1. Το
2012 ήταν χρονιά στην οποία ο πολιτικός
λόγος περίσσεψε: Έτος προεκλογικό με
διπλές εκλογές (Μάιος και Ιούνιος) και
έτος μετεκλογικό, μέσα σε συνθήκες
σκληρής δοκιμασίας για όλες τις πολιτικές
δυνάμεις, προπάντων όμως για τη μεγάλη
πλειοψηφία της κοινωνίας. Ωστόσο, παρά
την περίσσεια πολιτικού λόγου, μερικές
αλήθειες για την κρίση, χρήσιμες για
την αναζήτηση εξόδου, αποσιωπήθηκαν ή
ψιθυρίστηκαν με μισόλογα.
Όλα τα κόμματα, τόσο αυτά που σήμερα κυβερνούν, όσο και αυτά που αντιπολιτεύονται, υποσχέθηκαν λύσεις, όμως κανένα δεν παραδέχθηκε με ειλικρίνεια, ότι επί πολλές δεκαετίες, στην Ελλάδα φτιαχνόταν ένα αποτυχημένο κράτος και ταυτόχρονα μια αποτυχημένη κοινωνία και οικονομία. Δεν θέλησαν να ομολογήσουν ότι ευνοημένες και υπερκινητικές μειοψηφίες πολιτών μετέτρεπαν τα Δημόσια αγαθά σε ιδιωτικά με ποικίλους τρόπους, νομιμοφανείς ή όχι, από την φοροδιαφυγή μέχρι την κομματική πελατειακή εξυπηρέτηση. Σ' αυτή τη χρονιά, μέσα σε τόσο σκληρές συνθήκες κρίσης και με τόσο πολλή πολιτική, απέφυγαν να εξηγήσουν πώς διαχειρίστηκαν οι εκάστοτε κυβερνώντες τις δεκαετίες του 2000, του 1990, του 1980. Αυτά δεν ξεχνιούνται. Ήταν οι δεκαετίες, που οι εκάστοτε κυβερνώντες τις αποκαλούσαν χρόνια “επανίδρυσης του κράτους” (Κ. Καραμανλής) ή “ισχυρής Ελλάδας” (Κ. Σημίτης), χρόνια “αλλαγής” ή “κάθαρσης” (οι προηγούμενοι). Έμειναν όμως ανομολόγητα τα βασικά χαρακτηριστικά όλης εκείνης της περιόδου, ανεξάρτητα από το πράσινο ή γαλάζιο “χρώμα” της κυβέρνησης: Ότι το κράτος δανειζόταν από τις αγορές χωρίς όρια ή έκανε κατάχρηση των Κοινοτικών πόρων, για να χαρίζει σε ευνοούμενες μειοψηφίες που συστηματικά φοροδιαφεύγουν, κατανάλωση και περιουσίες. Τη στιγμή που η παραγωγική ικανότητα της χώρας λιγόστευε, οι κυβερνώντες δεν έκαναν κάτι για να τη βελτιώσουν. Oι πολιτικές δυνάμεις αποσιώπησαν - ή μόνον ψιθύρισαν με μισόλογα - μια βασική αλήθεια: Ότι η Ελλάδα ως όλον δεν είναι φτωχή χώρα, ότι το Δημόσιο χρέος που φορτώνεται δυσανάλογα βαριά στους αδύναμους πολίτες, έχει ως άλλη πλευρά του νομίσματος τον συσσωρευμένο ιδιωτικό πλούτο μιας μειοψηφίας.
Όλα τα κόμματα, τόσο αυτά που σήμερα κυβερνούν, όσο και αυτά που αντιπολιτεύονται, υποσχέθηκαν λύσεις, όμως κανένα δεν παραδέχθηκε με ειλικρίνεια, ότι επί πολλές δεκαετίες, στην Ελλάδα φτιαχνόταν ένα αποτυχημένο κράτος και ταυτόχρονα μια αποτυχημένη κοινωνία και οικονομία. Δεν θέλησαν να ομολογήσουν ότι ευνοημένες και υπερκινητικές μειοψηφίες πολιτών μετέτρεπαν τα Δημόσια αγαθά σε ιδιωτικά με ποικίλους τρόπους, νομιμοφανείς ή όχι, από την φοροδιαφυγή μέχρι την κομματική πελατειακή εξυπηρέτηση. Σ' αυτή τη χρονιά, μέσα σε τόσο σκληρές συνθήκες κρίσης και με τόσο πολλή πολιτική, απέφυγαν να εξηγήσουν πώς διαχειρίστηκαν οι εκάστοτε κυβερνώντες τις δεκαετίες του 2000, του 1990, του 1980. Αυτά δεν ξεχνιούνται. Ήταν οι δεκαετίες, που οι εκάστοτε κυβερνώντες τις αποκαλούσαν χρόνια “επανίδρυσης του κράτους” (Κ. Καραμανλής) ή “ισχυρής Ελλάδας” (Κ. Σημίτης), χρόνια “αλλαγής” ή “κάθαρσης” (οι προηγούμενοι). Έμειναν όμως ανομολόγητα τα βασικά χαρακτηριστικά όλης εκείνης της περιόδου, ανεξάρτητα από το πράσινο ή γαλάζιο “χρώμα” της κυβέρνησης: Ότι το κράτος δανειζόταν από τις αγορές χωρίς όρια ή έκανε κατάχρηση των Κοινοτικών πόρων, για να χαρίζει σε ευνοούμενες μειοψηφίες που συστηματικά φοροδιαφεύγουν, κατανάλωση και περιουσίες. Τη στιγμή που η παραγωγική ικανότητα της χώρας λιγόστευε, οι κυβερνώντες δεν έκαναν κάτι για να τη βελτιώσουν. Oι πολιτικές δυνάμεις αποσιώπησαν - ή μόνον ψιθύρισαν με μισόλογα - μια βασική αλήθεια: Ότι η Ελλάδα ως όλον δεν είναι φτωχή χώρα, ότι το Δημόσιο χρέος που φορτώνεται δυσανάλογα βαριά στους αδύναμους πολίτες, έχει ως άλλη πλευρά του νομίσματος τον συσσωρευμένο ιδιωτικό πλούτο μιας μειοψηφίας.
Μετά
την οικονομική κρίση του 2008 που άρχισε
στις ΗΠΑ, το δανεικό χρήμα σταμάτησε
απότομα. Η “φούσκα” στην Ελλάδα
όπως και αλλού στον Ευρωπαϊκό Νότο,
έπαψε να τροφοδοτείται με αέρα και
ξεφούσκωσε. Η κρίση είναι συνολική
Ευρωπαϊκή, παίρνει διαφορετικές μορφές
από χώρα σε χώρα, αλλά η Ελλάδα είναι η
πιο βαριά “άρρωστη” χώρα στην “άρρωστη” Ευρώπη.
Κατά βάθος, πίσω από την οικονομική
αποτυχία της Ελληνικής πολιτικής και
της κοινωνίας, κρύβεται η αποτυχία να
επιλέγουν ή να διατηρούν αξίες, θεσμούς
αξιοκρατικούς, να εκτιμούν την λογική,
να φέρονται με ευθύνη για το σύνολο και
τις επόμενες γενιές. Εγωισμός χωρίς
όρια και συνενοχή, ήταν αυτά που ένωναν
όσους αποφάσιζαν, με όσους επωφελήθηκαν
αυτές τις δεκαετίες.
2. Είναι
ευνόητο γιατί υπεκφεύγουν τα 2 πρώην
μεγάλα κόμματα, που κυβέρνησαν εναλλάξ
ως άσπονδοι εχθροί επί τρείς δεκαετίες,
και τώρα συνεργάζονται. Είναι οι υπεύθυνοι
κατασκευαστές του αποτυχημένου κράτους.
Επίσης έκαναν πολύ μεγάλα λάθη στην
διαχείριση της κρίσης, εδώ και 3 χρόνια.
Και συνεχίζουν να κάνουν. Είναι ασταθή, νευρικά, μέσα σε λίγο χρονικό
διάστημα έχασαν το έδαφος κάτω από τα
πόδια τους. Συρρικνώθηκαν ως προς την
εκλογική απήχησή τους. Για να λογαριαστούν
με το παρελθόν, αν καταφέρουν κάποτε να
λογαριαστούν, θα χρειαστούν χρόνο.
3.
Στον χώρο της αριστεράς με την ευρεία
έννοια, συνέβησαν εξίσου μεγάλες
μετατοπίσεις. Το ΚΚΕ έμεινε συνεπές
στις βασικές του παραδοχές, αλλά
αυτοαποκλείστηκε από την πρακτική
πολιτική. Ο ΣΥΡΙΖΑ κυριάρχησε και
εκτοξεύτηκε σε ποσοστά ψήφων που αριστερό
κόμμα είχε να πάρει από τη δεκαετία του
1950. Η ΔΗΜΑΡ έγινε κυβερνητικό κόμμα.
Μόνον το Πράσινο πολιτικό σχήμα δεν
κατάφερε να εκπροσωπηθεί στη Βουλή,
ακολουθώντας και πάλι την μόνιμη αδυναμία
αυτών των κομμάτων στη Νότια Μεσογειακή
Ευρώπη, από την Πορτογαλία και Ισπανία
μέχρι την Ιταλία και Ελλάδα, να κερδίσουν
εκλογικά ένα υπολογίσιμο μέρος της
κοινωνίας .
Αλλά
σ' αυτή τη χρονιά της πολιτικής, ακόμη
και στην αριστερά αγάπησαν πολύ τις
αποσιωπήσεις και τα μισόλογα: Πολλοί
νομίζουν ότι όλο το “κακό” άρχισε μόλις
το 2010, με το πρώτο Μνημόνιο. Δεν θέλησαν
να εξηγήσουν πώς και γιατί φθάσαμε εκεί.
Αποφεύγουν να πουν με συγκεκριμένο
τρόπο τι πρέπει ν' αλλάξει στο κράτος,
ποιες προτεραιότητες να δοθούν στην
οικονομία. Απέφυγαν να παραδεχτούν ότι
“το χάσμα μεταξύ των δημόσιων εσόδων και των δαπανών είχε ξεπεράσει κάθε αποδεκτό μέτρο, ότι η Δημόσια Διοίκηση είναι κατακερματισμένη και αναποτελεσματική, ότι οι αυτοεξυπηρετήσεις των καλά οργανωμένων ομάδων συμφερόντων πρέπει να καταπολεμηθούν, όπως και τα πολυάριθμα μονοπώλια και καρτέλ”.*Δεν έγινε λόγος για την παραγωγικότητα,
“που πρέπει επειγόντως να αυξηθεί, προκειμένου να μειωθεί το τρομακτικό εμπορικό έλλειμμα και το έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών”.Ακόμη και ο λόγος που εκφέρεται από αριστερές δυνάμεις, μερικές φορές θυμίζει έντονα 1980 και όσα ακολούθησαν. Κλείνουν το μάτι σε πολλούς από αυτούς, που έξω από κάθε έννοια ισοπολιτείας, επωφελήθηκαν από το πελατειακό κράτος, κέρδισαν από την φούσκα των δεκαετιών 1990 και 2000, και και τώρα ελπίζουν να διατηρήσουν την δυσανάλογη ευμάρειά τους.
Η
άλλη όψη της αριστερής προγραμματικής
ανεπάρκειας είναι η ανεπάρκεια πολιτικού
προσωπικού. Η σημερινή Βουλή, ως σύνθεση
προσώπων, είναι μάλλον η χειρότερη μετά
το 1974. Το πρόβλημα αφορά βέβαια όλα τα
κόμματα, δεξιά, κεντρώα και αριστερά.
Ωστόσο η εικόνα παιδικής χαράς που προσφέρουν αριστερά κόμματα, τόσο στο
προγραμματικό-πολιτικό μέρος, όσο και
στη σύνθεση από πρόσωπα, είναι ιδιαίτερα
απογοητευτική.
Ο
ασαφής και αντιφατικός λόγος που
εκπέμπουν εδώ και 3 - 4 χρόνια οι δυνάμεις
της αριστεράς, δεν βοήθησε το ταλαιπωρημένο
και αγανακτισμένο μέρος της κοινωνίας
να ξεκαθαρίσει τι συμβαίνει, να βάλει
στόχους σαφείς και επιτεύξιμους. Βλέπουμε
να εμφανίζονται εκδηλώσεις παρακμής,
που θυμίζουν Μεσοπόλεμο. Η
δημοτικότητα της ακροδεξιάς είναι μόνον
το πιο κραυγαλέο σύμπτωμα.
“Το παλιό πεθαίνει, αλλά το καινούργιο δυσκολεύεται να γεννηθεί. Βρισκόμαστε στην εποχή των τεράτων” (Αντόνιο Γκράμσι).
4. Το
μεγάλο πολιτικό πλεονέκτημα που είχε
η αριστερά, κυρίως ο ΣΥΡΙΖΑ αλλά όχι
μόνο αυτός, ήταν το εξής: Σχετικά έγκαιρα
διατύπωσαν τη θέση ότι η κρίση είναι
Ευρωπαϊκή, και όχι μόνον Ελληνική (ούτε
μόνον του Ευρωπαϊκού Νότου). Είπαν
επίσης από την αρχή, και έμειναν σταθεροί
σ' αυτό, κάτι βασικό. Ότι το “φάρμακο” που δόθηκε και παρέχεται ακόμη και
σήμερα στην Ελλάδα, και σ' όλη την
“άρρωστη” Νότια Ευρώπη, δεν είναι
αποτελεσματικό, αλλά τοξικό. Πρέπει ν'
αλλάξει, αλλά ν' αλλάξει σ' όλη την Ευρώπη.
Μόνον έτσι μπορεί ν' αλλάξει. Όχι σε μια
μεμονωμένη χώρα, όπως η Ελλάδα. Αλλά πώς
θα γίνει αυτό; Ποιοί και πώς θα
συνεργαστούν στην Ευρώπη, ώστε να έχουν
τη δύναμη να το αλλάξουν; Σ' αυτό υπήρξε
πλήρης σύγχυση. Η συνύπαρξη προγραμματικά
ασύμβατων θέσεων και πολιτικών στόχων
μέσα στον ΣΥΡΙΖΑ κατέστησε αδύνατο
μέχρι τώρα αυτό το ξεκαθάρισμα. Δεν
είναι δυνατόν ν' αναζητάς μια άλλη
πολιτική για όλη την Ευρώπη, ως προϋπόθεση
για έξοδο της Ελλάδας από το σπιράλ της
κρίσης, ενώ ταυτόχρονα δυνάμεις του
κόμματός σου βλέπουν ως λύση την αποκοπή
του “Ελληνικού βαγονιού” από το
Ευρωπαϊκό τρένο. Δεν είναι δυνατόν να
επιμένεις ότι “το Ευρώ είναι το εθνικό
μας νόμισμα” (ο Α. Τσίπρας είναι ο
μόνος πολιτικός αρχηγός που το έχει
διατυπώσει τόσο κατηγορηματικά), ενώ
μερίδα του κόμματος πιστεύει ότι το
Ευρώ ήταν η καταστροφή της χώρας. Όποιος
προσπαθεί να συνδυάσει αυτά τα δύο,
παραβιάζει την απλή λογική.
5. Τι γίνεται εκτός Ελλάδας; Αυτοί που διαχειρίστηκαν μετά το 2008 την Ευρωζώνη, είχαν χάσει τον έλεγχο της κατάστασης. Κάθε μέτρο που έπαιρναν, αποδεικνυόταν σύντομα λανθασμένο, πολύ ανεπαρκές, κακοφτιαγμένο ή απλό σπρώξιμο χρόνου και αναβολή των απαραίτητων αποφάσεων. Προκαλούσε αντίθετα αποτελέσματα από αυτά που επιδιώκουν. 'Έτσι δεν έγινε μόνον με την Ελλάδα, αλλά στη συνέχεια με την Πορτογαλία, Ιρλανδία και Ισπανία. Αρχές καλοκαιριού του 2012, όταν γινόταν στην Ελλάδα οι διπλές εκλογές, όλος ο Ευρωπαϊκός Νότος και μαζί το κοινό νόμισμα, έμοιαζε να βρίσκεται στην κόψη του ξυραφιού.
5. Τι γίνεται εκτός Ελλάδας; Αυτοί που διαχειρίστηκαν μετά το 2008 την Ευρωζώνη, είχαν χάσει τον έλεγχο της κατάστασης. Κάθε μέτρο που έπαιρναν, αποδεικνυόταν σύντομα λανθασμένο, πολύ ανεπαρκές, κακοφτιαγμένο ή απλό σπρώξιμο χρόνου και αναβολή των απαραίτητων αποφάσεων. Προκαλούσε αντίθετα αποτελέσματα από αυτά που επιδιώκουν. 'Έτσι δεν έγινε μόνον με την Ελλάδα, αλλά στη συνέχεια με την Πορτογαλία, Ιρλανδία και Ισπανία. Αρχές καλοκαιριού του 2012, όταν γινόταν στην Ελλάδα οι διπλές εκλογές, όλος ο Ευρωπαϊκός Νότος και μαζί το κοινό νόμισμα, έμοιαζε να βρίσκεται στην κόψη του ξυραφιού.
Μετά
απ' αυτό το σκληρό καλοκαίρι, η κατάσταση
φάνηκε ν' αλλάζει. Όμως, αυτό που άλλαξε
ήταν η πολιτική κατάσταση, όχι οι
οικονομικές αποφάσεις. Οι κυβερνώντες
την Ευρωζώνη δεν αποφάσισαν ν' αλλάξουν
ριζικά το φάρμακο κατά της κρίσης.
Δεν αποφάσισαν, μαζί με τις μεταρρυθμίσεις
που χρειάζονται στα κράτη (αλλά θέλουν
χρόνο), να βοηθήσουν επειγόντως τις
ταλαιπωρημένες οικονομίες του Νότου
με ρευστότητα, ώστε να καταπολεμηθεί η
συρρίκνωση. Ούτε έλαβαν μέτρα θεσμικά,
για την εξισορρόπηση του ελλειμματικού
Ευρωπαικού Νότου με τον πλεονασματικό
Βορρά. Αυτό που άλλαξε το κλίμα, ήταν
μόνον η αποκάλυψη μιας πολιτικής
απόφασης: Έγινε φανερό ότι δεν θ' αφήσουν
την Ευρωζώνη να χάσει έστω και ένα μέλος
της και έτσι να μπει σε διαδικασία
αποσύνθεσης. Αποφάσισαν να “κρατήσουν”
την Ελλάδα. Να μη την διώξουν, αλλά και
να μη την αφήσουν να φύγει. Την
πολιτική αυτή απόφαση την έλαβαν οι
κυβερνώντες την Ευρωζώνη, δηλαδή κυρίως
η κινητήρια δύναμή της, ο “Γαλλογερμανικός
άξονας”, όπως αναδιαμορφώθηκε μετά την
προεδρική αλλαγή στη Γαλλία (νίκη
Ολλάντ). Φάνηκαν όμως και ενδείξεις ότι
τίθεται πλέον με πιό σοβαρό τρόπο το
ερώτημα της θεσμικής ανανέωσης προς
την κατεύθυνση μιας Ένωσης σταθερότητας
και αλληλεγγύης, ότι κατανοούν πως το
κοινό νόμισμα δεν μπορεί να λειτουργήσει
επί μακρόν χωρίς μια συντονισμένη
πολιτική για τα δημοσιονομικά και
την πραγματική οικονομία, η οποία θα
περιέχει και στοιχεία μιας Ευρωπαϊκής
δημοσιονομικής σύγκλισης.
6. Η
παραμονή της Ελλάδας στην Ευρωζώνη
φαίνεται (προς το παρόν) διασφαλισμένη.
Εκτός άν η κατάσταση αλλάξει ριζικά,
από λόγους απρόβλεπτους ή από “ανθρώπινα
λάθη”. Όμως τι γίνεται τώρα με την
πραγματική οικονομία; Τι θα γίνει με
την τερατώδη ανεργία, ιδίως των νέων,
με τους μισθούς των χαμηλόμισθων και
τις συντάξεις που κατρακυλούν, με τις
μικρές επιχειρήσεις που κλείνουν; Για
να σταθεί πάλι η Ελλάδα στα πόδια της,
χρειάζεται πρώτα - πρώτα περισσότερο
χρόνο για τις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις.
Άν θέλουμε να είμαστε σοβαροί, δεν
γίνεται ν' αναμορφωθούν οι θεσμοί
μιας χώρας μέσα σε δύο ή τρία χρόνια.
Δεύτερον, χρειάζονται επενδύσεις για
να σταματήσει η συρρίκνωση της οικονομίας
και να τεθεί επιτέλους σε κίνηση η νέα,
διατηρήσιμη δυναμική ανάπτυξης.
Στα
θέματα αυτά, είναι χρήσιμα τα αποσιωπημένα
συμπεράσματα από το παρελθόν, που
αναφέρθηκαν στην αρχή. Πρέπει να θυμόμαστε
ότι χρόνια ονομαστικής ανάπτυξης
υπήρξαν πολλά (πάνω από 5 % άνοδος του ΑΕΠ το 2003, λόγου χάρη), αλλά
“ούτε καλή, δημοκρατική και αποτελεσματική διακυβέρνηση επιτεύχθηκε, ούτε σύνδεση της Ελληνικής οικονομίας με τα διεθνή standards ανταγωνιστικότητας”.Γι' αυτό δεν φταίει - τουλάχιστον κατά πρώτο λόγο - ότι οι πόροι που αντλήθηκαν από τις διεθνείς αγορές ως Δημόσιος ή ιδιωτικός δανεισμός ήταν λίγοι, ή ότι οι υποστηρικτικές Κοινοτικές παροχές προς την Ελλάδα ήταν πολύ μικρές. Οι υπολογίσιμες οικονομικές ροές που έρευσαν τα προηγούμενα χρόνια προς την Ελλάδα, και κυρίως τις δεκαετίες 1990 και 2000, εξυπηρέτησαν την στήριξη και επιδότηση δομών που δεν ήταν διατηρήσιμες ούτε πολιτικά, ούτε οικονομικά.
“Με τη βοήθεια της μεταφοράς πόρων από την ΕΕ και των φθηνών πιστώσεων, ωραιοποιήθηκαν και έγιναν ανεκτές στην Ελλάδα οι κοινωνικές ανισότητες που προέκυπταν από την άνιση κατανομή περιουσιών και εισοδημάτων”.Αυτό διευκόλυνε την Ελληνική κυβέρνηση ν' αποφύγει ένα βασικό καθήκον της, να εξαναγκάσει σε ισοπολιτεία και υπευθυνότητα τα ανώτερα κοινωνικά στρώματα που φοροδιέφευγαν σε πολύ μεγάλο βαθμό και ακόμη φοροδιαφεύγουν. Βοηθούμενη τόσο από τα πλεονεκτήματα του Ευρώ (που έκαναν εύκολο τον Δημόσιο δανεισμό από τις αγορές), όσο και από τις Κοινοτικές μεταφορές πόρων,
“η Ελλάδα "κατάφερε" ν' αποφύγει την δημιουργία ενός αποτελεσματικού και κοινωνικά δίκαιου φορολογικού συστήματος, μέχρι που η υπερχρέωση την έπνιξε”.*
Η
σημερινή κυβέρνηση δεν κατανοεί τι νέο
διαφαίνεται τώρα στην Ευρώπη, και έτσι,
μοιραία, δεν αξιοποιεί τα διαπραγματευτικά
όπλα, ούτε συνεργάζεται σε κοινό αγώνα
με τις άλλες χώρες του Νότου που επίσης
υποφέρουν. Επίσης δεν αναγνωρίζει τα
λάθη που διαπράχθηκαν επί δεκαετίες
στην Ελλάδα και “πήραμε λάθος δρόμο”.
Συνεχίζει σε δρόμους αδιέξοδους. Ακόμη
και οι απολύτως αναγκαίες μεταρρυθμίσεις
(π.χ. δίκαιο και αποτελεσματικό φορολογικό
σύστημα, καταπολέμηση γραφειοκρατίας
και διαφθοράς, επιλογές οικονομικών
προτεραιοτήτων με βάση τα συγκριτικά
πλεονεκτήματα της χώρας, τομές στο
πολιτικό σύστημα), καθυστερούν για
κάποιο άγνωστο μέλλον.
Είναι
η ώρα για πολιτική συζήτηση και
αντιπαράθεση, αλλά όχι με ψευδοεπιχειρήματα
ή μ' εκείνα μόνον τα βολικά λόγια που
θέλουν ν' ακούν τ' αυτιά μας. Ώρα για
βιώσιμες πρωτοβουλίες των πολιτών, που
θα φέρουν πάλι την ελπίδα και θ' ανοίγουν
δρόμο για το μέλλον. Είναι ώρα για
απαντήσεις “από τα αριστερά”, αλλά και
από Πράσινη, οικολογική σκοπιά. Όμως,
απαλλαγμένες από την ασάφεια και τις
αγεφύρωτες αντιφάσεις της μέχρι τώρα
αριστερής πολιτικής.
Γ. Ρ.
* Τα αποσπάσματα με τις οδυνηρές διαπιστώσεις προέρχονται από. την εναρκτήρια ομιλία του Ralf Fücks, προέδρου του Πράσινου Ινστιτούτου Heinrich Böll, στο ειδικό Συνέδριο για την Ελλάδα (Ιανουάριος 2012, Βερολίνο): Kritische Solidarität mit Griechenland
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου