συνέντευξη του Νικόλα Σεβαστάκη
από την εφημερίδα "Εποχή" , 7 Ιουλίου 2013 - Προτεραιότητα στις δικές μας καταφάσεις
αναδημοσιεύθηκε στις ιστοσελίδες RED Notebook και LLS minor (αποσπάσματα)
Πρόσφατα, στην εφημερίδα «Αυγή», με αφορμή την ΕΡΤ, υποστήριξες
ότι πίσω από την πράξη του Πρωθυπουργού διέκρινες την πρόθεση
μιας δεξιάς ανασύνθεσης με την «εργαλειακή χρήση» ανθρώπων
του «μεταρρυθμιστικού κέντρου» στο έδαφος μιας
νέο-συντηρητικής, κοινωνικά και πολιτισμικά, ατζέντας.
Μπορούμε να προσδιορίσουμε λίγο περισσότερο το
περιεχόμενο αυτής της ατζέντας; Υπάρχει ευνοϊκό έδαφος να
γίνει αποδεκτή;
Η απόφαση για το μαύρο στην ΕΡΤ μπορεί να διαβαστεί με πολλούς
τρόπους. Για κάποιους το όλο ζήτημα περιορίζεται σε έναν
«άκομψο» χειρισμό, υπαγορευμένο από την επιτακτική ανάγκη
μιας προαπαιτούμενης δράσης του Μνημονίου. Από εκεί η
εξήγηση μετατοπίστηκε στις καθυστερήσεις των
μεταρρυθμίσεων του δημόσιου τομέα, καθυστερήσεις οι οποίες
υποτίθεται ότι οδηγούν σε «απερίσκεπτες» αποφάσεις αυτού
του είδους. Κατά τη γνώμη μου, μια τέτοια προσέγγιση
παραβλέπει τις συμβολικές - ιδεολογικές δεύτερες σκέψεις
πίσω από τη συγκεκριμένη απόφαση.
Αν δούμε την υπόθεση της
ΕΡΤ μαζί με πολλά άλλα επεισόδια του πρόσφατου καιρού
(αντιρατσιστικό, ιθαγένεια κ.λπ.) καταλαβαίνουμε ότι τα
λεγόμενα ατυχήματα χειρισμών πλαισιώνονται από προθέσεις.
Υπάρχει, αναμφισβήτητα, το άγχος του πρωθυπουργού και της
Νέας Δημοκρατίας για τις εκ δεξιών απώλειες. Συγχρόνως, όμως,
είναι ορατή η προσπάθεια για κατασκευή ενός νέου
συντηρητικού κοινού αισθήματος, το οποίο θα γεφυρώσει τις
δύο ευαισθησίες που βρέθηκαν διχασμένες από την οικονομική
πολιτική του Μνημονίου: Την κεντρο-δεξιά των ορθολογικών
επιλογών και τη δεξιά των συναισθημάτων και των παθών, κατά
κάποιον τρόπο. Αν διαβάσει κανείς τους λόγους του Αντώνη Σαμαρά
και τις γραφίδες των ανθρώπων του, βλέπει τη συγκεκριμένη
πρόθεση να ξετυλίγεται γύρω από δύο «λεξιλόγια» που
στοχεύουν σε μια μελλοντική ανασύνθεση. Ο λυρισμός της
πατρίδας σμίγει με την απαίτηση για μεταρρυθμιστική πυγμή,
για ξεκαθάρισμα με το φασματικό κράτος της απέθαντης
μεταπολίτευσης. Και η σκέψη για την «ευρωπαϊκή παράταξη»
υπηρετεί τον ίδιο στόχο: Τη δημιουργία μιας κοινότητας όπου
οι αγωνίες ταυτότητας των συντηρητικών ανθρώπων θα
επανασυνδεθούν με το νεοφιλελεύθερο μεταρρυθμισμό, ο
οποίος όμως θα ονοματίζεται εφεξής ο μόνος υπαρκτός
ρεαλισμός.
Αυτό βεβαίως συναντά εμπόδια και γεννάει
αντιφάσεις και πολλά προβλήματα στην καθημερινή του
διαχείριση. Η δεξιά ταυτότητα χρειάζεται τη μνήμη των δεινών
της (λ.χ. την επίκληση του «καταστροφέα Ανδρέα Παπανδρέου») την
ίδια στιγμή που η διακυβέρνηση, και μάλιστα μαζί με το
ΠΑΣΟΚ, απαιτεί τη λήθη και την πραγματιστική παραγνώριση
των τραυμάτων. Αλλά η πρόθεση μιας συντηρητικής ανασύνθεσης
είναι ένα από τα στοιχήματα αυτής της περιόδου.
Ο πολίτης όλο και περισσότερο γίνεται ανίσχυρος στην
εποχή μας. Είναι αποκλεισμένος από τις αποφάσεις,
παρακολουθείται, ο συστημικός Τύπος «συμβουλεύει» να μην
υπολογίζουν - παντελώς - οι πολιτικοί το πολιτικό κόστος. Σε
τι συμπεριφορές ωθείται ο πολίτης; Πώς μπορεί να γίνει ξανά
ισχυρός;
Η κρίση βιώνεται κυρίως ως μια εμπειρία απώλειας για τους περισσότερους. Στην χρόνια εξέλιξή της παράγει ψυχική κόπωση και εναλλαγές διαθέσεων. Είναι προφανές ότι τα συναισθήματα προσωπικής ματαίωσης και οι υλικές δυσχέρειες δεν βοηθούν στην ιδιότητα του πολίτη. Πάντα όμως, έβρισκα αφελή την ιδέα ότι η ένταση των πιέσεων (ή και των καταπιέσεων) «ξεκαθαρίζει» τα μέτωπα και διαλύει τις «αυταπάτες». Λέω κάτι που πολλοί στη ριζοσπαστική Αριστερά το βρίσκουν ενοχλητικό: Ότι η ιδέα ενός αδιαλείπτως ενεργοποιημένου πολίτη και του ίδιου του λαού ως ενσαρκωμένης επαγρύπνησης και μαχητικής «ουσίας» είναι μια από τις κληρονομιές των επαναστατικών στιγμών του παρελθόντος. Θα έλεγα μια κληρονομιά των πολεμικών - θυσιαστικών εποχών.
Η κρίση βιώνεται κυρίως ως μια εμπειρία απώλειας για τους περισσότερους. Στην χρόνια εξέλιξή της παράγει ψυχική κόπωση και εναλλαγές διαθέσεων. Είναι προφανές ότι τα συναισθήματα προσωπικής ματαίωσης και οι υλικές δυσχέρειες δεν βοηθούν στην ιδιότητα του πολίτη. Πάντα όμως, έβρισκα αφελή την ιδέα ότι η ένταση των πιέσεων (ή και των καταπιέσεων) «ξεκαθαρίζει» τα μέτωπα και διαλύει τις «αυταπάτες». Λέω κάτι που πολλοί στη ριζοσπαστική Αριστερά το βρίσκουν ενοχλητικό: Ότι η ιδέα ενός αδιαλείπτως ενεργοποιημένου πολίτη και του ίδιου του λαού ως ενσαρκωμένης επαγρύπνησης και μαχητικής «ουσίας» είναι μια από τις κληρονομιές των επαναστατικών στιγμών του παρελθόντος. Θα έλεγα μια κληρονομιά των πολεμικών - θυσιαστικών εποχών.
Τόσο οι αστικές
ρεπουμπλικανικές όσο και οι σοσιαλιστικές εκδοχές για τη
μαζική κινητοποίηση έχουν όρια: Υπάρχουν οι κοινωνικές
ρουτίνες, οι περιπλοκές και οι ρυθμοί της ατομικής εμπειρίας.
Δεν είναι μόνο ο φόβος ή η ανασφάλεια για το μέλλον που
μετατρέπουν τον πολίτη σε ιδιώτη κατά τη γνωστή ορολογία.
Ίσως θα έπρεπε να έχουμε κατά νου ότι η ενδυνάμωση του
πολίτη είναι κάτι διαφορετικό από την εικόνα του
«ακτιβιστικού» υποκειμένου, που φτιάχνει την ταυτότητά του
κυρίως σε ένα δημόσιο χώρο αντιπαραθέσεων και διεκδικήσεων.
Υπάρχει σημαντική διαφορά ανάμεσα στην πολιτικοποίηση και
στη διακριτή κινηματική κουλτούρα, η οποία πιστεύω ότι δεν
μπορεί να θεσμοποιηθεί ως καθημερινότητα του πολίτη πόσο
μάλλον ως ιδεώδες του βίου με αξιώσεις γενίκευσης.
Ο σοσιαλισμός με δημοκρατία και ελευθερία είναι ήδη ένα παλιό σύνθημα. Γεννήθηκε σε μια διαδικασία ρήξης με τις ολοκληρωτικές εμπειρίες στη Σοβιετική Ένωση, στην Κίνα και στην Ανατολική Ευρώπη. Υπάρχει τα τελευταία χρόνια η άποψη που θεωρεί αυτή τη ρήξη ένα ζήτημα του μακρινού παρελθόντος, μια υπόθεση για τους ιστορικούς μελετητές. Έχω μια πολύ διαφορετική αντίληψη: Ότι η συγκεκριμένη ρήξη με τις απολυταρχικές παραδόσεις και εντός αριστεράς ήταν εν πολλοίς αμήχανη και δέσμια ενός μύθου ενότητας όλων των αριστερών απέναντι στο «βασικό εχθρό». Η αριστερή ετεροδοξία, ωστόσο, πολύ πριν την εμφάνιση της ανανεωτικής αριστεράς του ‘70, είναι ένα μείζον ηθικό γεγονός του προηγούμενου αιώνα που η αξία του διαρκεί ακόμα. Επειδή ακριβώς έδειξε, με συγκεκριμένες μαρτυρίες παρά με θεωρητικά επιχειρήματα, τη σημασία της ελευθερίας η οποία παραδοσιακά θεωρούταν μια «αστική» ιδέα.
Η αριστερά φυσικά βλέπει πάντοτε στην έννοια της δημοκρατίας κάτι περισσότερο από τη φιλελεύθερη δημοκρατία, πόσο μάλλον από τα συστήματα των ανταγωνιστικών εκλογών. Αλλά οι εμπειρίες ενός αιώνα έδειξαν ότι χωρίς τα «τυπικά» χαρακτηριστικά της φιλελεύθερης αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας, υπονομεύονται και όλες εκείνες οι ριζοσπαστικές ποιότητες τις οποίες αναζήτησαν οι αντικαπιταλιστικές δυνάμεις. Τι εννοούμε λέγοντας ότι η υπεράσπιση της δημοκρατίας έχει κεντρική σημασία σήμερα; Κατά τη γνώμη μου αυτό σημαίνει ότι η σημερινή οικονομική διακυβέρνηση, είτε με Μνημόνια είτε με την τυπική απουσία Μνημονίων, αποκλίνει από σημαντικά δεδομένα μιας φιλελεύθερης δημοκρατίας και όχι μόνο από τις κοινωνικές κατακτήσεις των χρόνων του Κεϊνσιανού συμβιβασμού. Πώς συμβαίνει αυτό; Θα έλεγα ότι στα σημερινά καθεστώτα οικονομίας και διακυβέρνησης συρρικνώνεται ασφυκτικά ο πλουραλισμός των αξιών και στενεύουν τα κριτήρια με βάση τα οποία συγκροτούνται οι διαφορετικές σφαίρες ζωής και οι κοινωνικοί θεσμοί. Όλα καλούνται να υπαχθούν σε μια ενιαία λειτουργική και οργανωτική αρχή, σε μια θεμελιώδη νόρμα (ανταγωνιστικότητα κερδών, αποδοτικότητα). Δείτε, για παράδειγμα, τις κουβέντες που δικαιολογούν την αυταρχική επέμβαση στην ΕΡΤ: Διακινούν την ιδέα ότι ένας οργανισμός που δεν πουλάει γιατί δεν έχει τη μεγάλη τηλεθέαση των ιδιωτικών καναλιών είναι άχρηστος, ζημιογόνος, αποτυχημένος κ.λπ. Τα ίδια δηλαδή κριτήρια μεταφέρονται σε όλους τους τύπους κοινωνικής, επιστημονικής ή ενημερωτικής δραστηριότητας. Αυτό ακριβώς είναι ένας μειωτικός οικονομισμός, που θυμίζει σε μεγάλο βαθμό την πιο βάναυση αντίληψη περί «εποικοδομήματος» ως αντιπαραγωγικής πολυτέλειας.
Κάτι τελευταίο για τη δημοκρατία: Στον απόηχο της αμφισβήτησης της δημοκρατίας των ελίτ αναπτύσσεται εδώ και κάποια χρόνια μια ρητορική της άμεσης δημοκρατίας ή της δημοκρατίας των «από κάτω». Ήταν η στιγμή των πλατειών, που έγινε αντικείμενο αδικαιολόγητης θεσμικής απόρριψης, αλλά και διαφόρων μυθοποιήσεων. Μη ξεχνάμε, όμως, τις εκτροπές που μπορεί να γεννήσει η συναισθηματική απόρριψη ενός ήδη εξαρθρωμένου κοινοβουλευτισμού. Στις περισσότερες χώρες της Ευρώπης η δυσφορία με τις κυβερνώσες ελίτ ενσωματώνεται σε ένα δεξιό ριζοσπαστισμό με σωβινιστικές και πατερναλιστικές αξίες. Τίποτα δεν εγγυάται ότι η δική μας περίπτωση δεν θα έχει αντίστοιχες εκβάσεις. Και δεν μιλώ εδώ αποκλειστικά για τη Χρυσή Αυγή, αλλά και για «εξημερωμένες» και πολύ λιγότερο ακραίες μορφές δεξιού λαϊκισμού. Γι’ αυτό λέω ότι η αριστερά δεν έχει κανένα λόγο να ενθαρρύνει το λόγο περί σάπιου πολιτικού συστήματος, όχι γιατί δεν χρειάζονται σημαντικές ανατροπές σε τούτο το πολιτικό σύστημα, αλλά διότι η φαντασίωση χειρουργικής εξυγίανσης των σάπιων ιστών δεν είναι καθόλου αριστερή. Η αριστερή κριτική πρέπει να εντάσσεται, με ρητό και διαυγή τρόπο, στο αίτημα της υπεράσπισης του πολιτικού διαφωτισμού. Με μια σημαντική υπενθύμιση: Ότι τόσο η υποτίμηση της εργασίας, όσο και η μαζική παραγωγή ευάλωτων ανθρώπων αποτελούν σημαντικά κεφάλαια κάθε σημερινής συζήτησης για τη δημοκρατία. Δείτε τις παρεμβάσεις κάθε άλλο παρά ριζοσπαστικών θεωρητικών όπως η Μάρθα Νουσμπάουμ στις ΗΠΑ ή η Ρεβό ντ’ Αλόν, ο Τοντόροφ και ο Ροζανβαλόν στη Γαλλία: Η ανησυχία για την επιβολή της νεοφιλελεύθερης νόρμας στους θεσμούς είναι πλέον συνυφασμένη και με την υπεράσπιση και αυτής ακόμα της «φορμαλιστικής» (όπως έλεγαν κάποτε) δημοκρατίας.
Στα άρθρα σου συχνά αναφέρεσαι στο ήθος στην πολιτική,
συμπεριλαμβανόμενου και του ριζοσπαστικού ήθους, όπως και
στις αποχρώσεις οι οποίες, παρατηρείς στο τελευταίο σου
βιβλίο, συχνά θυσιάζονται για να αναδειχθούν οι αντιθέσεις,
τα μέτωπα, οι σαφείς γραμμές της αντιπαράθεσης. Αυτά αφορούν
και την αριστερά, ο λόγος της δηλαδή, εγείρει παρόμοια
ζητήματα; Και ποιες οι πηγές τέτοιων σφαλμάτων;
Ο ριζοσπαστισμός δεν είναι μια ενιαία υπόσταση, αμιγώς θετική ή πάντοτε απελευθερωτική. Υπάρχουν πολλές ποικιλίες ριζοσπαστισμού, ακόμα και πολύ διαφορετικές λογικές λαϊκής εξέγερσης και ανυπακοής. Αναφέρθηκα ήδη στο δεξιό ριζοσπαστισμό που συνδυάζει το θέμα της καταδυνάστευσης του απλού ανθρώπου με την προσδοκία ενός αυταρχικού κράτους των ισχυρών και αδιάφθορων «οδηγών». Ή ακόμα μπορούμε να αναφερθούμε και στον ιδιότυπο ριζοσπαστισμό όσων ζητούν την αποφασιστική υπέρβαση των συμβατικών κανόνων και θεσμικών εμποδίων για την «απελευθέρωση της οικονομίας». Ο ριζοσπαστισμός μπορεί να προέρχεται και από τις ίδιες τις προωθημένες ελίτ, οι οποίες επιδιώκουν να απαλλαγούν από χρονοβόρες και ατέρμονες διαδικασίες ελέγχων, από τις καθυστερήσεις των κοινοβουλευτικών διαδικασιών κ.λπ. Για να έλθω όμως στο ερώτημα για το ριζοσπαστικό αριστερό ήθος. Έχω γράψει ορισμένα επικριτικά κείμενα για συγκεκριμένα φαινόμενα. Το κυριότερο πρόβλημα για μένα είναι μια αντίληψη περί κοινωνικής και πολιτικής σύγκρουσης που μετατρέπει με μιας τις αντιθέσεις σε απλοϊκούς διχασμούς. Αυτή η αντίληψη ελκύεται από μια τελεσιγραφική γλώσσα πρόθυμη να μεταχειριστεί ανιστόρητες λεκτικές υπερβολές για να επιβεβαιώσει την κριτική και μαχητική της λειτουργία.
Ο ριζοσπαστισμός δεν είναι μια ενιαία υπόσταση, αμιγώς θετική ή πάντοτε απελευθερωτική. Υπάρχουν πολλές ποικιλίες ριζοσπαστισμού, ακόμα και πολύ διαφορετικές λογικές λαϊκής εξέγερσης και ανυπακοής. Αναφέρθηκα ήδη στο δεξιό ριζοσπαστισμό που συνδυάζει το θέμα της καταδυνάστευσης του απλού ανθρώπου με την προσδοκία ενός αυταρχικού κράτους των ισχυρών και αδιάφθορων «οδηγών». Ή ακόμα μπορούμε να αναφερθούμε και στον ιδιότυπο ριζοσπαστισμό όσων ζητούν την αποφασιστική υπέρβαση των συμβατικών κανόνων και θεσμικών εμποδίων για την «απελευθέρωση της οικονομίας». Ο ριζοσπαστισμός μπορεί να προέρχεται και από τις ίδιες τις προωθημένες ελίτ, οι οποίες επιδιώκουν να απαλλαγούν από χρονοβόρες και ατέρμονες διαδικασίες ελέγχων, από τις καθυστερήσεις των κοινοβουλευτικών διαδικασιών κ.λπ. Για να έλθω όμως στο ερώτημα για το ριζοσπαστικό αριστερό ήθος. Έχω γράψει ορισμένα επικριτικά κείμενα για συγκεκριμένα φαινόμενα. Το κυριότερο πρόβλημα για μένα είναι μια αντίληψη περί κοινωνικής και πολιτικής σύγκρουσης που μετατρέπει με μιας τις αντιθέσεις σε απλοϊκούς διχασμούς. Αυτή η αντίληψη ελκύεται από μια τελεσιγραφική γλώσσα πρόθυμη να μεταχειριστεί ανιστόρητες λεκτικές υπερβολές για να επιβεβαιώσει την κριτική και μαχητική της λειτουργία.
Προφανώς η πρακτική πολιτική γλώσσα δεν μπορεί να
διαχειριστεί αποχρώσεις. Αλλά η γλώσσα μας δημιουργεί
εθισμούς και μανιέρες στους κοινωνούς της. Ανάμεσα σε μια
χλιαρή περιγραφή γι’ αυτό που ισχύει σήμερα και στη γκροτέσκ
ρητορική περί δικτατορίας και γενοκτονιών (ακούγονται
αυτές οι λέξεις πολύ συχνά), υπάρχουν πολλές άλλες
δυνατότητες. Το ριζοσπαστικό ήθος δεν πρέπει να συγχέεται με
τη μονότονη διακήρυξη εμπόλεμων καταστάσεων. Γιατί κατά
βάθος οι άνθρωποι, ακόμα και όσοι βρίσκονται σε κατάσταση
θυμού, δεν αναζητούν πλέον περισσότερους λόγους για να
θυμώνουν ή για να είναι «αρπαγμένοι»: Ο κοινωνικός και
ψυχικός χρόνος έχει μεταβληθεί από το 2011 και το 2012. Και
αυτό άλλωστε πάει να αξιοποιήσει με τους δικούς του όρους ο
Αντώνης Σαμαράς με την ιστορία περί success story και νέας
ψυχολογίας. Το δεσπόζον ερώτημα είναι πλέον οι όροι και οι
δυνατότητες μιας ανασυγκρότησης της κοινωνικής ζωής, πέρα
φυσικά από κάθε λογική επιστροφής στην ψευδή
«κανονικότητα» των χρόνων του 2000.
Μεγάλο ποσοστό του λαού προσβλέπει στον ΣΥΡΙΖΑ για να
ανατρέψει το μνημόνιο και τις συνέπειές του, πράγμα αυτό
καθεαυτό πολύ σοβαρό. Αυτό, ως κεντρικό καθήκον, ιστορικό,
είναι λογικό να κυριαρχεί στην πολιτική της ριζοσπαστικής
αριστεράς. Υπάρχει, ωστόσο, ένα ζήτημα μήπως - μιλώντας ξανά
για τα φυσιογνωμικά χαρακτηριστικά - οδηγηθεί σε
μονομέρεια; Πώς θα μπορούσε να αποφευχθεί αυτό;
Όλα τα παραπάνω έχουν άμεση σχέση και με την υπόθεση του ΣΥΡΙΖΑ και της προοπτικής του. Κατά τη γνώμη μου, η επικέντρωση στο αντι-μνημόνιο ήταν παραγωγική πολιτικά μέχρι και τις προηγούμενες εκλογές. Η άνοδος της νεοναζιστικής ακροδεξιάς και η διασπορά αντιμνημονιακών φωνών προς τις πιο απίθανες και γραφικές κατευθύνσεις, επιβάλλει καιρό τώρα μια στοχαστική προσαρμογή: Την έμφαση σε αυτό που θέλεις πλέον να επιτύχεις ως Αριστερά και όχι σε όλα όσα αποδείχτηκαν κακά. Με μια λέξη: Προτεραιότητα στις δικές σου καταφάσεις, στο δικό σου ίχνος αλλαγών και όχι πλέον στο να ζωγραφίζεις με μελανά χρώματα τις ευθύνες των άλλων για την παιδεία, την υγεία, το κράτος. Αυτή η στοχαστική προσαρμογή δεν έχει καμιά σχέση με μια αφελή άποψη που υποβαθμίζει τη σημασία των Μνημονίων τα οποία συνιστούν, πέρα από επιμέρους σημεία, «αρχιτεκτονικά» υποδείγματα για την αναδιάρθρωση μέσω υποτίμησης. Παραφράζοντας τον Ινγκράο θα έλεγα ότι εδώ και καιρό το «αντιμνημονιακό» δεν αρκεί. Ούτε η αναβίωση μιας συνθηματολογίας η οποία μετατρέπει το έθνος και ολόκληρο σχεδόν τον ελληνικό λαό σε θύματα μιας συλλογικής τιμωρίας από την πλευρά των ελίτ και της τρόικας. Πολύ απλά διότι μπορεί κάποιος να βρίζει την Μέρκελ και την τρόικα και συγχρόνως να αδιαφορεί παγερά για τις Νέες Μανωλάδες, να αρνείται μετά βδελυγμίας έναν αντιρατσιστικό νόμο ή να φαντασιώνεται την αντικατάσταση του «κοινοβουλίου των κλεφτών» από μια ομάδα σοφών κεφαλών του έθνους με τη συμμετοχή και των αρχηγών των τριών όπλων! Να, για παράδειγμα, οι τελευταίες δηλώσεις Πολύδωρα που στο όνομα του αντι-τροϊκανού μετώπου νομιμοποιούν τη «συνεννόηση» με τη Χρυσή Αυγή.
Θα πει κάποιος: όλα αυτά μήπως οδηγούν σε μια ριζοσπαστική Αριστερά που δεν θα είναι και τόσο ριζοσπαστική, που θα μετατοπίζεται προς το «κέντρο»; Ξέρετε την άποψή μου γι’ αυτό το θέμα από την αρθρογραφία μου στην «Αυγή». Επιμένω, λοιπόν, ότι σε κάθε χώρα του Δυτικού πολιτικού κύκλου, ένας ορισμένος ενδιάμεσος χώρος έχει δομική θέση. Δεν αποτελεί, όπως πιστεύουν πολλοί, πολιτική αντανάκλαση των εξασφαλισμένων μεσαίων στρωμάτων, οπότε αν λόγω κρίσης τα μεσοστρώματα «στριμώχνονται», παύει και ο ενδιάμεσος χώρος να έχει λόγο ύπαρξης.
Όλα τα παραπάνω έχουν άμεση σχέση και με την υπόθεση του ΣΥΡΙΖΑ και της προοπτικής του. Κατά τη γνώμη μου, η επικέντρωση στο αντι-μνημόνιο ήταν παραγωγική πολιτικά μέχρι και τις προηγούμενες εκλογές. Η άνοδος της νεοναζιστικής ακροδεξιάς και η διασπορά αντιμνημονιακών φωνών προς τις πιο απίθανες και γραφικές κατευθύνσεις, επιβάλλει καιρό τώρα μια στοχαστική προσαρμογή: Την έμφαση σε αυτό που θέλεις πλέον να επιτύχεις ως Αριστερά και όχι σε όλα όσα αποδείχτηκαν κακά. Με μια λέξη: Προτεραιότητα στις δικές σου καταφάσεις, στο δικό σου ίχνος αλλαγών και όχι πλέον στο να ζωγραφίζεις με μελανά χρώματα τις ευθύνες των άλλων για την παιδεία, την υγεία, το κράτος. Αυτή η στοχαστική προσαρμογή δεν έχει καμιά σχέση με μια αφελή άποψη που υποβαθμίζει τη σημασία των Μνημονίων τα οποία συνιστούν, πέρα από επιμέρους σημεία, «αρχιτεκτονικά» υποδείγματα για την αναδιάρθρωση μέσω υποτίμησης. Παραφράζοντας τον Ινγκράο θα έλεγα ότι εδώ και καιρό το «αντιμνημονιακό» δεν αρκεί. Ούτε η αναβίωση μιας συνθηματολογίας η οποία μετατρέπει το έθνος και ολόκληρο σχεδόν τον ελληνικό λαό σε θύματα μιας συλλογικής τιμωρίας από την πλευρά των ελίτ και της τρόικας. Πολύ απλά διότι μπορεί κάποιος να βρίζει την Μέρκελ και την τρόικα και συγχρόνως να αδιαφορεί παγερά για τις Νέες Μανωλάδες, να αρνείται μετά βδελυγμίας έναν αντιρατσιστικό νόμο ή να φαντασιώνεται την αντικατάσταση του «κοινοβουλίου των κλεφτών» από μια ομάδα σοφών κεφαλών του έθνους με τη συμμετοχή και των αρχηγών των τριών όπλων! Να, για παράδειγμα, οι τελευταίες δηλώσεις Πολύδωρα που στο όνομα του αντι-τροϊκανού μετώπου νομιμοποιούν τη «συνεννόηση» με τη Χρυσή Αυγή.
Θα πει κάποιος: όλα αυτά μήπως οδηγούν σε μια ριζοσπαστική Αριστερά που δεν θα είναι και τόσο ριζοσπαστική, που θα μετατοπίζεται προς το «κέντρο»; Ξέρετε την άποψή μου γι’ αυτό το θέμα από την αρθρογραφία μου στην «Αυγή». Επιμένω, λοιπόν, ότι σε κάθε χώρα του Δυτικού πολιτικού κύκλου, ένας ορισμένος ενδιάμεσος χώρος έχει δομική θέση. Δεν αποτελεί, όπως πιστεύουν πολλοί, πολιτική αντανάκλαση των εξασφαλισμένων μεσαίων στρωμάτων, οπότε αν λόγω κρίσης τα μεσοστρώματα «στριμώχνονται», παύει και ο ενδιάμεσος χώρος να έχει λόγο ύπαρξης.
Η εκτίμηση περί μιας πόλωσης που
εξαφανίζει τους ενδιάμεσους, υποτιμά το βάθος της
εξατομίκευσης, αλλά και τις σημαντικές αλλαγές στις
κουλτούρες και στα ήθη όλων των στρωμάτων, και όχι απλώς των
μικροαστικών ή εκείνων που διαθέτουν ακόμα πόρους. Πολύ
απλά, υπάρχει ένας κόσμος που δεν αναγνωρίζεται στον
μαρξογενή αντικαπιταλισμό ούτε στις αντιλήψεις περί
συλλογικής δράσης και στους εσωτερικούς κώδικες της
ριζοσπαστικής Αριστεράς. Είναι ένας κόσμος που δεν
κατεβαίνει στο δρόμο, συγχρόνως όμως αντιλαμβάνεται πολλά
από τα δεινά της σημερινής κατάστασης των πραγμάτων. Είναι
ένας κόσμος, τέλος, ο οποίος διεκδικείται τόσο από
δημοκρατικές όσο και από αντιδημοκρατικές έξεις,
διασχίζεται από πανικούς απώλειας, αλλά και από επιθυμίες
για την εύρεση μιας νέας ισορροπίας στην αναποδογυρισμένη
ζωή του.
Η Αριστερά δεν γίνεται λιγότερο ριζοσπαστική αν
αναγνωρίσει την περιπλοκότητα των στάσεων και των ηθών. Αν
αναγνωρίσει εντέλει ότι μια κοινωνία, ακόμα και στις φάσεις
της μεγάλης ύφεσης, διαθέτει διαφοροποιημένους ηθικούς και
πολιτιστικούς κώδικες. Δεν πρέπει άλλωστε, να ξεχνάμε, ότι
όσο και αν η κρίση έφτιαξε «μέτωπα», την ίδια στιγμή εξέθρεψε
και τους κατακερματισμούς και τις οριζόντιες διαιρέσεις.
Για
αυτό και ο ΣΥΡΙΖΑ χρειάζεται συγχρόνως έναν λόγο μέριμνας για
τη συνοχή της κοινωνίας αλλά και για ένα modus vivendi με
αντίπαλες ή με αποκλίνουσες από τη δική του ερμηνείες του
δημόσιου συμφέροντος. Μια αριστερή κυβερνητική δυναμική
προϋποθέτει τόσο τις έλλογες συγκρούσεις με πολιτικές
επιλογές, όσο και την οργάνωση συναινέσεων και μορφών
παραγωγικής πολιτικής συνύπαρξης. Ανάμεσα σε έναν ακραίο
πραγματισμό, ο οποίος αγνοεί τις τομές αξιών και ταξικών
αναφορών, και σε έναν ιδεολογισμό, ο οποίος βλέπει την
κοινωνία ως κοινωνικό κίνημα, ως μια «μεγάλη πλατεία», ο
ΣΥΡΙΖΑ μπορεί να προχωρήσει σε μια διαφορετική λογική.
Τουλάχιστον αυτό θα είχε ενδιαφέρον αν υποθέσουμε ότι
κάποια καινούρια επεισόδια της κρίσης δεν αλλάξουν άρδην τα
δεδομένα…
τη συνέντευξη πήρε ο Παύλος Κλαυδιανός
Ο Νικόλας Σεβαστάκης σπούδασε
πολιτικές επιστήμες και πολιτική θεωρία (Πανεπιστήμιο Lyon II). Δίδαξε πολιτική και
κοινωνική φιλοσοφία στο τμήμα Κοινωνιολογίας του Πανεπιστημίου
του Αιγαίου. Από το 2006 είναι αναπληρωτής καθηγητής στο τμήμα
Πολιτικών Επιστημών του ΑΠΘ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου