της Μαριλένας Κοππά
δημοσιεύθηκε στην ιστοσελίδα "Μεταρρύθμιση" (25/10/2013) και στον "Insider"
“...Η
αστική δεξιά, που αυτή τη στιγμή επιμένει σε μια λογική «δυο άκρων»,
χωρίς τη σύμπνοια όλων των μελών της Νέας Δημοκρατίας, βασικά αναζητεί
ένα εκ των δεξιών κυματοθραύστη. Το όποιο «κέντρο», σοσιαλδη-μοκρατικό ή
φιλελεύθερο, εκτιμά ότι «το έχει», αφού μπορεί πάντα να υπολογίζει στην
πόλωση που καλλιεργεί. Ποιος βγαίνει σε τέτοιους καιρούς άλλωστε έξω απ'
το μαντρί; Έτσι όσο η κεντροαριστερά ανέχεται την ακροδεξιά, πλην
αστική, ρητορική της Νέας Δημοκρατίας, όσο συζητάμε για «ανασύνταξη» της
κεντροαριστεράς με όρους προσώπων και όχι με όρους προγράμματος, ο
κ. Σαμαράς οραματίζεται μια δική του αντι-ΕΛΙΑ ή επί το ελληνικότερο
Μέλανα Ζωμό, που έχει άλλωστε πολύ ευρύτερο εκλογικό ακροατήριο ή
κοινώς «ψωμί».
Άλλωστε,
«τι άλλο να κάνουμε», ν' αφήσουμε «το άλλο άκρο» να ενδυναμωθεί; Η δική
μας αποστολή είναι άλλωστε «να σώσουμε τη χώρα». Οι αξίες και οι
ιδεολογίες είναι άλλωστε, όπως όλοι ξέρουμε, «λόγια του αέρα», εφήμερα
πράγματα, των πολιτικάντηδων και των λαϊκιστών..."
Η
σύγκριση της Χρυσής Αυγής μ' άλλα ευρωπαϊκά ακροδεξιά κινήματα είναι
αρκετά δύσκολη. Καθοριστικό χαρακτηριστικό αυτού του ελληνικού κινήματος
είναι η χρήση βίας ως συστατικό στοιχείο του πολιτικού μηνύματος. Και
αυτό συνάδει με την οργανική διασύνδεση της παραστρατιω- τικής και
πολιτικής δράσης του κόμματος. Αυτή η ιδιαιτερό- τητα κάνει τη ΧΑ
μέλος μιας ολιγομελούς οικογένειας ευρω- παϊκών κομμάτων. Και το νόημα αυτής της σύγκρισης είναι η αφύπνιση ενός μέρους της
πολιτικής τάξης, που νομίζει ότι τελείωσε με τη ΧΑ, όπως ξυπνάει
κανείς από εφιάλτη.
Ο αξιακός πυρήνας της Χρυσής Αυγής παρουσιάζει μεγάλες ομοιότητες με πολλά παραδοσιακά κόμματα του ευρωπαϊκού εθνικιστικού χώρου, που είτε δεν έχουν ενσωματώσει τη βία στο «λεξιλόγιό» τους, είτε διατηρούν σε επίπεδο πολιτικής τακτικής μια προσεκτική απόσταση από βίαιες πρακτικές, είτε θεωρούνται κόμματα επαρκώς ενταγμένα στην κοινοβουλευτική τάξη πραγμάτων. Το κόμμα αναφέρεται σε «παραδοσιακές οικογενειακές αξίες» (με αναφορές στο συγκεκριμένο ρόλο της γυναίκας ως τροφού και την έκφραση μιας δυναμικής ομοφοβίας), εμφανίζει τη μετανάστευση ως κίνδυνο για την ομοιογένεια του έθνους (αξιακή ή/και ρατσιστική), με ανοικτό ή έμμεσο αντισημιτισμό (αναφορές στη μασονία και το διεθνή σιωνισμό, ή στις ΗΠΑ και τη διεθνή τοκογλυφία), ενδύεται το μανδύα της εργατικής πρωτοπορίας με αντικαπιταλιστικές, αντιευρωπαϊκές, και αντι- ΝΑΤΟικές κορώνες. Πολλά από τα συνθήματα και τη ρητορική της Χρυσής Αυγής, χωρίς τη νομιμοποίηση της χρήσης βίας, μπορεί κανείς να συναντήσει σε πολλές χώρες της Ευρώπης. Το Εθνικό Μέτωπο της Γαλλίας (FN), η Νέα Δύναμη (FN) της Ιταλίας, τα τρία ακροδεξιά σχήματα της Γερμανίας (Ρεπουμπλικανικό - REP, Λαϊκό - DVU και Εθνικό-Δημοκρατικό - NDU), ακόμα και το Βρετανικό Εθνικό Κόμμα (BNP), δεν θα είχαν πρόβλημα να προσυπογράψουν μια ανάλογη, αν όχι πανομοιότυπη, αξιακή ατζέντα. Εκτός φυσικά από το ζήτημα του αντισημιτισμού, που σε ορισμένες χώρες είναι παράνομος.
Η βία κάνει τη διαφορά. Άμεση σχέση με τη βία έχουν πολύ λίγα κόμματα στην Ευρώπη. Οι ιδρυτές της Forza Nuova (FN) στην Ιταλία παρουσιάζονται ανοικτά και μάλιστα τηλεοπτικά ως αδελφή δύναμη της Χρυσής Αυγής. Οι πνευματικοί πατέρες του κόμματος ήταν οι Roberto Fiore και Massimo Morsello, που το 1980 ζήτησαν και πήραν πολιτικό άσυλο στην Αγγλία, μετά την εμπλοκή τους στη βομβιστική επίθεση στο σιδηροδρομικό σταθμό της Μπολόνια. Η επανίδρυση της οργάνωσης από τον Francesco Pallottino στα τέλη της δεκαετία του 1990, γνωστό μέλος ενός νεοναζιστικού ροκ συγκροτήματος – κάτι σαν Καιάδας με γνώσεις γραμματικής – ήταν προάγγελος της επιστροφής των πνευματικών πατέρων από τη Βρετανία.
Από άποψη οργάνωσης, όπως η Χρυσή Αυγή πριν από λίγα χρόνια, το κόμμα έχει λίγες χιλιάδες μόνο μέλη και εκλογικά αποτελέσματα της τάξης του 0,2 - 0,3%. Στο καλύτερό του αποτέλεσμα, στις Ευρωεκλογές του 2004, το κόμμα κατάφερε να συγκεντρώσει ποσοστό 1,2% και εξέλεξε έναν Ευρωβουλευτή. Σε κάθε περίπτωση, ενώ έχει αναφορές στο «αγωνιστικό του παρελθόν», το κόμμα δεν παίρνει άμεσα την ευθύνη για ενδεχόμενες πράξεις βίας των μελών του, που φυσικά υπερασπίζεται ηθικά και πολιτικά. Και η στρατιωτική ιεροτελεστία δεν είναι άγνωστη στις εμφανίσεις του στο δημόσιο χώρο. Όμως, παραμένει ακόμα ένα περιθωριακό κόμμα.
Το μόνο ευθέως συγκρίσιμο κίνημα με τη Χρυσή Αυγή στην Ευρώπη είναι το Jobbik (Κίνημα για μια καλύτερη Ουγγαρία). Αξιακά έχει ακριβώς τις ίδιες αναφορές με τη Χρυσή Αυγή και είναι, επίσης, το τρίτο κόμμα στην Ουγγαρία. Ιδρύθηκε ως οργάνωση νεολαίας το 2002 και μετεξελίχθηκε σε κόμμα το 2003, υπό την ηγεσία του Gergely Pongrátz, παρουσιάζοντας μια σταδιακή αλλά εντυπωσιακή εκλογική ανέλιξη. Στις εκλογές του 2009, κρίθηκε ότι το σύνθημα του κόμματος «η Ουγγαρία για τους Ούγγρους» ήταν αντισυνταγματικό, αλλά χωρίς επιπτώσεις για το κόμμα. Το μεγάλο ζήτημα φυσικά είναι η σχέση του κόμματος με τη βία. Το παραστρατιωτικό τμήμα του κόμματος, «η Ουγγρική Φρουρά», διατηρεί μια σχετική αυτονομία, αν και ο Πρόεδρός της συμμετείχε στην Εκτελεστική Επιτροπή του Κόμματος. Το 2009, η Ουγγρική δικαιοσύνη κατήργησε την παραστρατιωτική οργάνωση, χωρίς επιπτώσεις για το κόμμα, που επανιδρύθηκε ως πολιτιστικός σύλλογος. Στο μεταξύ, το κόμμα προσφέρει ηθική και πολιτική κάλυψη στη βία που ασκείται, χωρίς ν' αναλαμβάνει την ενδεχόμενη ποινική ευθύνη, που όμως ακόμα δεν έχει προκύψει.
Από αυτές τις ευρωπαϊκές εμπειρίες, καθώς και από τις πρόσφατες εθνικές εμπειρίες, η Χρυσή Αυγή ή, γενικότερα, το κίνημα της ακροδεξιάς στην Ελλάδα, θα μάθει. Το θέμα είναι τι θα μάθει και πώς θα κινηθεί.
Ήδη σε μια πρόσφατη εκδήλωση παιδικού θεάτρου στην πλατεία του Αγίου Παντελεήμονα, ορισμένα από τ' αλλοτινά επιφανή στελέχη της Χρυσής Αυγής παρουσιάστηκαν «διχασμένα» με σημαία ευκαιρίας το Εθνικό Μέτωπο, που είχε ιδρύσει ο κύριος Βορίδης. Μαθαίνουμε ότι αυτή είναι μια γενικευμένη τάση. Το ερώτημα είναι εάν αυτό το νέο «κίνημα» (;), που έκανε την τιμή στην ελληνική κοινή γνώμη να μας φέρει σ' επαφή με τη γαλλική διανόηση του πατρός Le Pen, θα ακολουθήσει το παράδειγμα του ιδρυτή του σε προγραμματικό επίπεδο. Με άλλα λόγια, μια επιλογή είναι η πρόταξη μιας εθνικιστικής πρότασης, με κάποιες αξιακές διαφοροποιήσεις. Για παράδειγμα, ο κύριος Βορίδης αποφεύγει να μιλά για το «άτακτο» παρελθόν του, που ήταν συνυφασμένο και μ' ένα «αγωνιστικό» προφίλ, για το οποίο μπορεί και να μετανιώνει. Πάντως δεν ταυτίζεται με τον αντισημιτισμό και τον αντι-ευρωπαϊσμό, ενώ η εκπαιδευτική του θητεία στο ΛΑΟΣ τον έχει αποκαθάρει στην τηλεοπτική κοινή γνώμη. Δεν είναι άλλωστε ούτε ο πρώτος, ούτε ο τελευταίος. Ποιος θυμάται τώρα την επίσκεψη Le Pen στην Αθήνα, που τον έχει άλλωστε διαδεχτεί η πολύ περισσότερο τηλεοπτική του κόρη; Άλλωστε, ο ιδρυτής, διατηρεί την ξενοφοβική και εθνικοπατριωτική ρητορική εντός μιας αξιοσέβαστα αστικής Νέας Δημοκρατίας, με όρους που επιδοκιμάζει και ο ίδιος ο κύριος Σαμαράς, υιοθετώντας παράλληλα ένα λόγο ακραία νεοφιλελεύθερο. Υπό αυτό το πρίσμα, ο ίδιος οδεύει προς μια αξιακή κατεύθυνση που προσομοιάζει με τα κινήματα του Pim Fortuyn ή του Wielders στην Ολλανδία, ή του Heider στην Αυστρία.
Βέβαια, ένα τέτοιο Εθνικό Μέτωπο δε θα είναι χρήσιμο στην Νέα-Νέα Δημοκρατία της μετά-μεταπολίτευσης, που χρειάζεται γέφυρες με τη βάση μιας ακραίας λαϊκής δεξιάς με στοιχεία λούμπεν προλεταριάτου. Ένα Εθνικό Μέτωπο, όμως, μπορεί να είναι μια νερωμένη, στρογγυλεμένη ή, με άλλα λόγια, η θρυλούμενη «σοβαρή» εκδοχή της Χρυσής Αυγής, η οποία δε θα έχει το στίγμα του αντιδημοκρατικού μιάσματος και με την οποία η ΝΔ θα μπορεί να συνομιλήσει χωρίς να «λερωθεί», έστω και με όρους «ψήφου ανοχής». Αφού ανεχτήκαμε το ΛΑΟΣ, γιατί όχι το Εθνικό Μέτωπο; Το σενάριο δεν είναι άγνωστο στους δημοσιογραφικούς κύκλους.
Μια άλλη επιλογή είναι η μετεξέλιξη της Χρυσής Αυγής με πρακτικές Jobbik. Αυτή η «ανασύνταξη» θα επικαλείται την ηθική ανωτερότητα του φυλακισμένου ηγέτη, αλλά θα φροντίσει να διαχωρίσει τους παραστρατιωτικούς πυρήνες από το κομματικό περίβλημα. Εάν κρίνουμε από τα αντανακλαστικά της δικαιοσύνης και των δυνάμεων ασφαλείας στο παρελθόν, αυτό δεν είναι ένα απίθανο σενάριο, αλλά σίγουρα θα απαιτήσει χρόνο. Το μεγάλο όπλο μιας τέτοιας ανασύνταξης, εκτός από τη σταθερή προτίμηση ψήφου, που ίσως και να υποτιμάται, αφού οι έως σήμερα μετρήσεις δε συνεκτιμούν τις ενδεχόμενες επιπτώσεις στην κοινή γνώμη της των εκ των Βρυξελλών ορμώμενης «μετρολογίας», που ανακάμπτει μετά τις γερμανικές εκλογές. Και με μια τέτοια αφετηρία, η εμβληματική αντισυστημικότητα του κόμματος, ήταν και θα είναι συγκριτικό πλεονέκτημα του brand name «Χρυσή Αυγή». Το μειονέκτημα είναι ότι η αστική δεξιά δε θα μπορεί να συνομιλήσει με την στιγματισμένη ακροδεξιά. Χρειάζεται κάτι σαν το ΛΑΟΣ, που τελικά «δεν ήταν και τόσο ακραίο».
Η αστική δεξιά, που αυτή τη στιγμή επιμένει σε μια λογική «δυο άκρων», χωρίς τη σύμπνοια όλων των μελών της Νέας Δημοκρατίας, βασικά αναζητεί ένα εκ των δεξιών κυματοθραύστη. Το όποιο «κέντρο», σοσιαλδημοκρατικό ή φιλελεύθερο, εκτιμά ότι «το έχει», αφού μπορεί πάντα να υπολογίζει στην πόλωση που καλλιεργεί. Ποιος βγαίνει σε τέτοιους καιρούς άλλωστε έξω απ' το μαντρί; Έτσι, όσο η κεντροαριστερά ανέχεται την ακροδεξιά, πλην αστική, ρητορική της Νέας Δημοκρατίας, όσο συζητάμε για «ανασύνταξη» της κεντροαριστεράς με όρους προσώπων - και όχι με όρους προγράμματος - ο κ. Σαμαράς οραματίζεται μια δική του αντι-ΕΛΙΑ ή, επί το ελληνικότερο Μέλανα Ζωμό, που έχει άλλωστε πολύ ευρύτερο εκλογικό ακροατήριο ή κοινώς «ψωμί».
Άλλωστε, «τι άλλο να κάνουμε», ν' αφήσουμε «το άλλο άκρο» να ενδυναμωθεί; Η δική μας αποστολή είναι άλλωστε «να σώσουμε τη χώρα». Οι αξίες και οι ιδεολογίες είναι άλλωστε, όπως όλοι ξέρουμε, «λόγια του αέρα», εφήμερα πράγματα, των πολιτικάντηδων και των λαϊκιστών.
Ο αξιακός πυρήνας της Χρυσής Αυγής παρουσιάζει μεγάλες ομοιότητες με πολλά παραδοσιακά κόμματα του ευρωπαϊκού εθνικιστικού χώρου, που είτε δεν έχουν ενσωματώσει τη βία στο «λεξιλόγιό» τους, είτε διατηρούν σε επίπεδο πολιτικής τακτικής μια προσεκτική απόσταση από βίαιες πρακτικές, είτε θεωρούνται κόμματα επαρκώς ενταγμένα στην κοινοβουλευτική τάξη πραγμάτων. Το κόμμα αναφέρεται σε «παραδοσιακές οικογενειακές αξίες» (με αναφορές στο συγκεκριμένο ρόλο της γυναίκας ως τροφού και την έκφραση μιας δυναμικής ομοφοβίας), εμφανίζει τη μετανάστευση ως κίνδυνο για την ομοιογένεια του έθνους (αξιακή ή/και ρατσιστική), με ανοικτό ή έμμεσο αντισημιτισμό (αναφορές στη μασονία και το διεθνή σιωνισμό, ή στις ΗΠΑ και τη διεθνή τοκογλυφία), ενδύεται το μανδύα της εργατικής πρωτοπορίας με αντικαπιταλιστικές, αντιευρωπαϊκές, και αντι- ΝΑΤΟικές κορώνες. Πολλά από τα συνθήματα και τη ρητορική της Χρυσής Αυγής, χωρίς τη νομιμοποίηση της χρήσης βίας, μπορεί κανείς να συναντήσει σε πολλές χώρες της Ευρώπης. Το Εθνικό Μέτωπο της Γαλλίας (FN), η Νέα Δύναμη (FN) της Ιταλίας, τα τρία ακροδεξιά σχήματα της Γερμανίας (Ρεπουμπλικανικό - REP, Λαϊκό - DVU και Εθνικό-Δημοκρατικό - NDU), ακόμα και το Βρετανικό Εθνικό Κόμμα (BNP), δεν θα είχαν πρόβλημα να προσυπογράψουν μια ανάλογη, αν όχι πανομοιότυπη, αξιακή ατζέντα. Εκτός φυσικά από το ζήτημα του αντισημιτισμού, που σε ορισμένες χώρες είναι παράνομος.
Η βία κάνει τη διαφορά. Άμεση σχέση με τη βία έχουν πολύ λίγα κόμματα στην Ευρώπη. Οι ιδρυτές της Forza Nuova (FN) στην Ιταλία παρουσιάζονται ανοικτά και μάλιστα τηλεοπτικά ως αδελφή δύναμη της Χρυσής Αυγής. Οι πνευματικοί πατέρες του κόμματος ήταν οι Roberto Fiore και Massimo Morsello, που το 1980 ζήτησαν και πήραν πολιτικό άσυλο στην Αγγλία, μετά την εμπλοκή τους στη βομβιστική επίθεση στο σιδηροδρομικό σταθμό της Μπολόνια. Η επανίδρυση της οργάνωσης από τον Francesco Pallottino στα τέλη της δεκαετία του 1990, γνωστό μέλος ενός νεοναζιστικού ροκ συγκροτήματος – κάτι σαν Καιάδας με γνώσεις γραμματικής – ήταν προάγγελος της επιστροφής των πνευματικών πατέρων από τη Βρετανία.
Από άποψη οργάνωσης, όπως η Χρυσή Αυγή πριν από λίγα χρόνια, το κόμμα έχει λίγες χιλιάδες μόνο μέλη και εκλογικά αποτελέσματα της τάξης του 0,2 - 0,3%. Στο καλύτερό του αποτέλεσμα, στις Ευρωεκλογές του 2004, το κόμμα κατάφερε να συγκεντρώσει ποσοστό 1,2% και εξέλεξε έναν Ευρωβουλευτή. Σε κάθε περίπτωση, ενώ έχει αναφορές στο «αγωνιστικό του παρελθόν», το κόμμα δεν παίρνει άμεσα την ευθύνη για ενδεχόμενες πράξεις βίας των μελών του, που φυσικά υπερασπίζεται ηθικά και πολιτικά. Και η στρατιωτική ιεροτελεστία δεν είναι άγνωστη στις εμφανίσεις του στο δημόσιο χώρο. Όμως, παραμένει ακόμα ένα περιθωριακό κόμμα.
Το μόνο ευθέως συγκρίσιμο κίνημα με τη Χρυσή Αυγή στην Ευρώπη είναι το Jobbik (Κίνημα για μια καλύτερη Ουγγαρία). Αξιακά έχει ακριβώς τις ίδιες αναφορές με τη Χρυσή Αυγή και είναι, επίσης, το τρίτο κόμμα στην Ουγγαρία. Ιδρύθηκε ως οργάνωση νεολαίας το 2002 και μετεξελίχθηκε σε κόμμα το 2003, υπό την ηγεσία του Gergely Pongrátz, παρουσιάζοντας μια σταδιακή αλλά εντυπωσιακή εκλογική ανέλιξη. Στις εκλογές του 2009, κρίθηκε ότι το σύνθημα του κόμματος «η Ουγγαρία για τους Ούγγρους» ήταν αντισυνταγματικό, αλλά χωρίς επιπτώσεις για το κόμμα. Το μεγάλο ζήτημα φυσικά είναι η σχέση του κόμματος με τη βία. Το παραστρατιωτικό τμήμα του κόμματος, «η Ουγγρική Φρουρά», διατηρεί μια σχετική αυτονομία, αν και ο Πρόεδρός της συμμετείχε στην Εκτελεστική Επιτροπή του Κόμματος. Το 2009, η Ουγγρική δικαιοσύνη κατήργησε την παραστρατιωτική οργάνωση, χωρίς επιπτώσεις για το κόμμα, που επανιδρύθηκε ως πολιτιστικός σύλλογος. Στο μεταξύ, το κόμμα προσφέρει ηθική και πολιτική κάλυψη στη βία που ασκείται, χωρίς ν' αναλαμβάνει την ενδεχόμενη ποινική ευθύνη, που όμως ακόμα δεν έχει προκύψει.
Από αυτές τις ευρωπαϊκές εμπειρίες, καθώς και από τις πρόσφατες εθνικές εμπειρίες, η Χρυσή Αυγή ή, γενικότερα, το κίνημα της ακροδεξιάς στην Ελλάδα, θα μάθει. Το θέμα είναι τι θα μάθει και πώς θα κινηθεί.
Ήδη σε μια πρόσφατη εκδήλωση παιδικού θεάτρου στην πλατεία του Αγίου Παντελεήμονα, ορισμένα από τ' αλλοτινά επιφανή στελέχη της Χρυσής Αυγής παρουσιάστηκαν «διχασμένα» με σημαία ευκαιρίας το Εθνικό Μέτωπο, που είχε ιδρύσει ο κύριος Βορίδης. Μαθαίνουμε ότι αυτή είναι μια γενικευμένη τάση. Το ερώτημα είναι εάν αυτό το νέο «κίνημα» (;), που έκανε την τιμή στην ελληνική κοινή γνώμη να μας φέρει σ' επαφή με τη γαλλική διανόηση του πατρός Le Pen, θα ακολουθήσει το παράδειγμα του ιδρυτή του σε προγραμματικό επίπεδο. Με άλλα λόγια, μια επιλογή είναι η πρόταξη μιας εθνικιστικής πρότασης, με κάποιες αξιακές διαφοροποιήσεις. Για παράδειγμα, ο κύριος Βορίδης αποφεύγει να μιλά για το «άτακτο» παρελθόν του, που ήταν συνυφασμένο και μ' ένα «αγωνιστικό» προφίλ, για το οποίο μπορεί και να μετανιώνει. Πάντως δεν ταυτίζεται με τον αντισημιτισμό και τον αντι-ευρωπαϊσμό, ενώ η εκπαιδευτική του θητεία στο ΛΑΟΣ τον έχει αποκαθάρει στην τηλεοπτική κοινή γνώμη. Δεν είναι άλλωστε ούτε ο πρώτος, ούτε ο τελευταίος. Ποιος θυμάται τώρα την επίσκεψη Le Pen στην Αθήνα, που τον έχει άλλωστε διαδεχτεί η πολύ περισσότερο τηλεοπτική του κόρη; Άλλωστε, ο ιδρυτής, διατηρεί την ξενοφοβική και εθνικοπατριωτική ρητορική εντός μιας αξιοσέβαστα αστικής Νέας Δημοκρατίας, με όρους που επιδοκιμάζει και ο ίδιος ο κύριος Σαμαράς, υιοθετώντας παράλληλα ένα λόγο ακραία νεοφιλελεύθερο. Υπό αυτό το πρίσμα, ο ίδιος οδεύει προς μια αξιακή κατεύθυνση που προσομοιάζει με τα κινήματα του Pim Fortuyn ή του Wielders στην Ολλανδία, ή του Heider στην Αυστρία.
Βέβαια, ένα τέτοιο Εθνικό Μέτωπο δε θα είναι χρήσιμο στην Νέα-Νέα Δημοκρατία της μετά-μεταπολίτευσης, που χρειάζεται γέφυρες με τη βάση μιας ακραίας λαϊκής δεξιάς με στοιχεία λούμπεν προλεταριάτου. Ένα Εθνικό Μέτωπο, όμως, μπορεί να είναι μια νερωμένη, στρογγυλεμένη ή, με άλλα λόγια, η θρυλούμενη «σοβαρή» εκδοχή της Χρυσής Αυγής, η οποία δε θα έχει το στίγμα του αντιδημοκρατικού μιάσματος και με την οποία η ΝΔ θα μπορεί να συνομιλήσει χωρίς να «λερωθεί», έστω και με όρους «ψήφου ανοχής». Αφού ανεχτήκαμε το ΛΑΟΣ, γιατί όχι το Εθνικό Μέτωπο; Το σενάριο δεν είναι άγνωστο στους δημοσιογραφικούς κύκλους.
Μια άλλη επιλογή είναι η μετεξέλιξη της Χρυσής Αυγής με πρακτικές Jobbik. Αυτή η «ανασύνταξη» θα επικαλείται την ηθική ανωτερότητα του φυλακισμένου ηγέτη, αλλά θα φροντίσει να διαχωρίσει τους παραστρατιωτικούς πυρήνες από το κομματικό περίβλημα. Εάν κρίνουμε από τα αντανακλαστικά της δικαιοσύνης και των δυνάμεων ασφαλείας στο παρελθόν, αυτό δεν είναι ένα απίθανο σενάριο, αλλά σίγουρα θα απαιτήσει χρόνο. Το μεγάλο όπλο μιας τέτοιας ανασύνταξης, εκτός από τη σταθερή προτίμηση ψήφου, που ίσως και να υποτιμάται, αφού οι έως σήμερα μετρήσεις δε συνεκτιμούν τις ενδεχόμενες επιπτώσεις στην κοινή γνώμη της των εκ των Βρυξελλών ορμώμενης «μετρολογίας», που ανακάμπτει μετά τις γερμανικές εκλογές. Και με μια τέτοια αφετηρία, η εμβληματική αντισυστημικότητα του κόμματος, ήταν και θα είναι συγκριτικό πλεονέκτημα του brand name «Χρυσή Αυγή». Το μειονέκτημα είναι ότι η αστική δεξιά δε θα μπορεί να συνομιλήσει με την στιγματισμένη ακροδεξιά. Χρειάζεται κάτι σαν το ΛΑΟΣ, που τελικά «δεν ήταν και τόσο ακραίο».
Η αστική δεξιά, που αυτή τη στιγμή επιμένει σε μια λογική «δυο άκρων», χωρίς τη σύμπνοια όλων των μελών της Νέας Δημοκρατίας, βασικά αναζητεί ένα εκ των δεξιών κυματοθραύστη. Το όποιο «κέντρο», σοσιαλδημοκρατικό ή φιλελεύθερο, εκτιμά ότι «το έχει», αφού μπορεί πάντα να υπολογίζει στην πόλωση που καλλιεργεί. Ποιος βγαίνει σε τέτοιους καιρούς άλλωστε έξω απ' το μαντρί; Έτσι, όσο η κεντροαριστερά ανέχεται την ακροδεξιά, πλην αστική, ρητορική της Νέας Δημοκρατίας, όσο συζητάμε για «ανασύνταξη» της κεντροαριστεράς με όρους προσώπων - και όχι με όρους προγράμματος - ο κ. Σαμαράς οραματίζεται μια δική του αντι-ΕΛΙΑ ή, επί το ελληνικότερο Μέλανα Ζωμό, που έχει άλλωστε πολύ ευρύτερο εκλογικό ακροατήριο ή κοινώς «ψωμί».
Άλλωστε, «τι άλλο να κάνουμε», ν' αφήσουμε «το άλλο άκρο» να ενδυναμωθεί; Η δική μας αποστολή είναι άλλωστε «να σώσουμε τη χώρα». Οι αξίες και οι ιδεολογίες είναι άλλωστε, όπως όλοι ξέρουμε, «λόγια του αέρα», εφήμερα πράγματα, των πολιτικάντηδων και των λαϊκιστών.
Η Μαριλένα Κοππά (1963) είναι ευρωβουλευτής του ΠΑΣΟΚ, επίκουρη καθηγήτρια
στο Τμήμα Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών του Παντείου Πανεπιστημίου. Διετέλεσε ερευνήτρια στο Ινστιτούτο Διεθνών και Ευρωπαϊκών
Σχέσεων (1992-1997), με αντικείμενα το μειονοτικό φαινόμενο στα Βαλκάνια, προβλήματα μετάβασης και εκδημοκρατισμού στην περιοχή και διεθνοτικές σχέσεις. Βιβλία: "Μια
εύθραυστη δημοκρατία: Η Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατίας της Μακεδονίας
ανάμεσα στο παρελθόν και το μέλλον", "Οι
μειονότητες στα μετακομουνιστικά Βαλκάνια: Πολιτικές του κέντρου και
μειονοτικές απαντήσεις" και "Η συγκρότηση των
κρατών στα Βαλκάνια: 19ος αιώνας", καθώς και
άρθρα για θέματα Βαλκανικής πολιτικής. Διετέλεσε τακτικό μέλος
του Εθνικού Συμβουλίου Εξωτερικής Πολιτικής (ΕΣΕΠ), πρόεδρος του
Ινστιτούτου Αναπτυξιακών και Στρατηγικών Μελετών "Ανδρέας Παπανδρέου"
(ΙΣΤΑΜΕ - από το 2008 μέλος του ΔΣ του
Ιδρύματος). Από το 2007 ευρωβουλευτής με το ΠΑΣΟΚ. Αντιπρόεδρος της Μικτής Κοινοβουλευτικής
Επιτροπής Ευρωπαϊκής Ένωσης και Τουρκίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Μέλος της Επιτροπής Εξωτερικών Υποθέσεων και της
Υποεπιτροπής Ασφάλειας και Άμυνας, αναπληρωματικό μέλος της
Επιτροπής Μεταφορών και Τουρισμού, Υποεπιτροπής Ανθρωπίνων
Δικαιωμάτων και της Αντιπροσωπείας στην Επιτροπή Κοινοβουλευτικής
Συνεργασίας ΕΕ - Ρωσίας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου