Παρασκευή 16 Οκτωβρίου 2015

Κλάους Όφφε: Ακυβερνησία, θεσμική ανεπάρκεια, κράτη που αποτυγχάνουν στη διαχείριση του χώρου ή του χρόνου. Συντηρητική και σοσιαλδημοκρατική απάντηση

Μεταξύ των ερευνητών της Πολιτικής Επιστήμης που ασχολούνται εξαντλητικά και επί μακρόν με το θέμα της ακυβερνησίας (καθώς και των «αποτυχημένων κρατών»), εξέχουσα θέση κατέχει ο Κλάους Όφφε. Το κείμενο αυτό, μάλλον ακόμη αδημοσίευτο ως επίσημη έκδοση, το έγραψε ως υλικό προετοιμασίας για σεμιναριακά μαθήματά του ως επισκέπτης καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Wisconsin – Madison (ΗΠΑ, 12-17 Σεπτεμβρίου 2011).
Πραγματεύτηκε αναλυτικά το θέμα της ακυβερνησίας στο κείμενο του: Claus Offe, «Unregierbarkeit. Zur Renaissance konservativer Krisentheorien», που περιέχεται στο βιβλίο: Jürgen Habermas (επιμ.), Stichworte zur geistigen Situation der Zeit, τόμ. I Nation und Republik, Φρανκφούρτη/M, 1979, σ. 294-318. Από το δοκίμιο εκείνο κατάγονται οι αρχικές ιδέες, τις οποίες ο Offe επανεπεξεργάστηκε, επικαιροποίησε και παρουσίασε συνοπτικά στην εισήγηση αυτή, που αφορά και πτυχές της «ελληνικής ιδιομορφίας».  Βλ. και τα βιβλία του Strukturprobleme des Kapitalistischen Staates - Aufsätze zur Politischen Soziologie (1η έκδοση Φρανκφούρτη 1972) και Contradictions of the Welfare State (Λονδίνο, 1984).
   
Claus Offe:  Ungovernability, unpublished manuscript, 2011
   
Η ακυβερνησία είναι έννοια που χρησιμοποιείται για να περιγράψει καταστάσεις ανεπάρκειας των θεσμών, οι οποίες εγκυμονούν τη δυνατότητα πολιτικών κρίσεων και ως επακόλουθό τους, θεσμικών αλλαγών. Η κατάσταση ακυβερνησίας δημιουργείται όταν θεσμοί και τα όργανά τους επιτρέπουν την εμφάνιση ή διόγκωση προβλημάτων και συγκρούσεων διαφόρων ειδών και στη συνέχεια οι ίδιοι θεσμοί αποδεικνύονται ανίκανοι να διαχειριστούν αυτά τα προβλήματα με εύτακτους και καθιερωμένους τρόπους, όπως συμβαίνει στα μοντέλα ενδογενούς υπερφόρτωσης από αυξημένες απαιτήσεις (endogenous demand overload)
Στο ερώτημα αν και πότε ένα κράτος έχει καταστεί ακυβέρνητο, εμπλέκεται ένα κανονιστικό στοιχείο. Αυτό το στοιχείο χρησιμεύει για να προσδιορίζονται τα όρια μεταξύ του «επαρκούς/ανεκτού» και «ανεπαρκούς» επιπέδου της ικανότητας ενός συστήματος πολιτικών θεσμών να κυβερνά. Συνήθως όμως, η θέση αυτού του ορίου φαίνεται να είναι μάλλον αμφιλεγόμενη. Εάν τα κράτη πάσχουν από χρόνια παράλυση της ικανότητάς τους να νομοθετούν και να επιβάλουν τους νόμους, να παρέχουν βασικές υπηρεσίες ή να επιλύουν μεγάλες συγκρούσεις μέσω κατάλληλων και επαρκών θεσμικών μέσων, τότε οι περισσότεροι άνθρωποι, συμπεριλαμβανομένων και των δρώντων μέσα στους κρατικούς φορείς, ενδεχομένως θα συμφωνήσουν ότι αντιμετωπίζουν κατάσταση ανεπαρκούς ικανότητας του κράτους, η οποία πρέπει να θεραπευθεί μέσω θεσμικής μεταρρύθμισης.
Το τέλος της «ένδοξης τριακονταετίας» 1950-1980, κλονισμός του καπιταλισμού με κράτος πρόνοιας 
Η ακυβερνησία είναι παράδοξη έννοια. Χρησιμοποιείται τόσο από ακαδημαϊκούς κοινωνιολόγους της πολιτικής, όσο και από δημοσιογράφους και πολιτικούς. Έχει παίξει σημαντικό ρόλο στη Νέα Αριστερά αλλά και στο νεο-συντηρητικό λόγο. Συμπτωματικά, ο όρος έγινε αρκετά δημοφιλής μεταξύ όλων αυτών των ομάδων που την χρησιμοποιούν, για πρώτη φορά στη δεκαετία του 1970 (πρβλ. Fluno 1971, μία από τις πρώτες χρήσεις της έννοιας), τόσο στον αγγλόφωνο κόσμο όσο και στην ηπειρωτική Ευρώπη. Η ιστορική κατάσταση μέσα στην οποία γεννήθηκε, είναι το τέλος της «Χρυσής Εποχής» που ακολούθησε μετά των Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, δηλαδή το τέλος της trente glorieuse [της «ένδοξης τριακονταετίας» 1950-1980] του καπιταλισμού με κράτος πρόνοιας. 
Max Ernst, Ρωμαίος και Ιουλιέττα (frottage, 1925)
Οι παραδοχές που συνόδευαν αναπόσπαστα αυτό το είδος καπιταλισμού, τέθηκαν τότε υπό αμφισβήτηση και θεωρήθηκαν ευρέως άκυρες. Αμφιβολίες γεννήθηκαν από γεγονότα, όπως η δημοσίευση της μελέτης για τα Όρια της Ανάπτυξης από τη Λέσχη της Ρώμης (Meadows κ.ά. 1972), το πρώτο σοκ ανόδου της τιμής του πετρελαίου το 1973, η συνακόλουθη αύξηση των επιπέδων ανεργίας σε όλο τον αναπτυγμένο κόσμο του ΟΟΣΑ, οι διψήφιοι ρυθμοί του πληθωρισμού σε βασικές χώρες του ΟΟΣΑ μετά τις κρίσεις των τιμών του πετρελαίου το 1973 και το 1979, οι πολιτισμικοί αντίκτυποι των κινημάτων διαμαρτυρίας της δεκαετίας του 1960, η πολιτισμική αλλαγή κατεύθυνσης προς «μετα-υλιστικές» αξίες (Inglehart 1977) που θεωρήθηκε ότι επιδεινώνουν τις «πολιτισμικές αντιφάσεις του καπιταλισμού» (Bell 1978), η de facto ήττα των ΗΠΑ στον πόλεμο του Βιετνάμ (1975), επίπεδα απεργιακών δραστηριοτήτων κατά την περίοδο 1968-1978 σ' όλο τον εκβιομηχανισμένο κόσμο χωρίς προηγούμενο μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, τα οποία στη Μεγάλη Βρετανία κορυφώθηκαν στο «χειμώνα της δυσαρέσκειας» 1978-1979, οι αναδυόμενες ενδείξεις ότι επιταχυνόταν η «δημοσιονομική κρίση του κράτους» (O' Connor, 1973), η αρχή του τέλους για την ευφορία της σοσιαλδημοκρατικής μεταρρύθμισης στην ηπειρωτική Ευρώπη (όπως προαναγγέλθηκε με την παραίτηση του Γερμανού καγκελάριου Βίλι Μπραντ το 1974) και τέλος, η άνοδος των Θατσερισμού και η ηγεμονία του νεοφιλελεύθερου δόγματος ως απάντηση της Δεξιάς σ' αυτές τις προκλήσεις της ακυβερνησίας (1979).
Max Ernst, frottage
Συντηρητική και σοσιαλδημοκρατική αντίδραση στην ακυβερνησία: σύγκρουση ή συνεργασία;
Η διάγνωση της ακυβερνησίας είναι πάντα αλληλένδετη με τη συνιστώμενη διορθωτική απάντηση. Η μία εκδοχή είναι η εξής: μπροστά στο φάσμα της ακυβερνησίας, οι κυβερνήσεις πρέπει να αναδομήσουν τις θεσμικές ρυθμίσεις και να αλλάξουν τις προγραμματικές ατζέντες και τις προσδοκίες τους, έτσι ώστε να μην εμπνέουν πλέον την απαίτηση ή τη φιλοδοξία να τεθούν υπό τον έλεγχο της κυβέρνησης πράγματα που θεωρούνται πως βρίσκονται ούτως ή άλλως πέρα από τις αρμοδιότητες ελέγχου της πολιτικής (όπως είναι ο οικονομικός κύκλος με τις ανόδους και καθόδους του και τα επίπεδα απασχόλησης). Σε περίπτωση που οι κυβερνήσεις αποτύχουν να αναδιατάξουν τους θεσμούς και τα προγράμματά τους, διακινδυνεύουν την κατεδάφιση του κύρους και της εξουσίας τους. Αυτή είναι η συντηρητική εκδοχή διορθωτικής απάντησης.
Όμως και το αντίθετο συμπέρασμα, το σοσιαλδημοκρατικό, έχει εξίσου νόημα και συνοχή: Για να αντιμετωπίσουν την ακυβερνησία, οι κυβερνήσεις πρέπει να ενισχύσουν τις θεσμικές δομές και τα πολιτικά μέσα που έχουν στη διάθεσή τους, έτσι ώστε να αποκαταστήσουν και να κατοχυρώσουν την αξιοπιστία και το κύρος τους (Offe 1984). 
Τα διορθωτικά μέτρα που προτείνονται, δεν προκύπτουν από την ανάλυση της κατάστασης ακυβερνησίας per se, αλλά, τουλάχιστον εν μέρει, από τις πολιτικές προτιμήσεις του παρατηρητή της.
Η πρώτη φορά που ο όρος «ακυβερνησία» εισέβαλε στο χώρο της κομματικής πολιτικής, ήταν μάλλον όταν ο Heinz Kühn, ο τότε εν ενεργεία Σοσιαλδημοκράτης πρωθυπουργός της γερμανικής ομόσπονδης χώρας της Βόρειας Ρηνανίας-Βεστφαλίας, κατά την προεκλογική εκστρατεία του το 1975, προειδοποίησε ότι σε περίπτωση που η Χριστιανοδημοκρατική αντιπολίτευση κέρδιζε τις ομοσπονδιακές εκλογές, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας θα καθίστατο «ακυβέρνητη». Με αυτό υπονοούσε ότι τα γερμανικά συνδικάτα θα προχωρούσαν σε εξω-θεσμικές μαχητικές κινητοποιήσεις, την έκρηξη των οποίων θα μπορούσε να αποτρέψει μόνον μια Σοσιαλδημοκρατική κυβέρνηση, με την ικανότητά της να καταλαγιάζει και να ενσωματώνει. Με όρους αναλυτικούς, το βασικό πρόβλημα υποβόσκει στο ερώτημα αν οι απαιτήσεις των συνδικάτων πρέπει να μετριαστούν από σοσιαλδημοκρατικές κυβερνήσεις που θα προχωρήσουν σε βήματα συνεργασίας με τα συνδικάτα στη δημοσιονομική και στην κοινωνική πολιτική, ή αν, αντίθετα, πρέπει να αντιμετωπιστούν συγκρουσιακά και τιμωρητικά, με μια στροφή των κεντρικών τραπεζών προς σκληρές μονεταριστικές πολιτικές υπέρ της πλευράς της προσφοράς και με αποποίηση εκ μέρους των κυβερνήσεων της ευθύνης τους για διατήρηση της «πλήρους» απασχόλησης (Scharpf 1987). 
Max Ernst, frottage
Η συντηρητική εκδοχή (Χάντιγκτον): Οι θεσμοί «υπερφορτώνονται από αυξημένες απαιτήσεις»
Το ίδιο έτος 1975 δημοσιεύτηκε μια «Έκθεση για την κυβερνησιμότητα των δημοκρατιών της Τριμερούς Επιτροπής» (Crozier κ.ά., 1975), με το δοκίμιο του Samuel Huntington το σχετικό με την Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής, το οποίο έγινε στη συνέχεια το μέρος αυτής της δημοσίευσης που άσκησε την μεγαλύτερη επιρροή. Η διάγνωσή του, η οποία 35 χρόνια αργότερα μπορεί να θεωρηθεί ως ένα από τα ιδρυτικά ντοκουμέντα του νεοσυντηρητισμού, ήταν απλή: Η αρχή του δημοκρατικού κράτους τίθεται υπό αμφισβήτηση από «υπερφόρτωση με αυξημένες απαιτήσεις» («demand overload») για ισότητα και από την «επανάσταση των αυξανόμενων των προσδοκιών», η οποία είναι αυτό που απέμεινε από τη «συμμετοχική επανάσταση» (ή το «δημοκρατικό κύμα») της δεκαετίας του 1960 και έδωσε το έναυσμα για «τις πιέσεις από νεοδραστηριοποιούμενες ομάδες». 
Αυτές οι ομάδες απαίτησαν «την επέκταση των μη αμυντικών δραστηριοτήτων της κυβέρνησης», όπως είναι η εκπαίδευση και η κοινωνική ασφάλιση. Η επέκταση αυτή πυροδότησε μια δημοσιονομική κρίση – μια κρίση την οποία «οι μαρξιστές αποδίδουν εσφαλμένα στην καπιταλιστική οικονομία [ενώ είναι] στην πραγματικότητα ένα προϊόν της δημοκρατικής πολιτικής». (73) Εξάλλου, η ενδυνάμωση της συμμετοχικής πολιτικής υπέρ της ισότητας, συνέβαλε στην απαξίωση της «κυβερνητικής αυθεντίας» και των προνομίων που απολαμβάνουν οι έχοντες αναβαθμισμένο status με βάση «την τεχνογνωσία, την ιεραρχία και τον πλούτο». Έτσι, «η ζωτικότητα της δημοκρατίας στη δεκαετία του 1960 δημιούργησε προβλήματα για την κυβερνησιμότητα της δημοκρατίας στη δεκαετία του 1970» (76), και, σε συνδυασμό με την «αυθάδεια» («dispatriating») ορισμένων δυνάμεων στα Μέσα μαζικής ενημέρωσης, στέρησε τις κυβερνήσεις (και γενικά τη «θεσμική ηγεσία») από το «απόθεμα πίστης» και την «εμπιστοσύνη» των πολιτών, προτρέποντας τον συγγραφέα να αναρωτηθεί: «Άραγε κυβερνά κανείς;» (92). Η επικράτηση μιας «δημοκρατικής αδιαθεσίας» εξαναγκάζει τις κυβερνήσεις να επεκτείνουν τις δαπάνες, ενώ ταυτόχρονα υποβαθμίζει την αυθεντία της, και κατά συνέπεια περικόπτει την ικανότητά της «να επιβάλει στο λαό της τις θυσίες οι οποίες μπορεί να είναι απαραίτητες» (105). Η κυβερνησιμότητα είχε  φθάσει στο σημείο να υποφέρει από υπερβολική «ζωτικότητα της δημοκρατίας» και από την συνακόλουθη «υπερφόρτωση με αυξημένες απαιτήσεις». 
Εξ ου και η ανάγκη να αποκατασταθεί η ισορροπία μεταξύ των δύο με την επιβολή «δυνητικά επιθυμητών ορίων στην επ' άπειρον επέκταση της πολιτικής δημοκρατίας».(115) Σε αντίθετη περίπτωση, η δημοκρατία απελευθερώνει δυνάμεις, για την τιθάσευση των οποίων οι δημοκρατικές κυβερνήσεις δεν έχουν τα κατάλληλα εργαλεία. Αυτή είναι η όλη ουσία της θεσμικής ανεπάρκειας.
Max Ernst, frottage
Μονόπλευρα συντηρητικό πολιτικό περιχόμενο σε εύστοχη αναλυτική δομή: ενδογενής ή και «αυτοτραυματική» υπερφόρτωση των θεσμικών οργάνων
Παρόλο που η πολιτική αιχμή του συγγραφέα και τα διορθωτικά μέτρα που προτείνει είναι σφοδρά αμφιλεγόμενα, η αναλυτική δομή των επιχειρημάτων του με κανένα τρόπο δεν συνδέεται με το συγκεκριμένο πλαίσιο των νεοσυντηρητικών φροντίδων.
Η δομή αυτή μπορεί να συνοψιστεί ως εξής: Ένα σύνολο πολιτικών θεσμικών οργάνων παρέχει το έδαφος για να αναπτυχθούν δυνάμεις και απαιτήσεις, οι οποίες δεν είναι εφικτό να τύχουν κατάλληλου χειρισμού, καθοδήγησης ή διαχείρισης εντός των ορίων της δικαιοδοσίας των εν λόγω οργάνων. Η ακυβερνησία δεν χαρακτηρίζει τις καταστάσεις και τα γεγονότα με τα οποία εκδηλώνεται. Μάλλον είναι εγγενές χαρακτηριστικό των θεσμικών ρυθμίσεων που αποδεικνύονται ανίκανες να αντιμετωπίσουν τα γεγονότα και τις καταστάσεις όταν αυτά συμβούν, και η εκδήλωση των οποίων στην πράξη είναι αδύνατο να εμποδιστεί από αυτές τις θεσμικές ρυθμίσεις.
Ακριβέστερα, ακυβερνησία είναι μια κατάσταση που λαμβάνει χώρα όταν θεσμικοί φορείς που βρίσκονται σε σύγκρουση μεταξύ τους, αντιλαμβάνονται τα κίνητρα και τις ευκαιρίες (τη «λογική της κατάστασης») με τέτοιο τρόπο, ώστε να μην αναπτύσσουν ενδιαφέρον για συνεργατική λύση της σύγκρουσης. Αυτό το πλαίσιο επιχειρηματολογίας είναι ενδιαφέρον από διανοητική άποψη, ακριβώς λόγω του γεγονότος ότι δεν θεωρεί την ενίσχυση των δυνάμεων που προκαλούν τη διατάραξη ως κάτι ενδεχομενικό και εξωγενές. Αντίθετα, έχει την ικανότητα να αποδίδει με συστηματικό τρόπο την ανάπτυξή τους, σ' αυτές ακριβώς τις θεσμικές ρυθμίσεις, η ελαττωματική λειτουργία των οποίων (η απώλεια του ελέγχου ή της ικανότητας του κυβερνάν) αποκαλύπτεται εκ των υστέρων ως συνέπεια αυτών των ενδογενών αποσυνθετικών ή διαταρακτικών δυνάμεων. Μπορεί να αποδειχθεί ότι η «υπερφόρτωση» από την οποία υποφέρουν οι κυβερνήσεις, είναι μια υπερφόρτωση που επάγεται και επιτρέπεται από τα θεσμικά όργανα και συνακόλουθα, κατά κάποιο τρόπο, «αυτοτραυματική».
Επιπλέον, η δύναμη και η δυναμική αυτών των διαταρακτικών δυνάμεων δεν επιτρέπουν μια ομαλή ή αυθόρμητη αποκατάσταση της κυβερνησιμότητας (π.χ. μέσω της επιβολής «ορίων... στην πολιτική δημοκρατία» à la Huntington). Αντίθετα, το ζητούμενο είναι μια πράξη μείζονος θεσμικής αναδιάρθρωσης, μετά την ολοκλήρωση της οποίας, η ακυβερνησία φαίνεται εκ των υστέρων ως μια «προσωρινή φάση στην σταδιοδρομία [...] ενός πολιτικού συστήματος» (Rose 1979, 351 η υπογράμμιση δική μου).
Ωστόσο, και η κατάσταση της κυβερνησιμότητας μπορεί επίσης να νοηθεί ως κάτι το «προσωρινό» και εγγενώς εύθραυστο, εφόσον οι αναδυόμενοι συσχετισμοί των κοινωνικο-οικονομικών και πολιτικών δυνάμεων μπορούν να διαταράξουν την επισφαλή θεσμική ισορροπία μεταξύ του συνόλου των προβλημάτων που ανακύπτουν και εκείνων που μπορούν να τύχουν αποτελεσματικού χειρισμού εντός των πλαισίων του εν λόγω συσχετισμού (Streeck 2009).
Max Ernst, frottage
«Εξωτερικοί κλυδωνισμοί» και ενδογένεια. Αστοχία των θεσμικών οργάνων, κυβερνητικοί μηχανισμοί χωρίς «απορροφητές κραδασμών»
Στην περίπτωση που μπορεί να εφαρμοσθεί αυτό το πλαίσιο επιχειρημάτων (ενδογένεια, αποσυνθετικές δυνάμεις, θεσμική αναδιάρθρωση και, nota bene, να τεκμηριωθεί εμπειρικά!), μπορούμε να μιλάμε για «ισχυρή», «καθαρή» ή ιδεο-τυπική περίπτωση ακυβερνησίας. Είναι κάτι ανάλογο με τη Μαρξική έννοια της «αναρχίας» του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής. Μια τέτοια ιδεο-τυπική θεωρητική κατασκευή επιτρέπει να αξιολογούνται και διαβαθμίζονται οι πραγματικές περιπτώσεις πολιτικών κρίσεων και κρατικών δυσλειτουργιών ανάλογα με την εγγύτητα ή την απόστασή τους από την «καθαρή» περίπτωση. Επιτρέπει να θέτουμε και να απαντούμε ερωτήματα όπως αυτά:
Σε ποιο βαθμό οι συνέπειες του τυφώνα Κατρίνα που έπληξε τη Νέα Ορλεάνη τον Αύγουστο του 2005 (1.800 άνθρωποι νεκροί, ένα εκατομμύριο άστεγοι, 81 δισεκατομμύρια δολάρια ΗΠΑ ζημιές) οφείλονταν στο «εξωτερικό» (μετεωρολογικό) συμβάν και σε ποιο βαθμό μπορούν να αποδοθούν σε αποτυχία της διακυβέρνησης (ανεπαρκής επισκευή των αναχωμάτων με επακόλουθο την κακή τους κατάσταση, ελαττωματικά καταφύγια και σχέδια εκκένωσης, χαοτική διαχείριση της κατάστασης έκτακτης ανάγκης, εφησυχασμός λόγω υπερβολικής εμπιστοσύνης στην κήρυξη στρατιωτικού νόμου κ.λπ.);
Σε ποιο βαθμό μπορεί η (βίαιη) διάλυση της Γιουγκοσλαβίας στη δεκαετία του 1990, να αποδοθεί στις εγγενείς αδυναμίες, ασυμμετρίες και εντάσεις που υπήρχαν εντός του θεσμικού συστήματος της γιουγκοσλαβικής ομοσπονδίας; Αντίστοιχο ερώτημα τίθενται και για το γεγονός του (ειρηνικού) χωρισμού της Τσεχοσλοβακικής ομοσπονδίας και ίσως σε κάποιο βαθμό για τις εντάσεις εντός του βελγικού ή του βρετανικού φεντεραλισμού.
Τι είναι αυτό που προκαλεί την αποτυχία των «αποτυχημένων κρατών» («failed states»); Η ένταση των φυγόκεντρων εθνοτικών κινητοποιήσεων ή κρατικοί θεσμοί δομικά τρωτοί, που κυριαρχούνται από διεφθαρμένες φυλετικές ελίτ, ανίκανες και απρόθυμες να παράσχουν βασική προστασία και ασφάλεια σε μεγάλα τμήματα του πληθυσμού τους;
Σε ποιο βαθμό η κρίση των χρηματοπιστωτικών αγορών του 2008, με τις τεράστιες αρνητικές επιπτώσεις της στους κρατικούς προϋπολογισμούς, στην οικονομική ανάπτυξη και στην αγορά εργασίας, είναι ένα θέμα ανορθολογικής αλληλεπίδρασης των παραγόντων που δρουν στις αγορές και σε ποιο βαθμό χρεώνεται σε πρότυπα διακυβέρνησης και σε σφάλματα ρύθμισης και εποπτείας, που επέτρεψαν, νομιμοποίησαν ή ακόμη και ενθάρρυναν τους εν λόγω παράγοντες των αγορών και τις στρατηγικές τους;
Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις προσωρινής ακυβερνησίας, για την κατάσταση μπορούν να ενοχοποιηθούν ως βασικοί υπαίτιοι οι «εξωτερικοί κλυδωνισμοί». Ωστόσο, μπορεί επίσης να ενοχοποιηθεί κυρίως η αστοχία των θεσμικών οργάνων και η απουσία κατάλληλων «απορροφητών κραδασμών» στους κυβερνητικούς μηχανισμούς. Βεβαίως υπάρχουν και παρατηρήσιμες περιπτώσεις, στις οποίες δεν φαίνεται τόσο εύλογο, μέσα σε μια θεσμοκεντρική προοπτική, να «μετατρέπονται σε ενδογενείς» όλοι οι παράγοντες που διαταράσσουν τη συναίνεση και στερούν τις κυβερνήσεις από το κύρος και την ικανότητα να δρούν αποτελεσματικά.
Μεταξύ άλλων, έχει συνδεθεί με την ακυβερνησία και η υπόθεση της εκκοσμίκευσης, με το επιχείρημα ότι «η χαλάρωση του παραδοσιακού πλέγματος των κοινωνικών, πολιτικών και θρησκευτικών νοοτροπιών και θεσμών, [...] αποδεσμεύει [...] την ατομική συμπεριφορά από τους παλιούς περιορισμούς της και συνακόλουθα θέτει σε κίνδυνο την κοινωνική σταθερότητα» και την κυβερνησιμότητα (Berger 1987, σ. 109, πρβλ. Böckenförde 1976).
Max Ernst, frottage
Αποτυχημένα κράτη και οιονεί αποτυχημένα κράτη
Η έννοια της ακυβερνησίας χρησιμοποιείται συχνότατα στις περιπτώσεις που η ανεπάρκεια των κυβερνητικών θεσμικών οργάνων εκδηλώνεται σε σχέση με συγκεκριμένες προκλήσεις που δεν είναι δυνατό ούτε να προληφθούν ούτε να αντιμετωπιστούν μέσω των διαθέσιμων θεσμικών μηχανισμών διακυβέρνησης. Αυτή η κατάσταση διακρίνεται από την ακόμη πιο ακραία κατάσταση απόλυτης αποτυχίας του κράτους, ή από την (προσωρινή) κατάρρευση των βασικών κρατικών λειτουργιών. Σε καμιά περίπτωση δεν πρέπει να εννοήσουμε ότι πρόκειται για κατάσταση που πλήττει υπανάπτυκτες μετα-αποικιακές πολιτείες και μόνον. Την ικανότητα του κράτους μπορούν να την μειώσουν μέχρι κρίσιμα επίπεδα, βαθιοί διχασμοί που αναπτύσσονται σε υπο-εθνικό επίπεδο, πολωμένα και φυγόκεντρα κομματικά συστήματα που οδηγούν σε χρόνιο πολιτικό αδιέξοδο, η διάχυτη διαφθορά στο δημόσιο τομέα, η αδυναμία να επιβληθεί το μονοπώλιο χρήσης βίας του κράτους επί εγχώριων παραστρατιωτικών δυνάμεων ή ανεπάρκειες στον θεσμικό εξοπλισμό για διαχείριση διαδοχικών κρίσεων. Αυτές οι συνθήκες υποδηλώνουν ότι τα κράτη δεν είναι μόνον ευάλωτα σε σχέση με συγκεκριμένες ειδικές προκλήσεις, αλλά και ότι δεν είναι σε θέση να εκτελέσουν βασικές κρατικές λειτουργίες, όπως να ασκούν την εξουσία τους για να θεσπίζουν και να επιβάλλουν αποτελεσματικά νομικούς κανόνες συλλογικά δεσμευτικούς, ή να παρέχουν τα θεμελιώδη επίπεδα φυσικής και κοινωνικοοικονομικής ασφάλειας στους πολίτες. 
Max Ernst, frottage
Ακυβερνησία και κράτη αποτυχημένα είτε στο χώρο είτε στο χρόνο
Μερικά θεσμικά πρότυπα κυβέρνησης μπορεί να ενέχουν τον κίνδυνο αποτυχίας του κράτους εντός του χώρου. Κράτη αποτυχημένα στο χώρο είναι εκείνα που δεν κατορθώνουν να ασκήσουν αποτελεσματική κρατική εξουσία σ' ολόκληρη την (ονομαστική) κρατική επικράτεια, με τα χωρικά κενά ελέγχου από το κράτος να τελούν υπό τον de facto έλεγχο πολέμαρχων, φυλάρχων, ένοπλων συμμοριών, των καρτέλ ναρκωτικών, εθνοτικών ή θρησκευτικών αποσχιστικών κινήσεων, ή ανταρτικών δυνάμεων. Το φάσμα των κρατών που δεν είναι σε θέση να επιβάλουν την ακεραιότητα ούτε καν της δικής τους επικράτειας, εκτείνεται από τη Σομαλία ως την Ινδονησία, τη Σρι Λάνκα, την Κολομβία και αναμφισβήτητα περιλαμβάνει μέχρι και το Ισραήλ (Failed States Index 2008). Σε αυτές τις περιπτώσεις, για ένα μέρος της επικράτειας και συνακόλουθα του πληθυσμού, δεν είναι προσιτά αυτά που έχει να προσφέρει η κεντρική κυβέρνηση, τα σχετικά με την προστασία, την έννομη τάξη και τις υπηρεσίες.
Ενώ οι περισσότερες περιπτώσεις που ανήκουν σ' αυτή την κατηγορία είναι επικράτειες οι οποίες εξακολουθούν να υποφέρουν από τις αδυναμίες της μετα-αποικιακής κρατικής υπόστασης, για τις πλούσιες δημοκρατίες του κόσμου του ΟΟΣΑ φαίνεται πιο πιθανό να υποφέρουν από την αδυναμία τους να αναλάβουν τον αποτελεσματικό έλεγχο ακόμη και επί του βραχυπρόθεσμου έως μεσοπρόθεσμου μέλλοντός τους. Αυτές οι δημοκρατίες πάσχουν από μυωπία των θεσμικών οργάνων ή από ελαττώματα κυβερνησιμότητας εντός του χρόνου. Έχουν καταστεί θεσμικά ανεπαρκείς, δηλαδή ανίκανες να ανταποκριθούν έγκαιρα και αποτελεσματικά σε προκλήσεις που έχουν ήδη προβλεφθεί με σαφήνεια και σε μεγάλο βαθμό θεωρούνται αναμφισβήτητες (π.χ. της δημογραφικής, εκπαιδευτικής ή κλιματικής αλλαγής), δρώντας όπως επιτάσσουν οι κίνδυνοι που επικρέμονται, καθώς και οι εκτιμήσεις της σχέσης κόστους - αποδοτικότητας (βλ. Stern 2007, για τον έλεγχο της κλιματικής αλλαγής). 
Μπορούμε να μιλάμε για ένα προσωρινό «φαινόμενο παραγκωνισμού» (crowding-out effect) που διέπει τις ατζέντες των φιλελεύθερων δημοκρατιών: Οι τρέχουσες, βραχυπρόθεσμες φροντίδες των σημερινών ελίτ και μη-ελίτ επικρατούν επί των μεσο-μακροπρόθεσμων ζητημάτων, επειδή η μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα είναι δύσκολο να καθιερωθεί ως προτεραιότητα, αφού σημασία έχουν (με το δεδομένο πλαίσιο των πολιτικών θεσμών) μόνον οι προτιμήσεις των ψηφοφόρων που βρίσκονται στη ζωή σήμερα, καθώς και οι βραχύβιοι συνασπισμοί των πολιτικών δυνάμεων. Είναι γεγονός ότι οι φιλελεύθερες δημοκρατίες διαθέτουν πολύ πενιχρά μέσα για να αυτοδεσμεύονται σε σωστή πορεία. Αυτή η δομική μυωπία ενδυναμώνεται περαιτέρω από τους βραχυχρόνιους εκλογικούς κύκλους, που έχουν την τάση να πιέζουν για βραχυχρόνια κυβερνητικά προγράμματα, θέτοντας ως στόχους μόνον αυτά που μπορούν να επιτευχθούν μέχρι την ώρα των επόμενων εκλογών. 
Max Ernst, frottage
Ιδιωτικοποίηση και υπερεθνική αλληλεξάρτηση - «παγκοσμιοποίηση» ως πηγές ακυβερνησίας
Τέλος, μπορούμε να μιλήσουμε για ακυβερνησία με όρους βασικών τομέων και θεμάτων της πολιτικής που έχουν διαφύγει (χωρίς επιστροφή) από την ακτίνα δράσης των (εθνικών) κυβερνήσεων. Την απώλεια ελέγχου από την κυβέρνηση για λόγους σχετικούς με το περιεχόμενο του τομέα ή του θέματος, μπορούν να την προκαλούν αίτια που έρχονται από δύο φαινομενικά αντίθετες κατευθύνσεις: είτε από την ιδιωτικοποίηση, είτε από την υπερεθνική αλληλεξάρτηση («παγκοσμιοποίηση»). Αυτά συμβάλλουν στην διαφυγή όλο και περισσότερων θεμάτων και προκλήσεων από τη σφαίρα που είναι διαχειρίσιμη με τις συμβατικές μορφές του κυβερνάν και της δημόσιας εξουσίας. Το κενό που προκύπτει γεμίζει, αν και συχνά μόνον ρητορικά, με την ομιχλώδη έννοια της «διακυβέρνησης» (governance).
Από τη δεκαετία του 1980 και μετά, οι κυβερνήσεις των [αναπτυγμένων] χωρών του ΟΟΣΑ αντέδρασαν έντονα στα συμπτώματα της δημοσιονομικής κρίσης και στην «υπερφόρτωση» των προϋπολογισμών εξαιτίας «αυξημένων απαιτήσεων» (budgetary «demand overload»), με κινήσεις ιδιωτικοποίησης κάθε είδους δημόσιων «επιχειρήσεων δικτύων» (του νερού, της ενέργειας, των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων, των μεταφορών, των τηλεπικοινωνιών και των ηλεκτρονικών Μέσων Ενημέρωσης), καθώς και των κοινωνικών υπηρεσιών, της δημόσιας διοίκησης και της κοινωνικής ασφάλισης. Μ' αυτό τον τρόπο, εν ονόματι της ενίσχυσης υπό κάποια αόριστη έννοια της «αποτελεσματικότητας» και της «ελευθερίας επιλογών», οι ίδιες οι κυβερνήσεις έχουν αφαιρέσει εσκεμμένα από τον εαυτό τους, μερικές από τις αρμοδιότητές τους να λαμβάνουν πολιτικές αποφάσεις γι' αυτά τα αγαθά και υπηρεσίες, καθώς και για την ποιότητα και τη διανομή τους (με την εξαίρεση των ρυθμιστικών αρμοδιοτήτων που παραμένουν, οι οποίες όμως τείνουν να εξασθενούν σε πολλές περιπτώσεις, υπό την επίδραση του «ανταγωνισμού για το κανονιστικό καθεστώς» - βλ. Streeck 2008, κεφ. 5).
Η άλλη κατεύθυνση, προς την οποία τα κράτη επέτρεψαν να διαφύγουν σημαντικά θέματα και έτσι να τα αφήσουν έξω από την ακτίνα δράσης των πολιτικών αποφάσεών τους, είναι η συνήθως αποκαλούμενη «παγκοσμιοποίηση». Εδώ, η γνώριμη λύση είναι η εξής: Όχι κράτη, αλλά μόνον διακρατικές συμμαχίες κρατών ή υπερεθνικοί οργανισμοί μπορούν να ορίσουν και να επιβάλλουν κανονιστικά πρότυπα (που να αφορούν, π.χ., το Διαδίκτυο, τη μετανάστευση ή τη λειτουργία των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων). Ωστόσο, η λύση αυτή συχνά αποδεικνύεται ανέφικτη εξαιτίας της παρεμπόδισης εκ μέρους των επιμέρους κρατών αυτού που μπορεί να αποκληθεί «κατ΄ απαίτησιν» ή «εξαναγκασμένη» («requisite») κυβερνησιμότητα.

Βιβλιογραφία:
  
Bell, Daniel (1978), The Cultural Contradictions of Capitalism, New York, Basic Books. 
Berger, Suzanne (1987), “Religious Transformation and the Future of Politics„, σε: Maier, Charles S. (1987), Changing boundaries of the political, Cambridge: Cambridge University Press. σ. 107-149.
Böckenförde (1976), Staat, Gesellschaft, Freiheit: Studien zur Staatstheorie und zum Verfassungsrecht, Frankfurt am Main, Suhrkamp.
Crozier, Michel J., Samuel P. Huntington, Joho Watanuki (1975), The Crisis of Democracy, New York, NYUP.
Failed State Index 2008
http://www.foreignpolicy.com/story/cms.php?story_id=4350&page=1
Fluno, Robert Y. (1971), “The Floundering Leviathan: Pluralism in an Age of Ungovernability” σε: Political Research Quarterly, 24/3: 560-566.
Inglehart, Ronald F. (1977), The Silent Revolution, Princeton: Princeton University Press.
Meadows Donella H., Dennis L. Meadows, Jorgen Randers, and William W. Behrens III, The Limits of Growth. A Report for The Club of Rome's Project on the Predicament of Mankind NY, Universe 1972
O’Connor (1973), The Fiscal Crisis of the State, New York, St. Martin’s.
Offe, Claus (1984), “Ungovernability: On the Renaissance of Conservative Theories of Crisis” σε: Habermas, Jürgen (επιμ.) (1984), Observation on “The Spiritual Situation of the Age”, Cambridge, MIT Press. σ: 67-88.
Rose, Richard (1979), “Ungovernability: Is there fire behind the smoke?” σε: Political Studies, 27/3, σ. 351-370.
Schäfer, Armin (2008), “Krisentheorien der Demokratie. Unregierbarkeit, Spätkapitalismus und Postdemokratie“ Max-Planck-Institut für Gesellschaftsforschung, Discussion Paper 08/10.
Scharpf, Fritz W. (1987), Sozialdemokratische Krisenpolitik in Europa, Frankfurt am Main, Campus.
Schmitter, Philippe C. (1981), "Interest Intermediation and Regime Governability in Contemporary Western Europe and North America", Suzanne Berger κ.ά. (επιμ.), Organized Interests in Western Europe, Cambridge, Cambridge UP, σ. 176 - 227
Stern, Nicholas (2007), The economics of climate change: the Stern review, Cambridge, Cambridge University Press.
Streeck, Wolfgang (2009), Re-Forming Capitalism: Institutional Change in the German Political Economy, Oxford/ New York, Oxford University Press, 2009.
Claus Offe (βιογραφικό) - βιβλία στα Ελληνικά: Η Ευρώπη στην παγίδα (αποσπάσματα στο ΜτΚ). Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Blätter für deutsche und internationale Politik» (Γερμανικά, Europa in der Falle), στη συνέχεια συμπεριλήφθηκε στο συλλογικό έργο «Demokratie oder Kapitalismus? - Europa in Krise» των εκδόσεων «Blätter», ως μέρος μιας ευρείας συζήτησης για την κρίση.
  
«Η Ευρώπη στην παγίδα» περιλαμβάνεται στον Β' τόμο της ελληνικής έκδοσης του βιβλίου, με επιμέλεια και εισαγωγή της Ρούλας Γκόλιου. Ο Β' τόμος περιέχει επίσης εργασίες για την κρίση στην ευρωζώνη των Elmar Altvater, Peter Bofinger, Jürgen Habermas, Rudolf Hickel, Paul Krugman, Isabell Lorey, Stephan Schulmeister, Wolfgang Streeck, Hubert Zimmermann, Karl Georg Zinn. Τα περιεχόμενα του Β' Τόμου.
Στον Α' τόμο της ελληνικής έκδοσης «Δημοκρατία ή καπιταλισμός - Η Ευρώπη σε κρίση» περιέχονται κείμενα και συζητήσεις των Ulrich Beck, Hauke Brunkhorst, Christian Calliess, Henrik Enderlein, Joschka Fischer, Claudio Franzius, Ulrike Guérot, Jürgen Habermas, Oskar Negt, Ulrich Κ. Preuss, Hans-Jürgen Urban.
Claus Offe, «Unregierbarkeit», zur Renaissance konservativer Krisentheorien, στο Jürgen Habermas (επιμ.) Stichworte zur geistigen Situation der Zeit, τόμ. I, Nation und Republik, Frankfurt am Main, Suhrkamp, 1979, σ. 294-318
Europe entrapped? An interview with Claus Offe
https://www.opendemocracy.net/can-europe-make-it/europe-entrapped-interview-with-claus-offe 


           
Το ίδιο σε ελληνική μετάφραση:


1 σχόλιο:

Δημοφιλείς αναρτήσεις 2013 - 2022

Το δημοκρατικό αίτημα των καιρών: Το δίκιο των νέων γενεών και των γενεών που έρχονται

Το δημοκρατικό αίτημα των καιρών: Το δίκιο των νέων γενεών και των γενεών που έρχονται
Χρίστος Αλεξόπουλος: Κλιματική κρίση και κοινωνική συνοχή

ΕΠΙΛΟΓΕΣ:
Αντρέϊ Αρσένιεβιτς Ταρκόφσκι

ΕΠΙΛΟΓΕΣ:<br>Αντρέϊ Αρσένιεβιτς Ταρκόφσκι
Πως η αγάπη επουλώνει τη φθορά του κόσμου

Danilo Kiš:

Danilo Kiš:
Συμβουλές σε νεαρούς συγγραφείς, και όχι μόνον

Predrag Matvejević:

Predrag Matvejević:
Ο Ρωσο-Κροάτης ανιχνευτής και λάτρης του Μεσογειακού κόσμου

Azra Nuhefendić

Azra Nuhefendić
Η δημοσιογράφος με τις πολλές διεθνείς διακρίσεις, γράφει για την οριακή, γειτονική Ευρώπη

Μάης του '36, Τάσος Τούσης

Μάης του '36, Τάσος Τούσης
Ο σκληρός Μεσοπόλεμος: η εποχή δοσμένη μέσα από τη ζωή ενός ανθρώπου - συμβόλου

Ετικέτες

«Γενιά του '30» «Μακεδονικό» 1968 1989 αειφορία Ανδρέας Παπανδρέου αντιπροσωπευτική δημοκρατία Αριστοτέλης Αρχιτεκτονική Αυστρομαρξισμός Βαλκανική Βαρουφάκης βιοποικιλότητα Βρετανία Γαλλία Γερμανία Γκράμσι Διακινδύνευση Έθνος και ΕΕ Εκπαίδευση Ελεφάντης Ενέργεια Επισφάλεια ηγεμονία ΗΠΑ Ήπειρος Θ. Αγγελόπουλος Θεοδωράκης Θεσσαλονίκη Θεωρία Συστημάτων Ιβάν Κράστεφ ιστορία Ιταλία Καντ Καρλ Σμιτ Καταναλωτισμός Κεντρική Ευρώπη Κέϋνς Κίνα Κλιματική αλλαγή Κοινοτισμός κοινωνική ανισότητα Κορνήλιος Καστοριάδης Κοσμάς Ψυχοπαίδης Κράτος Πρόνοιας Κώστας Καραμανλής Λιάκος Α. Λογοτεχνία Μάνεσης Μάξ Βέμπερ Μάρξ Μαρωνίτης Μέλισσες Μέσα «κοινωνικής» δικτύωσης Μέσα Ενημέρωσης Μεσόγειος Μεταπολίτευση Μιχ. Παπαγιαννάκης Μουσική Μπερλινγκουέρ Νεοφιλελευθερισμός Νίκος Πουλαντζάς Νίτσε Ο τόπος Οικολογία Ουκρανία Π. Κονδύλης Παγκοσμιοποίηση Παιδεία Πράσινοι Ρήγας Ρίτσος Ρωσία Σεφέρης Σημίτης Σολωμός Σοσιαλδημοκρατία Σχολή Φραγκφούρτης Ταρκόφσκι Τουρκία Τραμπ Τροβαδούροι Τσακαλώτος Τσίπρας Φιλελευθερισμός Φιλοσοφία Χαλκιδική Χέγκελ Χριστιανισμός Acemoglu/Robinson Adorno Albrecht von Lucke André Gorz Axel Honneth Azra Nuhefendić Balibar Brexit Carl Schmitt Chomsky Christopher Lasch Claus Offe Colin Crouch Elmar Altvater Ernst Bloch Ernst-W. Böckenförde Franklin Roosevelt Habermas Hannah Arendt Heidegger Jan-Werner Müller Jeremy Corbyn Laclau Le Corbusier Louis Althusser Marc Mazower Matvejević Michel Foucault Miroslav Krleža Mudde Otto Bauer PRAXIS International Ruskin Sandel Michael Strauss Leo Streeck T. S. Eliot Timothy Snyder Tolkien Ulrich Beck Wallerstein Walter Benjamin Wolfgang Münchau Zygmunt Bauman

Song for the Unification (Zbigniew Preisner -
Elzbieta Towarnicka - Kr. Kieślowski) - youtube

Song for the Unification (Zbigniew Preisner - <br>Elzbieta Towarnicka - Kr. Kieślowski) - youtube
Ἐὰν ταῖς γλώσσαις τῶν ἀνθρώπων λαλῶ καὶ τῶν ἀγγέλων,
ἀγάπην δὲ μὴ ἔχω, γέγονα χαλκὸς ἠχῶν ἢ κύμβαλον ἀλαλάζον...
Ἡ ἀγάπη ...πάντα στέγει, πάντα πιστεύει, πάντα ἐλπίζει, πάντα ὑπομένει...
Νυνὶ δὲ μένει πίστις, ἐλπίς, ἀγάπη, τὰ τρία ταῦτα·
μείζων δὲ τούτων ἡ ἀγάπη (προς Κορινθ. Α΄ 13)

Zygmunt Bauman: «Ρευστές ζωές, ρευστός κόσμος, ρευστή αγάπη»

Zygmunt Bauman: «Ρευστές ζωές, ρευστός κόσμος, ρευστή αγάπη»
«Είμαι βραχυπρόθεσμα απαισιόδοξος αλλά μακροπρόθεσμα αισιόδοξος»

Μουσείο Γουλανδρή Φυσικής Ιστορίας

Μουσείο Γουλανδρή Φυσικής Ιστορίας
«Χριστούγεννα με τον Κοκκινολαίμη – Το Αηδόνι του Χειμώνα»

Ψηλά στην Πίνδο, στο Περτούλι

Ψηλά στην Πίνδο, στο Περτούλι