Τέτοιες μέρες κάθε χρόνου, δυστυχώς, αυτές οι σκέψεις μπορεί να γίνονται ολοένα και πιο επίκαιρες.
Λένε συχνά, ότι για τους ορθόδοξους χριστιανούς - τουλάχιστον για τους ορθόδοξους του Οικουμενικού Πατριαρχείου ή για τους Έλληνες χριστιανούς της Εκκλησίας της Ελλάδας - η κατεξοχήν θρησκευτική εορτή είναι το ανοιξιάτικο Πάσχα. Εικάζουν τώρα ότι η μεγάλη τριπλή γιορτή του χειμώνα, τα Χριστούγεννα μαζί με την Πρωτοχρονιά και τα Φώτα, όχι μόνον δεν βιώνεται - και ποτέ δεν βιωνόταν - ως ισότιμη με τη γιορτή του Πάσχα, αλλά δεν ήταν ούτε καν πηγή βιωμάτων μιας «πλήρως θρησκευτικής εορτής» ιδιαίτερης σημασίας.
Οι πιο παλιοί, τουλάχιστον όσοι περάσαμε τα παιδικά μας χρόνια στις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες έξω από τα κέντρα των δύο μεγάλων πόλεων, εντελώς άλλα πράγματα θυμόμαστε από την πραγματική παράδοση των τόπων μας, από τους γονείς μας, από τους παλιότερους μας. Και δεν χρειάζεται να σκεφτούμε μόνον τις «εξωτικές» λαϊκές τελετουργίες του χιονιού και της φωτιάς των βαθιά βαλκανικών Χριστουγέννων στη Δυτική Μακεδονία, όπως τις τεράστιες φωτιές στη Φλώρινα τη νύχτα της 23ης Δεκεμβρίου - με ξύλα που πρέπει να είναι από κέδρους - , τις «κλαδαριές» στη Σιάτιστα, το «Χριστουγεννιάτικο Ξύλο» (Μπότνικ) που υποδέχεται στο τζάκι τον Μικρό Χριστό σε χωριά της Έδεσσας και άλλους «εμπρησμούς» αλλού. Ούτε τα «καρναβάλια» της Γέννησης, της Πρωτοχρονιάς και των Φώτων (αλλού λέγονται ραγκουτσάρια - μάλλον από το ρήμα ράγκαμ = γεννώ, αλλού μπουμπουσιάρια), στην Καστοριά, στα Γρεβενά, στην Κοζάνη και στα χωριά του Βοΐου και του Σινιάτσικου, ή άλλες αντίστοιχες τελετουργίες στη λοιπή Ελλάδα. Ακόμη και σε λιγότερο «εξωτικά» μέρη, πολύ κοντά στη «συμπρωτεύουσα» Θεσσαλονίκη, ο πατέρας μου έφερνε πάντα στο σπίτι, λίγες μέρες πρίν τα Χριστούγεννα, ένα κλαδί άγριου θάμνου, που μένει καταπράσινος όλο το χειμώνα, ήδη στολισμένου από τη φύση με μικρούς κόκκινους σκληρούς καρπούς που ωριμάζουν τον Δεκέμβριο, για να του βάλουμε κι άλλα στολίδια και να το κάνουμε χριστουγεννιάτικο δέντρο.
Ο παράξενος θάμνος λέγεται Ruscus aculeatus - Λαγομηλιά ή Οξυμυρσίνη. Συνηθισμένο φυτό σε όλη τη νότια και κεντρική Ευρασία, φυτρώνει στα δάση, κάτω από τα δέντρα. Δεν του κρεμούσαμε τότε ηλεκτρικά φωτάκια. Μόνον γυάλινα χρωματιστά στολίδια και πολύχρωμες χάρτινες φιγούρες, «σκαλιστά», με Φάτνες, Μάγους, Αγιοβασίληδες και αγγέλους, όλα πασπαλισμένα με χρυσόσκονη και ασημόσκονη. Ήταν Αστερόσκονη, magical stardust, σαν την αστερόσκονη στο τραγούδι της Τζόνι Μίτσελ και στα μυθιστορήματα του Φίλιπ Πούλμαν για μικρά και μεγάλα παιδιά. Έριχνε τα σπιθίσματα της λάμψης της πάνω στους κόκκινους μικρούς γυαλιστερούς καρπούς και στα στιλπνά, σκληρά, αγκαθωτά φυλλοκλάδια, τόσο αιχμηρά όσο του Ακάνθινου Στεφάνου (κατά την παράδοση φτιαγμένου από κλαδιά Paliurus spina-Christi - Παλιούρι ή Αγκάθι του Χριστού). Κι εκείνα τα αντανακλούσαν, πολλαπλασίαζαν τις σπίθες της αστερόσκονης.