δημοσιεύτηκε στο περιοδικό © The New York Review of Books - τεύχος 23ης Οκτωβρίου 2014:
Σύμφωνα με τον μάλλον αγνοημένο εν ζωή αλλά προφητικό Αμερικανό οικονομολόγο Hyman Minsky, οι οικονομικές κρίσεις γεννιούνται μέσα στις προηγούμενες περιόδους «κανονικής» σταθερής ανόδου του ΑΕΠ και στις συνακόλουθες φούσκες περιουσιακών στοιχείων. Και τα δύο είναι φαινόμενα αναπότρεπτα στο υπάρχον σύστημα παραγωγής. Ο Martin Wolf, γνωστός οικονομικός συντάκτης των Financial Times, συμφωνεί. Ο νομπελίστας οικονομολόγος Paul Krugman έχει κάπως διαφορετική άποψη: Κατά τη γνώμη του, άν είναι αλήθεια ότι ο Δυτικός κόσμος έχει εισέλθει σε μια φάση μακροχρόνιας διαρθρωτικής οικονομικής στασιμότητας (“secular stagnation”), τότε η ύφεση και η κρίση είναι μια «κανονική» και μάλλον μόνιμη κατάσταση, οι φούσκες είναι βραχείες περίοδοι «ευχάριστων» διαλειμμάτων και ο μόνος τρόπος για να συντηρείται η οικονομική άνοδος είναι «οι οικονομικές πολιτικές του κράτους για τη στήριξη της ζήτησης σε συνεχή βάση».
Σχεδόν κανείς δεν προέβλεψε την μεγάλη οικονομική κρίση που επικρατεί στις Ηνωμένες Πολιτείες και στην Ευρώπη μετά το 2008. Αν κάποιος ισχυρίζεται ότι το έκανε, ρωτήστε τον πόσες άλλες κρίσεις είχε προβλέψει, όμως αυτές δεν έγιναν πραγματικότητα. Τα σταματημένα ρολόγια δείχνουν τη σωστή ώρα δύο φορές την ημέρα και οι μόνιμοι προφήτες καταστροφών έχουν την ευκαιρία να βιώσουν μερικές φορές και οι ίδιοι μια καταστροφή.
Άν και η πρόβλεψη του μέλλοντος είναι δύσκολη, αυτό δεν απαλλάσσει από την ευθύνη την ελίτ μας την αρμόδια για τη οικονομική πολιτική. Το 2007, στις παραμονές της κρίσης, οι αξιωματούχοι, οι αναλυτές και οι ειδήμονες που διαμορφώνουν την οικονομική πολιτική βρισκόταν σε βαθιά κατάσταση πολύ άσχημου εφησυχασμού. Δεν έβλεπαν το 2008 που ερχόταν, αλλά αυτό που είναι το πιο σημαντικό είναι το γεγονός ότι ούτε καν πίστευαν πως μπορούσε να συμβεί μια τέτοια καταστροφή. Όπως λέει ο Martin Wolf στο βιβλίο The Shifts and the Shocks, οι πανεπιστημιακοί οικονομολόγοι και οι σχεδιαστές της πολιτικής στην περίοδο που προπαρασκευαζόταν η κρίση επέδειξαν «άγνοια και αλαζονεία» και «η κρίση έλαβε τόσο σοβαρές διαστάσεις, σε μεγάλο βαθμό επειδή τόσοι πολλοί άνθρωποι θεωρούσαν ότι είναι αδύνατο να ξεσπάσει».
Πίστευαν πραγματικά οι υποτιθέμενοι ειδήμονες ότι αυτό που συνέβη ήταν αδύνατο να συμβεί; Ναι. Το 2003, στην ομιλία του ως προέδρου της American Economic Association, ο Robert Lucas του Πανεπιστημίου του Σικάγο, ο μακροοικονομολόγος με τη μεγαλύτερη επιρροή στα τέλη του εικοστού αιώνα, υποστήριξε ότι «το κεντρικό πρόβλημα για την πρόληψη των βαθειών κρίσεων έχει λυθεί στην πράξη και είναι πραγματικά λυμένο για πολλές δεκαετίες». Αυτό που εννοούσε, ήταν ότι οι σύγχρονοι φορείς χάραξης πολιτικής δεν θα επαναλάβουν τα λάθη που σύμφωνα με την επικρατούσα άποψη είχαν φέρει την Παγκόσμια Κρίση της δεκαετίας του 1930.
Ειδικότερα, ο Milton Friedman είχε πείσει πολλούς οικονομολόγους ότι η πρόληψη των κρίσεων είναι στην πραγματικότητα ένα αρκετά απλό εγχείρημα, που μπορούν να φέρουν σε πέρας οι τεχνοκράτες στις κεντρικές τράπεζες που ελέγχουν την προσφορά χρήματος στην εθνική οικονομία. Κατά τον Φρίντμαν, η Παγκόσμια Κρίση της δεκαετίας του 1930 συνέβη απλά και μόνο επειδή η Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ (Fed) απέτυχε να κάνει τη δουλειά της. Αν είχε ενεργήσει για τη διάσωση προβληματικών τραπεζών και για να εμποδίσει την μείωση της προσφοράς χρήματος, εκείνη η καταστροφή θα είχε αποφευχθεί. Σε μια τελετή για τα ενενηκοστά γενέθλια του Φρίντμαν, ο Ben Bernanke, ο επιφανής νομισματικός οικονομολόγος και μελετητής των κρίσεων που θα γινόταν πρόεδρος της Fed λίγα χρόνια αργότερα, αποδέχθηκε αυτή την ετυμηγορία: «Έχετε δίκιο, αυτό το λάθος το κάναμε. Λυπούμαστε πολύ. Αλλά χάρη σε σας, δεν θα ξαναγίνει».
Ειδικότερα, ο Milton Friedman είχε πείσει πολλούς οικονομολόγους ότι η πρόληψη των κρίσεων είναι στην πραγματικότητα ένα αρκετά απλό εγχείρημα, που μπορούν να φέρουν σε πέρας οι τεχνοκράτες στις κεντρικές τράπεζες που ελέγχουν την προσφορά χρήματος στην εθνική οικονομία. Κατά τον Φρίντμαν, η Παγκόσμια Κρίση της δεκαετίας του 1930 συνέβη απλά και μόνο επειδή η Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ (Fed) απέτυχε να κάνει τη δουλειά της. Αν είχε ενεργήσει για τη διάσωση προβληματικών τραπεζών και για να εμποδίσει την μείωση της προσφοράς χρήματος, εκείνη η καταστροφή θα είχε αποφευχθεί. Σε μια τελετή για τα ενενηκοστά γενέθλια του Φρίντμαν, ο Ben Bernanke, ο επιφανής νομισματικός οικονομολόγος και μελετητής των κρίσεων που θα γινόταν πρόεδρος της Fed λίγα χρόνια αργότερα, αποδέχθηκε αυτή την ετυμηγορία: «Έχετε δίκιο, αυτό το λάθος το κάναμε. Λυπούμαστε πολύ. Αλλά χάρη σε σας, δεν θα ξαναγίνει».
Μετά η κρίση χτύπησε και οι μεγάλες κεντρικές τράπεζες - η Fed υπό την ηγεσία του Μπερνάνκι, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, η Τράπεζα της Αγγλίας - έκαναν ό, τι έπρεπε να είχε γίνει κατά τον Φρίντμαν το 1930. Οι προβληματικές τράπεζες διασώθηκαν, η προσφορά χρήματος αποκαταστάθηκε. Και το αποτέλεσμα ήταν μια βαθειά κρίση όπως του 1930.
Είναι αλήθεια ότι στις Ηνωμένες Πολιτείες μπορούμε να παρηγορούμε λίγο τους εαυτούς μας με την παρατήρηση ότι, όσο κακή και να είναι η τωρινή κατάστασή μας, δεν είναι τόσο κακή όσο της δεκαετίας του 1930. Όμως στην Ευρώπη η αδύναμη ανάκαμψη έγινε στασιμότητα μετά το 2011 και η συνολική άνοδος της οικονομίας μεταξύ 2007 και 2014 είναι πιο αργή από ό,τι ήταν μεταξύ 1929 και 1936, έτσι εκεί δεν μπορούν να επικαλεστούν ούτε καν αυτό.
Πώς συνέβη αυτό το πράγμα; Όταν παρακολουθούμε την οικονομική συζήτηση ακούγοντας τις ομιλούσες κεφαλές στην τηλεόραση ή και μέσα από τα δημοσιεύματα του τύπου, αυτή φαίνεται σαν μια κακοφωνία χωρίς σαφές θέμα. Αυτή η εντύπωση δεν είναι εντελώς λανθασμένη: Η κρίση αποκάλυψε βαθιές ρωγμές στα οικονομικά δόγματα, οι οποίες στα «καλά χρόνια» συγκαλύπτονταν Ωστόσο, πολλοί οικονομολόγοι και οικονομικοί αξιωματούχοι (αν και όχι εξίσου πολλοί πολιτικοί) έχουν σε γενικές γραμμές συγκλίνει σε μια συνεκτική άποψη για το τι πήγε στραβά: κατέληξαν σε ένα είδος Καθιερωμένου Μοντέλου, για να κάνουμε έναν παραλληλισμό με τη Φυσική, που φαίνεται να δίνει ένα νόημα στο χάος μέσα στο οποίο βριακόμαστε. Το βιβλίο The Shifts and the Shocks είναι, θα έλεγα, μια διευρυμένη και καλά ενημερωμένη παρουσίαση του εν λόγω Καθιερωμένου Μοντέλου, αυτών που συνεπάγεται και προς τα που πρέπει να βαδίσουμε. Δεδομένου ότι το νέο είδος συναίνεσης είναι σαφώς πολύ πιο ρεαλιστικό από την προ της κρίσης αυταρέσκεια, ο Γούλφ, επικεφαλής οικονομικός σχολιαστής των Financial Times, προσφέρει πολύ χρήσιμη υπηρεσία βάζοντας όλα αυτά μέσα σε ένα ευανάγνωστο βιβλίο.
Αλλά λέει όλη την ιστορία αυτό το είδος συναίνεσης; Και μπορούμε να λύσουμε τα προβλήματά μας με τις συστάσεις για χάραξη πολιτικής που βασίζονται στη συναίνεση αυτή; Οι απαντήσεις μου είναι «όχι, όχι εντελώς» και «αμφιβάλλω». Πριν όμως φτάσουμε εκεί, ας μιλήσουμε για το πως βλέπει ο Γούλφ αυτό που συνέβη.
2.Αλλά λέει όλη την ιστορία αυτό το είδος συναίνεσης; Και μπορούμε να λύσουμε τα προβλήματά μας με τις συστάσεις για χάραξη πολιτικής που βασίζονται στη συναίνεση αυτή; Οι απαντήσεις μου είναι «όχι, όχι εντελώς» και «αμφιβάλλω». Πριν όμως φτάσουμε εκεί, ας μιλήσουμε για το πως βλέπει ο Γούλφ αυτό που συνέβη.
Το βιβλίο The Shifts and the Shocks ξεκινά με ένα μεγάλο απόσπασμα από τον αείμνηστο Hyman Minsky, έναν ετερόδοξο οικονομολόγο, ο οποίος ενόσω ζούσε είχε μικρή επιρροή στους κατεστημένους οικονομολόγους και στους υπεύθυνους χάραξης πολιτικής, αλλά του οποίου η ανάλυση βρίσκεται τώρα στο επίκεντρο του Καθιερωμένου Μοντέλου. Στις ιδέες του Μίνσκυ παραπέμπουν οι αξιωματούχοι της νομισματικής πολιτικής μας, συμπεριλαμβανομένης της σημερινής προέδρου της Fed Janet Yellen, οι οικονομολόγοι μεγάλων επιχειρήσεων όπως ο Paul McCulley της μεγάλης εταιρείας που επενδύσει σε ομόλογα Pimco και πολλοί ακαδημαϊκοί συμπεριλαμβανομένου εμού. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι όλοι είμαστε τώρα «Μινσκυανοί».
Τι νέο έφερε ο Minsky στην οικονομική επιστήμη; Ισχυρίστηκε εκτός των άλλων, ότι οι συμβατικοί τρόποι με τους οποίους βλέπαμε τις οικονομικές κρίσεις ήταν υπερβολικά επικεντρωμένοι στο ειδικό ζήτημα του τραπεζικού πανικού (bank-run). Κατά την άποψη του Μίνσκυ, η υπερβολική μόχλευση - η πάρα πολλή εξάρτηση από δανεικό χρήμα - δημιουργεί κινδύνους κρίσης σε κάθε είδους δανειολήπτη. Ιδιαίτερα ευάλωτες μπορούν να γίνουν οι τράπεζες, οι οποίες στην πραγματικότητα δανείζονται χρήματα βραχυπρόθεσμα από τους καταθέτες τους, αλλά τα επενδύουν σε περιουσιακά στοιχεία που δεν μπορούν εύκολα να μετατραπούν σε μετρητά. Όμως τα χρέη των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών εκθέτουν επίσης την οικονομία στο ρίσκο μιας αυτοτροφοδοτούμενης καθοδικής σπείρας.
Βέβαια δεν ήταν ο πρώτος που έκανε αυτή την παρατήρηση. Κατά τη διάρκεια της Παγκόσμιας Οικονομικής Κρίσης της δεκαετίας του 1930 ο μεγάλος Αμερικανός οικονομολόγος Irving Fisher, ισχυρίστηκε σε μια μελέτη που αξίζει πολύ να διαβαστεί και σήμερα, ότι η οικονομία υποφέρει από «αποπληθωρισμό του χρέους», καθώς δανειολήπτες όλων των ειδών προσπαθούσαν να αποπληρώσουν ταυτόχρονα τα χρέη τους, πράγμα που οδηγούσε στη βύθιση των τιμών των περιουσιακών στοιχείων και σε σοβαρή οικονομική καθίζηση, τα οποία έκαναν τα χρέη τους ακόμη πιο δυσβάστακτα και συνεπάγονταν μεγαλύτερη οπισθοχώρηση της οικονομίας.
Ο Μίνσκυ όμως πρόσθεσε και την επισήμανση ότι ο αποπληθωρισμός ως αποτέλεσμα της υπερβολικής χρέωσης είναι μοιραίο να συμβαίνει κάποτε κατά διαστήματα, ότι οι περιοδικές οικονομικές κρίσεις είναι λίγο πολύ αναπόφευκτο χαρακτηριστικό του καπιταλισμού. Σύμφωνα με την υπόθεσή του «της χρηματοοικονομικής αστάθειας», οι εποχές της οικονομικής σταθερότητας φέρουν μέσα τους το σπόρο της πτώσης. Αν για πολλά χρόνια δεν συμβεί μια οικονομική κρίση, τόσο οι δανειζόμενοι όσο και οι δανειστές γίνονται αυτάρεσκοι και εφησυχάζουν, υποτιμούν τους κινδύνους των υψηλών επιπέδων χρέους. Η μόχλευση θα αυξάνεται χρόνο με το χρόνο. Αναπόφευκτα όμως, θα έρθει μια στιγμή που κάτι θα πάει στραβά: θα σκάσει μια οικονομική φούσκα, θα χρεοκοπησει ένα σημαντικό χρηματοπιστωτικό ίδρυμα, κάτι θα γίνει. Και τότε οι άνθρωποι θα αρχίσουν και πάλι να ανησυχούν για το χρέος. Αυτή είναι η «στιγμή του Μίνσκυ» (όρος που επινοήθηκε από τον ΜακΚώλευ της Pimco) και το επακόλουθό της είναι μια άσχημη κατάσταση αποπληθωρισμού του χρέους, την οποία είναι πολύ δύσκολο να αντιμετωπίσουν οι υπεύθυνοι χάραξης οικονομικής πολιτικής.
Η χαρτογράφηση της οικονομικής ιστορίας των τελευταίων δεκαετιών στις ΗΠΑ είναι εύκολη και πειστική. Από τα μέσα της δεκαετίας του 1980 έως το 2007 η οικονομία των ΗΠΑ διέτρεξε όντως μια περίοδο σχετικής σταθερότητας και αυτό με τη σειρά του προκάλεσε μια πολύ κακή κατάσταση εφησυχασμού, ιδίως μεταξύ των φορέων χάραξης πολιτικής. Το 2004, ο Μπεν Μπερνάνκι σε μια διάλεξη που έκανε εντύπωση εγκωμίασε τη «μεγάλη μετριοπάθεια» της οικονομίας, η οποία, όπως υποστήριξε θα είναι ίσως ένα διαρκές φαινόμενο επειδή εκτός των άλλων αντικατόπτριζε την αριστεία της σύγχρονης μακροοικονομικής πολιτικής. «Αυτό μας φαίνεται γραφικό τώρα», παρατηρεί ο Γούλφ. Εγώ θα χρησιμοποιούσα μια πιο σκληρή λέξη.
Αυτό που γνωρίζουμε τώρα και θα έπρεπε να είναι προφανές και τότε, είναι ότι η επιφανειακή σταθερότητα της οικονομίας των ΗΠΑ στηριζόταν σε μη βιώσιμη αύξηση του χρέους. Το παρακάτω γράφημα, το οποίο αναπαράγει ένα από τα διαγράμματα που Γούλφ, μας λέει την ιστορία: το χρέος του ιδιωτικού τομέα αυξανόταν συνεχώς, καθιστώντας την οικονομία όλο και πιο ευάλωτη σε μια «στιγμή Μίνσκυ». Ώσπου η «στιγμή» ήρθε.
Εκ των υστέρων, βλέποντας την τάση σ' αυτό το διάγραμμα, ο εφησυχασμός, τόσο των φορέων χάραξης πολιτικής όσο και των επενδυτών, είναι αξιοσημείωτος. Γιατί δεν χτύπησε ο συναγερμός;
Μια εξήγηση δίνει η πλάνη εξαιτίας της άστοχης συγκεκριμενοποίησης: το κατεστημένο των οικονομολόγων, για να χρησιμοποιήσουμε τον όρο του Γούλφ, ταύτιζε τις οικονομικές κρίσεις με παλιομοδίτικους τραπεζικούς πανικούς (bank-runs) των καταθετών - και οι τέτοιοι τραπεζικοί πανικοί ανήκουν στο παρελθόν, χάρις στην εξασφάλιση των καταθέσεων. Επιπλέον, σήμερα, στο 2008, η κατάθεση και η πίστωση δεν είναι πλέον η κυρίαρχη μορφή τραπεζικής δραστηριότητας. Αντ' αυτής, η χρηματοοικονομική δραστηριότητα βασίζεται όλο και περισσότερο στο «σκιώδες τραπεζικό σύστημα» (ένας άλλος όρος του Paul McCulley): Οικονομικοί οργανισμοί, όπως τα συλλογικά επενδυτικά χαρτοφυλάκια της χρηματαγορών και οι επενδυτικές τράπεζες, που εξαρτώνται από δάνεια μίας ημέρας, έχουν φθάσει να αποτελούν περισσότερο από το μισό του τραπεζικού συστήματος των ΗΠΑ. Αυτοί οι οργανισμοί είναι μη εξασφαλισμένοι και μη ρυθμισμένοι, πράγμα που τους καθιστά ιδιαίτερα ευάλωτους στον πανικό.
Μια άλλη εξήγηση δίνει η απέραντα υπερβολική πίστη στη σοφία του χρηματοπιστωτικού τομέα. Οι σημαντικοί φορείς χάραξης οικονομικής πολιτικής έπεισαν τον εαυτό τους και τον υπόλοιπο κόσμο ότι «η χρηματοοικονομική καινοτομία» κάνει το σύστημα πιο σταθερό, αλλά και πιο αποτελεσματικό. Αντί να αντιτίθενται ή να επιδιώκουν έναν περιορισμό της ραγδαίας αύξησης των χρηματοοικονομικών δραστηριοτήτων, έσπευσαν να τις ενισχύσουν. Ο πιο σημαντικός λόγος που επέστρεψε στις αγορές μια αστάθεια όμοια με της δεκαετία του 1930, λέει ο Γούλφ, «ήταν απλά η χρηματοπιστωτική φιλελευθεροποίηση».
Τέλος, οι φορείς χάραξης πολιτικής ήταν οι ίδιοι πεπεισμένοι ότι θα μπορούσαν να εξουδετερώσουν εύκολα οποιαδήποτε μεγάλη επίπτωση μιας χρηματοπιστωτικής αναστάτωσης στην πραγματική οικονομία, όπως ισχυρίστηκε ο Μίλτον Φρίντμαν θα μπορούσε η Fed να είχε κάνει την εποχή του 1930. Πράγματι, κατά τη διάρκεια της περιόδου 2007-2008, ήταν τόσο συχνές οι επίσημες διαβεβαιώσεις ότι τα προβλήματα στην αγορά των στεγαστικών δανείων είχαν «εξουδετερωθεί», ώστε ακουγόταν σαν αστεία. Όπως αποδείχθηκε, η εξουδετέρωση των επιπτώσεων της χρηματοπιστωτικής κρίσης είναι πράγματι κάτι πολύ δύσκολο.
Αυτό λοιπόν είναι το Καθιερωμένο Μοντέλο της κρίσης. Μια μακρά περίοδος σχετικής οικονομικής σταθερότητας τροφοδότησε τον εφησυχασμό τόσο στον ιδιωτικό όσο και στο δημόσιο τομέα, οδηγώντας σε μη βιώσιμη αύξηση του χρέους. Εν τω μεταξύ, η ιδεολογία της ελεύθερης αγοράς τύφλωσε τους φορείς χάραξης πολιτικής για τους κινδύνους από το αυξανόμενο χρέος, όπως από τον τεράστιο αριθμό των ενυπόθηκων δανείων με ελλειμματική εξασφάλιση, οδηγώντας τους στην πράξη στο να καταργήσουν πολλά από τα προστατευτικά μέσα που διαθέταμε. Και εκ των υστέρων διαπιστώσαμε ότι έρχεται αναπόφευκτα η μέρα της αναμέτρησης, όταν η φούσκα του εφησυχασμού σκάσει και η ευθραυστότητα του χρηματοπιστωτικού μας συστήματος.
Αυτό που παρουσίασα εδώ είναι κάπως Αμερικανοκεντρικό. Ο Γούλφ σωστά υποστηρίζει, ότι για να έχουμε μια πληρέστερη εικόνα πρέπει να στρέψουμε την προσοχή μας και στον ευρύτερο κόσμο. Αυτό κάνει πιο περίπλοκη την παρουσίασή του σε ένα-δυο σημαντικά σημεία.
Πρώτον, λέει ο Γούλφ, οι εξελίξεις στις αναδυόμενες αγορές, ειδικά στην Ασία, ήταν κατά κάποιο τρόπο ένα αντεστραμμένο είδωλο των εξελίξεων στις παλιές προηγμένες οικονομίες. Ενώ στις Ηνωμένες Πολιτείες επικρατούσε αυτή η «μεγάλη μετριοπάθεια», στις αναδυόμενες αγορές επικρατούσε μεγάλη μεταβλητότητα με τεράστιες εισροές και εκροές κεφαλαίων (που κατέστησαν δυνατές από την εξαπλούμενη κατάργηση των ελέγχων του κεφαλαίου). Ένα ενδιαφέρον ερώτημα είναι, γιατί η Ασιατική χρηματοπιστωτική κρίση στα τέλη της δεκαετίας του 1990, η οποία προκάλεσε σε πολλές οικονομίες καθίζηση ίδιου επιπέδου με την Παγκόσμια Κρίση του '30 και έσπρωξε την Ιαπωνία σε παρατεταμένη στασιμότητα και αποπληθωρισμό, δεν κλόνισε τον εφυσυχασμό των δυτικών οικονομολόγων περί την οικονομική πολιτική. Δεν τον κλόνισε. (Εγώ είδα πράγματι την κρίση ως οιωνό και δημοσίευσα το βιβλίο The Return of Depression Economics, 1999).
Αυτό που έκανε η Ασιατική κρίση, ήταν να πείσει τις αναδυόμενες αγορές ότι χρειάζονται τεράστια αποθέματα σε ξένο νόμισμα ως ασφάλιση έναντι μελλοντικών κρίσεων. Και η τεράστια συσσώρευση περιουσιακών στοιχείων στο εξωτερικό σημαίνει ότι στην πραγματικότητα, οι Κινέζοι και πολλοί άλλοι, δανείζουν μεγάλα ποσά με πολύ χαμηλά επιτόκια στις προηγμένες οικονομίες, ιδιαίτερα στις Ηνωμένες Πολιτείες. Σε μια άλλη ομιλία που άσκησε επιρροή, ο Μπεν Μπερνάνκι έδωσε σ' αυτό το φαινόμενο το όνομα «παγκόσμιο πλεόνασμα αποταμιεύσεων». Κατά το χρόνο εκείνο (2005), η εν λόγω ανάλυση έγινε με νόημα καθησυχαστικό: Ο Μπερνάνκι έλεγε στο ακροατήριό του να μην ανησυχεί πάρα πολύ για τον μεγάλης κλίμακας δανεισμό των ΗΠΑ από το εξωτερικό. Αλλά ο Γουλφ υποστηρίζει ότι το πλεόνασμα αποταμίευσης αλληλεπίδρασε με το επισφαλές χρηματοπιστωτικό σύστημα και έκαναν την Αμερική ακόμη πιο ευάλωτη στην κρίση.
Αν η δεκαετία του 1990 ήταν μια εποχή της κρίσης στις αναπτυσσόμενες χώρες, τα χρόνια μετά το 2010 είναι μια εποχή κρίσης στην Ευρώπη. Σε μια γενική έννοια, η κρίση της ευρωζώνης ακολουθεί το σχήμα του Μίνσκυ. Υπήρχε αύξηση του χρέους τροφοδοτούμενη από τον εφησυχασμό, που την ακολούθησε μια μεγάλη καθίζηση, όταν πολλοί οφειλέτες εξαναγκάσθηκαν ταυτόχρονα σε περικοπές. Στην περίπτωση της Ευρώπης όμως, ο εφησυχασμός δεν προήλθε τόσο από μια κατάσταση σταθερότητας, αλλά κυρίως από την ψευδαίσθηση ότι το κοινό νόμισμα, το ευρώ, είχε εξαλείψει τους κινδύνους του δανεισμού. Για παράδειγμα, το κόστος του δανεισμού στην Ισπανία, βυθίστηκε στα τέλη της δεκαετίας του 1990, όταν είχε γίνει σαφές ότι η Ισπανία θα μοιραζόταν πράγματι το ίδιο νόμισμα με τη Γερμανία. Τα χαμηλά επιτόκια, με τη σειρά τους, βοήθησε να φουσκώσει με τεράστια φούσκα στην αγορά κατοικίας. Και όταν αυτή η φούσκα έσκασε, η Ισπανία και άλλες δανειολήπτριες χώρες με το κοινό νόμισμα βρέθηκαν χωρίς περιθώρια ελιγμών και εξαναγκάσθηκαν σε δημοσιονομική λιτότητα που εμβάθυνε την οικονομική τους καθίζηση.
Oι ιδιαίτερες συνθήκες που επικρατούν στις αναδυόμενες αγορές και στη ζώνη του ευρώ περιπλέκουν το θέμα. Όμως το ουσιαστικό που μας μένει από την άποψη του Γούλφ είναι η υπόθεση του Μίνσκυ περί εγγενούς οικονομικής αστάθειας: η σταθερότητα γεννά εφησυχασμό, ο εφησυχασμός γεννά απερισκεψία και κατά συνέπεια κάνει την οικονομία εύθραυστη, ασταθή. Η αστάθεια προετοιμάζει την κρίση. Είναι μια καλή εξήγηση. Είναι όμως επαρκής;
3.
Ένας από τους μεγάλους πειρασμούς που αντιμετωπίζει όποιος γράφει για την οικονομική κρίση, είναι η πίεση που δέχεται να μετατρέπει όλα αυτά σε ένα «ηθικοπλαστικό έργο», δηλαδή να τονίζει τις μακάβριες υπερβολές των περιόδων οικονομικής ανόδου και να αποδέχεται την επώδυνη συρρίκνωση που ακολουθεί ως αναπότρεπτο «μισθό της αμαρτίας». Ο διαλυτισμός ή λικβινταρισμός, δηλαδή το δόγμα ότι οι υπεύθυνοι χάραξης οικονομικής πολιτικής πρέπει να μην επεμβαίνουν και να αφήνουν τις βαθειές οικονομικές κρίσεις να συνεχίζουν και να ολοκληρώνουν τη διαδρομή τους, είχε ισχυρούς υποστηρικτές στη δεκαετία του 1930. Ο Friedrich Hayek για παράδειγμα, προειδοποίησε τότε να μη γίνει χρήση «τεχνητών μέσων τόνωσης» για να ενισχυθεί μια οικονομία που βρίσκεται σε βαθειά ύφεση και υποστήριξε ότι οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής πρέπει να «αφήσουν χρόνο για να επιτευχθεί μια μόνιμη θεραπεία».
Ο Γούλφ δεν είναι λικβινταριστής. Μάλιστα επικρίνει την επανεμφάνιση του «λικβινταριστικής τρέλας» σε ορισμένες μείζονες διεθνείς οργανισμούς, ιδίως στην Τράπεζα Διεθνών Διακανονισμών (Bank for International Settlements). Ωστόσο, δεν νομίζω ότι θα είμαι άδικος αν υποθέσω ότι σ' αυτό το βιβλίο τουλάχιστον, επιδεικνύει περισσότερη ενέργεια και πάθος στο να επικρίνει τη χαλαρότητα των ρυθμιστικών μηχανισμών και την ανεδαφική λατρεία του «αόρατου χεριού» των αγορών και όχι στο να καταγγείλει την ανεπάρκεια της πολιτικής μετά την εκδήλωση της κρίσης και τη ζημιά που προκάλεσε η λιτότητα. Το ζήτημα της ελάφρυνσης του χρέους των οικονομιών που, σύμφωνα με τη δική του εκτίμηση, σύρονται στην πτώση από το υπερβολικό χρέος, το πραγματεύεται εν συντομία, όμως αυτό φαίνεται μάλλον σαν μια σκέψη εκ των υστέρων. Ακόμη και αν δεν ήταν στις προθέσεις του, υποψιάζομαι ότι το βιβλίο θα διαβαστεί κυρίως ως επιχείρημα για να τιθασευθεί η ανεξέλεγκτη χρηματοοικονομική δραστηριότητα, επισκιάζοντας όμως την ανάγκη για περισσότερα νομισματικά και φορολογικά κίνητρα και για μεγαλύτερη ανακούφιση των οφειλετών που πιέζονται όταν η οικονομία είναι σε βαθειά ύφεση.
Το να υπογραμμίζεται η ανάγκη να μειωθεί η οικονομική αστάθεια, έχει νόημα αν πιστεύεις ότι η κληρονομιά της χρηματοοικονομικής έξαρσης που επικρατούσε προηγουμένως είναι ο λόγος που έχουμε τόσο μεγάλο πρόβλημα τώρα. Είμαστε όμως σίγουροι γι' αυτό; Επιτρέψτε μου να εκθέσω δύο επιχειρήματα για να είμαστε επιφυλακτικοί.
Πρώτον, το γεγονός ότι η βαθειά οικονομική κρίση που επικράτησε σε όλο τον δυτικό κόσμο μετά το 2008 προέκυψε σαφώς μετά την κατάρρευση μιας τεράστιας χρηματοπιστωτικής φούσκας, δεν σημαίνει ότι η φούσκα είναι η πραγματική αιτία της κρίσης. Στο τέλος του βιβλίου The Shifts and the Shocks ο Γουλφ αναφέρει την επανεμφάνιση της υπόθεσης για τη «μακροχρόνια, διαρθρωτική στασιμότητα» (“secular stagnation”), πιο γνωστής από τις ομιλίες και τα γραπτά του Lawrence Summers (ο λόρδος Adair Turner έκανε ανεξάρτητα παρόμοιες αναφορές, όπως και εγώ). Ωστόσο δεν είμαι βέβαιος αν οι αναγνώστες θα αντιληφθούν τις επιπτώσεις της υπόθεσης αυτής στο σύνολό τους. Αν οι υποστηρικτές της «μακροχρόνιας διαρθρωτικής στασιμότητας» έχουν δίκιο, τότε οι προηγμένες οικονομίες υποφέρουν τώρα από επίμονα ανεπαρκή ζήτηση, πράγμα που σημαίνει ότι η κρίση είναι η φυσιολογική τους κατάσταση, εκτός από τις περιόδους στις οποίες οι δαπάνες στηρίζονται σε φούσκες. Αν αυτό είναι αλήθεια, τότε η ρίζα του προβλήματος δεν είναι οι φούσκες: στην πραγματικότητα οι φούσκες ενόσω αντέχουν είναι καλό πράγμα, γιατί στηρίζουν τη ζήτηση. Δυστυχώς οι φούσκες δεν είναι βιώσιμες, άρα αυτό που χρειαζόμαστε επειγόντως είναι οικονομικές πολιτικές για τη στήριξη της ζήτησης σε συνεχή βάση, πράγμα που είναι ένα θέμα πολύ διαφορετικό από τα προβλήματα της ρύθμισης του χρηματοπιστωτικού συστήματος.
Μάρτιν Γουλφ |
Αυτό, με τη σειρά του μου φέρνει μια ακόμη επιφύλαξη απέναντι στην Μινσκυανή ερμηνεία της μετά το 2008 βαθειάς κρίσης. Ακόμα κι αν πιστεύουμε ότι η χρηματοπιστωτική υπερβολή προετοίμασε την καθίζηση που ακολούθησε (και παρά τη συμπάθειά μου προς την άποψη περί «μακροχρόνιας στασιμότητας»), δεν υπάρχει εύλογο επιχείρημα γιατί η κρίση έπρεπε να είναι τόσο φοβερή όσο είναι. Η απομόνωση των επιπτώσεων μιας χρηματοπιστωτικής κρίσης δεν είναι τόσο εύκολο πράγμα όσο κατέληξαν να πιστεύουν οι οικονομολόγοι καθοδηγούμενοι προς λάθος κατεύθυνση από τον Μίλτον Φρίντμαν, αλλά δεν είναι κάτι αδύνατο. Αν και ποτέ δεν θα το μάθετε από τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης, τα οποία υποβαθμίζουν οποιαδήποτε επιτυχία του Ομπάμα, υπάρχει μια συντριπτική συναίνεση μεταξύ των οικονομολόγων, ότι χάρις στα μέτρα τόνωσης της οικονομίας που έλαβε το 2009 ο Ομπάμα, περιορίστηκε η ανεργία σε επίπεδα ουσιαστικά χαμηλότερα ό, τι θα είχε συμβεί αν τα μέτρα δεν είχαν ληφθεί. Με δεδομένη την καθολική επικράτηση εξαιρετικά χαμηλών επιτοκίων, αυτά τα μέτρα τόνωσης θα μπορούσαν εύκολα να ήταν μεγαλύτερα και να διατηρούνταν ενεργά για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα. Αντ' αυτού όμως, προέκυψε μια λανθασμένη εμμονή με τα ελλείμματα και μια πρωτοφανής δημοσιονομική λιτότητα, η οποία βάθυνε και παρέτεινε κατά πολύ την καθίζηση. Οι ευρωπαϊκές χώρες είχαν λιγότερες επιλογές: είναι παγιδευμένες σε ένα δυσλειτουργικό νομισματικό σύστημα, αλλά και εκεί η καθίζηση έγινε πολύ χειρότερη εξαιτίας της λανθασμένης οικονομικής πολιτικής.
Το να επικεντρώνεται κανείς, όπως ο Μάρτιν Γουλφ, στις μετρήσιμες παραμέτρους - στις «μεταβολές» - που αύξησαν την ευπάθεια στην κρίση, δεν αρκεί. Ναι, τα αυξανόμενα επίπεδα του ιδιωτικού χρέους, η αυξημένη εξάρτηση από το σκιώδες τραπεζικό σύστημα, οι όλο και μεγαλύτερες διεθνείς ανισορροπίες κτλ, συνετέλεσαν στην προετοιμασία της καταστροφής. Όμως οι διανοητικές μεταβολές, δηλαδή το πως οι οικονομολόγοι και οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής εγκατέλειψαν και ξέχασαν τα με κόπο κερδισμένα διδάγματα της Μεγάλης Κρίσης της δεκαετίας του '30, η επιστροφή στην προ-Κεϋνσιανές πλάνες και προκαταλήψεις, έπαιξαν αναμφισβήτητα εξίσου μεγάλο ρόλο στην τραγωδία των τελευταίων έξι χρόνων. Ο Νόμος του Say, δηλαδή ο ψευδής ισχυρισμός ότι το εισόδημα δαπανάται αυτόματα, επανεμφανίστηκε με δυναμικό τρόπο. Με απίστευτο τρόπο, επανεμφανίστηκε και ο λικβινταρισμός, δηλαδή η άποψη ότι κάθε προσπάθεια να απαλυνθούν οι οδύνες της κρίσης θα αναβάλει την αναγκαία προσαρμογή. Η αλήθεια είναι ότι η συμβατική οικονομική ανάλυση απέτυχε να αντιμετωπίσει την κρίση. Αλλά όταν οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής απέρριψαν την ορθόδοξη οικονομική θεωρία, αυτό που έκαναν ήταν κυρίως να την απορρίψουν υιοθετώντας δόγματα όπως η «επεκτατική λιτότητα» (“expansionary austerity”, δηλαδή την ανεδαφική άποψη ότι η περικοπή των δημοσίων δαπανών δημιουργεί πραγματικές θέσεις εργασίας), κάνοντας την κατάσταση χειρότερη και όχι καλύτερη.
Αυτό με κάνει κάπως επιφυλακτικό στις προτάσεις του Γουλφ για να αποτρέψουμε «την πυρκαιά την επόμενη φορά». The Shifts and the Shocks είναι μια εξαιρετική έρευνα για το πώς φτάσαμε στην αναστάτωση όπου βρισκόμαστε. Οι ουσιαστικές προτάσεις του Γουλφ στο τέλος του βιβλίου, ιδίως για τη μεταρρύθμιση του ευρώ-συστήματος, για την ασφάλιση των καταθέσεων ολόκληρου του τραπεζικού συστήματος, για υψηλότερο επίπεδο πληθωρισμού ώστε το βάρος της προσαρμογής να μοιράζεται καλύτερα και πιο δίκαια στην κοινωνία, μεταξύ άλλων μεταρρυθμίσεων, είναι όλες αξιέπαινες. Αλλά ακόμη και οι θεοί, μάταια πολεμούν ενάντια στη βλακεία. Θα τα καταφέρουν καλύτερα στη μάχη κατά της βλακείας οι μεταρρυθμιστές του χρηματοοικονομικού συστήματος;
Martin Wolf - The Shifts and the Shocks: What We’ve Learned—and Have Still to Learn—from the Financial Crisis, Penguin, 466 σελίδες
Στον ιστότοπο Μετά την Κρίση:
Μάρτιν Γουλφ - Η τοξική κληρονομιά της Ευρωζώνης
Martin Wolf - The Shifts and the Shocks: What We’ve Learned—and Have Still to Learn—from the Financial Crisis, Penguin, 466 σελίδες
Στον ιστότοπο Μετά την Κρίση:
Μάρτιν Γουλφ - Η τοξική κληρονομιά της Ευρωζώνης
Η ιστοσελίδα γνώμης και αναλύσεων του Πωλ Κρούγκμαν (The New York Times):
Η μεγάλη, πλανητική εικόνα της κρίσης: Τριάντα χρόνια στασιμότητας και ύφεσης; Κοινωνίες χωρίς ρευστό χρήμα; Κρατικές όλες οι τράπεζες; Κράτη-επενδυτές;
- Το μέλλον της οικονομίας στις ΗΠΑ και στην Ευρώπη - των Λάρρυ Σάμμερς, Πώλ Κρούγκμαν, Βόλφγκανγκ Μύνχάου
Ένας
Κεϋνσιανός αντίλογος στους Σάμμερς - Κρούγκμαν: Η διαρκής, διαρθρωτική
οικονομική στασιμότητα (secular stagnation) - η κρίση του προτύπου
της Νέας Συναίνεσης, - Μάριο Σεκκαρέτσια
Πωλ Κρούγκμαν - Πώς τα πήγαν τόσο χάλια οι οικονομολόγοι; (στο περιοδικό "Θέσεις")
«Πως κατέρρευσε το θεωρητικό οικοδόμημα της πολιτικής της λιτότητας» (“How the Case for Austerity Has Crumbled”), Austerität: Der Einsturz eines Glaubensgebäudes, και
«Λιτότητα μέχρι θανάτου» (“Wir sparen uns zu Tode”)
Στην έκδοση περιλαμβάνονται επίσης κείμενα και συζητήσεις των Γιούργκεν Χάμπερμας, Πέτερ Μπόφινγκερ, Βόλφγκανγκ Στρέεκ, Κλάους Όφφε, Γιόσκα Φίσερ, Ούλριχ Μπέκ, Έλμαρ Αλτφάτερ, Χανς Γιούργκεν Ούρμπαν (IG Metal), Όσκαρ Νέγκτ και άλλων.
Στην έκδοση περιλαμβάνονται επίσης κείμενα και συζητήσεις των Γιούργκεν Χάμπερμας, Πέτερ Μπόφινγκερ, Βόλφγκανγκ Στρέεκ, Κλάους Όφφε, Γιόσκα Φίσερ, Ούλριχ Μπέκ, Έλμαρ Αλτφάτερ, Χανς Γιούργκεν Ούρμπαν (IG Metal), Όσκαρ Νέγκτ και άλλων.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου