Δύο άρθρα του Νικόλα Σεβαστάκη,
γραμμένα λίγο πριν και λίγο μετά τις εκλογές του Σεπτεμβρίου. Το πρώτο ζητούμενο ήταν και είναι να πάρει επιτέλους κάποιος στα σοβαρά το κράτος και την «ύλη της διακυβέρνησης». Όμως έχει σχηματισθεί και μια αντιδραστική κοινωνική-πολιτισμική βάση «εθνικής απόσυρσης» σε ψευδαισθητικές αντιλήψεις περί κρατικής κυριαρχίας, λείπουν οι πρωτοβουλίες για πολιτική ανασύνθεση, δεν αναδεικνύεται εκ των κάτω μια διαφορετική αντίληψη για τις κοινωνικές αλλαγές και τις πολιτικές μεταρρυθμίσεις. Όσο οι πολίτες αποσύρονται από τις λειτουργίες της δημοκρατίας, τόσο πιο πολύ θα καθυστερεί η έξοδος από την κρίση και η «πενταετία της λάσπης» θα έχει συνέχεια.
Γ. Ρ.
Μετά τις εκλογές: Τα όρια της νίκης Τσίπρα
© Το Βήμα - Νικόλας Σεβαστάκης: Τα όρια μιας εκλογικής νίκης 27/09/2015
H έκκληση του Αλέξη Τσίπρα κατά τη σύντομη προεκλογική περίοδο εισακούστηκε: ένα πολύ συρρικνωμένο εκλογικό σώμα έδωσε εν τέλει τη δεύτερη ευκαιρία για μια κυβέρνηση με τη σφραγίδα του αρχηγού του «μετά τη διάσπαση» ΣΥΡΙΖΑ.
Κάθε πρωθυπουργός, ωστόσο, στο δικό μας πολιτικό σύστημα τουλάχιστον, είναι φορέας πολιτικών πρωτοβουλιών. Μετά την επιβεβαίωση της νίκης την περασμένη Κυριακή είχε έτσι τη δυνατότητα για κάποιες δημιουργικές τομές σε σχέση με τις αποτυχίες και τα απαράδεκτα λάθη του επταμήνου. Η εντολή που πήρε δεν ήταν εντολή ακινησίας και στασιμότητας. Στο μέτρο μάλιστα που οι κήρυκες του αντιευρωπαϊκού ριζοσπαστισμού αποχώρησαν – στην πλειονότητά τους –, η καινούργια περίοδος θα μπορούσε να δώσει ένα δείγμα χειραφέτησης από τις «ατμόσφαιρες» του παρελθόντος.
Το στίγμα ωστόσο της νέας κυβέρνησης, με κάποιες θετικές εξαιρέσεις, βρίσκεται στους αντίποδες της αληθινής ευρυχωρίας. Δεν είναι μόνο η ακραία και εξοργιστική περίπτωση του Δημήτρη Καμμένου, για τον οποίον γράφτηκαν πολλά και δικαίως, μέχρι να αποπεμφθεί. Είναι πολλά τα πρόσωπα που ενσαρκώνουν ένα μείγμα αδράνειας και συντηρητισμού ακατάλληλο για την περίσταση και τις ανάγκες της. Με μια έννοια, το αντιμνημόνιο ως πολιτικοψυχολογική κουλτούρα συνεχίζει να είναι κυρίαρχο, ενώ από την άποψη των «μέτρων πολιτικής» έχει ξεπεραστεί.
Δεν εννοώ φυσικά ως αντιμνημόνιο τις εύλογες ιδεολογικές ευαισθησίες για το μοντέλο της ανταγωνιστικής λιτότητας ή για τις λογικές ενός ακραίου καπιταλισμού. Αριστερά δίχως τη διάσταση κριτικής προς αυτές τις λογικές και ιδιαίτερη μέριμνα για το κοινωνικό ζήτημα δεν είναι νοητή.
Στην Ελλάδα όμως η εμπειρία της κρίσης χρησιμοποιήθηκε προπαγανδιστικά και ανερμάτιστα. Βοήθησε να θεμελιωθεί απλώς μια πιο επιθετική εκδοχή της εθνικής ιδεολογίας: η ιδέα για τον σχεδόν ιερό χαρακτήρα της αντίστασης και η βεβαιότητα για το «δίκιο μας» έναντι όλων των άλλων.
Από αυτή τη σαθρή πηγή άντλησε ισχύ και βρήκε νομιμοποίηση η συνάντηση ΣΥΡΙΖΑ και ΑΝΕΛ. Το αυθόρμητο χειροκρότημα των συγκεντρωμένων στον Πάνο Καμμένο το βράδυ της εκλογικής νίκης ήταν πολύ αληθινό στη θέρμη του. Η συνάντηση αυτή δεν υπήρξε λοιπόν μια απλή συμμαχία ελέω εκλογικής αριθμητικής αλλά μια βαθύτερη επιλογή. Είναι, όπως φαίνεται, επιλογή που ανταποκρίνεται σε μετασχηματισμούς στάσεων και μέσα στον λαό της Αριστεράς αλλά και μέσα σε τμήμα του κόσμου της παραδοσιαρχικής Δεξιάς. Η ρητορική του «προοδευτικού» Διαφωτισμού και η αντιδιαφωτιστική και εθνορομαντική Δεξιά σμίγουν και αλληλοεπηρεάζονται εδώ και πέντε χρόνια τουλάχιστον. Εχει διαμορφωθεί άλλωστε ένας υβριδικός αντιφιλελευθερισμός της συγκινημένης καταγγελίας.
Αυτή η νέα, αντιδραστική κοινωνική - πολιτισμική βάση δεν αλλάζει με μια «εξ ανάγκης» ρεαλιστική στροφή στην οικονομία. Χωρίς πρωτοβουλίες για πολιτική ανασύνθεση και διανοητικές τομές η ρήξη με τον δρόμο της δραχμής δεν κυοφορεί άλλη πολιτική κουλτούρα.
Υπάρχει όμως μια αφελής ιδέα που ταυτίζει την ευρωπαϊκή οπτική με έναν κάπως πιο προσγειωμένο τεχνοκρατισμό. Αρκεί, λένε, ένα οικονομικό επιτελείο δίχως τυχοδιωκτισμούς και με κάποια πρόσωπα εμπιστοσύνης για να ξεφύγουμε από τη λάσπη της προηγούμενης περιόδου. Ολα όμως δείχνουν ότι το πολιτικό πρόβλημα είναι πιο βαθύ. Δεν είναι ζήτημα μεμονωμένης συνδρομής από «αστούς τεχνοκράτες», πράγμα που το αποδέχεται, υπό όρους, ακόμη και μια λενινιστική ορθοδοξία. Σχετίζεται με την αδυναμία του ΣΥΡΙΖΑ να αποδεχθεί την αντικειμενική του θέση ως πολιτικής δύναμης στη νέα κατάσταση. Με τα σύνδρομα, για παράδειγμα, ακραίας περιφρόνησης προς τις σοσιαλδημοκρατικές δυνάμεις και το προοδευτικό Κέντρο, παρά την προσέγγιση σε κοινούς τόπους ως προς τα «διαχειριστικά».
Η πολιτική κουλτούρα της Αγανάκτησης είναι πάντα ζωντανή και διαμορφώνει τους στραβισμούς της ελληνικής πολιτικής. Σε κάθε δυσκολία και εμπόδιο ανασύρεται η ιδέα της σκευωρίας ή της περικύκλωσης της αριστερής κυβέρνησης. Οι προνομιακοί συνομιλητές του κυβερνώντος ΣΥΡΙΖΑ είναι λοιπόν οι ευαισθησίες που στη Γαλλία εντάσσονται στον λεγόμενο souvérainisme (στενή αντίληψη περί εθνικής / κρατικής κυριαρχίας). Ενώ υπάρχει ζωτική ανάγκη για σύνθετες πολιτικές αποκρίσεις σε ένα απαιτητικό πλαίσιο διεθνών υποχρεώσεων της χώρας, ο έλληνας πρωθυπουργός μοιράζει ρόλους σε έναν τέτοιο θίασο ποικιλιών.
Σε αυτές τις συνθήκες ακόμη και εκείνα τα πρόσωπα που δείχνουν επάρκεια και ετοιμότητα - στο Μεταναστευτικό ή στα οικονομικά - «χάνουν» σε ισχύ και πολιτικό κύρος, αφού η συμμετοχή τους δεν εντάσσεται οργανικά σε μια άλλη αντίληψη για τη διακυβέρνηση.
Με αυτά και με αυτά μένει κανείς με την εντύπωση ότι η πραγματική μετα-μνημονιακή στιγμή θα αργήσει πολύ. Οσο δεν αναδεικνύεται πιο ισχυρή στην κοινωνία μια διαφορετική αντίληψη για τις κοινωνικές αλλαγές και τις πολιτικές μεταρρυθμίσεις τόσο θα δυσκολεύει και η έξοδος από την κρίση.
Η κληρονομημένη κουλτούρα του αριστερού «δημοκρατικού» εθνικισμού και της δεξιάς συνωμοσιολογίας - που συχνά εναλλάσσουν ρόλους και συνθήματα - δεν μπορεί να εγγυηθεί ούτε κοινωνική συνοχή ούτε την ανάκτηση του νοήματος της κοινωνικής προόδου. Επιμέρους επιτυχίες και μεμονωμένα καλά βήματα στη νομοθεσία ή σε άλλους τομείς είναι πολύ δύσκολο να απελευθερώσουν μια νέα δυναμική αν δεν αποτυπώνουν πειστικά και μια καινούργια πολιτική σύνθεση.
Δεν πρέπει να ξεχνάμε άλλωστε και την άλλη πικρή αλήθεια: η μαζική αποχώρηση χιλιάδων ανθρώπων από τη σκηνή της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας, μαζί με το στέριωμα και την τοπική ενδυνάμωση του νεοναζιστικού μορφώματος, μαρτυρούν τον εύθραυστο χαρακτήρα μιας εκλογικής νίκης σε αυτούς τους καιρούς.
Ήταν οι «εκλογές της τελευταίας ευκαιρίας»;
© Το Βήμα - Νικόλας Σεβαστάκης: Εκλογές τελευταίας ευκαιρίας; 23/08/2015
Στις 25 Ιανουαρίου του 2015 ένας ορισμένος «αντιμνημονιακός ριζοσπαστισμός» έγινε κυβέρνηση. Η στιγμή εκείνη ενσωμάτωσε τις σωρευμένες εντάσεις μιας πενταετίας μνημονιακών απογοητεύσεων και λαϊκών θυμών μαζί με τη θολή προσδοκία για μια τομή με τη λιτότητα και τα παλιά συστήματα εξουσίας.
Επτά και οκτώ μήνες μετά η «κυβέρνηση Μαξίμου» - κατά τη δηκτική έκφραση του Μανώλη Γλέζου και άλλων από τη νέα αριστερή αντιπολίτευση - παραιτείται και προκηρύσσει εκλογές.
Ποια είναι όμως η υπόσχεση που έχει να δώσει ο Αλέξης Τσίπρας και ο ΣΥΡΙΖΑ του τρίτου Μνημονίου προς τους πολίτες; Δεν είναι, φυσικά, η κατάργηση των Μνημονίων (και πώς θα μπορούσε άλλωστε;) αλλά η ομαλοποίηση της οικονομίας, μία ακόμη μάχη κατά της διαφθοράς, οι μεταρρυθμίσεις «με προοδευτικό πρόσημο». Το διάγγελμα του Πρωθυπουργού εμπεριείχε περισσότερη τάξη και νοικοκύρεμα παρά ανατροπές. Είχε βεβαίως να πει για τους εκβιασμούς των εταίρων αλλά απέφυγε τα στοιχήματα απείθειας και ανυπακοής. Αυτή είναι και η μεγάλη διαφορά από τον προηγούμενο χειμώνα και τα συνθήματα της τότε προεκλογικής περιόδου.
Οι επικείμενες εκλογές θα μπορούσαν λοιπόν να ήταν μια τελευταία ευκαιρία για το πολιτικό σύστημα και την Αριστερά. Στον βαθμό μάλιστα που ο λενινισμός της δραχμής και ο ριζοσπαστικός αντιευρωπαϊσμός αποκολλώνται επεισοδιακά από την «κυβερνώσα Αριστερά», η αναμέτρηση θα μπορούσε να φέρει πιο κοντά μια νέα πραγματικότητα στη χώρα: την απαρχή της εξημέρωσης των πολιτικών παθών που έφερε η εποχή της Αγανάκτησης, παρά τη συνέχιση της ύφεσης και τις τραυματικές δυσκολίες στην οικονομία και στην καθημερινότητα.
Εχω ωστόσο αμφιβολίες για ένα τόσο αισιόδοξο σενάριο. Για έναν βασικό λόγο: ο τσιπρικός ρεαλισμός φαίνεται ρηχός και δίχως ποιοτικά στοιχεία αυτεπίγνωσης.
Σε όλον τον ΣΥΡΙΖΑ - και στον «δεξιό» - δεν έχει υπάρξει ως τώρα κανένας σοβαρός προβληματισμός για τις εκτροπές της αντιμνημονιακής οπτικής, για τη σοβαρή προγραμματική ανεπάρκεια που κόστισε ή για τις ανόητες αμετροέπειες περί «αποκατάστασης της δημοκρατίας στη χώρα».
Δεν έχει ανοίξει επίσης καμία ουσιαστική συζήτηση για τη μονόπλευρη ανάγνωση της ελληνικής κρίσης και κυρίως για την άκριτη υποστήριξη σε όλα τα κινήματα και τις διεκδικήσεις κοινωνικών - επαγγελματικών ομάδων όλα τα προηγούμενα χρόνια. Και βέβαια δεν έχει αλλάξει το μοντέλο του επιθετικού / πολεμικού λόγου που λειτουργεί με αφορισμούς.
Ολους αυτούς τους μήνες η «κυβερνώσα Αριστερά» συνέχισε να μιλά στη γλώσσα της ηθικολογικής καταγγελίας και να υποτιμά τις ενδογενείς αιτίες της κρίσης παραπέμποντας σ' έναν ξύλινο και γενικής κοπής αντι-νεοφιλελευθερισμό.
Αλλά το μεγάλο πρόβλημα που φανερώθηκε με τον εντονότερο τρόπο είναι η περιφρόνηση για τα ίδια τα ζητήματα διαχείρισης και διοίκησης του κράτους και των θεσμών του.
Η ιδεολογική καχυποψία για τον ρόλο της τεχνοκρατίας έγινε εχθρότητα ακόμη και για την ηλεκτρονική ψηφοφορία στις εκλογές των πανεπιστημιακών αρχών.
Το διαζύγιο με τον λενινισμό της δραχμής και τον αριστερισμό είναι μια σημαντική στιγμή. Δίνει όμως περισσότερο την εντύπωση διαμάχης μηχανισμών, δίχως σημαντικό θεωρητικό και αξιακό βάθος.
Η θεοποίηση της πολιτικής και κινηματικής βούλησης έδωσε απλώς τη θέση της στον θρήνο της ήττας είτε σε μια «εξουσιαστική» τεχνολογία της επιβίωσης.
Βρισκόμαστε όμως σε άλλη μια καμπή του ελληνικού δράματος. Ζούμε μια κρίση μέσα στην κρίση για να παραφράσω τον τίτλο του γνωστού βιβλίου του Ρεζίς Ντεμπρέ για την Επανάσταση. Ο μοναδικός εύκολος ρόλος πλέον είναι αυτός του νέου μαξιμαλιστικού αντιμνημονιακού χώρου.
Κληρονομεί, όπως φαίνεται, την καθαρή ιδέα του ΣΥΡΙΖΑ δίχως τους «συμβιβασμούς» της διακυβέρνησης. Θα υποδυθεί έτσι την αντιπολίτευση της ψυχής απέναντι στον «μηχανισμό του Μαξίμου» που πρόδωσε το «Οχι» του δημοψηφίσματος. Για άλλη μία φορά θα στηθεί το μεταφυσικό δίπολο λαός - κίνημα / κυβέρνηση - κράτος, από εδώ το «Οχι» της αντίστασης και από εκεί η ατιμωτική συνθηκολόγηση και οι θιασώτες της.
Το ζητούμενο όμως θα ήταν να πάρει επιτέλους κάποιος στα σοβαρά το κράτος και την «ύλη της διακυβέρνησης». Το να κυβερνηθεί πραγματικά η χώρα θα ήταν ένα πρώτο μεγάλο βήμα προς την Αριστερά των «Ναι», αυτή την Αριστερά που δεν θα ζούσε πια με τον αντιδραστικό μύθο μιας ηγεμονικής αυτοδυναμίας αλλά θα ήταν για πρώτη φορά φιλόξενη στις ιδέες, στα σχέδια και σε κάποια από τα επιχειρήματα των άλλων (και των «μη αριστερών»).
Θα μπορούσαν άραγε αυτές οι εκλογές της ανάγκης και των παιχνιδιών τακτικής να γεννήσουν μια τέτοια ανανεωτική δυναμική;
Η πολιτική, ακόμη και σε αυτούς τους καιρούς των δημοσιονομικών και τεχνικών περιορισμών της, είναι ακόμη χώρος ελευθερίας. Τίποτα δεν αποκλείει θεωρητικά το πλησίασμα του «ρεαλιστικού» ΣΥΡΙΖΑ προς μια συνεργατική και πραγματιστική αντίληψη για τις επιθυμητές αλλαγές στην κοινωνία και στο κράτος. Αυτό όμως δεν μπορεί να συμβεί χωρίς σημαντικές αλλαγές στην πολιτική κουλτούρα της ελληνικής Αριστεράς.
Υπάρχει όμως κι ένα άλλο ενδεχόμενο: αντί μιας ηγεμονικής επικράτησης του Αλέξη Τσίπρα, να έχουμε ένα σκηνικό αδύναμου κατακερματισμού και διασποράς της ψήφου.
Να έλθει έτσι πιο κοντά μια νέα φάση αντιπολιτικής κόπωσης με «οπορτουνιστικές» συμμαχίες κορυφής και αντιφιλελεύθερα κινήματα στη βάση. Αυτό θα ήταν πραγματικά η εκδοχή της απελπισίας.
Ο,τιδήποτε θα ήταν πλέον ικανό να ανακόψει την πορεία προς την αντιπολιτική και προς την απαισιόδοξη παραίτηση της κοινωνίας, θα είναι και ένα μεγάλο βήμα μπροστά.
Αρκεί να μην περάσει σε δεύτερο πλάνο το τεράστιο πρόβλημα οικονομικής και θεσμικής αξιοπιστίας, στο όνομα ανούσιων πολιτικών τεχνασμάτων και με καινούργιους, άχρηστους ρητορικούς πολέμους.
Ο Νικόλας
Σεβαστάκης είναι καθηγητής Πολιτικής
Φιλοσοφίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.
Στον ιστότοπο Μετά την Κρίση, κείμενα του Νικόλα Σεβαστάκη:
Αντι-αποικιακός αγώνας και «Κούγκι» ή δικαιοσύνη και ειρήνη; (Μάρτιος 2013)
Για τη συνοχή της πολυσύνθετης κοινωνίας - Προτεραιότητα στις δικές μας καταφάσεις - Συνέντευξη του Νικόλα Σεβαστάκη στον Παύλο Κλαυδιανό
Αποκλίσεις - Ν. Σεβαστάκης: Οι λέξεις εκδικούνται / Ευρωπαïκός δρόμος μετά την καμπή;
Ανοιχτά ερωτήματα της Σοσιαλδημοκρατίας (στο κείμενο Κρυμμένα μυστικά και αυταπάτες - στη ριζοσπαστική αριστερά και σε επίδοξους Έλληνες σοσιαλδημοκράτες)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου