του Γιόσκα Φίσερ
© Project Syndicate, Joschka Fischer: Europe’s Nationalists on the March, 31 Μαΐου 2014
H Γερμανία ενέχεται για την ανέφικτη, ουτοπική εμμονή των ηγετών της για
ταυτόχρονη μείωση του δημόσιου χρέους και για διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, καθώς
και για τις αντιρρήσεις τους στις πολιτικές τις
προσανατολισμένες στην ανάπτυξη εντός της ευρωζώνης. Το ερώτημα που καίει τώρα, είναι πόσα θα κάνει η Γερμανία για τη Γαλλία, για να σώσουν μαζί την Ευρώπη.
H Ευρώπη απαρτίζεται από έθνη της και έτσι πορεύτηκε επί εκατοντάδες χρόνια. Αυτό το γεγονός κάνει την ενοποίηση της ηπείρου ένα δύσκολο πολιτικό εγχείρημα, ακόμη και σήμερα. Ο εθνικισμός δεν είναι μια αρχή εποικοδομητική για την Ευρώπη. Αντίθετα, ήταν και παραμένει η αρχή για την αποδόμηση της Ευρώπης. Αυτό είναι το κύριο συμπέρασμα που συνάγεται από την δραματική άνοδο των αντι-ευρωπαϊκών λαϊκιστικών κομμάτων στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο στις εκλογές του Μαίου 2014.
Είναι ένα μάθημα που όλοι οι Ευρωπαίοι θα έπρεπει ήδη να έχουν μάθει. Στο κάτω κάτω, οι πόλεμοι στην Ευρώπη του 20ού αιώνα έγιναν υπό την σημαία του εθνικισμού και κατέστρεψαν σχεδόν ολοσχερώς την ήπειρο. Στην αποχαιρετιστήρια ομιλία του προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, ο Φρανσουά Μιτεράν διατύπωσε το απόσταγμα μιας ζωής πολιτικής εμπειρίας σε μία μόνο φράση: «Εθνικισμός σημαίνει πόλεμο».
Το προηγούμενο καλοκαίρι η Ευρώπη μνημόνευσε την εκατονταετηρίδα από το ξέσπασμα του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, ο οποίος τη βύθισε στην άβυσσο της νεοτερικής εθνικιστικής βίας. Επίσης μνημονεύσαμε την 70η επέτειο από την απόβαση της αντιναζιστικής συμμαχίας στη Νορμανδία, η οποία συναποφάσισε για την έκβαση του Β' Παγκόσμιου Πολέμου και υπέρ της δημοκρατίας στη Δυτική Ευρώπη (και αργότερα, μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, σε όλη την Ευρώπη).
Η πρόσφατη ευρωπαϊκή ιστορία είναι γεμάτη με τέτοιες μνήμες και επετείους, όλες στενά συνδεδεμένες με τον εθνικισμό. Και όμως, οι ελπίδες πολλών Ευρωπαίων για το μέλλον φαίνεται και πάλι να βρίσκουν έκφραση σ' αυτόν, ενώ την ενωμένη Ευρώπη, τον εγγυητή της ειρήνης μεταξύ των λαών της Ευρώπης από το 1945, την θεωρούν ως βάρος και ως απειλή. Αυτή είναι η πραγματική σημασία των αποτελεσμάτων των εκλογών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου.
Το προηγούμενο καλοκαίρι η Ευρώπη μνημόνευσε την εκατονταετηρίδα από το ξέσπασμα του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, ο οποίος τη βύθισε στην άβυσσο της νεοτερικής εθνικιστικής βίας. Επίσης μνημονεύσαμε την 70η επέτειο από την απόβαση της αντιναζιστικής συμμαχίας στη Νορμανδία, η οποία συναποφάσισε για την έκβαση του Β' Παγκόσμιου Πολέμου και υπέρ της δημοκρατίας στη Δυτική Ευρώπη (και αργότερα, μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, σε όλη την Ευρώπη).
Η πρόσφατη ευρωπαϊκή ιστορία είναι γεμάτη με τέτοιες μνήμες και επετείους, όλες στενά συνδεδεμένες με τον εθνικισμό. Και όμως, οι ελπίδες πολλών Ευρωπαίων για το μέλλον φαίνεται και πάλι να βρίσκουν έκφραση σ' αυτόν, ενώ την ενωμένη Ευρώπη, τον εγγυητή της ειρήνης μεταξύ των λαών της Ευρώπης από το 1945, την θεωρούν ως βάρος και ως απειλή. Αυτή είναι η πραγματική σημασία των αποτελεσμάτων των εκλογών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου.
Όμως, οι αριθμοί και τα ποσοστά από μόνα τους δεν εκφράζουν το μέγεθος της ήττας που υπέστη η ΕΕ. Όσο και άν οι δημοκρατικές εκλογές καθορίζουν πλειοψηφίες και μειοψηφίες, και συνακόλουθα την κατανομή της εξουσίας για ένα χρονικό διάστημα, δεν εγγυώνται πάντα μια σωστή εκτίμηση της πολιτικής κατάστασης. Οι εκλογές παρέχουν ένα στιγμιότυπο - μια στιγμιαία φωτογραφία. Για να κατανοήσουμε τις μακροπρόθεσμες τάσεις, θα πρέπει να εξετάσουμε τη μεταβολή του ποσοστού των διαφόρων κομμάτων από μια εκλογή στην επόμενη.
Αν το αποτέλεσμα των εκλογών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου κρινόταν αποκλειστικά και μόνο από το γεγονός ότι η συντριπτική πλειοψηφία των πολιτών της Ευρώπης ψήφισαν για κόμματα που τάσσονται υπέρ της ΕΕ, θα χάναμε το βασικό σημείο: την δραματική αύξηση της υποστήριξης προς ευρωσκεπτικιστικά εθνικιστικά κόμματα σε κράτη όπως η Γαλλία, το Ηνωμένο Βασίλειο, η Δανία, η Αυστρία, η Ελλάδα και η Ουγγαρία. Αν αυτή η τάση συνεχιστεί, θα γίνει μια απειλή για την ύπαρξη της ΕΕ, καθώς θα εμποδίσει την περαιτέρω ολοκλήρωση, η οποία χρειάζεται επειγόντως, και θα καταστρέψει την ευρωπαϊκή ιδέα από μέσα.
Η Γαλλία, ειδικότερα, προκαλεί μεγάλη ανησυχία, διότι το Εθνικό Μέτωπο έχει καθιερωθεί εκεί ως τρίτη πολιτική δύναμη της χώρας. Το συνθημα «Κατακτήστε τη Γαλλία και καταστρέψτε την Ευρώπη!» έχει γίνει ο επόμενος εκλογικός στόχος του Μετώπου. Χωρίς τη Γαλλία, ελάχιστα (ή μάλλον τίποτε) μπορούν να γίνουν στην ΕΕ. Μαζί με τη Γερμανία, η Γαλλία είναι απαραίτητη για το μέλλον της ΕΕ. Και κανείς δεν πρέπει να αμφιβάλλει ότι το Μέτωπο και οι ψηφοφόροι του ό,τι λένε το εννοούν.
Στο επίκεντρο της πολιτικής κρίσης της Ευρώπης είναι η οικονομική και χρηματοπιστωτική δυσπραγία της Ευρωζώνης, την οποία ούτε οι εθνικές κυβερνήσεις ούτε τα θεσμικά όργανα της ΕΕ φαίνεται να είναι σε θέση να αντιμετωπίσουν. Αντί για ενίσχυση της πανευρωπαϊκής αλληλεγγύης, η οικονομική κρίση έχει οδηγήσει σε μια σκληρή σύγκρουση για τη διανομή. Αυτό που κάποτε ήταν μια σχέση μεταξύ ίσων, έχει δώσει τη θέση του σε μια αντιπαράθεση μεταξύ των οφειλετών και των πιστωτών.
Η αμοιβαία δυσπιστία που χαρακτηρίζει τη σύγκρουση αυτή μπορεί να βλάψει ανεπανόρθωτα την ψυχή της Ένωσης και ολόκληρου του ευρωπαϊκού σχεδίου. Η Βόρεια Ευρώπη μαστίζεται από φόβους ότι θα απαλλοτριωθεί οικονομικά, η Νότια βρίσκεται στο έλεος μιας οικονομικής κρίσης που δεν φαίνεται να έχει τέλος, με ένα άνευ προηγουμένου υψηλό ποσοστό ανεργίας, για την οποία οι πολίτες της θεωρούν υπεύθυνο τον Βορρά, ιδιαίτερα τη Γερμανία. Η κρίση χρέους στο Νότο, μαζί με τις κοινωνικές συνέπειες των σκληρών μέτρων λιτότητας, θεωρείται απλά ως εγκατάλειψη από τον πλούσιο Βορρά της αρχής της αλληλεγγύης.
Σ' αυτό το κλίμα μειωμένης αλληλεγγύης, η νίκη προσφέρθηκε πρόθυμα στο πιάτο του παλαιού τύπου εθνικισμού. Όπου η ΕΕ ενοχοποιήθηκε για την κατάρρευση της ευημερίας της μεσαίας τάξης, επικράτησε η εκλογική στρατηγική του εθνικού σωβινισμού και της ξενοφοβίας.
Με δεδομένη τη σημερινή αδυναμία της Γαλλίας και το δραματικό εκλογικό αποτέλεσμα εκεί, καθώς και την περιπετειώδη πορεία του Ηνωμένου Βασιλείου προς την έξοδο από την ΕΕ, ο ηγετικός ρόλος της Γερμανίας θα συνεχίσει να ενισχύεται, πράγμα που δεν είναι καλό ούτε για τη Γερμανία, ούτε για την ΕΕ. Η Γερμανία ποτέ δεν φιλοδοξούσε να αποκτήσει έναν τέτοιο ρόλο, αλλά η οικονομική δύναμη και θεσμική σταθερότητα της χώρας αυτής έχει κάνει την αποδοχή του ρόλου αυτού αναπόφευκτη. Παρ' όλα αυτά, η απροθυμία της Γερμανίας να ασκήσει ηγετική ικανότητα παραμένει μεγάλο πρόβλημα.
Με δεδομένη τη σημερινή αδυναμία της Γαλλίας και το δραματικό εκλογικό αποτέλεσμα εκεί, καθώς και την περιπετειώδη πορεία του Ηνωμένου Βασιλείου προς την έξοδο από την ΕΕ, ο ηγετικός ρόλος της Γερμανίας θα συνεχίσει να ενισχύεται, πράγμα που δεν είναι καλό ούτε για τη Γερμανία, ούτε για την ΕΕ. Η Γερμανία ποτέ δεν φιλοδοξούσε να αποκτήσει έναν τέτοιο ρόλο, αλλά η οικονομική δύναμη και θεσμική σταθερότητα της χώρας αυτής έχει κάνει την αποδοχή του ρόλου αυτού αναπόφευκτη. Παρ' όλα αυτά, η απροθυμία της Γερμανίας να ασκήσει ηγετική ικανότητα παραμένει μεγάλο πρόβλημα.
Όλοι οι Ευρωπαίοι έχουν στα πολιτικά τους γονίδια την ενστικτώδη αντίσταση σε οποιαδήποτε μορφή ηγεμονίας, πράγμα που είναι λογικό. Αυτό ισχύει και για τη Γερμανία. Αλλά το να θεωρείται η γερμανική ηγεμονία η υπεύθυνη για τις πολιτικές της λιτότητας στο Νότο είναι μόνο εν μέρει δικαιολογημένο. Η γερμανική κυβέρνηση δεν είχε αναγκάσει τις χώρες που έχουν πληγεί απο την κρίση να δημισουργήσουν τα υψηλά επίπεδα του δημόσιου χρέους τους.
Όμως η Γερμανία μπορεί να θεωρηθεί εντελώς υπεύθυνη για την εμμονή των ηγετών της για ταυτόχρονη μείωση του χρέους και για διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, αλλά και για τις αντιρρήσεις τους σε όλες σχεδόν τις πολιτικές τις προσανατολισμένες στην ανάπτυξη εντός της ευρωζώνης. Επιπλέον, κανένα από τα πολιτικά στρατόπεδα της Γερμανίας δεν είναι είναι πρόθυμο να αναγνωρίσει ρητά ότι υπάρχει «γερμανικό πρόβλημα» μέσα στη Νομισματική Ένωση, δηλαδή ότι η σχετική οικονομική δύναμη της Γερμανίας δεν έχει χρησιμοποιηθεί για το καλό του ευρωπαϊκού εγχειρήματος στο σύνολό του.
Το ερώτημα που καίει τώρα, είναι πόσα θα κάνει η Γερμανία για τη Γαλλία, για να σώσουν την Ευρώπη. Η πίεση προς τη Γερμανίδα Καγκελάριο Άνγκελα Μέρκελ και προς τον πρόεδρο της ΕΚΤ Μάριο Ντράγκι είναι βέβαιο ότι θα αυξηθεί, και δεν θα προέρχεται μόνο από το Παρίσι, αλλά και από τη Ρώμη, από την Αθήνα, και από άλλες πρωτεύουσες.
Για τη Γερμανία η μόνη εναλλακτική λύση στην αλλαγή πορείας τώρα, είναι να περιμένει μέχρις ότου οι χρεωμένες χώρες της Ευρώπης να εκλέξουν κυβερνήσεις που θα θέσουν υπό αμφισβήτηση την υποχρέωσή τους να πληρώσουν. Στην Ελλάδα, η γραφή είναι ήδη γραμμένη στον τοίχο. Για την Ευρώπη αυτό θα ήταν μια καταστροφή. Για τη Γερμανία θα ήταν μια απλή ανοησία.
Ο Joseph Martin Fischer ήταν από το 1983 μέχρι το 2006 ηγετική προσωπικότητα
του Πράσινου Κόμματος (Bündnis 90/Die Grünen). Διετέλεσε υπουργός Εξωτερικών και αντικαγκελάριος της
Ομοσπονδιακής Γερμανίας την περίοδο 1998 - 2005. Το 2006 αποσύρθηκε απο την πολιτική δραστηριότητα και ασχολήθηκε με τη διεθνή πολιτική στο πανεπιστήμιο Princeton, ΗΠΑ. Τον Σεπτέμβριο του 2010 συμμετείχε στην ίδρυση του think-tank Spinelli, με στόχο την υποστήριξη του Ευρωπαικού φεντεραλισμού.
Στον ιστότοπο Μετά την Κρίση:
Γιόσκα Φίσερ - Η διάβρωση της Ευρώπης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου