του Σάιμον Τίσνταλ
© The Guardian - Simon Tisdall: Ripples from Catalan referendum could extend beyond Spain, 2.10.2017
Η Καταλονία δεν είναι μια μοναδική, ιδιαίτερη περίπτωση. Σε όλη την Ευρώπη υπάρχουν ομάδες που επιδιώκουν αναπροσδιορισμούς της ταυτότητας ή απορρίπτουν το συγκεντρωτικό κράτος. Αυτοί οι δύο «προορισμοί» ίσως είναι αναπόφευκτοι· η ανελαστικότητα κυβερνώντων τύπου Ραχόι επιταχύνει την πορεία προς τα εκεί αντί να την καταστέλλει. Να ελπίσουμε μόνον - παρά την τραγικά επαναλαμβανόμενη αμηχανία και την αδιόρθωτη πολιτική μυωπία της κυβερνώσας ΕΕ - ότι οι καιροί άλλαξαν και οι δημοκρατικοί κανόνες έχουν τώρα πιο αυξημένο κύρος και ισχύ· αυτό μόνον μπορεί να προστατεύσει την Ισπανία από το να ακολουθήσει δρόμους αυτοκαταστροφικούς, σαν της Γιουγκοσλαβίας στη δεκαετία του 1990.
Η
προσπάθεια της ισπανικής κυβέρνησης να καταστείλει το δημοψήφισμα για την
ανεξαρτησία της Καταλονίας με ωμή βία, έθεσε επειγόντως τα
κράτη-μέλη της ΕΕ ενώπιον του ερωτήματος άν η
Ισπανία, 42 χρόνια μετά το θάνατο του φασίστα δικτάτορα Φρανθίσκο Φράνκο (Francisco
Franco), είναι πιστή στους κανόνες της δημοκρατίας. Ο Σαρλ Μισέλ (Charles Michel), ο πρωθυπουργός του Βελγίου, εξέφρασε πολλούς στην
Ευρώπη όταν δημοσίευσε στο tweeter την εξής δράση: «Η βία ποτέ δεν μπορεί να είναι η απάντηση!»
Η εριστική στάση της Μαδρίτης, η οποία καταδικάστηκε ευρέως ως χονδροειδής
και επαίσχυντη υπερβολική αντίδραση, έστειλε ωστόσο ένα προβληματικό μήνυμα
στους απανταχού υποψήφιους για απόσχιση: Το μήνυμά της λέει, ότι ειρηνικές εκστρατείες εναρμονισμένες με το καθολικής ισχύος δικαίωμα για
αυτοδιάθεση του Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών, εκστρατείες που αποφεύγουν τη
βία και βασίζονται στα θεμιτά πολιτικά μέσα, είναι τελικά καταδικασμένες σε
αποτυχία. Με άλλα λόγια, η λογική της κυβέρνησης μειοψηφίας της Μαδρίτης είναι η αντίστροφη της λογικής του Βέλγου πρωθυπουργού: Η κυβέρνηση αυτή, στέλνει το μήνυμα ότι η βία είναι η μόνη απάντηση.
Ο
πρωθυπουργός της Ισπανίας, Μαριάνο Ραχόι (Mariano Rajoy), έκανε ό,τι μπορούσε για να αποτρέψει αυτό το δημοψήφισμα, το οποίο κρίθηκε παράνομο από τα δικαστήρια, όμως τα επιχειρήματά του και οι απειλές του δεν έπεισαν. Είναι κάτι που μπορεί να συμβεί· έτσι είναι η δημοκρατία. Η επόμενη επιλογή στην οποία κατέφυγε ο Ραχόι, ήταν να χρησιμοποιήσει τη φυσική βία για
να επιβάλει τη βούλησή του σε πολίτες που ασκούν ένα βασικό δημοκρατικό
δικαίωμα· όμως αυτό έφερνε μια παγερή ηχώ από το παρελθόν της Ισπανίας και έστειλε μια
τρομερή προειδοποίηση για το μέλλον. Τη δικτατορία.
Ασφαλώς, κανείς δεν πιστεύει ότι η υπόθεση της καταλανικής ανεξαρτησίας θα
εξασθενίσει μετά τις αιματηρές συγκρούσεις της Κυριακής που άφησαν
πίσω τους εκατοντάδες τραυματίες. Αντιθέτως, οι ενέργειες του Ραχόι ίσως έχουν διασφαλίσει ότι η
εκστρατεία για την ανεξαρτησία θα εισέλθει σε μια νέα, πιο ριζοσπαστική φάση, που μπορεί να καταλήξει σε διαρκείς συγκρούσεις, σε αμφίπλευρη χρήση βίας και σε κινήματα διαμαρτυρίας-«αντίγραφα» αλλού στην Ισπανία, για παράδειγμα στον πληθυσμό της
οικονομικά πιεσμένης Γαλικίας, ο οποίος έχει εγκαταλειφθεί στην τύχη του από την κεντρική κυβέρνηση της Ισπανίας.
Στην Ισπανική Χώρα των Βάσκων, όπου οι αυτονομιστές της ETA διεξήγαγαν επί δεκαετίες μια τρομοκρατική εκστρατεία που σκότωσε περισσότερους από 800
ανθρώπους και άφησε πίσω της χιλιάδες τραυματίες, το όνειρο της ανεξαρτησίας είναι
παγωμένο - αλλά δεν έχει ξεχαστεί. Υπάρχει τώρα ο εξής κίνδυνος: Μια νέα γενιά νεαρών Βάσκων που
έχουν την αίσθηση ότι η Μαδρίτη τους αγνοεί και τώρα αισθάνονται αποστροφή γι' αυτό που
συνέβη στη Βαρκελώνη, ενδέχεται να μπει στον πειρασμό και να επανεξετάσει
τη μονομερή κατάπαυση πυρός της EΤΑ το 2010 και τον συνακόλουθο
αφοπλισμό της.
Η καταστολή στην Καταλονία θα επιδράσει ως σεισμικό κύμα και μπορεί ενδεχομένως να επεκταθεί πέρα από την Ισπανία. Κατά τη
διάρκεια των συγκρούσεων στη Βόρεια Ιρλανδία είχαν αναπτυχθεί συγκαλυμμένοι δεσμοί μεταξύ του EΤΑ και του IRA· οι δύο ομάδες αντάλλασσαν γνώμες και πληροφορίες και μοιράζονταν εμπειρογνωμοσύνη. Το
Μπέλφαστ, όπως και το Μπιλμπάο, είναι μέρη όπου μειοψηφίες
αντιφρονούντων παραμένουν αμετακίνητες και δεν επηρεάζονται από συμβιβατικά μέτρα, όπως η
αποκέντρωση, η περιορισμένη αυτονομία και η κατανομή της εξουσίας. Ακραίες ομάδες, όπως ο Νέος IRA, ο οποίος έχει αναλάβει την ευθύνη για διάφορες
επιθέσεις μετά το 2012, χρησιμοποιούν τη βία του κράτους ως αυτοδικαιολογητικό επιχείρημα.
Ίσως οι αναλύσεις να υπερβάλλουν όταν επισημαίνουν ομοιότητες μεταξύ της Καταλονίας και άλλων καυτών σημείων στην Ευρώπη που θεωρούνται ως εστίες πιθανών αποσχίσεων. Η Λέγκα του Βορρά (Lega Nord) έχει επιρροή σε μέρη της Βόρειας Ιταλίας, αλλά δεν μιλά σοβαρά για ανεξαρτησία. Το
ίδιο μπορεί να ειπωθεί και για τους συντηρητικούς Βαυαρούς εθνικιστές
στη Νότια Γερμανία ή και για αντίστοιχες τάσεις στο Αυστριακό και στο [γερμανόφωνο] Ιταλικό Τιρόλο· οι δυσαρέσκεις και απογοητεύσεις των Βαυαρών βρίσκουν συνήθως βαλβίδα εκτόνωσης στις «αντιπολιτευτικού» τύπου κινήσεις της Χριστιανικής Κοινωνικής Ένωσης (CSU), του αδελφού και συγκυβερνώντος κόμματος με το Χριστιανικό Δημοκρατικό Κόμμα (CDU) της Άνγκελα Μέρκελ. Οι περιπτώσεις αυτές έχουν πιο πολλά κοινά με το Σκωτικό Εθνικό Κόμμα (SNP) στο Ηνωμένο Βασίλειπ.
Το κοινό που έχουν όλες αυτές οι ομάδες με τους Καταλανούς εθνικιστές είναι η δυσαρέσκειά τους, αν όχι απόρριψη, με την κεντρική εξουσία του εκάστοτε κράτους στο οποίο ανήκουν. Οι μέχρι τώρα δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι η πλειοψηφία των Καταλανών δεν υποστηρίζει την πλήρη ανεξαρτησία από τη Μαδρίτη. Όμως, όπως και στην περίπτωση της Σκωτίας, η πλειοψηφία φαίνεται να αμφισβητεί τη
νομιμοποίηση μιας απόμακρης κεντρικής κυβέρνησης, η οποία μιλά διαφορετική
γλώσσα, υπαγορεύει πολιτικές αποφάσεις, εισπράττει αθέμιτους φόρους και
υποτίθεται ότι επιστρέφει στους δότες λιγότερα από όσα παίρνει.
Η
προσπάθεια του Ραχόι και των υπουργών του να στιγματίσουν το κίνημα ανεξαρτησίας της Καταλανίας ως μέρος του ευρύτερου, πρόσφατου
φαινομένου του δεξιού εθνικισμού που διαδίδεται στην Ευρώπη, ως κίνημα ξενόφοβο και λαϊκιστικό, ήταν προφανής προσπάθεια δυσφήμισης. Πολλοί Καταλανοί δεν έχουν εμπιστοσύνη στη διακυβέρνηση από τη Μαδρίτη. Αυτό δεν σημαίνει ότι αποποιούνται τις αξίες της ανοχής και του ανήκειν σε ένα ευρύτερο όλον. Το αντίθετο· αυτό το ξέρει κάθε επισκέπτης της Βαρκελώνης.
Όμως οι διαφορές και οι διακρίσεις μπορεί να θολώσουν. Για πολιτικούς όπως ο νέος ηγέτης της Lega Nord στην Ιταλία, ο Ματέο Σαλβίνι (Matteo Salvini), είναι μεγάλη ευτυχία να εκμεταλλεύονται αδίστακτα την δυσπιστία και την απογοήτευση των
ψηφοφόρων για την κεντρική κυβέρνηση, ως μέσο για να προωθήσουν στην ημερήσια διάταξη τα δικά τους
αντι-μεταναστευτικά, ισλαμοφοβικά και ακραία εθνικιστικά-λαϊκίστικα προγράμματα. Στη Γαλλία, το βασικό εκλογικό μήνυμα του Εθνικού Μετώπου (Front National) στις προεδρικές εκλογές ήταν ότι το κράτος έχει καταρρεύσει. Πάνω σ΄ αυτή τη βασική προϋπόθεση στήριζε όλες τις επιθετικές πολιτικές του.
Το UΚΙP του Νάιτζελ Φάρατζ (Nigel Farage) έκανε κάτι παρόμοιο στη Βρετανία πέρυσι:
Έπαιξε με την διαδεδομένη δυσπιστία στις «ελίτ του κατεστημένου» για να παρακινήσει σε υποστήριξη της Brexit. Στις
πρόσφατες εκλογές στη Γερμανία, η ανατρεπτική, σκληρή δεξιά
Alternative für Deutschland έστησε ενέδρα στα δύο μεγαλύτερα κόμματα, τα οποία σημείωσαν αρνητικά ρεκόρ ποσοστών και έπεσαν σε ιστορικά χαμηλά επίπεδα ψήφων. Ως προς το βασικό της μέρος, η επιτυχία της AfD δεν οφείλεται σε υποστήριξη του νεοναζισμού. Ήταν μια απόρριψη του status quo.
Υπ' αυτό το ευρύτερο πρίσμα, η αναταραχή στην Καταλονία είναι
μέρος ενός χαοτικού, πανευρωπαϊκής κλίμακας, με πολλά πρόσωπα και πτυχές, κατακερματισμού του κύρους, της επιρροής
και της νομιμοποίησης του παραδοσιακού, παντοδύναμου, ομογενούς εθνικού
κράτους και του ελέγχου που ασκούσαν τα επικρατούντα κεντρο-αριστερά και κεντρο-δεξιά πολιτικά κόμματα. Οι θαρραλέοι και δαρμένοι ψηφοφόροι της Καταλονίας βρίσκονται στην
πρωτοπορία ενός νέου κινήματος προς μια Ευρώπη, στην οποία η ταυτότητα
θα επαναπροσδιοριστεί με τρόπο ριζικό. Εάν ηγέτες και οι κυβερνήσεις όπως του Ραχόι παραμείνουν πεισματικά
ανελαστικοί και αρνηθούν τις αλλαγές και τις υποχωρήσεις, θα διατρέξουν τον κίνδυνο να καταστραφούν.
Ο Simon Tisdall (1953) είναι βοηθός αρχισυντάκτης στον Guardian και γράφει για διεθνή θέματα. Χρημάτισε ανταποκριτής του Guardian στην Ουάσιγκτων και στον Λευκό Οίκο (1989–1994). Μεταξύ 1996-98 ήταν αρχισυντάκτης του τομέα διεθνών θεμάτων της εφημερίδας Observer. Γεννήθηκε στο Μάντσεστερ, φοίτησε στο Holland Park School του Kensington και μεταξύ 1971 - 1974 σπούδασε ιστορία, πολιτική επιστήμη και φιλοσοφία σεο Κολλέγιο Downing (Πανεπιστήμιο του Cambridge)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου