 2010]
Όμως, ακόμη και πριν από την κρίση του 2010, η κύρια κριτική που θα μπορούσε να ασκηθεί κατά της ΕΚΤ για ό,τι αφορά την περίοδο 1999-2008, ήταν ότι ήδη εφάρμοζε μια πολύ επεκτατική νομισματική πολιτική, η οποία τροφοδοτούσε κερδοσκοπικές φούσκες στην νότια Ευρώπη. Όλες μαζί αυτές οι αλλαγές έστρωσαν το δρόμο που οδήγησε στο χείλος του γκρεμού, ακολουθούσαν την συνταγή «πολύ λίγα, πολύ αργά», και αυτό, εκτός των άλλων, έχει παρατείνει την κρίση στην ευρωζώνη.Ωστόσο, αν στις αρχές του 2010 κάποιος έλεγε στην Άνγκελα Μέρκελ και στον Βόλφγκανγκ Σόιμπλε ότι στα επόμενα πέντε χρόνια θα συγκεντρωθεί ένα κεφάλαιο 700 δισεκατομμυρίων για να βοηθήσει τις χώρες που βρίσκονται σε κρίση, ότι θα συσταθεί μια τραπεζική ένωση και ότι η ΕΚΤ θα αρχίσει να επαναγοράζει ιδιωτικά και δημόσια χρεόγραφα σε μεγάλη κλίμακα, δεν ξέρω αν αυτοί οι δύο θα έσκαζαν στα γέλια ή από θυμό. Πάντως, εκείνη την εποχή, ήταν σίγουρα πεπεισμένοι ότι τίποτε από αυτά δεν θα συμβεί στη διάρκεια της ζωής τους. 
Στην πράξη, η λεγόμενη ρήτρα μή διάσωσης (no-bailout clause), η οποία ήταν ένα κεντρικό στοιχείο της Συνθήκης του Μάαστριχτ και απαγόρευσε κάθε αλληλεγγύη προς χώρες που έχουν δημοσιονομικές δυσκολίες, πετάχτηκε στα σκουπίδια. Ωστόσο, ο Joseph Stiglitz δικαίως υπογραμμίζει ότι απουσιάζουν επίμονα οι πολιτικές για τη βιομηχανία, για να μην αναφέρουμε ότι οι δημοσιονομικές πολιτικές εξακολουθούν να είναι περιοριστικές ως προς τον δομικό προσανατολισμό τους. Αυτή είναι η ουσία των προβλημάτων που εξακολουθούν να εμποδίζουν την οικονομία της ευρωζώνης να εισέλθει σε μια φάση βιώσιμης ανάκαμψης. Και είναι πολύ δύσκολο να παρακάμψουμε πολιτικά αυτή την ουσία. 
Όσον αφορά το γαλλικό σχέδιο, είναι ιδιαίτερα λυπηρό το γεγονός ότι τα πέντε χρόνια προεδρίας του Φρανσουά Ολάντ, σε μεγάλο βαθμό, πέρασαν χωρίς αποτέλεσμα επί του συγκεκριμένου θέματος. Προφανώς η επιτυχία δεν ήταν καθόλου εγγυημένη, όμως ο Ολάντ ούτε καν προσπάθησε να αλλάξει τα στοιχειώδη.
Παρόλα αυτά, τα περισσότερα σφάλματα του νομπελίστα οικονομολόγου βρίσκονται στα συμπεράσματά του, τα οποία συνάγει από αυτές τις ανεπάρκειες στην ΕΕ και από αυτές τις επίμονες πολιτικές προκλήσεις των καιρών. Σύμφωνα με τον Στίγκλιτς, με δεδομένη την αδυναμία των Ευρωπαίων να κάνουν προόδους με αρκετά ταχύ ρυθμό στα θέματα αυτά, θα ήταν καλύτερα να διερευνηθεί μια «ομαλή έξοδος από το ευρώ και ενδεχομένως η μετάβαση σε ένα σύστημα ευέλικτου ευρώ». Στο κάτω-κάτω, κατά την άποψή του, «ένα τέλος του ενιαίου νομίσματος δεν θα είναι και το τέλος του ευρωπαϊκού σχεδίου» Ένα τέτοιο στοίχημα είναι άκρως επικίνδυνο.
[Δύσκολα ερωτήματα - Η Ελλάδα έφθασε στο χείλος, είδε το βάραθρο και οπισθοχώρησε]
Κατ' αρχάς, δεν είναι καθόλου σαφές πώς μια έξοδος από το ευρώ θα βοηθήσει οποιαδήποτε χώρα της ζώνης. Το κάθε κράτος που θα εγκαταλείψει το ευρώ θα δεί αμέσως το επιτόκιο με το οποίο δανείζεται να κάνει απότομο άλμα προς τα επάνω. Και αμέσως θα έχει να αντιμετωπίσει το δύσκολο ζήτημα, τι θα κάνει με τις παλιές, ήδη συσσωρευμένες οφειλές του προς τον υπόλοιπο κόσμο. Αν το κράτος συνεχίσει να αποτιμά το χρέος του σε ευρώ, παρά την υποτίμηση του νέου του εθνικού νομίσματος, το βάρος αυτών των οφειλών θα γίνει ακόμη βαρύτερο από ό,τι ήταν πριν. Άν αποφασίσει να απαλλαγεί από αυτά τα χρέη μονομερώς, τουλάχιστον εν μέρει, θα πρέπει να ξεχάσει κάθε δανεισμό από τις διεθνείς αγορές για πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα. 
Σε κάθε περίπτωση, είναι βέβαιο ότι το κράτος αυτό θα εξαναναγκαστεί να υπομένει, και μάλιστα για πολλά χρόνια, μια λιτότητα που δεν θα επιδέχεται σύγκριση με αυτή που επιβλήθηκε (ανόητα) από την τρόικα σε χώρες της ευρωζώνης. Ακόμη και η Ελλάδα, η χώρα της ευρωζώνης η οποία, σε περίπτωση που εγκατέλειπε το ευρώ, αναμφίβολα θα έχανε τα λιγότερα συγκριτικά με άλλες χώρες, οπισθοχώρησε όταν έφθασε στο χείλος και είδε σε τι βάραθρο οδηγεί αυτός ο πειρασμός. Και αυτή την οπισθοχώρηση δεν την επέβαλαν στη χώρα οι ελληνικές κοινωνικές και οικονομικές ελίτ, αλλά η ασφυκτική πίεση από την ελληνική κοινή γνώμη: Αυτοί που τους συμβουλεύουν να κάνουν το άλμα δεν είναι αυτοί που θα το πληρώσουν· οι συνήθεις άνθρωποι που κυκλοφορούν στους δρόμους της Αθήνας προτιμούν να έχουν ευρώ στην τσέπη τους και όχι δραχμές, ανεξάρτητα από το τι λέει ο Τζόζεφ Στίγκλιτς, ο οποίος δεν έχει καμμια ανάγκη να ανησυχεί για την ισχύ των δολαρίων του. 
Όσο για την ιδέα μιας ομαλής εξόδου από το ευρώ, η οποία, υποτίθεται, δεν υπονομεύει την ευρωπαϊκή οικοδόμηση - ωραία, αυτό έχει τη γεύση του πιο ευφάνταστου μυθιστορήματος επιστημονικής φαντασίας. Αν επρόκειτο να εγκαταλείψουν το ευρώ κάποιες χώρες, το πρώτο έξυπνο πράγμα που έπρεπε να κάνουν θα ήταν προφανώς να ανακτήσουν την «ανταγωνιστικότητά» τους έναντι των γειτόνων τους. Δηλαδή, «να κόψουν δρόμο» πριν προλάβουν να το κάνουν πρώτοι οι γείτονές τους: να αρπάξουν αυτοί το μερίδιο της εξαγωγικής αγοράς των γειτόνων τους και να δώσουν κίνητρα στις επιχειρήσεις τους να περάσουν τα σύνορα, μέσω του πιο χαμηλού κόστους της εργασίας που θα επιφέρει η υποτίμηση του νέου νομίσματος έναντι του παλιού ευρώ. Και όλα αυτά θα συμβαίνουν την ώρα που θα μειώνεται η δική τους εγχώρια κατανάλωση εξαιτίας της απώλειας αγοραστικής δύναμης που θα προκαλέσει αυτή η υποτίμηση. Με άλλα λόγια, μια τέτοια διαδικασία που επιχειρεί να κάνει πιο φτωχές, μέχρι εξαντλήσεως, τις γειτονικές χώρες [«beggar-thy-neighbour» - κατά τον Άνταμ Σμιθ] το μόνο που μπορεί να καταφέρει σε κάθε περίπτωση, είναι να εντείνει τον οικονομικό πόλεμο όλων εναντίον όλων στο εσωτερικό της Ένωσης.
Στην πραγματικότητα, δεν υπάρχει άλλη έξοδος από το ευρώ, παρά μόνον αυτή που προωθεί η Marine Le Pen, ως τρόπο για να τεθεί υπό αμφισβήτηση η ίδια η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση. Είναι μια έξοδος που θα βυθίσει την ήπειρο πίσω στα δεινά του παρελθόντος της. Σε πείσμα όλων αυτών των αισιόδοξων πνευμάτων, που, όπως ο Joseph Stiglitz, θέλουν να τους σπρώξουν προς αυτή την κατεύθυνση, οι λαοί της Ευρώπης δεν κάνουν λάθος: παρά την δυσαρέσκεια που εύλογα μπορεί να έχουν έναντι του ευρώ, σε καμμιά χώρα δεν είναι πρόθυμοι να κάνουν το μεγάλο άλμα. Ακόμη και η Μαρίν ΛεΠεν θα έπρεπε να αρχίσει να βάζει νερό στο κρασί της για το θέμα της εξόδου από το ευρώ, γιατί αυτή η προοπτική κάνει τους Γάλλους ψηφοφόρους να ανησυχούν έντονα - και δικαίως.
[Θεωρητικές οικονομικές αναλύσεις που παραβλέπουν το ιστορικό, κοινωνικό και πολιτικό πλαίσιο είναι ανεφάρμοστες]
Το εγχείρημα του κοινού νομίσματος είναι δύσκολο και η πρόοδος ήταν και είναι πολύ αργή. Παρόλα αυτά, από τη στιγμή που ξεκίνησε και αποτελεί δέσμευση, η Ευρώπη δεν έχει καμία άλλη εναλλακτική λύση παρά μόνον, σταδιακά, να κλείσει τα κενά και τα ρήγματα στους υφάλους και να επισκευάσει τα δομικά σφάλματα και ανεπάρκειες της νομισματικής ένωσης. Τα λοιπά είναι απλώς λογοτεχνία, έστω και αν είναι λογοτεχνία υψηλής ποιότητας από την άποψη της οικονομικής θεωρίας, όπως αυτή που γράφει ο Joseph Stiglitz. Άν και το ενδιαφέρον του για την Ευρώπη είναι συγκινητικό, ο τρόπος που προσεγγίζει το ζήτημα δείχνει ανάγλυφα το εξής: σε θέματα στα οποία το ιστορικό, κοινωνικό και πολιτικό πλαίσιο διαδραματίζει καθοριστικό ρόλο, όλες αυτές οι υπερβολικά καθαρά θεωρητικές προσεγγίσεις είναι, σε τελευταία ανάλυση, περιορισμένης αξίας.
Μπορούμε όμως πραγματικά να τον κατηγορήσουμε, ρίχνοντας όλο το σφάλμα στον Στίγκλιτς; Κάθε Ευρωπαίος που ξεκινά να γράψει ένα βιβλίο για το τι θα πρέπει να κάνουν οι Αμερικανοί, προκειμένου να περιοριστούν οι ανισότητες στις Ηνωμένες Πολιτείες και να γεφυρωθεί το αυξανόμενο χάσμα μεταξύ Ρεπουμπλικάνων και Δημοκρατικών, μεταξύ λευκών και μαύρων, ή μεταξύ των νοτιοανατολικών και νοτιο-κεντρικών συντηρητικών - προτεσταντικών Πολιτειών (states of the Bible Belt) αφενός και των Πολιτειών κατά μήκος των ακτών του Ατλαντικού και Ειρηνικού αφετέρου, σίγουρα θα πέσει και αυτός εντελώς έξω.
[Οι μεσότιτλοι προστέθηκαν στον ιστότοπο Μετά την Κρίση]
http://www.alternatives-economiques.fr/Ο Guillaume Duval is αρχισυντάκτης του γαλλικού οικονομικού περιοδικού Αlternatives Economiques

Βιβλία του Γκυγιώμ Ντυβάλ
  
  
    
  
  
  
   
      

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Δημοφιλείς αναρτήσεις 2013 - 2022

Το δημοκρατικό αίτημα των καιρών: Το δίκιο των νέων γενεών και των γενεών που έρχονται

Το δημοκρατικό αίτημα των καιρών: Το δίκιο των νέων γενεών και των γενεών που έρχονται
Χρίστος Αλεξόπουλος: Κλιματική κρίση και κοινωνική συνοχή

ΕΠΙΛΟΓΕΣ:
Αντρέϊ Αρσένιεβιτς Ταρκόφσκι

ΕΠΙΛΟΓΕΣ:<br>Αντρέϊ Αρσένιεβιτς Ταρκόφσκι
Πως η αγάπη επουλώνει τη φθορά του κόσμου

Danilo Kiš:

Danilo Kiš:
Συμβουλές σε νεαρούς συγγραφείς, και όχι μόνον

Predrag Matvejević:

Predrag Matvejević:
Ο Ρωσο-Κροάτης ανιχνευτής και λάτρης του Μεσογειακού κόσμου

Azra Nuhefendić

Azra Nuhefendić
Η δημοσιογράφος με τις πολλές διεθνείς διακρίσεις, γράφει για την οριακή, γειτονική Ευρώπη

Μάης του '36, Τάσος Τούσης

Μάης του '36, Τάσος Τούσης
Ο σκληρός Μεσοπόλεμος: η εποχή δοσμένη μέσα από τη ζωή ενός ανθρώπου - συμβόλου

Ετικέτες

«Γενιά του '30» «Μακεδονικό» 1968 1989 αειφορία Ανδρέας Παπανδρέου αντιπροσωπευτική δημοκρατία Αριστοτέλης Αρχιτεκτονική Αυστρομαρξισμός Βαλκανική Βαρουφάκης βιοποικιλότητα Βρετανία Γαλλία Γερμανία Γκράμσι Διακινδύνευση Έθνος και ΕΕ Εκπαίδευση Ελεφάντης Ενέργεια Επισφάλεια ηγεμονία ΗΠΑ Ήπειρος Θ. Αγγελόπουλος Θεοδωράκης Θεσσαλονίκη Θεωρία Συστημάτων Ιβάν Κράστεφ ιστορία Ιταλία Καντ Καρλ Σμιτ Καταναλωτισμός Κεντρική Ευρώπη Κέϋνς Κίνα Κλιματική αλλαγή Κοινοτισμός κοινωνική ανισότητα Κορνήλιος Καστοριάδης Κοσμάς Ψυχοπαίδης Κράτος Πρόνοιας Κώστας Καραμανλής Λιάκος Α. Λογοτεχνία Μάνεσης Μάξ Βέμπερ Μάρξ Μαρωνίτης Μέλισσες Μέσα «κοινωνικής» δικτύωσης Μέσα Ενημέρωσης Μεσόγειος Μεταπολίτευση Μιχ. Παπαγιαννάκης Μουσική Μπερλινγκουέρ Νεοφιλελευθερισμός Νίκος Πουλαντζάς Νίτσε Ο τόπος Οικολογία Ουκρανία Π. Κονδύλης Παγκοσμιοποίηση Παιδεία Πράσινοι Ρήγας Ρίτσος Ρωσία Σεφέρης Σημίτης Σολωμός Σοσιαλδημοκρατία Σχολή Φραγκφούρτης Ταρκόφσκι Τουρκία Τραμπ Τροβαδούροι Τσακαλώτος Τσίπρας Φιλελευθερισμός Φιλοσοφία Χαλκιδική Χέγκελ Χριστιανισμός Acemoglu/Robinson Adorno Albrecht von Lucke André Gorz Axel Honneth Azra Nuhefendić Balibar Brexit Carl Schmitt Chomsky Christopher Lasch Claus Offe Colin Crouch Elmar Altvater Ernst Bloch Ernst-W. Böckenförde Franklin Roosevelt Habermas Hannah Arendt Heidegger Jan-Werner Müller Jeremy Corbyn Laclau Le Corbusier Louis Althusser Marc Mazower Matvejević Michel Foucault Miroslav Krleža Mudde Otto Bauer PRAXIS International Ruskin Sandel Michael Strauss Leo Streeck T. S. Eliot Timothy Snyder Tolkien Ulrich Beck Wallerstein Walter Benjamin Wolfgang Münchau Zygmunt Bauman

Song for the Unification (Zbigniew Preisner -
Elzbieta Towarnicka - Kr. Kieślowski) - youtube

Song for the Unification (Zbigniew Preisner - <br>Elzbieta Towarnicka - Kr. Kieślowski) - youtube
Ἐὰν ταῖς γλώσσαις τῶν ἀνθρώπων λαλῶ καὶ τῶν ἀγγέλων,
ἀγάπην δὲ μὴ ἔχω, γέγονα χαλκὸς ἠχῶν ἢ κύμβαλον ἀλαλάζον...
Ἡ ἀγάπη ...πάντα στέγει, πάντα πιστεύει, πάντα ἐλπίζει, πάντα ὑπομένει...
Νυνὶ δὲ μένει πίστις, ἐλπίς, ἀγάπη, τὰ τρία ταῦτα·
μείζων δὲ τούτων ἡ ἀγάπη (προς Κορινθ. Α΄ 13)

Zygmunt Bauman: «Ρευστές ζωές, ρευστός κόσμος, ρευστή αγάπη»

Zygmunt Bauman: «Ρευστές ζωές, ρευστός κόσμος, ρευστή αγάπη»
«Είμαι βραχυπρόθεσμα απαισιόδοξος αλλά μακροπρόθεσμα αισιόδοξος»

Μουσείο Γουλανδρή Φυσικής Ιστορίας

Μουσείο Γουλανδρή Φυσικής Ιστορίας
«Χριστούγεννα με τον Κοκκινολαίμη – Το Αηδόνι του Χειμώνα»

Ψηλά στην Πίνδο, στο Περτούλι

Ψηλά στην Πίνδο, στο Περτούλι