Α. Μιλά η βελγίδα πολιτική επιστήμονας, θεωρητικός του λαϊκισμού, Σαντάλ Μουφ (συνέντευξη στη γαλλική εφημερίδα Libération: «Κίτρινα γιλέκα - αντίδραση στην έκρηξη των ανισοτήτων μεταξύ των υπερπλούσιων και των μεσαίων τάξεων», αγγλική μετάφραση Verso).
Σαφώς βρισκόμαστε μπροστά σε μια «λαϊκιστική κατάσταση». Με αυτό εννοώ την δημιουργία ενός πολιτικού διαχωρισμού ανάμεσα σε «εκείνους που βρίσκονται κάτω», του «εμείς», του λαού αφενός, και αφετέρου εκείνους που βρίσκονται επάνω», της «κάστας» αφετέρου. Την κατάσταση αυτή την δημιουργεί η ανάδυση μιας σειράς αντιστάσεων εναντίον των 30 χρόνων ηγεμονίας του νεοφιλελευθερισμού ο οποίος εγκαθίδρυσε ένα είδος μετα-δημοκρατίας. Χαρακτηριστικά αυτής της μετα-δημοκρατικής εποχής είναι μια κρίση πολιτικής αντιπροσώπευσης και μια κρίση του νεοφιλελεύθερου οικονομικού συστήματος. Πρωτίστως, οι πολίτες αισθάνονται ότι δεν τους προσφέρονται πραγματικές πολιτικές εναλλακτικές λύσεις για να επιλέξουν, δεν βλέπουν πια διαφορές μεταξύ κεντρο-δεξιάς και κεντρο-αριστεράς. Αμφιβάλλουν άν έχει νόημα να ψηφίζουν. Αυτό είναι ένα βαθύ ρεύμα κοινό σε όλη τη Δυτική Ευρώπη. Είναι αυτό που αποκαλώ «ψευδαίσθηση συναίνεσης». Οι άνθρωποι αισθάνονται εγκαταλλειμένοι, θέλουν να ακούγεται η φωνή τους [...] Είναι μια αντίδραση στην «ολιγαρχική μεταλλαγή» της κοινωνίας, χαρακτηριστικό της οποίας είναι η έκρηξη των ανισοτήτων μεταξύ μιας ομάδας υπερπλούσιων και της μεσαίας κοινωνικής τάξης [...]
Αυτό το κίνημα δεν μπορεί να προσφέρει λύση μακροπρόθεσμη, εάν δεν μεταμορφωθεί σε βάθος. Σε κάθε περίπτωση, ο Εμμανουέλ Μακρόν αποσκοπεί στην ενίσχυση των νεοφιλελεύθερων πολιτικών που οδήγησαν εδώ. Πιστεύει ότι το πρόβλημα της Γαλλίας είναι ότι οι μεταρρυθμίσεις αυτές δεν προχώρησαν αρκετά, ιδίως ο περιορισμός του κράτους πρόνοιας στα πρότυπα της πολιτικής του «τρίτου δρόμου» που εφάρμοσε στην Αγγλία ο Τόνυ Μπλερ. Ο Μακρόν είναι το ανώτατο στάδιο αυτής της μετα-πολιτικής [...]